Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Μέρος 1—Γερμανία

Μέρος 1—Γερμανία

Μέρος 1—Γερμανία

Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ έχει ασκήσει βαθιά επιρροή στην ιστορία. Ο λαός της έχει τη φήμη σκληρών εργατών και ανθρώπων που υπακούνε στις εξουσίες. Αυτές οι ιδιότητες υπήρξαν ο κύριος παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη του έθνους, έτσι ώστε σήμερα η Δυτική Γερμανία με τον πληθυσμό της των εξήντα και πλέον εκατομμυρίων, είναι ένας από τους βιομηχανικούς γίγαντες του κόσμου. Διεξάγει εμπόριο με όλα τα μέρη της γης. Και για να ανταποκριθεί στις ανάγκες τής ανθηρής της οικονομίας, χρειάστηκε τα πρόσφατα χρόνια να φέρει στη χώρα περισσότερους από τρία εκατομμύρια «φιλοξενούμενους εργάτες» από την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Τουρκία και άλλες χώρες.

Η επιρροή τής Γερμανίας, όμως, έχει γίνει αισθητή και με άλλους τρόπους. Στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, από το 1914 ως το 1918, τα Γερμανικά στρατεύματα προωθήθηκαν ανατολικά μέχρι και στη Ρωσία, και δυτικά μέσω του Βελγίου ως τη Γαλλία. Πριν τελειώσει ο πόλεμος οι Γερμανοί είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με μια συμμαχία 24 εθνών απ’ όλη τη γη. Η Γερμανία νικήθηκε. Αλλά πολύ γρήγορα ένας βετεράνος αυτού του πολέμου, ο Αδόλφος Χίτλερ, άρχισε να ανεβαίνει στην εξουσία. Το 1933, σαν αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, έγινε καγκελάριος της Γερμανίας. Πολύ γρήγορα υπέταξε το Γερμανικό λαό σ’ ένα βασίλειο τρόμου, και το 1939 βύθισε τον κόσμο σ’ έναν άλλο παγκόσμιο πόλεμο, πολύ πιο εκτεταμένο και καταστροφικό από τον πρώτο.

Τι έκαναν οι εκκλησίες στο διάστημα που συνέβαιναν όλα αυτά; Κάθε Κυριακή οι Καθολικοί κληρικοί προσεύχονταν για την ευλογία του Θεού πάνω στο Γερμανικό Ράιχ, σύμφωνα με ένα κονκορδάτο που είχε υπογραφεί ανάμεσα στο Βατικανό και στη Γερμανία το 1933. Μήπως ο Προτεσταντικός κλήρος διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό; Αντίθετα, το 1933 ενωμένα διακήρυξε ανεπιφύλακτη υποστήριξη στο Ναζιστικό κράτος. Και το 1941, πολύ καιρό μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Προτεσταντική Ευαγγελική Εκκλησία του Μάιντς της Γερμανίας, ευχαρίστησε το Θεό που είχε δώσει στο λαό έναν Αδόλφο Χίτλερ.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Είναι ενδιαφέρον ότι εδώ στη Γερμανία στις 31 Οκτωβρίου του 1517, ο Μαρτίνος Λούθηρος κάρφωσε τις ενενήντα πέντε θέσεις του στην πόρτα της εκκλησίας της Βιττεμβέργης, διαμαρτυρόμενος εναντίον συνηθειών που πίστευε ότι ήταν σε αντίθεση με το Λόγο του Θεού. Αλλά η θρησκευτική διαμαρτυρία σύντομα αναμίχθηκε με τα πολιτικά συμφέροντα, και πολύ πριν από τον εικοστό αιώνα, όχι μόνο η Καθολική Εκκλησία, αλλά επίσης και οι Προτεσταντικές οργανώσεις είχαν καθαρά αποδειχτεί σαν μέρος του κόσμου.

Ωστόσο, καθώς πλησίαζε ο καιρός για να δοθούν «αι βασιλείαι του κόσμου» από τον Θεό σ’ έναν ουράνιο βασιλιά, τον Κύριο Ιησού Χριστό, υπήρχε έργο να γίνει στη Γερμανία, όπως και στα άλλα μέρη του κόσμου. (Αποκ. 11:15) Ήταν ένα έργο που απαιτούσε ανθρώπους με γνήσια πίστη στην Αγία Γραφή σαν το Λόγο του Θεού. Απαιτούσε απ’ αυτούς τους ανθρώπους να εκτιμούν ότι για να είναι αληθινοί μαθητές του Χριστού έπρεπε να μην είναι «εκ του κόσμου». (Ιωάν. 17:16· 1 Ιωάν. 5:19) Γιατί; Επειδή, αντί να δίνουν την υποστήριξή τους σ’ οποιαδήποτε κυβέρνηση ανθρώπων, έπρεπε να διακηρύξουν τη Μεσσιανική βασιλεία του Θεού σαν τη μόνη ελπίδα του ανθρώπινου γένους. (Ματθ. 24:14· Δαν. 7:13, 14) Ποιοι θα επωφελούνταν απ’ αυτή την ευκαιρία;

Τη δεκαετία του 1870 στην Αμερική, ο Κάρολος Τ. Ρώσσελ είχε αρχίσει να συγκεντρώνει έναν όμιλο σπουδαστών της Γραφής οι οποίοι ενδιαφέρονταν ζωηρά για τη δεύτερη έλευση του Χριστού. Αυτοί είδαν την ανάγκη να μοιραστούν με άλλους τα θαυμάσια πράγματα που μάθαιναν από το Λόγο του Θεού. Καθώς το έργο προόδευε, και η διανομή των Βιβλικών εντύπων έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, έγινε αναγκαίο να σχηματιστεί το νομικό σωματείο που είναι γνωστό σήμερα σαν Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Πενσυλβανίας και ο Αδελφός Ρώσσελ ήταν ο πρώτος της πρόεδρος.

Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της εξάπλωσης των καλών νέων στα πιο απομακρυσμένα μέρη της γης, το 1891 η Εταιρία Σκοπιά έκανε διευθετήσεις για να ταξιδέψει ο Αδελφός Ρώσσελ στο εξωτερικό για να διαπιστώσει τις πιθανότητες που υπήρχαν για την εξάπλωση του έργου. (Πράξ. 1:8) Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ο Αδελφός Ρώσσελ επισκέφθηκε το Βερολίνο και τη Λιψία. Αλλά αργότερα ανέφερε: «Δε βλέπουμε . . . τίποτα που να μας ενθαρρύνει να ελπίζουμε για κάποιο θερισμό στην Ιταλία, στην Αυστρία ή στη Γερμανία». Ωστόσο μετά την επάνοδό του, έγιναν διευθετήσεις για να εκδοθούν μερικά βιβλία και φυλλάδια στα Γερμανικά. Τα άτομα που είχαν μεταναστεύσει από τη Γερμανία στις Ηνωμένες Πολιτείες και είχαν διαβάσει τα έντυπα της Εταιρίας τα έστειλαν στους συγγενείς και φίλους τους στη Γερμανία, ενθαρρύνοντάς τους να τα χρησιμοποιήσουν στη μελέτη τους τής Αγίας Γραφής.

Ύστερα από μερικά χρόνια και συγκεκριμένα το 1897, εκδόθηκε στην Αλλεγκένυ της Πενσυλβανίας το πρώτο Γερμανικό τεύχος της Σκοπιάς, με τίτλο Zions Wacht–Turm und Verkündiger der Gegenwart Christi. Ο Κάρολος Τ. Ρώσσελ ήταν ο εκδότης· βοηθός του ήταν ο Όττο Α. Κέτιτς. Εκείνο τον καιρό είχαν ήδη τυπωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες οι τρεις πρώτοι τόμοι της Χαραυγής της Χιλιετηρίδος στα Γερμανικά.

Για να διευκολυνθεί η αποστολή στη Γερμανία και σ’ άλλες Ευρωπαϊκές περιοχές, ανοίχτηκε μια αποθήκη εντύπων στο Βερολίνο, στον αριθμό 66 της Νύρνμπεργκερ Στράσσε. Η Αδελφή Μαργκαρέτε Γκιζέκε είχε την επίβλεψη και φρόντιζε για την τακτική αποστολή 500 αντιτύπων κάθε τεύχους της Zions Wacht–Turm. Στις αρχές του 1899 η αποθήκη των εντύπων μεταφέρθηκε από το Βερολίνο στη Βρέμη.

ΕΝΑ ΑΡΓΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Παρά τις αυξημένες προσπάθειες στη διάρκεια του 1898 η κατάσταση ήταν τέτοια που η Εταιρία σκέφτηκε ότι ήταν κατάλληλο να ανακοινώσει τα εξής: «Μολονότι αναγνωρίζουμε το ενδιαφέρον και το ζήλο των αγαπητών μας αναγνωστών, πρέπει να τους πληροφορήσουμε ότι οι παραγγελίες για αντίτυπα της Σκοπιάς τον περασμένο χρόνο ήταν πολύ λιγότερες απ’ ό,τι περιμέναμε, πράγμα που μας κάνει να ρωτάμε: Μήπως πρέπει να σταματήσουμε να εκδίδουμε τη Σκοπιά εντελώς, ή ίσως να την τυπώνουμε μόνο μια φορά κάθε δύο ή τρεις μήνες;» Για ένα διάστημα πράγματι τυπωνόταν μόνο κάθε τρεις μήνες, αλλά με διπλάσιες σελίδες.

