Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

«Η Μάχη Δεν Είναι Δική σας, Αλλά του Θεού»

«Η Μάχη Δεν Είναι Δική σας, Αλλά του Θεού»

«Η Μάχη Δεν Είναι Δική σας, Αλλά του Θεού»

ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο Γ. ΓΚΛΕΝ ΧΑΟΥ

Τις περασμένες έξι δεκαετίες, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διεξήγαγαν πολλές νομικές μάχες στον Καναδά. Οι νίκες τους δεν πέρασαν απαρατήρητες από τη νομική κοινότητα. Για το ρόλο που έπαιξα σε μερικούς από αυτούς τους αγώνες, μου απονεμήθηκε πρόσφατα το Βραβείο του Θαρραλέου Συνηγόρου από τον Αμερικανικό Δικηγορικό Σύλλογο. Στην τελετή της απονομής αναφέρθηκε ότι ορισμένες υποθέσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά «αποτέλεσαν σημαντικούς προμαχώνες ενάντια στις κρατικές υπερβολές . . . , επειδή δημιούργησαν μια νομικά αναγνωρισμένη έμμεση διακήρυξη δικαιωμάτων, η οποία αναγνώριζε και προστάτευε τις ελευθερίες όλων των Καναδών». Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ λεπτομερώς μερικές από αυτές τις δικαστικές υποθέσεις και να σας περιγράψω πώς προσχώρησα στο νομικό κλάδο και σχετίστηκα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.

ΤΟ 1924, ο Τζορτζ Ριξ, ένας Σπουδαστής της Γραφής, όπως αποκαλούνταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, επισκέφτηκε τους γονείς μου στο Τορόντο του Καναδά. Η μητέρα μου, η Μπέσι Χάου, μια μικροσκοπική γυναίκα, τον κάλεσε μέσα για να συζητήσουν. Εγώ ήμουν πέντε χρονών και ο αδελφός μου ο Τζο τριών.

Η μητέρα άρχισε σύντομα να παρακολουθεί τις συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής στο Τορόντο. Το 1929 έγινε σκαπάνισσα, δηλαδή ολοχρόνια διάκονος, και συνέχισε αυτό το έργο μέχρι το 1969, όταν τελείωσε την επίγεια πορεία της. Η σταθερή και ακούραστη διακονία της ήταν εξαίρετο παράδειγμα για εμάς και βοήθησε πολλά άτομα να γνωρίσουν τη Γραφική αλήθεια.

Ο πατέρας μου, ο Φρανκ Χάου, ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος ο οποίος αρχικά εναντιώθηκε στις θρησκευτικές δραστηριότητες της μητέρας. Ωστόσο, εκείνη ενεργώντας με σοφία προσκαλούσε περιοδεύοντες διακόνους, όπως ο Τζορτζ Γιανγκ, για να τον επισκέπτονται και να του μιλούν. Με τον καιρό ο πατέρας μαλάκωσε. Καθώς παρατηρούσε την ωφέλιμη επίδραση που είχε η Γραφική αλήθεια στην οικογένειά του, άρχισε να μας υποστηρίζει πολύ, παρότι ο ίδιος ποτέ δεν έγινε Μάρτυρας.

Η Απόφασή μου να Υπηρετήσω τον Θεό

Το 1936 τελείωσα το γυμνάσιο. Ενόσω ήμουν έφηβος, δεν είχα και μεγάλο ενδιαφέρον για τα πνευματικά πράγματα. Βρισκόμασταν στα μέσα της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης, και οι πιθανότητες να βρει κανείς εργασία ήταν ελάχιστες. Πήγα, λοιπόν, στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Το 1940, αποφάσισα να φοιτήσω στη νομική σχολή. Αυτή η απόφαση δεν εξέπληξε καθόλου τη μητέρα μου. Όταν ήμουν παιδί, είχε πει πολλές φορές πάνω στην αγανάκτησή της: «Αυτός ο κατεργαράκος όλο και κάτι αντίθετο έχει να πει! Μου φαίνεται ότι θα γίνει δικηγόρος!»

Στις 4 Ιουλίου 1940, λίγο προτού αρχίσω τις σπουδές μου, η καναδική κυβέρνηση έθεσε απροειδοποίητα εκτός νόμου τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτό ήταν το σημείο στροφής στη ζωή μου. Όταν η κυβέρνηση έστρεψε όλες της τις δυνάμεις εναντίον αυτής της μικροσκοπικής οργάνωσης αθώων και ταπεινών ανθρώπων, πείστηκα ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν οι αληθινοί ακόλουθοι του Ιησού. Όπως είχε προφητεύσει εκείνος, ήταν «αντικείμενα του μίσους όλων των εθνών εξαιτίας του ονόματός [του]». (Ματθαίος 24:9) Αποφάσισα να υπηρετήσω τη Θεϊκή Δύναμη που υποστήριζε αυτή την οργάνωση. Στις 10 Φεβρουαρίου 1941 συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά Θεό με το βάφτισμα.

