Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Λίβανος και Συρία

Λίβανος και Συρία

Λίβανος και Συρία

Πατρίδα των θαλασσοπόρων Φοινίκων. Η γη των ένδοξων και μεγαλόπρεπων κέδρων των Βιβλικών χρόνων. Αυτός ήταν ο Λίβανος των περασμένων αιώνων.

Σήμερα ο Λίβανος είναι μια μικρή σύγχρονη δημοκρατία που κατέχει μια παραλιακή λουρίδα κατά μήκος της ανατολικής Μεσογείου. Η χώρα καλύπτει μόνο 10.400 τετρ. χλμ. (4.000 τετρ. μίλ.) που είναι 190 χλμ. (120 μίλ.) μάκρος και 48-56 χλμ. (30 ως 35 μίλ.) πλάτος. Αυτή η παραλιακή χώρα είναι ευλογημένη με φυτείες μπανάνας, δενδρόκηπους κίτρων και διάφορες άλλες ημιτροπικές σοδειές. Πάνω απ’ αυτή την καρποφόρο σκηνή κοντά στη γαλάζια Μεσόγειο υψώνονται τα εντυπωσιακά βουνά του Λιβάνου, φθάνοντας στο μεγαλύτερο ύψος τους πάνω από 3.000 μέτρα. (10.000 πόδια.) Πίσω απ’ αυτά τα βουνά βρίσκεται η εύφορη κοιλάδα Ριφτ, και πέρα απ’ αυτή τα Βουνά του Αντι-Λίβανου που στη νότιά τους άκρη κυριαρχούνται από το ψηλό Βουνό Αερμών.

Η Αραβική είναι η γλώσσα που μιλούν σε πολλά χωριά του Λιβάνου που φωλιάζουν στα βουνά και στις κοιλάδες. Είναι η επικρατούσα γλώσσα των πόλεων επίσης, αλλά εκεί μπορεί επίσης κανείς συχνά ν’ ακούσει Γαλλικά και Αγγλικά ή κάποια άλλη Ευρωπαϊκή γλώσσα.

Όσο για θρησκείες, υπάρχει μια αρκετή ποικιλία στη μικρή χώρα του Λιβάνου. Η μεγαλύτερη «Χριστιανική» κοινότητα είναι αυτή των Μαρωνιτών Καθολικών. Κατόπιν έρχεται η Ελληνική Ορθόδοξη θρησκεία, και υπάρχει επίσης ένα πλήθος Προτεσταντικών οργανώσεων. Αυτά τα Χριστιανικά δόγματα συγκεντρώνουν λίγο πάνω από το μισό πληθυσμό του έθνους των 3.650.000. Ο υπόλοιπος ανήκει σε διάφορα Μουσουλμανικά δόγματα. Αυτό κάνει τον Λίβανο τη μόνη Αραβική χώρα με «Χριστιανική» πλειονότητα.

Εκ φύσεως οι Λιβανέζοι είναι πολύ φιλικοί και εύκολοι στο να συζητάς μαζί τους. Είναι πάντα πρόθυμοι να συζητούν τα συμβάντα της ζωής, ακόμη και με τελείως ξένους. Στην πραγματικότητα, το βρίσκουν εντελώς φυσικό να συζητούν περί θρησκείας.

Η Συρία, που συνορεύει με τον Λίβανο στ’ ανατολικά και βόρεια, είναι μια πολύ μεγαλύτερη χώρα. Με 185.200 τετρ. χλμ. γης περίπου (71.500 τετρ. μίλ.), είναι περισσότερο από 17 φορές μεγαλύτερη από τον Λίβανο. Εν τούτοις, το περισσότερο της γης είναι μια τεράστια έρημος. Έτσι ο περισσότερος πληθυσμός της Συρίας των 8.375.000—από τους οποίους σχεδόν το 90 τοις εκατό είναι Μουσουλμάνοι—ζουν σχετικά κοντά στην Μεσογειακή ακτή και όχι μακρυά από τα σύνορα του Λιβάνου. Η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η Αραβική, που μιλιέται από το 80 τοις εκατό περίπου του πληθυσμού.

Η ΒΙΒΛΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ

Πολλοί Λιβανέζοι έχουν μεταναστεύσει σ’ άλλες χώρες αναζητώντας την τύχη τους. Εάν επιτύχουν σε επιχειρήσεις, συχνά επιστρέφουν για να ζήσουν στην πατρίδα τους μ’ αυτά που έχουν κερδίσει στο εξωτερικό. Πίσω στο 1921, ο Μισέλ Αμπούντ, ένας απ’ αυτούς τους επιτυχημένους Λιβανέζους γύρισε στην πατρίδα με κάτι πολύ πιο πολύτιμο από υλικά πλούτη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είχε γίνει ένας από τους Σπουδαστές των Γραφών, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο Αμπούντ ήταν πολύ ανυπόμονος να μοιραστεί τη νέα Βιβλική γνώση του με ειλικρινείς Λιβανέζους. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του Τρίπολη, στα βόρεια του Λιβάνου, ο Μισέλ Αμπούντ νοίκιασε ένα σπίτι δίπλα στην κλινική ενός γιατρού. Ο γιατρός Χάννα Σαμμάς, που ήταν οδοντογιατρός σ’ αυτή την κλινική, είχε πάει επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και είχε επιστρέψει στον Λίβανο. Ήταν ο πρώτος οδοντογιατρός του είδους του στην Τρίπολη και έχαιρε πολύ μεγάλης φήμης. Ήταν επίσης θρησκευόμενος ο οποίος συχνά φιλοξενούσε επισκόπους και άλλους εξέχοντες κληρικούς στο σπίτι του.

Ο αδελφός Αμπούντ γρήγορα γνωρίστηκε με τον γιατρό Σαμμάς, και συζητούσε μαζί του σχεδόν καθημερινά όταν περνούσε από την κλινική του. Ένα αξιοσημείωτο θέμα συζητήσεως ήταν η διδασκαλία της Τριάδας. Μια μέρα ο γιατρός προσκάλεσε έναν Προτεστάντη κληρικό, που προσπάθησε ν’ αποδείξει την Τριάδα αληθινή χρησιμοποιώντας το Ιωάννης 1:1, τονίζοντας τις λέξεις «ο Λόγος ήταν Θεός». Ο αδελφός Αμπούντ εξήγησε ότι σύμφωνα με το αρχικό Ελληνικό κείμενο αυτό έπρεπε να διαβαστεί «ο Λόγος ήταν ένας θεός». Απέδειξε επίσης ότι αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίον το εδάφιο διαβάζεται στην Ορθόδοξη μετάφραση της Βίβλου στην Αραβική. Ο κληρικός δεν το πίστευε αυτό και, μολονότι η συζήτηση είχε συνεχιστεί μέχρι τις 10.30 μ.μ., προτάθηκε να πάνε στην κατοικία του επισκόπου της Ορθόδοξης Εκκλησίας και να ρίξουν μια ματιά σ’ αυτή την Ορθόδοξη μετάφραση του Ιωάννη 1:1. Ο Προτεστάντης κληρικός δεν ήθελε να γίνει αυτό, αλλά ο γιατρός Σαμμάς επέμεινε. Έζεψε τ’ άλογα στην άμαξά του και έφυγαν στη μέση της νύχτας. Ο επίσκοπος εξεπλάγη πολύ που τέτοιοι εξέχοντες άνθρωποι χτυπούσαν την πόρτα του εκείνη την ώρα. Δεν εξεπλάγη λιγότερο όταν ανακάλυψε ότι αυτοί ήθελαν να δουν τι έλεγε η Βίβλος του στο Ιωάννης 1:1. Φυσικά, το σημείο που είχε τονισθεί από τον αδελφό Αμπούντ αποδείχθηκε και ο Προτεστάντης κληρικός σώπασε.

Στον γιατρό Σαμμάς υποδείχθηκε να εξακριβώσει ο ίδιος αυτό το σημείο. Από τότε και μετά, έκανε γρήγορη πρόοδο στη μελέτη της Γραφής, και το 1922 ενώθηκε με τον αδελφό Αμπούντ στην αληθινή πίστη. Η στάση του σαν Σπουδαστή των Γραφών προκάλεσε όχι και λίγο σάλο. Αργότερα η κλινική του αδελφού Σαμμάς χρησιμοποιήθηκε σαν πρώτος τόπος Χριστιανικής συναθροίσεως στην Τρίπολη. Τον ίδιο καιρό περίπου ένας πολύ γνωστός καθηγητής του Αμερικανικού σχολείου αρρένων, ονόματι Ιμπραήμ Ατιγιέχ, ενδιαφέρθηκε για την αλήθεια.

Ένας άλλος τοπικός καθηγητής με τ’ όνομα Σαμπά Μπουταρύ ενθαρρύνθηκε από την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητά του να γίνει ιερέας. Αρνήθηκε, άλλα συνέχισε να ενδιαφέρεται για θρησκευτικά ζητήματα. Άκουσε για τον Μισέλ Αμπούντ, τον βρήκε και απέκτησε ένα βοήθημα για Βιβλική μελέτη απ’ αυτόν. Διάβασε όλο το βιβλίο κατά τη διάρκεια της νύχτας και ζήτησε περισσότερα έντυπα. Σε μικρό διάστημα ο καθηγητής Μπουταρύ πείσθηκε ότι είχε βρει την αλήθεια. Το σπίτι του χρησιμοποιήθηκε για την πρώτη Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού που για πρώτη φορά τηρήθηκε από τους Σπουδαστές των Γραφών στο Λίβανο. Η σύζυγός του ζύμωσε τον άζυμο άρτο για κείνη την Ανάμνηση και το έκανε αυτό πολλές φορές στα επόμενα χρόνια.

ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Έξω από την Τρίπολη γινόταν πολύ καλό έργο για τη διάδοση των αγαθών νέων. Ή εύφορη περιοχή της Κούρα με τους κυματιστούς λόφους που καλύπτονται με άφθονα ελαιόδεντρα αποδείχτηκε επίσης πνευματικά εύφορη. Εκεί ο αδελφός Αμπούντ επισκέφθηκε τον Νικόλα Νατζάρ, ένα παλιό φίλο και συνεργάτη στις επιχειρήσεις, που έμενε στο χωριό Μπισματζίν. Στην αρχή ο Νικόλα εξεπλάγη ακούγοντας τον φίλο του να μιλά για τη Βίβλο αλλά σύντομα συμμετείχε με τον αδελφό Αμπούντ στο κήρυγμα των αγαθών νέων. Άλλοι στην περιοχή της Κούρα γρήγορα δέχθηκαν επίσης την αλήθεια. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν ο Σαλήμ Καράμ από το Ααφασντίκ, ο Σαλήμ Γεχά από το Μπισματζίν, καθώς και ο Ιμπραήμ Σαλέμ, ο Ντιμπ Σάου και ο Ντιμπ Αντράους από την κοντινή Μπτέρραμ. Γρήγορα αυτοί οι ειλικρινείς αδελφοί έλεγαν σε άλλους τα πράγματα που είχαν μάθει από τον Λόγο του Θεού.

ΝΕΑ ΧΡΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΙΚΟ ΧΩΡΟ

Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Και ποια ήταν τα συνηθισμένα μέσα μεταφοράς; Είτε τα πόδια, είτε ο γάιδαρος. Κάθε Κυριακή οι λίγοι ζηλωτές Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά ταξίδευαν σε διάφορα χωριά για να διαδώσουν τη Βιβλική αλήθεια. Ένα απ’ αυτά τα χωριά ήταν το Αμιούν.

Στο Αμιούν οι κήρυκες της Βασιλείας βρήκαν ένα καλόκαρδο άνθρωπο ονόματι Αμπντουλλάχ Σαλέμ. Έβγαζε τα προς το ζειν διατηρώντας ένα χώρο χαρτοπαιγνίου σ’ ένα ανώγειο του σπιτιού του. Επίσης δάνειζε χρήματα στους χαρτοπαίκτες με πολύ ψηλό τόκο, έως 100% για 70 μέρες. Ένας ιερέας δανείστηκε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων απ’ αυτόν με ψηλό τόκο, και το χρέος δεν πληρωνόταν για ορισμένο καιρό. Τελικά ο ιερέας χρωστούσε στον Αμπντουλλάχ Σαλέμ τέσσερες φορές το ποσόν του αρχικού δανείου. Διαφώνησαν για το πώς αυτό θα τακτοποιείτο και το ζήτημα φέρθηκε στο δικαστήριο. Ενόσω η δικαστική υπόθεση προχωρούσε ο Αμπντουλλάχ Σαλέμ συνάντησε τους Σπουδαστές των Γραφών, εντυπωσιάσθηκε βαθιά από το άγγελμά τους και έκαμε γρήγορη πρόοδο στη μελέτη της Βίβλου. Αν και το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ του Αμπντουλλάχ Σαλέμ αυτός πήρε μαζί του ένα Χριστιανό αδελφό και είπε στον κληρικό ότι δεν απαιτούσε να πάρει όλο το ποσόν. Είπε επίσης στον κληρικό ότι μπορούσε να πληρώσει ότι νόμιζε πως έπρεπε να πληρώσει. Περιττό να λεχθεί ότι ο κληρικός εξεπλάγη. Στην εξέλιξη των γεγονότων ο κληρικός πλήρωσε ένα ορισμένο ποσό και το θέμα λύθηκε. Σύντομα ο χώρος χαρτοπαιγνίου μετατράπηκε σε τόπο συναθροίσεως των Σπουδαστών της Γραφής, και περίπου 12-15 άτομα συναθροίζονταν εκεί. Κατά καιρούς ο κλήρος και διάφορα φανατισμένα άτομα εναντιώνονταν στο άγγελμα της Βασιλείας στέλνοντας παιδιά να κάνουν μεγάλο θόρυβο έξω από το σπίτι για να ενοχλούν τις Χριστιανικές συναθροίσεις. Όπως παρατήρησε ο Αμπντουλλάχ Σαλέμ: «Συνηθίζαμε να χαρτοπαίζουμε και να κάνουμε άλλα παράνομα πράγματα και κανείς δεν ήρθε να κάνει κάποιο θόρυβο ή να διακόψει ότι κάναμε εδώ. Αλλά τώρα που μελετάμε τη Βίβλο, τον Λόγο του Θεού, έρχονται να μας ενοχλήσουν. Πόσο παράξενο για ανθρώπους που αξιούν ότι είναι Χριστιανοί να ενεργούν έτσι!»

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ ΣΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Εκείνες τις μέρες οι δρόμοι της περιοχής της Κούρα ήταν σε κακή κατάσταση και υπήρχαν κίνδυνοι στα ταξίδια μέσα απ’ τα βουνά με άλογο ή γάιδαρο. Παρ’ όλα αυτά, οι λίγοι πιστοί μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ αυτή την περιφέρεια εγκαρτέρησαν στο κήρυγμα του αγγέλματος της Βασιλείας. Συχνά πήγαιναν με ζώο 24 ή 32 χλμ. (15 ή 20 μίλ.), μερικές φορές με βροχή και άστατο καιρό για να παρακολουθήσουν μια Χριστιανική συνάθροιση ή να φέρουν το άγγελμα της Βασιλείας σ’ άλλο ένα ακόμη χωριό. Ο Μτάνους Ντααμπούλ θυμάται ότι πήγε με ζώο για 25 περίπου χιλιόμετρα με άλλα τέσσερα άτομα για να παρακολουθήσουν την Ανάμνηση σ’ ένα γειτονικό χωριό.

Το σπίτι του αδελφού Ντααμπούλ χρησιμοποιήθηκε σαν ένα είδος ραδιοφωνικού σταθμού σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια. Μεγάφωνα τοποθετήθηκαν στη στέγη και αδελφοί έδιναν δημόσιες ομιλίες που μπορούσαν ν’ ακουσθούν απ’ τον καθένα σχεδόν στο χωριό. Πολλοί ήταν ευτυχισμένοι ν’ ακούνε, αν και άλλοι εναντιώνονταν και δημιουργούσαν προβλήματα στον αδελφό Ντααμπούλ.

