Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Πιστή στον Θεό επί 70 και Πλέον Χρόνια

Πιστή στον Θεό επί 70 και Πλέον Χρόνια

Πιστή στον Θεό επί 70 και Πλέον Χρόνια

Αφήγηση από τη Γιόζεφιν Ελίας

«Μην ανησυχείς», ψιθύρισε ο σύζυγός μου μέσα από τα σίδερα της φυλακής. «Είτε με σκοτώσουν είτε με αφήσουν ελεύθερο, εγώ θα μείνω πιστός στον Ιεχωβά». Ήμουν και εγώ αποφασισμένη να παραμείνω πιστή. Την ίδια επιθυμία εξακολουθώ να έχω και σήμερα.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1916 στο Σουκαμπούμι, μια μικρή πόλη στα υψίπεδα της δυτικής Ιάβας, στην Ινδονησία. Οι γονείς μου, Κινέζοι στην καταγωγή, ήταν εύποροι και έμεναν σε ένα μεγάλο σπίτι με υπηρέτες. Είχα πέντε αδελφούς, τρεις μεγαλύτερους και δύο μικρότερους. Ήμουν το μόνο κορίτσι στην οικογένεια, και είχα γίνει αγοροκόριτσο. Σκαρφάλωνα στις σκεπές και μου άρεσαν τα αθλήματα. Υπήρχε, όμως, κάτι που με προβλημάτιζε πολύ.

Με τρόμαζε το ενδεχόμενο της κόλασης. Οι δασκάλες μου έλεγαν ότι τα άτακτα κορίτσια πάνε στην κόλαση, και επειδή εγώ ήμουν άτακτη, πίστευα ότι θα κατέληγα εκεί. Αργότερα, όταν πήγαινα γυμνάσιο στην Τζακάρτα (τότε λεγόταν Μπατάβια), αρρώστησα. Επειδή ο γιατρός πίστευε ότι θα πεθάνω, η σπιτονοικοκυρά μου προσπάθησε να με παρηγορήσει λέγοντας ότι σε λίγο θα βρισκόμουν στον παράδεισο. Εγώ, όμως, φοβόμουν ότι ήμουν καταδικασμένη να πάω στην κόλαση.

Η μητέρα μου, η Κανγκ Νίο, και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Ντόντο, έσπευσαν στην Τζακάρτα να με πάρουν. Καθ’ οδόν προς το σπίτι, ο Ντόντο με ρώτησε: «Το ήξερες ότι η Αγία Γραφή δεν διδάσκει πως υπάρχει κόλαση;»

«Και εσύ πού το ξέρεις;» τον ρώτησα. Η μητέρα μου διάβασε τότε κάποια εδάφια από τη Γραφή που δείχνουν ότι οι νεκροί δεν έχουν συνειδητότητα και περιμένουν την ανάσταση. (Εκκλησιαστής 9:5, 10· Ιωάννης 5:28, 29) «Τα μάθαμε αυτά από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά», μου εξήγησαν και μου έδωσαν ένα βιβλιάριο με τίτλο Πού Είναι οι Νεκροί; το οποίο άρχισα να διαβάζω αμέσως. a Προτού ακόμα φτάσουμε σπίτι, δήλωσα: «Αυτή είναι η αλήθεια!»

Μιλάω για την Πίστη Μου

Η οικογένειά μας τότε είχε ήδη μετακομίσει στο Μπάντουνγκ, μια μεγάλη πόλη στη δυτική Ιάβα. Εκεί ανέρρωσα σιγά σιγά. Το Μάρτιο του 1937, μας επισκέφτηκε ο Κλεμ Ντεσάμπ, ένας Αυστραλός Μάρτυρας που υπηρετούσε στην Τζακάρτα. Στη διάρκεια της επίσκεψής του, η μητέρα μου, τα μεγαλύτερα αδέλφια μου​—ο Φέλιξ, ο Ντόντο και ο Πενγκ—​καθώς και εγώ βαφτιστήκαμε συμβολίζοντας την αφιέρωσή μας στον Θεό. Με τον καιρό, και τα μικρότερα αδέλφια μου, ο Χαρτάντο και ο Γιούσακ, όπως επίσης και ο πατέρας μου, ο Ταν Γκιμ Χοκ, έγιναν και αυτοί Μάρτυρες. b