Ήθελα να αρχίσω αμέσως το έργο σκαπανέα. Ωστόσο, ο Τζακ Νέιθαν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το έργο κηρύγματος στον Καναδά εκείνον τον καιρό, με παρότρυνε να τελειώσω τις νομικές μου σπουδές. Αυτό και έκανα. Αποφοίτησα το Μάιο του 1943 και στη συνέχεια άρχισα το σκαπανικό. Τον Αύγουστο, προσκλήθηκα να υπηρετήσω στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Τορόντο και να βοηθήσω στα νομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τον επόμενο μήνα έγινα μέλος του δικηγορικού συλλόγου του Οντάριο, στον Καναδά.

Νομική Υπεράσπιση των Καλών Νέων

Καθώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν, οι Μάρτυρες ήταν ακόμη εκτός νόμου στον Καναδά. Άντρες και γυναίκες φυλακίζονταν απλώς και μόνο επειδή ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Παιδιά αποβάλλονταν από τα σχολεία, και μερικά μάλιστα δίνονταν σε ανάδοχες οικογένειες. Ο λόγος ήταν ότι αρνούνταν να λάβουν μέρος σε διάφορες εθνικιστικές μορφές λατρείας, όπως το να χαιρετίσουν τη σημαία ή να ψάλουν τον εθνικό ύμνο. Ο καθηγητής Γουίλιαμ Κάπλαν, ο οποίος έγραψε το βιβλίο Κράτος και Σωτηρία: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και ο Αγώνας τους για τα Ατομικά Δικαιώματα (State and Salvation: The Jehovah’s Witnesses and Their Fight for Civil Rights), είπε ότι οι «Μάρτυρες υφίσταντο δημόσιο εμπαιγμό και αποτελούσαν το στόχο τόσο της κρατικής δράσης όσο και των ιδιωτικών επιθέσεων μιας αδιάλλακτης κυβέρνησης καθώς και απροκάλυπτα εχθρικών πολιτών οι οποίοι είχαν επηρεαστεί από τα πάθη και τον πατριωτισμό του πολέμου».

Οι Μάρτυρες είχαν κάνει προσπάθειες για την άρση της απαγόρευσης, αλλά χωρίς επιτυχία. Ξαφνικά, στις 14 Οκτωβρίου 1943, η απαγόρευση άρθηκε. Εντούτοις, υπήρχαν ακόμη Μάρτυρες στις φυλακές και στα στρατόπεδα εργασίας, τα παιδιά δεν μπορούσαν ακόμη να εισαχθούν στα δημόσια σχολεία, καθώς επίσης συνεχιζόταν η απαγόρευση που είχε επιβληθεί στη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά και στο Διεθνή Σύλλογο Σπουδαστών της Γραφής, το σωματείο που είχε στην κυριότητά του τις εγκαταστάσεις μας στο Τορόντο.

Στα τέλη του 1943, πήγα στη Νέα Υόρκη με τον Πέρσι Τσάπμαν, τον υπηρέτη τμήματος του Καναδά, για να συμβουλευτούμε τον Νάθαν Νορ, τον τότε πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά, και τον Χέιντεν Κάβινγκτον, τον αντιπρόεδρο και νομικό σύμβουλο της Εταιρίας. Ο αδελφός Κάβινγκτον είχε τεράστια νομική πείρα. Ήταν καταπληκτικό το ότι κατάφερε τελικά να κερδίσει 36 από τις 45 προσφυγές που έγιναν στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Σιγά σιγά τα πράγματα άρχισαν να γίνονται καλύτερα για τους Μάρτυρες στον Καναδά. Το 1944 το τμήμα ανέκτησε τις εγκαταστάσεις του στο Τορόντο, και όσοι υπηρετούσαν εκεί πριν από την απαγόρευση μπόρεσαν να επιστρέψουν. Το 1945 το ανώτατο δικαστήριο της επαρχίας του Οντάριο αποφάνθηκε ότι τα παιδιά δεν έπρεπε να εξαναγκάζονται να συμμετέχουν σε τελετές για τις οποίες είχαν αντιρρήσεις λόγω συνείδησης. Διέταξε να ξαναγίνουν δεκτά στα σχολεία τα παιδιά που είχαν αποβληθεί. Τελικά, το 1946 η καναδική κυβέρνηση απελευθέρωσε όλους τους Μάρτυρες από τα στρατόπεδα εργασίας. Υπό την κατεύθυνση του αδελφού Κάβινγκτον έμαθα να αγωνίζομαι για αυτά τα ζητήματα με θάρρος και αποφασιστικότητα, αλλά πάνω από όλα με εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά.