Εφ’ όσον το έργο μαρτυρίας δεν ήταν οργανωμένο όπως είναι σήμερα, κάθε κήρυκας της Βασιλείας εκμεταλλευόταν τις διάφορες ευκαιρίες για να δώσει μαρτυρία. Για παράδειγμα, ο αδελφός Σαλήμ Καράμ κάποτε ήταν καλεσμένος σ’ ένα γάμο σ’ ένα μακρινό χωριό. Κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής τελετής περίμενε απ’ έξω, σκοπεύοντας να παρουσιάσει τα έντυπά μας στους ανθρώπους που έβγαιναν από την εκκλησία. Καθώς το έκανε αυτό, ο επίσκοπος που είχε κάνει το γάμο βγήκε έξω. Άπλωσε το χέρι του στον αδελφό Καράμ για να του το φιλήσει, όπως ήταν το έθιμο μεταξύ θρησκευόμενων. Ο αδελφός Καράμ του έπιασε το χέρι και του έδωσε μια σταθερή χειραψία λέγοντας: «Γεια σας. Πώς είσθε;»

Μη έχοντας λάβει την τιμή που περίμενε ο επίσκοπος άρχισε να φωνάζει στον αδελφό Καράμ και να τον καταριέται. Ακόμη και το συναθροισμένο πλήθος προσπάθησε να ηρεμήσει τον επίσκοπο. Όταν αυτός είδε ότι δεν τον υποστήριζαν όλοι, άρχισε να ηρεμεί. Ο επίσκοπος επίσης θυμήθηκε ότι είχε λάβει μια αρκετά μεγάλη συνεισφορά από τον πατέρα του αδελφού Καράμ. Έτσι, προφανώς σκέφθηκε ότι δεν θα ήταν σοφό να φερθεί σκληρά στο γιο του ανθρώπου που συνεισέφερε τόσο πολλά. Τελικά έφυγε, και ο αδελφός Καράμ συνέχισε να διαθέτει Βιβλικά έντυπα. Σαν αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος που ακολούθησε απ’ αυτό το συμβάν, η τσάντα με τα έντυπα του Καράμ σύντομα άδειασε.

ΕΝΑΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΕΘΕΛ ΤΟΥ ΜΠΡΟΥΚΛΥΝ

Το 1925 ο μικρός όμιλος του λαού του Θεού στο Βόρειο Λίβανο χάρηκε πραγματικά όταν έμαθαν ότι ο αδελφός Α. Μακμίλλαν από το Μπέθελ του Μπρούκλυν θα επισκεπτόταν τον Λίβανο. Όταν τον υποδέχτηκαν καθώς έβγαινε από το πλοίο στη Βηρυτό, ζήτησαν να μάθουν τα σχέδιά του. Είχε μόνο δυο μέρες να δαπανήσει μαζί τους και θα έδινε μια διάλεξη στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού καθώς επίσης μια ομιλία στο Πανεπιστήμιο στη Δαμασκό στη γειτονική Συρία. Εν τούτοις, στην εξέλιξη των γεγονότων, το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο—ένα θρησκευτικό σχολείο—δεν επέτρεψε στον αδελφό Μακμίλλαν να δώσει την διάλεξη εκεί. Τι θα έκανε αυτός τώρα;

Μια αντιπροσωπεία ήρθε από την Τρίπολη μ’ ένα παλιό Φορντ αυτοκίνητο, ζητώντας απ’ τον αδελφό Μακμίλλαν να έρθει στην περιοχή Κούρα να δώσει μια διάλεξη. Αφού ο αδελφός Μακμίλλαν δεν ήξερε αν θα του δινόταν η άδεια να δώσει τη διάλεξη στη Δαμασκό, είπε: «θα έρθω μαζί σας.»

Έτσι, σ’ αυτό το παλιό αυτοκίνητο, ταξίδεψαν τα 90 χιλιόμετρα (56 μίλ.) πάνω στους ανώμαλους δρόμους από τη Βηρυτό στην περιοχή Κούρα. Εκεί οι αδελφοί συγκέντρωσαν ένα ακροατήριο από 200 άτομα από τα γύρω χωριά του Αμιούν. Ο αδελφός Μακμίλλαν παρουσίασε την περίφημη ομιλία «Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσιν Αποθάνει» με τον αδελφό Ιμπραήμ Ατιγιέχ μεταφραστή. Πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι αδελφοί ν’ ακούσουν αυτή την ωραία ομιλία και να παρατηρήσουν το ενδιαφέρον που εκδήλωναν πολλοί άνθρωποι. Αληθινά, αυτό ήταν ένα θαυμάσιο τονωτικό για το κήρυγμα της Βασιλείας στον Βόρειο Λίβανο.

Πριν ο αδελφός Μακμίλλαν αναχωρήσει έγινε βάπτισμα. Ανάμεσα σ’ αυτούς που βαπτίσθηκαν ήταν ο γιατρός Χάννα Σαμμάς και ο Σαλήμ Καράμ. Ο αδελφός Καράμ, μικρού αναστήματος, ήταν ευαίσθητος στον κρύο καιρό. Έτσι φορούσε αρκετά στρώματα ρουχισμού. Πριν φορέσει το μαγιό του, άρχισε να βγάζει αυτά τα διάφορα ενδύματα και ένας σωρός από ρούχα σχηματίστηκε δίπλα του. Ο αδελφός Μακμίλλαν βλέποντάς τον να γίνεται όλο και πιο αδύνατος παρατήρησε αστειευόμενος: «Λοιπόν, αδελφέ, νομίζεις ότι θα μείνει κάτι από σένα για να βαπτισθεί;» Αμέσως μετά το βάπτισμα ο αδελφός Μακμίλλαν έφυγε για τη Βηρυτό, φθάνοντας εκεί ακριβώς την στιγμή που ανάγγελλαν την αναχώρηση του πλοίου του.

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Επαναστατικές ομάδες δρούσαν στη δεκαετία του 1920. Ο σκοπός τους; Να επιτύχουν την ένωση της Συρίας και του Λιβάνου σε μια χώρα. Ένα πρωινό ενώ έδιναν μαρτυρία σ’ ένα μακρινό χωριό κοντά στα Συριακά σύνορα, οι αδελφοί Καράμ, Αμπούντ, Ατιγιέχ Μπουταρύ και Ναγκίμπ Φαγιάντ συνελήφθηκαν από τους τοπικούς χωροφύλακες. Γιατί; Διότι τους εξέλαβαν για επαναστάτες. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και άνθρωποι άρχισαν να συγκεντρώνονται στο τμήμα της χωροφυλακής για να δουν ποιος είχε συλληφθεί. Συνέχισαν να έρχονται έως ότου έφθασαν τους 200 και πλέον. Βλέποντας μια θαυμάσια ευκαιρία για μαρτυρία, ο αδελφός Ιμπραήμ Ατιγιέχ άρχισε να μιλά στο πλήθος και ν’ απαντά στις ερωτήσεις τους. Οι χωροφύλακες παρακολούθησαν χωρίς να επέμβουν, και δόθηκε μια θαυμάσια μαρτυρία. Τελικά, οι αδελφοί αφέθηκαν ελεύθεροι, αλλά αφού πρώτα είχαν μοιράσει μερικά Χριστιανικά έντυπα στους χωροφύλακες. Έτσι αυτή η υπόθεση της λαθεμένης ταυτότητας έγινε μια αξιομνημόνευτη πείρα αγρού.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ

Κάποιο χειμωνιάτικο βραδινό του 1926, οι αδελφοί Χάννα Σαμμάς και Ιμπραήμ Ατιγιέχ ταξίδεψαν στα νότια της Τριπόλεως κατά μήκος της τρικυμιώδους Μεσογειακής ακτής στο ψαροχώρι Ενφέ. Εκεί επισκέφθηκαν τον σαρκικό αδελφό του Τζωρτζ Σακασίρι. (Ο Τζωρτζ, τώρα 88 ετών, είναι μέλος της οικογενείας Μπέθελ του Μπρούκλυν). Εκείνο τον καιρό δυο νεαροί άνδρες, ο Τζιρυής Αγουιτζάν και ο Σαλήμ Ντεμάα, πήραν μ’ ενθουσιασμό μέρος στη Γραφική συζήτηση. Έκαναν ταχεία πνευματική πρόοδο. Σε λίγους μήνες Χριστιανικές συναθροίσεις γίνονταν τις Κυριακές στο σπίτι του αδελφού Αγουιτζάν, με άτομα που έρχονταν από τις γύρω πόλεις.

Το 1920 έγινε συνήθεια στους Λιβανέζους αδελφούς να συναντιώνται κάπου μια φορά τον μήνα μια Κυριακή και να δαπανούν όλη τη μέρα συζητώντας πνευματικά ζητήματα. Αφού δεν είχαν πάρα πολλά έντυπα στην Αραβική γλώσσα, ο αδελφός Ατιγιέχ, που ήταν καλά κατατοπισμένος στα Αγγλικά και τα Αραβικά, μετέφραζε ύλη από την Σκοπιά και άλλες εκδόσεις. Αυτά τα άρθρα διαβάζονταν στη διάρκεια των μηνιαίων συναθροίσεων. Έτσι, έπαιρναν πνευματική τροφή στον κατάλληλο καιρό.—Ματθ. 24:45-47.

Οι άνθρωποι του χωριού Ενφέ ήταν φιλικοί. Έτσι, κατά καιρούς ήταν δυνατόν να γίνονται εκεί δημόσιες ομιλίες. Σε μια τέτοια περίπτωση η δημόσια διάλεξη επρόκειτο να δοθεί σ’ ένα τοπικό σχολείο. Οι περισσότεροι άνθρωποι εκείνη τη μέρα ήταν στην εκκλησία και ο πάστοράς τους πρότρεψε να μη παρακολουθήσουν τη δημόσια ομιλία. Αλλά εξ αιτίας αυτής της δημοσιότητας σχεδόν όλοι όσοι είχαν πάει στην εκκλησία ήρθαν ν’ ακούσουν τη Βιβλική διάλεξη το απόγευμα. Μετά απ’ αυτό πολλοί απ’ αυτούς συνέχισαν να παρακολουθούν τις Χριστιανικές συναθροίσεις.

ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΓΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Το 1920 ο λαός του Ιεχωβά στον Λίβανο δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένος εν σχέσει με τις Γραφικές μελέτες και τις δραστηριότητες του κηρύγματος. Εν τούτοις, άνθρωποι μάθαιναν την αλήθεια. Την δέχονταν και την κήρυτταν σ’ άλλους. Αληθινά, «ήτο χειρ του Ιεχωβά μετ’ αυτών.»—Πράξ. 11:19-21 ΜΝΚ.

Στις αρχές του 1930 τις Χριστιανικές συναθροίσεις στην κλινική του γιατρού Σαμμάς στην Τρίπολη παρακολουθούσαν 10 άτομα. Οι Κυριακές χρησιμοποιούνταν για υπηρεσία αγρού στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. ΟΙ αδελφοί πήγαιναν μέσα στη Συρία μέχρι τη Δαμασκό και ακόμη και στο Χαλέπι προς βορρά, δίνοντας μαρτυρία σε πολλά ενδιάμεσα σημεία.

Στη διάρκεια του 1930 τα πράγματα κάπως βελτιώθηκαν οργανωτικά. Το 1936 ο Γιούζεφ Ραχάλ, ένας Λιβανέζος αδελφός που είχε ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες πολλά χρόνια, ήρθε πίσω στον Λίβανο για μια επίσκεψη. Έκανε πολλά βοηθώντας τους αδελφούς να οργανωθούν για το έργο του αγρού, εξηγώντας τους πώς έπρεπε να γίνει το έργο και συνοδεύοντάς τους στο κήρυγμα για να τους δείξει πώς να το κάνουν. Στο χωριό Αμιούν, στο βόρειο Λίβανο, αυτός έδωσε μια ομιλία σε 20 αδελφούς περίπου, εξηγώντας τους την αναγκαιότητα του κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι. Αμέσως μετά απ’ εκείνη την ομιλία οι αδελφοί βγήκαν κατά ζεύγη να κηρύξουν από πόρτα σε πόρτα εφαρμόζοντας όσα είχαν ακούσει.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΗΧΕΙ!

Αν και ο αδελφός Ραχάλ έπρεπε να επιστρέψει στην Αμερική, επισκέφθηκε τον Λίβανο ακόμα μια φορά το 1937. Έφερε μαζί του ηχητικά εφόδια, φωνογραφικούς δίσκους και ένα ζευγάρι φωνογράφων. Αλλά ο Λίβανος και η Συρία ήταν τόσο μεγάλοι τομείς και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τόσο λίγοι σε αριθμό! Έτσι ο αδελφός Ραχάλ αγόρασε ένα αυτοκίνητο Φορντ του 1931 και προσάρμοσε σ’ αυτό ηχητικό εξοπλισμό. Μ’ αυτό οι αδελφοί έκαναν πολλά ταξίδια σ’ όλη την έκταση του Λιβάνου και της Συρίας, φέρνοντας το άγγελμα της Βασιλείας σε απομακρυσμένες περιοχές.

Οι αδελφοί οδηγούσαν σ’ ένα χωριό και στάθμευαν το αυτοκίνητο πάνω σ’ ένα λόφο. Μετά από μια σύντομη εισαγωγή, παρουσιαζόταν μια φωνογραφημένη Βιβλική ομιλία. Ο ήχος μεταφερόταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά πάνω απ’ τις κορφές των λόφων σ’ εκείνες τις ήσυχες περιοχές. Οι άνθρωποι εκπλήσσονταν. Στην πραγματικότητα, μερικοί τρόμαζαν, όταν άκουγαν τη βομβώδη φωνή του δίσκου πιστεύοντας ότι ο Θεός μιλούσε σ’ αυτούς από τους ουρανούς.

Οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν γύρω από το ηχητικό αυτοκίνητο μετά την αρχική εκπομπή. Έπειτα ο ήχος μπορούσε να χαμηλωθεί λίγο και δινόταν μια Γραφική ομιλία στον συναθροισμένο όμιλο. Μετά την ομιλία, γινόταν μια συνάθροιση με ερωταπαντήσεις και διανομή εντύπων σ’ εκείνους που ήταν συνηγμένοι. Μ’ αυτό τον τρόπο πολύς σπόρος σπάρθηκε σε περιοχές που δεν μπορούσαν συχνά να καλύπτονται με το άγγελμα της Βασιλείας.

Συχνά, φυσικά, ο κλήρος εξοργιζόταν με τους Μάρτυρες που περιέρχονταν για να κηρύξουν στα ποίμνιά τους. Προσπάθησαν να σταματήσουν τους αδελφούς και να τους εκφοβίσουν. Ο Ναγκίμπ Σαλέμ θυμάται την παρακάτω πείρα στο Συριακό χωριό Μπάιντ:

«Ο ιερέας έτρωγε το μεσημεριανό του γεύμα μπροστά στο σπίτι του όταν βάλαμε σε λειτουργία τα ηχητικά μηχανήματα στην άκρη του χωριού. Όταν άκουσε τον ήχο του μεγαφώνου, άφησε το φαγητό του στο τραπέζι, άρπαξε το μεγάλο του μπαστούνι κι έτρεξε μέσα από τα πλήθη που μαζεύονταν γύρω από το αυτοκίνητο με τα μεγάφωνα, κουνώντας θυμωμένα το μπαστούνι εναντίον τους και φοβερίζοντάς τους σαν κάποιος που είχε χάσει τα λογικά του. Όταν έφτασε στο μικρόφωνο όπου δινόταν η ομιλία φώναξε, ‘Σταματήστε! Σας διατάσσω να σταματήστε!’ Αλλά παρατηρήσαμε ότι πολλοί από τους χωρικούς έπαιρναν το μέρος μας και ήταν απρόθυμοι να εκτελέσουν τη διαταγή του ιερέα. Έτσι, συνεχίσαμε να μεταδίδουμε την ομιλία. Ο ιερέας έγινε τόσο βίαιος ώστε μερικοί άνθρωποι τον σήκωσαν και τον μετέφεραν πίσω στο σπίτι του, όπου τον έβαλαν να καθίσει πάλι στο τραπέζι του φαγητού. Πολλοί ήταν χαρούμενοι ν’ ακούν το άγγελμα, αλλά πολλοί ήταν απλώς ευτυχισμένοι να βλέπουν ένα τέτοιο ασυνήθιστο πράγμα όπως ένα ηχητικό αυτοκίνητο που μπορούσε να κάνει τέτοιους μεγάλους θορύβους. Εν πάσει περιπτώσει, αυτοί άκουσαν το άγγελμα της Βασιλείας του Θεού.»

ΜΕΡΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Όταν χρησιμοποιούσαν το ηχητικό αυτοκίνητο, οι αδελφοί εργάζονταν σαν ομάδα, κάποιος χειριζόταν τα ηχητικά μηχανήματα και δυο άλλοι μοίραζαν έντυπα στα πλήθη που μαζεύονταν γύρω από το αυτοκίνητο στα χωριά. Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι οι αδελφοί Ραχάλ, Ναγκίμπ Σαλέμ και Τζιρυής Αγουιτζάν εργάζονταν μαζί. Οι δρόμοι δεν ήταν πολύ καλοί εκείνες τις μέρες, κι όταν επρόκειτο να περάσουν μικρά και μεγάλα ποτάμια σπάνια υπήρχε γέφυρα. Οι αδελφοί έπρεπε απλώς να περάσουν το ποτάμι όπως μπορούσαν καλύτερα.

Σε κάποια περίπτωση οι τρεις αδελφοί μπήκαν σ’ ένα ποτάμι με τ’ αυτοκίνητό τους, και στα μισά της διαδρομής, διαπίστωσαν ότι ήταν βαθύτερο απ’ ότι είχαν προβλέψει. Έτσι, η μηχανή σταμάτησε. Ήταν μια απομακρυσμένη και άγρια περιοχή και οι τρεις τους ήταν μέσα στ’ αυτοκίνητο στη μέση του ποταμού. Τώρα τι έπρεπε να γίνει; Οι αδελφοί αποφάσισαν να παραστήσουν όσο μπορούσαν καλύτερα τους αγρότες, αφού βρίσκονταν σε μια αγροτική περιοχή. Έτσι, έβγαλαν δαχτυλίδια, γραβάτες και άλλα ρούχα που τους έδιναν μια εμφάνιση πλουσίων ξένων. Έπειτα ο αδελφός Αγουιτζάν βγήκε έξω απ’ το αυτοκίνητο και περπάτησε μέσα από το ποτάμι, πηγαίνοντας σ’ ένα χωριό πάνω σ’ ένα λόφο αρκετή απόσταση μακριά. Μουσκεμένος και λασπωμένος, μίλησε στους χωρικούς, λέγοντάς τους ότι το αυτοκίνητο σταμάτησε στη μέση του ποταμιού. Μπορούσαν να βοηθήσουν; Ευχαρίστως! Παίρνοντας σχοινιά και άλλα εφόδια ξεκίνησαν με τον αδελφό και γρήγορα τράβηξαν το αυτοκίνητο έξω από το νερό. Πριν χωρίσουν, οι αδελφοί μπόρεσαν να κάνουν λίγη μαρτυρία στους ευγενικούς χωρικούς που τους είχαν σώσει.

Τέτοιες πείρες ήταν πολύ συνηθισμένες. Οι αδελφοί συνέχισαν να χρησιμοποιούν το παλιό αυτοκίνητο, και μάλιστα ταξίδεψαν τόσο μακριά ως το Χαλέπι της Συρίας για να διαδώσουν το άγγελμα της μαρτυρίας. Στο ταξίδι του γυρισμού, εν τούτοις, το αυτοκίνητο ξεχαρβαλώθηκε τόσο ώστε το έσυραν σε μια μικρή πόλη και αποφάσισαν να το πουλήσουν και να συνεχίσουν το ταξίδι τους μ’ άλλα μέσα. Έτσι, αυτό έφερε το τέλος στην υπηρεσία του Φορντ 1931 που ο αδελφός Ραχάλ είχε αγοράσει. Αλλά δεν έβαλε τέλος στις σκοτούρες των αδελφών.

Εκείνο το βράδυ σταμάτησαν σε μια μικρή πόλη όπου βρήκαν κατάλυμα σ’ ένα παλιό σπίτι. Για να φτάσουν στο δωμάτιο που θα έμεναν το βράδυ έπρεπε να σκαρφαλώσουν με μια ανεμόσκαλα. Κατά την άνοδο ο αδελφός Ραχάλ έπεσε από το δωδέκατο σκαλοπάτι κι έσπασε το πόδι του. Μεταφέρθηκε πίσω στην Τρίπολη με δυσκολία, κι εκεί δαπάνησε δυο μήνες για ανάρρωση. Παρ’ όλα αυτά οι αδελφοί ήταν ευτυχισμένοι πραγματικά να υποστούν οτιδήποτε ήταν αναγκαίο για να διαδώσουν τ’ αγαθά νέα.

Αργότερα απέκτησαν κι άλλα αυτοκίνητα και χρησιμοποιήθηκαν για να φέρουν το άγγελμα της Βασιλείας σ’ ολόκληρη την περιοχή. Συχνά οι αδελφοί άφηναν τα σπίτια τους στην Τρίπολη στις τρεις ή τέσσερις το πρωί την Κυριακή και γύριζαν αργά τη νύχτα. Αλλά τι χαρά είχαν! Είχαν δαπανήσει πολλές ευχάριστες ώρες κηρύττοντας τ’ αγαθά νέα σε ανθρώπους που ποτέ προηγουμένως δεν τα είχαν ακούσει.

ΟΙ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ ΕΚΕΙΝΩΝ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Οι Χριστιανικές συναθροίσεις στη δεκαετία του 1930 ήταν εύτακτες, αλλά υπήρχε επιθυμία για κάτι καλύτερο. Κυρίως ήταν συζητήσεις με ερωτήσεις και σχόλια που εδίδοντο απ’ όποιον ήθελε να μιλήσει. Μερικές φορές οι αδελφοί είχαν τις εκδόσεις της Εταιρίας για να μελετήσουν άλλα δεν υπήρχαν πάντοτε διαθέσιμα Αραβικά έντυπα. Έτσι, κάποιος μετέφραζε ένα άρθρο από τ’ Αγγλικά και αυτό το διάβαζαν και το συζητούσαν.

Δεν υπήρχε εκπαίδευση ομιλητών έτσι, πολύ λίγοι ήταν ικανοί ν’ απευθύνονται σε ακροατήριο. Παρ’ όλα αυτά, οι αδελφοί έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν. Για παράδειγμα: Το 1935 η γιαγιά του αδελφού Τζιρυής Αγουιτζάν πέθανε, στη γενέτειρά της Ενφέ. Αφού η οικογένεια ήθελε ο αδελφός Αγουιτζάν να φροντίσει για τα ζητήματα της κηδείας, και αφού κανένας απ’ αυτούς δεν έφερε αντίρρηση να κηδευτεί σαν Μάρτυρας, ο αδελφός Αγουιτζάν ειδοποίησε έναν ικανό αδελφό στην Τρίπολη, ζητώντας του να έρθει και να δώσει την ομιλία κηδείας. Για κάποιο λόγο, όμως, ο αδελφός δεν ήρθε.

Τότε, ο αδελφός Αγουιτζάν, που δεν είχε δώσει ποτέ ομιλία μπροστά σε ακροατήριο σ’ όλη τη ζωή του, σηκώθηκε να δώσει την ομιλία κηδείας. Περιττό να λεχθεί ότι ήταν μια δραματική πείρα γι’ αυτόν. Αλλά τα κατάφερε καλά, μιλώντας στον συγκεντρωμένο όμιλο για το θάνατο και την ανάσταση. Όταν ο πατέρας του πέθανε το επόμενο έτος, ο αδελφός Αγουιτζάν τα κατάφερε καλύτερα δίνοντας την ομιλία κηδείας.

Αφού πάρα πολύ λίγοι αδελφοί ήταν ικανοί να κάνουν ομιλίες, μπήκε σε χρήση ο φωνόγραφος. Αντί ν’ ακούν δημόσιες ομιλίες, ένας αριθμός οικογενειών συγκεντρωνόταν σ’ ένα σπίτι και άκουγε τις φωνογραφημένες βιβλικές διαλέξεις στο φωνόγραφο. Κατόπιν γίνονταν συζητήσεις και συχνά μοιράζονταν μερικά έντυπα στους ενδιαφερόμενους.

ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΝΘΕΡΜΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Ζηλωτές και ενθουσιώδεις άνθρωποι συνέχισαν να μαθαίνουν την αλήθεια του Θεού. Για παράδειγμα, το 1936 ένας νεαρός στη Βηρυτό ονόματι Τζαμήλ Σφέηρ ήρθε σ’ επαφή με τους Μάρτυρες στον τόπο της εργασίας του. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα συναναστρεφόταν τον λαό του Θεού, αλλά αντιμετώπισε σκληρή εναντίωση. Ο θείος του ήταν Μαρωνίτης (Καθολικός) ιερέας.

Ο ιερέας, μαζί με τ’ άλλα μέλη της οικογενείας, προσπάθησε να πιέσει τον Τζαμήλ να διακόψει την συναναστροφή του με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι γονείς του έφτασαν στο σημείο να του πουν ότι αν επέμενε στην δράση του με τους Μάρτυρες αυτοί δεν θα τον υπολόγιζαν πλέον για παιδί τους. Θα τον θεωρούσαν νεκρό. Ποια ήταν η ανταπόκρισή του; Τους έδωσε τα συλλυπητήριά του για τον νεκρό γιο τους. Έπειτα σύντομα τον Απρίλιο του 1936 άρχισε να κηρύττει τ’ αγαθά νέα από σπίτι σε σπίτι. Αυτό προκάλεσε τέτοια αντίδραση μεταξύ των συγγενών του ώστε προσπάθησαν να τον βάλουν σε τρελοκομείο αλλά χωρίς να το πετύχουν.

Ο Τζαμήλ τώρα αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό του και να μοιραστεί τ’ αγαθά νέα με φίλους και συγγενείς εκεί. Εκάλυψε πλήρως το χωριό με το άγγελμα της Βασιλείας διαθέτοντας ένα μεγάλο αριθμό εντύπων. Αργότερα, ο επίσκοπος, που είχε την έδρα του σ’ αυτό το χωριό, συμβούλεψε τον ιερέα να μαζέψει τα έντυπα από τους ανθρώπους και να τα κάψει. Μερικοί έδωσαν τα έντυπά τους στον ιερέα, αλλά άλλοι είπαν ότι ήταν ελεύθεροι να κάνουν ότι ήθελαν στο σπίτι τους και δεν θα παράδιναν τα έντυπα. Ο επίσκοπος ήταν τόσο εξαγριωμένος μ’ αυτή την εξέλιξη ώστε έβγαλε απόφαση αφορισμού εναντίον του Τζαμήλ, απαλλάσσοντάς τον έτσι του κόπου να παραιτηθεί από την εκκλησία. Αυτό συνέβη πριν ο αδελφός Σφέηρ βαπτισθεί το 1937.

Πίσω στη Βηρυτό ο Τζαμήλ Σφέηρ συνέχισε να κηρύττει τ’ αγαθά νέα. Μια μέρα ένας τσαγκάρης και ο γιος του που είχαν δείξει ενδιαφέρον για την αλήθεια της Βίβλου, τον προσκάλεσαν να τους συντροφεύσει καθώς θα επισκέπτονταν συγγενείς στο κοντινό χωριό του Αλέυ. Ο αδελφός Τζαμήλ πήρε μαζί του ένα φωνόγραφο, μερικούς δίσκους και μια ποσότητα εντύπων. Επακολούθησε ένα πολύ ευχάριστο απόγευμα, μ’ έναν όμιλο που άκουγε προσεκτικά τις φωνογραφημένες διαλέξεις.

Ένας ιερέας από την οικογένεια του Χαντάντ ήταν παρών και μάλιστα απολάμβανε το άγγελμα. Όταν οι δίσκοι τελείωσαν, ο ιερέας έβαλε μια χρυσή λίρα πάνω στο φωνόγραφο. Αλλά ο Τζαμήλ του είπε: «Ο φωνόγραφος ούτε τρώγει ούτε πίνει και συνεπώς δεν χρειάζεται συνεισφορές. Αλλά θα ήμουν πολύ ευτυχής να σου δώσω μερικά βιβλία για τα χρήματα που συνεισέφερες». Ο ιερέας συμφώνησε σ’ αυτό. Χρόνια αργότερα τα εγγόνια αυτού του ιερέα έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Στα μέσα του 1937 περίπου ο αδελφός Σφέηρ έγινε σκαπανέας, ή ολοχρόνιος κήρυκας. Λίγους μήνες αργότερα ενώ εκήρυττε σε μια πολυκατοικία, προσκλήθηκε σ’ ένα διαμέρισμα όπου μίλησε σ’ έναν όμιλο ανθρώπων, περιλαμβανομένου ενός Ιησουίτη ιερέα. Η συζήτηση έγινε αρκετά θερμή και ο Τζαμήλ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να φεύγει. Καθώς έβγαινε από την πόρτα, ο οικοδεσπότης του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά, κάνοντάς τον να κατρακυλήσει στα σκαλοπάτια και να σπάσει το πόδι του. Ο οικοδεσπότης γύρισε στο διαμέρισμα του και τον άφησε ξαπλωμένο στα σκαλοπάτια. Ο Τζαμήλ άρχισε να φωνάζει στους ανθρώπους που περνούσαν στο δρόμο δυο πατώματα κάτω από αυτόν. Εν τούτοις, ο οικοδεσπότης φώναζε από το μπαλκόνι του διαμερίσματός του, λέγοντας στους ανθρώπους να μη του προσφέρουν βοήθεια, λέγοντας ότι ο άνθρωπος που φώναζε ήταν τρελλός.

Τελικά, πέρασε κάποιος που γνώριζε τον αδελφό Σφέηρ προσωπικά, και τον πήγε σ’ ένα νοσοκομείο που συντηρείτο από ιερείς και μοναχές. Μόνο αφού έβαλαν στη θέση του το πόδι του έμαθαν ότι αυτός ήταν Μάρτυς του Ιεχωβά. Τότε άρχισαν να τον περιγελούν και να τον φοβερίζουν, λέγοντάς του επίσης ότι αν εγκατέλειπε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά θα τον τοποθετούσαν σ’ ένα δωμάτιο πρώτης κατηγορίας χωρίς να τον χρεώσουν. Φυσικά, αυτοί οι εκφοβισμοί και η προσφορά δεν είχαν αποτέλεσμα. Τελικά τον έδιωξαν από το νοσοκομείο. Αναγκάστηκε να αναπηδά με το ένα πόδι στο δρόμο επί 180 μέτρα περίπου προτού μπορέσει να πάρει ένα αυτοκίνητο να τον πάει πίσω στο σπίτι.

Ο αδελφός Σφέηρ αντιμετώπισε επίσης εναντίωση από ιερείς αργότερα όταν εργαζόταν στα χωριά της Λιβανικής περιοχής. Αν και αυτή ήταν μια σκληρή Μαρωνίτικη Καθολική περιοχή, οι άνθρωποι ήταν πρόθυμοι ν’ ακούσουν το άγγελμα της Βασιλείας. Αλλ’ όταν οι ιερείς έμαθαν για την παρουσία του άρχισαν να δημιουργούν προβλήματα, αναγκάζοντάς τον να μετακινείται από χωριό σε χωριό. Έτσι, πολύς σπόρος της Βασιλείας σπάρθηκε σ’ αυτές τις περιοχές.

