Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Βιβλίο της Γραφής Αριθμός 62—1 Ιωάννου

Βιβλίο της Γραφής Αριθμός 62—1 Ιωάννου

Βιβλίο της Γραφής Αριθμός 62—1 Ιωάννου

Συγγραφέας: Απόστολος Ιωάννης

Τόπος Συγγραφής: Έφεσος ή γειτονικός τόπος

Ολοκλήρωση Συγγραφής: περ. 98 Κ.Χ.

1. (α) Ποια ιδιότητα κυριαρχεί στα συγγράμματα του Ιωάννη, κι ωστόσο ποιο πράγμα δείχνει ότι αυτός δεν ήταν υπερβολικά συναισθηματικός; (β) Γιατί ήταν επίκαιρες οι 3 επιστολές του;

 Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ο αγαπημένος απόστολος του Ιησού Χριστού, έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη δικαιοσύνη. Αυτό τον βοήθησε να κατανοήσει σε βάθος το νου του Ιησού. Δεν μας εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι το ζήτημα της αγάπης κυριαρχεί στα συγγράμματά του. Ωστόσο, ο Ιωάννης δεν ήταν άτομο υπερβολικά συναισθηματικό, γιατί ο Ιησούς είπε πως ήταν ένας από τους ‘Υιούς Βροντής [Βοανεργές]’. (Μάρκ. 3:17) Στην πραγματικότητα, αυτές τις 3 επιστολές τις έγραψε για να υπερασπιστεί την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, γιατί είχε κάνει την εμφάνισή της η αποστασία που είχε προείπει ο απόστολος Παύλος. Οι 3 επιστολές του Ιωάννη ήταν αληθινά επίκαιρες, γιατί αποτέλεσαν ενισχυτικό βοήθημα για τους πρώτους Χριστιανούς που αγωνίζονταν ενάντια στη διείσδυση του ‘πονηρού’.—2 Θεσ. 2:3, 4· 1 Ιωάν. 2:13, 14· 5:18, 19.

2. (α) Ποια στοιχεία δείχνουν ότι οι επιστολές του Ιωάννη γράφτηκαν πολύ μετά το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον και τις ιεραποστολικές επιστολές; (β) Πότε και πού πρέπει να γράφτηκαν αυτές οι επιστολές;

2 Αν κρίνουμε από τα περιεχόμενα, συμπεραίνουμε ότι αυτές οι επιστολές γράφτηκαν πολύ μετά τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Μάρκου—επίσης, μετά τις ιεραποστολικές επιστολές του Πέτρου και του Παύλου. Οι καιροί είχαν αλλάξει. Δεν γίνεται αναφορά στον Ιουδαϊσμό, που αποτελούσε τη μεγάλη απειλή για τις εκκλησίες όταν αυτές βρίσκονταν στη βρεφική τους περίοδο· και δεν φαίνεται να γίνεται ούτε μια άμεση παράθεση από τις Εβραϊκές Γραφές. Απεναντίας, ο Ιωάννης μιλάει για την «εσχάτη ώρα» και για την εμφάνιση ‘πολλών αντίχριστων’. (1 Ιωάν. 2:18) Απευθύνεται στους αναγνώστες του χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «τεκνία μου», δηλαδή ‘μικρά μου παιδιά’, και αποκαλεί τον εαυτό του ‘πρεσβύτερο’. (1 Ιωάν. 2:1, 12, 13, 18, 28· 3:7, 18· 4:4· 5:21· 2 Ιωάν. 1· 3 Ιωάν. 1) Όλα αυτά δείχνουν ότι οι 3 επιστολές του γράφτηκαν σε κάποια μεταγενέστερη χρονική περίοδο. Επίσης, απ’ ό,τι δείχνουν τα εδάφια 1 Ιωάννου 1:3, 4, το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο πρέπει να γράφτηκε περίπου την ίδια περίοδο. Πιστεύεται γενικά ότι η συγγραφή των 3 επιστολών του Ιωάννη ολοκληρώθηκε περίπου το 98 Κ.Χ., λίγο πριν από το θάνατο του αποστόλου, και ότι αυτές οι επιστολές γράφτηκαν στην περιοχή της Εφέσου.

