Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Εκεί Όπου Πρωτοάκουσα το Όνομα Ιεχωβά

Εκεί Όπου Πρωτοάκουσα το Όνομα Ιεχωβά

Εκεί Όπου Πρωτοάκουσα το Όνομα Ιεχωβά

Αφήγηση από τον Πάβολ Κόβαρ

Εν μέσω σφοδρών βομβαρδισμών, με δυσκολία καταφέραμε να φτάσουμε σε ένα πρόχειρο καταφύγιο. Καθώς εντείνονταν οι βομβαρδισμοί και το καταφύγιό μας τρανταζόταν, ένας συγκρατούμενός μου προσευχήθηκε δυνατά: «Ιεχωβά, σώσε μας! Για χάρη του αγίου ονόματός σου, σε παρακαλώ, σώσε μας!»

ΗΤΑΝ 8 Ιανουαρίου του 1945, και εγώ ήμουν αιχμάλωτος πολέμου στην αυστριακή πόλη Λιντς. Περίπου 250 άτομα βρισκόμασταν σε εκείνο το καταφύγιο και επιβιώσαμε όλοι από τους βομβαρδισμούς. Όταν βγήκαμε από αυτό, παντού γύρω μας αντικρίσαμε εικόνες καταστροφής. Η εγκάρδια προσευχή που είχα ακούσει χαράχτηκε βαθιά μέσα στο μυαλό μου μολονότι ποτέ δεν έμαθα ποιος είπε αυτά τα λόγια. Προτού αφηγηθώ πώς έμαθα τελικά ποιος είναι ο Ιεχωβά, επιτρέψτε μου να σας πω λίγα πράγματα για το παρελθόν μου.

Γεννήθηκα στις 28 Σεπτεμβρίου 1921, σε ένα σπίτι κοντά στο χωριό Κράινε στη δυτική Σλοβακία, που τότε ανήκε στην Τσεχοσλοβακία. Οι γονείς μου ήταν Προτεστάντες και έπαιρναν τη θρησκεία τους στα σοβαρά. Ο πατέρας μου διάβαζε τη Γραφή της οικογένειας τα πρωινά της Κυριακής, ενώ η μητέρα μου και εμείς τα τέσσερα παιδιά ακούγαμε προσεκτικά. Ωστόσο, δεν θυμάμαι να χρησιμοποίησε ποτέ ο πατέρας μου το όνομα Ιεχωβά. Η ζωή στην περιοχή μας ήταν απλή, αλλά ήμασταν ικανοποιημένοι με τα λίγα που είχαμε.

Όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1939, οι άνθρωποι ήταν τρομοκρατημένοι. Πολλοί θυμούνταν καλά τα δεινά που είχε προκαλέσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος περίπου 20 χρόνια νωρίτερα. Το 1942, με κάλεσαν να υπηρετήσω στο σλοβακικό στρατό. Παρότι η Σλοβακία τάχθηκε επίσημα με το μέρος της Γερμανίας, τον Αύγουστο του 1944 έγινε μια απόπειρα αποκατάστασης της δημοκρατίας. Όταν αυτή απέτυχε, βρέθηκα ανάμεσα στους χιλιάδες αιχμάλωτους Σλοβάκους στρατιώτες που μεταφέρθηκαν σε περιοχές οι οποίες ήταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Κατέληξα στο Γκούζεν, ένα γειτονικό παράρτημα του διαβόητου στρατοπέδου συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, κοντά στο Λιντς.

Αιχμάλωτος Πολέμου

Μας έβαλαν να δουλεύουμε στις εγκαταστάσεις του αεροδρομίου, το οποίο δεν απείχε πολύ από το χωριό Ζανκτ Γκεόργκεν αν ντερ Γκούζεν. Εκεί δούλευα σε ένα πριονιστήριο. Η τροφή ήταν λιγοστή, και τον Ιανουάριο του 1945 το συσσίτιό μας μειώθηκε ακόμη περισσότερο, καθώς ο στρατός των Ναζί υφίστατο ήττες σε όλα τα μέτωπα. Το μόνο ζεστό γεύμα που μας έδιναν ήταν λίγη σούπα. Κάθε πρωί έρχονταν εργάτες από το κεντρικό στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν. Οι φύλακες συχνά χτυπούσαν μέχρι θανάτου όσους κρατουμένους ήταν τόσο αδύναμοι ώστε δεν μπορούσαν να δουλέψουν. Κατόπιν, άλλοι κρατούμενοι έριχναν τα πτώματα σε ένα κάρο και τα μετέφεραν στο κρεματόριο.