Συχνά οι άνθρωποι σ’ αυτές τις περιοχές δεν είχαν χρήματα σε μετρητά. Συνεπώς ο αδελφός Σφέηρ μετέφερε στο σπίτι του, λαχανικά, τυρί, αυγά και άλλα πράγματα που δεχόταν σ’ αντάλλαγμα των εντύπων. Σ’ αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές υπήρχαν πολλές συμμορίες ληστών που λήστευαν τους ανθρώπους καθώς ταξίδευαν στο δρόμο. Εν τούτοις, καμιά απ’ αυτές τις συμμορίες δεν ενόχλησε ποτέ τον αδελφό Σφέηρ. Στην πραγματικότητα, αυτός συνήθιζε να τους κηρύττει. Ένας απ’ αυτούς τους άνδρες—ένα πολύ άγριο άτομο που τον φοβούνταν ακόμη και οι άλλοι ληστές—άκουγε το άγγελμα της Βασιλείας σαν μικρό παιδί.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΘΕΟ

Περίπου το 1937, στο μικρό χωριό Καρχαμπού, ζούσε ένας ειλικρινής Ορθόδοξος ονόματι Λούι Γιαζμπέκ. Αυτός άκουσε για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, έψαξε γι’ αυτούς, και τους βρήκε στην κλινική του γιατρού Σαμμάς στην Τρίπολη. Φυσικά, οι Μάρτυρες του έδωσαν με χαρά πνευματική βοήθεια.

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σε μια από αυτές τις συζητήσεις ήρθε για συζήτηση το ζήτημα του καπνίσματος. Εξηγήθηκε στον Λούι ότι δεν ήταν κατάλληλο για ένα δούλο του Θεού να καπνίζει. Ο Λούι, που γρήγορα προχωρούσε να γίνει Μάρτυρας έβγαλε τα τσιγάρα του και άλλα είδη καπνίσματος από την τσέπη του, τα πέταξε έξω από το παράθυρο και δεν ξανακάπνισε ποτέ. Αυτό δείχνει καλά πως αυτοί που αγαπούν τον Ιεχωβά μπορούν και κάνουν αλλαγές στη ζωή τους για να ευχαριστήσουν τον ουράνιο Πατέρα τους.

Για πολλά χρόνια ο αδελφός Λούι Γιαζμπέκ ήταν ο μόνος Μάρτυς του Ιεχωβά στο χωριό Καρχαμπού. Εν τούτοις, με υπομονή και με τη βοήθεια από άλλους αδελφούς, δημιουργήθηκε ενδιαφέρον σ’ αυτό το χωριό. Σήμερα υπάρχει εκεί μια ένθερμη μικρή εκκλησία που καλύπτει την περιοχή, και ο αδελφός Γιαζμπέκ βρίσκεται ακόμη ανάμεσά τους.

Κατά τη διάρκεια του 1937 ο αδελφός Πέτρος Λαγάκος, ένας Ελληνο-Αμερικανός, έφτασε στον Λίβανο, έχοντας υπηρετήσει με ζήλο σ’ άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Αφού εργάστηκε στις Συριακές πόλεις Ισκεντερούν, Χαλέπι, Αντιόχεια και Λαττάκια αυτός και η σύζυγός του ήρθαν στη Βηρυτό του Λιβάνου. Εκεί ζούσαν πολλοί Έλληνες και ο αδελφός και η αδελφή Λαγάκου κήρυξαν με ζήλο σ’ αυτούς.

Μια μέρα η αδελφή Λαγάκου κτύπησε την πόρτα της Κατίνας Νικολαΐδου, η οποία ήταν πολύ αφοσιωμένη στις παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην πραγματικότητα, μπαίνοντας στο σπίτι, η αδελφή Λαγάκου παρατήρησε έναν ολόκληρο τοίχο γεμάτο με εικόνες και κάδρα των θρησκευτικών αγίων μ’ ένα καντήλι να καίει μπροστά τους. Ήταν συνήθεια της γυναίκας να γονατίζει και να προσεύχεται μπροστά σ’ αυτά τα αντικείμενα καθημερινά.

Με τον καιρό, με τη βοήθεια του ζεύγους Λαγάκου η κυρία Νικολαΐδου προχώρησε στην κατανόηση των Γραφών. Σύντομα ήρθε ο καιρός ν’ αποφασίσει τι θα έκανε μ’ όλες αυτές τις θρησκευτικές εικόνες και τα κάδρα. «Ίσως θα μπορούσα να τα στείλω στην εκκλησία,» σκέφθηκε.

«Όχι,» ήταν η απάντηση του αδελφού Λαγάκου.

«Λοιπόν, έχω πολλούς θρησκευτικούς φίλους· θα τις χαρίσω στους φίλους μου,» απάντησε αυτή.

Αλλ’ ο αδελφός Λαγάκος είπε: «Ούτε αυτό θα πρέπει να κάνεις».

«Καλά», ρώτησε αυτή, «τι πρέπει να τις κάνω;»

«Ε να, πρέπει να κάνεις αυτό που συμβουλεύει ο Λόγος του Θεού», εξηγήθηκε.

Ήταν δύσκολη απόφαση για τη γυναίκα να το κάνει αυτό ύστερα από τόσα χρόνια προσευχής μπροστά σ’ αυτά τ’ «άγια» αντικείμενα. Αλλά πήρε την απόφαση και ενήργησε σύμφωνα με τις εντολές του Λόγου του Θεού για τα είδωλα.

Όταν η κυρία Νικολαΐδου έκανε την μεγάλη αλλαγή στη ζωή της και έγινε Μάρτυς, η Ελληνική κοινότητα αποφάσισε να καταστρέψει την επιχείρηση της μοδιστρικής. Όλοι ορκίσθηκαν ότι ποτέ πια δεν θα έραβαν τα ρούχα τους σ’ αυτήν, και κράτησαν τον λόγο τους. Αλλά άφοβη αυτή η νέα αδελφή γρήγορα ανακάλυψε ότι είχε περισσότερους πελάτες παρά ποτέ πριν. Και είχε επίσης μια πολύτιμη σχέση με τον Ιεχωβά Θεό. Επί πλέον, αυτή και ο σύζυγός της ανάθρεψαν τις θυγατέρες τους στην αλήθεια.

ΠΙΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στις αρχές του 1940 ο κόσμος βρισκόταν σ’ εμπόλεμο κατάσταση. Οι συνθήκες ήταν συγκεχυμένες και κανείς δεν ήταν σίγουρος για το τι επεφύλασσε το μέλλον. Για τους Λιβανέζους Μάρτυρες δεν ήταν εύκολο να έχουν επαφή με τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης. Και τα αναγκαία εφόδια για το κήρυγμα δεν ήταν αρκετά εκείνα τα χρόνια. Πολλοί άνθρωποι στον Λίβανο φοβούνταν ότι ο Αδόλφος Χίτλερ και το Ναζιστικό του κόμμα θα καταλάμβανε τη Μέση Ανατολή. Από την άλλη πλευρά, μερικοί κληρικοί και άλλοι πήραν ανοικτά το μέρος του Χίτλερ και της πολιτικής του. Εξέφραζαν δυνατές απειλές για το τι θα έκαναν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά όταν ο Χίτλερ σύντομα θα νικούσε. Αλλά, φυσικά, ο Χίτλερ δεν κέρδισε τον πόλεμο, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνέχισαν να κηρύττουν τ’ αγαθά νέα σ’ όλα τα χρόνια του πολέμου.

Αν και το ηχητικό αυτοκίνητο και ο φωνόγραφος δεν χρησιμοποιούνταν τόσο εκτεταμένα στη διάρκεια εκείνων των ετών, οι αδελφοί έφτιαξαν χάρτες και εργάσθηκαν συστηματικά από σπίτι σε σπίτι στις πόλεις και τα χωριά που μπορούσαν να φθάσουν. Επίσης, στην αρχή του 1940 έγιναν μικρές συνελεύσεις στην Τρίπολη, και εκεί κοντά. Αυτές δυνάμωσαν τους αδελφούς πνευματικά. Φυσικά, ξαφνιάστηκαν όταν πληροφορήθηκαν το θάνατο του αδελφού Ιωσ. Φ. Ρόδερφορδ το 1942. Αλλά ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν το κήρυγμα των αγαθών νέων γνωρίζοντας ότι το έργο της οργανώσεως του Ιεχωβά δεν θα σταματήσει.

Ο Λίβανος και η Συρία ήταν περιοχές υπό Γαλλική εξουσία πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφού η Γαλλία έπεσε στους Ναζί τον Ιούνιο του 1940 οι Γαλλικές αρχές στο Λίβανο αποφάσισαν να ταχθούν με το Γαλλικό καθεστώς που ονομαζόταν κυβέρνηση του Βισύ, που είχε συνεργασθεί με την Γερμανία. Έτσι, η παλίρροια του πολέμου έφτασε στον Λίβανο και το 1941 γίνονταν μάχες μεταξύ των δυνάμεων του Βισύ και των Βρετανικών, Αυστραλιανών και άλλων στρατευμάτων. Η Βηρυτός και άλλα μέρη δοκίμασαν αεροπορικές επιδρομές και βομβαρδισμούς. Τελικά, ο Λίβανος καταλήφθηκε από τα Βρετανικά και Αυστραλιανά στρατεύματα. Εν τούτοις, παρά τον πόλεμο, οι αδελφοί μπόρεσαν να συνεχίσουν το κήρυγμα των αγαθών νέων.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ

Στη Συρία η ελευθερία του κηρύγματος βαθμιαία ελαττώθηκε. Ακόμη και έτσι, ο Ιεχωβά συνέχισε να ευλογεί τον λαό του εκεί. Κατά τη διάρκεια του 1942 οργανώθηκαν τακτικές Χριστιανικές συναθροίσεις στη Δαμασκό υπό την κατεύθυνση του Αντίμπ Καφρούνη. Συχνά οι αδελφοί συλλαμβάνονταν και τα έντυπά τους κατάσχονταν. Ως συνήθως, ο κλήρος διατύπωνε ψεύτικες κατηγορίες εναντίον του λαού του Ιεχωβά.

Για παράδειγμα, οι κληρικοί κατηγόρησαν ψεύτικα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά για Κομμουνιστές. Παρ’ όλα αυτά όμως, το έργο της μαρτυρίας απλωνόταν στα διάφορα μέρη της Συρίας. Επί παραδείγματι, οι σκαπανείς Τζαμήλ Σφέηρ και ο αδελφός και η αδελφή Λαγάκου μπόρεσαν να καλύψουν το Χαλέπι πλήρως. Στο χωριό Αμάρ Ελ Χουσάν στην Βόρεια Συρία σχηματίστηκε τελικά μια μικρή εκκλησία.

ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η επαφή με τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν σε μεγάλο βαθμό είχε χαθεί. Συνεπώς, κατά την διάρκεια του υπηρεσιακού έτους 1945 μόνο ένας διαγγελέας της Βασιλείας είχε αναφέρει δράση αγρού στον Λίβανο. Εν τούτοις, προς το τέλος του υπηρεσιακού έτους του 1946 επιτεύχθηκε ένα ανώτατο όριο 72 ευαγγελιζομένων. Γιατί τόση αύξηση;

Αυτή η αύξηση ήταν μεγάλη εξ αιτίας της καλύτερης οργανώσεως, αφού στην πραγματικότητα υπήρχαν περισσότεροι από ένας κήρυκας των αγαθών νέων το 1945. Οι πρώτοι απόφοιτοι της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς που έφτασαν στον Λίβανο, ο αδελφός και η αδελφή Αφίφ Φαράχ, ήταν μεγάλη βοήθεια. Ο αδελφός Φαράχ βοήθησε τους αδελφούς να διεξάγουν τις συναθροίσεις περισσότερο σύμφωνα με τις διευθετήσεις που υπήρχαν άλλου, και να οργανώσουν το έργο υπηρεσίας αγρού. Επισκέφθηκε διασκορπισμένους ευαγγελιζομένους και διευθέτησε ν’ αναφέρουν την δραστηριότητά τους στο κήρυγμα τακτικά.

Την άνοιξη του 1947 συνέβη ένα άλλο γεγονός που βοήθησε πολύ το έργο στον Λίβανο. Ήταν η επίσκεψη του προέδρου της Εταιρίας, Ν. Νορρ, και του γραμματέα του, Μ. Γ. Χένσελ. Κατά την διάρκεια του ανά τον κόσμο ταξιδιού τους ήρθαν στον Λίβανο, όπου οι αδελφοί με ανυπομονησία περίμεναν την άφιξή τους. Εκατοντάδες παρακολούθησαν τις συνελεύσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της επισκέψεως και οικοδομήθηκαν πνευματικά από τις ομιλίες που έδωσαν οι αδελφοί. Διευθετήθηκε για τον απόφοιτο της Γαλαάδ Αφίφ Φαράχ να ταξιδεύει σε διαφορετικά μέρη του Λίβανου και της Συρίας για να οργανώνει ομίλους Μαρτύρων σε εκκλησίες. Σύμφωνα μ’ αυτό, προς το τέλος του υπηρεσιακού έτους 1947, επτά εκκλησίες λειτουργούσαν στη Συρία και στον Λίβανο.

«ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»;

Μεταξύ εκείνων που άκουγαν την διάλεξη του αδελφού Νορρ στην Τρίπολη ήταν πέντε σαρκικοί αδελφοί. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν έρθει μάλλον απρόθυμα γιατί, μέχρι πρόσφατα, ήταν πάρα πολύ ενάντιοι στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ήταν Ορθόδοξοι στην θρησκεία και Έλληνες στην εθνικότητα, αν και είχαν ζήσει στον Λίβανο όλη τους τη ζωή. Ήταν μέλη μιας τοπικής Ορθόδοξης θρησκευτικής οργανώσεως που εκαλείτο «Στρατιώτες της Πίστεως», η οποία είχε οργανωθεί ειδικά για να εναντιώνεται στους Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Ο αρχηγός αυτής της θρησκευτικής οργανώσεως ήταν ένας ιερέας ονόματι Στέφεν. Ήταν διάσημος σαν βίαιος άνδρας που πάντοτε μετέφερε ένα πιστόλι μαζί του και ήταν γνωστό ότι το είχε χρησιμοποιήσει σ’ αρκετές περιπτώσεις. Ανάμεσα στους πιο φανατικούς υποστηρικτές αυτής της θρησκευτικής οργανώσεως ήταν οι έξη αδελφοί Σταύρου.

Αυτή η οργάνωση σχεδίαζε ποικίλους τρόπους για να πολεμά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μερικοί των άκρων, επρότειναν ν’ απειλήσουν τους Μάρτυρες με βία και να σκοτώσουν μερικούς απ’ αυτούς, αν ήταν ανάγκη, για να φοβηθούν οι άλλοι. Εν τούτοις, ένα μέλος αυτής της οργανώσεως, ένας δικηγόρος, πρότεινε ότι θα ήταν καλύτερο να πολεμήσουν τους Μάρτυρες με τα δικά τους όπλα. Αφού οι «Στρατιώτες της Πίστεως» ανήκαν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και αφού σκέφτηκαν ότι είχαν την αληθινή θρησκεία, γιατί να μη μελετήσουν τη Βίβλο και ν’ αποδείξουν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν λάθος; Πολλοί συμφώνησαν σ’ αυτό, μεταξύ αυτών και οι αδελφοί Σταύρου.

Μια μέρα ο αδελφός Μισέλ Αμπούντ μπήκε στο ραφείο του Κωστή Σταύρου και άρχισε να συζητά μαζί του για τη Βίβλο. Προς έκπληξη του Σταύρου, ότι άκουγε ήταν απόλυτα λογικό και σ’ αρμονία με τις Γραφές. Καθώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο αδελφός Αμπούντ τον επισκέφθηκε επανειλημμένα και τελικά άρχισε μια Γραφική μελέτη μαζί του. Αυτό έκανε τους σαρκικούς αδελφούς του Κωστή να εξοργισθούν. Ζωηρές συζητήσεις επακολούθησαν, μερικές βίαιες, φθάνοντας στο σημείο να πετούν καρέκλες οι αδελφοί ο ένας στον άλλον. Αλλά ο Κωστής συνέχισε να μελετά.

