Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Παρά τις Δοκιμασίες, Διατηρώ Λαμπρή την Ελπίδα Μου

Παρά τις Δοκιμασίες, Διατηρώ Λαμπρή την Ελπίδα Μου

Παρά τις Δοκιμασίες, Διατηρώ Λαμπρή την Ελπίδα Μου

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΡΕΪ ΧΑΝΑΚ

Ήταν το έτος 1943, και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν. Λόγω της ουδέτερης στάσης μου ήμουν φυλακισμένος στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας. Εκεί, ένας γενειοφόρος Ορθόδοξος ιερέας μού πρόσφερε τη Γραφή του με αντάλλαγμα το ψωμί που μου αναλογούσε για τρεις ημέρες. Αν και λιμοκτονούσα, είμαι σίγουρος ότι έκανα καλή ανταλλαγή.

Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ καθαρής Χριστιανικής συνείδησης αποτελούσε πρόκληση όταν οι Ναζί ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας μας στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αργότερα, στα 40 και πλέον χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος, απαιτούνταν επίσης αγώνας για να υπηρετούμε τον Δημιουργό μας, τον Ιεχωβά Θεό, χωρίς να συμβιβάζουμε τις Γραφικές αρχές.

Προτού περιγράψω τι σήμαινε τότε το να διακρατήσει κάποιος ακεραιότητα στον Θεό, επιτρέψτε μου να σας πω μερικά πράγματα για τον εαυτό μου. Χωρίς αμφιβολία θα το βρείτε ενδιαφέρον να μάθετε τι υπέμειναν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εκείνα τα πρώτα χρόνια. Αρχικά, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε μια θρησκευτική κατάσταση η οποία με έκανε να αναρωτηθώ για το ρόλο που έπαιζαν οι εξέχουσες θρησκείες στον τόπο μας.

Ένα Θρησκευτικό Ζήτημα που με Προβλημάτισε

Γεννήθηκα στις 3 Δεκεμβρίου 1922 στο Πατσίν, ένα ουγγρικό χωριό κοντά στα σύνορα με τη Σλοβακία. Τότε, η Σλοβακία αποτελούσε το ανατολικό τμήμα της Τσεχοσλοβακίας. Όταν η Σοβιετική Ένωση απορρόφησε ένα μεγάλο μέρος της Τσεχοσλοβακίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα σύνορα με την Ουκρανία απείχαν 30 χιλιόμετρα από το Πατσίν.

Οι γονείς μου ήταν αφοσιωμένοι Ρωμαιοκαθολικοί, και εγώ ήμουν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά τους. Στα 13 μου χρόνια, συνέβη κάτι το οποίο με έκανε να σκεφτώ πιο σοβαρά τη θρησκεία. Πήγαινα με τη μητέρα μου σε ένα θρησκευτικό προσκύνημα 80 χιλιόμετρα μακριά, στο ουγγρικό χωριό Μάριαποουτς. Περπατήσαμε ως εκεί επειδή πιστεύαμε ότι κάνοντάς το αυτό θα ευλογούμασταν περισσότερο. Στο προσκύνημα συμμετείχαν και Ρωμαιοκαθολικοί και Ελληνόρρυθμοι Καθολικοί. Πρωτύτερα νόμιζα ότι αυτές οι δύο εκκλησίες ήταν μέρος μιας κατά κάποιον τρόπο ενωμένης Καθολικής θρησκείας. Σύντομα, όμως, έμαθα ότι δεν ήταν έτσι.

Πρώτα διεξάχθηκε η Λειτουργία των Ελληνόρρυθμων Καθολικών. Αποφάσισα, λοιπόν, να την παρακολουθήσω. Αργότερα, όταν η μητέρα μου έμαθε ότι είχα πάει εκεί, αναστατώθηκε πολύ. «Τι σημασία έχει ποια Λειτουργία παρακολουθούμε; Δεν συμμετέχουμε όλοι στο ένα σώμα του Χριστού;» ρώτησα κάπως προβληματισμένος.

