Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Η «Καινή Διαθήκη»—Ιστορία ή Μύθος;

Η «Καινή Διαθήκη»—Ιστορία ή Μύθος;

Κεφάλαιο 5

Η «Καινή Διαθήκη»—Ιστορία ή Μύθος;

«Σήμερα, η Καινή Διαθήκη μπορεί να περιγραφτεί ως το βιβλίο που έχει ερευνηθεί καλύτερα από κάθε άλλο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας». Τα λόγια αυτά τα είπε ο Χανς Κουνγκ στο βιβλίο του «On Being a Christian (Το να Είναι Κανείς Χριστιανός)». Και είχε δίκιο. Στα περασμένα 300 χρόνια, οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές δεν έχουν απλώς και μόνο ερευνηθεί. Έχουν εξεταστεί πιο εξονυχιστικά και αναλυθεί πιο λεπτομερώς από οποιαδήποτε άλλα συγγράμματα.

1, 2. (Συμπεριλάβετε τον πρόλογο.) (α) Σε ποια μεταχείριση έχουν υποβληθεί οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές στα περασμένα 300 χρόνια; (β) Σε ποια παράξενα συμπεράσματα έχουν καταλήξει μερικοί ερευνητές;

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ στα οποία κατέληξαν μερικοί ερευνητές υπήρξαν παράδοξα. Το 19ο αιώνα, ο Λούντβιγκ Νόακ από τη Γερμανία συμπέρανε ότι το Ευαγγέλιο του Ιωάννη το έγραψε το 60 Κ.Χ. ο αγαπημένος μαθητής—ο οποίος, σύμφωνα με τον Νόακ, ήταν ο Ιούδας! Ο Γάλλος Ζοζέφ Ερνέστ Ρενάν εισηγήθηκε την άποψη ότι η ανάσταση του Λάζαρου ήταν πιθανότατα μια απάτη που τη διευθέτησε ο ίδιος ο Λάζαρος για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του Ιησού ότι ήταν θαυματοποιός, ενώ ο Γερμανός θεολόγος Γκούσταβ Φόλκμαρ ισχυρίστηκε επίμονα ότι ο Ιησούς ως ιστορικό πρόσωπο δεν είναι δυνατόν να πρόβαλε Μεσσιανικούς ισχυρισμούς.1

2 Από την άλλη πλευρά, ο Μπρούνο Μπάουερ αποφάνθηκε ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ! «Αυτός ισχυρίστηκε ότι οι πραγματικές δημιουργικές δυνάμεις της πρώτης Χριστιανοσύνης ήταν ο Φίλωνας, ο Σενέκας και οι Γνωστικοί. Στο τέλος διακήρυξε ότι ποτέ δεν υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο ο Ιησούς . . . ότι η γέννηση της Χριστιανικής θρησκείας συνέβηκε στα τέλη του δεύτερου αιώνα και προήλθε από κάποιο είδος Ιουδαϊσμού, στο οποίο είχε κυριαρχήσει ο Στωικισμός».2

3. Ποια γνώμη εξακολουθούν να διακρατούν πολλοί σχετικά με την Αγία Γραφή;

3 Σήμερα, λίγοι διακρατούν τέτοιες ακραίες απόψεις. Αλλά αν διαβάσετε τα έργα σύγχρονων λόγιων, θα διαπιστώσετε ότι πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν πως οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές περιέχουν θρύλους, μύθους και υπερβολές. Αληθεύει αυτό;

Πότε Γράφτηκαν;

4. (α) Γιατί έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζουμε πότε γράφτηκαν τα βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών; (β) Ποιες είναι μερικές γνώμες σχετικά με το χρόνο συγγραφής των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών;

4 Απαιτείται χρόνος για να αναπτυχτούν οι μύθοι και οι θρύλοι. Γι’ αυτό, έχει μεγάλη σημασία το ερώτημα: Πότε γράφτηκαν αυτά τα βιβλία; Ένας ιστορικός, ο Μάικλ Γκραντ, λέει ότι τα ιστορικά συγγράμματα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών άρχισαν να συντάσσονται «τριάντα ή σαράντα χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού».4 Ο Βιβλικός αρχαιολόγος Ουίλιαμ Φόξγουελ Όλμπραϊτ παρέθεσε τον Κ. Κ. Τόρεϊ, ο οποίος συμπέρανε «ότι όλα τα Ευαγγέλια γράφτηκαν πριν το 70 μ.Χ. και ότι δεν υπάρχει τίποτε σ’ αυτά που δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί μέσα σε είκοσι χρόνια από τη Σταύρωση». Η προσωπική γνώμη του Όλμπραϊτ ήταν ότι η συγγραφή τους ολοκληρώθηκε «το πολύ μέχρι το 80 μ.Χ. περίπου». Άλλοι παρουσιάζονται με κάπως διαφορετικούς υπολογισμούς, αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η συγγραφή της «Καινής Διαθήκης» είχε ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του πρώτου αιώνα.

