Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Πόση Πίστη Αξίζει να Δείχνουμε στην «Παλαιά Διαθήκη»;

Πόση Πίστη Αξίζει να Δείχνουμε στην «Παλαιά Διαθήκη»;

Κεφάλαιο 4

Πόση Πίστη Αξίζει να Δείχνουμε στην «Παλαιά Διαθήκη»;

Στα επόμενα λίγα κεφάλαια, θα εξετάσουμε μερικές από τις κατηγορίες που σύγχρονοι κριτικοί στρέφουν κατά της Αγίας Γραφής. Μερικοί κατηγορούν την Αγία Γραφή λέγοντας ότι φάσκει και αντιφάσκει, καθώς και ότι είναι «αντιεπιστημονική», και αυτές οι κατηγορίες θα εξεταστούν αργότερα. Αλλά ας εξετάσουμε πρώτα την κατηγορία που προβάλλεται συχνά, ότι δηλαδή η Αγία Γραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συλλογή μύθων και θρύλων. Μήπως έχουν βάσιμους λόγους οι αντίπαλοι της Αγίας Γραφής για τέτοιου είδους κριτική; Πρώτα απ’ όλα, ας ρίξουμε μια ματιά στις Εβραϊκές Γραφές, τη λεγόμενη Παλαιά Διαθήκη.

1, 2. Πώς έγινε η πολιορκία της Ιεριχώ, και ποιες ερωτήσεις εγείρονται σχετικά μ’ αυτή;

ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΑ πόλη πολιορκείται. Τα πλήθη των επιτιθέμενων διέβηκαν κατά σμήνη τον Ιορδάνη Ποταμό και τώρα έχουν στρατοπεδεύσει μπροστά στα ψηλά τείχη της πόλης. Αλλά τι παράξενη πολεμική τακτική είναι αυτή! Κάθε μέρα, επί έξι μέρες, ο στρατός των εισβολέων βάδιζε γύρω από την πόλη, παραμένοντας σιωπηλός εκτός από μια ομάδα ιερέων που τον συνόδευαν σαλπίζοντας. Τώρα, την έβδομη μέρα, ο στρατός βαδίζει σιωπηλά γύρω από την πόλη εφτά φορές. Ξαφνικά, οι ιερείς σαλπίζουν με όλη τους τη δύναμη. Ο στρατός διακόπτει τη σιωπή του με μια δυνατή πολεμική κραυγή, και τα πανύψηλα τείχη της πόλης σωριάζονται σηκώνοντας σύννεφο σκόνης και αφήνοντας την πόλη ανυπεράσπιστη.—Ιησούς του Ναυή 6:1-21.

2 Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο το βιβλίο του Ιησού του Ναυή, το έκτο βιβλίο των Εβραϊκών Γραφών, περιγράφει την πτώση της Ιεριχώ που έλαβε χώρα σχεδόν πριν από 3.500 χρόνια. Αλλά συνέβηκε αυτό στ’ αλήθεια; Πολλοί ανώτεροι κριτικοί θα απαντούσαν όχι με πλήρη πεποίθηση. * Αυτοί ισχυρίζονται ότι το βιβλίο του Ιησού του Ναυή, καθώς και τα πέντε προηγούμενα βιβλία της Αγίας Γραφής, αποτελούνται από θρύλους, οι οποίοι γράφτηκαν πολλούς αιώνες μετά από τα υποτιθέμενα γεγονότα. Πολλοί αρχαιολόγοι θα απαντούσαν κι αυτοί όχι. Σύμφωνα μ’ αυτούς, όταν οι Ισραηλίτες μπήκαν στη γη της Χαναάν, η Ιεριχώ ίσως να μην υπήρχε καν.

3. Γιατί είναι σημαντικό να εξετάσουμε το αν η Αγία Γραφή περιέχει ή όχι αληθινή ιστορία;

3 Αυτές είναι σοβαρές κατηγορίες. Καθώς διαβάζετε την Αγία Γραφή, θα παρατηρήσετε ότι οι διδασκαλίες της συνδέονται σταθερά με την ιστορία. Ο Θεός πολιτεύεται με πραγματικούς άντρες, γυναίκες, οικογένειες και έθνη, και οι εντολές του δίνονται σ’ έναν ιστορικό λαό. Οι σύγχρονοι λόγιοι, που αμφισβητούν την ιστορικότητα της Αγίας Γραφής, αμφισβητούν επίσης τη σπουδαιότητα και την αξιοπιστία του αγγέλματός της. Αν η Αγία Γραφή είναι πράγματι ο Λόγος του Θεού, τότε η ιστορία που περιέχει πρέπει να είναι αξιόπιστη και να μην αποτελείται απλώς από θρύλους και μύθους. Μήπως έχουν λόγους αυτοί οι κριτικοί για να εγείρουν αντιρρήσεις σε ό,τι αφορά την ιστορική της αλήθεια;

Ανώτερη Κριτική—Πόσο Αξιόπιστη Είναι;

4-6. Ποιες είναι μερικές από τις θεωρίες ανώτερης κριτικής του Βελχάουζεν;

4 Η ανώτερη κριτική της Αγίας Γραφής ξεκίνησε δυναμικά στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Γερμανός κριτικός της Αγίας Γραφής Γιούλιους Βελχάουζεν κατέστησε δημοφιλή τη θεωρία ότι τα πρώτα έξι βιβλία της Αγίας Γραφής, περιλαμβανομένου και του Ιησού του Ναυή, γράφτηκαν τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ.—γύρω στα χίλια χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφουν. Είπε, ωστόσο, ότι περιέχουν ύλη που είχε καταγραφτεί νωρίτερα.1 Η θεωρία αυτή τυπώθηκε στην 11η έκδοση της Encyclopædia Britannica (Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα), που εκδόθηκε το 1911, η οποία εξηγούσε: «Η Γένεση είναι ένα έργο που ανήκει στην περίοδο μετά την εξορία και συντάχτηκε από μια ιερατική πηγή της ίδιας περιόδου, καθώς και από μη ιερατικές αρχαιότερες πηγές οι οποίες διαφέρουν σημαντικά από εκείνη την ιερατική πηγή στη γλώσσα, στο ύφος και στη θρησκευτική θέση που διακρατούν».