Μετά το βάφτισμά μας, συνοδεύσαμε τον Κλεμ σε μια ειδική εννιαήμερη εκστρατεία κηρύγματος. Ο Κλεμ μάς έδειξε πώς να κηρύττουμε χρησιμοποιώντας μια κάρτα μαρτυρίας, η οποία περιείχε ένα απλό Γραφικό άγγελμα σε τρεις γλώσσες. Δίναμε επίσης μαρτυρία σε συγγενείς και φίλους ανεπίσημα. Σύντομα, ο μικρός μας όμιλος στο Μπάντουνγκ έγινε εκκλησία, η δεύτερη στην Ινδονησία.

Αργότερα το ίδιο έτος, μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Τζακάρτα για να κηρύξουμε στους 80.000 Κινέζους που ζούσαν εκεί. Η μητέρα μου, ο Φέλιξ και εγώ αρχίσαμε την ολοχρόνια Χριστιανική διακονία ως σκαπανείς. Εγώ κήρυττα επίσης στο Μπάντουνγκ, στη Σουραμπάγια και σε άλλα μέρη. Τον περισσότερο καιρό κήρυττα μόνη μου. Ήμουν νέα, γερή και ευτυχισμένη που υπηρετούσα τον Θεό. Στον ορίζοντα, όμως, πύκνωναν τα σύννεφα του πολέμου, και η πίστη μου δεν θα αργούσε να δοκιμαστεί.

Ο Πόλεμος Φέρνει Δοκιμασίες

Το Δεκέμβριο του 1941, η Ασία βυθίστηκε στο χάος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Αυτοκρατορικός Ιαπωνικός Στρατός κατέλαβε την Ινδονησία και την έθεσε υπό ασφυκτική κατοχή. Τα Γραφικά μας έντυπα απαγορεύτηκαν, και δεν μπορούσαμε πλέον να κηρύττουμε ελεύθερα. Όταν επισκεπτόμουν ενδιαφερόμενα άτομα, έπαιρνα μαζί μου μια σκακιέρα ώστε να δίνω την εντύπωση ότι πήγαινα για σκάκι.

Το 1943, παντρεύτηκα τον Αντρέ, έναν άφοβο σκαπανέα με βροντερή, επιβλητική φωνή. Μαζί διανέμαμε κρυφά τα Γραφικά έντυπα στους Μάρτυρες ολόκληρης της Ιάβας. Τυχόν σύλληψη θα σήμαινε βασανιστήρια και θάνατο. Πολλές φορές γλιτώσαμε παρά τρίχα.

Κάποτε, ενώ ετοιμαζόμασταν με τον Αντρέ να ανεβούμε στο τρένο στο Σουκαμπούμι, μας σταμάτησε η τρομερή Κέμπεϊταϊ, η ιαπωνική στρατιωτική αστυνομία. Βαθιά μέσα στο σάκο μου είχα βάλει απαγορευμένα έντυπα. «Τι έχετε στο σάκο;» ρώτησε ένας αστυνομικός.

«Ρούχα», απάντησε ο Αντρέ.

«Και κάτω από τα ρούχα;»

«Άλλα ρούχα», είπε ο Αντρέ.

«Ναι, αλλά στον πάτο τι έχει;» ρώτησε ο αστυνομικός. Κράτησα την ανάσα μου και προσευχήθηκα σιωπηλά στον Ιεχωβά. «Καλύτερα να ελέγξετε μόνος σας», απάντησε ο Αντρέ.