Η Μάχη του Κεμπέκ

Ενώ η θρησκευτική ελευθερία των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν τώρα σεβαστή στις περισσότερες περιοχές του Καναδά, υπήρχε μία εξαίρεση​—η γαλλική Καθολική επαρχία του Κεμπέκ. Αυτή η επαρχία βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επί 300 και πλέον χρόνια. Τα σχολεία, τα νοσοκομεία και οι περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες είτε διευθύνονταν είτε ελέγχονταν από τον κλήρο. Μάλιστα, δίπλα στο έδρανο του προέδρου του νομοθετικού σώματος του Κεμπέκ υπήρχε και θρόνος για τον Καθολικό καρδινάλιο!

Ο πρωθυπουργός και γενικός εισαγγελέας του Κεμπέκ, Μορίς Ντιπλεσί, ήταν ένας δικτάτορας ο οποίος, σύμφωνα με τον ιστορικό του Κεμπέκ Ζεράρ Πελτιέ, επέβαλε στην επαρχία «την εικοσαετή επικράτηση του ψεύδους, της αδικίας και της διαφθοράς, τη συστηματική κατάχρηση εξουσίας, την κυριαρχία της στενομυαλιάς και το θρίαμβο της ανοησίας». Ο Ντιπλεσί σταθεροποίησε την πολιτική του δύναμη μέσω στενής συνεργασίας με τον Ρωμαιοκαθολικό Καρδινάλιο Βιλνέβ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, υπήρχαν 300 Μάρτυρες στο Κεμπέκ. Πολλοί, περιλαμβανομένου και του αδελφού μου, του Τζο, ήταν σκαπανείς από άλλα μέρη του Καναδά. Καθώς το έργο κηρύγματος προόδευε στο Κεμπέκ, η τοπική αστυνομία, πιεζόμενη από τον κλήρο, αντεκδικούνταν παρενοχλώντας τους Μάρτυρες με συνεχείς συλλήψεις και εφαρμόζοντας εσφαλμένα εμπορικούς κανονισμούς στις θρησκευτικές μας δραστηριότητες.

Ταξίδευα τόσο συχνά από το Τορόντο στο Κεμπέκ ώστε τελικά έλαβα την οδηγία να μετακομίσω στο Κεμπέκ για να βοηθάω τους κοσμικούς δικηγόρους που εκπροσωπούσαν τους Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές μας. Η πρώτη μου δουλειά κάθε μέρα ήταν να μαθαίνω πόσα άτομα είχαν συλληφθεί την προηγουμένη και να τρέχω στο τοπικό δικαστήριο για να διευθετήσω την αποφυλάκισή τους με εγγύηση. Ευτυχώς, ένας ευκατάστατος αδελφός, ο Φρανκ Ρονκαρέλι, πλήρωνε την εγγύηση σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις.

Από το 1944 ως το 1946, ο αριθμός των μηνύσεων για υποτιθέμενες παραβιάσεις κανονισμών ανήλθε από 40 σε 800! Όχι μόνο οι τοπικές αρχές συνελάμβαναν και παρενοχλούσαν συνεχώς τους Μάρτυρες, αλλά και άτακτα πλήθη υποκινούμενα από τους Καθολικούς ιερείς τούς επιτίθονταν.

Στις 2 και 3 Νοεμβρίου 1946, διεξάχθηκε στο Μόντρεαλ μια ειδική συνάθροιση για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσιμης κατάστασης. Ο αδελφός Νορ εκφώνησε την τελική ομιλία με θέμα «Τι θα Κάνουμε;» Όλο το ακροατήριο ενθουσιάστηκε όταν άκουσε την απάντησή του​—διάβασε μεγαλόφωνα το ιστορικό πλέον έγγραφο Το Φλογερό Μίσος του Κεμπέκ Ενάντια στον Θεό και στον Χριστό και στην Ελευθερία Είναι Ντροπή για Όλο τον Καναδά (Quebec’s Burning Hate for God and Christ and Freedom Is the Shame of All Canada). Ήταν ένα καυστικό τετρασέλιδο φυλλάδιο​—ένα λεπτομερές αποκαλυπτικό δημοσίευμα με ονόματα, ημερομηνίες και τοποθεσίες όπου είχαν γίνει οχλαγωγίες κατευθυνόμενες από τον κλήρο, βαρβαρότητες από μέρους της αστυνομίας, συλλήψεις και επεισόδια οχλοκρατικής βίας κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Κεμπέκ. Η διανομή αυτού του φυλλαδίου σε όλο τον Καναδά άρχισε μόλις 12 μέρες αργότερα.

