Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Στη Σκιά του Βουνού της Φωτιάς

Στη Σκιά του Βουνού της Φωτιάς

Ένα Γράμμα από το Κονγκό (Κινσάσα)

Στη Σκιά του Βουνού της Φωτιάς

ΚΑΘΩΣ ο ήλιος ανατέλλει πάνω από την πόλη Γκόμα, ο ουρανός βάφεται με ροζ και πορτοκαλί αποχρώσεις. Η μαγευτική θέα του όρους Νιιραγκόνγκο, ενός από τα πιο ενεργά ηφαίστεια στον κόσμο, μας καλημερίζει κάθε πρωί. Από τον ανοιχτό κρατήρα υψώνεται συνεχώς μια στήλη καπνού. Τη νύχτα η στήλη αποκτάει κόκκινη λάμψη, αντανακλώντας τη λάβα του κρατήρα.

Στη γλώσσα σουαχίλι, το όνομα του βουνού είναι Μουλίμα για Μότο, δηλαδή Βουνό της Φωτιάς. Η τελευταία μεγάλη έκρηξη του Νιιραγκόνγκο έγινε το 2002. Πολλοί γείτονες και φίλοι μας εδώ στην Γκόμα έχασαν τα πάντα. Σε μερικές γειτονιές όπου κηρύττουμε με το σύζυγό μου, βαδίζουμε πάνω στην κυματοειδή επιφάνεια της πετρωμένης λάβας, και φαντάζομαι ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι το να περπατάει κανείς στο φεγγάρι. Οι άνθρωποι εδώ είναι το ακριβώς αντίθετο από τη σκληρή λάβα​—γεμάτοι ζωντάνια, με απαλή και ανοιχτή καρδιά, δεκτικοί στα καλά νέα που διαγγέλλουμε. Ως αποτέλεσμα, η υπηρεσία μας στη σκιά του Βουνού της Φωτιάς αποτελεί ευχάριστη περιπέτεια.

Είναι Σάββατο πρωί και εγώ σηκώνομαι έχοντας μια γλυκιά προσμονή. Με το σύζυγό μου, κάποιους φίλους που μας επισκέπτονται και μερικούς ακόμη ιεραποστόλους, θα περάσουμε όλη τη μέρα κηρύττοντας στον καταυλισμό προσφύγων στη Μουγκούνγκα, λίγο έξω από την πόλη προς τα δυτικά. Πολλοί έχουν καταφύγει εδώ για να γλιτώσουν από βίαιες επιθέσεις στα μέρη τους.

Γεμίζουμε το φορτηγό με Γραφικά έντυπα στη γαλλική, στην κισουαχίλι και στην κινιαρουάντα, και ξεκινάμε. Ενώ εμείς δεινοπαθούμε με τις λακκούβες στο δρόμο Ρουτ Σέϊκ, η πόλη ξυπνάει. Νεαροί σπρώχνουν ήδη τα βαρυφορτωμένα τους τσουκούντους (χειροποίητα ξύλινα καρότσια για τη μεταφορά φορτίων). Γυναίκες με ζωηρόχρωμες τυλιχτές φούστες περπατούν με χάρη στην άκρη του δρόμου κουβαλώντας μεγάλους μπόγους στο κεφάλι τους. Μοτοποδήλατα σε ρόλο ταξί μεταφέρουν αδιάκοπα ανθρώπους στη δουλειά τους και στην αγορά. Το τοπίο είναι διάσπαρτο από ξύλινα σκούρα καφέ σπίτια με μπλε κουφώματα.

Φτάνουμε στην Αίθουσα Βασιλείας του Εντόσο όπου συναντάμε και άλλους Μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίοι θα έρθουν μαζί μας για κήρυγμα στον καταυλισμό. Συγκινούμαι βλέποντας νεαρούς, χήρες, ορφανά και άτομα με σωματικούς περιορισμούς. Πολλοί έχουν περάσει μεγάλα βάσανα αλλά έχουν βελτιώσει τη ζωή τους επιλέγοντας να ακολουθήσουν τις Γραφικές αρχές. Η ελπίδα της Γραφής καίει σαν φωτιά στην καρδιά τους, και θέλουν πολύ να τη μοιραστούν με άλλους. Έπειτα από μια σύντομη συνάθροιση, όπου ακούμε ποια Γραφικά εδάφια θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν όσους συναντήσουμε, 130 άτομα φεύγουμε για τον προορισμό μας με πέντε μικρά λεωφορεία και ένα τετρακίνητο φορτηγό.