Ο υφιστάμενος του αστυνομικού έχωσε το χέρι του στο σάκο. Ξαφνικά ούρλιαξε από τον πόνο και το τράβηξε απότομα έξω. Τον είχε τρυπήσει μια καρφίτσα. Ενοχλημένος, ο αστυνομικός μάς διέταξε αμέσως να κλείσουμε το σάκο και να ανεβούμε στο τρένο.

Σε ένα άλλο ταξίδι στο Σουκαμπούμι, η Κέμπεϊταϊ κατάλαβε ότι ήμουν Μάρτυρας του Ιεχωβά και με κάλεσε να παρουσιαστώ στο τοπικό της αρχηγείο. Μαζί μου ήρθε και ο Αντρέ με τον αδελφό μου τον Φέλιξ. Εκεί ανέκριναν πρώτα τον Αντρέ. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. «Ποιοι είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Είσαι εναντίον της ιαπωνικής κυβέρνησης; Είσαι κατάσκοπος;»

«Εμείς είμαστε υπηρέτες του Παντοδύναμου Θεού και δεν έχουμε κάνει τίποτα κακό», απάντησε ο Αντρέ. Ο διοικητής άρπαξε ένα σπαθί σαμουράι από τον τοίχο και το σήκωσε ψηλά.

«Ξέρεις ότι μπορώ να σε σκοτώσω;» βρυχήθηκε. Ο Αντρέ ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο γραφείο και προσευχήθηκε σιωπηλά. Ύστερα από μια μεγάλη παύση, ακούστηκαν δυνατά γέλια. «Το λέει η καρδιά σου!» είπε ο διοικητής. Έπειτα έδιωξε τον Αντρέ και κάλεσε μέσα τον Φέλιξ και εμένα. Όταν είδε πως η κατάθεσή μας συμφωνούσε με του Αντρέ, ο διοικητής είπε όλο νεύρα: «Δεν είστε κατάσκοποι. Δρόμο τώρα!»

Γυρίσαμε και οι τρεις με τα πόδια στο σπίτι, αινώντας χαρούμενα τον Ιεχωβά. Πού να ξέραμε ότι σύντομα θα αντιμετωπίζαμε ακόμα πιο δύσκολες δοκιμασίες!

Περαιτέρω Δοκιμασίες της Πίστης

Μερικούς μήνες αργότερα κάποιοι “ψευδάδελφοι” κατέδωσαν τον Αντρέ με αποτέλεσμα να φυλακιστεί από την Κέμπεϊταϊ. (2 Κορινθίους 11:26) Πήγα να τον δω στη φυλακή. Ήταν αδύνατος και εξασθενημένος. Είχε επιζήσει τρώγοντας αποφάγια τα οποία μάζευε από το λούκι που περνούσε από το κελί του. Οι δεσμοφύλακες δεν είχαν καταφέρει να διαρρήξουν την ακεραιότητά του. Όπως είπα και στην αρχή, μου ψιθύρισε μέσα από τα σίδερα της φυλακής: «Μην ανησυχείς. Είτε με σκοτώσουν είτε με αφήσουν ελεύθερο, εγώ θα μείνω πιστός στον Ιεχωβά. Μπορεί να με βγάλουν από εδώ νεκρό, αλλά προδότη ποτέ».

Έπειτα από έξι μήνες στη φυλακή, ο Αντρέ εμφανίστηκε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Τζακάρτα. Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν κατάμεστη από συγγενείς και φίλους μας. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη.

«Γιατί δεν κατατάσσεσαι στον ιαπωνικό στρατό;» ρώτησε ο δικαστής.

«Είμαι στρατιώτης της Βασιλείας του Θεού», απάντησε ο Αντρέ, «και ένας στρατιώτης δεν μπορεί να υπηρετεί σε δύο στρατούς ταυτόχρονα».

«Λες και σε άλλους να μην καταταχθούν;» ρώτησε ο δικαστής.

«Όχι», είπε ο Αντρέ, «αυτό είναι δική τους απόφαση».