Τότε οι άλλοι Σταύρου συναντήθηκαν με τον ιερέα. ‘Πώς να διαψεύσουμε αυτούς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά;’ ήθελαν να ξέρουν. Ο ιερέας τούς έδειξε το Ιωάννης 1:1 και είπε ότι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ν’ αποδείξει ότι οι Μάρτυρες είχαν λάθος, αφού δεν πίστευαν στην Τριάδα. Όταν οι αδελφοί Σταύρου συναντήθηκαν με τον αδελφό Αμπούντ ανακάλυψαν ότι το μοναδικό τους εδάφιο ήταν κάθε άλλο παρά αρκετό. Αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να παρουσιάσει πολλά, πολλά Γραφικά εδάφια για να υποστηρίξει την άποψή του. Έτσι δαπάνησαν περισσότερο χρόνο στο ν’ ακούν παρά να μιλούν. Μέσα σε λίγους μήνες, τέσσερις ακόμη από τους αδελφούς Σταύρου δέχθηκαν την αλήθεια της Βίβλου όπως τους διδάχθηκε από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Ο ιερέας έμεινε κατάπληκτος. Πώς μπόρεσαν να ενωθούν με τον εχθρό; Σύντομα ο Ιερέας πήγε σπίτι τους προσπαθώντας να τους μεταπείσει. «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι Ιουδαίοι,» ισχυρίσθηκε ψευδώς. «Σεις είστε Έλληνες, έτσι πρέπει να παραμείνετε Ορθόδοξοι. Είστε οι στύλοι της Ελληνικής Ορθόδοξης κοινότητας εδώ.»

Αυτές οι ζωηρές προσπάθειες του ιερέα φάνηκαν παράξενες γιατί όταν οι αδελφοί Σταύρου συνήθιζαν να διοργανώνουν οργιαστικά πάρτυ με πολύ πιοτό και τα όμοια, ο ιερέας ποτέ δεν τους είχε διορθώσει. Τώρα, όταν άρχισαν να μελετούν τη Βίβλο, τους επέπληττε γι’ αυτό. Έτσι του είπαν ότι είχε έλθει πολύ αργά. Ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά και σκόπευαν να παραμείνουν Μάρτυρες του Ιεχωβά Θεού.

Οι αδελφοί Σταύρου συνέχισαν να αυξάνουν σε κατανόηση και τελικά η μητέρα και η αδελφή τους δέχθηκαν την αλήθεια. Ο νεώτερος έγινε σκαπανέας. Αργότερα είχε το προνόμιο να παρακολουθήσει τη σχολή Γαλαάδ, και μετά να υπηρετήσει στη Συρία, καθώς και στη Βαγδάτη του Ιράκ, και την Τεχεράνη του Ιράν. Φεύγοντας απ’ εκεί, συνέχισε σαν ιεραπόστολος στον Λίβανο έως ότου ανέλαβε έργο επισκόπου περιοχής. Δυο απ’ τους αδελφούς του είχαν το προνόμιο να υπηρετούν σαν επίσκοποι εκκλησίας.

ΙΔΡΥΕΤΑΙ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

Ο αδελφός Αφίφ Φαράχ έκανε θαυμάσιο έργο στον Λίβανο, αλλά, για προσωπικούς λόγους, θεώρησε αναγκαίο να εγκαταλείψει τη χώρα μετά από ένα έτος περίπου. Παρ’ όλα αυτά όμως, η Εταιρία, σύντομα έστειλε άλλους ιεραποστόλους στον Λίβανο. Την άνοιξη του 1949 έφθασαν οι απόφοιτοι της Γαλαάδ Ντον Ταττλ και Ιωάννης Τσιμικλής. Διορίστηκαν στη Βηρυτό, που νοίκιασαν ένα σπίτι για να το χρησιμοποιήσουν σαν ιεραποστολικό οίκο στην περιοχή Ρας Μπέιρουτ.

Τον Σεπτέμβριο του 1949 άνοιξε γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στην Βηρυτό, με τον Ντον Ταττλ σαν υπηρέτη τμήματος. Αυτό το γραφείο φρόντιζε για το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στον Λίβανο, καθώς και στη Συρία και την Ιορδανία. Προς το τέλος του υπηρεσιακού έτους 1949 ένα ανώτατο όριο 172 ευαγγελιζομένων υπηρετούσε σε πέντε εκκλησίες στον Λίβανο. Η Συρία είχε τρεις εκκλησίες με ανώτατο όριο 20 διαγγελέων της Βασιλείας.

ΝΕΟΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΟΥΝ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥΣ

Ένας αριθμός αδελφών από τη Μέση Ανατολή παρακολούθησε τη διεθνή συνέλευση στο στάδιο Γιάγκη της Νέας Υόρκης το 1950. Επέστρεψαν με πολλά σημεία που τους βοήθησαν στην υπηρεσία προς αίνο του Ιεχωβά. Εν τούτοις, θα ερχόταν περισσότερη βοήθεια.

Τον Ιανουάριο του 1951 τέσσερις επί πλέον απόφοιτοι της Γαλαάδ έφθασαν για να κάνουν ιεραποστολικό έργο στη Βηρυτό, και τον Οκτώβριο έφτασαν περισσότεροι. Αυτοί ήταν οι Κηθ και Τζόυς Τσιού, Όλιβ Τέρνερ και Ντορήν Γουώρντμπερτον, και Έντνα Στάκχαουζ, μαζί με τους Αν και Γκουέν Μπήβορ. Όλοι διορίστηκαν προσωρινά στην Τρίπολη.

Η εκκλησία στην Τρίπολη συναθροιζόταν ακόμη στην κλινική του αδελφού Σαμμάς, με 30 έως 50 τακτικούς παρόντες. Επειδή επικρατούσαν ακόμη τ’ ανατολικά έθιμα σ’ αυτή την εκκλησία, πολλοί λίγοι αδελφοί έφερναν τις συζύγους τους και τις κόρες τους στις συναθροίσεις. Οι γυναίκες που παρακολουθούσαν κάθονταν πάντοτε στην τελευταία σειρά, ποτέ ανάμεσα στους άντρες. Φυσικά, οι ιεραπόστολοι δεν γνώριζαν αυτό το έθιμο. Έτσι, ο αδελφός και η σύζυγός του κάθισαν στην μπροστινή σειρά, και οι άγαμες αδελφές ιεραπόστολοι κάθησαν όπου βρήκαν θέσεις. Αυτό δημιούργησε αρκετή ταραχή στους αδελφούς.

Στη διάρκεια μιας συζητήσεως μετά τη συνάθροιση ο αδελφός ιεραπόστολος εξήγησε ότι όλοι ήταν αδελφοί και αδελφές. Έτσι, δεν καταλάβαινε γιατί θα έπρεπε να κάθονται χωριστά. Ασφαλώς ένας αδελφός μπορούσε να καθήσει κοντά στη σύζυγο του σ’ όποια θέση του άρεσε. Λοιπόν, σε λίγο χρονικό διάστημα οι γυναίκες σύζυγοι και οι κόρες δεν έμεναν πια στο σπίτι να περιμένουν τις κεφαλές των οικογενειών τους να γυρίσουν από τη συνάθροιση για να τους ρωτήσουν γι’ αυτήν. Μάλλον, αυτές παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις προσωπικά.

Το ίδιο ανατολικό έθιμο ίσχυε και στο έργο του αγρού. Σπάνια—για να μη πούμε ποτέ—οι αδελφές πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι πριν έλθουν οι ιεραπόστολοι. Αλλά οι αδελφές ιεραπόστολοι χτυπούσαν τις πόρτες κάθε μέρα και σύντομα έπαιρναν τοπικές αδελφές μαζί τους. Τι χαρά που είχαν όλοι τους! Σύντομα οι αδελφοί ήταν πολύ ευτυχισμένοι να βλέπουν την πρόοδο των συζύγων τους και των θυγατέρων τους, και παρατήρησαν τη θαυμάσια διαφορά που έφερε αυτό στο πνεύμα και στη στάση τους στο σπίτι.

ΣΤΗΝ ΣΙΔΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΥΡΟ

Τελικά μπόρεσε να βρεθεί ένας κατάλληλος ιεραποστολικός οίκος στην Τρίπολη με μια Αίθουσα Βασιλείας. Η παρακολούθηση των συναθροίσεων αυξήθηκε και σύντομα η αίθουσα ήταν γεμάτη. Με τον καιρό εκείνη η μια εκκλησία έγινε τέσσερις. Προς το καλοκαίρι του 1953 είχε γίνει τέτοια πρόοδος ώστε φάνηκε φρόνιμο να μετακινηθούν οι ιεραπόστολοι σ’ άλλη περιοχή. Δυο απ’ αυτούς διορίστηκαν στην αρχαία Σιδώνα.

Οι κυματιστοί λόφοι της Σιδώνας και οι πολλοί δεντρόκηποι πορτοκαλιών και λεμονιών έκαναν τον διορισμό των αδελφών Όλιβ Τέρνερ και Ντορήν Γουώρντμπερτον απολαυστικό. Πολύ απ’ το έργο τους γινόταν στον παλιό τομέα της πόλεως, με τους σκεπαστούς δρόμους της και τις στενές εισόδους. Την εποχή των βροχών αυτός ήταν ένας καλός τομέας για να εργασθούν γιατί δεν βρέχονταν όταν περπατούσαν στους δρόμους. Επίσης, οι άνθρωποι εκπλήσσονταν βλέποντας δυο Αγγλίδες να περιφέρονται σ’ αυτούς τους μικρούς δρόμους, χτυπώντας τις πόρτες και συζητώντας με τους ανθρώπους τον Λόγο του Θεού. Οι κάτοικοι τις μεταχειρίζονταν με σεβασμό και τα κορίτσια αισθάνονταν μεγαλύτερη ασφάλεια εκεί απ’ όσο οι περισσότεροι άνθρωποι που περπατούν στους δρόμους των Δυτικών πόλεων σήμερα.

Σαράντα χιλιόμετρα (25 μίλια) νοτίως της Σιδώνας βρίσκεται η μικρή πόλη της Τύρου. Εδώ κάποτε βασίλεψε ο Βασιλιάς Χειράμ. Η Τύρος ήταν η θαλάσσια κυρά του αρχαίου κόσμου, και ίδρυσε μακρυνές εμπορικές πόλεις σαν την Καρχηδόνα. Ο Μέγας Αλέξανδρος κυρίευσε την Τύρο κατασκευάζοντας ένα μόλο ως αυτήν, αφού η πόλη του καιρού του ήταν ένα νησί λίγο μακριά απ’ την ακτή. Σήμερα η μικρή πόλη της Τύρου είναι χτισμένη πάνω στα ερείπια εκείνων των αρχαίων πόλεων, και μάλιστα ένα μέρος της ακριβώς πάνω στο μόλο που κατασκεύασε ο Αλέξανδρος. Σ’ αυτή την πόλη στάλθηκαν οι αδελφές Τέρνερ και Γουώρντμπερτον, να δώσουν μαρτυρία στον πληθυσμό της που ήταν κυρίως Μουσουλμανικός. Έκαναν Γραφικές μελέτες, βοήθησαν Μουσουλμάνους να μάθουν την αλήθεια και να προοδεύσουν καλά. Αργότερα αυτοί οι Μουσουλμάνοι έγιναν διαγγελείς της Βασιλείας στην εκκλησία στη Σιδώνα.

Στο δρόμο μεταξύ Τύρου και Σιδώνας υπήρχαν μεγάλα στρατόπεδα όπου ζούσαν Παλαιστίνιοι πρόσφυγες από τον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του 1948. Η ζωή τους ήταν δύσκολη, άλλα ήταν ταπεινοί και οι αδελφές ιεραπόστολοι μπορούσαν να κινούνται ανάμεσά τους ελεύθερα. Μερικοί απ’ αυτούς δέχθηκαν γραφικές μελέτες και δυο οικογένειες ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την αλήθεια. Αργότερα, μετακινήθηκαν στα περίχωρα της Βηρυτού και μπόρεσαν να ενωθούν με Χριστιανικές εκκλησίες εκεί.

Οι αδελφές ιεραπόστολοι ήταν πράγματι ευχαριστημένες να βλέπουν την εγκάρδια φιλοξενία που έδειχναν στους ξένους οι άνθρωποι του νότιου τμήματος του Λιβάνου. Άσχετα με το πόσο παρέμενε ένας επισκέπτης, ακόμη κι αν ήταν ξένος, ο οικοδεσπότης θα του πρόσφερε αναψυκτικά. Στις συζητήσεις τους αυτοί οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να σου πουν ποιοι είναι, τι δουλειά κάνουν, πόσα παιδιά έχουν, πόσο νοίκι πληρώνουν για το σπίτι τους και τα παρόμοια. Και ποτέ αυτοί δεν ρωτούν τον επισκέπτη για ποιο σκοπό πήγε. Απλώς τον καλωσορίζουν, με τη σκέψη ότι όταν αυτός θα θελήσει θα τους πει για ποιο σκοπό ήρθε. Μέχρι τότε είναι ένας ευπρόσδεκτος επισκέπτης. Στην πραγματικότητα, μερικοί Άραβες της έρημου φθάνουν σε τέτοιο σημείο ώστε αν κάποιος περάσει δυο μέρες και δυο νύχτες χωρίς ν’ αναφέρει το σκοπό που πήγε, τότε μόνο μπορεί να τον ρωτήσουν ευγενικά τον λόγο του ερχομού του. Φυσικά, οι αδελφές μας ιεραπόστολοι ποτέ δεν έμειναν τόσο πολύ σε κανένα από τα σπίτια. Και ήσαν χαρούμενες ν’ αναφέρουν τον σπουδαίο λόγο της επισκέψεως τους.

Μερικές φορές οι άνθρωποι ενδιαφέρονται απλώς να τους επισκέπτονται τέτοια ευχάριστα άτομα. Εν τούτοις, πολλοί έμαθαν την αλήθεια στη Σιδώνα και αργότερα μετακινήθηκαν σ’ άλλες περιοχές και χώρες, όπου συνέχισαν να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Η μικρή εκκλησία στη Σιδώνα συνεχίζει ακόμη να προχωρεί στο έργο της διακηρύξεως των αγαθών νέων.

ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΑΜΑΣΚΟ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

Προς το τέλος του Δεκεμβρίου 1951 οι Λιβανέζοι Μάρτυρες δέχτηκαν πάλι την επίσκεψη του αδελφού Ν. Νορρ και του Μ. Χένσελ. Στη διάρκεια εκείνου του υπηρεσιακού έτους ένα νέο ανώτατο όριο 401 διαγγελέων της Βασιλείας ανέφερε υπηρεσία αγρού στον Λίβανο και 82 στη Συρία. Πήραν άδεια για μια δημόσια συνάθροιση, και οι αδελφοί υπερεχάρησαν που είχαν ένα ακροατήριο από 793 άτομα στη δημόσια διάλεξη του αδελφού Νορρ, που δόθηκε στη μεγάλη αίθουσα διαλέξεων του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βηρυτού. Τι θαυμάσια ευκαιρία ήταν αυτή!

Κατά τη διάρκεια αυτής της επισκέψεως αποφασίσθηκε ότι ήταν καιρός να σταλούν ιεραπόστολοι στη Δαμασκό της Συρίας. Ιδρύθηκε ένας ιεραποστολικός οίκος και τέσσερις ιεραπόστολοι άρχισαν τη μαρτυρία όσο μπορούσαν πιο απαρατήρητα. Η μικρή εκκλησία της Δαμασκού των 10-12 ευαγγελιζομένων συναθροιζόταν στο σπίτι του Αντίμπ Καφρούνη. Σύντομα οι ιεραπόστολοι βελτίωσαν την ικανότητά τους στη χρήση της Αραβικής γλώσσας.

