Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Έμαθα να Εμπιστεύομαι στον Θεό

Έμαθα να Εμπιστεύομαι στον Θεό

Έμαθα να Εμπιστεύομαι στον Θεό

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΑ ΤΟΜ

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ μας ζούσε κοντά στην κωμόπολη Ότεπια, στη νότια Εσθονία, περίπου 60 χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Ρωσία. Τον Οκτώβριο του 1944, λίγους μήνες αφότου τελείωσα το λύκειο, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του. Καθώς ο ρωσικός στρατός ανάγκαζε τους Γερμανούς να υποχωρήσουν μέσω της Εσθονίας, εμείς και οι γείτονές μας​—γύρω στα 20 άτομα—​κρυβόμασταν στα δάση μαζί με τα αγροτικά μας ζώα.

Επί δύο μήνες έπεφταν βόμβες παντού τριγύρω μας και βρισκόμασταν παγιδευμένοι στην καρδιά των μαχών. Καθόμασταν όλοι μαζί και εγώ διάβαζα περικοπές από την Αγία Γραφή, και ιδιαίτερα από το βιβλίο των Θρήνων. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που διάβαζα τη Γραφή. Μια μέρα ανέβηκα σε έναν ψηλό λόφο, γονάτισα και προσευχήθηκα: «Όταν τελειώσει ο πόλεμος, υπόσχομαι να πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή».

Σύντομα το πολεμικό μέτωπο μεταφέρθηκε δυτικά. Τελικά, με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας το Μάιο του 1945, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τερματίστηκε στην Ευρώπη. Στο μεταξύ, εγώ τηρούσα την υπόσχεση που είχα δώσει στον Θεό και πήγαινα στην εκκλησία κάθε εβδομάδα. Αλλά οι μόνες που συναντούσα εκεί ήταν λίγες ηλικιωμένες γυναίκες. Ντρεπόμουν να πηγαίνω. Όταν ερχόταν ξαφνικά κάποιος στο σπίτι μας να μας επισκεφτεί, έκρυβα τη Γραφή κάτω από το τραπέζι.

Λίγο αργότερα άρχισα να εργάζομαι ως δασκάλα στο τοπικό σχολείο. Στο μεταξύ, το κομμουνιστικό καθεστώς είχε αναλάβει την εξουσία και επικρατούσε αθεϊσμός. Ωστόσο, αρνήθηκα να ενταχθώ στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ήμουν απασχολημένη με διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως η διοργάνωση παραδοσιακών χορών για παιδιά.

Γνωρίζω τους Μάρτυρες

Τον Απρίλιο του 1945, επειδή χρειαζόμασταν στολές για τα παιδιά, πήγα να δω την Έμιλι Σάναμις, μια καλή μοδίστρα. Ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, αλλά εγώ δεν το γνώριζα. Με ρώτησε: «Ποια είναι η άποψή σου για την παγκόσμια κατάσταση;» Επειδή εκείνο το διάστημα διεξαγόταν μια διάσκεψη ειρήνης στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, απάντησα: «Σύντομα η τωρινή κυβέρνηση θα απομακρυνθεί, και είμαι βέβαιη ότι η διάσκεψη ειρήνης διεξάγεται γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό».

Η Έμιλι είπε ότι η διάσκεψη ειρήνης δεν θα έφερνε διαρκές όφελος και προσφέρθηκε να μου δείξει από τη Γραφή το λόγο για αυτό. Δεν είχα τη διάθεση να ακούσω αυτή την ήρεμη, μεσήλικη γυναίκα, και έτσι καθώς έφευγα μου έθεσε το ερώτημα: «Ξέρεις πού ήταν ο σκοπός του Θεού να ζουν ο Αδάμ και η Εύα;» Επειδή δεν μπορούσα να απαντήσω, εκείνη είπε απλώς: «Ρώτησε τον πατέρα σου».