Μολονότι δεν υπήρξαν εντυπωσιακά αποτελέσματα, οι προσπάθειες που έγιναν δεν ήταν εντελώς μάταιες. Χάρη αποτελεσματικότητας ανοίχτηκε ένα γραφείο στο Έλμπερφελντ (Βούπερταλ) το 1902, με υπεύθυνο τον Αδελφό Χένιγκες. Τον Οκτώβριο του 1903 ο Αδελφός Ρώσσελ έστειλε τον Αδελφό Κέτιτς στη Γερμανία για να αναλάβει την επίβλεψη και ο Αδελφός Χένιγκες στάλθηκε στην Αυστραλία με ειδικό διορισμό. Ο Αδελφός Κέτιτς είχε μεταναστεύσει με τους γονείς του στην Αμερική από τη Γερμανία και είχε μπει στην υπηρεσία του Ιεχωβά εκεί την άνοιξη του 1892. Με μια μικρή μόνο διακοπή, είχε υπηρετήσει σαν βοηθός εκδότης της Γερμανικής Σκοπιάς μέχρις ότου ο Αδελφός Ρώσσελ τον έστειλε στη Γερμανία. Ωστόσο τα αποτελέσματα για το 1903 δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικά​—​τουλάχιστον όπως τα είδε το κεντρικό γραφείο. Η ετήσια έκθεση αυτής της περιόδου έλεγε: «Το Γερμανικό Τμήμα έχει ανοίξει κάτω από αρκετά ευνοϊκές συνθήκες, χωρίς ωστόσο τα αποτελέσματα που ελπίζαμε. Η ενότητα του ‘σώματος’ και του έργου τού ‘θερισμού’ δε φαίνεται να εκτιμούνται αρκετά από τη Γερμανική αδελφότητα. . . . Κρίνεται σκόπιμο ωστόσο, να συνεχίσουμε την αποστολή στη διάρκεια του 1904, και να δώσουμε στον αγρό μια ακόμη ευκαιρία και να αποβλέπουμε στον Κύριο για καθοδήγηση για το αν υπάρχουν ή όχι πιο ευνοϊκοί αγροί για τη χρήση των χρημάτων και του χρόνου που διατίθενται».

Αυτά ήταν δύσκολα χρόνια για το κήρυγμα των καλών νέων στη Γερμανία. Οι θρησκευτικοί και πολιτικοί εχθροί είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στο προσκήνιο. Ο εθνικισμός είχε αρχίσει να ανθεί με την ίδρυση του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ράιχ το 1871 και τον προωθούσαν όχι μόνο οι πολιτικοί αλλά επίσης και οι θρησκευτικοί ηγέτες. Στις εκκλησίες ακούγονταν συνθήματα όπως, «Θέλουμε Γερμανική, και όχι Αμερικανική Χριστιανοσύνη», και άλλα παρόμοια. Τα τρυφερά φυτά της αλήθειας, που είχαν μόλις αρχίσει να βλαστάνουν, ήταν σαν να χτυπήθηκαν από μια ξαφνική ανοιξιάτικη παγωνιά. Ευτυχώς όμως είχαν αρχίσει να φαίνονται οι πρώτες ενδείξεις ότι οι προσπάθειες που έγιναν δεν ήταν μάταιες.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

Το 1902 μια Χριστιανή αδελφή μετακόμισε στο Τάιλφινγκεν, που βρίσκεται ανατολικά του Μέλανα Δρυμού. Είχε μάθει την αλήθεια στην Ελβετία και τώρα προσπαθούσε να τη μεταδώσει στους κατοίκους του Τάιλφινγκεν. Το όνομά της ήταν Μαργκαρέτε Ντέμουτ αλλά, οι ντόπιοι κάτοικοι αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι αυτή πάντοτε μιλούσε για ένα νέο «χρυσούν αιώνα», την αποκαλούσαν «Χρυσή Γκρέτλε». Η δραστηριότητά της την έφερε σ’ επαφή με έναν άντρα ο οποίος, μαζί με την αδελφή του και δύο γνωστούς του, έψαχνε για την αλήθεια. Είχαν ήδη προσπαθήσει να τη βρουν στη Μεθοδιστική Εκκλησία. Αφού διάβασαν ένα φυλλάδιο που η αδελφή άφησε στο σπίτι τους, έγραψαν αμέσως για να ζητήσουν τους διαθέσιμους τόμους της Χαραυγής της Χιλιετηρίδος. Ήταν γνωστοί σ’ ολόκληρη την κοινότητα σαν ευσεβείς άνθρωποι, και τους εκτιμούσαν πολύ για τη σωστή τους διαγωγή. Μια από τις πρώτες εκκλησίες της Γερμανίας σχηματίστηκε εκεί και έγινε γνωστή ανάμεσα στους κατοίκους της κοινότητας σαν «Εκκλησία της Χιλιετίας».

Αυτοί οι Χριστιανοί αδελφοί υποστηρίχτηκαν με πολύ ζήλο από μια άλλη αδελφή, τη Ρόζα Μελ. Επειδή αυτή η αδελφή μιλούσε πολύ ελεύθερα σε όλους στην κοινότητα για την «Χιλιετηρίδα», γρήγορα της δόθηκε το παρατσούκλι «Χιλιετής Ρόζλε». Αυτή η αδελφή έχει υπηρετήσει τον Ιεχωβά για περισσότερο από εξήντα χρόνια, και οχτώ απ’ αυτά τα πέρασε στο Χιτλερικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρυκ.

