Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Μελέτη Αριθμός 4—Η Βίβλος και ο Κανόνας Της

Μελέτη Αριθμός 4—Η Βίβλος και ο Κανόνας Της

Μελέτες για τη Θεόπνευστη Γραφή και το Ιστορικό Της

Μελέτη Αριθμός 4—Η Βίβλος και ο Κανόνας Της

Η προέλευση της λέξης «Βίβλος»· πώς καθορίζεται ποια βιβλία ανήκουν δικαιωματικά στη Θεϊκή Βιβλιοθήκη· απόρριψη των Αποκρύφων.

1, 2. (α) Ποια είναι η γενική σημασία της λέξης βιβλία; (β) Πώς χρησιμοποιείται αυτή και οι σχετικές μ’ αυτή λέξεις στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές; (γ) Από πού προήλθε η λέξη «Bible» (Μπάιμπλ) της αγγλικής γλώσσας;

 ΕΦΟΣΟΝ η θεόπνευστη Γραφή ονομάζεται συχνά Βίβλος, είναι ενδιαφέρον να ερευνήσουμε την προέλευση και τη σημασία της λέξης «Βίβλος». Αυτή προέρχεται από τη λέξη βιβλία. Αυτή πάλι βγαίνει από τη λέξη βίβλος που περιέγραφε το εσωτερικό μέρος του φυτού πάπυρος, από το οποίο, στους αρχαίους χρόνους, έφτιαχναν ένα είδος «χαρτιού» πάνω στο οποίο έγραφαν. (Το φοινικικό λιμάνι της Γεβάλ, μέσω του οποίου εισαγόταν πάπυρος από την Αίγυπτο, ονομάστηκε από τους Έλληνες Βύβλος. Βλέπε εδάφιο Ιησούς του Ναυή 13:5, υποσημείωση στη ΜΝΚ.) Τα γραπτά για τα οποία χρησιμοποιούνταν αυτό το υλικό κατέληξαν να αποκαλούνται βιβλία. Έτσι, η λέξη βιβλία έφτασε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε συγγράμματα, ρόλους, έντυπα, έγγραφα, ιερά κείμενα, ακόμη και σε βιβλιοθήκες, δηλαδή συλλογές βιβλίων.

2 Το παράξενο είναι ότι, γενικά, η λέξη «Βίβλος», με τη σημερινή της έννοια, δεν υπάρχει στο κείμενο καμιάς μετάφρασης των Αγίων Γραφών. Ωστόσο, το 2ο αιώνα Π.Κ.Χ. η συλλογή των θεόπνευστων βιβλίων των Εβραϊκών Γραφών αποκαλούνταν ήδη τα βιβλία, στην ελληνική γλώσσα. Στο εδάφιο Δανιήλ 9:2, κατά τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, ο προφήτης έγραψε: «Εγώ Δανιήλ διενοήθην εν ταις βίβλοις . . . ». Εδώ χρησιμοποιείται η δοτική πτώση του πληθυντικού της λέξης βίβλος. Στο εδάφιο 2 Τιμόθεον 4:13, ο Παύλος έγραψε: «Ερχόμενος φέρε, και τα βιβλία». Στους διάφορους γραμματικούς τύπους, οι λέξεις βιβλίον και βίβλος εμφανίζονται πάνω από 40 φορές στο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Η λέξη βιβλία χρησιμοποιήθηκε αργότερα στη λατινική, ως λέξη ενικού αριθμού, και από τη λατινική προήλθε η λέξη «Bible» (Μπάιμπλ) στην αγγλική γλώσσα.

3. Πώς κατέδειξαν οι συγγραφείς της Βίβλου ότι αυτή είναι ο εμπνευσμένος Λόγος του Θεού;

3 Είναι ο Λόγος του Θεού. Αν και χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι άνθρωποι για τη θεόπνευστη συγγραφή της και διάφοροι άλλοι συμμετείχαν στη μετάφρασή της από τις πρωτότυπες γλώσσες στις σημερινές γραπτές γλώσσες, η Βίβλος είναι, με την πιο πλήρη έννοια, ο Λόγος του Θεού, η δική του εμπνευσμένη αποκάλυψη προς τους ανθρώπους. Έτσι τη θεωρούσαν και οι ίδιοι οι θεόπνευστοι συγγραφείς, όπως αποδεικνύεται από φράσεις τις οποίες χρησιμοποιούσαν, όπως ‘λόγος εξερχόμενος εκ του στόματος του Ιεχωβά’ (Δευτ. 8:3), ‘λόγοι του Ιεχωβά’ (Ιησ. Ναυή 24:27), ‘εντολές του Ιεχωβά’ (Έσδρ. 7:11), ‘νόμος του Ιεχωβά’ (Ψαλμ. 19:7), ‘λόγος του Ιεχωβά’ (Ησ. 38:4· Ματθ. 4:4· 1 Θεσ. 4:15).

Η ΘΕΪΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

4. Από τι αποτελείται η Βίβλος, και ποιος το έχει καθορίσει αυτό;

4 Αυτό που είναι γνωστό σήμερα στον άνθρωπο ως Βίβλος ή Αγία Γραφή είναι, στην πραγματικότητα, μια συλλογή αρχαίων θεόπνευστων κειμένων. Αυτά συγκροτήθηκαν και συντάχθηκαν σε γραπτή μορφή μέσα σε περίοδο 16 αιώνων. Ολόκληρη αυτή η συλλογή εγγράφων αποτελεί τη Θεϊκή Βιβλιοθήκη (Bibliotheca Divina), όπως ορθά τη χαρακτήρισε ο Ιερώνυμος. Αυτή η βιβλιοθήκη έχει έναν επίσημο κατάλογο βιβλίων, ο οποίος περιέχει μόνο εκείνα που έχουν σχέση με το θέμα και το είδος αυτής της βιβλιοθήκης. Όλα τα μη εγκεκριμένα βιβλία αποκλείονται. Ο Ιεχωβά Θεός είναι ο Μεγάλος Βιβλιοθηκονόμος, ο οποίος θέτει τον κανόνα που καθορίζει ποια συγγράμματα πρέπει να περιληφθούν. Η Βίβλος, λοιπόν, έχει έναν αμετάβλητο κατάλογο, που περιλαμβάνει 66 βιβλία, τα οποία είναι όλα τους προϊόντα της καθοδηγίας του αγίου πνεύματος του Θεού.

5. Τι είναι ο Βιβλικός κανόνας, και από πού προήλθε αυτός ο όρος;

5 Η συλλογή ή ο κατάλογος των βιβλίων που είναι αποδεκτά ως η γνήσια και θεόπνευστη Γραφή λέγεται συχνά Βιβλικός κανόνας. Αρχικά το καλάμι (στην εβραϊκή, κανέχ) χρησίμευε ως μέσο για μέτρηση, αν δεν υπήρχε πρόχειρο κάποιο κομμάτι ξύλο. Ο απόστολος Παύλος, όταν χρησιμοποίησε τη λέξη κανών, εννοούσε το πρότυπο διαγωγής, αλλά και την εδαφική περιοχή που του δόθηκε ως διορισμός του. (Γαλ. 6:16· 2 Κορ. 10:13) Άρα, κανονικά είναι τα βιβλία που είναι αληθινά και θεόπνευστα και κατάλληλα για να χρησιμοποιούνται ως μέτρο για τον καθορισμό της ορθής πίστης, διδασκαλίας και διαγωγής. Αν χρησιμοποιούμε βιβλία που δεν είναι «ίσια» σαν το νήμα της στάθμης, η «οικοδομή» μας δεν θα είναι αληθινή και θα την απορρίψει ο Μεγάλος Επιθεωρητής όταν θα την ελέγξει.