Μέσα σε λίγες μέρες, ο Ντιπλεσί κήρυξε δημόσια «ανήλεο πόλεμο» κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Άθελά του, όμως, εργάστηκε προς όφελός μας. Με ποιον τρόπο; Διατάζοντας να κατηγορείται για στασιασμό οποιοσδήποτε διένεμε το φυλλάδιο Το Φλογερό Μίσος του Κεμπέκ​—αδίκημα σοβαρότατο το οποίο θα μας οδηγούσε πέρα από τα δικαστήρια του Κεμπέκ στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά. Από την οργή του ο Ντιπλεσί αγνόησε απερίσκεπτα αυτό το επακόλουθο. Στη συνέχεια ο ίδιος προσωπικά έδωσε εντολή να ακυρωθεί η άδεια σερβιρίσματος οινοπνευματωδών ποτών που είχε ο Φρανκ Ρονκαρέλι, ο οποίος πλήρωνε στις περισσότερες περιπτώσεις την εγγύηση για την αποφυλάκιση. Το εξαιρετικό εστιατόριο του αδελφού Ρονκαρέλι στο Μόντρεαλ έκλεισε μέσα σε λίγους μήνες εφόσον δεν μπορούσε να σερβίρει κρασί, και ο ίδιος καταστράφηκε οικονομικά.

Οι συλλήψεις αυξήθηκαν. Σύντομα, οι 800 μηνύσεις έγιναν 1.600. Πολλοί δικηγόροι και δικαστές παραπονιούνταν ότι όλες αυτές οι υποθέσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά δημιουργούσαν το αδιαχώρητο στα δικαστήρια του Κεμπέκ. Εμείς τους αντιτείναμε την εξής εύκολη λύση: Να συλλαμβάνει η αστυνομία τους εγκληματίες αντί για τους Χριστιανούς. Αυτό θα έλυνε το πρόβλημα!

Δύο θαρραλέοι Εβραίοι δικηγόροι, ο Α. Λ. Στάιν από το Μόντρεαλ και ο Σαμ Σ. Μπαρντ από την Πόλη του Κεμπέκ, μας βοήθησαν υπερασπίζοντάς μας σε πολλές υποθέσεις, ειδικά προτού γίνω μέλος του δικηγορικού συλλόγου του Κεμπέκ, το 1949. Ο Πιερ Έλιοτ Τριντό, ο οποίος έγινε αργότερα πρωθυπουργός του Καναδά, έγραψε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Κεμπέκ «ονειδίστηκαν, διώχθηκαν και μισήθηκαν από ολόκληρη την κοινωνία μας· αλλά κατόρθωσαν με έννομα μέσα να πολεμήσουν την Εκκλησία, την κυβέρνηση, το έθνος, την αστυνομία και την κοινή γνώμη».

Η στάση των δικαστηρίων του Κεμπέκ φάνηκε ξεκάθαρα από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκαν τον αδελφό μου, τον Τζο. Αυτός κατηγορήθηκε για διατάραξη της κοινής ησυχίας. Ο πλημμελειοδίκης Ζαν Μερσιέ επέβαλε στον Τζο την ανώτατη ποινή​—60 μέρες φυλάκιση. Στη συνέχεια, χάνοντας τελείως τον έλεγχό του, άρχισε να κραυγάζει από την έδρα ότι θα ήθελε πολύ να μπορούσε να τον στείλει στη φυλακή ισόβια!

Μια εφημερίδα ανέφερε ότι ο Μερσιέ διέταξε την αστυνομία του Κεμπέκ να «συλλαμβάνει αυτοστιγμεί οποιονδήποτε για τον οποίο ήταν γνωστό ή υπήρχαν υποψίες ότι ανήκε στους Μάρτυρες». Αυτή η συμπεριφορά φυσικά επιβεβαίωσε τις κατηγορίες που είχαμε διατυπώσει στο φυλλάδιό μας Το Φλογερό Μίσος του Κεμπέκ. Ακολουθούν μερικοί χαρακτηριστικοί τίτλοι καναδικών εφημερίδων εκτός του Κεμπέκ: «Ο Μεσαίωνας Ξαναγυρίζει στο Κεμπέκ» (Δε Τορόντο Σταρ [The Toronto Star]), «Επιστροφή της Ιεράς Εξέτασης» (Δε Γκλόουμπ εντ Μέιλ [The Globe and Mail], Τορόντο), «Η Δυσωδία του Φασισμού» (Δε Γκαζέτ [The Gazette], Γκλέις Μπέι, Νέα Σκωτία).

Συνήγορος στη Δίκη για Στασιασμό

Το 1947 εμφανίστηκα ως βοηθός του κ. Στάιν στην πρώτη δίκη μας για στασιασμό, στην υπόθεση Εμέ Μπουσέ. Ο Εμέ είχε διανείμει μερικά φυλλάδια κοντά στο σπίτι του. Στη δίκη του Εμέ αποδείξαμε ότι στο φυλλάδιο Το Φλογερό Μίσος του Κεμπέκ δεν υπήρχαν ψεύδη, αλλά απλώς είχαμε χρησιμοποιήσει δυνατά λόγια προκειμένου να παραπονεθούμε για τις ωμότητες που είχαν διαπραχθεί σε βάρος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Δείξαμε ότι ποτέ δεν απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον όσων διέπραξαν αυτές τις ωμότητες. Ο Εμέ είχε καταδικαστεί απλώς και μόνο επειδή τις δημοσιοποιούσε. Ο λόγος για τη δίωξη βασικά ήταν ο εξής: Το να λέει κανείς την αλήθεια είναι έγκλημα!