Όταν επέστρεψα στο σπίτι, τον ρώτησα. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να απαντήσει και είπε ότι δεν υπήρχε λόγος να ασχολούμαστε με τη μελέτη της Γραφής, αρκούσε απλώς να πιστεύουμε. Όταν ξαναπήγα στην Έμιλι για να πάρω τις στολές, της είπα ότι ο πατέρας μου δεν γνώριζε την απάντηση στο ερώτημά της. Εκείνη και η αδελφή της έφεραν τις Γραφές τους και μου διάβασαν τις οδηγίες που έδωσε ο Θεός στον Αδάμ και στην Εύα​—να φροντίζουν τον κήπο στον οποίο κατοικούσαν και να ζουν εκεί ευτυχισμένοι για πάντα. Μου έδειξαν από τη Γραφή ότι σκοπός του Θεού για τον Αδάμ και την Εύα ήταν να κάνουν παιδιά και να επεκτείνουν το Παραδεισένιο σπίτι τους σε όλη τη γη. Εντυπωσιάστηκα από τις Γραφικές αποδείξεις!​—Γένεση 1:28· 2:8, 9, 15· Ψαλμός 37:29· Ησαΐας 45:18· Αποκάλυψη 21:3, 4.

Η Πρώτη μου Χριστιανική Συνάθροιση

Επειδή θα παρακολουθούσα ένα τριμηνιαίο σεμινάριο για δασκάλους εκείνο το καλοκαίρι στο Τάρτου, η Έμιλι μου έδωσε τη διεύθυνση μιας Μάρτυρας του Ιεχωβά σε εκείνη την πόλη. Επίσης, μου έδωσε το βιβλίο Δημιουργία, το οποίο με εντυπωσίασε λόγω του ξεκάθαρου τρόπου με τον οποίο παρουσίαζε τις βασικές Γραφικές αλήθειες. Έτσι λοιπόν, στις 4 Αυγούστου 1945, πήγα στη διεύθυνση που μου είχε δώσει.

Όταν δεν απάντησε κανείς, χτύπησα ξανά, τόσο δυνατά ώστε ένας γείτονας άνοιξε την πόρτα του και μου έδωσε μια άλλη διεύθυνση—οδός Σάλμε 56. Εκεί ρώτησα κάποια γυναίκα που καθάριζε πατάτες σε ένα εργαστήριο: «Μήπως γίνονται εδώ θρησκευτικές συγκεντρώσεις;» Εκείνη μου απάντησε θυμωμένα να φύγω λέγοντάς μου ότι ήμουν ανεπιθύμητη. Επειδή επέμενα, μου είπε να ανέβω πάνω, όπου βρισκόταν ένας όμιλος που μελετούσε τη Γραφή. Σύντομα έγινε διάλειμμα για φαγητό, και ετοιμάστηκα να φύγω. Αλλά οι υπόλοιποι με παρότρυναν να μείνω.

Καθώς κοίταζα τριγύρω στη διάρκεια του διαλείμματος, είδα δυο νεαρούς, ασυνήθιστα χλωμούς και αδύνατους, να κάθονται κοντά στο παράθυρο. Αργότερα έμαθα ότι στη διάρκεια του πολέμου είχαν παραμείνει πάνω από έναν χρόνο σε διάφορες κρυψώνες για να αποφύγουν τη σύλληψη. a Στο απογευματινό πρόγραμμα, ο Φρίντριχ Άλτπερε χρησιμοποίησε τη λέξη «Αρμαγεδδών» σε μια ομιλία. Εφόσον δεν είχα ξανακούσει το συγκεκριμένο όρο, τον ρώτησα κατόπιν για αυτόν, και εκείνος μου τον έδειξε στη Γραφή. (Αποκάλυψη 16:16) Βλέποντας την έκπληξή μου, φάνηκε να εκπλήσσεται εξίσου για το γεγονός ότι δεν το γνώριζα.

Άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτή η συνάθροιση είχε προγραμματιστεί μόνο για γνωστούς, έμπιστους Μάρτυρες. Αργότερα έμαθα ότι αυτή ήταν η πρώτη τους συνάθροιση μετά τον πόλεμο! Από τότε και έπειτα, είχα πάντα έντονη συναίσθηση της ανάγκης να εμπιστεύομαι στον Θεό. (Παροιμίες 3:5, 6) Έναν χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1946, σε ηλικία 20 ετών, βαφτίστηκα συμβολίζοντας την αφιέρωσή μου στον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά.

