Ιώβ 9:1-35
9 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰὼβ καὶ εἶπεν·
2 ᾿Αληθῶς ἐξεύρω ὅτι οὕτως ἔχει·ἀλλὰ πῶς ὁ ἄνθρωπος θέλει δικαιωθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
3 ᾿Εὰν θελήσῃ νὰ διαδικασθῇ μετ᾿ αὐτοῦδὲν δύναται νὰ ἀποκριθῇ πρὸς αὐτόν ἕν ἐκ χιλίων.
4 Εἶναι σοφὸς τὴν καρδίαν καὶ κραταιὸς τὴν δύναμιν·τίς ἐσκληρύνθη ἐναντίον αὐτοῦ καὶ εὐτύχησεν;
5 Αὐτὸς μετακινεῖ τὰ ὄρη, καὶ δὲν γνωρίζουσιτίς ἔστρεψεν αὐτὰ ἐν τῇ ὀργῇ αὑτοῦ.
6 Αὐτὸς σείει τὴν γῆν ἀπὸ τοῦ τόπου αὐτῆς,καὶ οἱ στύλοι αὐτῆς σαλεύονται.
7 Αὐτὸς προστάζει τὸν ἥλιον, καὶ δὲν ἀνατέλλει·καὶ κρύπτει ὑπὸ σφραγῖδα τὰ ἄστρα.
8 Αὐτὸς μόνος ἐκτείνει τοὺς οὐρανοὺςκαὶ πατεῖ ἐπὶ τὰ ὕψη τῆς θαλάσσης.
9 Αὐτὸς κάμνει τὸν ᾿Αρκτοῦρον, τὸν Ὠρίωνα καὶ τὴν Πλειάδακαὶ τὰ ταμεῖα τοῦ νότου.
10 Αὐτὸς κάμνει μεγαλεῖα ἀνεξιχνίαστακαὶ θαυμάσια ἀναρίθμητα.
11 Ἰδού, διαβαίνει πλησίον μου, καὶ δὲν βλέπω αὐτόν·διέρχεται, καὶ δὲν ἐννοῶ αὐτόν.
12 Ἰδού, ἀφαιρεῖ· τίς θέλει ἐμποδίσει αὐτὸν;τίς θέλει εἰπεῖ πρὸς αὐτόν, Τί κάμνεις;
13 ᾿Εὰν ὁ Θεὸς δὲν σύρῃ τὴν ὀργήν αὑτοῦ,οἱ ἐπηρμένοι βοηθοὶ καταβάλλονται ὑποκάτω αὐτοῦ.
14 Πόσον ὀλιγώτερον ἐγὼ ἤθελον ἀποκριθῆ πρὸς αὐτόν,ἐκλέγων τοὺς πρὸς αὐτὸν λόγους μου;
15 πρὸς τὸν ὁποῖον, καὶ ἄν ἤμην δίκαιος, δὲν ἤθελον ἀποκριθῆ,ἀλλ᾿ ἤθελον ζητήσει ἔλεος παρὰ τοῦ Κριτοῦ μου.
16 ᾿Εὰν κράξω, καὶ μοὶ ἀποκριθῇ,δὲν ἤθελον πιστεύσει ὅτι εἰσήκουσε τῆς φωνῆς μου.
17 Διότι μὲ κατασυντρίβει μὲ ἀνεμοστρόβιλονκαὶ πληθύνει τὰς πληγὰς μου ἀναιτίως.
18 Δὲν μὲ ἀφίνει νὰ ἀναπνεύσω,ἀλλὰ μὲ χορτάζει ἀπὸ πικρίας.
19 ᾿Εὰν πρόκηται περὶ δυνάμεως, ἰδού, εἶναι δυνατός·καὶ ἐὰν περὶ κρίσεως, τίς θέλει μαρτυρήσει ὑπὲρ ἐμοῦ;
20 ᾿Εὰν ἤθελον νὰ δικαιώσω ἐμαυτόν, τὸ στόμα μου ἤθελε μὲ καταδικάσει·ἐὰν ἤθελον εἰπεῖ, εἶμαι ἄμεμπτος, ἤθελε μὲ ἀποδείξει διεφθαρμένον.
21 Καὶ ἄν ἤμην ἄμεμπτος, δὲν ἤθελον φροντίσει περὶ ἐμαυτοῦ·ἤθελον καταφρονήσει τὴν ζωήν μου.
22 Ἕν τοῦτο εἶναι, διὰ τοῦτο εἶπα,αὐτὸς ἀφανίζει τὸν ἄμεμπτον καὶ τὸν ἀσεβῆ.
23 Καὶ ἄν ἡ μάστιξ αὐτοῦ θανατόνη εὐθύς,γελᾷ ὅμως εἰς τὴν δοκιμασίαν τῶν ἀθώων.
24 Ἡ γῆ παρεδόθη εἰς τὰς χεῖρας τοῦ ἀσεβοῦς·αὐτὸς σκεπάζει τὰ πρόσωπα τῶν κριτῶν αὐτῆς·ἄν οὐχὶ αὐτός, ποῦ καὶ τίς εἶναι;
25 Αἱ δὲ ἡμέραι μου εἶναι ταχυδρόμου ταχύτεραι·φεύγουσι καὶ δὲν βλέπουσι καλόν.
26 Παρῆλθον ὡς πλοῖα σπεύδοντα·ὡς ἀετὸς πετώμενος ἐπὶ τὸ θήραμα.
27 ᾿Εὰν εἴπω, Θέλω λησμονήσει τὸ παράπονόν μου,θέλω παραιτήσει τὸ πένθος μου καὶ παρηγορηθῆ·
28 τρομάζω διὰ πάσας τὰς θλίψεις μου,γνωρίζων ὅτι δὲν θέλεις μὲ ἀθωώσει.
29 Εἶμαι ἀσεβής·διὰ τί λοιπόν νὰ κοπιάζω εἰς μάτην;
30 ᾿Εὰν λουσθῶ ἐν ὕδατι χιόνοςκαὶ ἐπιμελῶς ἀποκαθαρίσω τὰς χεῖράς μου·
31 σὺ ὅμως θέλεις μὲ βυθίσει εἰς τὸν βόρβορον,ὥστε καὶ αὐτὰ μου τὰ ἱμάτια θέλουσι μὲ βδελύττεσθαι.
32 Διότι δὲν εἶναι ἄνθρωπος ὡς ἐγὼ, διὰ νὰ ἀποκριθῶ πρὸς αὐτόν,καὶ νὰ ἔλθωμεν εἰς κρίσιν ὁμοῦ.
33 Δὲν ὑπάρχει μεσίτης μεταξὺ ἡμῶν,διὰ νὰ βάλῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ᾿ ἀμφοτέρους ἡμᾶς.
34 Ἄς ἀπομακρύνῃ ἀπ᾿ ἐμοῦ τὴν ῥάβδον αὑτοῦ,καὶ ὁ φόβος αὐτοῦ ἄς μή μὲ ἐκπλήττῃ·
35 τότε θέλω λαλήσει καὶ δὲν θέλω φοβηθῆ αὐτόν·διότι οὕτω δὲν εἶμαι ἐν ἐμαυτῷ.