5 Ο Βελχάουζεν και οι ακόλουθοί του πίστευαν ότι ολόκληρη η ιστορία που καταγράφεται στο πρώτο τμήμα των Εβραϊκών Γραφών «δεν είναι κατά γράμμα ιστορία, αλλά δημοφιλείς παραδόσεις του παρελθόντος».2 Οι αφηγήσεις που αναφέρονται σε αρχαιότερες περιόδους θεωρούνταν απλώς και μόνο απεικόνιση της μεταγενέστερης ιστορίας του Ισραήλ. Για παράδειγμα, ειπώθηκε ότι η έχθρα που υπήρχε ανάμεσα στον Ιακώβ και στον Ησαύ δεν υπήρξε πραγματικά, αλλά απεικόνιζε την έχθρα που υπήρχε ανάμεσα στα έθνη Ισραήλ και Εδώμ σε μεταγενέστερα χρόνια.

6 Σε αρμονία μ’ αυτό, οι κριτικοί αυτοί πίστευαν ότι ο Μωυσής ποτέ δεν έλαβε κάποια εντολή για να κατασκευάσει την κιβωτό της διαθήκης και ότι η σκηνή του μαρτυρίου, το κέντρο λατρείας των Ισραηλιτών στην έρημο, ποτέ δεν υπήρξε. Αυτοί πίστευαν επίσης ότι η εξουσία του Ααρωνικού ιερατείου καθιερώθηκε πλήρως λίγα μόνο χρόνια πριν την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους, η οποία, όπως πίστευαν οι κριτικοί, συνέβηκε στις αρχές του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ.3

7, 8. Ποιες «αποδείξεις» είχε ο Βελχάουζεν για τις θεωρίες του, και ήταν αυτές βάσιμες;

7 Ποια «απόδειξη» είχαν γι’ αυτές τις ιδέες; Οι ανώτεροι κριτικοί ισχυρίζονται ότι μπορούν να διαιρέσουν το κείμενο των πρώτων βιβλίων της Αγίας Γραφής σε πολλά διαφορετικά τμήματα. Μια βασική αρχή που χρησιμοποιούν είναι να υποθέτουν ότι, σε γενικές γραμμές, όποιο εδάφιο της Αγίας Γραφής χρησιμοποιεί μόνη της την εβραϊκή λέξη που σημαίνει Θεός (Ελοχίμ) γράφτηκε από ένα συγγραφέα, ενώ όποιο εδάφιο αναφέρεται στον Θεό με το όνομά του, Ιεχωβά, πρέπει να έχει γραφτεί από κάποιον άλλον—σαν να μην μπορούσε ένας συγγραφέας να χρησιμοποιήσει και τους δυο όρους.4

8 Με παρόμοιο τρόπο, κάθε φορά που ένα γεγονός καταγράφεται πάνω από μια φορά σε κάποιο βιβλίο, αυτό λαμβάνεται ως απόδειξη ότι πάνω από ένας συγγραφέας ασχολήθηκε με το έργο, μολονότι η αρχαία σημιτική λογοτεχνία έχει κι άλλα παρόμοια παραδείγματα επανάληψης. Επιπλέον, θεωρείται ως δεδομένο ότι κάθε αλλαγή στο ύφος σημαίνει αλλαγή συγγραφέα. Ωστόσο, ακόμη και οι συγγραφείς που γράφουν στη σύγχρονη γλώσσα συχνά γράφουν με διαφορετικό ύφος στα διάφορα στάδια της σταδιοδρομίας τους ή όταν ασχολούνται με διαφορετικό θέμα. *

9-11. Ποιες είναι μερικές αξιοσημείωτες αδυναμίες της σύγχρονης ανώτερης κριτικής;

9 Υπάρχει κάποια πραγματική απόδειξη γι’ αυτές τις θεωρίες; Ούτε κατά διάνοια. Ένας σχολιαστής παρατήρησε: «Η κριτική, ακόμη και η καλύτερη στο είδος της, είναι θεωρητική και προσωρινή, κάτι που μπορεί να τροποποιηθεί οποιαδήποτε στιγμή ή να αποδειχτεί εσφαλμένο και να χρειαστεί να αντικατασταθεί με κάτι άλλο. Είναι προϊόν διανοητικής προσπάθειας, που υπόκειται σ’ όλες τις αμφιβολίες και τις εικασίες οι οποίες υπάρχουν πάντοτε σε τέτοιες προσπάθειες».5 Η ανώτερη κριτική της Αγίας Γραφής, ιδιαίτερα, είναι «θεωρητική και προσωρινή» σε υπερβολικό βαθμό.

10 Ο Γκλίσον Λ. Άρτσερ, ο νεότερος, δείχνει ένα άλλο μειονέκτημα που υπάρχει στους συλλογισμούς της ανώτερης κριτικής. Το πρόβλημα, λέει, είναι ότι «η σχολή του Βελχάουζεν ξεκίνησε με την καθαρή προϋπόθεση (την οποία δεν έκαναν τον κόπο να αποδείξουν) ότι η θρησκεία του Ισραήλ είχε απλώς ανθρώπινη προέλευση όπως και κάθε άλλη, και ότι έπρεπε να εξηγηθεί απλώς σαν προϊόν εξέλιξης».6 Με άλλα λόγια, ο Βελχάουζεν και οι ακόλουθοί του ξεκίνησαν με την προϋπόθεση ότι η Αγία Γραφή ήταν απλώς και μόνο λόγος ανθρώπων και κατόπιν έκαναν συλλογισμούς από εκεί και πέρα.

11 Το 1909, η The Jewish Encyclopedia (Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια) παρατήρησε δυο ακόμη αδυναμίες στη θεωρία του Βελχάουζεν: «Τα επιχειρήματα με τα οποία ο Βελχάουζεν αιχμαλώτισε σχεδόν ολόκληρο το σώμα των σύγχρονων κριτικών της Αγίας Γραφής, στηρίζονται σε δυο προϋποθέσεις: πρώτον, ότι το τελετουργικό γίνεται πιο περίπλοκο καθώς εξελίσσεται η θρησκεία· δεύτερον, ότι οι αρχαιότερες πηγές ασχολούνται κατ’ ανάγκην με τα πρώτα στάδια της εξέλιξης του τελετουργικού. Η πρώτη προϋπόθεση είναι κατά των αποδείξεων που παρέχουν οι αρχέγονοι πολιτισμοί, και η τελευταία δεν βρίσκει καμιά υποστήριξη στις αποδείξεις που παρέχουν οι τελετουργικοί κώδικες, όπως λόγου χάρη εκείνοι της Ινδίας».