6. Ποιοι είναι μερικοί παράγοντες που καθορίζουν την κανονικότητα ενός βιβλίου;

6 Πώς Καθορίζεται η Κανονικότητα. Ποια είναι μερικά από τα θεϊκά αποδεικτικά στοιχεία που καθορίζουν την κανονικότητα των 66 βιβλίων της Αγίας Γραφής; Πρώτα απ’ όλα, τα συγγράμματα πρέπει να ασχολούνται με τις υποθέσεις του Ιεχωβά στη γη, στρέφοντας τους ανθρώπους προς τη λατρεία του και εμπνέοντας βαθύ σεβασμό απέναντι στο όνομά του, καθώς και απέναντι στο έργο και στους σκοπούς του για τη γη. Πρέπει να δίνουν αποδείξεις θεοπνευστίας, δηλαδή να δείχνουν ότι είναι προϊόντα του αγίου πνεύματος. (2 Πέτρ. 1:21) Δεν πρέπει να στρέφουν την προσοχή σε δεισιδαιμονίες ή στη λατρεία πλασμάτων, αλλά αντίθετα στην αγάπη και στην υπηρεσία προς τον Θεό. Δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα σε κανένα σύγγραμμα που να έρχεται σε σύγκρουση με την εσωτερική αρμονία του συνόλου, αλλά αντίθετα κάθε βιβλίο πρέπει να υποστηρίζει, σε ενότητα με τα άλλα, ότι ένας είναι ο εμπνευστής του, ο Ιεχωβά Θεός. Επιπλέον, θα πρέπει να αναμένουμε ότι τα συγγράμματα αυτά θα αποδεικνύονται ακριβή και στην παραμικρότερη λεπτομέρεια. Εκτός απ’ αυτά τα βασικά και απαραίτητα στοιχεία, υπάρχουν κι άλλες ειδικές ενδείξεις θεοπνευστίας, και επομένως κανονικότητας, ανάλογα με τη φύση των περιεχομένων του κάθε βιβλίου, και αυτές αναλύονται σ’ αυτό το έντυπο στην εισαγωγική ύλη που υπάρχει για το καθένα από τα βιβλία της Γραφής. Εξάλλου, υπάρχουν ιδιάζουσες περιστάσεις που εφαρμόζονται στις Εβραϊκές Γραφές και άλλες στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, οι οποίες βοηθούν να αποδειχθεί η εγκυρότητα του Βιβλικού κανόνα.

ΟΙ ΕΒΡΑΪΚΕΣ ΓΡΑΦΕΣ

7. Σε ποια προοδευτικά στάδια ολοκληρώθηκε ο Εβραϊκός κανόνας, και με τι θα έπρεπε να εναρμονίζεται το κάθε νεότερο τμήμα;

7 Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι πρώτα ολοκληρώθηκε ο Εβραϊκός κανόνας, τον 5ο αιώνα Π.Κ.Χ., και μετά έγιναν αποδεκτά τα περιεχόμενα της θεόπνευστης Γραφής. Με την κατεύθυνση του πνεύματος του Θεού, τα συγγράμματα του Μωυσή τα δέχτηκαν ευθύς εξαρχής οι Ισραηλίτες ως θεόπνευστα, σαν να ήταν γραμμένα από τον Θεό. Όταν ολοκληρώθηκε η Πεντάτευχος, αποτέλεσε τον κανόνα εκείνου του καιρού. Οι περαιτέρω αποκαλύψεις σχετικά με τους σκοπούς του Ιεχωβά, που θα δίνονταν σε θεόπνευστους ανθρώπους, θα έπρεπε να έχουν κάποια λογική σύνδεση και να εναρμονίζονται με τις θεμελιώδεις αρχές για την αληθινή λατρεία, οι οποίες διατυπώνονται στην Πεντάτευχο. Αυτό πράγματι συμβαίνει, όπως διαπιστώσαμε καθώς εξετάζαμε τα διάφορα βιβλία της Γραφής, ειδικά αφού αυτά πραγματεύονται άμεσα το μεγαλειώδες θέμα της Αγίας Γραφής, δηλαδή τον αγιασμό του ονόματος του Ιεχωβά και τη δικαίωση της κυριαρχίας του μέσω της Βασιλείας υπό τον Χριστό, το Υποσχεμένο Σπέρμα.

8. Τι πιστοποιεί την κανονικότητα των προφητικών βιβλίων της Γραφής;

8 Οι Εβραϊκές Γραφές, ιδιαίτερα, περιέχουν πάμπολλες προφητείες. Ο ίδιος ο Ιεχωβά, μέσω του Μωυσή, όρισε με ποιο κριτήριο θα πιστοποιούνταν η γνησιότητα μιας προφητείας, το αν, δηλαδή, ήταν πράγματι αυτή από τον Θεό ή όχι, και αυτό βοηθούσε να καθοριστεί αν ένα προφητικό βιβλίο ήταν κανονικό. (Δευτ. 13:1-3· 18:20-22) Η εξέταση καθενός από τα προφητικά βιβλία των Εβραϊκών Γραφών, σε συνδυασμό με την Αγία Γραφή στο σύνολό της και την κοσμική ιστορία, αποδεικνύει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ‘ο λόγος’ που περιείχαν αυτά ήταν εν ονόματι του Ιεχωβά, ότι αυτός ‘ο λόγος’—στην περίπτωση που αφορούσε μελλοντικά πράγματα—‘έγινε ή συνέβη’, είτε πλήρως είτε μ’ ένα μικρογραφικό ή μερικό τρόπο, και ότι έστρεφε τους ανθρώπους προς τον Θεό. Όταν κάποια προφητεία πληρούσε αυτές τις απαιτήσεις ήταν πιστοποιημένα γνήσια και θεόπνευστη.