3. (α) Τι πιστοποιεί το ποιος έγραψε την Πρώτη Ιωάννου, καθώς και την αυθεντικότητά της; (β) Ποια ύλη προστέθηκε αργότερα, και ποιο πράγμα αποδεικνύει ότι αυτή είναι νόθη;

3 Το γεγονός ότι η Πρώτη Ιωάννου γράφτηκε πράγματι από τον απόστολο Ιωάννη φαίνεται από την έντονη ομοιότητά της με το τέταρτο Ευαγγέλιο, το οποίο αναμφίβολα γράφτηκε από τον Ιωάννη. Παραδείγματος χάρη, ο Ιωάννης ξεκινάει την επιστολή του αποκαλώντας τον εαυτό του αυτόπτη μάρτυρα που έχει δει ‘το Λόγο της ζωής, της αιώνιας ζωής που ήταν με τον Πατέρα και φανερώθηκε σ’ εμάς’—αυτές οι εκφράσεις είναι εκπληκτικά όμοιες μ’ εκείνες που χρησιμοποιούνται στην αρχή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Η αυθεντικότητα της επιστολής επιβεβαιώνεται από το Μουρατόρειο Απόσπασμα και από ορισμένους συγγραφείς των πρώτων αιώνων, όπως ο Ειρηναίος, ο Πολύκαρπος και ο Παπίας, που έζησαν όλοι τους το 2ο αιώνα Κ.Χ. * Σύμφωνα με τον Ευσέβιο (περ. 260-342 Κ.Χ.), η αυθεντικότητα της Πρώτης Ιωάννου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. * Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι μερικές παλιότερες μεταφράσεις έχουν προσθέσει τα ακόλουθα λόγια στο 5ο κεφάλαιο, στο τέλος του 7ου και στην αρχή του 8ου εδαφίου: «Εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα, και ούτοι οι τρεις είναι έν· και τρεις είναι οι μαρτυρούντες εν τη γη». (Νεοελληνική Μετάφραση) Αλλά αυτά τα λόγια δεν τα βρίσκουμε σε κανένα από τα πρώτα ελληνικά χειρόγραφα και είναι φανερό πως προστέθηκαν για να υποστηρίξουν το δόγμα της Τριάδας. Οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις, Καθολικές και Προτεσταντικές, δεν περιέχουν αυτά τα λόγια στο κύριο κείμενό τους.—1 Ιωάν. 1:1, 2. *

4. Από ποιους προσπαθεί ο Ιωάννης να προστατεύσει τους συγχριστιανούς του, και ποιες ψεύτικες διδασκαλίες καταρρίπτει;

4 Ο Ιωάννης γράφει για να προστατεύσει τους ‘αγαπητούς’ του, τα ‘μικρά του παιδιά’, από τις εσφαλμένες διδασκαλίες των ‘πολλών αντίχριστων’ που έχουν εμφανιστεί ανάμεσά τους και οι οποίοι προσπαθούν να τους αποπλανήσουν από την αλήθεια. (2:7, Κείμενο· 2:18) Αυτοί οι αποστάτες αντίχριστοι μπορεί να είχαν επηρεαστεί από την ελληνική φιλοσοφία, περιλαμβανομένου και του αρχικού Γνωστικισμού, του οποίου οι οπαδοί ισχυρίζονταν ότι κατείχαν κάποια μυστική γνώση από τον Θεό. * Τασσόμενος σταθερά κατά της αποστασίας, ο Ιωάννης ασχολείται εκτενώς με 3 θέματα: την αμαρτία, την αγάπη και τον αντίχριστο. Οι δηλώσεις που κάνει σχετικά με την αμαρτία, και με τις οποίες υποστηρίζει τη θυσία την οποία έκανε ο Ιησούς για τις αμαρτίες, αφήνουν να εννοηθεί πως εκείνοι οι αντίχριστοι αυτοδικαιώνονταν, ισχυριζόμενοι ότι δεν είχαν αμαρτίες και δεν χρειάζονταν τη λυτρωτική θυσία του Ιησού. Εξαιτίας της εγωκεντρικής τους ‘γνώσης’ αυτοί είχαν γίνει ιδιοτελείς και είχαν χάσει την αγάπη τους, κατάσταση που ξεσκεπάζει ο Ιωάννης καθώς τονίζει συνεχώς την αληθινή Χριστιανική αγάπη. Επιπλέον, ο Ιωάννης προφανώς αντικρούει τις ψεύτικες διδασκαλίες τους, καθώς εξηγεί ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ότι αυτός υπήρχε προτού γίνει άνθρωπος και ότι ήρθε με σάρκα ως ο Γιος του Θεού για να παράσχει σωτηρία σε όσους πιστεύουν. (1:7-10· 2:1, 2· 4:16-21· 2:22· 1:1, 2· 4:2, 3, 14, 15) Ο Ιωάννης ξεσκεπάζει αυτούς τους ψευδοδιδασκάλους, λέγοντας ξεκάθαρα ότι είναι «αντίχριστοι», και αναφέρει αρκετούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να αναγνωρίσει κανείς τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του Διαβόλου.—2:18, 22· 4:3.