Μη μπορώντας να μου απαντήσει, η μητέρα μου είπε απλώς: «Παιδί μου, είναι αμαρτία να κάνεις τέτοιες ερωτήσεις». Ωστόσο, οι ερωτήσεις μου παρέμεναν.

Απάντηση στις Ερωτήσεις Μου

Όταν ήμουν 17 χρονών​—μόλις μετά την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το 1939—​μετακόμισα μερικά χιλιόμετρα μακριά στη Στρέντα ναντ Μπόντρογκομ, μια μικρή πόλη η οποία τώρα βρίσκεται στην ανατολική Σλοβακία. Πήγα εκεί ως μαθητευόμενος ενός ντόπιου σιδηρουργού. Εντούτοις, στο σπίτι του έμαθα κάτι πολυτιμότερο από το πώς να κατασκευάζω πέταλα και να διαμορφώνω άλλα αντικείμενα από λιωμένο μέταλλο.

Η Μάρια Πάνκοβιτς, η σύζυγος του σιδηρουργού, ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Έτσι λοιπόν, την ημέρα μάθαινα την τέχνη του σιδηρουργού από το σύζυγό της, αλλά το βράδυ μελετούσα τη Γραφή και παρακολουθούσα τις συναθροίσεις με τους ντόπιους Μάρτυρες. Ως μαθητευόμενος σιδηρουργός, εκτίμησα περισσότερο τα λόγια του εδαφίου Ψαλμός 12:6: «Τα λόγια του Ιεχωβά είναι λόγια αγνά. Σαν ασήμι καθαρισμένο σε μεταλλουργικό καμίνι του εδάφους, διυλισμένο εφτά φορές». Πόσο ευχάριστα ήταν εκείνα τα βράδια που μελετούσα τα λόγια του Ιεχωβά και έπαιρνα απαντήσεις στις Γραφικές μου ερωτήσεις!

Δεν ήξερα ότι πολύ σύντομα, καθώς εντεινόταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η καινούρια μου πίστη θα δοκιμαζόταν.

Φυλακίζομαι για την Πίστη Μου

Λίγο καιρό αφότου ξεκίνησα τη μαθητεία μου ως σιδηρουργός, οι νεαροί Ούγγροι κλήθηκαν για στρατιωτική εκπαίδευση. Εγώ, όμως, αποφάσισα να ακολουθήσω τη Γραφική αρχή που βρίσκεται στο εδάφιο Ησαΐας 2:4, “να μη μάθω πια τον πόλεμο”. Για αυτή την απόφασή μου καταδικάστηκα σε δεκαήμερη φυλάκιση. Μετά την αποφυλάκισή μου, συνέχισα να μελετάω τη Γραφή. Έπειτα, στις 15 Ιουλίου 1941 συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά με το βάφτισμα.

Εκείνη την εποχή, η ναζιστική Γερμανία είχε εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση και η ανατολική Ευρώπη ενεπλάκη στον πόλεμο. Η πολεμική προπαγάνδα δημιούργησε ένταση και τα εθνικιστικά αισθήματα φούντωσαν. Αλλά σε αρμονία με τις Γραφικές πεποιθήσεις τους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά παρέμειναν ουδέτεροι.

Τον Αύγουστο του 1942 οργανώθηκε σφοδρή επίθεση εναντίον μας. Οι αρχές ετοίμασαν δέκα σημεία συγκέντρωσης στα οποία μάζευαν τους Μάρτυρες, νέους και ηλικιωμένους. Σε αυτά τα σημεία συγκέντρωσης φέρνονταν ακόμη και εκείνοι που δεν είχαν βαφτιστεί αλλά ήταν γνωστό ότι είχαν επαφές μαζί μας. Εμένα μαζί με άλλους μας πήγαν σε μια φυλακή στο Σαρόσπατακ, μια πόλη περίπου 20 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μου, το Πατσίν.