9. Ποιος σπουδαίος παράγοντας πρέπει να λαβαίνεται υπόψη, όταν εξετάζεται το ζήτημα του Βιβλικού κανόνα;

9 Οι παραθέσεις που έκαναν ο Ιησούς και οι θεόπνευστοι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών πιστοποιούν άμεσα την κανονικότητα πολλών βιβλίων των Εβραϊκών Γραφών, αν και αυτό το κριτήριο δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα βιβλία, λόγου χάρη στα βιβλία Εσθήρ και Εκκλησιαστής. Όταν εξετάζεται, λοιπόν, το ζήτημα της κανονικότητας, πρέπει να λαβαίνεται υπόψη κάποιος άλλος, πολύ πιο σπουδαίος παράγοντας, ο οποίος εφαρμόζεται σε ολόκληρο το Βιβλικό κανόνα. Ακριβώς όπως ο Ιεχωβά ενέπνευσε ανθρώπους για να καταγράψουν τα θεϊκά του λόγια προκειμένου να διδαχτούν, να εποικοδομηθούν και να ενθαρρυνθούν αυτοί όσον αφορά τη λατρεία και την υπηρεσία του, είναι λογικό ότι ο Ιεχωβά θα κατεύθυνε και θα καθοδηγούσε την ταξινόμηση των θεόπνευστων συγγραμμάτων και την καθιέρωση του Βιβλικού κανόνα. Θα το έκανε αυτό ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για το τι αποτελεί το Λόγο της αλήθειας του και το τι συνιστά το αναλλοίωτο μέτρο για την αληθινή λατρεία. Πραγματικά, μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν τα πλάσματα εδώ στη γη να ‘αναγεννώνται δια του λόγου του Θεού’ και να είναι σε θέση να γνωστοποιούν ότι ‘ο λόγος του Ιεχωβά μένει εις τον αιώνα’.—1 Πέτρ. 1:23, 25.

10. Πότε πήρε την τελική του μορφή ο κανόνας των Εβραϊκών Γραφών;

10 Τεκμηρίωση του Εβραϊκού Κανόνα. Η Ιουδαϊκή παράδοση αποδίδει στον Έσδρα την αρχή της κατάρτισης του κανόνα των Εβραϊκών Γραφών και αναφέρει ότι τον κανόνα τον ολοκλήρωσε ο Νεεμίας. Ο Έσδρας σίγουρα ήταν καλά καταρτισμένος για ένα τέτοιο έργο, αφού ο ίδιος ήταν θεόπνευστος Βιβλικός συγγραφέας, καθώς επίσης ιερέας, λόγιος και επίσημος «γραμματεύς [αντιγραφέας, ΜΝΚ]» ιερών συγγραμμάτων. (Έσδρ. 7:1-11) Δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητήσουμε την παραδοσιακή άποψη ότι ο κανόνας των Εβραϊκών Γραφών είχε πάρει την τελική του μορφή στο τέλος του 5ου αιώνα Π.Κ.Χ.

11. Πώς ταξινομεί τις Εβραϊκές Γραφές ο παραδοσιακός Ιουδαϊκός κανόνας;

11 Ο κατάλογος που έχουμε σήμερα για τις Εβραϊκές Γραφές αποτελείται από 39 βιβλία· στον παραδοσιακό Ιουδαϊκό κανόνα, αν και περιλαμβάνονται τα ίδια βιβλία, αυτά είναι 24. Μερικές αυθεντίες έβαζαν το βιβλίο Ρουθ μαζί με το βιβλίο Κριταί και το βιβλίο Ιερεμίας μαζί με το βιβλίο Θρήνοι, κι έτσι θεωρούσαν 22 τα βιβλία, μολονότι δέχονταν ακριβώς τα ίδια κανονικά συγγράμματα. * Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο αριθμός των θεόπνευστων βιβλίων εξισωνόταν με τον αριθμό των γραμμάτων του εβραϊκού αλφαβήτου. Ακολουθεί ο κατάλογος των 24 βιβλίων κατά τον παραδοσιακό Ιουδαϊκό κανόνα:

 Ο Νόμος (Η Πεντάτευχος)

  1. Γένεσις

  2. Έξοδος

  3. Λευιτικόν

  4. Αριθμοί

  5. Δευτερονόμιον

 Οι Προφήτες

  6. Ιησούς του Ναυή

  7. Κριταί

  8. Σαμουήλ (Πρώτο και Δεύτερο μαζί ως ένα βιβλίο)

  9. Βασιλέων (Πρώτο και Δεύτερο μαζί ως ένα βιβλίο)

 10. Ησαΐας

 11. Ιερεμίας

 12. Ιεζεκιήλ

 13. Οι Δώδεκα Προφήτες (Ωσηέ, Ιωήλ, Αμώς, Αβδιού, Ιωνάς, Μιχαίας, Ναούμ, Αββακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας και Μαλαχίας, ως ένα βιβλίο)

 Τα Γραφεία (Γραπτά ή Αγιόγραφα)

 14. Ψαλμοί

 15. Παροιμίαι

 16. Ιώβ

 17. Άσμα Ασμάτων

 18. Ρουθ

 19. Θρήνοι

 20. Εκκλησιαστής

 21. Εσθήρ

 22. Δανιήλ

 23. Έσδρας (Το βιβλίο του Νεεμία ήταν μαζί με του Έσδρα)

 24. Χρονικών (Πρώτο και Δεύτερο μαζί ως ένα βιβλίο)

12. Τι άλλο επιβεβαιώνει τον Εβραϊκό κανόνα, και με ποια συγγράμματα κλείνει αυτός;

12 Αυτός ήταν ο κατάλογος, δηλαδή ο κανόνας, τον οποίον αποδεχόταν ως θεόπνευστη Γραφή ο Χριστός Ιησούς και η πρώτη Χριστιανική εκκλησία. Μόνο απ’ αυτά τα συγγράμματα παρέθεταν οι θεόπνευστοι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών και, εισάγοντας αυτές τις παραθέσεις με φράσεις όπως «καθώς είναι γεγραμμένον», επιβεβαίωναν ότι επρόκειτο για το Λόγο του Θεού. (Ρωμ. 15:9) Ο Ιησούς, αναφερόμενος στο σύνολο των θεόπνευστων Γραφών που είχαν γραφτεί μέχρι τον καιρό της διακονίας του, μίλησε για τα όσα ήταν γραμμένα «εν τω νόμω του Μωυσέως και προφήταις και ψαλμοίς». (Λουκ. 24:44) Εδώ η λέξη ‘Ψαλμοί’, που είναι το πρώτο βιβλίο των Αγιόγραφων, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει όλο αυτό το τμήμα. Το τελευταίο ιστορικό βιβλίο που περιλαμβανόταν στον Εβραϊκό κανόνα ήταν του Νεεμία. Το ότι αυτό έγινε με την κατεύθυνση του πνεύματος του Θεού φαίνεται από το γεγονός ότι μόνο αυτό το βιβλίο δείχνει από πού πρέπει να αρχίζουμε να υπολογίζουμε τη σημαντικότατη προφητεία του Δανιήλ, η οποία έλεγε ότι «από της εξελεύσεως της προσταγής τού να ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ» ως την έλευση του Μεσσία θα μεσολαβούσε περίοδος 69 προφητικών εβδομάδων. (Δαν. 9:25· Νεεμ. 2:1-8· 6:15) Επίσης, το βιβλίο του Νεεμία δίνει το ιστορικό φόντο για το τελευταίο προφητικό βιβλίο, εκείνο του Μαλαχία. Το ότι το βιβλίο του Μαλαχία ανήκε στον κανόνα των θεόπνευστων Γραφών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, εφόσον και ο ίδιος ο Ιησούς, ο Γιος του Θεού, παρέθεσε αρκετές φορές απ’ αυτό. (Ματθ. 11:10, 14) Μολονότι γίνονται παρόμοιες παραθέσεις από τα περισσότερα βιβλία του Εβραϊκού κανόνα—που όλα γράφτηκαν πριν από το βιβλίο του Νεεμία και εκείνο του Μαλαχία—οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών δεν παραθέτουν από κανένα από τα δήθεν θεόπνευστα συγγράμματα που γράφτηκαν μετά την εποχή του Νεεμία και του Μαλαχία ως την εποχή του Χριστού. Αυτό επιβεβαιώνει την παραδοσιακή άποψη των Ιουδαίων, καθώς και την πεποίθηση της Χριστιανικής εκκλησίας του 1ου αιώνα Κ.Χ., ότι ο κανόνας των Εβραϊκών Γραφών έκλεισε με το σύγγραμμα του Νεεμία και εκείνο του Μαλαχία.

ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΪΚΩΝ ΓΡΑΦΩΝ

13. (α) Τι είναι τα Απόκρυφα; (β) Πώς έφτασε να γίνουν αποδεκτά στο Ρωμαιοκαθολικό κανόνα;

13 Τι είναι τα Απόκρυφα βιβλία; Είναι τα συγγράμματα που μερικοί έχουν συμπεριλάβει σε ορισμένες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής, αλλά άλλοι τα έχουν απορρίψει επειδή αυτά δεν διαθέτουν αποδείξεις θεοπνευστίας. Η λέξη απόκρυφος αναφέρεται σε πράγματα ‘κρυμμένα προσεκτικά’. (Μάρκ. 4:22· Λουκ. 8:17· Κολ. 2:3, Κείμενο) Ο όρος αυτός εφαρμόζεται σε βιβλία αμφιβόλου εξουσιοδότησης ή σε βιβλία που στερούνται αποδείξεων θεοπνευστίας, αν και ορισμένοι θεωρούν ότι η ανάγνωσή τους έχει κάποια αξία. Αυτά τα βιβλία τα φύλασσαν σε διαφορετικό μέρος και δεν τα διάβαζαν δημόσια, και απ’ αυτό προήλθε η ιδέα του ‘κρυμμένου’. Στη Σύνοδο της Καρχηδόνας, το 397 Κ.Χ., έγινε πρόταση να προστεθούν στις Εβραϊκές Γραφές 7 από τα Απόκρυφα, καθώς και προσθήκες στα κανονικά βιβλία Εσθήρ και Δανιήλ. Ωστόσο, χρειάστηκε να φτάσει το 1546 Κ.Χ., στη Σύνοδο του Τριδέντου, για να επικυρώσει οριστικά η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία την αποδοχή των προσθηκών αυτών στο δικό της κατάλογο των βιβλίων της Γραφής. Οι προσθήκες αυτές ήταν τα βιβλία Τωβίτ, Ιουδίθ, προσθήκες στο βιβλίο Εσθήρ, τα βιβλία Σοφία του Σολομώντα, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, 3 προσθήκες στο βιβλίο του Δανιήλ, καθώς και τα βιβλία Πρώτο Μακκαβαίων και Δεύτερο Μακκαβαίων.

14. (α) Από ποια άποψη έχει ενδιαφέρον το Πρώτο Μακκαβαίων; (β) Ποιες αυθεντίες δεν αναφέρθηκαν ποτέ στα Απόκρυφα, και γιατί;

14 Το βιβλίο Πρώτο Μακκαβαίων, ενώ δεν πρέπει ούτε κατά διάνοια να θεωρείται θεόπνευστο, περιέχει πληροφορίες ιστορικού ενδιαφέροντος. Αφηγείται τον αγώνα που έκαναν οι Ιουδαίοι για ανεξαρτησία στη διάρκεια του 2ου αιώνα Π.Κ.Χ., υπό την ηγεσία της ιερατικής οικογένειας των Μακκαβαίων. Τα υπόλοιπα Απόκρυφα είναι γεμάτα μύθους και δεισιδαιμονίες και έχουν πάμπολλα λάθη. Ποτέ δεν αναφέρθηκαν σ’ αυτά ούτε παρέθεσαν απ’ αυτά ο Ιησούς και οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών.

15, 16. Πώς έδειξαν ο Ιώσηπος και ο Ιερώνυμος ποια βιβλία είναι κανονικά;

15 Ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος, του 1ου αιώνα Κ.Χ., στο έργο του Κατ’ Απίωνος (Α΄, 38-41 [VIII]), * κάνει κάποιο σχόλιο σχετικά με το σύνολο των βιβλίων που αναγνώριζαν οι Εβραίοι ως ιερά. Έγραψε τα εξής: «Εμείς δεν έχομε χιλιάδες βιβλία, ασύμφωνα κι αντιφατικά μεταξύ τους, παρά μονάχα είκοσι δύο [που ισοδυναμούν με τα 39 που έχουμε εμείς σήμερα, όπως δείχνει η 11η παράγραφος] που έχουν την ιστορία όλης της εποχής και που είναι δικαιωματικά αξιόπιστα. Πέντε απ’ αυτά είναι του Μωυσή και περιέχουν τους νόμους και την ιστορία της δημιουργίας του ανθρώπου ως το θάνατο του Μωυσή. . . . Από το θάνατο ύστερα του Μωυσή ως το βασιλιά των Περσών, το διάδοχο του Ξέρξη, τον Αρταξέρξη, οι μετά τον Μωυσή προφήτες συγγράψανε την ιστορία της εποχής τους σε 13 βιβλία. Τα υπόλοιπα τέσσαρα περιέχουν ύμνους προς το θεό και συμβουλές για τη ζωή των ανθρώπων». Έτσι, ο Ιώσηπος δείχνει ότι ο κανόνας των Εβραϊκών Γραφών είχε πάρει την τελική του μορφή πολύ πριν από τον 1ο αιώνα Κ.Χ.

16 Ο Βιβλικός λόγιος Ιερώνυμος, που ολοκλήρωσε τη Βουλγάτα, τη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής, γύρω στο 405 Κ.Χ., είχε πάρει κατηγορηματική θέση όσον αφορά τα Απόκρυφα. Έχοντας ταξινομήσει τα θεόπνευστα βιβλία χρησιμοποιώντας την ίδια αρίθμηση με τον Ιώσηπο—θεωρώντας δηλαδή 22 τα 39 θεόπνευστα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών—δηλώνει στον πρόλογο που έγραψε για τα βιβλία Σαμουήλ και Βασιλέων στη Βουλγάτα: «Άρα, υπάρχουν είκοσι δύο βιβλία . . . Αυτός ο πρόλογος των Γραφών μπορεί να χρησιμεύσει ως ισχυρή επικύρωση όλων των βιβλίων που μεταφράζουμε από την εβραϊκή στη λατινική· κι έτσι θα γνωρίζουμε πως ό,τι δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτά πρέπει να ενταχθεί στα απόκρυφα».