Οι σπόροι της αλήθειας άρχισαν επίσης να φυτρώνουν στο Μπέργκισε Λαντ βορειοανατολικά της Κολωνίας. Ένας εκπρόσωπος της Εταιρίας Σκοπιά από την Ελβετία μετακόμισε σ’ αυτή την περιοχή γύρω στο 1900. Το όνομά του ήταν Λάουπερ. Στο Βέρμελσκίρχεν συνάντησε έναν ογδοντάχρονο άντρα τον Γκότλημπ Πάας, και επίσης τον Όττο Μπρόζιους, πρεσβύτερο και μέλος του διευθυντήριου της εκκλησίας, και τη σύζυγό του Ματίλντε. Όλοι τους έψαχναν για την αλήθεια και αφού μελέτησαν έντυπα της Σκοπιάς, κατάλαβαν ότι την είχαν βρει. Σύντομα οργάνωσαν συναθροίσεις σ’ ένα εστιατόριο στο Βέρμελσκίρχεν. Πολλά μέλη της οικογένειας του Πάας και του Μπρόζιους παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις· συχνά ήταν παρόντα εβδομήντα μέχρι ογδόντα άτομα. Λίγο αργότερα ο Γκότλημπ Πάας πέθανε, αλλά λίγο πριν πεθάνει σήκωσε ψηλά τη Σκοπιά και είπε: «Αυτή είναι η αλήθεια· να προσκολληθείτε σ’ αυτήν».

Στο μεταξύ, στην κομητεία του Λύμπεκε της Βεστφαλίας, κατά μέσο όρο είκοσι πέντε άντρες και γυναίκες από διάφορες περιοχές συγκεντρώνονταν για να εξετάσουν το Λόγο του Θεού. Ανήκαν στην Προτεσταντική Εκκλησία αλλά δεν ήταν πάρα πολύ φανατικοί εκκλησιαζόμενοι, καθώς συχνά επέστρεφαν στο σπίτι απογοητευμένοι, ιδιαίτερα όταν ο διάκονος κήρυττε για τον πύρινο άδη. Ένας γείτονάς τους, ενώ ταξίδευε στο Σάαρμπρυκεν για να παραστεί σε μια δημοπρασία, βρήκε στο τρένο ένα φυλλάδιο που ανέφερε ότι δεν υπάρχει πύρινος άδης. Επειδή σκέφτηκε ότι αυτό ενδιέφερε τους γείτονές του, τους οποίους αποκαλούσε «ευσεβείς ανθρώπους», όταν γύρισε τους το έδωσε. Αυτοί αμέσως παρήγγειλαν όλα τα διαθέσιμα έντυπα και άρχισαν να τα μελετούν. Μολονότι χρειάστηκε αρκετός καιρός για να εγκαταλείψουν την Προτεσταντική Εκκλησία και να βαφτιστούν, απολάμβαναν ωστόσο τακτικές επισκέψεις από τους πίλγκριμς, τους περιοδεύοντες αδελφούς που έστελνε η Εταιρία Σκοπιά. Έτσι μπήκε το θεμέλιο για μια εκκλησία στο Γκέλενμπεκ, που έγινε η «μητέρα εκκλησία» για πολλές άλλες.

Αύξηση όμως γινόταν και σε άλλες περιοχές. Το 1902 έμαθε την αλήθεια ένας κτηματίας και γαλακτοκόμος που λεγόταν Κούνοβ και έβαλε τα θεμέλια για μια εκκλησία στην περιοχή ανατολικά του Βερολίνου. Την ίδια περίπου εποχή έμαθε την αλήθεια στη Δρέσδη ο Αδελφός Μίκλιχ, επιθεωρητής σιδηροδρόμων και η σύζυγός του. Η εκκλησία εκεί αυξήθηκε τόσο γρήγορα ώστε στη δεκαετία του 1920 ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία της Γερμανίας με περισσότερους από 1.000 αδελφούς και αδελφές.

Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΝΕΩΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΕΤΑΙ

Αν και ήταν δαπανηρό, οι αδελφοί αποφάσισαν να δοκιμάσουν να δημοσιεύσουν σαν παρενθέματα οχτασέλιδα δείγματα αντιτύπων της Σκοπιά της Σιών σε εφημερίδες. Το πόσο πολύ ευλογήθηκε αυτή η προσπάθεια φαίνεται από τα γράμματα που έστειλαν μερικοί. Να ένα παράδειγμα:

«Διάβασα ολόκληρο το δείγμα της Σκοπιάς σας, που ήρθε σήμερα σαν παρένθεμα της Τίλσιτερ Τσάιτουνγκ. Μου κίνησε . . . το ενδιαφέρον και θα ήθελα να πάρω περισσότερες εξηγήσεις μέσω των εκδόσεών σας για τα θέματα του θανάτου και του άδη. Παρακαλώ στείλτε μου το βιβλίο που αναφέρεται στην αγγελία σας . . . Π. Τζ., Ανατολική Πρωσία».

Το τεύχος της Σκοπιάς του Απριλίου 1905 έλεγε σχετικά μ’ αυτό τα εξής:

«Περισσότερα από ενάμισι εκατομμύρια δείγματα τευχών της Σκοπιάς έχουν μοιραστεί, και έτσι το έργο έχει αρχίσει. Χαιρόμαστε για τα αποτελέσματα. Πολλές πεινασμένες ψυχές έχουν ανταποκριθεί και ο αριθμός εκείνων που παίρνουν τακτικά τη Σκοπιά έχει φτάσει τους 1.000».