Τα δικαστήρια του Κεμπέκ είχαν βασιστεί σε έναν ασαφή ορισμό του «στασιασμού», ο οποίος είχε διατυπωθεί πριν από 350 χρόνια και δήλωνε ότι οποιοσδήποτε επέκρινε την κυβέρνηση μπορούσε να καταδικαστεί ως ένοχος ποινικού αδικήματος. Και ο Ντιπλεσί, επίσης, βασιζόταν σε αυτόν τον ορισμό για να καταπνίξει την κριτική σε βάρος του καθεστώτος του. Ωστόσο, το 1950 το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά δέχτηκε την άποψη που υποβάλαμε ότι σε μια σύγχρονη δημοκρατία ο «στασιασμός» προϋποθέτει την υποδαύλιση βιαιοτήτων ή την εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης. Το φυλλάδιο Το Φλογερό Μίσος του Κεμπέκ δεν περιείχε τέτοιες προτροπές και κατά συνέπεια αποτελούσε νόμιμη έκφραση της ελευθερίας του λόγου. Έπειτα από αυτή την ιστορική απόφαση, και οι 123 μηνύσεις για στασιασμό παραγράφηκαν! Είδα από κοντά πώς ο Ιεχωβά χάρισε τη νίκη.

Μάχη Κατά της Λογοκρισίας

Η Πόλη του Κεμπέκ είχε έναν κανονισμό που απαγόρευε τη διανομή εντύπων χωρίς την άδεια του αρχηγού της αστυνομίας. Αυτό αποτελούσε άμεση λογοκρισία και συνεπώς παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας. Ο Λοριέλ Σοουμιούρ, που υπηρετούσε τότε ως περιοδεύων επίσκοπος, είχε φυλακιστεί τρεις μήνες και είχε αντιμετωπίσει αρκετές άλλες κατηγορίες εξαιτίας αυτού του κανονισμού.

Το 1947 κάναμε μια προσφυγή εξ ονόματος του αδελφού Σοουμιούρ ζητώντας να αφαιρεθεί από την Πόλη του Κεμπέκ το δικαίωμα να εφαρμόζει αυτόν τον κανονισμό εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Τα δικαστήρια του Κεμπέκ τάχθηκαν εναντίον μας, γι’ αυτό προσφύγαμε και πάλι στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά. Τον Οκτώβριο του 1953, έπειτα από μια εφταήμερη ακροαματική διαδικασία ενώπιον του συνόλου των εννιά δικαστών αυτού του Δικαστηρίου, έγινε δεκτό το αίτημά μας για την έκδοση απαγορευτικής εντολής. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η διανομή τυπωμένων Γραφικών ομιλιών στο κοινό αποτελεί θεμελιώδες μέρος της Χριστιανικής λατρείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά και επομένως προστατεύεται συνταγματικά από τη λογοκρισία.

Έτσι λοιπόν, με την υπόθεση Μπουσέ καθορίστηκε ότι τα όσα έλεγαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν νόμιμα, αλλά με την υπόθεση Σοουμιούρ αποφασίστηκε το πώς και το πού θα μπορούσαν αυτά να ειπωθούν. Η νίκη στην υπόθεση Σοουμιούρ οδήγησε στην παραγραφή 1.100 και πλέον υποθέσεων για παραβίαση του συγκεκριμένου κανονισμού στο Κεμπέκ. Πεντακόσιες και πλέον υποθέσεις στο Μόντρεαλ αποσύρθηκαν επίσης λόγω παντελούς έλλειψης στοιχείων. Σύντομα τα μητρώα καθάρισαν​—δεν είχαν μείνει άλλες μηνύσεις στο Κεμπέκ!

Η Τελική Επίθεση του Ντιπλεσί

Εφόσον δεν είχε άλλους νόμους να χρησιμοποιήσει εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά, στις αρχές του Ιανουαρίου του 1954 ο Ντιπλεσί κατέθεσε στο νομοθετικό σώμα έναν καινούριο νόμο, το Νομοσχέδιο Αρ. 38, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης “νόμος κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά”. Το νομοσχέδιο αυτό προέβλεπε ότι όποιος υποψιαζόταν πως κάποιος είχε σκοπό να κάνει μια δήλωση «υβριστική ή προσβλητική» θα μπορούσε να τον μηνύσει χωρίς να είναι απαραίτητο να υποβάλει οποιαδήποτε στοιχεία. Ως γενικός εισαγγελέας, ο Ντιπλεσί θα μπορούσε τότε να αποσπάσει δικαστική εντολή η οποία θα απαγόρευε στον κατηγορούμενο να κάνει οποιαδήποτε δημόσια δήλωση. Από τη στιγμή που θα εκδιδόταν αυτή η εντολή εναντίον κάποιου ατόμου, κανένα μέλος του δόγματός του δεν είχε δικαίωμα να μιλήσει. Επιπρόσθετα, όλες οι Γραφές και τα θρησκευτικά έντυπα αυτού του δόγματος θα κατάσχονταν και θα καταστρέφονταν, και όλοι οι χώροι λατρείας του θα σφραγίζονταν μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση, η οποία θα μπορούσε να εκκρεμεί επί χρόνια.