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΡΑΦΕΣ

17. Ποια ευθύνη ισχυρίζεται ότι έχει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά ποιος καθόρισε, στην πραγματικότητα, ποια βιβλία αποτελούν το Βιβλικό κανόνα;

17 Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ισχυρίζεται ότι αυτή έχει την ευθύνη να αποφασίζει ποια βιβλία πρέπει να περιληφθούν στο Βιβλικό κανόνα, και αναφέρεται στη Σύνοδο της Καρχηδόνας (397 Κ.Χ.), όπου καταρτίστηκε ένας κατάλογος βιβλίων. Αληθεύει, όμως, το αντίθετο, επειδή ο κανόνας, που περιλαμβάνει και τον κατάλογο των βιβλίων που αποτελούν τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ήταν ήδη καθιερωμένος τότε, όχι με απόφαση κάποιας συνόδου, αλλά με την κατεύθυνση του αγίου πνεύματος του Θεού—του ίδιου εκείνου πνεύματος που ενέπνευσε και τη συγγραφή αυτών των βιβλίων. Η μαρτυρία των μεταγενέστερων μη θεόπνευστων ανθρώπων που κατάρτισαν τέτοιους καταλόγους αξίζει μόνο ως επιβεβαίωση του Βιβλικού κανόνα, τον οποίον είχε εγκρίνει το πνεύμα του Θεού.

18. Ποια σπουδαία συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από τον πίνακα που δείχνει καταλόγους των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών από τους πρώτους αιώνες;

18 Οι Αποδείξεις από Καταλόγους των Πρώτων Αιώνων. Μια ματιά στο συνοδευτικό πίνακα αποκαλύπτει ότι πολλοί κατάλογοι των Χριστιανικών Γραφών, οι οποίοι καταρτίστηκαν τον 4ο αιώνα και πριν από τη σύνοδο που αναφέρθηκε παραπάνω, συμφωνούν πλήρως με το σημερινό μας κανόνα, και μερικοί άλλοι παραλείπουν μόνο το βιβλίο Αποκάλυψις. Πριν από το τέλος του 2ου αιώνα, ήταν ομόφωνα αποδεκτά τα 4 Ευαγγέλια, το βιβλίο Πράξεις και 12 από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου. Μόνο για λίγα από τα μικρότερα συγγράμματα υπήρχαν αμφιβολίες σε ορισμένες περιοχές. Πιθανότατα, αυτό οφειλόταν στο ότι αρχικά αυτά τα συγγράμματα είχαν περιορισμένη κυκλοφορία, για διάφορους λόγους, και γι’ αυτό χρειάστηκε περισσότερος χρόνος για να γίνουν αποδεκτά ως κανονικά.

19. (α) Ποιο αξιόλογο έγγραφο βρέθηκε στην Ιταλία, και πού τοποθετείται χρονολογικά; (β) Πώς ορίζει αυτό το έγγραφο τον αποδεκτό κανόνα της εποχής εκείνης;

19 Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες καταλόγους των πρώτων αιώνων είναι το απόσπασμα που ανακαλύφθηκε από τον Λ. Α. Μουρατόρι στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου της Ιταλίας και δημοσιεύτηκε από τον ίδιο το 1740. Παρ’ όλο που λείπει η αρχή, το ότι λέει πως το Κατά Λουκάν είναι το τρίτο Ευαγγέλιο υποδηλώνει ότι ανέφερε πρώτα το Κατά Ματθαίον και το Κατά Μάρκον. Το Μουρατόρειο Απόσπασμα, το οποίο είναι γραμμένο στη λατινική, τοποθετείται χρονολογικά προς τα τέλη του 2ου αιώνα Κ.Χ. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον έγγραφο, όπως δείχνει η ακόλουθη μετάφραση ενός τμήματός του: «Το τρίτο βιβλίο των Ευαγγελίων είναι το Κατά Λουκάν. Ο Λουκάς, πολύ γνωστός γιατρός, το έγραψε στο όνομά του . . . Το τέταρτο βιβλίο των Ευαγγελίων είναι του Ιωάννη, ενός από τους μαθητές. . . . Και έτσι τα άτομα που έχουν πιστέψει δεν βρίσκονται σε σύγχυση, μολονότι γίνονται διαφορετικές επιλογές γεγονότων στο κάθε βιβλίο των Ευαγγελίων, επειδή σε όλα [αυτά τα βιβλία] γνωστοποιήθηκαν με την καθοδηγία του ενός Πνεύματος όλα τα σχετικά με τη γέννησή του, τα πάθη του, την ανάστασή του, τις συζητήσεις του με τους μαθητές του και τη διπλή έλευσή του, η πρώτη—η οποία έχει ήδη λάβει χώρα—με την ταπείνωση που ήταν αποτέλεσμα της περιφρόνησης, και η δεύτερη—η οποία είναι μελλοντική—με τη δόξα της βασιλικής εξουσίας. Τι το εκπληκτικό, λοιπόν, αν ο Ιωάννης αναφέρει τόσο συχνά στις επιστολές του αυτά τα διάφορα πράγματα, λέγοντας ο ίδιος: ‘όσα είδαμε με τα μάτια μας και ακούσαμε με τα αφτιά μας και ψηλαφήσαμε με τα χέρια μας, αυτά γράψαμε’. Επειδή έτσι δηλώνει ότι είναι, όχι μόνο αυτόπτης μάρτυρας, αλλά και ακροατής και αφηγητής όλων των θαυμαστών πραγμάτων του Κυρίου, με τη σειρά που συνέβησαν. Επιπλέον, οι πράξεις όλων των αποστόλων είναι γραμμένες σ’ ένα βιβλίο. Ο Λουκάς τις συνέταξε [έτσι] για τον κράτιστο Θεόφιλο . . . Όσο για τις επιστολές του Παύλου, το τι είναι, από πού ή για ποιο λόγο στάλθηκαν, το διευκρινίζουν οι ίδιες σ’ αυτόν που θέλει να κατανοήσει. Πρώτα απ’ όλα, εκείνος έγραψε μακροσκελώς στους Κορινθίους για να εμποδίσει το σχίσμα της αίρεσης, κατόπιν στους Γαλάτες [για] την περιτομή και στους Ρωμαίους για τη σειρά των Γραφών, υποδεικνύοντας, επίσης, ότι ο Χριστός αποτελεί το κύριο θέμα σ’ αυτές—την καθεμιά από τις οποίες χρειάζεται να εξετάσουμε, βλέποντας ότι ο ίδιος ο ευλογημένος Απόστολος Παύλος, όπως και ο Ιωάννης, γράφει σε εφτά εκκλησίες ονομαστικά κατά την εξής σειρά: Προς Κορινθίους (πρώτη), Προς Εφεσίους (δεύτερη), Προς Φιλιππησίους (τρίτη), Προς Κολοσσαείς (τέταρτη), Προς Γαλάτας (πέμπτη), Προς Θεσσαλονικείς (έκτη), Προς Ρωμαίους (έβδομη). Αλλά, αν και γράφει δυο φορές στους Κορινθίους και στους Θεσσαλονικείς, για να δώσει διόρθωση, το γεγονός ότι υπάρχει μια εκκλησία απλωμένη σε όλη τη γη γίνεται φανερό [;π.χ., απ’ αυτό το εφταπλό σύγγραμμα]· και ο Ιωάννης, επίσης, στην Αποκάλυψη, μολονότι γράφει σε εφτά εκκλησίες, ωστόσο μιλάει σε όλους. Αλλά [έγραψε] από στοργή και αγάπη μια επιστολή στον Φιλήμονα, μια στον Τίτο και δυο στον Τιμόθεο· [και αυτές] θεωρούνται ιερές κατά την αξιότιμη εκτίμηση της Εκκλησίας. . . . Επιπλέον, συνυπολογίζονται μια επιστολή του Ιούδα και δυο που φέρουν το όνομα του Ιωάννη . . . Δεχόμαστε μόνο τις αποκαλύψεις του Ιωάννη και του Πέτρου, αν και μερικοί από εμάς δεν θέλουν να διαβάζεται [η δεύτερη] στην εκκλησία».—Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Θρησκευτικής Γνώσης, των Σαφ-Χέρζογκ (The New Schaff-Herzog Encyclopedia of Religious Knowledge), 1956, Τόμος VIII, σελίδα 56.