Ο Αντρέ συνέχισε την υπεράσπισή του παραθέτοντας εκτενώς από την Αγία Γραφή. Ο δικαστής, ένας ευλαβής Μουσουλμάνος, εντυπωσιάστηκε. «Οι πεποιθήσεις μας μπορεί να διαφέρουν, αλλά εγώ δεν θα εξαναγκάσω κανέναν να παραβιάσει τη συνείδησή του», είπε ο δικαστής. «Είσαι ελεύθερος».

Ένα αίσθημα ανακούφισης πλημμύρισε την αίθουσα, και η καρδιά μου σκίρτησε από χαρά. Ο Αντρέ ήρθε κοντά μου και μου έπιασε το χέρι. Συγγενείς και φίλοι μαζεύτηκαν γύρω μας, συγχαίροντάς μας ενθουσιασμένοι.

Κηρύττουμε την Αληθινή Ελευθερία

Όταν τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η Ινδονησία, η οποία ήταν ολλανδική αποικία, επαναστάτησε κατά των Ολλανδών. Η επανάσταση κράτησε τέσσερα χρόνια. Χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν, και χωριά ολόκληρα εγκαταλείφθηκαν. Οι ένθερμοι πατριώτες προσπαθούσαν να μας αναγκάσουν να φωνάξουμε το πολεμικό τους σύνθημα «Μερντέκα», που σημαίνει «Ελευθερία». Εμείς, όμως, τους λέγαμε ότι είμαστε πολιτικά ουδέτεροι.

Παρά τις βιαιότητες, αρχίσαμε και πάλι να κηρύττουμε από σπίτι σε σπίτι. Χρησιμοποιούσαμε τις παλιές μας κάρτες μαρτυρίας και όσα έντυπα είχαμε φυλάξει πριν από τον πόλεμο. Το Μάιο του 1948, όταν οι βιαιότητες κόπασαν κάπως, ξαναρχίσαμε με τον Αντρέ το σκαπανικό. Ήμασταν οι μόνοι σκαπανείς στην Ινδονησία. Τρία χρόνια αργότερα, νιώσαμε πολύ μεγάλη χαρά όταν καλωσορίσαμε στην Τζακάρτα 14 αποφοίτους της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς, που βρίσκεται στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Η εκπαίδευση που μας έδωσαν μας εξάρτισε για περαιτέρω ευθύνες.

Τον Ιούνιο του 1952, διοριστήκαμε με τον Αντρέ ειδικοί σκαπανείς στο Σεμάρανγκ, στην κεντρική Ιάβα. Τον επόμενο χρόνο, φοιτήσαμε και εμείς στη Γαλαάδ, στην 22η τάξη. Μετά την αποφοίτηση, επιστρέψαμε στην Ινδονησία και διοριστήκαμε στο Κούπανγκ του Τιμόρ. Αργότερα διοριστήκαμε στο Νότιο και στο Βόρειο Σουλαβέσι. Εκεί αντιμετωπίσαμε και άλλες δοκιμασίες της πίστης.

Απαγόρευση και Πάλι

Το 1965, ένα πραξικόπημα προξένησε το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Μερικοί κληρικοί του Χριστιανικού κόσμου πήραν θέση, και ισχυρίστηκαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι κομμουνιστές. Ευτυχώς, οι αρχές δεν εξαπατήθηκαν εύκολα. Ο κλήρος, όμως, συνέχισε ακάθεκτος τις συκοφαντικές του επιθέσεις κατά των Μαρτύρων. Τελικά, στις 25 Δεκεμβρίου 1976, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τέθηκαν υπό απαγόρευση.

Λίγο μετά την ανακοίνωση της απαγόρευσης, ο εισαγγελέας της περιφέρειας του Μανάντο κάλεσε τον Αντρέ στο γραφείο του. «Ξέρεις ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι υπό απαγόρευση;» τον ρώτησε.

«Ναι», απάντησε ο Αντρέ.

