1 Χρονικών 13:1-14
13 Και συσκέφθηκε ο Δαβίδ με τους χιλίαρχους και τους εκατόνταρχους και με όλους τους αρχηγούς·+
2 και είπε ο Δαβίδ σε ολόκληρη την εκκλησία του Ισραήλ: «Αν σας φαίνεται καλό και αν αυτό είναι ευπρόσδεκτο στον Ιεχωβά τον Θεό μας, ας στείλουμε μήνυμα στους αδελφούς μας που έχουν απομείνει σε όλους τους τόπους του Ισραήλ,+ και παράλληλα στους ιερείς+ και στους Λευίτες+ οι οποίοι είναι στις πόλεις τους+ που έχουν βοσκοτόπια, για να συγκεντρωθούν εδώ σε εμάς.
3 Και ας φέρουμε την κιβωτό+ του Θεού μας κοντά μας». Διότι δεν είχαν φροντίσει για αυτήν στις ημέρες του Σαούλ.+
4 Και όλη η εκκλησία είπε να ενεργήσουν έτσι, γιατί αυτό φάνηκε σωστό στα μάτια όλου του λαού.+
5 Έτσι λοιπόν, ο Δαβίδ συγκέντρωσε+ όλο τον Ισραήλ, από τον ποταμό της Αιγύπτου+ μέχρι την είσοδο της Αιμάθ,+ για να φέρουν την κιβωτό+ του αληθινού Θεού από την Κιριάθ-ιαρίμ.+
6 Και ο Δαβίδ και όλος ο Ισραήλ ανέβηκαν στη Βααλά,+ στην Κιριάθ-ιαρίμ του Ιούδα, για να ανεβάσουν από εκεί την κιβωτό του αληθινού Θεού, του Ιεχωβά, ο οποίος κάθεται πάνω στα χερουβείμ,+ στην οποία καλείται το όνομά του.
7 Ωστόσο, ανέβασαν την κιβωτό του αληθινού Θεού πάνω σε μια καινούρια άμαξα+ από το σπίτι του Αβιναδάβ· και την άμαξα την οδηγούσαν ο Ουζά και ο Αχιώ.+
8 Ο δε Δαβίδ και όλος ο Ισραήλ γιόρταζαν+ ενώπιον του αληθινού Θεού με όλη τους τη δύναμη και με ύμνους+ και με άρπες+ και με έγχορδα+ και με ντέφια+ και με κύμβαλα και με σάλπιγγες.+
9 Και έφτασαν μέχρι το αλώνι του Χειδών,+ και τότε ο Ουζά άπλωσε το χέρι του να πιάσει την Κιβωτό,+ γιατί οι ταύροι παραλίγο να προκαλέσουν ανατροπή.
10 Τότε άναψε ο θυμός του Ιεχωβά εναντίον του Ουζά και τον πάταξε, επειδή άπλωσε το χέρι του πάνω στην Κιβωτό·+ και πέθανε εκεί, ενώπιον του Θεού.+
11 Ο δε Δαβίδ θύμωσε+ για το ότι ο Ιεχωβά ξέσπασε εναντίον του Ουζά φέρνοντας ρήξη· και έτσι εκείνο το μέρος ονομάζεται Φαρές-ουζά μέχρι αυτή την ημέρα.
12 Και φοβήθηκε ο Δαβίδ τον αληθινό Θεό εκείνη την ημέρα+ και είπε: «Πώς θα φέρω την κιβωτό του αληθινού Θεού κοντά μου;»+
13 Και δεν πήρε ο Δαβίδ την Κιβωτό κοντά του στην Πόλη του Δαβίδ, αλλά την πήγε αλλού, στο σπίτι του Ωβήδ-εδώμ+ του Γιθίτη.+
14 Και η κιβωτός του αληθινού Θεού έμεινε με το σπιτικό του Ωβήδ-εδώμ, στο σπίτι+ του, τρεις μήνες· και ο Ιεχωβά ευλογούσε+ το σπιτικό του Ωβήδ-εδώμ και όλα όσα είχε.