Παρά την αθλιότητα, ελπίζαμε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σύντομα. Στις 5 Μαΐου 1945, τέσσερις μήνες μετά τους βομβαρδισμούς που περιγράφτηκαν στην εισαγωγή του άρθρου, ξύπνησα από τη μεγάλη φασαρία που επικρατούσε και έτρεξα στο προαύλιο. Οι φύλακες είχαν φύγει, τα όπλα ήταν στοιβαγμένα και οι πύλες ορθάνοιχτες. Μπορούσαμε να δούμε το άλλο στρατόπεδο πέρα από το λιβάδι. Απελευθερωμένοι τρόφιμοι έβγαιναν τρέχοντας από αυτό όπως οι μέλισσες από μια φλεγόμενη κυψέλη. Μαζί με την απελευθέρωση, επήλθαν και τα άγρια αντίποινα. Η σφαγή που έλαβε χώρα παραμένει ανεξίτηλη στο μυαλό μου.

Κρατούμενοι έπαιρναν εκδίκηση χτυπώντας μέχρι θανάτου τους κάπο, τρόφιμους οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τους φύλακες του στρατοπέδου. Οι κάπο ήταν συνήθως πιο βάρβαροι ακόμη και από τους ίδιους τους φύλακες των Ναζί. Είδα κάποιον φυλακισμένο να χτυπάει με ρόπαλο έναν κάπο μέχρι θανάτου, ουρλιάζοντας: «Αυτός σκότωσε τον πατέρα μου. Καταφέραμε να επιβιώσουμε και οι δύο εδώ, και πριν από δύο μόλις μέρες αυτός τον σκότωσε!» Ως το βράδυ, το λιβάδι ήταν γεμάτο με τα πτώματα των κάπο και άλλων τροφίμων​—εκατοντάδες πτώματα. Αργότερα, προτού φύγουμε, περάσαμε από διάφορα σημεία του στρατοπέδου παρατηρώντας τους μηχανισμούς εκτέλεσης​—ιδιαίτερα τους θαλάμους αερίων—​και τους φούρνους.

Μαθαίνω για τον Αληθινό Θεό

Γύρισα στο σπίτι στα τέλη Μαΐου του 1945. Στο μεταξύ, οι γονείς μου, όχι μόνο είχαν μάθει το όνομα του Θεού, το όνομα που είχα ακούσει στο καταφύγιο, αλλά είχαν γίνει και Μάρτυρες του Ιεχωβά. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή μου, γνώρισα την Όλγκα, μια κοπέλα με πνευματικές αξίες, και έναν χρόνο αργότερα παντρευτήκαμε. Ο ζήλος της για τη Γραφική αλήθεια με παρακίνησε να συνεχίσω να μαθαίνω για τον Ιεχωβά. Στη διάρκεια μιας από τις τελευταίες συνελεύσεις μας προτού το καινούριο κομμουνιστικό καθεστώς απαγορεύσει το έργο μας κηρύγματος το 1949, η Όλγκα και εγώ, μαζί με 50 ακόμη άτομα, βαφτιστήκαμε στον ποταμό Βαχ στην πόλη Πιέστανι. Με τον καιρό, αποκτήσαμε δύο κόρες, την Όλγκα και τη Βλάστα.

Ο Γιαν Σέμπιν, Μάρτυρας που είχε βοηθήσει στην αναδιοργάνωση του έργου κηρύγματος μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μας επισκεπτόταν συχνά και ήταν στενός συνεργάτης μου στη διακονία. Παρά τον αυξανόμενο διωγμό από τους κομμουνιστές, συνεχίζαμε να κηρύττουμε. Ήμασταν διακριτικοί καθώς μιλούσαμε στους ανθρώπους για τις Γραφικές αλήθειες, και σύντομα αποκτήσαμε πολλές Γραφικές μελέτες. Όταν ο Γιαν έφυγε από την περιοχή μας, η σύζυγός μου και εγώ συνεχίσαμε αυτές τις μελέτες. Αργότερα, στις συνελεύσεις μας, συναντούσαμε συχνά εκείνα τα αγαπημένα μας πρόσωπα μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Πόση χαρά μάς έφερνε αυτό!

