1 Κορινθίους 6:1-20
6 Τολμᾷ τις ἀπὸ σᾶς, ὅταν ἔχῃ διαφορὰν πρὸς τὸν ἄλλον, νὰ κρίνηται ἐνώπιον τῶν ἀδίκων καὶ οὐχὶ ἐνώπιον τῶν ἁγίων;
2 Δὲν ἐξεύρετε ὅτι οἱ ἅγιοι θέλουσι κρίνει τὸν κόσμον; καὶ ἐὰν ὁ κόσμος κρίνηται ἀπὸ σᾶς, ἀνάξιοι εἶσθε νὰ κρίνητε ἐλάχιστα πράγματα;
3 Δὲν ἐξεύρετε ὅτι ἀγγέλους θέλομεν κρίνει; πόσῳ μᾶλλον βιωτικά;
4 Βιωτικὰς λοιπὸν κρίσεις ἐὰν ἔχητε, τοὺς ἐξουθενημένους ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τούτους καθίζετε κριτάς.
5 Πρὸς ἐντροπήν σας λέγω τοῦτο. Οὕτω δὲν ὑπάρχει μεταξὺ σας οὐδὲ εἷς σοφός, ὅστις θέλει δυνηθῇ νὰ κρίνῃ ἀνὰ μέσον τοῦ ἀδελφοῦ αὑτοῦ,
6 ἀλλὰ ἀδελφὸς κρίνεται μὲ ἀδελφόν, καὶ τοῦτο ἐνώπιον ἀπίστων;
7 Τώρα λοιπὸν εἶναι διόλου ἐλάττωμα εἰς ἐσᾶς ὅτι ἔχετε κρίσεις μεταξὺ σας. Διὰ τί μᾶλλον δὲν ἀδικεῖσθε; διὰ τί μᾶλλον δὲν ἀποστερεῖσθε;
8 ᾿Αλλὰ σεῖς ἀδικεῖτε καὶ ἀποστερεῖτε, καὶ μάλιστα ἀδελφούς.
9 Ἤ δὲν ἐξεύρετε ὅτι οἱ ἄδικοι δὲν θέλουσι κληρονομήσει τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; Μή πλανᾶσθε οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται
10 οὔτε κλέπται οὔτε πλεονέκται οὔτε μέθυσοι οὔτε λοίδοροι οὔτε ἅρπαγες θέλουσι κληρονομήσει τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
11 Καὶ τοιοῦτοι ὑπήρχετέ τινες ἀλλὰ ἀπελούσθητε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλ᾿ ἐδικαιώθητε διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
12 Πάντα εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, πλήν πάντα δὲν συμφέρουσι πάντα εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν θέλω ἐξουσιασθῆ ὑπ᾿ οὐδενός.
13 Τὰ φαγητὰ εἶναι διὰ τὴν κοιλίαν καὶ ἡ κοιλία διὰ τὰ φαγητά πλήν ὁ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα θέλει καταργήσει τὸ δὲ σῶμα δὲν εἶναι διὰ τὴν πορνείαν, ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον, καὶ ὁ Κύριος διὰ τὸ σῶμα
14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἀνέστησε καὶ ἡμᾶς θέλει ἀναστήσει διὰ τῆς δυνάμεως αὑτοῦ.
15 Δὲν ἐξεύρετε ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ; νὰ λάβω λοιπὸν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ κάμω αὐτὰ μέλη πόρνης; Μή γένοιτο.
16 Ἤ δὲν ἐξεύρετε ὅτι ὁ προσκολλώμενος μὲ τὴν πόρνην εἶναι ἕν σῶμα; διότι θέλουσιν εἶσθαι, λέγει, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν
17 ὅστις ὅμως προσκολλᾶται μὲ τὸν Κύριον εἶναι ἕν πνεῦμα.
18 Φεύγετε τὴν πορνείαν. Πᾶν ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖον ἤθελε πράξει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἐκτὸς τοῦ σώματος ὁ πορνεύων ὅμως ἁμαρτάνει εἰς τὸ ἴδιον αὑτοῦ σῶμα.
19 Ἤ δὲν ἐξεύρετε ὅτι τὸ σῶμά σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ ἐν ὑμῖν, τὸ ὁποῖον ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ δὲν εἶσθε κύριοι ἑαυτῶν;
20 Διότι ἠγοράσθητε διὰ τιμῆς δοξάσατε λοιπὸν τὸν Θεὸν διὰ τοῦ σώματός σας καὶ διὰ τοῦ πνεύματός σας, τὰ ὁποῖα εἶναι τοῦ Θεοῦ.