Αντιμετωπίζω Εναντίωση από την Οικογένεια

Η κυβέρνηση απαιτούσε να διδάσκεται ο αθεϊσμός στο σχολείο, και έτσι αυτό έθεσε σε δοκιμασία τη Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδησή μου. Ήθελα να αλλάξω επάγγελμα. Όταν το είπα αυτό στη μητέρα μου, μου επιτέθηκε έξαλλη, τραβώντας μου τα μαλλιά μέχρι που ξερίζωσε κάποιες τρίχες. Αποφάσισα να φύγω από το σπίτι. Αλλά ο πατέρας μου με παρότρυνε να είμαι διαλλακτική, λέγοντας ότι θα με βοηθούσε εκείνος.

Ο αδελφός μου ο Αντς μού εναντιώθηκε όπως και η μητέρα μου. Έπειτα, μια μέρα μού ζήτησε μερικά έντυπα, τα οποία διάβασε και του άρεσαν πάρα πολύ. Η μητέρα μου έγινε έξω φρενών. Ο Αντς άρχισε μάλιστα να μιλάει για τον Θεό στο σχολείο, αλλά όταν αντιμετώπισε κάποιον διωγμό, σταμάτησε να συναναστρέφεται με τους Μάρτυρες. Λίγο αργότερα, του συνέβη ένα ατύχημα στη διάρκεια μιας κατάδυσης και τραυματίστηκε στο κεφάλι. Ξαπλωμένος σε φορείο, παράλυτος, αλλά έχοντας ακόμη διαύγεια πνεύματος, ρώτησε: «Θα με συγχωρήσει ο Ιεχωβά;» «Ναι», απάντησα. Ο Αντς πέθανε λίγες μέρες αργότερα. Ήταν μόλις 17 ετών.

Το Σεπτέμβριο του 1947, παραιτήθηκα από την εργασία μου στο σχολείο. Η μητέρα μου παρέμεινε πολύ εχθρική απέναντί μου. Όταν πέταξε όλα μου τα ρούχα έξω, έφυγα από το σπίτι και οι αδελφές Σάναμις με πήραν κοντά τους. Οι υπενθυμίσεις τους ότι ο Ιεχωβά δεν εγκαταλείπει ποτέ τους υπηρέτες του μου έδιναν ενθάρρυνση.

Δοκιμασίες στη Μεταπολεμική Εσθονία

Οι αδελφές Σάναμις μου πρόσφεραν τη δυνατότητα να εργαστώ μαζί τους ράβοντας ρούχα για αγροτικές οικογένειες. Πολλές φορές είχαμε την ευκαιρία να μεταδίδουμε σε αυτά τα άτομα τις Γραφικές αλήθειες. Ήταν ένας ευτυχισμένος καιρός, επειδή, όχι μόνο έμαθα να ράβω, αλλά και απέκτησα μεγαλύτερη πείρα στη Χριστιανική διακονία. Εκτός από τη ραπτική, παρέδιδα επίσης μαθήματα μαθηματικών. Ωστόσο, το 1948 οι αρχές άρχισαν να συλλαμβάνουν τους Μάρτυρες.

Την επόμενη χρονιά, τον Οκτώβριο, εργαζόμουν σε ένα αγρόκτημα όταν μου είπαν ότι οι αρχές είχαν πάει στο σπίτι των αδελφών Σάναμις για να με συλλάβουν. Όταν αναζήτησα κρησφύγετο στο αγρόκτημα του αδελφού Χούγκο Σούσι, έμαθα ότι μόλις τον είχαν συλλάβει. Μια γυναίκα για την οποία είχα ράψει ρούχα με προσκάλεσε να μείνω μαζί της. Αργότερα μετακινούμουν από αγρόκτημα σε αγρόκτημα, ασχολούμενη με τη ραπτική και συνεχίζοντας το έργο κηρύγματος.