Μόνο λίγοι μήνες πέρασαν προτού οι αρχές προσέξουν το έργο των ιεραποστόλων και αρχίσουν να τους παρακολουθούν. Λίγο καιρό αργότερα ένας αξιωματικός του τμήματος Ασφαλείας ήρθε στον ιεραποστολικό οίκο και πληροφόρησε τους αδελφούς ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα μέσα σε 24 ώρες. Έτσι η μικρή περίοδος του ιεραποστολικού έργου στην Δαμασκό τελείωσε. Εν τούτοις, οι αδελφοί αυτής της πόλεως συνέχισαν την υπηρεσία τους προς αίνον του Ιεχωβά, και αργότερα τοπικοί ειδικοί σκαπανείς στάλθηκαν να τους βοηθήσουν.

Τον Απρίλιο του 1952 ο αδελφός Ατίφ Ναούς, ένας ειδικός σκαπανέας, διορίστηκε στη Συριακή πόλη Χομς. Εκεί υπήρχαν πολύ λίγοι ζηλωτές αδελφοί, αλλά η περιοχή ήταν μεγάλη και χρειάζονταν βοήθεια. Η πείρα τους ήταν πολύ όμοια μ’ εκείνη των ιεραποστόλων της Δαμασκού. Μετά δυο μόνο μήνες ο αδελφός Ναούς συνελήφθηκε και ρίχτηκε στη φυλακή και κρατήθηκε υπό στρατιωτικό νόμο για 42 ημέρες. Στη διάρκεια των πέντε μερόνυχτων, του έδιναν πολύ λίγη τροφή και κοιμόταν πάνω σ’ ένα στενό ξύλινο θρανίο σ’ ένα κελί με μόνο ένα καγκελωτό παράθυρο, και χωρίς κάτι να τον προφυλάσσει από το κρύο. Εάν δεν τον λυπόταν ένας δεσμοφύλακας που τακτικά έδινε το παλτό του στον αδελφό Ναούς κατά τα μεσάνυχτα, θα είχε περάσει πολύ χειρότερα. Σαν αποτέλεσμα της μεταχειρίσεως που υπέστη, η υγεία του επηρεάστηκε μόνιμα. Αλλά ήταν ακόμη ικανός να συνεχίσει την υπηρεσία του στον Ιεχωβά σαν ειδικός σκαπανεύς.

ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΠΑΡΑ ΤΟ ΔΙΩΓΜΟ

Λίγο καιρό μετά την επιστροφή τους στον Λίβανο απ’ την Δαμασκό, δυο απ’ τους ιεραποστόλους, ένα νυμφευμένο ζευγάρι, διορίστηκαν στην Ζάλε, μια πόλι στην κοιλάδα Ριφτ 51 χιλιόμετρα (32 μίλια) περίπου βορείως του ιστορικού όρους Αερμών. Ήταν μια πόλη στην οποία υπερίσχυε ο Καθολικισμός, είχε και μια ευάριθμη Ελληνική Ορθόδοξη κοινότητα και όχι πολλούς Μουσουλμάνους. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είχαν ιδρύσει ποτέ εκκλησία εκεί, άλλα οι λίγοι διαγγελείς της Βασιλείας στην πόλη βοηθήθηκαν να κάνουν πρόοδο στην αλήθεια καθώς εργάζονταν μαζί με τους ιεραποστόλους. Συναθροίσεις γίνονταν τακτικά, με οκτώ ή δέκα περίπου παρευρισκομένους.

Το μεγαλύτερο μέρος της Ζάλε έλαβε μαρτυρία σε έξη μήνες περίπου. Την άνοιξη, δύο ακόμη ιεραπόστολοι, η Όλιβ Τέρνερ και η Ντορήν Γουώρντμπερτον, ενώθηκαν με τους άλλους σ’ αυτή την περιοχή. Τότε ο κλήρος ξεσήκωσε τον λαό εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Δεν υπήρχαν άλλοι ξένοι στην πόλη κι έτσι οι ιεραπόστολοι ξεχώριζαν εύκολα καθώς έβγαιναν στην υπηρεσία αγρού κάθε μέρα. Ήταν καθημερινή τους πείρα να τους βάζουν τις φωνές και να τους περιγελούν. Συχνά τους πετούσαν πέτρες, μερικές από τις οποίες έβρισκαν το στόχο τους. Μια πέτρα πέταξε τα γυαλιά μιας αδελφής, και άλλες προξενούσαν αρκετούς μώλωπες και γδαρσίματα. Αλλά οι ιεραπόστολοι ξέφυγαν τους σοβαρούς τραυματισμούς και μπόρεσαν να συνεχίσουν να επισκέπτονται τα σπίτια των ανθρώπων για δύο χρόνια. Σχηματίσθηκε μια μικρή εκκλησία και οι συναθροίσεις γίνονταν στον ιεραποστολικό οίκο, με ακροατήριο 10 έως 15 άτομα κάθε βδομάδα.

Οι ιεραπόστολοι θεώρησαν αναγκαίο ν’ αποφεύγουν τα σχολεία γιατί σχεδόν όλα ήταν υπό την επίβλεψη της εκκλησίας. Και οι δάσκαλοι και οι κληρικοί στα σχολεία υποκινούσαν τα παιδιά να λιθοβολούν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά οπουδήποτε τους εύρισκαν. Εάν οι ιεραπόστολοι τύχαινε να περνούν κοντά από σχολείο κατά τη διάρκεια διαλείμματος, ήταν βέβαιο ότι θα αντιμετώπιζαν βροχή από πέτρες που προέρχονταν από το προαύλιο.

Η κατάσταση ήταν σχεδόν η ίδια στα γύρω χωριά. Μια φορά οι τρεις γυναίκες ιεραπόστολοι, συνοδευόμενες από τρεις τοπικές αδελφές, κήρυτταν σ ένα κοντινό χωριό. Ύστερα από μαρτυρία μιας ώρας, δυο απ’ τις αδελφές προειδοποιήθηκαν από έναν οικοδεσπότη ότι ο ιερέας οργάνωνε τα παιδιά του σχολείου για να τους πετροβολήσουν. Την ώρα που αυτές οι αδελφές βρήκαν τις άλλες, ο ιερέας είχε μαζέψει τα παιδιά και δεν ήταν δυνατόν για τις αδελφές να ξεφύγουν απ’ τον δρόμο με τον συνηθισμένο τρόπο. Έτσι διέσχισαν τους αγρούς σε μια προσπάθεια ν’ αποφύγουν τον όχλο. Αλλά, τις καταδίωξαν. Ευτυχώς αυτές συνάντησαν μερικούς ανθρώπους που εργάζονταν στους αγρούς. Όταν οι αδελφές ζήτησαν τη βοήθειά τους, αυτοί είπαν ότι θα σταματούσαν τα παιδιά. Αλλά για να το κάνουν αυτό, αναγκάσθηκαν να πετάξουν πέτρες ακόμα και στα δικά τους παιδιά που είχαν τόσο εξεγερθεί από τον ιερέα.

Καθώς οι ιεραπόστολοι βάδιζαν στους δρόμους της Ζάλε, η συνηθισμένη «αποδοκιμασία» ήταν SHUHOUD YAHWAH (Μάρτυρες του Ιεχωβά). Παρ’ όλα αυτά οι εναντιούμενοι είχαν μάθει ποιος ήταν ο Ιεχωβά και αναγνώριζαν ότι αυτός είχε Μάρτυρες στο χωριό.

Τυχαίως, χρόνια αργότερα, σε μια Χριστιανική συνέλευση στην Βηρυτό, ένας νεαρός άντρας πλησίασε τους ιεραποστόλους που είχαν υπηρετήσει στην Ζάλε. Συστήθηκε και είπε: «Πιθανώς δε με θυμάστε, άλλα εγώ σας θυμάμαι. Ήμουν μεταξύ των παιδιών που συνήθιζαν να σας πετούν πέτρες όταν ήσαστε στην Ζάλε». Αυτός ο πρώην Μουσουλμάνος είχε γίνει Χριστιανός αδελφός τους, έχοντας αφιερώσει τη ζωή του στον Ιεχωβά Θεό.

ΕΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ

Κυρίως τα καλοκαίρια, οι διαγγελείς της Βασιλείας ταξίδευαν με λεωφορείο από την Τρίπολη σε διάφορες απομονωμένες περιοχές. Φεύγοντας νωρίς το πρωί της Κυριακής, έπαιρναν μαζί τους φαγητό και δαπανούσαν όλη τη μέρα στο έργο του αγρού, γυρίζοντας σπίτι το βράδυ, κουρασμένοι άλλα πολύ ευτυχισμένοι. Έψελναν ύμνους της Βασιλείας και έπαιζαν Βιβλικά παιχνίδια καθώς το λεωφορείο ταξίδευε σ’ αυτές τις περιοχές.

Μερικές φορές έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ειδική τακτική σ’ αυτές τις περιοχές. Οι όμιλοι έμπαιναν σ’ ένα ειδικά δύσκολο χωριό και σχεδίαζαν να γυρίσουν στο λεωφορείο σε μια ορισμένη ώρα. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούσε να δοθεί στο χωριό μαρτυρία γρήγορα προτού ο κλήρος ή κάποιος άλλος δημιουργήσει προβλήματα για τους διαγγελείς. Ένα τέτοιο χωριό το επισκέφθηκαν όταν κήδευαν έναν πλούσιο. Αφού όλοι οι κληρικοί του χωριού ήταν στην κηδεία, οι αδελφοί κάλυψαν όλο το χωριό καθώς γινόταν η κηδεία. Όταν οι ιερείς γύρισαν στις συνηθισμένες δουλειές τους, οι αδελφοί είχαν τελειώσει το έργο τους στα σπίτια κι έφευγαν.

Σε μια άλλη περίπτωση όμως, ο ιερέας ενός χωριού έμαθε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν στην περιοχή και άρχισε να τους αναζητά. Όταν έφθασε στο σπίτι όπου ο προεδρεύων επίσκοπος έδινε μαρτυρία ήταν πραγματικά εξαγριωμένος. Ο ιερέας άρχισε να καταριέται και να χρησιμοποιεί αισχρή γλώσσα απευθύνοντας τις παρατηρήσεις του περισσότερο στους ανθρώπους που άκουγαν τον αδελφό. Οι άνθρωποι προσπάθησαν να ηρεμήσουν τον ιερέα, αλλά ανεπιτυχώς. Τελικά, φώναξε ότι όποιος δεν θα εγκατέλειπε εκείνο το σπίτι θ’ αφοριζόταν αμέσως από την εκκλησία. Έφυγαν μόνο οι μισοί περίπου. Τότε, ο ιερέας εξαγριώθηκε περισσότερο. Έτρεξε στην εκκλησία και άρχισε να κτυπά την καμπάνα. Ασφαλώς, νόμισε ότι αυτό θα συγκέντρωνε όλους τους χωρικούς. Επρόκειτο να δώσει ένα μάθημα σ’ αυτούς τους 30 Μάρτυρες του Ιεχωβά!

Το λεωφορείο είχε σταθμεύσει στην πλατεία του χωριού και οι διαγγελείς είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται εκεί αφού είχαν επισκεφθεί όλα τα σπίτια. Όταν ήρθε ο προεδρεύων επίσκοπος, η κωδωνοκρουσία είχε συγκεντρώσει ένα αρκετά μεγάλο πλήθος και ο ιερέας συνέχιζε να χτυπά την καμπάνα με όλη του τη μανία. Συνέχιζαν να έρχονται άνθρωποι και οι διαγγελείς αναμίχθηκαν μ’ αυτούς, δίνοντας μαρτυρία. Ε λοιπόν, αυτή ήταν τόσο θαυμάσια ευκαιρία να κηρύξουν ώστε ο προεδρεύων επίσκοπος στάθηκε πάνω σ’ ένα βράχο δίπλα στο λεωφορείο, προκαλώντας την προσοχή όλων, και έδωσε μια σύντομη δημόσια διάλεξη! Οι χωρικοί διασκέδασαν αρκετά με τον ιερέα που χτυπούσε ακόμη την καμπάνα του και συγκέντρωνε ανθρώπους ν’ ακούσουν τη διάλεξη που έδινε ένας από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι κάτοικοι ζήτησαν και συγνώμη ακόμη για το θυμό του ιερέα τους και την αισχρή γλώσσα του. Έτσι η μανιασμένη εναντίωση είχε μετατραπεί σε μια μοναδική ευκαιρία όταν ο ιερέας και η καμπάνα της εκκλησίας του κάλεσαν εν αγνοία του ανθρώπους σε μια Χριστιανική Γραφική ομιλία.

ΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ

Το 1955 το ανώτατο όριο των διαγγελέων της Βασιλείας στον Λίβανο είχε αυξηθεί σε 501. Ένα εξέχον χαρακτηριστικό εκείνου του έτους ήταν η ειδική διανομή του βιβλιαρίου «Χριστιανισμός ή Χριστιανοσύνη—Ποιο Είναι το ‘Φως του Κόσμου’;» Αυτό το βιβλιάριο μεταφράσθηκε στην Αραβική και τυπώθηκαν 10.000 αντίτυπα στον Λίβανο. Τι θαυμάσια μαρτυρία έδωσε αυτό! Αλλά, φυσικά, αυτό εξήγειρε τον κλήρο και αυτοί έκαναν ανανεωμένες προσπάθειες εναντίον του έργου κηρύγματος.

Κάθε χρόνο χιλιάδες αντίτυπα της Σκοπιάς και του Ξύπνα! έφταναν στα χέρια του Λιβανικού λαού. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια του 1956, έγιναν από τους διαγγελείς της Βασιλείας 1.106 νέες συνδρομές. Πολλά περιοδικά έφτασαν στα χέρια επιχειρηματιών που άφηναν αντίτυπα στα γραφεία τους και στις αίθουσες αναμονής. Ε λοιπόν, κάθε φορά που ένας κληρικός έμπαινε σ’ ένα γραφείο θα εύρισκε ένα Ξύπνα! ή μια Σκοπιά πάνω στο τραπέζι! Οι κληρικοί δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι γι’ αυτό.

Το καλοκαίρι του 1956 ο κλήρος πέτυχε την απαγόρευση της Σκοπιάς και του Ξύπνα! Αυτό στέρησε τους Μάρτυρες από το να χρησιμοποιούν αυτά τα θαυμάσια εφόδια στην υπηρεσία αγρού, άλλα ήταν ευτυχείς που η πνευματική τροφή που έπαιρναν μέσω αυτών των εντύπων εξακολουθούσε ακόμη να φθάνει στους αδελφούς και αδελφές. Ακόμα μέχρι σήμερα τα περιοδικά είναι απαγορευμένα στον Λίβανο παρά τις πολλές προσπάθειες για άρση της απαγορεύσεως. Εν τούτοις ο Ιεχωβά φρόντισε ώστε οι Μάρτυρες να λαμβάνουν την πνευματική τροφή.

ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ

Κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου του 1955 ο αδελφός και η αδελφή Λη Πλάμμερ ήρθαν στον Λίβανο σαν απόφοιτοι της σχολής Γαλαάδ και ιεραπόστολοι. Τον Μάιο του επόμενου έτους ο αδελφός Πλάμμερ διορίστηκε επίσκοπος τμήματος. Έγιναν επίσης διευθετήσεις για αναδιοργάνωση του έργου περιοχής και άλλων χαρακτηριστικών της δραστηριότητάς μας στο κήρυγμα. Για παράδειγμα, οι Λιβανέζοι ευαγγελιζόμενοι είχαν χρησιμοποιήσει πολύ λίγο τη Βίβλο στην υπηρεσία τους από σπίτι σε σπίτι. Αλλά αυτό ενθαρρύνθηκε απ’ τους περιοδεύοντες επισκόπους, και σύντομα οι διαγγελείς της Βασιλείας σ’ όλη τη χώρα πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι με μια Γραφή στο χέρι.