Ο μικρότερος κρατούμενος στη φυλακή ήταν μόλις τριών μηνών. Είχε φυλακιστεί μαζί με τη μητέρα του που ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Όταν ζητήσαμε λίγο φαγητό τουλάχιστον για το παιδί, ο φρουρός ανταπάντησε: «Αφήστε το να κλαίει. Θα το βοηθήσει να γίνει δυνατός Μάρτυρας». Λυπηθήκαμε για το παιδί, αλλά μας στενοχώρησε επίσης το γεγονός ότι η καρδιά του νεαρού φρουρού μπορούσε να σκληρυνθεί τόσο πολύ από την εθνικιστική προπαγάνδα.

Καταδικάστηκα σε δύο χρόνια φυλάκιση. Έπειτα μεταφέρθηκα στις φυλακές της οδού Μάργκιτ Κάρουτ 85, στη Βουδαπέστη. Στα κελιά, τα οποία είχαν διαστάσεις τέσσερα επί έξι μέτρα, στοιβάζονταν 50 με 60 άνθρωποι. Επί οχτώ μήνες ζούσαμε εκεί χωρίς λουτρά ή τουαλέτες. Έτσι λοιπόν, δεν μπορούσαμε να κάνουμε μπάνιο, ούτε βέβαια να πλύνουμε τα ρούχα μας. Όλοι ήμασταν γεμάτοι ψείρες, και τις νύχτες πάνω στα βρώμικα σώματά μας περπατούσαν κοριοί.

Έπρεπε να σηκωνόμαστε στις τέσσερις το πρωί. Το πρωινό μας ήταν μόνο ένα μικρό φλιτζάνι καφέ. Το μεσημέρι μάς έδιναν λίγη σούπα και περίπου 150 γραμμάρια ψωμί με λίγο χυλό. Το βράδυ δεν μας έδιναν τίποτα. Μολονότι ήμουν 20 χρονών και είχα καλή υγεία, τελικά εξασθένησα τόσο πολύ ώστε δεν μπορούσα να περπατήσω. Οι φυλακισμένοι άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα και από τις λοιμώξεις.

Εκείνη την εποχή ήρθε στο κελί μας ένας καινούριος φυλακισμένος. Ήταν ο γενειοφόρος Ορθόδοξος ιερέας στον οποίο αναφέρθηκα στην αρχή. Του είχαν επιτρέψει να κρατήσει τη Γραφή του. Πόσο πολύ επιθυμούσα να τη διαβάσω! Αλλά όταν του τη ζήτησα, εκείνος αρνήθηκε. Ωστόσο, αργότερα με πλησίασε. «Νεαρέ», μου είπε. «Μπορείς να πάρεις τη Γραφή. Θα σου την πουλήσω».

«Θα μου την πουλήσεις; Και τι θα σου δώσω;» ρώτησα. «Δεν έχω χρήματα εδώ».

Τότε ήταν που μου πρόσφερε τη Γραφή του με αντάλλαγμα το ψωμί που μου αναλογούσε για τρεις ημέρες. Πόσο ανταμειφτική αποδείχτηκε αυτή η ανταλλαγή! Παρά τη φυσική μου πείνα, έλαβα πνευματική τροφή η οποία στήριξε εμένα καθώς και άλλους στις δοκιμασίες μας εκείνους τους ταραχώδεις καιρούς. Έχω κρατήσει αυτή τη Γραφή μέχρι σήμερα.​—Ματθαίος 4:4.

Δοκιμάζεται η Ουδετερότητά Μας

Τον Ιούνιο του 1943, νεαροί άρρενες Μάρτυρες από όλη την Ουγγαρία​—ήμασταν περίπου 160—​μεταφέρθηκαν στο Γιασμπέρενι, μια πόλη κοντά στη Βουδαπέστη. Όταν αρνηθήκαμε να φορέσουμε στρατιωτικά καπέλα και τρίχρωμα περιβραχιόνια, μας έβαλαν σε φορτηγά βαγόνια και μας πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό Βουδαπέστης-Κέμπανια. Εκεί, αξιωματικοί του στρατού μάς καλούσαν να βγούμε από τα βαγόνια ονομαστικά, έναν έναν, και μας διέταζαν να παρουσιαστούμε ως στρατιώτες.