Καθώς έμπαινε ο χειμώνας, η Σοβιετική Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας (Κα-Γκε-Μπε) με βρήκε στο Τάρτου, στο σπίτι της Λίντα Μέτιγκ, μιας ζηλώτριας νεαρής αδελφής που ήταν λίγο μεγαλύτερη από εμένα. Με συνέλαβαν και με πήγαν για ανάκριση. Με ανάγκασαν να βγάλω όλα τα ρούχα μου μπροστά στα μάτια νεαρών αστυνομικών, εξευτελίζοντάς με. Ωστόσο, όταν προσευχήθηκα στον Ιεχωβά, αυτό με γέμισε με ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά.

Έπειτα, με έκλεισαν σε ένα μικρό κελί, όπου δεν μπορούσα ούτε να ξαπλώσω. Με έβγαζαν έξω μόνο για ανακρίσεις. Οι αστυνομικοί μού έλεγαν: «Δεν σου ζητάμε να αρνηθείς την ύπαρξη του Θεού. Σταμάτα μόνο να κηρύττεις αυτές τις ανοησίες! Μπορείς να έχεις λαμπρό μέλλον». Και με απειλούσαν: «Θέλεις να ζήσεις; Ή μήπως θέλεις να πεθάνεις μαζί με τον Θεό σου στα χωράφια της Σιβηρίας;»

Επί τρεις μέρες, με υπέβαλλαν σε ανακρίσεις χωρίς να με αφήνουν να κοιμηθώ στα ενδιάμεσα διαστήματα. Ο στοχασμός γύρω από τις Γραφικές αρχές με βοήθησε να υπομείνω. Τελικά, ένας ανακριτής με κάλεσε να υπογράψω κάποιο έγγραφο που έλεγε ότι θα σταματούσα να κηρύττω. «Έχω σκεφτεί πολύ σοβαρά αυτό το ζήτημα», είπα, «και θα προτιμούσα να ζω στη φυλακή διατηρώντας άρρηκτη τη σχέση μου με τον Θεό παρά να είμαι ελεύθερη και να χάσω την επιδοκιμασία του». Ακούγοντάς το αυτό, ο ανακριτής φώναξε: «Είσαι ανόητη! Θα σας συλλάβουμε όλους σας και θα σας στείλουμε στη Σιβηρία!»

Απροσδόκητη Ελευθερία

Ξαφνικά, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, οι ανακριτές μού είπαν να πάρω τα πράγματά μου και να φύγω. Επειδή ήξερα ότι θα με παρακολουθούσαν, δεν πήγα σε σπίτια συγχριστιανών μου εφόσον έτσι θα τους πρόδιδα. Καθώς περπατούσα στους δρόμους, τρεις άντρες πράγματι με παρακολουθούσαν. Προσευχόμενη στον Ιεχωβά για κατεύθυνση, έστριψα σε έναν σκοτεινό δρόμο και έτρεξα γρήγορα σε κάποιον κήπο. Ξάπλωσα στο χώμα και σκεπάστηκα με φύλλα. Άκουγα τον ήχο από το βάδισμα των αντρών και έβλεπα το φως από τους φακούς τους.

Πέρασαν αρκετές ώρες και τα κόκαλά μου μούδιασαν από το κρύο. Τελικά, άρχισα να περπατώ στους λιθόστρωτους δρόμους κρατώντας τα παπούτσια μου στο χέρι για να μην κάνω θόρυβο. Φεύγοντας από την πόλη, περπατούσα στο χαντάκι δίπλα στο δρόμο. Όταν πλησίαζαν αυτοκίνητα, ξάπλωνα κάτω. Στις πέντε το πρωί, έφτασα στο σπίτι του Γιούρι και της Μιίτα Τόμελ, κοντά στο Τάρτου.

Η Μιίτα ετοίμασε αμέσως τη σάουνα για να μπορέσω να ζεσταθώ. Την επομένη πήγε στο Τάρτου και συνάντησε τη Λίντα Μέτιγκ. Η Λίντα με παρότρυνε: «Ας αρχίσουμε τώρα το κήρυγμα και ας πάμε να μιλήσουμε σε όλη την Εσθονία για τα καλά νέα». Αφού άλλαξα την εμφάνισή μου με καινούριο χτένισμα, λίγο μακιγιάζ και γυαλιά, αρχίσαμε να κηρύττουμε. Τους επόμενους μήνες, διανύσαμε μεγάλες αποστάσεις με ποδήλατο. Καθ’ οδόν, ενθαρρύναμε ομοπίστους μας που ζούσαν σε αγροκτήματα.