Το Νομοσχέδιο Αρ. 38 ήταν πανομοιότυπο ενός νόμου ο οποίος είχε επινοηθεί το 15ο αιώνα στη διάρκεια της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης υπό τον Τορκεμάδα. Ο κατηγορούμενος και όλοι οι ομοϊδεάτες του έχαναν όλα τα ατομικά τους δικαιώματα χωρίς να υπάρχει καμία απόδειξη ότι είχε διαπραχθεί αδίκημα. Σχετικά με το Νομοσχέδιο Αρ. 38, ο τύπος ανακοίνωσε ότι η αστυνομία της επαρχίας του Κεμπέκ είχε λάβει την εντολή να κλείσει όλες τις Αίθουσες Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά και να κατασχέσει και να καταστρέψει τις Γραφές και τα υπόλοιπα έντυπά τους. Ενόψει αυτής της φοβερής απειλής, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά απομάκρυναν όλα τα θρησκευτικά τους έντυπα από την επαρχία. Ωστόσο, συνέχισαν το δημόσιο έργο κηρύγματος, αλλά χρησιμοποιούσαν μόνο τις προσωπικές τους Γραφές.

Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε στις 28 Ιανουαρίου 1954. Στις 29 Ιανουαρίου, στις 9.00 π.μ., ήμουν στην πόρτα του δικαστηρίου για να υποβάλω προσφυγή εκ μέρους όλων των Μαρτύρων του Ιεχωβά της επαρχίας του Κεμπέκ, με την οποία επιδίωκα την έκδοση μόνιμης δικαστικής εντολής που θα απαγόρευε την εφαρμογή αυτού του νόμου προτού καν ο Ντιπλεσί μπορέσει να τον χρησιμοποιήσει. Ο δικαστής δεν χορήγησε προσωρινή δικαστική εντολή επειδή το Νομοσχέδιο Αρ. 38 δεν είχε ακόμη χρησιμοποιηθεί. Είπε, όμως, ότι αν η κυβέρνηση προσπαθούσε να το χρησιμοποιήσει, θα μπορούσα να ξαναπάω σε αυτόν για να ζητήσω προστασία. Η ενέργεια του δικαστή είχε ουσιαστικά την ισχύ προσωρινής εντολής, διότι, μόλις ο Ντιπλεσί θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει αυτόν το νόμο, θα τον σταματούσαμε!

Την επόμενη εβδομάδα, περιμέναμε να δούμε αν η αστυνομία θα έκανε οποιαδήποτε ενέργεια υπό την κάλυψη αυτού του νέου νόμου. Δεν έγινε απολύτως τίποτα! Για να διαπιστώσουμε γιατί δεν είχαν προβεί σε καμιά ενέργεια, έκανα μια δοκιμή. Δύο σκαπάνισσες, η Βικτόρια Ντούγκαλικ (μετέπειτα Στιλ) και η Έλεν Ντούγκαλικ (μετέπειτα Σίμκοξ), πήγαν από σπίτι σε σπίτι με έντυπα στο Τρουά-Ριβιέρ, τη γενέτειρα του Ντιπλεσί. Και πάλι δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Ενώ οι αδελφές συνέχιζαν, έστειλα τον Λοριέλ Σοουμιούρ να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Χωρίς να πει ποιος ήταν, παραπονέθηκε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κήρυτταν και η αστυνομία δεν εφάρμοζε τον καινούριο νόμο του Ντιπλεσί.

Ο αξιωματικός υπηρεσίας είπε δειλά: «Ναι, ξέρουμε ότι ο καινούριος νόμος ψηφίστηκε, αλλά την άλλη μέρα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έλαβαν δικαστική εντολή εναντίον μας, και έτσι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Αμέσως, ξαναφέραμε τα έντυπά μας μέσα στην επαρχία, και τα επόμενα δέκα χρόνια, όσο προχωρούσε αυτή η υπόθεση δια της δικαστικής οδού, το έργο κηρύγματος συνεχίστηκε με επιτυχία.