Καθώς ο σπόρος, ο λόγος για τη βασιλεία του Θεού, συνέχιζε να σπέρνεται με κάθε δυνατό τρόπο, όλο και περισσότερα αποτελέσματα άρχισαν να φαίνονται. Μερικοί, όπως ο Αδελφός Λάουπερ, άρχισαν να εργάζονται σαν βιβλιοπώλες για να καλύψουν πολύ τομέα σε λίγο διάστημα.

ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΑΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Το 1905 καθώς ο Αδελφός Λάουπερ εργαζόταν κοντά στο Βερολίνο μοιράζοντας τεύχη της Σκοπιάς, άφησε το τελευταίο του αντίτυπο στο σπίτι ενός ηλικιωμένου κυρίου που ονομαζόταν Κούγιατ και ήταν Βαφτιστής. Πριν από λίγο καιρό ο γιος του Γκούσταβ είχε επιστρέψει από μια Βαφτιστική συγκέντρωση πολύ αναστατωμένος για τις έντονες προειδοποιήσεις που είχαν δοθεί εναντίον ενός Βαφτιστή κήρυκα που ονομαζόταν Κραντόλφερ, ο οποίος ξαφνικά είχε αρχίσει να διδάσκει ότι η ψυχή είναι θνητή. Όταν το πρόσεξε αυτό, ο Γκούσταβ άρχισε να ερευνά την Αγία Γραφή προσκαλώντας τον πατέρα του και τους φίλους του να αναζητήσουν μαζί του την αλήθεια σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα. Τον Αύγουστο του 1905 ο Γκούσταβ Κούγιατ επισκέφθηκε τον πατέρα του, που ζούσε σε απόσταση μιας ώρας, και ο πατέρας του τού επέστησε την προσοχή του σ’ αυτό το αντίτυπο της Σκοπιάς που είχε αφήσει ο Αδελφός Λάουπερ. Ήταν αυτό ακριβώς που έψαχναν και οι δυο. Ήταν «η τροφή εν καιρώ».​—⁠Ματθ. 24:45.

Ο Κούγιατ εγγράφηκε αμέσως συνδρομητής για πολλά αντίτυπα της Σκοπιάς και άρχισε να δανείζει σειρές από πέντε τεύχη σε άλλους. Ύστερα από λίγο καιρό τα παιδιά του περνούσαν και έπαιρναν πίσω τα τεύχη και στη συνέχεια τα έδινε σε άλλα ενδιαφερόμενα άτομα. Έτσι πολλοί ήρθαν σε επαφή με το άγγελμα. Φυσικά έπεσε στη δυσμένεια των Βαφτιστών, οι οποίοι τον απέκοψαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το 1905 με τα λόγια: «Ακολουθείς την οδό του Διαβόλου». Αργότερα, περισσότεροι από δέκα από τους συγγενείς του εγκατέλειψαν τη Βαφτιστική Εκκλησία.

Ο Κούγιατ ο νεότερος είχε επίσης καταλάβει ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να παραμελούν τις συναθροίσεις. Γι’ αυτό το λόγο, έγραψε στο γραφείο του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Έλμπερφελντ και ζήτησε διευθύνσεις άλλων με τους οποίους θα μπορούσε να συναθροίζεται και να μελετά. Ο Αδελφός Κέτιτς μπόρεσε να του δώσει μόνο τη διεύθυνση ενός 19χρονου νεαρού, του Μπέρναρντ Μπούχολτς στο Βερολίνο, με τον οποίο ο Κούγιατ ήρθε αμέσως σε επαφή. Εκείνο τον καιρό ο Μπούχολτς ανήκε σε έναν όμιλο που ονομαζόταν η «Εκκλησία του Σωτήρα». Μόλις είχε κάψει τους τόμους της Χαραυγής της Χιλιετηρίδος, επειδή νόμιζε ότι σαν ορφανός και άνεργος λόγω κάποιας παράβασης που είχε κάνει, δε θα μπορούσε να είναι το μοναδικό άξιο πρόσωπο στο Βερολίνο στα χέρια του οποίου θα έπεφτε η αλήθεια. Αλλά ο Κούγιατ τον ενθάρρυνε να μελετήσει τα βιβλία μαζί του, και ακόμη τον ενθάρρυνε να γίνει βιβλιοπώλης. Λίγο αργότερα ο Κούγιατ τον πήρε μαζί του στο σπίτι του.

Για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την εξάπλωση των καλών νέων σ’ αυτή την περιοχή, ο Κούγιατ παραιτήθηκε από τα σχέδια να χτίσει ένα καινούργιο σπίτι. Πούλησε το κτήμα όπου ήταν να χτίσει το σπίτι και χρησιμοποίησε τα χρήματα για να μετατρέψει δύο δωμάτια στο σπίτι του πατέρα του σε μια αίθουσα που θα μπορούσαν να γίνονται οι συναθροίσεις. Μέχρι το 1908 έγινε δυνατόν να σχηματιστεί ένας μικρός όμιλος από είκοσι ως τριάντα άτομα.