Σε μισή ώρα περίπου, φτάνουμε στον καταυλισμό. Εκατοντάδες μικρές άσπρες σκηνές απλώνονται σε μια έκταση καλυμμένη από λάβα. Στο κέντρο του καταυλισμού, υπάρχουν εύτακτες σειρές από δημόσιες τουαλέτες και κοινόχρηστους χώρους για το πλύσιμο των ρούχων. Βλέπουμε παντού ανθρώπους​—πλένουν, μαγειρεύουν, καθαρίζουν φασόλια και σκουπίζουν μπροστά από τις σκηνές τους.

Συναντάμε τον Πάπα Ζακ, ο οποίος είναι υπεύθυνος για ένα τμήμα του καταυλισμού. Ανησυχεί για την ανατροφή των παιδιών του σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Όταν του δώσαμε το βιβλίο Οι Νεαροί Ρωτούν​—Αποτελεσματικές Απαντήσεις, κατενθουσιάστηκε. Είπε ότι ήθελε να το διαβάσει και έπειτα να μαζεύει τους γείτονες λίγους λίγους για να τους λέει όσα μαθαίνει.

Πιο πέρα, συναντάμε τη Μάμα Μπεατρίς. Μας ρωτάει γιατί επιτρέπει ο Θεός τα παθήματα. Πιστεύει ότι ο Θεός την τιμωρεί. Ο άντρας της σκοτώθηκε στον πόλεμο, η κόρη της είναι ανύπαντρη μητέρα που αγωνίζεται να μεγαλώσει το μωρό της στον καταυλισμό και ο γιος της έπεσε θύμα απαγωγής πριν από κάποιους μήνες. Έκτοτε δεν έχει κανένα νέο για το πού βρίσκεται.

Καθώς η Μάμα Μπεατρίς μάς διηγείται τα βάσανά της, σκέφτομαι τον Ιώβ και το πώς πρέπει να ένιωσε όταν έμαθε όλα εκείνα τα τρομερά νέα. Της δείχνουμε τις αιτίες των παθημάτων και τη διαβεβαιώνουμε ότι τα όσα περνάει δεν είναι τιμωρία από τον Θεό. (Ιώβ 34:10-12· Ιακώβου 1:14, 15) Ακόμη επισημαίνουμε τις αλλαγές που θα φέρει σύντομα ο Θεός στη γη μέσω της Βασιλείας του. Το πρόσωπό της γαληνεύει, και αρχίζει να χαμογελάει. Μας λέει ότι είναι αποφασισμένη να συνεχίσει να μελετάει τη Γραφή και να προσεύχεται στον Θεό για βοήθεια.

Όλοι περάσαμε πολύ ωραία σήμερα και νιώθουμε ότι ο Ιεχωβά μάς βοήθησε πράγματι να δώσουμε ελπίδα και ενθάρρυνση σε όσους συναντήσαμε. Καθώς φεύγουμε από τον καταυλισμό, πολλοί μας χαιρετούν κουνώντας τα φυλλάδια, τα περιοδικά και τα βιβλία που τους δώσαμε.

Στο δρόμο του γυρισμού, βυθίζομαι στις σκέψεις μου. Η καρδιά μου πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη για αυτή την ξεχωριστή μέρα. Θυμάμαι πόση εκτίμηση έδειξε ο Πάπα Ζακ, πόση ανακούφιση είδα στα μάτια της Μάμα Μπεατρίς και πόσο δυνατά μου έσφιξε το χέρι μια ηλικιωμένη που μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί μου μόνο χαμογελώντας. Φέρνω στο νου μου τους εφήβους που, με τις βαθυστόχαστες ερωτήσεις τους, έδειξαν ότι διαθέτουν ωριμότητα μεγαλύτερη από την ηλικία τους. Θαυμάζω το σθένος του χαρακτήρα ανθρώπων οι οποίοι έχουν ακόμη το κουράγιο να γελούν παρά τα ανείπωτα παθήματά τους.

Σε αυτό το μέρος του κόσμου, βλέπουμε τις ειλικρινείς προσπάθειες πολλών άλλων που επιχειρούν να ανακουφίσουν όσους υποφέρουν. Σήμερα, είχαμε το υπέροχο προνόμιο να δείξουμε στους ανθρώπους μέσα από τη Γραφή τη μόνιμη λύση για τα προβλήματά τους. Νιώθω πολύ χαρούμενη συμμετέχοντας στο μεγαλύτερο έργο πνευματικής ανακούφισης που θα γνωρίσει ποτέ ο κόσμος.