5, 6. Τι θα πρέπει να συμπεράνουμε από το γεγονός ότι οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές δεν γράφτηκαν πολύ καιρό μετά τα γεγονότα που καταγράφουν;

5 Τι σημαίνει αυτό; Ο Όλμπραϊτ συμπεραίνει: «Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι μια περίοδος μεταξύ είκοσι και πενήντα χρόνων είναι πολύ μικρή για να μπορέσει να γίνει οποιαδήποτε υπολογίσιμη αλλοίωση του ουσιαστικού περιεχόμενου και μάλιστα της συγκεκριμένης διατύπωσης των λόγων του Ιησού».5 Ο Καθηγητής Γκάρι Χάμπερμας προσθέτει: «Τα Ευαγγέλια είναι πολύ κοντά στη χρονική περίοδο που καταγράφουν, ενώ οι αρχαίες ιστορίες συχνά περιγράφουν γεγονότα που συνέβηκαν αιώνες νωρίτερα. Ωστόσο, οι σύγχρονοι ιστορικοί μπορούν να αντλούν με επιτυχία τα γεγονότα ακόμη και από αυτές τις αρχαίες χρονικές περιόδους».6

6 Με άλλα λόγια, τα ιστορικά μέρη των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών αξίζουν τουλάχιστον τόση εμπιστοσύνη όση και οι κοσμικές ιστορίες. Ασφαλώς, στις λίγες δεκαετίες που μεσολάβησαν από τότε που συνέβηκαν τα γεγονότα της πρώτης Χριστιανοσύνης μέχρι τον καιρό που καταγράφτηκαν, δεν υπήρχε χρόνος να αναπτυχτούν μύθοι και θρύλοι και να γίνουν αποδεκτοί από όλους.

Μαρτυρίες Από Αυτόπτες Μάρτυρες

7, 8. (α) Ποιοι ήταν ακόμη ζωντανοί ενώ γράφονταν και διαδίδονταν οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές; (β) Τι πρέπει να συμπεράνουμε σε αρμονία με το σχόλιο που έκανε ο Καθηγητής Φ. Φ. Μπρους;

7 Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι πολλές από τις αφηγήσεις αναφέρονται σε μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες. Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Ιωάννη είπε: «Ούτος είναι ο μαθητής [ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς] ο μαρτυρών περί τούτων και γράψας ταύτα». (Ιωάννης 21:24) Ο συγγραφέας του βιβλίου του Λουκά λέει ότι αυτά τα πράγματα τα «παρέδοσαν εις ημάς οι απ’ αρχής γενόμενοι αυτόπται [μάρτυρες, ΜΝΚ] και υπηρέται του λόγου». (Λουκάς 1:2) Ο απόστολος Παύλος, μιλώντας για εκείνους που ήταν αυτόπτες μάρτυρες της ανάστασης του Ιησού, είπε: «Οι πλειότεροι [από αυτούς] μένουσιν έως τώρα, τινές δε και εκοιμήθησαν».—1 Κορινθίους 15:6.

8 Σε σχέση μ’ αυτά, ο Καθηγητής Φ. Φ. Μπρους κάνει μια οξυδερκή παρατήρηση: «Με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να ήταν τόσο εύκολο όσο φαίνεται να νομίζουν μερικοί συγγραφείς, το να επινοήσει κανείς λόγια και έργα του Ιησού σ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια, τη στιγμή που υπήρχαν ολόγυρα τόσοι πολλοί από τους μαθητές Του, οι οποίοι μπορούσαν να θυμηθούν τι είχε και τι δεν είχε συμβεί. . . . Δεν θα συνέφερε τους μαθητές να διακινδυνεύσουν ανακρίβειες (για να μη μιλήσουμε για εκούσια παραποίηση των γεγονότων), τις οποίες θα ξεσκέπαζαν αμέσως εκείνοι που θα ήταν πολύ πρόθυμοι να το κάνουν αυτό. Αντίθετα, ένα από τα ισχυρά σημεία που υπάρχουν στο αρχικό αποστολικό κήρυγμα είναι η γεμάτη πεποίθηση έκκληση στη γνώση που κατείχαν οι ακροατές· όχι μόνο έλεγαν ‘Εμείς είμαστε μάρτυρες γι’ αυτά τα πράγματα’, αλλά επίσης ‘καθώς και σεις εξεύρετε’ (Πράξεις 2:22)».7

Είναι το Κείμενο Αξιόπιστο;

9, 10. Σε ό,τι αφορά τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, για ποιο πράγμα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι;

9 Είναι δυνατόν να καταγράφτηκαν με ακρίβεια αυτές οι μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες, αλλά να αλλοιώθηκαν αργότερα; Με άλλα λόγια, μήπως εισάχθηκαν μύθοι και θρύλοι αφού ολοκληρώθηκε η αρχική συγγραφή; Έχουμε ήδη δει ότι το κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών είναι σε καλύτερη κατάσταση από οποιοδήποτε άλλο αρχαίο σύγγραμμα. Ο Κουρτ και η Μπάρμπαρα Άλαντ, λόγιοι του ελληνικού κειμένου της Αγίας Γραφής, απαριθμούν σχεδόν 5.000 χειρόγραφα που έχουν επιζήσει από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μερικά μάλιστα από το δεύτερο αιώνα μ.Χ.8 Η γενική μαρτυρία που δίνει αυτή η σωρεία των αποδείξεων είναι ότι το κείμενο είναι ουσιαστικά ορθό. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές αρχαίες μεταφράσεις—η πιο παλιά από τις οποίες χρονολογείται γύρω στο έτος 180 μ.Χ.—που βοηθούν στο να αποδειχτεί ότι το κείμενο είναι ακριβές.9

10 Έτσι, όπως και να το πάρουμε, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι δεν διείσδυσαν θρύλοι και μύθοι στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές αφότου τελείωσαν το έργο τους οι αρχικοί συγγραφείς. Το κείμενο που έχουμε είναι στην ουσία το ίδιο μ’ εκείνο που έγραψαν οι αρχικοί συγγραφείς, και η ακρίβειά του επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι Χριστιανοί εκείνης της εποχής το αποδέχτηκαν. Μπορούμε, λοιπόν, να ελέγξουμε την ιστορικότητα της Αγίας Γραφής συγκρίνοντάς την με άλλες αρχαίες ιστορίες; Σε κάποιο βαθμό, ναι.