Περίπου τον ίδιο καιρό ένας βαρώνος που ονομαζόταν φον Τόρνοβ, με μεγάλη περιουσία στη Ρωσία, άρχισε να αναζητά την αλήθεια. Αηδιασμένος από τον έκφυλο τρόπο ζωής της Ρωσικής αριστοκρατίας, είχε αποφασίσει να πάει στην Αφρική μέσω της Ελβετίας και να υπηρετήσει εκεί σαν ιεραπόστολος. Το βράδι πριν από την αναχώρησή του επισκέφθηκε για τελευταία φορά ένα μικρό ορεινό εκκλησάκι στην Ελβετία. Καθώς έφευγε, κάποιος του πρόσφερε ένα από τα φυλλάδια της Εταιρίας Σκοπιά. Αντί να ξεκινήσει για την Αφρική, ξεκίνησε την άλλη μέρα για να βρει περισσότερα απ’ αυτά τα έντυπα. Αυτά συνέβησαν περίπου το 1907.

Το 1909 εμφανίστηκε στην εκκλησία του Βερολίνου στολισμένος με την καλύτερη στολή του και συνοδευόμενος από τον προσωπικό του υπηρέτη. Απογοητεύτηκε όμως όταν είδε πόσο απλή ήταν η αίθουσα των συναθροίσεων και πόσο απλοί και ταπεινοί ήταν οι άνθρωποι που συνάντησε εκεί, γιατί νόμιζε ότι τέτοιες πολύτιμες αλήθειες άξιζαν και μια ανάλογη εξωτερική εμφάνιση. Αλλά αυτά που άκουσε τον εντυπωσίασαν. Μερικούς μήνες αργότερα, και αφού ξεπέρασε τα αισθήματά του, ξαναγύρισε· η εμφάνισή του όμως τώρα ήταν πολύ πιο απλή, γιατί ήρθε χωρίς τον υπηρέτη του και ήταν ντυμένος πιο σεμνά. Αργότερα παραδέχτηκε ότι πιθανόν να μην είχε ξαναγυρίσει αν δεν είχε διαβάσει στην Αγία Γραφή: «Επειδή βλέπετε την πρόσκλησίν σας, αδελφοί, ότι είσθε ου πολύ σοφοί κατά σάρκα, ου πολύ δυνατοί, ου πολύ ευγενείς. Αλλά τα μωρά του κόσμου εξέλεξεν ο Θεός . . . διά να μη καυχηθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού».​—⁠ 1 Κορ. 1:26–29.

Πεπεισμένος τώρα ότι είχε βρει την αλήθεια, ξαναγύρισε στη Ρωσία, πούλησε ολόκληρη την περιουσία του και εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη. Επειδή ήθελε να ζήσει μια πιο ταπεινή ζωή ήταν διατεθειμένος να αφιερώσει όλα του τα πλούτη στην υπηρεσία του Ιεχωβά.

ΚΑΛΑ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΓΙΑ ΟΜΙΛΙΕΣ

Το 1913 ο Αδελφός Τόρνοβ συνεργάστηκε με το γραφείο τμήματος στο Μπάρμεν για να διευθετήσουν τρία ταξίδια για ομιλίες τα οποία ως επί το πλείστον χρηματοδότησε ο ίδιος προσωπικά. Ο Αδελφός Χίλντεμπραντ, ένας φούρναρης από το Γκόλνοβ στο Πόμερν, πούλησε το σπίτι του και βοήθησε επίσης στην κάλυψη των εξόδων. Σχηματίστηκε ένας περιοδεύων όμιλος από πέντε αδελφούς και τέσσερις νεαρές αδελφές που στη συνέχεια χωρίστηκε σε δύο μικρότερους ομίλους.

Ο Αδελφός Χίλντεμπραντ, που υπηρετούσε σαν «εξευρετής καταλυμάτων» και «υπεύθυνος διαφημίσεων», ταξίδευε πιο μπροστά με τρεις ή τέσσερις αδελφές. Αφού φρόντιζαν για την εξεύρεση καταλυμάτων για τους ίδιους και για τον όμιλο που θα έφτανε ύστερα από μερικές μέρες, έπαιρναν τα κιβώτια των φυλλαδίων και των άλλων εντύπων που είχαν σταλεί στο ταχυδρομείο και τα έφερναν στα καταλύματά τους. Αφού σφράγιζαν τα φυλλάδια με τη διεύθυνση της αίθουσας και το χρόνο που θα γινόταν η ομιλία (έτσι τα φυλλάδια χρησιμοποιούνταν επίσης σαν προσκλήσεις), τα δίπλωναν με τέτοιο τρόπο ώστε τουλάχιστον 1.200 μέχρι 1.600 μεγάλα φυλλάδια να χωρούν στις δερμάτινες βαλίτσες που είχε φέρει γι’ αυτό το σκοπό ο Αδελφός Τόρνοβ. Οι αδελφοί και οι αδελφές εργάζονταν σκληρά για να τα μοιράσουν, γιατί προσπαθούσαν να είναι στην πρώτη πόρτα στις οχτώμισι το πρωί και συνήθως εργάζονταν μέχρι τις εφτά το βράδι, με διακοπή μιας ώρας το μεσημέρι. Δεν υπήρχε καιρός για διάλειμμα για καφέ.