Οι Μάρτυρες οργάνωσαν μια συνέλευση στις 24 Ιουλίου 1950, στο μεγάλο αχυρώνα κάποιου ατόμου που μελετούσε τη Γραφή κοντά στην Ότεπια. Όταν μάθαμε ότι η Κα-Γκε-Μπε είχε ανακαλύψει τα σχέδια για τη συγκέντρωσή μας, καταφέραμε να προειδοποιήσουμε τους περισσότερους Μάρτυρες που ήταν ήδη καθ’ οδόν. Κάναμε διευθετήσεις για να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη τοποθεσία την επόμενη μέρα, όπου παρευρέθηκαν περίπου 115 άτομα. Όλοι επιστρέψαμε στα σπίτια μας γεμάτοι χαρά και πιο αποφασισμένοι από ποτέ να διακρατήσουμε οσιότητα παρά τις δοκιμασίες. b

Έπειτα από αυτό, η Λίντα και εγώ συνεχίσαμε να κηρύττουμε και να ενθαρρύνουμε τους συγχριστιανούς μας. Αργότερα το ίδιο έτος, εργαστήκαμε στο μάζεμα της πατάτας και μεταδώσαμε το άγγελμα της Βασιλείας στους άλλους εργάτες. Μάλιστα ο ιδιοκτήτης ενός αγροκτήματος σταμάτησε τη δουλειά και μας άκουσε επί μία ώρα, λέγοντας: «Δεν ακούει κανείς τέτοια νέα κάθε μέρα!»

Η Λίντα και εγώ επιστρέψαμε στο Τάρτου, όπου μάθαμε ότι είχαν συλληφθεί και άλλοι Μάρτυρες, περιλαμβανομένης και της μητέρας της. Οι περισσότεροι από τους αδελφούς μας είχαν πλέον συλληφθεί—ανάμεσά τους και οι αδελφές Σάναμις. Γνωρίζοντας ότι η Κα-Γκε-Μπε μας αναζητούσε, πήραμε δύο ποδήλατα και συνεχίσαμε το έργο κηρύγματος έξω από το Τάρτου. Κάποια νύχτα η Κα-Γκε-Μπε με βρήκε στο σπίτι της Άλμα Βάρντζα, μιας αδελφής που είχε βαφτιστεί πρόσφατα. Ένας από τους πράκτορες, καθώς έλεγχε το διαβατήριό μου, είπε: «Βρε την Έλα! Σε ψάχναμε παντού!» Αυτό συνέβη στις 27 Δεκεμβρίου 1950.

Φυλακίζομαι και Μεταφέρομαι στη Σιβηρία

Η Άλμα και εγώ μαζέψαμε ήρεμα λίγα πράγματα και έπειτα καθήσαμε να φάμε κάτι. Έκπληκτοι, οι πράκτορες της Κα-Γκε-Μπε είπαν: «Μα εσείς ούτε καν κλαίτε. Κάθεστε και τρώτε». Εμείς απαντήσαμε: «Πηγαίνουμε στον καινούριο μας διορισμό, και δεν ξέρουμε πότε θα φάμε το επόμενο γεύμα μας». Πήρα μαζί μου μια κουβέρτα από την οποία έφτιαξα αργότερα ζεστές κάλτσες και γάντια. Έπειτα από μήνες φυλάκισης, τον Αύγουστο του 1951, με έστειλαν εξορία μαζί με άλλους Μάρτυρες από την Εσθονία. c

Από την Εσθονία μάς μετέφεραν με τρένο στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) της Ρωσίας, και από εκεί στα διαβόητα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στο Βορκούτα της Δημοκρατίας Κόμι, πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο. Στην ομάδα μας υπήρχαν τρεις αδελφές. Στο σχολείο είχα μάθει τη ρωσική και από τότε που με συνέλαβαν μιλούσα αυτή τη γλώσσα. Έτσι λοιπόν, όταν φτάσαμε στα στρατόπεδα, μπορούσα να μιλώ καλά τη ρωσική.