5. Ποια πράγματα δείχνουν ότι η Πρώτη Ιωάννου προοριζόταν για ολόκληρη τη Χριστιανική εκκλησία;

5 Αφού δεν απευθύνεται σε κάποια συγκεκριμένη εκκλησία, προφανώς η επιστολή προοριζόταν για ολόκληρη τη Χριστιανική αδελφότητα. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν υπάρχει χαιρετισμός ούτε στην αρχή ούτε στο τέλος. Μερικοί, μάλιστα, έχουν πει ότι αυτό το σύγγραμμα είναι πραγματεία και όχι επιστολή. Η χρήση του δεύτερου πληθυντικού προσώπου σε ολόκληρη την επιστολή δείχνει ότι ο συγγραφέας απηύθυνε τα λόγια του σ’ ένα σύνολο, και όχι σε κάποιο άτομο.

ΤΙ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

6. Ποια αντιπαραβολή κάνει ο Ιωάννης ανάμεσα σ’ εκείνους που περπατούν στο φως και σ’ εκείνους που βρίσκονται στο σκοτάδι;

6 Να περπατούμε στο φως, όχι στο σκοτάδι (1:1–2:29). «Ταύτα γράφομεν», λέει ο Ιωάννης, «δια να ήναι πλήρης η χαρά σας». Εφόσον «ο Θεός είναι φως», μόνο εκείνοι που ‘περπατούν στο φως’ έχουν ‘κοινωνίαν μετ’ αυτού και μετ’ αλλήλων’. Αυτοί καθαρίζονται από τις αμαρτίες μέσω ‘του αίματος του Ιησού του Υιού αυτού’. Απεναντίας, εκείνοι που ‘περπατούν στο σκοτάδι’ και ισχυρίζονται ότι ‘δεν έχουν αμαρτία’ πλανούν τον εαυτό τους και η αλήθεια δεν είναι σ’ αυτούς. Αν ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, ο Θεός θα είναι πιστός και θα τους συγχωρήσει.—1:4-8.

7. (α) Πώς δείχνει ένα άτομο ότι γνωρίζει και αγαπάει τον Θεό; (β) Πώς προσδιορίζεται ο αντίχριστος;

7 Ο Ιησούς Χριστός προσδιορίζεται ως «ιλασμός [εξευμενιστική θυσία, ΜΝΚ]» για τις αμαρτίες, ως εκείνος που είναι ‘παράκλητος [βοηθός, ΜΝΚ] προς τον Πατέρα’. Όποιος διατείνεται ότι γνωρίζει τον Θεό, αλλά δεν τηρεί τις εντολές Του, είναι ψεύτης. Όποιος αγαπάει τον αδελφό του παραμένει στο φως, αλλά όποιος μισεί τον αδελφό του περπατάει στο σκοτάδι. Ο Ιωάννης τούς συμβουλεύει έντονα να μην αγαπούν τον κόσμο ούτε τα πράγματα του κόσμου, γιατί, όπως λέει, «Εάν τις αγαπά τον κόσμον, η αγάπη του Πατρός δεν είναι εν αυτώ». Έχουν έρθει πολλοί αντίχριστοι, και «εξ ημών εξήλθον», εξηγεί ο Ιωάννης, «αλλά δεν ήσαν εξ ημών». Αντίχριστος είναι εκείνος που αρνείται ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός. Αρνείται και τον Πατέρα και τον Γιο. Τα ‘μικρά παιδιά’ ας παραμένουν σε ό,τι έμαθαν από την αρχή, για να ‘παραμένουν σε ενότητα με τον Γιο και σε ενότητα με τον Πατέρα’, σύμφωνα με το χρίσμα που έλαβαν απ’ αυτόν, το οποίο είναι αληθινό.—2:1, 2, 15, 18, 19· 2:24, ΜΝΚ.