Λίγες μέρες αργότερα ακολουθούσαν οι Αδελφοί Μπούχολτς, Τόρνοβ και Νάγκελ. Τις ομιλίες έκανε ο Αδελφός Μπούχολτς. Οι αίθουσες ήταν συνήθως ασφυκτικά γεμάτες και τόσο πολλοί έδιναν τις διευθύνσεις τους ώστε την άλλη μέρα οι τρεις αδελφοί ήταν πάρα πολύ απασχολημένοι για να τους επισκεφθούν όλους.

Το δεύτερο ταξίδι έφερε τον όμιλο μέσω Βιττεμβέργης και Χάλε ως το Αμβούργο. Το τρίτο ταξίδι τούς έφερε μέχρι τα Ρωσικά σύνορα και έτσι δόθηκε καλή μαρτυρία σ’ αυτές τις ανατολικές περιοχές πριν αρχίσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

ΣΤΑΘΕΡΗ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Το 1908 άρχισε μια πρόοδος στο Σίγκερλαντ. Ο Όττο Χούγκο Λέυ, ήρθε σε επαφή με την αλήθεια το 1905 μέσω κάποιου γνωστού από τον επαγγελματικό του κύκλο. Δυο χρόνια αργότερα, αυτός μαζί με τα δυο παιδιά του, αποσύρθηκαν από την εκκλησία και αρνήθηκαν να πληρώσουν τους εκκλησιαστικούς φόρους, οι οποίοι ωστόσο έπρεπε οπωσδήποτε να πληρωθούν, διαφορετικά θα γινόταν κατάσχεση. Ο κλητήρας που πήγε για κατάσχεση θέλησε να βάλει τη σφραγίδα του στο πίσω μέρος ενός επίπλου όπου δε θα μπορούσε να τη δει κανείς, αλλά ο Αδελφός Λέυ διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας ότι όλοι έπρεπε να μπορούν να τη δουν· ήθελε να πει σε όλους που θα την έβλεπαν την αλήθεια γύρω από το ζήτημα. Το 1908 βαφτίστηκε σε μια μπανιέρα στο Βάιντεναου και άρχισε να συνδέεται με την εκκλησία στο Ζίγκεν.

Ο Χέρμαν Χέρκεντελ γνώρισε την αλήθεια το 1905 από ένα φυλλάδιο που βρήκε σ’ ένα τρένο. Ήταν νεαρός δάσκαλος και πήγαινε στην Ιένα για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του στο εκεί πανεπιστήμιο. Τα περιεχόμενα, όμως, αυτού του φυλλαδίου, τον εντυπωσίασαν τόσο πολύ ώστε σύντομα παραιτήθηκε από τη Λουθηρανική Εκκλησία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να του απαγορευτεί αμέσως να διδάσκει θρησκευτικά στο σχολείο. Σύντομα μετά απ’ αυτό απολύθηκε από τη θέση τού δασκάλου.

Το 1909 ο Αδελφός Χέρκεντελ υπηρετούσε ήδη σαν αναπληρωτής του Αδελφού Κέτιτς στις επισκέψεις στις εκκλησίες, και, στο τέλος του έτους, το όνομά του φάνηκε για πρώτη φορά στη Σκοπιά σε σχέση με κάποιο μελλοντικό ταξίδι όπου θα αντιπροσώπευε την Εταιρία σαν ένας από τους περιοδεύοντες «πίλγκριμς» της. Το 1911 παντρεύτηκε την κόρη του Αδελφού Γιάντερ, πλούσιου ιδιοκτήτη ενός χυτήριου. Σαν προίκα, η νεαρή Αδελφή Χέρκεντελ ζήτησε από τον πατέρα της να τους δώσει χρήματα για ένα πολύ ασυνήθιστο ταξίδι μέλιτος. Ήθελαν να περάσουν αυτό το μήνα κηρύττοντας το άγγελμα της Βασιλείας στους Γερμανόφωνους της Ρωσίας. Το γραφείο του Μπάρμεν τους εφοδίασε με όλες τις διαθέσιμες διευθύνσεις των Γερμανορώσων. Το ταξίδι κράτησε πολλούς μήνες και ήταν πραγματικά σκληρό, επειδή συχνά χρειαζόταν πολλές ώρες για να φτάσουν από το σιδηροδρομικό σταθμό στο μέρος που ζούσαν οι αδελφοί και τα ενδιαφερόμενα άτομα. Δεν είχαν ιδιόκτητο μέσο μεταφοράς, και η επικοινωνία με αλληλογραφία και με τηλεγραφήματα ήταν αναξιόπιστη, και έτσι σπάνια τους περίμενε κάποιος στο σιδηροδρομικό σταθμό. Πόσα νεαρά παντρεμένα ζευγάρια σήμερα θα έκαναν ένα τέτοιο ταξίδι μέλιτος;

Για λίγο διάστημα στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Αδελφός Χέρκεντελ είχε το προνόμιο να αναλάβει τις ευθύνες του Γραφείου στο Μπάρμεν. Ύστερα, μετά τον πόλεμο υπηρέτησε και πάλι σαν περιοδεύων πίλγκριμ, και πέθανε το 1926 στη διάρκεια ενός ταξιδιού σαν πίλγκριμ.