12. Πώς στέκεται η σύγχρονη ανώτερη κριτική στο φως της αρχαιολογίας;

12 Υπάρχει κάποιος τρόπος να δοκιμάσει κανείς την ανώτερη κριτική για να δει αν οι θεωρίες της είναι σωστές ή όχι; Η The Jewish Encyclopedia (Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια) συνέχισε λέγοντας: «Οι απόψεις του Βελχάουζεν στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε κατά γράμμα ανάλυση, και για να συμπληρωθούν θα χρειαστεί να γίνει εξέταση από τη σκοπιά της καθιερωμένης αρχαιολογίας». Καθώς τα χρόνια πέρασαν, μήπως είχε την τάση η αρχαιολογία να επιβεβαιώνει τις θεωρίες του Βελχάουζεν; Η The New Encyclopædia Britannica (Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα) απαντάει: «Η αρχαιολογική κριτική είχε την τάση να τεκμηριώνει την αξιοπιστία των λεπτομερειών ιστορικού χαρακτήρα που αφορούν ακόμη και τις πιο αρχαίες περιόδους [της Βιβλικής ιστορίας] και να αγνοεί τη θεωρία ότι οι αφηγήσεις της Πεντατεύχου [τα ιστορικά αρχεία των πρώτων βιβλίων της Αγίας Γραφής] είναι απλώς και μόνο η απεικόνιση κάποιας πολύ μεταγενέστερης περιόδου».

13, 14. Παρά τα ασταθή της θεμέλια, γιατί εξακολουθεί να έχει μεγάλη απήχηση η ανώτερη κριτική του Βελχάουζεν;

13 Αν λάβουμε υπόψη τις αδυναμίες της, γιατί είναι η ανώτερη κριτική τόσο δημοφιλής σήμερα μεταξύ των διανοουμένων; Επειδή τους λέει τα πράγματα που θέλουν να ακούνε. Ένας λόγιος του 19ου αιώνα εξήγησε: «Εγώ προσωπικά, δέχτηκα αυτό το βιβλίο του Βελχάουζεν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο, γιατί μου δόθηκε η εντύπωση πως λύνεται επιτέλους το πιεστικό πρόβλημα της ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης μ’ έναν τρόπο που είναι σύμφωνος με την αρχή της ανθρώπινης εξέλιξης, την οποία είμαι αναγκασμένος να εφαρμόζω στην ιστορία κάθε θρησκείας».7 Προφανώς, η ανώτερη κριτική συμφωνούσε με τις προκατειλημμένες ιδέες που αυτός είχε ως εξελικτής. Στην πραγματικότητα, και οι δυο θεωρίες εξυπηρετούσαν έναν παρόμοιο σκοπό. Όπως ακριβώς η εξέλιξη απομάκρυνε την ανάγκη για πίστη σ’ έναν Δημιουργό, έτσι και η ανώτερη κριτική του Βελχάουζεν σήμαινε ότι δεν ήταν υποχρεωμένος κανείς να πιστέψει ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη.

14 Σ’ αυτόν τον ορθολογιστικό 20ό αιώνα, η υπόθεση ότι η Αγία Γραφή δεν είναι λόγος Θεού αλλά ανθρώπων φαίνεται ευλογοφανής στους διανοουμένους. * Είναι πολύ ευκολότερο γι’ αυτούς να πιστέψουν ότι οι προφητείες γράφτηκαν μετά την εκπλήρωσή τους παρά να τις δεχτούν ως γνήσιες. Αυτοί προτιμούν να δικαιολογήσουν τις αφηγήσεις της Αγίας Γραφής για τα θαύματα ως μύθους, θρύλους ή λαϊκές παραδόσεις, παρά να εξετάσουν το ότι είναι δυνατό να συνέβηκαν αυτά πραγματικά. Αλλά μια τέτοια άποψη είναι προκατειλημμένη και δεν παρέχει κανένα βάσιμο λόγο για να απορρίψει κανείς την Αγία Γραφή ως αληθινή. Η ανώτερη κριτική έχει σοβαρά ψεγάδια και η επίθεσή της κατά της Αγίας Γραφής απέτυχε να αποδείξει ότι η Αγία Γραφή δεν είναι ο Λόγος του Θεού.

Υποστηρίζει η Αρχαιολογία την Αγία Γραφή;

15, 16. Την ύπαρξη ποιου αρχαίου κυβερνήτη που αναφέρεται στην Αγία Γραφή επιβεβαίωσε η αρχαιολογία;

15 Η αρχαιολογία είναι ένας πολύ πιο καλά θεμελιωμένος τομέας μελέτης απ’ ό,τι η ανώτερη κριτική. Οι αρχαιολόγοι, με το να κάνουν ανασκαφές ανάμεσα στα ερείπια πολιτισμών του παρελθόντος, έχουν αυξήσει με πολλούς τρόπους την κατανόηση που έχουμε για το πώς ήταν τα πράγματα στους αρχαίους χρόνους. Γι’ αυτό, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το υπόμνημα της αρχαιολογίας βρίσκεται επανειλημμένα σε αρμονία με τα όσα διαβάζουμε στην Αγία Γραφή. Μερικές φορές, η αρχαιολογία έχει δικαιώσει μάλιστα την Αγία Γραφή κατά των κριτικών της.