Έπρεπε να πούμε: «Χάιλ Χίτλερ», δηλαδή «Ζήτω ο Χίτλερ». Κάθε Μάρτυρας που αρνούνταν να το κάνει αυτό, υφίστατο άγριο ξυλοδαρμό. Τελικά, οι βασανιστές κουράστηκαν και ένας από αυτούς είπε: «Θα χτυπήσουμε έναν ακόμη, αλλά αυτός δεν θα ζήσει».

Ο Τίμπορ Χάφνερ, ένας μεγαλύτερος παλιός αδελφός, είχε ένα αντίγραφο του καταλόγου των Μαρτύρων που βρίσκονταν στα βαγόνια. Μου ψιθύρισε: «Αδελφέ, είσαι ο επόμενος. Να έχεις θάρρος! Να εμπιστεύεσαι στον Ιεχωβά». Τότε με φώναξαν. Ενώ στεκόμουν στην πόρτα του βαγονιού, μου είπαν να κατέβω. «Τι να δείρουμε από αυτόν; Δεν του έχει μείνει τίποτα», είπε ένας στρατιώτης. Έπειτα απευθύνθηκε σε εμένα: «Αν παρουσιαστείς όπως έχουμε διατάξει, θα φροντίσουμε να διοριστείς στην κουζίνα για να μαγειρεύεις. Αλλιώς θα πεθάνεις».

«Δεν θα παρουσιαστώ ως στρατιώτης», απάντησα. «Θέλω να πάω πίσω στα βαγόνια με τους αδελφούς μου».

Κάποιος στρατιώτης που με λυπήθηκε με άρπαξε και με πέταξε μέσα στο βαγόνι. Εφόσον ζύγιζα λιγότερο από 40 κιλά, δεν δυσκολεύτηκε πολύ. Ο αδελφός Χάφνερ ήρθε και έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου, χάιδεψε το πρόσωπό μου, και μου ανέφερε τα λόγια του Ψαλμού 20:1: «Είθε να σου απαντήσει ο Ιεχωβά την ημέρα της στενοχώριας. Είθε να σε προστατέψει το όνομα του Θεού του Ιακώβ».

Σε Στρατόπεδο Εργασίας

Ύστερα από αυτό μας έβαλαν σε ένα πλοίο και μας πήγαν στη Γιουγκοσλαβία, μέσω του ποταμού Δούναβη. Τον Ιούλιο του 1943 φτάσαμε στο στρατόπεδο εργασίας κοντά στην πόλη Μπορ, όπου βρισκόταν ένα από τα μεγαλύτερα ορυχεία χαλκού της Ευρώπης. Εκείνον τον καιρό, στο στρατόπεδο υπήρχαν περίπου 60.000 άνθρωποι πολλών εθνικοτήτων, ανάμεσά τους κατά προσέγγιση 6.000 Εβραίοι και περίπου 160 Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Τους Μάρτυρες τους έβαλαν σε ένα μεγάλο παράπηγμα. Στη μέση υπήρχαν τραπέζια και πάγκοι, και εκεί διεξήγαμε τις συναθροίσεις μας δύο φορές την εβδομάδα. Μελετούσαμε τεύχη της Σκοπιάς τα οποία είχαμε περάσει κρυφά στο στρατόπεδο, και διαβάζαμε τη Γραφή που είχα ανταλλάξει με το ψωμί μου. Επίσης ψέλναμε ύμνους και προσευχόμασταν μαζί.

Προσπαθούσαμε να διατηρούμε καλές σχέσεις με τους άλλους κρατουμένους, και αυτό αποδείχτηκε χρήσιμο. Κάποιος αδελφός μας είχε έντονους εντερικούς πόνους, και οι φρουροί δεν ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν. Επειδή η κατάστασή του χειροτέρευε, ένας από τους Εβραίους κρατούμενους, ο οποίος ήταν γιατρός, δέχτηκε να του κάνει εγχείρηση. Έδωσε στον αδελφό μερικά «πρωτόγονα» αναισθητικά και έκανε την εγχείρηση με το τροχισμένο πίσω μέρος ενός κουταλιού. Ο αδελφός ανέρρωσε και επέστρεψε στο σπίτι του μετά τον πόλεμο.

