Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Πώς Ικανοποιήθηκε η Πνευματική μου Δίψα

Πώς Ικανοποιήθηκε η Πνευματική μου Δίψα

Πώς Ικανοποιήθηκε η Πνευματική μου Δίψα

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΟΥΤΣΙΑ ΜΟΥΣΑΝΕΤ

ΑΝΑΜΕΣΑ στα βουνά της βορειοδυτικής Ιταλίας, κοντά στις Ελβετικές Άλπεις και δίπλα στο περίφημο Λευκό Όρος της Γαλλίας, βρίσκεται η διοικητική περιοχή Βάλε ντ’ Αόστα. Γεννήθηκα εκεί το 1941 στη μικρή κοινότητα Σαλάντ Σεντ Ανσέλμ.

Ήμουν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά στην οικογένεια. Τα τέσσερα αδέλφια μου ήταν αγόρια. Η μητέρα μου εργαζόταν σκληρά και ήταν πιστή Καθολική. Και ο πατέρας μου προερχόταν από θρησκευόμενη οικογένεια. Δύο αδελφές του ήταν καλόγριες. Οι γονείς μου έκαναν πολλές υλικές θυσίες για εμένα, μία από τις οποίες ήταν το ότι φρόντισαν για τη σχολική μου εκπαίδευση. Δεν υπήρχαν σχολεία στη μικρή μας κοινότητα, γι’ αυτό, όταν έγινα 11 χρονών, οι γονείς μου με έστειλαν σε οικοτροφείο που διηύθυναν καλόγριες.

Εκεί διδάχτηκα τη λατινική και τη γαλλική γλώσσα, καθώς και άλλα μαθήματα. Έπειτα, όταν έγινα 15 χρονών, άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά το πώς θα υπηρετούσα τον Θεό. Πίστευα ότι ο καλύτερος τρόπος για να το κάνω αυτό ήταν να μπω σε κάποια μονή. Στους γονείς μου, όμως, δεν άρεσε αυτή η ιδέα, εφόσον η μητέρα μου θα έμενε μόνη της να φροντίζει τα αδέλφια μου. Οι γονείς μου έλπιζαν ότι με την εκπαίδευσή μου θα εξασφάλιζα μια καλή εργασία και έτσι θα βοηθούσα την οικογένεια από οικονομική άποψη.

Αν και λυπήθηκα για την αντίδραση των γονέων μου, ήθελα να έχει η ζωή μου πραγματικό σκοπό και πίστευα ότι ο Θεός θα έπρεπε να κατέχει την πρώτη θέση. Έτσι λοιπόν, το 1961, μπήκα σε μια Ρωμαιοκαθολική μονή.

Η Ζωή μου ως Καλόγρια

Τους πρώτους μήνες μελέτησα τα πρότυπα και τους κανόνες της εκκλησίας και έκανα χειρωνακτικές εργασίες στη μονή. Τον Αύγουστο του 1961, ξεκίνησε η μαθητεία, ή αλλιώς η δοκιμασία μου, και άρχισα να φοράω το καθιερωμένο ένδυμα που φορούν οι καλόγριες. Επίσης ζήτησα να έχω ένα νέο όνομα​—Ίνες—​το όνομα της μητέρας μου. Οι υπεύθυνοι της μονής δέχτηκαν, και έτσι έγινα γνωστή ως η Αδελφή Ίνες.

Αν και οι περισσότερες μαθητευόμενες εργάζονταν στη μονή, οι σπουδές μου μού έδωσαν την ευκαιρία να εργαστώ ως δασκάλα σε δημοτικό σχολείο. Δύο χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1963, ορκίστηκα καλόγρια στο τάγμα των Αδελφών του Σαν Τζουζέπε στην Αόστα της Ιταλίας. Αργότερα, με έξοδα της μονής έλαβα περαιτέρω εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Μαρία Σαντίσιμα Ασούντα στη Ρώμη.

Επιστρέφοντας στην Αόστα το 1967, και ενώ είχα τελειώσει τις σπουδές μου στη Ρώμη, άρχισα να διδάσκω σε ένα γυμνάσιο. Το 1976 μου προσφέρθηκε διευθυντική θέση στο σχολείο. Αν και συνέχισα να διδάσκω σε κάποιες τάξεις, ανέλαβα τη διαχείριση του σχολείου και έγινα μέλος του περιφερειακού σχολικού συμβουλίου της Βάλε ντ’ Αόστα.