16 Για παράδειγμα, σύμφωνα με το βιβλίο του Δανιήλ, ο τελευταίος κυβερνήτης της Βαβυλώνας, πριν την κυριεύσουν οι Πέρσες, λεγόταν Βαλτάσαρ. (Δανιήλ 5:1-30) Επειδή δεν φαινόταν να υπάρχει κάποια μνεία για τον Βαλτάσαρ εκτός της Αγίας Γραφής, διατυπώθηκε η κατηγορία ότι η Αγία Γραφή είχε άδικο και ότι ο άντρας αυτός ποτέ δεν υπήρξε. Αλλά στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ανακαλύφτηκαν σε μερικά ερείπια στο νότιο Ιράκ αρκετοί μικροί κύλινδροι με επιγραφές σε σφηνοειδή γραφή. Αυτοί περιλάμβαναν μια προσευχή για την υγεία του μεγαλύτερου γιου του Ναβονίδη, βασιλιά της Βαβυλώνας. Ποιο ήταν το όνομα αυτού του γιου; Βαλτάσαρ.

17. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι η Αγία Γραφή αποκαλεί τον Βαλτάσαρ βασιλιά, ενώ οι περισσότερες επιγραφές τον αποκαλούν διάδοχο του θρόνου;

17 Υπήρχε λοιπόν κάποιος Βαλτάσαρ! Ωστόσο, ήταν αυτός βασιλιάς όταν έπεσε η Βαβυλώνα; Τα περισσότερα από τα έγγραφα που βρέθηκαν αργότερα αναφέρονται σ’ αυτόν ως το γιο του βασιλιά, το διάδοχο του θρόνου. Αλλά ένα έγγραφο σε σφηνοειδή γραφή που περιγράφεται ως η «Κατά Στίχους Αφήγηση του Ναβονίδη» έριξε περισσότερο φως σχετικά με την πραγματική θέση που κατείχε ο Βαλτάσαρ. Αυτό ανέφερε: «Αυτός [ο Ναβονίδης] ανέθεσε το ‘Στρατόπεδο’ στο μεγαλύτερό του (γιο), τον πρωτότοκο, διέταξε τα στρατεύματα όλης της χώρας να είναι υπό τις (διαταγές) του. Άφησε (τα πάντα), ανέθεσε τη βασιλεία σ’ αυτόν».8 Έτσι η βασιλεία ανατέθηκε στον Βαλτάσαρ. Ασφαλώς, αυτό τον έκανε στην ουσία βασιλιά! * Αυτή η σχέση που υπήρχε ανάμεσα στον Βαλτάσαρ και στον πατέρα του, τον Ναβονίδη, εξηγεί το λόγο για τον οποίο ο Βαλτάσαρ, στη διάρκεια εκείνου του τελευταίου συμπόσιου που έγινε στη Βαβυλώνα, προσφέρθηκε να κάνει τον Δανιήλ τρίτο άρχοντα του βασιλείου. (Δανιήλ 5:16) Αφού ο Ναβονίδης ήταν ο πρώτος άρχοντας, ο ίδιος ο Βαλτάσαρ δεν ήταν παρά ο δεύτερος άρχοντας της Βαβυλώνας.

Άλλες Αποδείξεις που Παρέχουν Υποστήριξη

18. Ποιες πληροφορίες παρέχει η αρχαιολογία για να επιβεβαιώσει την ειρήνη και την ευημερία που προέκυψε από τη βασιλεία του Δαβίδ;

18 Πράγματι, πολλές αρχαιολογικές ανακαλύψεις έχουν αποδείξει την ιστορική ακρίβεια της Αγίας Γραφής. Για παράδειγμα, η Αγία Γραφή αναφέρει ότι αφότου ο Βασιλιάς Σολομών ανέλαβε τη βασιλεία από τον πατέρα του, τον Δαβίδ, ο Ισραήλ απόλαυσε μεγάλη ευημερία. Διαβάζουμε: «Ο Ιούδας και ο Ισραήλ ήσαν πολυάριθμοι ως η άμμος η παρά την θάλασσαν κατά το πλήθος, τρώγοντες και πίνοντες και ευθυμούντες». (1 Βασιλέων 4:20) Προς υποστήριξη αυτής της δήλωσης διαβάζουμε: «Οι αρχαιολογικές αποδείξεις αποκαλύπτουν ότι υπήρχε μια πληθυσμιακή έκρηξη στον Ιούδα στη διάρκεια του δέκατου αιώνα Π.Κ.Χ., καθώς και μετά απ’ αυτόν, όταν η ειρήνη και η ευημερία που έφερε ο Δαβίδ κατέστησε δυνατό να χτιστούν πολλές νέες πόλεις».10

19. Ποιες επιπρόσθετες πληροφορίες παρέχει η αρχαιολογία σχετικά με τον πόλεμο μεταξύ του Ισραήλ και του Μωάβ;

19 Αργότερα, ο Ισραήλ και ο Ιούδας έγιναν δυο έθνη, και ο Ισραήλ κατέκτησε τη γειτονική χώρα του Μωάβ. Κάποτε ο Μωάβ, υπό τον Βασιλιά Μησά, επαναστάτησε, και ο Ισραήλ έκανε συμμαχία με τον Ιούδα και το γειτονικό βασίλειο του Εδώμ για να πολεμήσει εναντίον του Μωάβ. (2 Βασιλέων 3:4-27) Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το 1868 ανακαλύφτηκε στον Ιορδάνη μια στήλη (σκαλιστή λίθινη πλάκα) που είχε επιγραφές στη μωαβιτική γλώσσα και περιείχε την προσωπική αφήγηση του Μησά γι’ αυτή τη σύγκρουση.

20. Τι μας λέει η αρχαιολογία σχετικά με την καταστροφή του Ισραήλ από τους Ασσυρίους;

20 Κατόπιν, το έτος 740 Π.Κ.Χ., ο Θεός επέτρεψε να καταστραφεί το στασιαστικό βόρειο βασίλειο του Ισραήλ από τους Ασσυρίους. (2 Βασιλέων 17:6-18) Η αρχαιολόγος Κάθλιν Κένιον, μιλώντας για την αφήγηση της Αγίας Γραφής σχετικά μ’ αυτό το γεγονός, σχολιάζει: «Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι κάποιο μέρος από αυτή την αφήγηση είναι υπερβολικό». Αλλά είναι; Αυτή προσθέτει: «Οι αρχαιολογικές αποδείξεις για την πτώση του βασιλείου του Ισραήλ είναι σχεδόν πιο ζωντανές από αυτές που παρέχει το Βιβλικό υπόμνημα. . . . Η πλήρης εξολόθρευση της Σαμάρειας και της Ασώρ, δυο ισραηλιτικών πόλεων, καθώς και η καταστροφή της Μεγιδδώ που επακολούθησε, αποτελεί την τεκμηριωμένη αρχαιολογική απόδειξη ότι ο [Βιβλικός] συγγραφέας δεν υπερέβαλε».11