Εκτός από τη δικαστική εντολή, επιδιώξαμε επίσης να κηρυχτεί αντισυνταγματικό το Νομοσχέδιο Αρ. 38. Για να αποδείξουμε ότι αυτός ο νόμος στόχευε αποκλειστικά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αποφασίσαμε να κάνουμε ένα τολμηρό βήμα​—να κλητεύσουμε τον ίδιο τον Ντιπλεσί, υποχρεώνοντάς τον να παρακολουθήσει τη δίκη και να προσκομίσει στοιχεία. Τον εξέταζα ως μάρτυρα επί δυόμισι ώρες. Τον έφερα επανειλημμένα αντιμέτωπο με τις δημόσιες δηλώσεις του περί “ανήλεου πολέμου κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά” καθώς και με τη δήλωσή του ότι το Νομοσχέδιο Αρ. 38 θα ήταν το τέλος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Κεμπέκ. Εξοργισμένος, μου επιτέθηκε προσωπικά λέγοντας: «Είστε θρασύτατος νεαρέ!»

«Κύριε Ντιπλεσί», απάντησα, «αν μιλήσουμε περί χαρακτήρα, ίσως να έχω και εγώ κάποιες παρατηρήσεις. Αλλά εφόσον πρέπει να ασχοληθούμε με αυτό το σοβαρό θέμα, μπορείτε, σας παρακαλώ, να εξηγήσετε στο δικαστήριο γιατί δεν απαντήσατε στην τελευταία ερώτηση;»

Το 1964, αντέκρουσα το Νομοσχέδιο Αρ. 38 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά. Αλλά το Δικαστήριο αρνήθηκε να κρίνει τη συνταγματικότητά του επειδή ο νόμος αυτός δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ. Ωστόσο, ο Ντιπλεσί είχε πια πεθάνει, και κανένας δεν ενδιαφερόταν πλέον για το Νομοσχέδιο Αρ. 38. Δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ούτε εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά ούτε εναντίον οποιουδήποτε άλλου.

Λίγο πριν πεθάνει ο Ντιπλεσί το 1959, έλαβε εντολή από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά να αποζημιώσει τον αδελφό Ρονκαρέλι για την παράνομη ακύρωση της άδειάς του. Από τότε και έπειτα πολλοί από τους κατοίκους του Κεμπέκ έχουν γίνει ιδιαίτερα φιλικοί. Ο αριθμός των Μαρτύρων στην περιοχή αυξήθηκε από 300 που ήταν το 1943 σε 33.000 και πλέον σήμερα, σύμφωνα με μια κυβερνητική απογραφή. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χαρακτηρίζονται τώρα ως η τέταρτη σε μέγεθος θρησκευτική ομάδα της επαρχίας. Δεν θεωρώ ότι αυτές οι νομικές νίκες ή η επιτυχία της διακονίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι ανθρώπινα επιτεύγματα. Απεναντίας, αυτά μου έχουν αποδείξει ότι ο Ιεχωβά χαρίζει τη νίκη, διότι η μάχη είναι δική του και όχι δική μας.​—2 Χρονικών 20:15.

Αλλαγές Περιστάσεων

Το 1954 παντρεύτηκα μια γοητευτική σκαπάνισσα από την Αγγλία, τη Μάργκαρετ Μπίγκελ, και αρχίσαμε μαζί το έργο σκαπανέα. Συνέχιζα να αναλαμβάνω δικαστικές υποθέσεις Μαρτύρων του Ιεχωβά τόσο στον Καναδά όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και να υπηρετώ ως νομικός σύμβουλος σε κάποιες υποθέσεις στην Ευρώπη και στην Αυστραλία. Η Μάργκαρετ έγινε η γραμματέας μου και μου παρείχε ανεκτίμητη υποστήριξη επί πολλά χρόνια. Το 1984 επέστρεψα μαζί με τη Μάργκαρετ στο γραφείο τμήματος του Καναδά για να μείνουμε εκεί και βοήθησα να ιδρυθεί και πάλι ένα Νομικό Τμήμα. Δυστυχώς, το 1987, η Μάργκαρετ πέθανε από καρκίνο.

Μετά το θάνατο της μητέρας μου το 1969, ο αδελφός μου ο Τζο και η σύζυγός του η Έλσι, που είχαν εκπαιδευτεί και οι δύο ως ιεραπόστολοι στην ένατη τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς, πήραν τον πατέρα μου στο σπίτι τους και τον φρόντισαν επί 16 χρόνια μέχρι το θάνατό του. Με αυτή την αυτοθυσιαστική τους ενέργεια, μου έδωσαν τη δυνατότητα να παραμείνω στην ολοχρόνια υπηρεσία, και θα τους είμαι πάντοτε ευγνώμων για αυτό.