Ειδική Υπηρεσία

Το 1953, πολλοί Μάρτυρες οι οποίοι είχαν αναλάβει την ηγεσία στο έργο κηρύγματος φυλακίστηκαν. Μου ζητήθηκε, λοιπόν, να βοηθήσω στη διακονία αγρού σε μια περιοχή που απείχε περίπου 150 χιλιόμετρα από το σπίτι μας. Κάθε δεύτερη εβδομάδα, αφού τελείωνα την εργασία μου το Σάββατο το απόγευμα, έπαιρνα το τρένο από την πόλη Νόβε Μιέστο ναντ Βάχομ και ταξίδευα για το Μάρτιν, στη βορειοκεντρική Σλοβακία. Εκεί ασχολούμουν με το έργο διδασκαλίας της Γραφής μέχρι αργά το βράδυ καθώς και ολόκληρη την Κυριακή. Το βράδυ της Κυριακής έπαιρνα το τρένο για να επιστρέψω στο Νόβε Μιέστο. Συνήθως έφτανα περίπου τα μεσάνυχτα και διανυκτέρευα στο σπίτι ενός ηλικιωμένου ζευγαριού που είχαν την καλοσύνη να με φιλοξενούν. Κατόπιν, πήγαινα απευθείας στην εργασία μου και επέστρεφα στην οικογένειά μου, στο χωριό Κράινε, τη Δευτέρα το βράδυ. Τα σαββατοκύριακα που έλειπα από το σπίτι, τη φροντίδα για τις κόρες μας την αναλάμβανε η Όλγκα.

Αργότερα, το 1956, προσκλήθηκα να υπηρετήσω ως επίσκοπος περιοχής, διορισμός που περιλάμβανε το να επισκέπτομαι εκκλησίες της περιοχής μας προκειμένου να ενισχύω πνευματικά τους αδελφούς. Εφόσον πολλοί από αυτούς οι οποίοι είχαν υπηρετήσει με αυτή την ιδιότητα είχαν φυλακιστεί, διέκρινα ότι υπήρχε ανάγκη να αποδεχτώ αυτή την ευθύνη. Η σύζυγός μου και εγώ ήμασταν πεπεισμένοι ότι ο Ιεχωβά θα βοηθούσε την οικογένειά μας.

Σύμφωνα με την κομμουνιστική νομοθεσία, όλοι οι πολίτες έπρεπε να εργάζονται. Η κυβέρνηση θεωρούσε παράσιτα όσους δεν είχαν εργασία και τους έστελνε στη φυλακή. Έτσι λοιπόν, εξακολούθησα να εργάζομαι. Δαπανούσα δύο σαββατοκύριακα το μήνα μαζί με την οικογένειά μου στο σπίτι, συμμετέχοντας σε πνευματικές και άλλες δραστηριότητες, ενώ τα υπόλοιπα δύο σαββατοκύριακα επισκεπτόμουν κάποια από τις έξι κοντινές εκκλησίες της περιοχής.

Παραγωγή Εντύπων στη Διάρκεια της Απαγόρευσης

Οι επίσκοποι περιοχής είχαν την ευθύνη να φροντίζουν ώστε να υπάρχουν Γραφικά έντυπα σε κάθε εκκλησία της περιοχής. Αρχικά, τα περιοδικά αντιγράφονταν κυρίως με το χέρι ή δακτυλογραφούνταν. Αργότερα, είχαμε τη δυνατότητα να λαβαίνουμε τα αρνητικά φιλμ της Σκοπιάς και να τα στέλνουμε στις εκκλησίες. Στη συνέχεια τα περιοδικά εκτυπώνονταν σε φωτογραφικό χαρτί. Εφόσον η αγορά μεγάλων ποσοτήτων τέτοιου χαρτιού θα μπορούσε να εγείρει υποψίες, εκείνοι οι οποίοι φρόντιζαν για αυτό έπρεπε να δείχνουν τόλμη και να ασκούν διάκριση.