Η εργασία στα ορυχεία ήταν εξουθενωτική και το φαγητό λιγοστό. Δύο αδελφοί πέθαναν σε εργατικά ατυχήματα, και ένας άλλος από κάποια ασθένεια. Το Σεπτέμβριο του 1944, καθώς ο ρωσικός στρατός πλησίαζε, αποφασίστηκε να εκκενωθεί το στρατόπεδο. Αυτό που ακολούθησε δεν θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια.

Πορεία Τρόμου

Έπειτα από μια κουραστική πορεία μιας εβδομάδας, φτάσαμε στο Βελιγράδι μαζί με πολλούς Εβραίους φυλακισμένους. Ύστερα συνεχίσαμε μερικές ακόμη ημέρες και βρεθήκαμε στο χωριό Τσέρβενκο.

Όταν φτάσαμε στο Τσέρβενκο, διέταξαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να σταθούν σε σειρές ανά πέντε άτομα. Έπειτα πήραν έναν Μάρτυρα από κάθε δεύτερη σειρά. Με δάκρυα στα μάτια, κοιτούσαμε αυτούς που επιλέχθηκαν και σκεφτόμασταν ότι θα τους εκτελούσαν. Αλλά σε λίγο ήρθαν πίσω. Τι είχε συμβεί; Οι Γερμανοί στρατιώτες τούς ήθελαν για να σκάψουν τάφους, αλλά ένας Ούγγρος διοικητής εξήγησε ότι είχαν να φάνε μια εβδομάδα και ήταν πολύ αδύναμοι για να δουλέψουν.

Εκείνο το βράδυ μάς πήγαν όλους τους Μάρτυρες στο πατάρι κάποιου κτιρίου που το χρησιμοποιούσαν για να στεγνώνουν πλίνθους. Ένας Γερμανός αξιωματικός μάς είπε: «Κάντε ησυχία και μείνετε εδώ. Η αποψινή νύχτα θα είναι φριχτή». Έπειτα κλείδωσε την πόρτα. Σε λίγα λεπτά ακούσαμε τους στρατιώτες να ουρλιάζουν: «Γρήγορα! Γρήγορα!» Μετά ακούσαμε τον ήχο από τα αυτόματα, και έπειτα τρομακτική ησυχία. Ακούσαμε πάλι τις λέξεις: «Γρήγορα! Γρήγορα!» και άλλους πυροβολισμούς.

Ανάμεσα από τη στέγη, μπορούσαμε να δούμε τι συνέβαινε. Οι στρατιώτες έφερναν ομάδες Εβραίων κρατουμένων, τους έβαζαν στο χείλος ενός λάκκου και τους πυροβολούσαν. Μετά έριχναν χειροβομβίδες στους σωρούς των πτωμάτων. Μέχρι να ξημερώσει, μόνο οχτώ Εβραίοι φυλακισμένοι είχαν μείνει ζωντανοί και οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν φύγει. Εμείς είχαμε γίνει ράκη, τόσο από ψυχική όσο και από σωματική άποψη. Ο Γιάνος Τέρεκ και ο Γιαν Μπάλι, οι οποίοι ζουν ακόμη, ήταν ανάμεσα στους Μάρτυρες που ήταν παρόντες σε εκείνη την εκτέλεση.

Παραμείναμε Ζωντανοί

Με τους Ούγγρους στρατιώτες να μας φρουρούν, συνεχίσαμε την πορεία μας προς τα βορειοδυτικά. Επανειλημμένα, μας ζητούσαν να εμπλακούμε σε στρατιωτικές δραστηριότητες, ωστόσο καταφέραμε να διατηρήσουμε την ουδετερότητά μας και να επιβιώσουμε.