Είχα την ειλικρινή επιθυμία να βοηθάω τους φτωχούς. Τους συμπονούσα πολύ. Οργάνωσα, λοιπόν, διάφορα κοινωνικά προγράμματα, μεταξύ των οποίων και ένα πρόγραμμα υποστήριξης ετοιμοθάνατων ασθενών που δεν είχαν οικογένεια. Επίσης ξεκίνησα ένα πρόγραμμα για την εκπαίδευση παιδιών από οικογένειες μεταναστών. Επιπρόσθετα, έβρισκα εργασία και στέγη σε φτωχούς και συμμετείχα στην παροχή ιατρικής βοήθειας σε όσους τη χρειάζονταν. Προσπαθούσα να ζω σε αρμονία με τις θρησκευτικές αρχές της εκκλησίας.

Τότε αποδεχόμουν την Καθολική θεολογία, που περιλάμβανε εκκλησιαστικές διδασκαλίες όπως η Τριάδα, η αθανασία της ψυχής και οι Καθολικές απόψεις αναφορικά με το αιώνιο μέλλον του ανθρώπου. Εκείνη την εποχή, η Καθολική θεολογία επέτρεπε επίσης απόψεις όπως ο πλουραλισμός των θρησκευτικών ιδεών, πράγμα που σήμαινε αποδοχή και συνύπαρξη με άλλες θρησκείες.

Ζητήματα που Άρχισαν να με Ενοχλούν

Εντούτοις, μερικές ενέργειες μέσα στην Καθολική Εκκλησία με ενοχλούσαν. Για παράδειγμα, πριν από το βάφτισμα και το χρίσμα, οι γονείς και τα παιδιά θα έπρεπε να μελετήσουν τι σημαίνουν αυτά τα βήματα. Ωστόσο, οι περισσότεροι δεν έρχονταν ποτέ στα μαθήματα και άλλοι δεν έκαναν ούτε μία προσπάθεια να μελετήσουν. Επιπλέον, μερικοί οι οποίοι δεν γίνονταν δεκτοί από κάποια ενορία για βάφτισμα και χρίσμα απλώς πήγαιναν σε άλλη ενορία. Για εμένα, αυτό ήταν επιφανειακό και υποκριτικό.

Μερικές φορές ρωτούσα τον εαυτό μου και τις άλλες καλόγριες: «Δεν θα έπρεπε να κηρύττουμε το Ευαγγέλιο αντί να αφιερωνόμαστε σε κάθε είδους άλλες δραστηριότητες;» «Κηρύττουμε κάνοντας καλές πράξεις», μου απαντούσαν εκείνες.

Επιπρόσθετα, δυσκολευόμουν να δεχτώ ότι έπρεπε να πάω σε κάποιον ιερέα για να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου. Σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να μπορώ να μιλάω στον Θεό για τέτοια προσωπικά ζητήματα. Επίσης, μου ήταν δύσκολο να αποδεχτώ την ιδέα της απομνημόνευσης και επανάληψης προσευχών. Ακόμη, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο πάπας ήταν αλάθητος. Με τον καιρό, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι θα διατηρούσα τις προσωπικές μου πεποιθήσεις γύρω από τέτοια ζητήματα και θα συνέχιζα τη θρησκευτική ζωή μου.

Επιθυμία για Γραφική Γνώση

Πάντοτε είχα βαθύ σεβασμό για τη Γραφή και επιθυμούσα να τη γνωρίσω. Οποτεδήποτε έπρεπε να πάρω μια απόφαση ή ένιωθα ότι είχα ανάγκη από την υποστήριξη του Θεού, διάβαζα τη Γραφή. Αν και δεν τη μελετούσαμε ποτέ στη μονή, τη διάβαζα κατ’ ιδίαν. Η αφήγηση των εδαφίων Ησαΐας 43:10-12, όπου ο Ιεχωβά Θεός είπε: «Εσείς είστε μάρτυρές μου», πάντοτε με εντυπωσίαζε. Εκείνη την εποχή, όμως, δεν καταλάβαινα την πλήρη σημασία αυτών των λόγων.

Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο στη Ρώμη, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, επέλεξα ένα τετραετές μάθημα θεολογίας το οποίο υποστηριζόταν από το Βατικανό. Αλλά η Γραφή δεν ήταν ανάμεσα στα εγχειρίδια του μαθήματος. Επιστρέφοντας στην Αόστα, παρακολούθησα πολλές οικουμενικές διασκέψεις, ακόμη και εκείνες τις οποίες διεξήγαν διαφορετικά θρησκεύματα και μη Καθολικές οργανώσεις. Ως αποτέλεσμα, η πείνα μου για τις διδασκαλίες της Γραφής μεγάλωσε περισσότερο. Επικρατούσε πολύ μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που ισχυρίζονταν ότι δίδασκαν το ίδιο βιβλίο!

Μαθαίνω Περισσότερα για τη Γραφή

Το 1982, μια Μάρτυρας του Ιεχωβά πέρασε από το κέντρο στο οποίο πρόσφερα κοινωνική εργασία και προσπάθησε να συζητήσει μαζί μου για τη Γραφή. Μολονότι ήμουν πολύ απασχολημένη, η ιδέα να μάθω για τη Γραφή με ενδιέφερε. Έτσι λοιπόν, είπα: «Παρακαλώ, περάστε από το σχολείο μου και όταν θα έχω ελεύθερο χρόνο μπορούμε να μιλήσουμε».

Αν και η γυναίκα με επισκέφτηκε, δεν υπήρχε “ελεύθερος χρόνος” στο πρόγραμμά μου. Τότε η μητέρα μου έμαθε ότι έπασχε από καρκίνο, και έτσι πήρα άδεια για να τη βοηθήσω. Μετά το θάνατό της τον Απρίλιο του 1983, επέστρεψα στην εργασία μου, αλλά στο μεταξύ οι Μάρτυρες είχαν χάσει τα ίχνη μου. Σύντομα, όμως, μια άλλη Μάρτυρας του Ιεχωβά, γύρω στα 25, με επισκέφτηκε για να μου μιλήσει για τη Γραφή. Εγώ διάβαζα μόνη μου το Γραφικό βιβλίο της Αποκάλυψης. Έτσι λοιπόν, τη ρώτησα: «Ποιοι είναι οι 144.000 τους οποίους αναφέρει η Αποκάλυψη εδώ στο 14ο κεφάλαιο

Είχα διδαχτεί ότι όλοι οι καλοί άνθρωποι θα πήγαιναν στον ουρανό, και έτσι δεν μου φαινόταν λογικό ότι 144.000 από αυτούς θα ήταν προφανώς ξεχωρισμένοι από τους υπόλοιπους στον ουρανό. Αναρωτιόμουν: “Ποιοι είναι αυτοί οι 144.000; Τι κάνουν;” Αυτές οι ερωτήσεις στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Η Μάρτυρας του Ιεχωβά συνέχιζε τις προσπάθειες να με βρει, αλλά έλειπα τόσο συχνά ώστε δεν τα κατάφερε ποτέ.

Έπειτα από κάποιο διάστημα έδωσε τη διεύθυνσή μου στον Μάρκο, κάποιον πρεσβύτερο της εκκλησίας της. Τελικά, το Φεβρουάριο του 1985, εκείνος με βρήκε. Μιλήσαμε μόνο για μερικά λεπτά, επειδή ήμουν απασχολημένη, αλλά κλείσαμε ένα ραντεβού. Αργότερα, μαζί με τη σύζυγό του, τη Λίνα, άρχισαν να με επισκέπτονται τακτικά βοηθώντας με να καταλάβω τη Γραφή. Σύντομα, μπορούσα να διακρίνω ότι θεμελιώδεις Καθολικές διδασκαλίες όπως η Τριάδα, η αθανασία της ψυχής και η πύρινη κόλαση δεν βασίζονταν στη Γραφή.

Συναναστροφή με τους Μάρτυρες

Όταν πήγα σε μια συνάθροιση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αίθουσα Βασιλείας τους, ήταν φανερό ότι τα πράγματα διέφεραν πολύ σε σχέση με την Καθολική Εκκλησία. Έψελναν όλοι, όχι μόνο μια χορωδία. Έπειτα συμμετείχαν στην ίδια τη συνάθροιση. Επίσης άρχισα να διακρίνω ότι ολόκληρη η οργάνωση αποτελούνταν από «αδελφούς» και «αδελφές». Όλοι ενδιαφέρονταν πραγματικά ο ένας για τον άλλον. Αυτά τα πράγματα με εντυπωσίασαν.