20. (α) Πώς εξηγείται η παράλειψη μιας επιστολής του Ιωάννη και μιας του Πέτρου; (β) Κατά πόσο συμφωνεί, λοιπόν, αυτός ο κατάλογος με το σημερινό μας κατάλογο;

20 Παρατηρούμε ότι προς το τέλος του Μουρατόρειου Αποσπάσματος αναφέρονται 2 μόνο επιστολές του Ιωάννη. Ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο η εγκυκλοπαίδεια που αναφέρθηκε παραπάνω, στη σελίδα 55, σημειώνει ότι αυτές οι 2 επιστολές του Ιωάννη «δεν μπορεί παρά να είναι η δεύτερη και η τρίτη, ο συγγραφέας των οποίων αυτοαποκαλείται απλά ‘ο πρεσβύτερος’. Αφού μίλησε ήδη για την πρώτη, αν και συμπτωματικά μόνο, σε σχέση με το Τέταρτο Ευαγγέλιο, και εκεί δήλωσε ότι πιστεύει ακράδαντα πως αυτή είναι του Ιωάννη, ο συγγραφέας θεώρησε ότι εδώ μπορούσε να περιοριστεί στις δυο μικρότερες επιστολές». Όσο για την προφανή απουσία κάποιας αναφοράς στην πρώτη επιστολή του Πέτρου, η πηγή αυτή συνεχίζει και λέει: «Η πιο πιθανή υπόθεση είναι ότι χάθηκαν λίγες λέξεις, ίσως μια γραμμή, όπου η 1 Πέτρου και η Αποκάλυψη του Ιωάννη κατονομάζονταν ως αποδεκτές». Επομένως, σύμφωνα με τα όσα λέει το Μουρατόρειο Απόσπασμα, η εγκυκλοπαίδεια αυτή, στη σελίδα 56, βγάζει το εξής συμπέρασμα: «Η Καινή Διαθήκη θεωρείται ρητά ότι αποτελείται από τα τέσσερα Ευαγγέλια, τις Πράξεις, δεκατρείς επιστολές του Παύλου, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, πιθανώς τρεις επιστολές του, αυτήν του Ιούδα και πιθανώς την 1 Πέτρου, ενώ η αντίδραση για ένα άλλο από τα συγγράμματα του Πέτρου δεν είχε κατασιγαστεί ακόμη».

21. (α) Τι ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχόλια του Ωριγένη για τα θεόπνευστα συγγράμματα; (β) Τι επιβεβαίωσαν μεταγενέστεροι συγγραφείς;

21 Ο Ωριγένης, γύρω στο έτος 230 Κ.Χ., αποδεχόταν ως μέρος της θεόπνευστης Γραφής τα βιβλία Προς Εβραίους και Ιακώβου, που και τα δυο λείπουν από το Μουρατόρειο Απόσπασμα. Μολονότι ο Ωριγένης υποδηλώνει ότι μερικοί αμφισβητούσαν την κανονικότητά τους, αυτό δείχνει, επίσης, ότι τότε είχε γίνει αποδεκτή η κανονικότητα του μεγαλύτερου μέρους των Ελληνικών Γραφών και μόνο λίγοι αμφέβαλλαν για μερικές από τις λιγότερο γνωστές επιστολές. Αργότερα, ο Αθανάσιος, ο Ιερώνυμος και ο Αυγουστίνος επιβεβαίωσαν τα συμπεράσματα προγενέστερων καταλόγων, ορίζοντας ότι τον κανόνα τον αποτελούσαν τα ίδια 27 βιβλία που έχουμε εμείς τώρα. *

22, 23. (α) Πώς φτιάχτηκαν οι κατάλογοι που παρατίθενται στον πίνακα; (β) Γιατί προφανώς δεν υπήρχαν τέτοιοι κατάλογοι πριν από το Μουρατόρειο Απόσπασμα;

22 Οι περισσότεροι από τους καταλόγους του πίνακα είναι πραγματικοί κατάλογοι που δείχνουν ποια βιβλία ήταν δεκτά ως κανονικά. Οι κατάλογοι του Ειρηναίου, του Κλήμη του Αλεξανδρέα, του Τερτυλλιανού και του Ωριγένη διαμορφώνονται πλήρως από τις παραθέσεις τους, οι οποίες φανερώνουν πώς θεωρούσαν αυτά τα συγγράμματα για τα οποία μιλούσαν. Οι κατάλογοι συμπληρώνονται περαιτέρω από τα υπομνήματα ενός ιστορικού εκείνης της εποχής, του Ευσέβιου. Όμως, το γεγονός ότι αυτοί οι συγγραφείς δεν μνημονεύουν ορισμένα κανονικά βιβλία δεν είναι επιχείρημα σε βάρος της κανονικότητάς τους. Απλώς δεν έτυχε να τα αναφέρουν στα συγγράμματά τους, είτε επειδή έτσι θέλησαν οι ίδιοι είτε λόγω των υπό εξέταση θεμάτων. Αλλά, γιατί δεν βρίσκουμε ακριβείς καταλόγους προγενέστερους του Μουρατόρειου Αποσπάσματος;

23 Μόνο όταν εμφανίστηκαν άτομα που έκαναν κριτική όπως αυτή του Μαρκίωνα, που έζησε στο μέσο του 2ου αιώνα Κ.Χ., δημιουργήθηκε ζήτημα ως προς το ποια βιβλία θα έπρεπε να δέχονται οι Χριστιανοί. Ο Μαρκίων έφτιαξε το δικό του κανόνα για να ταιριάζει στις δοξασίες του, παίρνοντας ορισμένες μόνο από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου και μια περικομμένη έκδοση του Ευαγγελίου του Λουκά. Αυτό, μαζί με το πλήθος των απόκρυφων συγγραμμάτων που τότε κυκλοφορούσαν ήδη σε όλο τον κόσμο, έκανε ορισμένους να καθορίσουν, μέσω της κατάρτισης καταλόγων, ποια βιβλία δέχονταν ως κανονικά.