Ο Στέφαν Χούτσκο έκανε αυτή την εργασία με ιδιαίτερο ζήλο και τα κατάφερνε πολύ καλά. Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση, ο Στέφαν πήγε και πάλι σε κάποιο φωτογραφείο σε μια πόλη μακριά από το σπίτι του για να αγοράσει φωτογραφικό χαρτί, αλλά εφόσον δεν βρήκε, ετοιμαζόταν να φύγει. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή είδε τη φιλική υπάλληλο του καταστήματος η οποία είχε υποσχεθεί την προηγούμενη φορά ότι θα παραγγείλει χαρτί για αυτόν. Καθώς ο Στέφαν ετοιμαζόταν να την πλησιάσει, πρόσεξε ότι ένας αστυνομικός έμπαινε στο κατάστημα. Την ίδια στιγμή, η υπάλληλος είδε τον Στέφαν και φώναξε χαρούμενα: «Κύριε! Είστε τυχερός. Έχει έρθει η παραγγελία για το φωτογραφικό χαρτί που χρειάζεστε».

Δείχνοντας ευστροφία, ο Στέφαν απάντησε: «Συγνώμη, κυρία μου, αλλά πρέπει να με έχετε μπερδέψει με κάποιον άλλον. Εγώ θέλω μόνο ένα φιλμ».

Αφού επέστρεψε στο αυτοκίνητό του, ο Στέφαν δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα έφευγε χωρίς το πολύτιμο φωτογραφικό χαρτί για το οποίο είχε έρθει. Έτσι λοιπόν, λίγο αργότερα, αφού έβγαλε το παλτό του και το καπέλο του και προσπάθησε να αλλάξει την εμφάνισή του, ξαναμπήκε στο κατάστημα και πήγε κατευθείαν στην υπάλληλο. «Είχα έρθει πριν από μία εβδομάδα», εξήγησε, «και μου υποσχεθήκατε ότι θα παραγγείλετε φωτογραφικό χαρτί για εμένα. Το έχετε;»

«Ναι, βέβαια», απάντησε εκείνη. «Αλλά ξέρετε, κύριε, πριν από λίγα μόλις λεπτά βρισκόταν εδώ ένας άνθρωπος που ήταν ολόιδιος με εσάς. Είναι απίστευτο​—έμοιαζε σαν δίδυμος αδελφός σας!» Ο Στέφαν πήρε γρήγορα τη μεγάλη ποσότητα χαρτιού και έφυγε, ευχαριστώντας τον Ιεχωβά που το προμήθευσε.

Στη δεκαετία του 1980, αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε πολύγραφους και μικρά πιεστήρια όφσετ για την παραγωγή Γραφικών εντύπων σε υπόγεια και σε άλλα μέρη που ήταν δύσκολο να τα ανακαλύψουν. Με τον καιρό, ο αριθμός των αντιτύπων κάθε τεύχους των περιοδικών μας​—καθώς επίσης ο αριθμός βιβλίων και βιβλιαρίων—​πλησίασε και μάλιστα ξεπέρασε τον αριθμό των Μαρτύρων.

Ανεπιθύμητες Επισκέψεις

Μια μέρα στη δεκαετία του 1960, μου ζητήθηκε να παρουσιαστώ στο στρατιωτικό τμήμα της εταιρίας στην οποία εργαζόμουν. Τρεις άντρες με πολιτικά με ανέκριναν, ρωτώντας: «Πόσο καιρό πηγαίνεις στις συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά; Και ποιοι άλλοι έρχονται εκεί;» Δεν τους έδωσα συγκεκριμένες πληροφορίες, και εκείνοι μου είπαν ότι θα με καλούσαν και πάλι. Αυτή ήταν η πρώτη μου συνάντηση με την Κρατική Ασφάλεια, τη μυστική αστυνομία.

Λίγο καιρό αργότερα, με πήραν από το χώρο της εργασίας μου και με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Κάποιος έβαλε ένα λευκό φύλλο χαρτί μπροστά μου και μου ζήτησε να γράψω τα ονόματα άλλων Μαρτύρων. Όταν επέστρεψε έπειτα από μία ώρα περίπου, το χαρτί παρέμενε λευκό, και εγώ εξήγησα ότι δεν μπορούσα να γράψω κανένα όνομα. Την επόμενη εβδομάδα, συνέβη το ίδιο πράγμα. Αυτή τη φορά, όμως, με χτύπησαν, και καθώς έφευγα με κλωτσούσαν σε όλο το διάδρομο.