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1956-57 οι αδελφοί Ν. Νορρ και Φ. Φρανς, μαζί με τον επίσκοπο ζώνης, Φίλιπ Χόφμαν, επισκέφθηκαν τον Λίβανο. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία για πνευματική εποικοδόμηση. Έγινε μια συνέλευση, και οι αδελφοί Νορρ και Φρανς μπόρεσαν να δώσουν θαυμάσια συμβουλή και ενθάρρυνση σ’ αυτούς που συναθροίσθηκαν.

Το 1958, εν τούτοις, ξέσπασε μεγάλη αναταραχή στον Λίβανο, και αυτό παρεμπόδισε κατά πολύ τις θεοκρατικές δραστηριότητες. Στις αρχές της ανοίξεως είχε σχεδιασθεί μια συνέλευση περιοχής στην Τρίπολη. Αλλά ενώ προχωρούσαν οι προετοιμασίες ξέσπασε μια επανάσταση. Τελικά πολλές περιοχές κυριεύθηκαν από τους επαναστάτες, όπως αυτοαποκαλούντο, οι οποίοι έκαναν δική τους κυβέρνηση ανεξάρτητη από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Οι αδελφοί αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες σ’ αυτές τις περιοχές. Μερικοί συνελήφθηκαν απ’ αυτούς τους επαναστάτες. Συνήθως οι αδελφοί απελευθερώνονταν όταν αυτοί οι άνθρωποι ανακάλυπταν ποιοι ήταν. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν γίνει καλά γνωστοί σαν ουδέτεροι σε ότι αφορούσε τις πολιτικές διαμάχες, κι αυτό ήταν μια προστασία γι’ αυτούς στη διάρκεια της ταραγμένης αυτής περιόδου.—Ιωάν. 15:19.

Το έτος 1958 ήταν αξιοσημείωτο εξ αιτίας της μεγάλης διεθνούς συνελεύσεως των Μαρτύρων του Ιεχωβά Θείο Θέλημα στην πόλη της Νέας Υόρκης. Στον Λίβανο το αεροδρόμιο απ’ όπου θα αναχωρούσαν οι αδελφοί για τη συνέλευση ήταν περικυκλωμένο από κυβερνητικά στρατεύματα και πολιορκούνταν. Εν τούτοις, την ώρα της αναχωρήσεως, η εναέρια κυκλοφορία ήταν κανονική, και οι ιεραπόστολοι και άλλοι έφυγαν με ασφάλεια.

Οι δούλοι του Ιεχωβά που παρέμειναν στον Λίβανο εκείνο τον καιρό της αναταραχής έπρεπε να κάνουν προσαρμογές στην υπηρεσία τους του αγρού. Υπήρχε κάποια απαγόρευση κυκλοφορίας στις περισσότερες από τις κύριες πόλεις, και δεν μπορούσε κανείς να βγαίνει απ’ το σπίτι του εκτός για λίγες ώρες το απόγευμα. Ακόμη και τότε, συχνά υπήρχαν κίνδυνοι από τους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις βομβών στις κατοικημένες περιοχές. Η Βηρυτός, η πρωτεύουσα, ήταν ιδιαίτερα σημείο αναταραχής στη χώρα, με σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών και των επαναστατικών δυνάμεων. Μερικοί αδελφοί πληγώθηκαν από αδέσποτες σφαίρες, άλλα ευτυχώς κανείς τους δε σκοτώθηκε σ’ όλη τη διάρκεια των συγκρούσεων.

Τελικά, αποβιβάστηκαν πεζοναύτες των Ηνωμένων Πολιτειών για να μη ανατραπεί η κυβέρνηση. Αυτό κατασίγασε τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό. Μετά μερικούς μήνες, τα πράγματα διευθετήθηκαν μεταξύ της κυβερνήσεως και των επαναστατών με μια λογική ικανοποίηση και για τα δυο μέρη. Έτσι η ειρήνη ξαναγύρισε στον Λίβανο. Ήταν όμως μια επισφαλής ειρήνη.

Παρ’ όλα αυτά, ο λαός του Ιεχωβά συνέχισε το κήρυγμα. Για μια φορά ακόμη μπορούσαν να εργασθούν ελεύθερα από σπίτι σε σπίτι, συζητώντας το ειρηνικό άγγελμα της Βασιλείας. Οι άνθρωποι ήταν προθυμότεροι ν’ ακούσουν απ’ ότι ήταν πριν την περίοδο της αναταραχής. Τον Νοέμβριο του 1958 όλοι οι ιεραπόστολοι ήταν πίσω στη χώρα, συμμετέχοντας χαρούμενα πάλι στο έργο του κηρύγματος της Βασιλείας με τους Λιβανέζους ομοπίστους τους. Το 1960 ένα ανώτατο όριο 608 μαρτύρων της Βασιλείας υπηρετούσαν σε 15 εκκλησίες στον Λίβανο.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΠΡΟΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΛΙΒΑΝΟ

Πίσω στο 1954, δυο ιεραπόστολοι—η Ανν και η Γκουέν Μπήβορ—είχαν αρχίσει την μαρτυρία στην κοινότητα των 60 με 80 χιλιάδων περίπου Αρμενίων που ζούσαν στη Βηρυτό. Έκαναν θαυμάσιο έργο για κάποιο διάστημα. Έπειτα, τον χειμώνα του 1957-58, μια Αρμένισσα αδελφή, η Σόνα Χαϊντοστιάν, άρχισε να υπηρετεί τους εκεί Αρμένιους. Η πρόοδος ήταν καλή, και τον Φεβρουάριο του 1959 σχηματίστηκε η πρώτη Αρμενική εκκλησία στη Βηρυτό. Αργότερα με τη Σόνα ενώθηκαν οι γονείς της και το έργο συνέχισε να προχωρεί. Το 1971 υπήρχαν δύο Αρμενικές εκκλησίες.

Ο αδελφός Λη Πλάμμερ υπηρέτησε σαν επίσκοπος τμήματος στον Λίβανο από τον Μάιο του 1956. Αλλά για προσωπικούς λόγους θεώρησε αναγκαίο να παραιτηθεί απ’ αυτό το προνόμιο υπηρεσίας. Έτσι, ο αδελφός Αφίφ Φαγιάντ έγινε επίσκοπος τμήματος τον Ιανουάριο του 1962. Τότε υπήρχαν 17 εκκλησίες στον Λίβανο και δυο ήταν στην Συρία. Αλλά τον Ιανουάριο του 1965 ο αδελφός Φαγιάντ δεν ήταν πλέον ικανός να φροντίζει για τις ευθύνες του τμήματος. Έτσι, ένας άλλος αδελφός, που είχε πρόσφατα τελειώσει την 10μηνη εκπαίδευση της σχολής Γαλαάδ στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, διορίσθηκε σ’ αυτό το προνόμιο υπηρεσίας.

ΣΤΟ ΧΑΛΕΠΙ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

Το 1962 η Σόνα Χαϊντοστιάν διορίσθηκε σε μια άλλη Αρμενική περιοχή, στο Χαλέπι της Συρίας. Εκείνο τον καιρό υπήρχαν 100 περίπου διαγγελείς της Βασιλείας στη Συρία. Η Σόνα είχε μερικούς σαρκικούς συγγενείς οι οποίοι δεν ήταν Μάρτυρες και ζούσαν στο Χαλέπι, και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα μερικοί απ’ αυτούς δέχθηκαν το άγγελμα της Βασιλείας. Ο πατέρας και η μητέρα της αδελφής Χαϊντοστιάν ενώθηκαν μαζί της στο Χαλέπι, κα το 1966 σχηματίσθηκε μια εκκλησία 25 διαγγελέων της Βασιλείας. Τότε ο αριθμός στη Συρία είχε αυξηθεί σε 120 περίπου.

Οι Χαϊντοστιάν παρέμειναν στο Χαλέπι σαν ιεραποστολική μονάδα για δυο ακόμη χρόνια, κάνοντας θαυμάσιο έργο. Εν τούτοις, η υγεία της Σόνα άρχισε να κλονίζεται, και μετά από λίγο καιρό διαπιστώθηκε ότι έπασχε από πολλαπλή σκλήρωση. Έτσι, η οικογένεια αποφάσισε να γυρίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Εν τούτοις, μόλις λίγες μέρες πριν η οικογένεια αναχωρήσει από τη Συρία, ξέσπασε ένας άλλος Αραβο-Ισραηλινός πόλεμος, τον Ιούνιο του 1967. Η αστυνομία στο Χαλέπι παρακολουθούσε τους αδερφούς για ορισμένο διάστημα, με υποκίνηση του κλήρου, που είχε διατυπώσει ψεύτικες κατηγορίες εναντίον τους. Έτσι, οι αρχές ήρθαν στο σπίτι της οικογένειας Χαϊντοστιάν, και τους συνέλαβε μαζί με δυο τοπικούς αδερφούς. Ο αδερφός Χαϊντοστιάν ήταν πάνω από 70 ετών και η σύζυγός του 60, ενώ η υγεία της Σόνα ήταν πολύ αδύνατη. Παρ’ όλα αυτά τους φυλάκισαν.

Για τα λίγα πρώτα βράδια έπρεπε να κοιμηθούν στο γυμνό πάτωμα. Αργότερα, τους έδωσαν από ένα ζευγάρι κουβέρτες, μία για να στρώσουν κάτω και την άλλη για να σκεπασθούν. Κρατήθηκαν στη φυλακή για πέντε μήνες περίπου, άλλα δεν ήταν δυστυχισμένοι για την εμπειρία τους. Η Σόνα είπε ότι ο γιατρός τής είχε συστήσει ότι έπρεπε να ξεκουραστεί για να μπορέσει να υπερνικήσει την αρρώστια της. Στη φυλακή αυτή δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από ξεκούραση. Ο αδερφός Χαϊντοστιάν είπε ότι τα πέτρινα πατώματα ήταν σκληρά στην αρχή άλλα έγιναν μαλακότερα μετά λίγες βδομάδες ύπνου πάνω σ’ αυτά. Η οικογένεια έδωσε ένα θαυμάσιο παράδειγμα πιστότητας για τη νέα εκκλησία στο Χαλέπι.

Μετά από έξη μήνες περίπου πήραν τους Χαϊντοστιάν στην Δαμασκό. Εκεί υπέστησαν περισσότερες ανακρίσεις. Μετά από λίγο καιρό, τους είπαν ότι θα τους άφηναν ελεύθερους αμέσως. Τους έφεραν στα Λιβανικά σύνορα, χωρίς να τους επιστρέψουν τα διαβατήριά τους και χωρίς να τους επιτραπεί να γυρίσουν πίσω στο σπίτι τους στο Χαλέπι για να πάρουν τα πράγματά τους. Αλλά ήταν μια χαρούμενη ευκαιρία όταν τους υποδέχθηκαν στα σύνορα Χριστιανοί αδελφοί.

Με την πάροδο των ετών, η ελευθερία της διακηρύξεως της Βασιλείας στη Συρία εξακολούθησε να είναι περιορισμένη. Αλλά οι αδελφοί δεν παραιτήθηκαν. Έκαναν ότι μπορούσαν να μοιρασθούν την αλήθεια με άλλους, και νέοι συνέχισαν να προστίθενται στην πίστη. Στα μέσα του 1970 ο ανώτατος αριθμός των διαγγελέων της Βασιλείας ξεπέρασε τους 200 στη Συρία.

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΛΙΒΑΝΟ

Τον Μάιο του 1968 ο αδελφός Ν. Νορρ επισκέφθηκε τον Λίβανο και μίλησε στους επισκόπους της χώρας. Η θαυμάσια ομιλία του τους ενθάρρυνε πάρα πολύ, και ήταν περισσότερο αποφασισμένοι να μην ξεχάσουν ποτέ τον νόμο του Ιεχωβά, άλλα να συνεχίσουν να υπηρετούν τον Θεό τους για πάντα.

Κατά τη διάρκεια του 1970 οι πρώτες ταλαιπωρίες εμφανίσθηκαν υπό μορφή απαγορεύσεως όλων των εκδόσεων της Εταιρίας, και όλες οι Αίθουσες Βασιλείας κλείστηκαν. Αλλά η ανεπίσημη μαρτυρία συνέχισε να παράγει καλά αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, το 1971 υπήρχαν 29 εκκλησίες και τρεις απομονωμένοι όμιλοι στον Λίβανο. Έπειτα τα επόμενα πέντε χρόνια—από το 1971-1975—600 επί πλέον άτομα βαφτίστηκαν στον Λίβανο! Πραγματικά, ειλικρινή άτομα συνέχισαν να ανευρίσκονται! Τον Μάρτιο του 1975 υπήρχε ένα νέο ανώτατο όριο 1.882 ευαγγελιζομένων τ’ αγαθά νέα, και αυτοί ήταν οργανωμένοι σε 46 εκκλησίες.

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Τον Απρίλιο του 1975, ξέσπασε ένοπλη σύγκρουση σ’ ένα προάστιο της Βηρυτού. Συνέχισε να κλιμακώνεται εωσότου ολόκληρη η χώρα μπλέχτηκε στον εμφύλιο πόλεμο. Ο πόλεμος συνεχίσθηκε για δυο χρόνια σχεδόν, ενώ τα θύματα τελικά έφτασαν σε δεκάδες χιλιάδες. Τα σπίτια, οι επιχειρήσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία πολλών αδελφών καταστράφηκαν, τρεις Μάρτυρες σκοτώθηκαν και ένας άγνωστος αριθμός απ’ αυτούς τραυματίσθηκαν.

Μια Μάρτυς σκοτώθηκε από πυρά ενέδρας καθώς άπλωνε τη μπουγάδα της. Κι άλλος ένας που αγνόησε τις προειδοποιήσεις να μην φύγει από το σπίτι που ήταν συναθροισμένοι οι Μάρτυρες, πυροβολήθηκε θανάσιμα όταν επέστρεφε σπίτι του. Άλλοι Μάρτυρες τραυματίσθηκαν από σφαίρες και οβίδες κι ένας από ξιφολόγχη. Αλλά ευτυχώς τέτοια περιστατικά ήταν αξιοσημείωτα αραιά. Η θρησκευτική ανάμιξη στον πόλεμο ήταν πάρα πολύ αισθητή, και ίσως είναι το πιο τρομερό χαρακτηριστικό ολόκληρου του πολέμου. Σε περιοχές όπου κυριαρχούσαν οι Μουσουλμάνοι, καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί αρπάζονταν στη μέση της νύχτας από τα σπίτια τους και πολλοί απ’ αυτούς ουδέποτε ξαναγύριζαν. Οι Μουσουλμάνοι είχαν την ίδια μεταχείριση από καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι γνωστοί ότι διαφέρουν.

ΕΙΡΗΝΙΚΟΙ ΜΕ ΟΛΟΥΣ

ΟΙ Μάρτυρες του Ιεχωβά προσπαθούσαν πάντα να φέρονται με τον ίδιο τρόπο σε όλους, είτε αυτοί ήταν καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί είτε Μουσουλμάνοι, εφαρμόζοντας τη συμβουλή της Βίβλου: «Ει δυνατόν, όσον το αφ’ υμών, ειρηνεύετε μετά πάντων ανθρώπων». (Ρωμ. 12:18) Σε μια περίπτωση μέλη του Καθολικού Μαρωνιτικού Συνδέσμου επισκέφθηκαν ένα Μάρτυρα σε μια προσπάθεια να πείσουν αυτόν και τα παιδιά του να ενωθούν με τους εθελοντές φρουρούς και να συνεισφέρουν τριακόσιες Λιβανέζικες λίρες για πολεμοφόδια.