Στο Βορκούτα συναντήσαμε μια νεαρή Ουκρανή η οποία είχε γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά ενόσω βρισκόταν σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πολωνία. Το 1945 οι Γερμανοί έβαλαν αυτήν και 14 άλλους Μάρτυρες σε ένα πλοίο το οποίο σκόπευαν να βυθίσουν στη Βαλτική Θάλασσα. Ωστόσο, το πλοίο κατάφερε να φτάσει στη Δανία. Αργότερα, όταν η κοπέλα επέστρεψε στη Ρωσία, τη συνέλαβαν επειδή κήρυττε και την έστειλαν στο Βορκούτα, όπου αποτέλεσε πηγή ενθάρρυνσης για εμάς.

Συναντήσαμε επίσης δύο γυναίκες, οι οποίες ρώτησαν στην ουκρανική: «Ποιος είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά εδώ;» Καταλάβαμε αμέσως ότι ήταν Χριστιανές αδελφές μας! Μας ενθάρρυναν και μας φρόντιζαν. Οι άλλοι κρατούμενοι έλεγαν ότι ήταν σαν να είχαμε μια οικογένεια που μας περίμενε όταν φτάσαμε εκεί.

Μεταφέρομαι στα Στρατόπεδα της Μορδοβίας

Όταν το Δεκέμβριο του 1951 μια εξέταση έδειξε ότι είχα πρόβλημα με το θυρεοειδή, με μετέφεραν σχεδόν χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα νοτιοδυτικά, στο τεράστιο συγκρότημα φυλακών της Μορδοβίας περίπου 400 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μόσχας. Τα επόμενα χρόνια εκεί, γνώρισα αδελφές από τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ουκρανία και την Πολωνία στα στρατόπεδα γυναικών όπου ήμουν έγκλειστη. Γνώρισα επίσης τη Μέιμου, μια πολιτική κρατούμενη από την Εσθονία.

Στη φυλακή στην Εσθονία, η Μέιμου είχε γεννήσει, και μια καλοσυνάτη φύλακας έδωσε το μωρό στη μητέρα της Μέιμου. Στη φυλακή της Μορδοβίας, μελετήσαμε τη Γραφή με τη Μέιμου, και εκείνη δέχτηκε αυτά που μάθαινε. Έγραψε στη μητέρα της, η οποία δέχτηκε και αυτή τις Γραφικές αλήθειες και τις δίδαξε στο κοριτσάκι της Μέιμου, την Κάριν. Έξι χρόνια αργότερα, η Μέιμου αφέθηκε ελεύθερη και μπόρεσε να ξανασμίξει με το παιδί της. Όταν η Κάριν μεγάλωσε, παντρεύτηκε έναν ομόπιστό της Μάρτυρα. Υπηρετούν μαζί τα τελευταία 11 χρόνια στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Τάλιν της Εσθονίας.

Ένα σωφρονιστικό στρατόπεδο στο τεράστιο συγκρότημα της Μορδοβίας είχε το λεγόμενο κλουβί. Αυτό ήταν ένα μικρό παράπηγμα που φρουρούνταν αυστηρά εντός του περιτειχισμένου στρατοπέδου. Έξι άλλες αδελφές και εγώ τοποθετηθήκαμε εκεί λόγω των Χριστιανικών μας δραστηριοτήτων. Αλλά ακόμη και εκεί, φτιάχναμε με το χέρι αντίγραφα-μινιατούρες των άρθρων της Σκοπιάς και τα διοχετεύαμε κρυφά σε άλλους σε κοντινά στρατόπεδα. Μια από τις μεθόδους μας ήταν να «σκάβουμε» το εσωτερικό ενός σαπουνιού, να βάζουμε το άρθρο μέσα και να το ξανακλείνουμε.