Ύστερα από αυτό, δεν με ενόχλησαν για έναν χρόνο. Τότε η αστυνομία έστειλε κάποιον να με επισκεφτεί. Ήταν συγκρατούμενός μου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί. Αυτός ο άνθρωπος μου είπε: «Πρέπει να αλλάξουμε τακτική μαζί σας. Όταν βάζουμε έναν Μάρτυρα στη φυλακή, πέντε βγαίνουν έξω». Αυτό που ήθελε να πετύχει η κυβέρνηση ήταν να ελέγξει, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, το έργο μας. Εντούτοις, εγώ ήμουν αποφασισμένος να μην προσφέρω καμία πληροφορία που θα μπορούσε να τους δώσει αυτή τη δυνατότητα.

Επί πολλά χρόνια, ήμουν ανάμεσα σε εκείνους που κατά καιρούς είχαν τέτοιες συναντήσεις με τη μυστική αστυνομία. Μερικές φορές μας συμπεριφέρονταν σαν φίλοι, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έστελναν κάποιον από εμάς στη φυλακή. Παρότι είμαι ευγνώμων για το ότι δεν φυλακίστηκα ποτέ, εκείνες οι ανεπιθύμητες επαφές με την αστυνομία διήρκεσαν μέχρι το 1989, το έτος κατά το οποίο κατέρρευσε ο κομμουνισμός στην Τσεχοσλοβακία.

Λίγες εβδομάδες μετά την κατάρρευση, με επισκέφτηκε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Κρατικής Ασφάλειας από την Μπρατισλάβα. Μου ζήτησε συγνώμη λέγοντας: «Αν ήταν στο χέρι μου, δεν θα σας ενοχλούσαμε ποτέ». Κατόπιν, έβγαλε δύο τσάντες με κονσερβοποιημένα φρούτα από το αυτοκίνητό του και μου τα πρόσφερε ως δώρο.

Ο Ιεχωβά Είναι Ισχυρός Πύργος

Μολονότι τα πρώτα 40 χρόνια της ζωής μου ως Μάρτυρας του Ιεχωβά τα διέθεσα υπηρετώντας υπό απαγόρευση, απόλαυσα μια ευτυχισμένη, ανταμειφτική ζωή. Τα όσα ζήσαμε εκείνα τα χρόνια μάς έφεραν πιο κοντά στους πιστούς συλλάτρεις μας. Μάθαμε να θεωρούμε πολύτιμη τη φιλία μεταξύ μας και να βασιζόμαστε ο ένας στην αξιοπιστία του άλλου.

Το Μάρτιο του 2003, έζησα την οδυνηρή απώλεια της αγαπημένης μου συζύγου, της Όλγκα. Υπήρξε πιστή σύντροφος σε όλη τη διάρκεια του γάμου μας. Όλα εκείνα τα χρόνια, είχαμε πολλά να κάνουμε μαζί στη Χριστιανική διακονία. Τώρα, εγώ εξακολουθώ να υπηρετώ ως Χριστιανός πρεσβύτερος στην εκκλησία μας και να ψάχνω για αξίους στους οποίους μπορώ να μεταδώσω τις Γραφικές αλήθειες. Το όνομα του Ιεχωβά, το οποίο πρωτοάκουσα σε ένα καταφύγιο στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, έχει παραμείνει ισχυρός πύργος για εμένα. a​—Παροιμίες 18:10.

[Υποσημείωση]

a Ο αδελφός Πάβολ Κόβαρ πέθανε στις 14 Ιουλίου 2007, ενώ ετοιμαζόταν αυτό το άρθρο. Ήταν 85 ετών.

[Εικόνα στη σελίδα 12]

Το 1942, όταν ήμουν στο σλοβακικό στρατό

[Εικόνα στη σελίδα 12]

Αργότερα, φυλακίστηκα στο στρατόπεδο Γκούζεν (φαίνεται στο βάθος)

[Ευχαριστίες]

© ČTK

[Εικόνα στη σελίδα 12]

Ο πατέρας μου μας διάβαζε τη Γραφή τα πρωινά της Κυριακής

[Εικόνα στη σελίδα 13]

Την ημέρα του γάμου μας, το 1946

[Εικόνα στη σελίδα 15]

Με την Όλγκα λίγο προτού πεθάνει