«Το αποφάσισες τώρα να αλλάξεις θρησκεία;» ρώτησε ο εισαγγελέας.

Ο Αντρέ έγειρε προς τα εμπρός και χτύπησε με αίσθημα το στήθος του. «Μπορείτε να μου ξεριζώσετε την καρδιά, αλλά ποτέ δεν θα με κάνετε να αλλάξω τη θρησκεία μου», είπε με τη βροντερή φωνή του.

Σαστισμένος, ο εισαγγελέας ρώτησε: «Τι να γράψω στην αναφορά μου;»

«Γράψτε ότι είμαι ακόμα Μάρτυρας του Ιεχωβά και ότι δεν έχω κάνει τίποτα κακό», αποκρίθηκε ο Αντρέ.

«Πρέπει να κατάσχω τα έντυπά σας», είπε ο εισαγγελέας.

Το ίδιο βράδυ, νεαροί Μάρτυρες πήραν από το σπίτι μας όλα τα έντυπα, αφήνοντας μόνο τα άδεια κιβώτια. Συνεχίσαμε να κηρύττουμε, χρησιμοποιώντας τη Γραφή. Ο δε εισαγγελέας δεν μας ενόχλησε ποτέ ξανά.

Μια Υπέροχη Ζωή!

Αργότερα, κάναμε σκαπανικό με τον Αντρέ στη Σουραμπάγια, η οποία βρίσκεται στο νησί της Ιάβας, καθώς και στο νησί Μπάνκα, νοτιοανατολικά της Σουμάτρας. Το 1982, όμως, αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στην Τζακάρτα λόγω προβλημάτων υγείας. Εδώ ο Αντρέ πέθανε το 2000 σε ηλικία 85 ετών, ζηλωτής σκαπανέας μέχρι τέλους. Τον επόμενο χρόνο η απαγόρευση άρθηκε.

Η ζωή μου υπήρξε πραγματικά υπέροχη! Σήμερα είμαι 93 χρονών και έχω δαπανήσει πάνω από 70 χρόνια στη διακονία σκαπανέα. Όταν βαφτίστηκα το 1937, υπήρχαν μόνο 25 Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ινδονησία. Σήμερα είναι σχεδόν 22.000. Πόσο χαίρομαι που συμμετείχα σε αυτή την αύξηση! Αλλά το ταξίδι μου μόλις άρχισε. Θέλω να υπηρετώ πιστά τον Θεό για πάντα.

[Υποσημειώσεις]

a Είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά δεν εκδίδεται πλέον.

b Ολόκληρη η οικογένεια έμεινε πιστή στον Ιεχωβά. Η Γιόζεφιν και ο Γιούσακ, τα μοναδικά εν ζωή μέλη, εξακολουθούν να υπηρετούν με ζήλο τον Ιεχωβά στην Τζακάρτα.

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 13]

«Είμαι στρατιώτης της Βασιλείας του Θεού, και ένας στρατιώτης δεν μπορεί να υπηρετεί σε δύο στρατούς ταυτόχρονα»

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 14]

«Μπορείτε να μου ξεριζώσετε την καρδιά, αλλά ποτέ δεν θα με κάνετε να αλλάξω τη θρησκεία μου»

[Χάρτης στη σελίδα 15]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

Μέρη όπου ζήσαμε και κηρύξαμε

ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ

Σουλαβέσι

Μανάντο

Σουμάτρα

Μπάνκα

Ιάβα

ΤΖΑΚΑΡΤΑ

Σουκαμπούμι

Μπάντουνγκ

Σεμάρανγκ

Σουραμπάγια

Τιμόρ

Κούπανγκ

[Εικόνα στη σελίδα 15]

Με τον Αντρέ τη δεκαετία του 1970

[Εικόνες στη σελίδα 15]

Το βιβλιάριο «Πού Είναι οι Νεκροί;» με έπεισε για τη Γραφική αλήθεια όταν ήμουν 15 χρονών