8. (α) Πώς ξεχωρίζουν τα παιδιά του Θεού από τα παιδιά του Διαβόλου; (β) Πώς έχουν γνωρίσει την αγάπη τα ‘μικρά παιδιά’, και ποιον έλεγχο πρέπει να κάνουν συνεχώς στην καρδιά τους;

8 Τα παιδιά του Θεού δεν πράττουν την αμαρτία (3:1-24). Λόγω της αγάπης του Πατέρα, αυτοί ονομάζονται «τέκνα Θεού», και κατά τη φανέρωση του Θεού πρόκειται να γίνουν σαν αυτόν και να ‘τον δουν όπως είναι’. Η αμαρτία είναι ανομία, και εκείνοι που παραμένουν σε ενότητα με τον Χριστό δεν πράττουν την αμαρτία. Όποιος συνεχίζει να πράττει την αμαρτία είναι από τον Διάβολο, του οποίου τα έργα θα καταστρέψει ο Γιος του Θεού. Τα παιδιά του Θεού και τα παιδιά του Διαβόλου αναγνωρίζονται με τον εξής τρόπο: Όσοι προέρχονται από τον Θεό τρέφουν αγάπη ο ένας για τον άλλον, αλλά όσοι προέρχονται από τον πονηρό είναι σαν τον Κάιν, ο οποίος μισούσε τον αδελφό του και τον θανάτωσε. Ο Ιωάννης λέει στα ‘μικρά παιδιά’ ότι έχουν γνωρίσει την αγάπη επειδή ‘εκείνος έβαλε την ψυχή του’ υπέρ αυτών, και τους νουθετεί να μην ‘κλείνουν τα σπλάχνα τους’ στους αδελφούς τους. Ας ‘αγαπούν, όχι με λόγο ούτε με γλώσσα, αλλά με έργο και αλήθεια’. Για να ξέρουν αν προέρχονται ‘από την αλήθεια’, πρέπει να ελέγχουν τι υπάρχει στην καρδιά τους και να βλέπουν αν ‘πράττουν τα αρεστά ενώπιον’ του Θεού. Πρέπει να τηρούν την εντολή του που λέει να ‘πιστεύουν στο όνομα του Γιου του τού Ιησού Χριστού, και να αγαπούν αλλήλους’. Έτσι θα γνωρίζουν ότι παραμένουν σε ενότητα μ’ αυτόν, κι εκείνος μ’ αυτούς, μέσω του πνεύματος.—3:1, 2, 16-19, 22, 23.

9. (α) Σε ποια δοκιμασία πρέπει να υποβάλλονται οι εμπνευσμένες εκφράσεις; (β) Ποιο πράγμα τονίζει την υποχρέωση που έχουν να αγαπούν ο ένας τον άλλον;

9 Να αγαπούν ο ένας τον άλλον σε ενότητα με τον Θεό (4:1–5:21). «Τα πνεύματα [οι εμπνευσμένες εκφράσεις, ΜΝΚ]» πρέπει να δοκιμάζονται. Οι εκφράσεις που αρνούνται ότι ο Χριστός ήρθε με σάρκα δεν είναι ‘από τον Θεό’, αλλά είναι του αντίχριστου. Προέρχονται από τον κόσμο και είναι σε ενότητα μ’ αυτόν, αλλά η εμπνευσμένη έκφραση της αλήθειας προέρχεται από τον Θεό. Ο Ιωάννης λέει: «Ο Θεός είναι αγάπη», και «εν τούτω είναι η αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών». Πόσο μεγάλη υποχρέωση έχουν, λοιπόν, να αγαπούν ο ένας τον άλλον! Με όποιους αγαπούν τους άλλους ο Θεός παραμένει σε ενότητα, κι έτσι γίνεται τέλεια η αγάπη ώστε να ‘έχουν παρρησία’, ‘διώκοντας έξω το φόβο’. «Ημείς», λέει ο Ιωάννης, ‘αγαπώμεν, διότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς’. «Όστις αγαπά τον Θεόν, να αγαπά και τον αδελφόν αυτού».—4:3, 8, 10, 17, 19, 21.