Ο Μάρτυς τους είπε: «Δεν μπορώ να συμμετάσχω σε οτιδήποτε έχει σχέση με πόλεμο. Και εκτός αυτού ο πόλεμός σας δεν είναι του Θεού. Στην πραγματικότητα, ο Θεός σύντομα θα βάλει τέλος σ’ όλους τους ανθρώπους με τα όπλα τους και θα εισαγάγει ένα ειρηνικό σύστημα υπό την εξουσία του Χριστού.» Αργότερα, όταν οι συνθήκες στην περιοχή βελτιώθηκαν, ο Μάρτυς πρόσεξε ότι η σταθερή και ουδέτερη στάση του είχε κερδίσει τον σεβασμό των γειτόνων του.

Αυτή η ουδέτερη στάση είχε επανειλημμένα ωφελήσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το να μπορέσει κανείς απλώς και μόνο ν’ αποδείξει ότι ήταν Μάρτυς συχνά ήταν σωτήριο. Ένας άλλος αδερφός παρουσίασε την κάρτα του για άρνηση μεταγγίσεως αίματος που πάντα είχε μαζί του, και η ζωή του διασώθηκε. Ομοίως, ένας άλλος αδερφός διέφυγε την εκτέλεση επαναλαμβάνοντας μια ομιλία σπουδαστού που προηγουμένως είχε δώσει στη Θεοκρατική Σχολή για να πείσει έναν όμιλο πιθανών εκτελεστών ότι ήταν Μάρτυς. Υπήρξαν πολλά παραδείγματα όπου η Χριστιανική διαγωγή των Μαρτύρων του Ιεχωβά τούς έσωσε τη ζωή.

Ένα άλλο παράδειγμα: Κάποιο απόγευμα ένας Μάρτυς προσφέρθηκε να πάει με τ’ αυτοκίνητό του ένα Μουσουλμάνο συνάδελφο στο σπίτι του. Τους σταμάτησαν ένοπλοι άνδρες που επρόκειτο να σκοτώσουν τον Μάρτυρα επειδή ήταν Χριστιανός. Αλλά ο Μουσουλμάνος σύντροφός του παρακάλεσε να του χαρίσουν τη ζωή, εξηγώντας: «Αυτός ο άνθρωπος διαφέρει από τους άλλους, που αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί. Αυτός είναι ουδέτερος. Δεν αναμιγνύεται στην πολιτική.»

Όταν οι οπλοφόροι αρνήθηκαν ν’ ακούσουν, ο Μουσουλμάνος είπε: «Εάν δεν μας αφήσετε ήσυχους θα πρέπει να μας σκοτώσετε και τους δύο.» Λόγω της ειλικρινούς του απολογίας, αφέθηκαν ελεύθεροι και οι δυο.

Ένας άλλος Μάρτυς αναφέρει ότι δεν είχε τρόφιμα στο σπίτι του, και εξ αιτίας των οπλισμένων ανδρών που υπήρχαν παντού δεν ήταν ασφαλές να ριψοκινδυνέψει να βγει έξω. Αλλά τότε ένας νεαρός Μουσουλμάνος από ένα γειτονικό χωριό εμφανίσθηκε στο σπίτι του. «Οι γονείς μου,» είπε, «σας στέλνουν αυτό το ψωμί. Και ότι άλλο χρειασθείτε, παρακαλώ να μας το πείτε. Είμαστε πρόθυμοι να σας το φέρουμε.»

Η ΥΠΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ

Στα βόρεια της χώρας υπάρχει ένα Χριστιανικό χωριό που περιβάλλεται από Μουσουλμανικά χωριά. Υπάρχουν δυο εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά σ’ αυτό το χωριό. Όταν οι Μουσουλμάνοι επιτέθηκαν στο χωριό και ήρθαν στο σπίτι όπου είχαν συναχθεί οι Μάρτυρες, στους οπλοφόρους ελέχθη: «Είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Δεν έχουμε όπλα και είμαστε εντελώς ουδέτεροι. Να τα σπίτια μας, κάνετε ό,τι νομίζετε κατάλληλο.» Οι οπλοφόροι εξεπλάγησαν και υποσχέθηκαν να μην τους βλάψουν.

Σ’ ένα άλλο χωριό, ακόμη και ο Καθολικός ιερέας είχε οπλιστεί μ’ ένα πολυβόλο. Οι Μάρτυρες πιέστηκαν τρομερά για να εγκαταλείψουν την ουδέτερη στάση τους και να οπλιστούν για μια προβλεπόμενη επίθεση. Επειδή δεν το έκαμαν αυτό, κάποιος αρχηγός της δεξιάς παρατάξεως είπε: «Όταν τελειώσει αυτός ο πόλεμος θα στρέψουμε την προσοχή μας εναντίον σας!» Εν τούτοις τι συνέβη όταν άρχισε η επίθεση στις 20 Ιανουαρίου 1976;

Οι τακτικοί υπερασπιστές του χωριού έφυγαν. Ο ιερέας πέταξε το όπλο του και κρύφτηκε. Άλλοι χωρικοί που είχαν οπλιστεί προσπάθησαν να κρύψουν τα όπλα τους· άλλοι πάλι πέταξαν και τα δικά τους. Ένας αρχηγός της δεξιάς παρατάξεως προσπάθησε να δώσει το όπλο του σ’ έναν Μάρτυρα, λέγοντας: «Είναι γνωστό ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχουν όπλα.»

Επίσης, πολλοί προσπάθησαν να καταφύγουν στα σπίτια των Μαρτύρων. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι μαζεύτηκαν πάνω από 60 άτομα! Αφού ένας από τους Μάρτυρες προσευχήθηκε ζητώντας την προστασία του Ιεχωβά, μια κόρη του πολιτικού ηγέτη είπε: «Τώρα αισθάνομαι ήρεμη, διότι ο Ιεχωβά είναι ο Θεός που μπορεί να προστατεύει.» Αν και ένοπλοι άνδρες μπήκαν στο σπίτι και έκλεψαν μερικά πολύτιμα πράγματα, δεν έβλαψαν κανέναν.

Σ’ ενός άλλου Μάρτυρα το σπίτι μαζεύτηκαν περίπου 50 άτομα. Ο εκεί προεδρεύων επίσκοπος των Μαρτύρων του Ιεχωβά αναφέρει: «Άκουσα έναν Μουσουλμάνο γείτονα να λέει στους ένοπλους άνδρες, ‘Μην πειράξετε αυτό το σπίτι. Είναι Σπουδαστές των Γραφών, διαφέρουν από τους άλλους.’ Εν τούτοις, αργότερα, εμφανίσθηκαν οπλοφόροι. Αλλά είχα ανοίξει όλες τις πόρτες σκόπιμα. Έτσι όταν φώναξαν απάντησα αμέσως προσκαλώντας τους μέσα. Μίλησα ευγενικά και σταθερά, εξηγώντας ότι είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μη βρίσκοντας όπλα, έφυγαν.» Όλα τα σπίτια στη γειτονιά λαφυραγωγήθηκαν εκτός από αυτό.

Στη βορεινή πόλη Τρίπολη οι συγκρούσεις μεταξύ των αντιμαχομένων παρατάξεων ήταν τρομερά βίαιες. Εκατοντάδες καταστήματα και σπίτια λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο για τους Χριστιανούς να βγαίνουν έξω, έτσι ένας Μουσουλμάνος γείτονας είπε σ’ έναν Μάρτυρα: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν ότι είσθε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έτσι πείτε μας τι χρειάζεστε και θα σας το φέρουμε εμείς.»

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ

Στην αρχή του εμφυλίου πολέμου το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν σε Μουσουλμανική περιοχή της Βηρυτού. Πριν μετακινηθούν από εκεί σ’ ένα ασφαλέστερο μέρος έξω από την πόλη, η οικογένεια του τμήματος είχε μερικές τρομακτικές πείρες. Στις 6 Φεβρουαρίου 1976, ένα μέλος της οικογένειας περιέγραψε τις συνθήκες ως εξής:

«Για έναν περίπου μήνα ούτε που σκεφθήκαμε να πάμε για ύπνο στα δωμάτιά μας. Όταν ήταν ώρα για ύπνο τοποθετούσαμε στρώματα στη μικρή είσοδο, γιατί ήταν το ασφαλέστερο δωμάτιο στο σπίτι. Στριμωχνόμαστε όλοι εκεί και κοιμόμαστε με τα ρούχα μας, αφού ποτέ δεν γνωρίζαμε τι θα έφερνε η νύχτα. Όταν αυτή η φάση του πολέμου πέρασε, οι δεξιόφρονες προσπάθησαν να θέσουν υπό έλεγχο στρατηγικά κτίρια της πόλεως στην πλευρά μας.

«Τότε έγινε πραγματική οδομαχία, από δρόμο σε δρόμο και από σπίτι σε σπίτι. Φάνηκε ότι οι δεξιοί ανέβαιναν τον δρόμο που ήταν μπροστά μας και οι αριστεροί τον πίσω από εμάς, έτσι αποφασίσαμε να αδειάσουμε το κτίριο. Εν τούτοις, δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουμε τελείως από την περιοχή, άλλα υπήρχαν πιο ασφαλή σπίτια, έτσι πήγαμε στο σπίτι ενός Μάρτυρα 1.600 μέτρα (1 μίλι) περίπου πάνω από τον δικό μας δρόμο. Μείναμε εκεί για δύο βδομάδες και έπειτα μπορέσαμε να γυρίσουμε σπίτι.»

Μια νύχτα ήταν ιδιαίτερα βασανιστική για την οικογένεια του τμήματος. Ήταν μια νύχτα όπου το κύριο εμπορικό κέντρο της Βηρυτού φλεγόταν, και η περιοχή γύρω από το κτίριο του τμήματος ήταν στο πρόγραμμα για καταστροφή. Μάρτυρες που ζούσαν στο τμήμα δίνουν μερικές λεπτομέρειες:

«Γύρω στις 10.30΄ μ.μ. τρομάξαμε από ριπές πολυβόλου ακριβώς μπροστά από το σπίτι. Καθώς δυο μέλη της οικογενείας μας κοίταξαν από τη βεράντα, είδαν πέντε ή έξη οπλοφόρους που έβγαιναν από το ξενοδοχείο που ήταν ακριβώς μπροστά μας—τότε, ξαφνικά, έγινε μια δυνατή έκρηξη. Τι αναστάτωση όταν επτά πατώματα γυάλινων παραθύρων και θυρών καταθρυμματίστηκαν μπροστά μας!

«Έπειτα το ένα κατάστημα μετά το άλλο πυρπολήθηκαν, και οι οπλοφόροι οδηγούσαν ένα αυτοκίνητο μπρος και πίσω στις προσόψεις των καταστημάτων προσθέτοντας καύσιμη ύλη στις φλόγες, για να είναι βέβαιοι ότι θα καίγονταν. Πυροβολούσαν οποιονδήποτε προσπαθούσε να σβήσει τις φλόγες. Ο νυχτερινός ουρανός ήταν κόκκινος από τις φλόγες.

«Καθώς κοιτούσαμε τις φωτιές από ένα από τα πίσω δωμάτια, κλονιστήκαμε από μια άλλη έκρηξη. Σπεύσαμε στην πρόσοψη του σπιτιού και είδαμε ότι μια βόμβα είχε εκραγεί σ’ ένα παντοπωλείο του κτιρίου μας. Το δικό μας κτίριο καιγόταν! Αυτό που μας ανησύχησε περισσότερο ήταν μια αποθήκη γκαζιού στο κτίριο. Εάν η φωτιά την έφτανε, πιθανόν να γκρέμιζε και το κτίριό μας και το διπλανό μας. Όλοι οι γείτονες συνεργάστηκαν και σβήσαμε τη φωτιά πριν προκαλέσει μεγάλη ζημιά.

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Μέσα σ’ όλη αυτή τη βία, οι προσπάθειες για τα συμφέροντα της Βασιλείας συνεχίσθηκαν. Οι εκκλησίες έκαναν τις συναθροίσεις τους σε μικρούς ή σε μεγάλους ομίλους, ανάλογα με τις συνθήκες της περιοχής κάθε φορά. Ακόμη γίνονταν και συνελεύσεις περιοχής και περιφερείας! Δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο το να ακούνε τον θόρυβο κοντινών πυροβολισμών και εκρηγνυομένων οβίδων κατά τη διάρκεια των συναθροίσεων. Κατά καιρούς ο ομιλητής έπρεπε να σταματήσει για ορισμένο διάστημα μέχρις ότου ο θόρυβος της μάχης κόπαζε αρκετά ώστε να μπορέσουν να τον ακούσουν.

Οι αδερφοί συνέχισαν την από σπίτι σε σπίτι μαρτυρία, όπου ήταν δυνατόν, και συνέχισαν να κάνουν πολλή συμπτωματική παρουσίαση των αγαθών νέων. Πολλοί ανταποκρίθηκαν ευνοϊκά στο άγγελμα, ενώ άλλοι ήταν τόσο απασχολημένοι με το πώς να επιζήσουν ή να μη τραυματιστούν ώστε ήταν δύσκολο να σκεφτούν για την ελπίδα της Βασιλείας.

Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Τεσσεράμισυ χρόνια έχουν περάσει από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, και ακόμη τα πράγματα δεν έχουν τακτοποιηθεί. Υπάρχει ένας Αραβικός ειρηνευτικός στρατός στο μεγαλύτερο μέρος του Λιβάνου και μια δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στο νότιο διαμέρισμα της χώρας. Σε διάφορα μέρη της χώρας γίνονται ακόμη βίαιες συγκρούσεις και παρατεταμένα πυρά πυροβολικού. Τον Δεκέμβριο του 1978 πολυβολισμοί και εκρήξεις βομβών αντηχούσαν ακόμη στην περιοχή όπου βρίσκεται το γραφείο τμήματος. Στη διάρκεια μιας περιόδου 12 ημερών το φθινόπωρο του 1978, η οικογένεια του τμήματος έπρεπε να περάσει οκτώ μέρες σ’ ένα καταφύγιο στο χαμηλότερο σημείο του κτιρίου καθώς 200 οβίδες και ρουκέτες έπεφταν στη διπλανή γειτονιά. Ήταν πολύ χειρότερα για αδελφούς που ζούσαν σ’ άλλες περιοχές.

Ποιο θα είναι το πολιτικό και κοινωνικό μέλλον αυτής της ταλαίπωρης χώρας είναι αβέβαιο. Αλλά είναι βέβαιο ότι ο Ιεχωβά θα συνεχίσει να κατευθύνει το κήρυγμα των αγαθών νέων στον Λίβανο και τη Συρία μέχρις ότου η μεγάλη θλίψις εισαγάγει το ειρηνικό νέο του σύστημα πραγμάτων. Οι αδελφοί σ’ αυτές τις χώρες προσεύχονται ώστε ο Ιεχωβά να συνεχίσει να τους χρησιμοποιεί σ’ αυτό το έργο μέχρις ότου αυτό τελειώσει.

[Χάρτης στη σελίδα 165]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

Λίβανος και Συρία

ΤΟΥΡΚΙΑ

ΙΡΑΚ

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑ

Χαλέπι

Λαττάκια

Χομς

ΔΑΜΑΣΚΟΣ

ΟΡ. ΑΕΡΜΩΝ

ΛΙΒΑΝΟΣ

Τρίπολη

ΒΗΡΥΤΟΣ

Σιδών

Τύρος

ΙΣΡΑΗΛ

ΙΟΡΔΑΝΙΑ

ΣΥΡΙΑ

[Εικόνα στη σελίδα 172]

Ο αδελφός Μακμίλλαν (στο κέντρο) επισκέπτης από τα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν, ο βαπτισθείς Σαλήμ Καράμ (αριστερά) και ο Χάννα Σαμμάς, ένας οδοντίατρος από την Τρίπολη

[Εικόνα στη σελίδα 176]

Η αλήθεια της Βασιλείας έφτανε σε απομονωμένες περιοχές μέσω αυτού του ηχητικού αυτοκινήτου

[Εικόνα στη σελίδα 204]

Μάρτυρες περπατούν μέσα από ένα πολεμόπληκτο προάστιο της Βηρυτού κατά τη διάρκεια μιας καταπαύσεως πυρός