24. (α) Τι χαρακτηρίζει τα Απόκρυφα της «Καινής Διαθήκης»; (β) Τι λένε γι’ αυτά διάφοροι λόγιοι;

24 Απόκρυφα Συγγράμματα. Οι εσωτερικές αποδείξεις επιβεβαιώνουν το σαφή διαχωρισμό που γινόταν μεταξύ των θεόπνευστων Χριστιανικών συγγραμμάτων και των έργων που ήταν νόθα ή μη θεόπνευστα. Τα Απόκρυφα είναι πολύ κατώτερα και συχνά εξωπραγματικά και παιδαριώδη. Πολλές φορές είναι ανακριβή. * Προσέξτε τις επόμενες δηλώσεις διαφόρων λογίων γι’ αυτά τα μη κανονικά βιβλία:

 «Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος τα απέκλεισε από την Καινή Διαθήκη: αποκλείστηκαν από μόνα τους».—Μ. Ρ. Τζέιμς, Η Απόκρυφη Καινή Διαθήκη (The Apocryphal New Testament), σελίδες xi, xii.

 «Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να παραβάλουμε τα βιβλία της Καινής Διαθήκης μας στο σύνολό τους με άλλα συγγράμματα αυτού του είδους για να αντιληφθούμε πόσο μεγάλο είναι το χάσμα που τα χωρίζει. Όπως λέγεται συχνά, τα μη κανονικά ευαγγέλια αποτελούν, στην πραγματικότητα, την καλύτερη απόδειξη για τα κανονικά».—Γ. Μίλιγκαν, Τα Έγγραφα της Καινής Διαθήκης (The New Testament Documents), σελίδα 228.

 «Ούτε για ένα σύγγραμμα που έφτασε ως εμάς από την πρώτη περίοδο της Εκκλησίας και δεν περιλαμβάνεται στην Καινή Διαθήκη δεν μπορούμε να πούμε ότι θα ήταν σωστό να προστεθεί σήμερα στον Κανόνα».—Κ. Άλαντ, Το Πρόβλημα του Κανόνα της Καινής Διαθήκης (The Problem of the New Testament Canon), σελίδα 24.

25. Ποια γεγονότα σχετικά με τον καθένα από τους συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών υποστηρίζουν τη θεοπνευστία αυτών των συγγραμμάτων;

25 Θεόπνευστοι Συγγραφείς. Ακόμη, είναι ενδιαφέρον και το εξής σημείο. Όλοι οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ήταν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στενά συνδεδεμένοι με το αρχικό κυβερνών σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας, που περιλάμβανε αποστόλους οι οποίοι είχαν επιλεγεί από τον ίδιο τον Ιησού. Ο Ματθαίος, ο Ιωάννης και ο Πέτρος ήταν από τους αρχικούς 12 αποστόλους, και ο Παύλος επιλέχθηκε αργότερα για απόστολος, αλλά δεν υπολογιζόταν ως ένας από τους 12. * Μολονότι ο Παύλος δεν ήταν παρών στην ειδική έκχυση του πνεύματος την Πεντηκοστή, ο Ματθαίος, ο Ιωάννης και ο Πέτρος ήταν εκεί, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιούδα, πιθανώς και τον Μάρκο. (Πράξ. 1:13, 14) Ο Πέτρος συγκαταλέγει συγκεκριμένα τις επιστολές του Παύλου με «τας λοιπάς γραφάς». (2 Πέτρ. 3:15, 16) Ο Μάρκος και ο Λουκάς ήταν στενοί σύντροφοι και συνταξιδιώτες του Παύλου και του Πέτρου. (Πράξ. 12:25· 1 Πέτρ. 5:13· Κολ. 4:14· 2 Τιμ. 4:11) Σε όλους αυτούς τους συγγραφείς δόθηκαν θαυματουργικές ικανότητες από το άγιο πνεύμα, είτε με ειδική έκχυση, όπως έγινε την Πεντηκοστή, καθώς και στη μεταστροφή του Παύλου (Πράξ. 9:17, 18), είτε, όπως έγινε αναμφίβολα στην περίπτωση του Λουκά, με την επίθεση των χεριών των αποστόλων. (Πράξ. 8:14-17) Όλη η συγγραφή των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ολοκληρώθηκε στη διάρκεια της περιόδου που ίσχυαν τα ειδικά χαρίσματα του πνεύματος.

26. (α) Τι δεχόμαστε ως Λόγο του Θεού, και γιατί; (β) Πώς θα πρέπει να δείχνουμε την εκτίμησή μας για την Αγία Γραφή;

26 Η πίστη στον παντοδύναμο Θεό, ο οποίος είναι Εμπνευστής και Διαφυλαχτής του Λόγου του, μας κάνει να είμαστε σίγουροι ότι αυτός κατεύθυνε τη συγκέντρωση των διαφόρων μερών αυτού του Λόγου. Έτσι, δεχόμαστε με σιγουριά ότι τα 27 βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, μαζί με τα 39 βιβλία των Εβραϊκών Γραφών, αποτελούν τη μια και μόνη Αγία Γραφή, που έχει έναν Συγγραφέα, τον Ιεχωβά Θεό. Ο Λόγος του, που έχει 66 βιβλία, είναι ο οδηγός μας, και η συνολική αρμονία και ισορροπία του πιστοποιούν την πληρότητά του. Κάθε αίνος ανήκει στον Ιεχωβά Θεό, τον Δημιουργό του ασύγκριτου αυτού βιβλίου! Αυτό μπορεί να μας εξαρτίσει πλήρως και να μας βάλει στο δρόμο της ζωής. Ας το χρησιμοποιούμε σοφά σε κάθε ευκαιρία.

[Υποσημειώσεις]

^ Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια (Encyclopaedia Judaica), 1973, Τόμος 4, στήλες 826, 827.

^ Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών, μετάφραση Κώστα Ι. Φριλίγγου.

^ Τα Βιβλία και οι Περγαμηνές (The Books and the Parchments), 1963, F. F. Bruce, σελίδα 112.

^ Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1, σελίδες 122-125.

^ Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1, σελίδες 129, 130.

[Ερωτήσεις Μελέτης]

[Πίνακας στη σελίδα 303]

Κύριοι Κατάλογοι των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών από τους Πρώτους Αιώνες

Δ - Δεκτό χωρίς αμφισβήτηση ως Γραφικό και κανονικό

Α - Αμφισβητούμενο σε ορισμένα μέρη

ΑΔ - Αμφισβητούμενο σε ορισμένα μέρη, αλλά το άτομο που κατάρτισε

τον κατάλογο το δεχόταν ως Γραφικό και κανονικό

; - Οι λόγιοι δεν είναι σίγουροι για το τι λέει το κείμενο ή για

το πώς θεωρούνταν το αναφερόμενο βιβλίο

- Όταν υπάρχει κενό σημαίνει ότι η αυθεντία αυτή δεν

χρησιμοποίησε ή δεν ανέφερε το συγκεκριμένο βιβλίο

Όνομα και Τόπος

Μουρατόρειο Ειρηναίος, Κλήμης ο Τερτυλλιανός,

Απόσπασμα, Μικρά Ασία Αλεξανδρεύς Β. Αφρική

Ιταλία

Χρόνος Κ.Χ.