21. Ποιες λεπτομέρειες παρέχει η αρχαιολογία σχετικά με την υποδούλωση του Ιούδα από τους Βαβυλώνιους;

21 Ακόμη αργότερα, η Αγία Γραφή μάς λέει ότι η Ιερουσαλήμ υπό τον Βασιλιά Ιωαχείν πολιορκήθηκε από τους Βαβυλώνιους και ηττήθηκε. Αυτό το γεγονός καταγράφεται στο Βαβυλωνιακό Χρονικό, μια σφηνοειδή πινακίδα που ανακαλύφτηκε από τους αρχαιολόγους. Πάνω σ’ αυτή, διαβάζουμε: «Ο βασιλιάς του Ακκάδ [Βαβυλώνα] . . . πολιόρκησε την πόλη του Ιούδα (ιαχούντου) και ο βασιλιάς κατέλαβε την πόλη τη δεύτερη μέρα του μήνα Αντάρου».12 Τον Ιωαχείν τον πήγαν στη Βαβυλώνα και τον φυλάκισαν. Αλλά αργότερα, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ελευθερώθηκε από τη φυλακή και του δόθηκε κάποιο συσσίτιο. (2 Βασιλέων 24:8-15· 25:27-30) Αυτό υποστηρίζεται από διοικητικά έγγραφα που βρέθηκαν στη Βαβυλώνα, τα οποία αναφέρουν τα συσσίτια που δόθηκαν στον «Γιαουκίν, βασιλιά του Ιούδα».13

22, 23. Γενικά, ποια είναι η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αρχαιολογία και στις ιστορικές αφηγήσεις της Αγίας Γραφής;

22 Αναφορικά με τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αρχαιολογία και στις ιστορικές αφηγήσεις της Αγίας Γραφής, ο Καθηγητής Ντέιβιντ Νόελ Φρίντμαν σχολίασε: «Ωστόσο, η αρχαιολογία έχει γενικά την τάση να υποστηρίζει το ιστορικό κύρος της βιβλικής αφήγησης. Το περιεκτικό χρονολογικό διάγραμμα από τους πατριάρχες μέχρι τα χρόνια της Κ[αινής] Δ[ιαθήκης] συμβαδίζει με τα αρχαιολογικά στοιχεία. . . . Οι μελλοντικές ανακαλύψεις πολύ πιθανόν θα υποστηρίξουν την τωρινή μετριοπαθή θέση ότι η βιβλική παράδοση είναι ιστορικά εδραιωμένη και μεταβιβάστηκε με ακρίβεια, αν και δεν αποτελεί ιστορία με την κριτική ή επιστημονική έννοια».

23 Κατόπιν, αναφορικά με τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι ανώτεροι κριτικοί να αμφισβητήσουν την Αγία Γραφή, αυτός λέει: «Οι απόπειρες που έγιναν για την ανάπλαση της βιβλικής ιστορίας από σύγχρονους λόγιους—π.χ. η άποψη του Βελχάουζεν ότι η εποχή των πατριαρχών ήταν απεικόνιση της διαιρεμένης μοναρχίας· ή η απόρριψη της ιστορικότητας του Μωυσή και της εξόδου, καθώς και η επακόλουθη ανάπλαση της ισραηλιτικής ιστορίας από τον Νοθ και τους ακολούθους του—δεν κατάφεραν να σταθούν απέναντι στα αρχαιολογικά στοιχεία καθώς επίσης και στη βιβλική αφήγηση».14

Η Πτώση της Ιεριχώ

24. Ποιες πληροφορίες μάς δίνει η Αγία Γραφή σχετικά με την πτώση της Ιεριχώ;

24 Μήπως αυτό σημαίνει ότι η αρχαιολογία συμφωνεί με την Αγία Γραφή σε κάθε περίπτωση; Όχι, υπάρχουν αρκετές διαφωνίες. Μια είναι η συγκλονιστική κατάληψη της Ιεριχώ που περιγράφεται στην αρχή αυτού του κεφαλαίου. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η Ιεριχώ ήταν η πρώτη πόλη που κατέκτησε ο Ιησούς του Ναυή καθώς οδηγούσε τους Ισραηλίτες στη γη Χαναάν. Η χρονολογία της Αγίας Γραφής δείχνει ότι η πόλη έπεσε στο πρώτο μέρος του 15ου αιώνα Π.Κ.Χ. Μετά την κατάληψη, η Ιεριχώ πυρπολήθηκε ολοσχερώς και κατόπιν αφέθηκε ακατοίκητη για εκατοντάδες χρόνια.—Ιησούς του Ναυή 6:1-26· 1 Βασιλέων 16:34.

25, 26. Σε ποια δυο διαφορετικά συμπεράσματα έχουν καταλήξει οι αρχαιολόγοι ως αποτέλεσμα των ανασκαφών που έκαναν στην Ιεριχώ;

25 Πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο Καθηγητής Τζον Γκάρστανγκ έκανε ανασκαφές στην τοποθεσία που πιστεύεται ότι βρισκόταν η Ιεριχώ. Αυτός ανακάλυψε ότι η πόλη ήταν πολύ αρχαία και ότι είχε καταστραφεί και ξαναχτιστεί πολλές φορές. Ο Γκάρστανγκ διαπίστωσε ότι σε μια από αυτές τις καταστροφές, τα τείχη έπεσαν σαν από σεισμό, και η πόλη πυρπολήθηκε ολοσχερώς. Ο Γκάρστανγκ πίστευε ότι αυτό συνέβηκε το 1400 Π.Κ.Χ. περίπου, όχι και πολύ μακριά από τη χρονολογία που υποδεικνύει η Αγία Γραφή για την καταστροφή της Ιεριχώ από τον Ιησού του Ναυή.15