Οι Έγγραφες Αποδείξεις

11. Σε ποιο βαθμό υποστηρίζουν τις ιστορικές αφηγήσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών οι εξωτερικές έγγραφες αποδείξεις;

11 Πράγματι, αν εξαιρέσουμε την Αγία Γραφή, οι έγγραφες αποδείξεις για γεγονότα που συνέβηκαν στη ζωή του Ιησού και των αποστόλων του είναι πολύ περιορισμένες. Αυτό έπρεπε να αναμένεται, αφού τον πρώτο αιώνα, οι Χριστιανοί αποτελούσαν μια σχετικά μικρή ομάδα που δεν ανακατευόταν στην πολιτική. Αλλά οι αποδείξεις που παρέχει η κοσμική ιστορία συμφωνούν με τα όσα διαβάζουμε στην Αγία Γραφή.

12. Τι μας λέει ο Ιώσηπος σχετικά με τον Ιωάννη τον Βαφτιστή;

12 Για παράδειγμα, ύστερα από μια συντριπτική στρατιωτική ήττα που υπέστη ο Ηρώδης Αντύπας, ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος, γράφοντας το 93 μ.Χ., είπε: «Για μερικούς από τους Ιουδαίους η καταστροφή του στρατού του Ηρώδη φάνηκε ότι ήταν θεϊκή εκδίκηση, και ασφαλώς μια δίκαιη εκδίκηση, για την από μέρους του μεταχείριση του Ιωάννη, που ονομαζόταν ο Βαφτιστής. Κι αυτό επειδή ο Ηρώδης τον είχε θανατώσει, μολονότι ήταν καλός άνθρωπος και είχε προτρέψει τους Ιουδαίους να διάγουν δίκαιη ζωή, να πράττουν δικαιοσύνη απέναντι στους συνανθρώπους τους και να είναι ευσεβείς απέναντι στον Θεό».10 Έτσι ο Ιώσηπος επιβεβαιώνει την αφήγηση της Αγίας Γραφής, που λέει ότι ο Ιωάννης ο Βαφτιστής ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος ο οποίος κήρυττε μετάνοια και ο οποίος εκτελέστηκε από τον Ηρώδη.—Ματθαίος 3:1-12· 14:11.

13. Πώς υποστηρίζει ο Ιώσηπος την ιστορικότητα του Ιακώβου και του ίδιου του Ιησού;

13 Ο Ιώσηπος μνημονεύει επίσης τον Ιάκωβο, τον ετεροθαλή αδελφό του Ιησού, ο οποίος, όπως μας λέει η Αγία Γραφή, δεν ακολούθησε αρχικά τον Ιησού, αλλά αργότερα έγινε εξέχων πρεσβύτερος στην Ιερουσαλήμ. (Ιωάννης 7:3-5· Γαλάτας 1:18, 19) Αυτός τεκμηριώνει τη σύλληψη του Ιακώβου με τα εξής λόγια: «[Ο αρχιερέας Άννας] συγκάλεσε τους δικαστές του Σάνχεδριν και έφερε μπροστά τους κάποιον άντρα που ονομαζόταν Ιάκωβος, έναν αδελφό του Ιησού ο οποίος αποκαλούνταν ο Χριστός, και μερικούς άλλους».11 Γράφοντας αυτά τα λόγια, ο Ιώσηπος παρέχει επιπρόσθετη επιβεβαίωση ότι ‘ο Ιησούς ο οποίος αποκαλούνταν ο Χριστός’ ήταν πραγματικό, ιστορικό πρόσωπο.

14, 15. Ποια υποστήριξη για το Βιβλικό υπόμνημα παρέχει ο Τάκιτος;

14 Κι άλλοι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται επίσης σε πράγματα που μνημονεύονται στις Ελληνικές Γραφές. Για παράδειγμα, τα Ευαγγέλια μάς λένε ότι το κήρυγμα που έκανε ο Ιησούς ολόγυρα στην Παλαιστίνη βρήκε πλατιά ανταπόκριση. Όταν τον καταδίκασε σε θάνατο ο Πόντιος Πιλάτος, οι ακόλουθοί του αναστατώθηκαν και αποκαρδιώθηκαν. Σύντομα μετά από αυτό, αυτοί οι ίδιοι μαθητές γέμισαν θαρραλέα την Ιερουσαλήμ με το άγγελμα ότι ο Κύριός τους είχε αναστηθεί. Σε λίγα χρόνια, η Χριστιανοσύνη είχε διαδοθεί σ’ ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.—Ματθαίος 4:25· 26:31· 27:24-26· Πράξεις 2:23, 24, 36· 5:28· 17:6.