Εκείνον τον καιρό παρακολουθούσα συναθροίσεις με το ένδυμα της καλόγριας. Ήταν φανερό ότι μερικοί συγκινούνταν βλέποντας μια καλόγρια στην Αίθουσα Βασιλείας. Ένιωθα τη χαρά και την ικανοποίηση του να σε περιβάλλει η αγάπη μιας μεγάλης οικογένειας. Επίσης, καθώς μελετούσα, άρχισα να βλέπω ότι πολλές από τις αρχές πάνω στις οποίες είχα θεμελιώσει τη ζωή μου δεν βρίσκονταν σε αρμονία με το Λόγο του Θεού. Για παράδειγμα, η Γραφή δεν λέει πουθενά ότι οι υπηρέτες του Θεού πρέπει να φορούν κάποιο ειδικό ένδυμα. Η ιεραρχία και η μεγαλοπρέπεια της Εκκλησίας απείχαν πάρα πολύ από αυτά που διδάσκει η Γραφή για τους ταπεινούς πρεσβυτέρους οι οποίοι αναλαμβάνουν την ηγεσία στην εκκλησία.

Ένιωθα σαν να στεκόμουν σε κινούμενη άμμο, χωρίς να υπάρχει στέρεο έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Μου φαινόταν απίστευτο το ότι ζούσα στην πλάνη επί 24 χρόνια. Ωστόσο, αναγνώρισα ξεκάθαρα πως αυτή ήταν η Γραφική αλήθεια. Τρόμαζα στη σκέψη ότι στα 44 χρόνια μου έπρεπε να ξαναρχίσω τη ζωή μου. Αλλά πώς θα μπορούσα να συνεχίσω να περπατάω με τα μάτια μου κλειστά τώρα που είχα δει τι διδάσκει στην πραγματικότητα η Γραφή;

Βαρυσήμαντη Απόφαση

Ήξερα ότι το να φύγω από τη μονή σήμαινε πως δεν θα είχα τίποτα από οικονομική άποψη. Ωστόσο, θυμόμουν ότι ο Δαβίδ είπε πως ο δίκαιος “ποτέ δεν θα ήταν εγκαταλειμμένος ούτε κάποιος απόγονός του θα ζητούσε ψωμί”. (Ψαλμός 37:25) Γνώριζα ότι, σε κάποιον βαθμό, θα έχανα την αίσθηση της υλικής ασφάλειας, αλλά εμπιστεύτηκα στον Θεό και σκέφτηκα: “Τι έχω να φοβηθώ;”

Η οικογένειά μου νόμιζε ότι τρελάθηκα. Αν και με πείραξε αυτό, θυμήθηκα τα λόγια του Ιησού: “Εκείνοι που αγαπούν τον πατέρα ή τη μητέρα περισσότερο από εμένα δεν είναι άξιοί μου”. (Ματθαίος 10:37) Παράλληλα, απλές χειρονομίες από τους Μάρτυρες με ενθάρρυναν και με ενδυνάμωναν. Καθώς περπατούσα στο δρόμο με το ένδυμα της καλόγριας, με πλησίαζαν και με χαιρετούσαν. Αυτό με έκανε να νιώθω ακόμη πιο κοντά στην αδελφότητα καθώς και μέρος της οικογένειάς τους.

Τελικά πήγα στην Ηγουμένη και της εξήγησα το λόγο για τον οποίο είχα αποφασίσει να φύγω από τη μονή. Αν και προσφέρθηκα να της δείξω από τη Γραφή γιατί πήρα αυτή την απόφαση, εκείνη αρνήθηκε να ακούσει λέγοντας: «Αν θελήσω να καταλάβω κάτι από τη Γραφή, μπορώ να συμβουλευτώ κάποιον ειδικό στη Γραφή!»

Η Καθολική Εκκλησία συγκλονίστηκε με την απόφασή μου. Με κατηγόρησαν ότι ήμουν ανήθικη και ότι είχα χάσει τα λογικά μου. Αλλά εκείνοι που με ήξεραν γνώριζαν πως οι κατηγορίες ήταν εσφαλμένες. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόμουν αντέδρασαν με διάφορους τρόπους. Κάποιοι είδαν αυτό που έκανα ως πράξη θάρρους. Άλλοι πικράθηκαν, πιστεύοντας ότι είχα μπει σε λάθος δρόμο. Μερικοί μάλιστα με θεωρούσαν αξιολύπητη.