Τα χρόνια που έμεινα στα στρατόπεδα της Μορδοβίας, μπόρεσα να βοηθήσω πάνω από δέκα άτομα να ταχθούν με το μέρος του Θεού και να τον υπηρετούν. Τελικά, στις 4 Μαΐου 1956, μου είπαν: «Είσαι ελεύθερη να φύγεις και να πιστεύεις στον Θεό σου, τον Ιεχωβά». Μέσα στον ίδιο μήνα, επέστρεψα στην Εσθονία.

Επιστροφή​—Πριν από Σχεδόν 50 Χρόνια

Δεν είχα ούτε εργασία ούτε χρήματα ούτε μέρος να μείνω. Αλλά λίγες μόλις μέρες μετά την άφιξή μου, γνώρισα μια κυρία που έδειξε ενδιαφέρον για τις Γραφικές διδασκαλίες. Με άφησε να μείνω για λίγο μαζί με την ίδια και το σύζυγό της στο σπίτι τους που είχε ένα μόνο δωμάτιο. Με χρήματα που δανείστηκα, αγόρασα λίγο μαλλί και έπλεξα πουλόβερ, τα οποία πούλησα στην αγορά. Αργότερα, μου προσφέρθηκε εργασία στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο του Τάρτου, όπου έκανα διάφορες εργασίες τα επόμενα εφτά χρόνια. Στο μεταξύ, επέστρεψε και ο Λέμπιτ Τομ από την εξορία στη Σιβηρία, και το Νοέμβριο του 1957 παντρευτήκαμε.

Η Κα-Γκε-Μπε μας είχε υπό επιτήρηση και μας παρενοχλούσε διαρκώς, εφόσον το έργο κηρύγματος εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό απαγόρευση. Ωστόσο, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να μεταδίδουμε την πίστη μας. Ο Λέμπιτ περιέγραψε αυτή την περίοδο της ζωής μας στο Ξύπνα! 22 Φεβρουαρίου 1999. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960 και του 1970, εξόριστοι Μάρτυρες εξακολουθούσαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, υπήρχαν πάνω από 700 Μάρτυρες στην Εσθονία. Το 1991 οι Χριστιανικές μας δραστηριότητες απέκτησαν νομική υπόσταση, και έκτοτε έχουμε αυξηθεί ξεπερνώντας τους 4.100 Μάρτυρες στην Εσθονία!

Έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια από τότε που παρακολούθησα εκείνη την πρώτη μυστική συνάθροιση των Μαρτύρων στην Εσθονία έπειτα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έκτοτε, παραμένω αποφασισμένη να τηρώ τη νουθεσία της Γραφής: «Να εμπιστεύεσαι στον Ιεχωβά και να κάνεις το καλό». Έχω μάθει πως, όταν κάποιος το εφαρμόζει αυτό, το αποτέλεσμα είναι ότι θα λάβει “τα αιτήματα της καρδιάς του”.—Ψαλμός 37:3, 4.

[Υποσημειώσεις]

a Ένας από αυτούς τους άντρες ήταν ο Λέμπιτ Τομ, του οποίου η αφήγηση δημοσιεύτηκε στο Ξύπνα! 22 Φεβρουαρίου 1999.

b Βλέπε Ξύπνα! 22 Φεβρουαρίου 1999, σελίδες 12, 13, για μια λεπτομερέστερη περιγραφή αυτής της συνέλευσης.

c Ωστόσο, οι περισσότεροι Μάρτυρες στην Εσθονία είχαν εξοριστεί στις αρχές Απριλίου του 1951. Βλέπε Ξύπνα! 22 Απριλίου 2001, σελίδες 6-8, και βιντεοταινία Πιστοί στις Δοκιμασίες​—Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Σοβιετική Ένωση.

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 23]

«Ας αρχίσουμε τώρα το κήρυγμα και ας πάμε να μιλήσουμε σε όλη την Εσθονία για τα καλά νέα».​—Λίντα Μέτιγκ

[Εικόνα στη σελίδα 24]

Κρατούμενη στη φυλακή της Μορδοβίας μαζί με εννιά άλλες αδελφές

[Εικόνα στη σελίδα 24]

Σήμερα με το σύζυγό μου, τον Λέμπιτ