Τον Απρίλιο του 1945 βρεθήκαμε ανάμεσα στα γερμανικά και στα ρωσικά στρατεύματα στην πόλη Ζομπάτελι κοντά στα σύνορα της Ουγγαρίας με την Αυστρία. Όταν σήμανε αντιαεροπορικός συναγερμός, ένας Ούγγρος λοχαγός, ο οποίος μας φρουρούσε, ρώτησε: «Μπορώ να έρθω μαζί σας για να προφυλαχτώ; Βλέπω ότι ο Θεός είναι μαζί σας». Όταν σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί, φύγαμε από την πόλη, περνώντας ανάμεσα από πτώματα ζώων και ανθρώπων.

Βλέποντας ότι επίκειτο το τέλος του πολέμου, ο ίδιος εκείνος λοχαγός μάς συγκέντρωσε και είπε: «Σας ευχαριστώ που με σεβαστήκατε. Έχω εδώ λίγο τσάι και ζάχαρη για τον καθένα σας. Κάτι είναι και αυτό». Τον ευχαριστήσαμε που μας είχε φερθεί τόσο ανθρώπινα.

Σε μερικές ημέρες έφτασαν οι Ρώσοι, και πήραμε το δρόμο της επιστροφής σχηματίζοντας μικρές ομάδες. Εντούτοις, σε καμία περίπτωση δεν είχαν τελειώσει τα προβλήματά μας. Αφού φτάσαμε στη Βουδαπέστη, μας συνέλαβαν οι Ρώσοι και βρεθήκαμε σε μια άλλη επιστράτευση—αυτή τη φορά στο σοβιετικό στρατό.

Ο υπεύθυνος για τις διαδικασίες ήταν γιατρός, ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, δεν τον αναγνωρίσαμε, αλλά εκείνος μας αναγνώρισε. Ήμασταν μαζί στο στρατόπεδο εργασίας στο Μπορ, και ήταν ένας από τους λίγους Εβραίους που επέζησαν από τη γενοκτονία την οποία προξένησαν οι Ναζί. Όταν μας είδε, πρόσταξε τους φρουρούς: «Αφήστε αυτούς τους οχτώ άντρες να πάνε στα σπίτια τους». Τον ευχαριστήσαμε αλλά, πάνω από όλα, ευχαριστήσαμε τον Ιεχωβά για την προστασία του.

Η Ελπίδα μου Παραμένει Λαμπρή

Τελικά, στις 30 Απριλίου 1945 έφτασα στο σπίτι μου, στο Πατσίν. Σύντομα επέστρεψα στο σπίτι του σιδηρουργού στη Στρέντα ναντ Μπόντρογκομ για να ολοκληρώσω τη μαθητεία μου. Η οικογένεια Πάνκοβιτς μου είχε δώσει πολλά​—όχι μόνο μια τέχνη από την οποία μπορούσα να ζήσω αλλά, κάτι ακόμη πιο σπουδαίο, τις Γραφικές αλήθειες οι οποίες άλλαξαν τη ζωή μου. Τώρα μου έδωσαν κάτι ακόμη. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1946 η γοητευτική τους κόρη η Γιολάνα έγινε σύζυγός μου.

Η Γιολάνα και εγώ συνεχίσαμε την τακτική μας ενασχόληση με τις Γραφικές μελέτες και το έργο κηρύγματος. Έπειτα, το 1948, είχαμε την επιπρόσθετη ευλογία να αποκτήσουμε το γιο μας, τον Αντρέι. Ωστόσο, η χαρά μας για τη θρησκευτική ελευθερία που απολαμβάναμε δεν κράτησε πολύ. Σύντομα οι κομμουνιστές ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας μας, και ξεκίνησε ένα άλλο κύμα διωγμού. Επιστρατεύτηκα το 1951, αυτή τη φορά από τις τσεχοσλοβακικές κομμουνιστικές αρχές. Το σενάριο επαναλήφθηκε: δίκη, καταδίκη σε φυλάκιση, εγκλεισμός, καταναγκαστικά έργα και πείνα. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού επιβίωσα και πάλι. Μου δόθηκε αμνηστία, και το 1952 που αποφυλακίστηκα πήγα στην οικογένειά μου στο Λάντμοβσε της Σλοβακίας.