15 Το ότι αυτό είναι αλήθεια πιστοποιείται από το Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο, ο οποίος κάθε άλλο παρά φίλος της Χριστιανοσύνης ήταν. Γράφοντας λίγο μετά το 100 μ.Χ., αυτός μιλάει για τον αμείλικτο διωγμό των Χριστιανών από τον Νέρωνα και προσθέτει: «Ο Χριστός, ο θεμελιωτής του ονόματος, είχε υποστεί τη θανατική ποινή στη διάρκεια της βασιλείας του Τιβέριου, με καταδίκη του επίτροπου Πόντιου Πιλάτου, κι έτσι αυτή η ολέθρια δεισιδαιμονία τέθηκε προσωρινά υπό έλεγχο, απλώς και μόνο για να ξεσπάσει για άλλη μια φορά, όχι μόνο στην Ιουδαία, την εστία της αρρώστιας, αλλά και στην ίδια την πρωτεύουσα [τη Ρώμη]».12

16. Ποιο ιστορικό γεγονός που αναφέρεται στην Αγία Γραφή αναφέρεται επίσης και από τον Σουητώνιο;

16 Στο εδάφιο Πράξεις 18:2 ο Βιβλικός συγγραφέας αναφέρεται στο γεγονός ότι «ο [Ρωμαίος αυτοκράτορας] Κλαύδιος είχε διατάξει να αναχωρήσωσι πάντες οι Ιουδαίοι εκ της Ρώμης». Ο Ρωμαίος ιστορικός του δεύτερου αιώνα Σουητώνιος, αναφέρεται κι αυτός επίσης σ’ αυτή την απέλαση. Στο έργο του The Deified Claudius (Ο Θεοποιημένος Κλαύδιος), ο ιστορικός λέει: «Επειδή οι Ιουδαίοι δημιουργούσαν συνέχεια αναταραχές με την υποκίνηση του Κρέστους, αυτός [ο Κλαύδιος] τους απέλασε από τη Ρώμη».13 Αν ο Κρέστους που αναφέρεται εδώ εννοεί τον Ιησού Χριστό και αν τα γεγονότα τα οποία συνέβαιναν στη Ρώμη ακολουθούσαν το υπόδειγμα των άλλων πόλεων, τότε οι οχλαγωγίες δεν γίνονταν στην πραγματικότητα με την υποκίνηση του Χριστού (δηλαδή, των ακολούθων του Χριστού). Μάλλον, ήταν η βίαιη ανταπόκριση των Ιουδαίων στο πιστό έργο κηρύγματος που έκαναν οι Χριστιανοί.

17. Ποιες πηγές, που ήταν διαθέσιμες στον Ιουστίνο το Μάρτυρα το δεύτερο αιώνα, υποστήριζαν την αφήγηση της Αγίας Γραφής για τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς και για το θάνατό του;

17 Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, γράφοντας στα μέσα του δεύτερου αιώνα, έγραψε αναφορικά με το θάνατο του Ιησού: «Το ότι αυτά τα πράγματα συνέβηκαν πραγματικά, μπορείτε να το εξακριβώσετε από τις Πράξεις του Πόντιου Πιλάτου».14 Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ιουστίνο το Μάρτυρα, αυτά τα ίδια αρχεία αναφέρονται και στα θαύματα που έκανε ο Ιησούς, σχετικά με τα οποία ο ίδιος λέει: «Το ότι Αυτός έκανε εκείνα τα πράγματα, μπορείτε να το μάθετε από τις Πράξεις του Πόντιου Πιλάτου».15 Είναι αλήθεια ότι αυτές οι «Πράξεις», που ήταν επίσημα αρχεία, δεν υπάρχουν πια. Αλλά προφανώς υπήρχαν το δεύτερο αιώνα, και ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας με πεποίθηση προκαλούσε τους αναγνώστες του να τα ελέγξουν για να επαληθεύσουν τα όσα είπε.

Οι Αρχαιολογικές Αποδείξεις

18. Ποια υποστήριξη παρέχει η αρχαιολογία για την ύπαρξη του Πόντιου Πιλάτου;

18 Και οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις επίσης έχουν καταδείξει ή επιβεβαιώσει τα όσα διαβάζουμε στις Ελληνικές Γραφές. Έτσι, το 1961 βρέθηκε το όνομα του Πόντιου Πιλάτου σε μια επιγραφή στα ερείπια ενός ρωμαϊκού θεάτρου στην Καισάρεια.16 Μέχρι αυτή την ανακάλυψη, εκτός της ίδιας της Αγίας Γραφής, υπήρχαν περιορισμένες μόνο αποδείξεις για την ύπαρξη αυτού του Ρωμαίου κυβερνήτη.

19, 20. Την ύπαρξη ποιων προσωπικοτήτων της Αγίας Γραφής, που αναφέρονται από τον Λουκά (στο ευαγγέλιο του Λουκά και στις Πράξεις), έχει επιβεβαιώσει η αρχαιολογία;

19 Στο Ευαγγέλιο του Λουκά, διαβάζουμε ότι ο Ιωάννης ο Βαφτιστής άρχισε τη διακονία του «ότε . . . ο Λυσανίας [ήταν] τετράρχης της Αβιληνής». (Λουκάς 3:1) Μερικοί αμφισβητούσαν αυτή τη δήλωση επειδή ο Ιώσηπος ανέφερε κάποιον Λυσανία ο οποίος κυβέρνησε την Αβιληνή και πέθανε το 34 Π.Κ.Χ., πολύ καιρό πριν γεννηθεί ο Ιωάννης. Ωστόσο, οι αρχαιολόγοι έχουν φέρει στο φως στην Αβιληνή μια επιγραφή που αναφέρει κάποιον άλλον Λυσανία, που ήταν τετράρχης (περιφερειακός κυβερνήτης) στη διάρκεια της βασιλείας του Τιβέριου, ο οποίος κυβερνούσε ως Καίσαρας στη Ρώμη όταν ο Ιωάννης άρχισε τη διακονία του.17 Αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ο Λυσανίας στον οποίο αναφερόταν ο Λουκάς.