Στις 4 Ιουλίου 1985 έφυγα από την Καθολική Εκκλησία. Έχοντας υπόψη τη μεταχείριση που υπέστησαν άλλοι οι οποίοι είχαν κάνει αυτό το βήμα, οι Μάρτυρες ανησυχούσαν για την ασφάλειά μου και με έκρυβαν επί έναν περίπου μήνα. Με έπαιρναν με το αυτοκίνητο για τις συναθροίσεις και έπειτα με πήγαιναν εκεί που έμενα. Παρέμεινα κρυμμένη μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Κατόπιν, την 1η Αυγούστου 1985, άρχισα να συμμετέχω στη διακονία με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Ενώ παρακολουθούσα μια Συνέλευση Περιφερείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά αργότερα εκείνον τον Αύγουστο, τα μέσα ενημέρωσης έμαθαν ότι είχα εγκαταλείψει την εκκλησία και έδωσαν δημοσιότητα στο γεγονός. Όταν τελικά βαφτίστηκα, στις 14 Δεκεμβρίου 1985, ο τηλεοπτικός σταθμός και η εφημερίδα της περιοχής πίστεψαν ότι αυτό που έκανα ήταν τόσο σκανδαλώδες ώστε δημοσίευσαν και πάλι την ιστορία, γνωστοποιώντας σε όλους την ενέργειά μου.

Φεύγοντας από τη μονή δεν είχα απολύτως τίποτα από υλική άποψη. Δεν είχα ούτε εργασία ούτε σπίτι ούτε και σύνταξη. Επί έναν περίπου χρόνο, λοιπόν, εργάστηκα φροντίζοντας κάποια παράλυτη. Τον Ιούλιο του 1986, έγινα σκαπάνισσα, όπως ονομάζονται οι ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μετακόμισα σε κάποια περιοχή όπου υπήρχε μια μικρή νεοσύστατη εκκλησία. Εκεί παρέδιδα ιδιαίτερα μαθήματα γλώσσας καθώς και άλλα μαθήματα, αξιοποιώντας έτσι τις σπουδές μου. Με αυτόν τον τρόπο είχα ευέλικτο πρόγραμμα.

Υπηρετώ σε Ξενόγλωσσο Αγρό

Τώρα που είχα μάθει τη Γραφική αλήθεια, ήθελα να τη μεταδώσω σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Εφόσον μιλούσα τη γαλλική, σκέφτηκα να υπηρετήσω σε κάποια αφρικανική χώρα στην οποία μιλιέται αυτή η γλώσσα. Αλλά το 1992, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά απέκτησαν νομική αναγνώριση στη γειτονική Αλβανία. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς διορίστηκε εκεί μια μικρή ομάδα σκαπανέων από την Ιταλία. Ανάμεσά τους ήταν ο Μάριο και η Κριστίνα Φάτζιο από την εκκλησία μου. Με προσκάλεσαν να τους επισκεφτώ και να εξετάσω το ενδεχόμενο να υπηρετήσω στην Αλβανία. Έπειτα, λοιπόν, από προσεκτική σκέψη και προσευχή, σε ηλικία 52 ετών, άφησα και πάλι τη σχετική ασφάλεια για να μπω σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.

Αυτό έγινε το Μάρτιο του 1993. Όταν έφτασα εκεί, διέκρινα αμέσως ότι, αν και γεωγραφικά δεν ήμουν μακριά από την πατρίδα μου, βρισκόμουν σε έναν άλλον κόσμο. Οι άνθρωποι πήγαιναν με τα πόδια στον προορισμό τους και μιλούσαν την αλβανική, μια γλώσσα την οποία δεν καταλάβαινα καθόλου. Στη χώρα γίνονταν τεράστιες αλλαγές, και το ένα πολιτικό σύστημα διαδεχόταν το άλλο. Εντούτοις, ο κόσμος διψούσε για τη Γραφική αλήθεια και αγαπούσε το διάβασμα και τη μελέτη. Οι σπουδαστές της Γραφής έκαναν ραγδαία πνευματική πρόοδο, και αυτό με ενθάρρυνε πολύ και με βοήθησε να προσαρμοστώ σε αυτό το νέο περιβάλλον.