26 Μετά τον πόλεμο, μια άλλη αρχαιολόγος, η Κάθλιν Κένιον, έκανε επιπρόσθετες ανασκαφές στην Ιεριχώ. Αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα σωριασμένα τείχη που είχε ανακαλύψει ο Γκάρστανγκ χρονολογούνταν εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα από ό,τι πίστευε εκείνος. Αυτή ανακάλυψε πράγματι μια μεγάλη καταστροφή της Ιεριχώ κατά τον 16ο αιώνα Π.Κ.Χ., αλλά είπε ότι δεν υπήρχε καμιά πόλη στην τοποθεσία της Ιεριχώ στη διάρκεια του 15ου αιώνα—τότε που η Αγία Γραφή λέει ότι ο Ιησούς του Ναυή εισέβαλε στη γη. Στη συνέχεια αυτή αναφέρει πιθανές ενδείξεις μιας άλλης καταστροφής που θα μπορούσε να είχε συμβεί σ’ εκείνη την τοποθεσία το 1325 Π.Κ.Χ. και εισηγείται την άποψη: «Αν η καταστροφή της Ιεριχώ πρόκειται να συνδεθεί με κάποια εισβολή υπό τον Ιησού του Ναυή, αυτή [η τελευταία] είναι η χρονολογία που υποδεικνύει η αρχαιολογία».16

27. Γιατί δεν θα πρέπει να μας αναστατώνουν χωρίς λόγο οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην αρχαιολογία και στην Αγία Γραφή;

27 Μήπως αυτό σημαίνει ότι η Αγία Γραφή κάνει λάθος; Καθόλου. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ενώ η αρχαιολογία μάς δίνει μια εικόνα του παρελθόντος, αυτή δεν είναι πάντοτε μια ξεκάθαρη εικόνα. Μερικές φορές είναι αρκετά θολή. Όπως παρατήρησε κάποιος σχολιαστής: «Οι αρχαιολογικές αποδείξεις είναι, δυστυχώς, ελλιπείς και συνεπώς περιορισμένες».17 Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για τις πρώτες περιόδους της ισραηλιτικής ιστορίας, για τις οποίες οι αρχαιολογικές αποδείξεις δεν είναι ξεκάθαρες. Πράγματι, οι αποδείξεις είναι πολύ λιγότερο ξεκάθαρες σε ό,τι αφορά την Ιεριχώ, επειδή η τοποθεσία έχει διαβρωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Οι Περιορισμοί της Αρχαιολογίας

28, 29. Ποιοι είναι μερικοί περιορισμοί της αρχαιολογίας που έχουν παραδεχτεί οι λόγιοι;

28 Οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι παραδέχονται τους περιορισμούς της επιστήμης τους. Για παράδειγμα, ο Γιοχάναν Αχαρόνι εξηγεί: «Όταν πρόκειται για ιστορική ή ιστορικογεωγραφική ερμηνεία, ο αρχαιολόγος ξεφεύγει από τον τομέα των θετικών επιστημών και πρέπει να στηρίζεται σε αξιολογικές κρίσεις και σε υποθέσεις για να καταλήξει σε μια περιεκτική ιστορική εικόνα».18 Σχετικά με τις χρονολογίες που αποδίδονται στις διάφορες ανακαλύψεις, προσθέτει: «Επομένως, πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε ότι δεν είναι όλες οι χρονολογίες απόλυτες και ότι είναι, άλλες λίγο άλλες πολύ, αμφίβολες», μολονότι πιστεύει ότι οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι μπορούν να είναι περισσότερο βέβαιοι για τη χρονολόγηση που κάνουν από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν.19

29 Το βιβλίο The World of the Old Testament (Ο Κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης) κάνει την ερώτηση: «Πόσο αντικειμενική ή αληθινά επιστημονική είναι η αρχαιολογική μέθοδος;» Απαντάει: «Οι αρχαιολόγοι είναι πιο αντικειμενικοί όταν φέρνουν τα γεγονότα στο φως παρά όταν τα ερμηνεύουν. Αλλά οι ανθρώπινες προκαταλήψεις τους επηρεάζουν επίσης και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να κάνουν το ‘σκάψιμο’. Αυτοί αναπόφευκτα καταστρέφουν τις αποδείξεις τους καθώς σκάβουν τα στρώματα της γης, έτσι δεν μπορούν ποτέ να δοκιμάσουν το ‘πείραμά’ τους με το να το επαναλάβουν. Αυτό καθιστά την αρχαιολογία μοναδική ανάμεσα στις επιστήμες. Επιπλέον, καθιστά την εξαγωγή αρχαιολογικών πορισμάτων έργο πολύ απαιτητικό και γεμάτο παγίδες».20

30. Πώς θεωρούν την αρχαιολογία οι μελετητές της Αγίας Γραφής;

30 Έτσι η αρχαιολογία μπορεί να είναι πολύ υποβοηθητική, αλλά όπως και κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, υπόκειται σε λάθη. Ενώ εξετάζουμε τις αρχαιολογικές θεωρίες με ενδιαφέρον, δεν θα πρέπει ποτέ να τις θεωρούμε ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Αν οι αρχαιολόγοι ερμηνεύουν τα ευρήματά τους με τρόπο που αντιφάσκει με την Αγία Γραφή, δεν θα πρέπει αυτόματα να υποθέσουμε ότι η Αγία Γραφή έχει άδικο και οι αρχαιολόγοι δίκιο. Έχει συμβεί να αλλάζουν οι ερμηνείες που δίνουν.