20 Στις Πράξεις διαβάζουμε ότι ο Παύλος και ο Βαρνάβας στάλθηκαν να κάνουν ιεραποστολικό έργο στην Κύπρο και ότι εκεί συναντήθηκαν με κάποιον ανθύπατο που ονομαζόταν Σέργιος Παύλος, ένα ‘συνετό άντρα’. (Πράξεις 13:7) Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι ανασκαφές που έγιναν στην Κύπρο έφεραν στο φως μια επιγραφή, η οποία χρονολογείται από το 55 μ.Χ. και μνημονεύει αυτόν ακριβώς τον άντρα. Σχετικά μ’ αυτή, ο αρχαιολόγος Γκ. Έρνεστ Ράιτ λέει: «Αυτή είναι η μόνη αναφορά που έχουμε γι’ αυτόν τον ανθύπατο εκτός της Αγίας Γραφής και είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Λουκάς μάς δίνει σωστά το όνομα και τον τίτλο του».18

21, 22. Την ύπαρξη ποιων θρησκευτικών συνηθειών που αναφέρονται στο Βιβλικό υπόμνημα έχουν πιστοποιήσει οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις;

21 Όταν ο Παύλος βρισκόταν στην Αθήνα, είπε ότι είχε παρατηρήσει ένα θυσιαστήριο που ήταν αφιερωμένο στον ‘Άγνωστο Θεό’. (Πράξεις 17:23) Θυσιαστήρια με επιγραφές στη λατινική, που ήταν αφιερωμένα σε ανώνυμους θεούς, έχουν ανακαλυφτεί σε διάφορα μέρη της επικράτειας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στην Πέργαμο βρέθηκε ένα με επιγραφή γραμμένη στην ελληνική, όπως είχε συμβεί στην Αθήνα.

22 Αργότερα, ενώ ο Παύλος βρισκόταν στην Έφεσο, εναντιώθηκαν βίαια σ’ αυτόν οι αργυροχόοι, οι οποίοι έβγαζαν το εισόδημά τους φτιάχνοντας ιερά και ειδώλια της θεάς Άρτεμης. Η Έφεσος αναφερόταν ως «ο επιμελητής του ναού της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος». (Πράξεις 19:35, ΚΔΤΚ) Σε αρμονία μ’ αυτό, στην τοποθεσία της αρχαίας Εφέσου έχουν ανακαλυφτεί αρκετά αγαλματίδια της Άρτεμης από ψημένο πηλό και από μάρμαρο. Τον περασμένο αιώνα βρέθηκαν, μετά από ανασκαφές, τα ερείπια του ίδιου του τεράστιου ναού.

Το Σήμα της Αλήθειας

23, 24. (α) Πού βρίσκουμε την πιο ισχυρή απόδειξη για την αληθινότητα των συγγραμμάτων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών; (β) Ποια ιδιότητα που ενυπάρχει στο Βιβλικό υπόμνημα πιστοποιεί την αληθινότητά του; Δείξτε με παράδειγμα.

23 Επομένως, η ιστορία και η αρχαιολογία καταδεικνύουν, και σε κάποιο βαθμό επιβεβαιώνουν, τα ιστορικά στοιχεία των Ελληνικών Γραφών. Αλλά και πάλι η πιο ισχυρή απόδειξη για την αληθινότητα αυτών των συγγραμμάτων βρίσκεται μέσα στα ίδια τα βιβλία. Όταν τα διαβάζετε, δεν ακούγονται σαν μύθοι. Έχουν το σήμα της αλήθειας.

24 Πρώτα-πρώτα, εκφράζουν μεγάλη ειλικρίνεια. Σκεφτείτε αυτά που αναγράφονται για τον Πέτρο. Η ταπεινωτική του αποτυχία να περπατήσει πάνω στο νερό εξιστορείται με λεπτομέρειες. Μετά, ο Ιησούς λέει σ’ αυτόν τον αξιοσέβαστο απόστολο: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά». (Ματθαίος 14:28-31· 16:23) Επιπλέον, αφού διακήρυξε σθεναρά ότι ακόμη κι αν όλοι οι άλλοι εγκατέλειπαν τον Ιησού εκείνος ποτέ δεν θα το έκανε αυτό, ο Πέτρος αποκοιμήθηκε στη νυχτερινή του σκοπιά και στη συνέχεια απαρνήθηκε τον Κύριό του τρεις φορές.—Ματθαίος 26:31-35, 37-45, 73-75.