Παρά τους περιορισμούς στη Χριστιανική διακονία μας, οι οποίοι κράτησαν περίπου 40 χρόνια, εμείς συνεχίσαμε την ιερή μας υπηρεσία. Από το 1954 ως το 1988, είχα το προνόμιο να υπηρετώ ως περιοδεύων επίσκοπος. Επισκεπτόμουν εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά τα σαββατοκύριακα και ενθάρρυνα τους αδελφούς και τις αδελφές να παραμένουν σταθεροί και ακέραιοι. Έπειτα, στη διάρκεια της εβδομάδας, ήμουν με την οικογένειά μου και εργαζόμουν για να συντηρούμαστε από υλική άποψη. Όλο αυτόν τον καιρό νιώθαμε τη στοργική κατεύθυνση του Ιεχωβά. Διαπίστωσα πόσο αληθινά είναι τα λόγια του Βιβλικού ψαλμωδού: «Αν δεν ήταν ο Ιεχωβά μαζί μας όταν εγέρθηκαν άνθρωποι εναντίον μας, τότε θα μας είχαν καταπιεί ζωντανούς όταν ο θυμός τους έκαιγε εναντίον μας».​—Ψαλμός 124:2, 3.

Καθώς περνούσε ο καιρός, η Γιολάνα και εγώ είχαμε τη χαρά να δούμε τον Αντρέι να παντρεύεται και να γίνεται τελικά ώριμος Χριστιανός επίσκοπος. Η σύζυγός του, η Ελίσκα, και οι δύο γιοι τους, ο Ραντίμ και ο Ντάνιελ, έγιναν επίσης δραστήριοι Χριστιανοί διάκονοι. Αργότερα, το 1998, έζησα μια μεγάλη απώλεια, το θάνατο της συζύγου μου της Γιολάνας. Αυτή είναι η δυσκολότερη από όλες τις δοκιμασίες που έχω αντιμετωπίσει. Μου λείπει καθημερινά, αλλά με παρηγορεί η πολύτιμη ελπίδα της ανάστασης.​—Ιωάννης 5:28, 29.

Τώρα, σε ηλικία 79 χρονών, υπηρετώ ως πρεσβύτερος στο χωριό Σλοβένσκε Νόβε Μιέστο, στη Σλοβακία. Εδώ βρίσκω τη μεγαλύτερη χαρά μιλώντας για την πολύτιμη Γραφική ελπίδα μου στους γείτονές μου. Καθώς αναλογίζομαι το παρελθόν, και τα 60 και πλέον χρόνια που έχω δαπανήσει στην υπηρεσία του Ιεχωβά, είμαι πεπεισμένος ότι με τη βοήθεια του Ιεχωβά μπορούμε να υπομένουμε όλα τα εμπόδια και τις δοκιμασίες. Η επιθυμία μου και η ελπίδα μου είναι σε αρμονία με τα λόγια του Ψαλμού 86:12: «Σε εξυμνώ, Ιεχωβά Θεέ μου, με όλη μου την καρδιά, και θα δοξάζω το όνομά σου στον αιώνα».

[Εικόνα στη σελίδα 20]

Η Γραφή που πήρα με αντάλλαγμα το ψωμί που μου αναλογούσε

[Εικόνα στη σελίδα 21]

Ο Τίμπορ Χάφνερ με ενθάρρυνε στις δοκιμασίες μου

[Εικόνα στη σελίδα 22]

Μάρτυρες στο στρατόπεδο εργασίας Μπορ

[Εικόνα στη σελίδα 22]

Κηδεία ενός Μάρτυρα στο στρατόπεδο εργασίας Μπορ με παρόντες Γερμανούς στρατιώτες

[Εικόνες στη σελίδα 23]

Ο Γιάνος Τέρεκ και ο Γιαν Μπάλι (ένθετο) ήταν και αυτοί παρόντες στη σφαγή

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Παντρεύτηκα τη Γιολάνα το Σεπτέμβριο του 1946

[Εικόνα στη σελίδα 24]

Με το γιο μου, τη σύζυγό του και τους εγγονούς μου