10. (α) Πώς μπορούν να νικήσουν τον κόσμο τα παιδιά του Θεού, και ποια πεποίθηση έχουν; (β) Ποια στάση πρέπει να έχουν σχετικά με την αμαρτία και την ειδωλολατρία;

10 Το να δείχνουν αγάπη ως παιδιά του Θεού σημαίνει να τηρούν τις εντολές του, και τότε το αποτέλεσμα θα είναι να νικήσουν τον κόσμο μέσω πίστης. Σχετικά μ’ εκείνους που πιστεύουν στον Γιο του Θεού, ο Θεός δίνει μαρτυρία ότι Αυτός τούς έδωσε ‘ζωήν αιώνιον, και αύτη η ζωή είναι εν τω Υιώ αυτού’. Έτσι, εκείνοι μπορούν να είναι πεπεισμένοι ότι αυτός θα τους ακούει ό,τι κι αν του ζητούν σύμφωνα με το θέλημά του. Κάθε αδικία είναι αμαρτία· αλλά, υπάρχει αμαρτία που δεν φέρνει θάνατο. Όποιος γεννιέται από τον Θεό δεν πράττει την αμαρτία. Μολονότι «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται . . . , ο Υιός του Θεού ήλθε» και έδωσε στους μαθητές του «νόησιν» για να αποκτούν γνώση σχετικά με τον αληθινό Θεό, με τον οποίον είναι τώρα σε ενότητα μέσω ‘του Γιου του, του Ιησού Χριστού’. Πρέπει, επίσης, να φυλάγονται από τα είδωλα!—5:11, 19, 20.

ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΩΦΕΛΙΜΟ

11. Πώς μπορούν οι Χριστιανοί σήμερα να καταπολεμήσουν τους αντίχριστους και τις κοσμικές επιθυμίες;

11 Όπως στα τελευταία χρόνια του 1ου αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας, έτσι και σήμερα υπάρχουν «πολλοί αντίχριστοι» σχετικά με τους οποίους πρέπει να προειδοποιηθούν οι αληθινοί Χριστιανοί. Αυτοί οι αληθινοί Χριστιανοί πρέπει να μένουν πιστοί στο άγγελμα ‘που άκουσαν από την αρχή, να αγαπούν αλλήλους’, και να παραμένουν σε ενότητα με τον Θεό και την αληθινή διδασκαλία, πράττοντας δικαιοσύνη με παρρησία. (2:18· 3:11· 2:27-29) Εξαιρετικά σπουδαία είναι, επίσης, η προειδοποίηση σχετικά με ‘την επιθυμία της σάρκας και την επιθυμία των οφθαλμών και την αλαζονεία του βίου [τη φανταχτερή επίδειξη των μέσων διαβίωσης, ΜΝΚ]’, αυτά τα υλιστικά, κοσμικά και κακά πράγματα που έχουν απορροφήσει τους περισσότερους λεγόμενους Χριστιανούς. Οι αληθινοί Χριστιανοί θα αποφεύγουν εντελώς τον κόσμο και την επιθυμία του, επειδή γνωρίζουν ότι «όστις πράττει το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα». Σ’ αυτόν τον αιώνα στον οποίον κυριαρχούν οι κοσμικές επιθυμίες, το αιρετικό πνεύμα και το μίσος, πόσο ωφέλιμο είναι πράγματι να μελετούμε το θέλημα του Θεού μέσω της θεόπνευστης Γραφής και να πράττουμε αυτό το θέλημα!—2:15-17.