25. Ποιες αδυναμίες των αποστόλων αναφέρουν με ειλικρίνεια οι Βιβλικοί συγγραφείς;

25 Αλλά ο Πέτρος δεν είναι το μόνο άτομο του οποίου οι αδυναμίες αναφέρονται. Το ειλικρινές υπόμνημα δεν συγκαλύπτει τους διαπληκτισμούς των αποστόλων για το ποιος ήταν μεγαλύτερος ανάμεσά τους. (Ματθαίος 18:1· Μάρκος 9:34· Λουκάς 22:24) Ούτε παραλείπει να μας πει ότι η μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη ζήτησε από τον Ιησού να δώσει στους γιους της τις πιο ευνοημένες θέσεις στη Βασιλεία του. (Ματθαίος 20:20-23) Ο «ερεθισμός [έντονο ξέσπασμα θυμού, ΜΝΚ]» ανάμεσα στον Βαρνάβα και στον Παύλο είναι επίσης πιστά καταγραμμένος.—Πράξεις 15:36-39.

26. Ποια λεπτομέρεια σχετικά με την ανάσταση του Ιησού θα είχε συμπεριληφθεί μόνο αν ήταν αληθινή;

26 Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι το βιβλίο του Λουκά μας λέει πως οι «γυναίκες, αίτινες είχον ελθεί μετ’ αυτού από της Γαλιλαίας» ήταν εκείνες που έμαθαν πρώτες για την ανάσταση του Ιησού. Αυτή είναι μια πάρα πολύ ασυνήθιστη λεπτομέρεια στην ανδροκρατούμενη κοινωνία του πρώτου αιώνα. Πράγματι, σύμφωνα με το υπόμνημα, αυτά που έλεγαν οι γυναίκες «εφάνησαν . . . ως φλυαρία [ανοησίες, ΚΔΤΚ]» στους αποστόλους. (Λουκάς 23:55–24:11) Αν η ιστορία που υπάρχει στις Ελληνικές Γραφές δεν είναι αληθινή, θα πρέπει να την έχει επινοήσει κάποιος. Αλλά γιατί να επινοήσει κανείς μια ιστορία που να περιγράφει τέτοιες αξιοσέβαστες προσωπικότητες μ’ έναν τόσο υποτιμητικό τρόπο; Αυτές οι λεπτομέρειες θα είχαν συμπεριληφθεί μόνο αν ήταν αληθινές.

Ιησούς—Ένα Πραγματικό Πρόσωπο

27. Πώς πιστοποιεί ένας ιστορικός την ύπαρξη του Ιησού ως ιστορικού προσώπου;

27 Πολλοί θεωρούν τον Ιησού, όπως αυτός περιγράφεται στην Αγία Γραφή, ως ένα εξιδανικευμένο αποκύημα της φαντασίας. Αλλά ο ιστορικός Μάικλ Γκραντ σημειώνει: «Αν εφαρμόσουμε στην Καινή Διαθήκη, όπως και οφείλουμε να κάνουμε, τα ίδια κριτήρια που θα εφαρμόζαμε σε άλλα αρχαία συγγράμματα που περιέχουν ιστορικό υλικό, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξη του Ιησού ακριβώς όπως δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξη τόσων και τόσων ειδωλολατρικών προσώπων των οποίων η γνησιότητα ως ιστορικών προσωπικοτήτων δεν αμφισβητείται ποτέ».19

28, 29. Γιατί είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα τέσσερα Ευαγγέλια παρουσιάζουν μια ενοποιημένη εικόνα της προσωπικότητας του Ιησού;

28 Όχι μόνο η ύπαρξη του Ιησού, αλλά και η προσωπικότητά του επίσης ξεχωρίζει στην Αγία Γραφή με το αδιαμφισβήτητο σήμα της αλήθειας. Δεν είναι εύκολο πράγμα να επινοήσει κανείς ένα ασυνήθιστο πρόσωπο και κατόπιν να παρουσιάσει ένα αμετάβλητο πορτραίτο του σ’ ένα ολόκληρο βιβλίο. Είναι σχεδόν αδύνατο να γράψουν τέσσερις διαφορετικοί συγγραφείς για το ίδιο πρόσωπο και να δώσουν αμετάβλητα την ίδια εικόνα γι’ αυτό, αν το πρόσωπο αυτό δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα. Το γεγονός ότι ο Ιησούς που περιγράφεται και στα τέσσερα Ευαγγέλια είναι ολοφάνερα ένα και το αυτό πρόσωπο, αποτελεί πειστική απόδειξη για την αληθινότητα των Ευαγγελίων.

29 Ο Μάικλ Γκραντ παραθέτει ένα πολύ κατάλληλο ερώτημα: «Πώς γίνεται, σ’ όλες τις παραδόσεις των Ευαγγελίων χωρίς εξαίρεση, να σκιαγραφείται έντονα το πορτραίτο ενός ελκυστικού νεαρού που κινείται ελεύθερα ανάμεσα σε γυναίκες όλων των ειδών, συμπεριλαμβανομένων και των αδιαμφισβήτητα κακόφημων, δίχως ίχνος συναισθηματισμού, έλλειψης φυσικότητας ή σεμνοτυφίας κι ωστόσο, σε κάθε στιγμή, να διατηρεί μια απλή ακεραιότητα χαρακτήρα;»20 Η μόνη απάντηση είναι ότι πράγματι υπήρξε ένας τέτοιος άντρας και αυτός συμπεριφέρθηκε με τον τρόπο που λέει η Αγία Γραφή.