Συνεχιζόμενες Μάχες

Με την πάροδο των ετών, οι νομικές μάχες των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχουν αλλάξει. Πολλές υποθέσεις αφορούσαν την απόκτηση οικοπέδων και αδειών για Αίθουσες Βασιλείας και Αίθουσες Συνελεύσεων. Άλλες σχετίζονταν με την επιμέλεια παιδιών των οποίων οι γονείς που δεν ήταν Μάρτυρες χρησιμοποιούσαν τη θρησκευτική μισαλλοδοξία είτε για να κερδίσουν την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού είτε για να μην επιτρέψουν στους Μάρτυρες γονείς να διδάσκουν ωφέλιμες θρησκευτικές πεποιθήσεις και συνήθειες στα παιδιά τους.

Μια Αμερικανίδα δικηγόρος, η Λίντα Μάνινγκ, ήρθε στο γραφείο τμήματος του Καναδά το 1989 για να βοηθήσει λίγο καιρό στα νομικά θέματα. Το Νοέμβριο εκείνου του χρόνου παντρευτήκαμε και από τότε υπηρετούμε μαζί ευτυχισμένοι εδώ.

Στη δεκαετία του 1990, ο Τζον Μπερνς, που υπηρετεί και αυτός ως δικηγόρος εδώ στο τμήμα του Καναδά, και εγώ πήγαμε μαζί στην Ιαπωνία όπου βοηθήσαμε τους Χριστιανούς αδελφούς μας εκεί να κερδίσουν μια υπόθεση στο συνταγματικό δικαστήριο σχετικά με το αν κάποιος μαθητής είχε το δικαίωμα να μη συμμετέχει στις πολεμικές τέχνες που διδάσκονταν υποχρεωτικά στο σχολείο του. Κερδίσαμε επίσης μια υπόθεση που αφορούσε το δικαίωμα ενός ενηλίκου να αρνηθεί μετάγγιση αίματος.

Στη συνέχεια, το 1995 και το 1996, η Λίντα και εγώ είχαμε το προνόμιο να μείνουμε πέντε μήνες στη Σιγκαπούρη με αφορμή την απαγόρευση που επιβλήθηκε εκεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και τις συνεπακόλουθες μηνύσεις. Υπεράσπισα 64 άντρες, γυναίκες και νεαρούς που διώχθηκαν ποινικά επειδή παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις και είχαν στην κατοχή τους Γραφές και θρησκευτικά έντυπα. Δεν κερδίσαμε καμία από αυτές τις υποθέσεις, αλλά είδαμε πώς ο Ιεχωβά ενίσχυσε τους πιστούς του υπηρέτες να υπομείνουν με ακεραιότητα και χαρά.

Ευγνώμων για τη Συμμετοχή Μου

Χαίρομαι που, παρότι είμαι 80 χρονών, έχω καλή υγεία και είμαι σε θέση να συνεχίζω να συμμετέχω στους νομικούς αγώνες του λαού του Ιεχωβά. Εξακολουθώ να είμαι πανέτοιμος να παρουσιαστώ στο δικαστήριο για να υπερασπιστώ το σωστό. Με ευχαριστεί το ότι έχω δει τον αριθμό των Μαρτύρων στον Καναδά να αυξάνει από 4.000 το 1940 σε 111.000 σήμερα. Οι άνθρωποι και τα γεγονότα έρχονται και παρέρχονται, αλλά ο Ιεχωβά συνεχίζει να ωθεί διαρκώς το λαό του προς τα εμπρός, εξασφαλίζοντας την πνευματική ευημερία του.

Υπάρχουν προβλήματα; Ναι, υπάρχουν, αλλά ο Λόγος του Ιεχωβά μάς καθησυχάζει: «Οποιοδήποτε όπλο κατασκευαστεί εναντίον σου δεν θα έχει επιτυχία». (Ησαΐας 54:17) Με βάση τα 56 και πλέον χρόνια που έχω δαπανήσει στην ολοχρόνια διακονία ασχολούμενος με την «υπεράσπιση και νομική εδραίωση των καλών νέων», μπορώ να βεβαιώσω ότι η προφητεία του Ησαΐα είναι όντως αληθινή!​—Φιλιππησίους 1:7.

[Εικόνα στη σελίδα 19]

Με το μικρότερο αδελφό μου και τους γονείς μας

[Εικόνα στη σελίδα 19]

Ο Χέιντεν Κάβινγκτον, νομικός σύμβουλος

[Εικόνα στη σελίδα 19]

Με τον Νάθαν Νορ

[Εικόνα στη σελίδα 20]

Ο Ντιπλεσί γονατίζει μπροστά στον Καρδινάλιο Βιλνέβ

[Ευχαριστίες]

Φωτογραφία από W. R. Edwards

[Εικόνες στη σελίδα 20, 21]

Ο Φρανκ Ρονκαρέλι

[Ευχαριστίες]

Courtesy Canada Wide

[Εικόνες στη σελίδα 21]

Ο Εμέ Μπουσέ

[Εικόνα στη σελίδα 24]

Με συναδέλφους δικηγόρους, τον Τζον Μπερνς και τη σύζυγό μου Λίντα