Κατά Προσέγγιση 170 180 190 207

Ματθαίος Δ Δ Δ Δ

Μάρκος Δ Δ Δ Δ

Λουκάς Δ Δ Δ Δ

Ιωάννης Δ Δ Δ Δ

Πράξεις Δ Δ Δ Δ

Ρωμαίους Δ Δ Δ Δ

1 Κορινθίους Δ Δ Δ Δ

2 Κορινθίους Δ Δ Δ Δ

Γαλάτας Δ Δ Δ Δ

Εφεσίους Δ Δ Δ Δ

Φιλιππησίους Δ Δ Δ Δ

Κολοσσαείς Δ Δ Δ Δ

1 Θεσσαλονικείς Δ Δ Δ Δ

2 Θεσσαλονικείς Δ Δ Δ Δ

1 Τιμόθεον Δ Δ Δ Δ

2 Τιμόθεον Δ Δ Δ Δ

Τίτον Δ Δ Δ Δ

Φιλήμονα Δ Δ

Εβραίους Α ΑΔ ΑΔ

Ιακώβου ;

1 Πέτρου Δ; Α Α Α

2 Πέτρου Α; Δ

1 Ιωάννου Δ Δ ΑΔ Δ

2 Ιωάννου Δ Δ ΑΔ

3 Ιωάννου Δ;

Ιούδα Δ ΑΔ Δ

Αποκάλυψις Δ Δ Δ Δ

Όνομα και Τόπος

Ωριγένης, Ευσέβιος, Κύριλλος ο Α΄ Κατάλογος

Αλεξάνδρεια Παλαιστίνη Ιεροσολύμων Τσέλτεναμ

Β. Αφρική

Χρόνος Κ.Χ.

Κατά Προσέγγιση 230 320 348 365

Ματθαίος Δ Δ Δ Δ

Μάρκος Δ Δ Δ Δ

Λουκάς Δ Δ Δ Δ

Ιωάννης Δ Δ Δ Δ

Πράξεις Δ Δ Δ Δ

Ρωμαίους Δ Δ Δ Δ

1 Κορινθίους Δ Δ Δ Δ

2 Κορινθίους Δ Δ Δ Δ

Γαλάτας Δ Δ Δ Δ

Εφεσίους Δ Δ Δ Δ

Φιλιππησίους Δ Δ Δ Δ

Κολοσσαείς Δ Δ Δ Δ

1 Θεσσαλονικείς Δ Δ Δ Δ

2 Θεσσαλονικείς Δ Δ Δ Δ

1 Τιμόθεον Δ Δ Δ Δ

2 Τιμόθεον Δ Δ Δ Δ

Τίτον Δ Δ Δ Δ

Φιλήμονα Δ Δ Δ Δ

Εβραίους ΑΔ ΑΔ Δ

Ιακώβου ΑΔ ΑΔ Δ

1 Πέτρου Δ Δ Δ Δ

2 Πέτρου ΑΔ ΑΔ Δ Α

1 Ιωάννου Δ Δ Δ Δ

2 Ιωάννου ΑΔ ΑΔ Δ Α

3 Ιωάννου ΑΔ ΑΔ Δ Α

Ιούδα ΑΔ ΑΔ Δ

Αποκάλυψις Δ ΑΔ Δ Δ

Όνομα και Τόπος

Αθανάσιος, Επιφάνιος, Γρηγόριος Αμφιλόχιος,

Αλεξάνδρεια Παλαιστίνη ο Ναζιανζηνός Μικρά Ασία

Μικρά Ασία

Χρόνος Κ.Χ.

Κατά Προσέγγιση 367 368 370 370

Ματθαίος Δ Δ Δ Δ

Μάρκος Δ Δ Δ Δ

Λουκάς Δ Δ Δ Δ

Ιωάννης Δ Δ Δ Δ

Πράξεις Δ Δ Δ Δ

Ρωμαίους Δ Δ Δ Δ

1 Κορινθίους Δ Δ Δ Δ

2 Κορινθίους Δ Δ Δ Δ

Γαλάτας Δ Δ Δ Δ

Εφεσίους Δ Δ Δ Δ

Φιλιππησίους Δ Δ Δ Δ

Κολοσσαείς Δ Δ Δ Δ

1 Θεσσαλονικείς Δ Δ Δ Δ

2 Θεσσαλονικείς Δ Δ Δ Δ

1 Τιμόθεον Δ Δ Δ Δ

2 Τιμόθεον Δ Δ Δ Δ

Τίτον Δ Δ Δ Δ

Φιλήμονα Δ Δ Δ Δ

Εβραίους Δ Δ Δ ΑΔ

Ιακώβου Δ Δ Δ Δ

1 Πέτρου Δ Δ Δ Δ

2 Πέτρου Δ Δ Δ Α

1 Ιωάννου Δ Δ Δ Δ

2 Ιωάννου Δ Δ Δ Α

3 Ιωάννου Δ Δ Δ Α

Ιούδα Δ Δ Δ Α

Αποκάλυψις Δ ΑΔ Α

Όνομα και Τόπος

Φιλάστριος, Ιερώνυμος, Αυγουστίνος, Τρίτη Σύνοδος

Ιταλία Ιταλία Β. Αφρική Καρχηδόνας,

Β. Αφρική

Χρόνος Κ.Χ.

Κατά Προσέγγιση 383 394 397 397

Ματθαίος Δ Δ Δ Δ

Μάρκος Δ Δ Δ Δ

Λουκάς Δ Δ Δ Δ

Ιωάννης Δ Δ Δ Δ

Πράξεις Δ Δ Δ Δ

Ρωμαίους Δ Δ Δ Δ

1 Κορινθίους Δ Δ Δ Δ

2 Κορινθίους Δ Δ Δ Δ

Γαλάτας Δ Δ Δ Δ

Εφεσίους Δ Δ Δ Δ

Φιλιππησίους Δ Δ Δ Δ

Κολοσσαείς Δ Δ Δ Δ

1 Θεσσαλονικείς Δ Δ Δ Δ

2 Θεσσαλονικείς Δ Δ Δ Δ

1 Τιμόθεον Δ Δ Δ Δ

2 Τιμόθεον Δ Δ Δ Δ

Τίτον Δ Δ Δ Δ

Φιλήμονα Δ Δ Δ Δ

Εβραίους ΑΔ ΑΔ Δ Δ

Ιακώβου Δ ΑΔ Δ Δ

1 Πέτρου Δ Δ Δ Δ

2 Πέτρου Δ ΑΔ Δ Δ

1 Ιωάννου Δ Δ Δ Δ

2 Ιωάννου Δ ΑΔ Δ Δ

3 Ιωάννου Δ ΑΔ Δ Δ

Ιούδα Δ ΑΔ Δ Δ

Αποκάλυψις ΑΔ ΑΔ Δ Δ