Γιατί Δεν Πιστεύουν

30, 31. Γιατί δεν δέχονται πολλά άτομα τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές ως ιστορικά ακριβείς παρ’ όλες τις αποδείξεις που υπάρχουν;

30 Αφού υπάρχουν πειστικές αποδείξεις για να αναγνωρίσουμε ότι οι Ελληνικές Γραφές αποτελούν αληθινή ιστορία, γιατί μερικοί λένε ότι αυτές δεν αποτελούν αληθινή ιστορία; Γιατί πολλοί, ενώ δέχονται τμήματα από αυτές ως γνήσια, παρ’ όλα αυτά αρνούνται να δεχτούν το καθετί που περιέχουν; Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή η Αγία Γραφή καταγράφει πράγματα που οι σύγχρονοι διανοούμενοι δεν θέλουν να τα πιστέψουν. Για παράδειγμα, λέει ότι ο Ιησούς και εκπλήρωσε και εξέφρασε προφητείες. Λέει επίσης ότι έκανε θαύματα και ότι μετά το θάνατό του αναστήθηκε.

31 Σ’ αυτόν το σκεπτικιστικό 20ό αιώνα, τέτοια πράγματα είναι απίστευτα. Σχετικά με τα θαύματα, ο Καθηγητής Έζρα Π. Γκουλντ σημειώνει: «Υπάρχει μια επιφύλαξη την οποία μερικοί κριτικοί πιστεύουν ότι είναι δικαιολογημένοι να έχουν . . . δηλαδή ότι δεν συμβαίνουν θαύματα».21 Μερικοί δέχονται ότι ο Ιησούς πιθανόν να είχε κάνει θεραπείες, αλλά μόνο ψυχοσωματικού τύπου, όπου ‘η διάνοια ασκούσε έλεγχο στο σώμα’. Όσο για τα άλλα θαύματα, οι περισσότεροι τα εξηγούν είτε ως επινοήσεις είτε ως πραγματικά γεγονότα που παραποιήθηκαν κατά την αφήγηση.

32, 33. Πώς προσπάθησαν να δικαιολογήσουν μερικοί το θαύμα που έκανε ο Ιησούς τρέφοντας εκείνο το μεγάλο πλήθος ατόμων, αλλά γιατί δεν είναι λογικό αυτό;

32 Σχετικά μ’ αυτό, εξετάστε ως παράδειγμα την περίπτωση που ο Ιησούς έθρεψε ένα πλήθος 5.000 και πλέον ατόμων με λίγα μόνο καρβέλια και δυο ψάρια. (Ματθαίος 14:14-22) Ο λόγιος του δέκατου ένατου αιώνα Χάινριχ Πάουλους εξέφρασε την άποψη ότι αυτό που συνέβηκε στην πραγματικότητα ήταν το εξής: Τον Ιησού και τους αποστόλους του τους παρακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος ατόμων που είχαν πεινάσει. Έτσι αυτός αποφάσισε να θέσει ένα καλό παράδειγμα για τους πλούσιους που υπήρχαν ανάμεσά τους. Πήρε τα λιγοστά τρόφιμα που είχε αυτός και οι απόστολοί του και τα μοιράστηκε με το πλήθος. Σύντομα, κι άλλοι που είχαν φέρει τρόφιμα, ακολούθησαν το παράδειγμά του και μοιράστηκαν τα δικά τους. Τελικά, τράφηκε ολόκληρο το πλήθος.22

33 Ωστόσο, αν αυτό είναι εκείνο που συνέβηκε στην πραγματικότητα, τότε αποτελεί μια αξιόλογη απόδειξη για τη δύναμη την οποία έχει το καλό παράδειγμα. Γιατί να παραποιηθεί μια τόσο ενδιαφέρουσα και γεμάτη νόημα ιστορία ώστε να ακούγεται σαν υπερφυσικό θαύμα; Πράγματι, όλες αυτές οι προσπάθειες που γίνονται για να εξηγηθούν τα θαύματα σαν κάτι άλλο εκτός από θαύματα δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν. Και όλες τους στηρίζονται σ’ έναν εσφαλμένο συλλογισμό. Αρχίζουν με την προϋπόθεση ότι τα θαύματα είναι κάτι το αδύνατο. Αλλά γιατί θα πρέπει να έχουν έτσι τα πράγματα;

34. Αν η Αγία Γραφή περιέχει πράγματι ακριβείς προφητείες και αφηγήσεις γνήσιων θαυμάτων, τότε τι αποδεικνύει αυτό;

34 Σύμφωνα με τα πιο λογικά κριτήρια, τόσο οι Εβραϊκές όσο και οι Ελληνικές Γραφές αποτελούν γνήσια ιστορία, ωστόσο και οι μεν και οι δε περιέχουν παραδείγματα προφητειών και θαυμάτων. (Παράβαλε 2 Βασιλέων 4:42-44.) Τι θα λεχτεί λοιπόν αν οι προφητείες είναι γνήσιες; Και τι θα λεχτεί αν τα θαύματα συνέβηκαν στην πραγματικότητα; Τότε ο Θεός ήταν στ’ αλήθεια πίσω από τη συγγραφή της Αγίας Γραφής, και αυτή είναι πράγματι λόγος δικός του, όχι λόγος ανθρώπων. Σ’ ένα μελλοντικό κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με το ζήτημα της προφητείας, αλλά πρώτα ας εξετάσουμε τα θαύματα. Είναι λογικό να πιστεύει κανείς σ’ αυτόν τον 20ό αιώνα ότι συνέβηκαν θαύματα σε περασμένους αιώνες;