Το 1993, όταν έφτασα στα Τίρανα, την πρωτεύουσα, υπήρχε μόνο μία εκκλησία στην Αλβανία, σε όλη δε τη χώρα υπήρχαν διασκορπισμένοι μόνο λίγοι παραπάνω από 100 Μάρτυρες. Εκείνον το μήνα, την πρώτη ημέρα ειδικής συνέλευσης που διεξάχθηκε στα Τίρανα την παρακολούθησαν 585 άτομα και βαφτίστηκαν 42. Αν και δεν καταλάβαινα τίποτα, ήταν συγκινητικό να ακούω τους Μάρτυρες να ψέλνουν και να βλέπω πόσο προσεκτικοί ήταν. Τον Απρίλιο, στον εορτασμό της Ανάμνησης του θανάτου του Ιησού Χριστού, οι παρόντες ήταν 1.318! Από τότε, υπάρχει θαυμάσια αύξηση της Χριστιανικής δραστηριότητας στην Αλβανία.

Συνήθιζα να κοιτάζω τα Τίρανα από το μπαλκόνι του σπιτιού μου, στον τέταρτο όροφο, και να αναρωτιέμαι: “Πότε θα μπορέσουμε να πλησιάσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους;” Ο Ιεχωβά Θεός φρόντισε για αυτό. Τώρα υπάρχουν 23 εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά στα Τίρανα. Σε όλη τη χώρα υπάρχουν 68 εκκλησίες και περίπου 22 όμιλοι, με 2.846 Μάρτυρες. Μια μεγάλη αύξηση μέσα σε τόσο λίγα χρόνια! Στην Ανάμνηση δε του 2002 φτάσαμε τους 12.795 παρόντες!

Σε αυτά τα δέκα χρόνια στην Αλβανία, είχα το μεγάλο προνόμιο να βοηθήσω τουλάχιστον 40 άτομα να φτάσουν μέχρι το σημείο του βαφτίσματος. Αρκετοί μάλιστα από αυτούς υπηρετούν τώρα ως σκαπανείς και σε άλλες μορφές ολοχρόνιας υπηρεσίας. Στα χρόνια που πέρασαν, διορίστηκαν έξι ομάδες Ιταλών σκαπανέων για να βοηθήσουν στο έργο στην Αλβανία. Για κάθε ομάδα οργανώθηκαν τρίμηνα μαθήματα εκμάθησης της γλώσσας, και έλαβα την πρόσκληση να διδάξω στις τελευταίες τέσσερις τάξεις.

Όταν οι φίλοι μου πρωτοέμαθαν ότι αποφάσισα να φύγω από την Καθολική Εκκλησία, αντέδρασαν πολύ έντονα. Αλλά έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια, η στάση τους μαλάκωσε καθώς βλέπουν ότι είμαι ήρεμη και γαλήνια. Είναι ευχάριστο το ότι η οικογένειά μου, περιλαμβανομένης και μιας 93χρονης θείας μου, η οποία είναι ακόμη καλόγρια, με υποστηρίζει επίσης πολύ περισσότερο.

Από τότε που γνώρισα τον Ιεχωβά, αυτός με έχει φροντίσει σε τόσο πολλές διαφορετικές περιστάσεις! Κατηύθυνε τα βήματά μου στην οργάνωσή του. Καθώς κοιτάζω πίσω, θυμάμαι τη λαχτάρα που είχα να βοηθάω τους φτωχούς, τους μη προνομιούχους και εκείνους που βρίσκονταν σε ανάγκη, καθώς και την επιθυμία που είχα να είμαι πλήρως απορροφημένη στην υπηρεσία του Θεού. Γι’ αυτό ευχαριστώ τον Ιεχωβά, επειδή έχει φροντίσει ώστε να ικανοποιηθεί η πνευματική μου δίψα.

[Εικόνα στη σελίδα 21]

Οικογένεια από την Αλβανία με την οποία έχω μελετήσει τη Γραφή. Βαφτίστηκαν έντεκα άτομα

[Εικόνα στη σελίδα 21]

Οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες με τις οποίες μελετούσα τη Γραφή στην Αλβανία βρίσκονται τώρα στην ολοχρόνια διακονία