31. Ποια νέα εισήγηση έχει προταθεί πρόσφατα σχετικά με την πτώση της Ιεριχώ;

31 Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το 1981 ο Καθηγητής Τζον Τζ. Μπίμσον εξέτασε και πάλι την καταστροφή της Ιεριχώ. Μελέτησε προσεκτικά την πύρινη καταστροφή της Ιεριχώ, που έλαβε χώρα—σύμφωνα με την Κάθλιν Κένιον—στα μέσα του 16ου αιώνα Π.Κ.Χ. Σύμφωνα μ’ αυτόν, αυτή η καταστροφή όχι μόνο ταιριάζει πραγματικά με την αφήγηση της Αγίας Γραφής για την καταστροφή της πόλης από τον Ιησού του Ναυή, αλλά και η αρχαιολογική εικόνα της Χαναάν ως σύνολο ταιριάζει απόλυτα με την περιγραφή που κάνει η Αγία Γραφή για τη Χαναάν τον καιρό που εισέβαλαν οι Ισραηλίτες. Γι’ αυτό, υποστηρίζει ότι η αρχαιολογική χρονολόγηση είναι εσφαλμένη και λέει ότι αυτή η καταστροφή στην πραγματικότητα συνέβηκε στα μέσα του 15ου αιώνα Π.Κ.Χ., στη διάρκεια της ζωής του Ιησού του Ναυή.21

Η Αγία Γραφή Αποτελεί Γνήσια Ιστορία

32. Ποια τάση έχει παρατηρηθεί ανάμεσα σε μερικούς λόγιους;

32 Αυτό εξηγεί με παραστατικό τρόπο το γεγονός ότι οι αρχαιολόγοι συχνά διαφωνούν μεταξύ τους. Δεν είναι, λοιπόν, εκπληκτικό το ότι μερικοί διαφωνούν με την Αγία Γραφή ενώ άλλοι συμφωνούν μαζί της. Παρ’ όλα αυτά, μερικοί λόγιοι φτάνουν στο σημείο να σεβαστούν την ιστορικότητα της Αγίας Γραφής σε γενικές γραμμές, αν όχι σε κάθε λεπτομέρεια. Ο Ουίλιαμ Φόξγουελ Όλμπραϊτ εκπροσωπούσε μια συγκεκριμένη σχολή όταν έγραψε: «Έχει σημειωθεί γενική επιστροφή στην εκδήλωση εκτίμησης για την ακρίβεια της θρησκευτικής ιστορίας του Ισραήλ, τόσο σε γενικές γραμμές όσο και σε τεκμηριωμένες λεπτομέρειες. . . . Για να συνοψίσουμε, τώρα μπορούμε και πάλι να μεταχειριζόμαστε την Αγία Γραφή από την αρχή μέχρι το τέλος ως ένα αυθεντικό σύγγραμμα θρησκευτικής ιστορίας».22

33, 34. Πώς παρέχουν αποδείξεις οι ίδιες οι Εβραϊκές Γραφές για το ότι είναι ιστορικά ακριβείς;

33 Στην πραγματικότητα, η Αγία Γραφή φέρει από μόνη της τη σφραγίδα της ακριβούς ιστορίας. Τα γεγονότα συνδέονται με συγκεκριμένους καιρούς και ημερομηνίες, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τους περισσότερους αρχαίους μύθους και θρύλους. Πολλά γεγονότα που καταγράφονται στην Αγία Γραφή υποστηρίζονται από επιγραφές, οι οποίες χρονολογούνται από εκείνους τους καιρούς. Εκεί όπου υπάρχει κάποια διαφωνία ανάμεσα στην Αγία Γραφή και σε κάποια αρχαία επιγραφή, η διαφορά μπορεί συχνά να αποδοθεί στην απέχθεια που είχαν οι αρχαίοι άρχοντες να καταγράφουν τις ήττες τους και στην επιθυμία τους να μεγαλοποιούν τις επιτυχίες τους.

34 Πράγματι, πολλές από εκείνες τις αρχαίες επιγραφές είναι μάλλον επίσημη προπαγάνδα παρά ιστορία. Αντίθετα, οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής εκδηλώνουν ασυνήθιστη ειλικρίνεια. Οι εξέχουσες προπατορικές προσωπικότητες, όπως ο Μωυσής και ο Ααρών, αποκαλύπτονται με όλα τους τα αδύνατα και τα δυνατά σημεία. Ακόμη και οι αποτυχίες του μεγάλου βασιλιά Δαβίδ αποκαλύπτονται έντιμα. Τα ελαττώματα του έθνους ως σύνολο εκθέτονται επανειλημμένα. Αυτή η ευθύτητα συστήνει τις Εβραϊκές Γραφές ως αληθινές και αξιόπιστες και δίνει βαρύτητα στα λόγια του Ιησού, ο οποίος, όταν προσευχόταν στον Θεό, είπε: «Ο λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια».—Ιωάννης 17:17.

35. Τι έχουν αποτύχει να κάνουν οι ορθολογιστές διανοούμενοι, και σε τι αποβλέπουν οι μελετητές της Αγίας Γραφής για να αποδείξουν τη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής;

35 Ο Όλμπραϊτ συνέχισε λέγοντας: «Όπως και να έχουν τα πράγματα, η Αγία Γραφή υπερέχει σε περιεχόμενο πάνω από όλη την αρχαία θρησκευτική λογοτεχνία· και υπερέχει το ίδιο εντυπωσιακά πάνω από όλη τη μεταγενέστερη λογοτεχνία σε ό,τι αφορά την άμεση απλότητα του αγγέλματός της και στην καθολικότητα [πλήρη έκταση] της έλξης που ασκεί σε ανθρώπους όλων των χωρών και των εποχών».23 Εκείνο που αποδεικνύει τη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής είναι μάλλον αυτό το ‘άγγελμα που υπερέχει’ παρά οι μαρτυρίες των λόγιων, όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια. Αλλά ας σημειώσουμε εδώ ότι οι σύγχρονοι ορθολογιστές διανοούμενοι έχουν αποτύχει να αποδείξουν ότι οι Εβραϊκές Γραφές δεν αποτελούν αληθινή ιστορία, ενώ αυτά τα συγγράμματα παρέχουν από μόνα τους κάθε απόδειξη για το γεγονός ότι είναι ακριβή. Μπορεί να λεχτεί το ίδιο για τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, την «Καινή Διαθήκη»; Αυτό θα το εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.

[Υποσημειώσεις]

^ παρ. 2 «Ανώτερη κριτική» (ή «η μέθοδος της ιστορικής κριτικής») είναι ένας όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μελέτη της Αγίας Γραφής που γίνεται με σκοπό να διαπιστωθούν λεπτομέρειες όπως το ποιος είναι ο συγγραφέας, ποια η πηγή ύλης και πότε συντάχτηκε το κάθε βιβλίο.