[Ερωτήσεις Μελέτης]

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 66]

Γιατί να αναφέρει η Αγία Γραφή ότι η ανάσταση του Ιησού διαπιστώθηκε πρώτα από γυναίκες, αν αυτό δεν είχε πραγματικά συμβεί;

[Πλαίσιο στη σελίδα 56]

Η Σύγχρονη Κριτική Βρέθηκε Ελλιπής

Σχετικά με το πόσο αβέβαιη είναι η σύγχρονη κριτική της Αγίας Γραφής, εξετάστε ως παράδειγμα τις ακόλουθες παρατηρήσεις του Ρέιμοντ Ε. Μπράουν σχετικά με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Στα τέλη του περασμένου αιώνα και στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, η τάξη των λόγιων πέρασε μια περίοδο υπερβολικού σκεπτικισμού σχετικά μ’ αυτό το Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη το θεωρούσαν ως πολύ μεταγενέστερο, το χρονολογούσαν ακόμη και από το δεύτερο μέρος του 2ου αιώνα. Υπήρχε η άποψη ότι, ως προϊόν του ελληνιστικού κόσμου, αυτό δεν είχε καμιά απολύτως ιστορική αξία και ότι είχε μικρή σχέση με την Παλαιστίνη του Ιησού από τη Ναζαρέτ . . .

»Δεν υπάρχει ούτε μια τέτοια άποψη που να μην έχει επηρεαστεί από μια σειρά απρόσμενων αρχαιολογικών και έγγραφων ανακαλύψεων, καθώς και ανακαλύψεων στα ίδια τα κείμενα. Αυτές οι ανακαλύψεις μάς οδήγησαν να προβάλουμε λογικά επιχειρήματα ενάντια στις κριτικές απόψεις που είχαν σχεδόν καθιερωθεί και να αναγνωρίσουμε πόσο εύθραυστη ήταν η βάση η οποία στήριζε την εξαιρετικά σκεπτικιστική ανάλυση του Ευαγγελίου του Ιωάννη. . . .

»Η χρονολόγηση του Ευαγγελίου έχει μετατεθεί προς τα πίσω στα τέλη του 1ου αιώνα ή ακόμη νωρίτερα. . . . Ίσως το πιο παράξενο από όλα είναι το γεγονός ότι μερικοί λόγιοι τολμούν να προτείνουν και πάλι ότι ο Ιωάννης ο γιος του Ζεβεδαίου μπορεί να είχε κάποια σχέση με το Ευαγγέλιο!»3

Γιατί θα φαινόταν παράξενο να πιστέψει κανείς ότι ο Ιωάννης έγραψε το βιβλίο που κατά παράδοση αποδίδεται σ’ αυτόν; Μόνο επειδή κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει με τις προκατειλημμένες ιδέες των κριτικών.

[Πλαίσιο στη σελίδα 70]

Απλώς Άλλη Μια Επίθεση Κατά της Αγίας Γραφής

Ο Τίμοθι Π. Γουέμπερ γράφει: «Τα ευρήματα της ανώτερης κριτικής ανάγκασαν πολλούς λαϊκούς ανθρώπους να αμφισβητήσουν την ικανότητά τους να κατανοούν οτιδήποτε [στην Αγία Γραφή]. . . . Ο Α. Τ. Πίρσον εξέφρασε την απογοήτευση πολλών ευαγγελικών όταν δήλωσε ότι ‘όπως και ο Ρωμαιοκαθολικισμός, [η ανώτερη κριτική] στην ουσία αφαιρεί το Λόγο του Θεού από τον κοινό λαό με το να προϋποθέτει ότι μόνο οι λόγιοι μπορούν να τον ερμηνεύσουν· ενώ η Ρώμη θέτει έναν ιερέα ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Λόγο, η κριτική θέτει ένα μορφωμένο σχολιαστή ανάμεσα στον πιστό και στην Αγία του Γραφή’».23 Έτσι, η σύγχρονη ανώτερη κριτική ξεσκεπάζεται ως απλώς άλλη μια επίθεση κατά της Αγίας Γραφής.

[Εικόνα στη σελίδα 62]

Αυτό το θυσιαστήριο στην Πέργαμο ήταν προφανώς αφιερωμένο «σε άγνωστους θεούς»

[Εικόνα στη σελίδα 63]

Ερείπια του κάποτε μεγαλοπρεπούς ναού της Άρτεμης για τον οποίο οι Εφέσιοι ήταν τόσο υπερήφανοι

[Εικόνα στη σελίδα 64]

Η Αγία Γραφή αναφέρει με εντιμότητα ότι ο Πέτρος αρνήθηκε πως ήξερε τον Ιησού

[Εικόνα στη σελίδα 67]

Η Αγία Γραφή καταγράφει με ειλικρίνεια το ‘έντονο ξέσπασμα θυμού’ που συνέβηκε ανάμεσα στον Παύλο και στον Βαρνάβα

[Εικόνα στη σελίδα 68]

Ο αμετάβλητος τρόπος με τον οποίο απεικονίζεται το πορτραίτο του Ιησού στα τέσσερα Ευαγγέλια αποτελεί ισχυρή απόδειξη για τη γνησιότητά τους

[Εικόνα στη σελίδα 69]

Οι περισσότεροι σύγχρονοι κριτικοί το θεωρούν ως δεδομένο ότι δεν συμβαίνουν θαύματα