12. Ποιες αντιπαραβολές κάνει προς όφελός μας η Πρώτη Ιωάννου, και πώς μπορούμε να νικήσουμε τον κόσμο;

12 Προς όφελός μας, η Πρώτη Ιωάννου κάνει ξεκάθαρες αντιπαραβολές ανάμεσα στο φως που πηγάζει από τον Πατέρα και στο καταστροφικό για την αλήθεια σκοτάδι που πηγάζει από τον πονηρό, ανάμεσα στις ζωοπάροχες διδασκαλίες του Θεού και στα απατηλά ψέματα του αντίχριστου, ανάμεσα στην αγάπη που διαποτίζει ολόκληρη την εκκλησία—την εκκλησία εκείνων που βρίσκονται σε ενότητα με τον Πατέρα καθώς και με τον Γιο—και στο δολοφονικό μίσος, όμοιο μ’ εκείνο του Κάιν το οποίο εκδηλώνουν όσοι ‘εξήλθον εξ ημών δια να φανερωθώσιν ότι δεν είναι πάντες εξ ημών’. (2:19· 1:5-7· 2:8-11, 22-25· 3:23, 24, 11, 12) Αν έχουμε αυτή την εκτίμηση, πρέπει να τρέφουμε τη διακαή επιθυμία να ‘νικήσουμε τον κόσμο’. Και πώς μπορούμε να το πετύχουμε αυτό; Έχοντας ισχυρή πίστη και έχοντας την «αγάπη του Θεού», πράγμα που σημαίνει να τηρούμε τις εντολές του.—5:3, 4.

13. (α) Πώς τονίζεται η αγάπη του Θεού ως δύναμη που ωθεί σε έργα; (β) Τι είδους αγάπη πρέπει να έχει ο Χριστιανός, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα ποια ενότητα;

13 ‘Η αγάπη του Θεού’—με τι θαυμάσιο τρόπο τονίζεται αυτή η υποκινούσα δύναμη σε ολόκληρη την επιστολή! Στο 2ο κεφάλαιο, βλέπουμε τη δυναμική αντιπαραβολή που γίνεται ανάμεσα στην αγάπη του κόσμου και στην αγάπη του Πατέρα. Παρακάτω, φέρνεται στην προσοχή μας το γεγονός ότι «ο Θεός είναι αγάπη». (4:8, 16) Και αυτή είναι πράγματι αγάπη που εκδηλώνεται με έργα! Εκφράστηκε με έξοχο τρόπο όταν ο Πατέρας έστειλε «τον Υιόν Σωτήρα του κόσμου». (4:14) Αυτό θα πρέπει να φουντώσει μέσα στην καρδιά μας αγάπη γεμάτη εκτίμηση και αφοβιά, σε αρμονία με τα λόγια του αποστόλου: ‘Ημείς αγαπώμεν, διότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς’. (4:19) Η αγάπη μας θα πρέπει να είναι του είδους που ήταν η αγάπη του Πατέρα και του Γιου—αγάπη που εκδηλώνεται με έργα, αγάπη αυτοθυσιαστική. Όπως ο Ιησούς παρέδωσε την ψυχή του για εμάς, έτσι κι εμείς «χρεωστούμεν υπέρ των αδελφών να βάλλωμεν τας ψυχάς ημών», ναι, να ανοίξουμε τα σπλάχνα μας για να αγαπούμε τους αδελφούς μας, όχι μόνο με λόγια, αλλά «με έργον και αλήθειαν». (3:16-18) Όπως δείχνει καθαρά η επιστολή του Ιωάννη, αυτή η αγάπη είναι που, σε συνδυασμό με την αληθινή γνώση για τον Θεό, δένει όσους περπατούν με τον Θεό φέρνοντάς τους σε αδιάσπαστη ενότητα με τον Πατέρα και τον Γιο. (2:5, 6ΜΝΚ) Στους κληρονόμους της Βασιλείας που έχουν αυτόν τον ευλογητό δεσμό της αγάπης απευθύνεται ο Ιωάννης όταν λέει: ‘Και είμαστε σε ενότητα με τον αληθινό, μέσω του Γιου του, του Ιησού Χριστού. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός και η ζωή η αιώνια’.—5:20, ΜΝΚ.

[Υποσημειώσεις]

^ Η Διεθνής Στερεότυπη Εγκυκλοπαίδεια της Βίβλου (The International Standard Bible Encyclopedia), Τόμος 2, 1982, επιμέλεια G. W. Bromiley, σελίδες 1095, 1096.

^ Εκκλησιαστική Ιστορία, III, XXIV, 17.

^ Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 2, σελίδα 1019.

^ Νέο Λεξικό της Αγίας Γραφής (New Bible Dictionary), 2η έκδοση, 1986, επιμέλεια J. D. Douglas, σελίδες 426, 604.

[Ερωτήσεις Μελέτης]