^ παρ. 8 Για παράδειγμα, ο Άγγλος ποιητής Τζον Μίλτον έγραψε το επιβλητικό επικό του ποίημα «Ο Χαμένος Παράδεισος» χρησιμοποιώντας πολύ διαφορετικό ύφος από το ποίημά του «Ο Εύθυμος». Και τις πολιτικές του πραγματείες τις έγραψε χρησιμοποιώντας ακόμη πιο διαφορετικό ύφος.

^ παρ. 14 Οι περισσότεροι διανοούμενοι σήμερα έχουν την τάση να είναι ορθολογιστές. Σύμφωνα μ’ ένα λεξικό, ορθολογισμός σημαίνει «εμπιστοσύνη στη λογική ως τη βάση για την καθιέρωση της θρησκευτικής αλήθειας». Οι ορθολογιστές προσπαθούν να εξηγήσουν το καθετί με ανθρώπινους όρους μάλλον παρά να λάβουν υπόψη τους ότι οι θεϊκές ενέργειες είναι πιθανές.

^ παρ. 17 Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι το άγαλμα ενός αρχαίου άρχοντα που βρέθηκε στη βόρεια Συρία στη δεκαετία του 1970 έδειξε ότι δεν ήταν άγνωστο για έναν άρχοντα να αποκαλείται βασιλιάς ενώ, στην κυριολεξία, είχε κατώτερο τίτλο. Το άγαλμα ανήκε σε κάποιον άρχοντα της Γκοζάν και είχε επιγραφές στην ασσυριακή και στην αραμαϊκή. Η ασσυριακή επιγραφή αποκαλεί τον άντρα κυβερνήτη της Γκοζάν, αλλά η παράλληλη αραμαϊκή επιγραφή τον αποκαλεί βασιλιά.9 Έτσι δεν θα ήταν πρωτοφανές να αποκαλείται ο Βαλτάσαρ διάδοχος του θρόνου στις επίσημες βαβυλωνιακές επιγραφές ενώ το αραμαϊκό σύγγραμμα του Δανιήλ να τον αποκαλεί βασιλιά.

[Ερωτήσεις Μελέτης]

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 53]

Ανόμοια με τις αρχαίες κοσμικές ιστορίες, η Αγία Γραφή καταγράφει με ειλικρίνεια τις ανθρώπινες αποτυχίες αξιοσέβαστων προσωπικοτήτων όπως ο Μωυσής και ο Δαβίδ

[Πλαίσιο στη σελίδα 44]

Η Αξία της Αρχαιολογίας

«Η αρχαιολογία παρέχει δείγματα από αρχαία εργαλεία και σκεύη, τείχη και κτίρια, όπλα και στολίδια. Τα περισσότερα από αυτά μπορούν να ταξινομηθούν χρονολογικά και να προσδιοριστούν με ασφάλεια χρησιμοποιώντας κατάλληλους όρους και συμφραζόμενα που περιέχονται στην Αγία Γραφή. Μ’ αυτή την έννοια, η Αγία Γραφή διατηρεί με ακρίβεια σε γραπτή μορφή το αρχαίο της πολιτιστικό περιβάλλον. Οι λεπτομέρειες των ιστοριών της Αγίας Γραφής δεν είναι τα προϊόντα της εφευρετικής φαντασίας ενός συγγραφέα, αλλά μάλλον είναι αυθεντικές απεικονίσεις του κόσμου στον οποίο συνέβηκαν τα αναγραφόμενα γεγονότα, από τα συνηθισμένα ως τα θαυματουργικά».—The Archaeological Encyclopedia of the Holy Land (Η Αρχαιολογική Εγκυκλοπαίδεια των Άγιων Τόπων).

[Πλαίσιο στη σελίδα 50]

Τι Μπορεί και τι Δεν Μπορεί να Κάνει η Αρχαιολογία

«Η αρχαιολογία δεν αποδεικνύει ούτε αναιρεί την Αγία Γραφή με αναμφισβήτητο τρόπο, αλλά εξυπηρετεί άλλους σκοπούς, αρκετά σπουδαίους. Αυτή αποκαθιστά σε κάποιο βαθμό τον υλικό κόσμο που προϋποθέτει η Αγία Γραφή. Το να γνωρίζουμε, δηλαδή, το υλικό από το οποίο χτίστηκε ένα σπίτι ή με τι έμοιαζε ένας ‘υψηλός τόπος’ αυξάνει πολύ την κατανόηση που έχουμε για το κείμενο. Δεύτερον, συμπληρώνει το ιστορικό αρχείο. Για παράδειγμα, η Μωαβιτική Λίθος δίνει την άλλη πλευρά της ιστορίας που αναφέρεται στα εδάφια 2 Βασιλέων 3:4 και μετά. . . . Τρίτον, αποκαλύπτει τη ζωή και τη σκέψη των γειτόνων του αρχαίου Ισραήλ—η οποία έχει ενδιαφέρον από μόνη της και η οποία διαφωτίζει τον κόσμο των ιδεών στον οποίο αναπτύχτηκε η σκέψη του αρχαίου Ισραήλ».—Ebla—A Revelation in Archaeology (Έμπλα—Μια Αποκάλυψη στην Αρχαιολογία).

[Εικόνα στη σελίδα 41]

Ο Μίλτον δεν χρησιμοποίησε ένα μόνο ύφος συγγραφής, αλλά διάφορα. Μήπως πιστεύουν οι ανώτεροι κριτικοί ότι το έργο του είναι προϊόν πολλών διαφορετικών συγγραφέων;

[Εικόνα στη σελίδα 45]

Η «Κατά Στίχους Αφήγηση του Ναβονίδη» αναφέρει ότι ο Ναβονίδης ανέθεσε τη βασιλεία στον πρωτότοκό του

[Εικόνα στη σελίδα 46]

Η Μωαβιτική Λίθος παρέχει την αφήγηση του Βασιλιά Μησά για τη σύγκρουση μεταξύ του Μωάβ και του Ισραήλ

[Εικόνα στη σελίδα 47]

Τα επίσημα βαβυλωνιακά αρχεία υποστηρίζουν την αφήγηση της Αγίας Γραφής σχετικά με την πτώση της Ιερουσαλήμ