Όταν συγκεντρώθηκε η ετήσια έκθεση το 1908, ήταν ενθαρρυντικό για τους αδελφούς να δουν ότι για πρώτη φορά τα περισσότερα φυλλάδια είχαν διανεμηθεί προσωπικά από τους ίδιους τους αναγνώστες της Σκοπιάς και συγκριτικά λίγα μόνο είχαν δοθεί μέσω των εφημερίδων. Ωστόσο μέσω αυτής της τελευταίας μεθόδου ένας νεαρός δεκαοχτώ ετών ήρθε σε επαφή με την αλήθεια στο Αμβούργο. Αφού τελείωσε το σχολείο άρχισε να διαβάζει την Αγία Γραφή καθημερινά, με ειλικρινή επιθυμία να την καταλάβει. Πέρασαν μερικά χρόνια και το 1908 βρήκε ένα φυλλάδιο με τίτλο «Η Πώληση των Πρωτοτοκίων». Αυτό ενδιέφερε το νεαρό πάρα πολύ. Χωρίς να δώσει προσοχή στους χλευασμούς των συναδέλφων του, έγραψε αμέσως στην Εταιρία στο Μπάρμεν ζητώντας τούς έξι τόμους των Γραφικών Μελετών. Πολύ σύντομα είχε την ευκαιρία να συναντήσει τον Αδελφό Κέτιτς ο οποίος τον προσκάλεσε να έρθει για λίγο στο Μπάρμεν. Ο νεαρός δέχτηκε την πρόσκληση, λέγοντας συγχρόνως ότι μια τέτοια επίσκεψη στο Μπάρμεν θα ήταν και η μέρα του βαφτίσματός του. Αυτό και έγινε στις αρχές του 1909. Ο επίσκοπος του τμήματος πήγε το νεαρό φίλο, που τώρα ήταν αδελφός μας, στο σιδηροδρομικό σταθμό και τον ρώτησε πριν ανεβεί στο τρένο αν θα ήθελε να αναλάβει το έργο σκαπανέα. Ο νεαρός αδελφός μας είπε ότι θα πληροφορούσε την Εταιρία γι’ αυτό όταν θα ήταν έτοιμος.

Αυτός ο νεαρός αδελφός ονομαζόταν Χάινριχ Ντβένγκερ. Σύντομα μετά απ’ αυτό διευθέτησε τις υποθέσεις του ώστε να μπορέσει να αρχίσει σκαπανικό την 1η Οκτωβρίου 1910. Στις επόμενες δεκαετίες είχε το προνόμιο να υπηρετήσει σε κάθε τμήμα όλων σχεδόν των οίκων Μπέθελ της Εταιρίας Σκοπιά στην Ευρώπη. Κατά καιρούς ταξίδευε σαν εκπρόσωπος της Εταιρίας και συχνά αναπλήρωνε τους επισκόπους τμήματος κατά τη διάρκεια καιρών δοκιμασίας. Πολλοί τον αγαπούσαν και τον αναγνώριζαν σαν ένα χρήσιμο εργάτη.

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΡΩΣΣΕΛ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΞΑΝΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Το 1909 έγιναν κι άλλες διοργανωτικές βελτιώσεις όταν το γραφείο μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις στο Μπάρμεν. Αυτό φυσικά σήμαινε και περισσότερα έξοδα. Χωρίς δισταγμό ο Αδελφός Κούνοβ πούλησε την περιουσία του και χρησιμοποίησε τα χρήματα για να επιπλώσει τον οίκο Μπέθελ. Πολλά επίσης έγιναν το 1909 από την άποψη της πνευματικής εποικοδόμησης. Το Φεβρουάριο οι αδελφοί της Σαξονίας διευθέτησαν να δώσει μερικές ομιλίες ο Αδελφός Κέτιτς ο οποίος μπόρεσε να δώσει 6 φορές μαρτυρία σε ακροατήρια τουλάχιστον 250 με 300 ατόμων.

Αλλά το αποκορύφωμα του 1909 ήταν χωρίς αμφιβολία η από μακρού αναμενόμενη επίσκεψη του Αδελφού Ρώσσελ στη Γερμανία. Ύστερα από μια σύντομη στάση στο Αμβούργο, ο αδελφός έφτασε στο Βερολίνο όπου τον υποδέχτηκε μια ομάδα αδελφών. Πήγαν αμέσως στην αίθουσα συγκεντρώσεων που είχε διακοσμηθεί όμορφα για την περίσταση, όπου πενήντα με εξήντα αδελφοί περίμεναν υπομονετικά τον ερχομό του Αδελφού Ρώσσελ. Ο Αδελφός Ρώσσελ μίλησε για την αποκατάσταση εκείνου που είχε χάσει ο Αδάμ, και ειδικά τόνισε το προνόμιο εκείνων που είχαν την προοπτική να γίνουν μέλη του σώματος του Χριστού. Αφού έφαγαν πρόχειρα μαζί, πήγαν στην Αίθουσα Χόχεντζολερν, όπου επρόκειτο να γίνει η δημόσια ομιλία. Ήταν ασφυκτικά γεμάτη! Ένα πλήθος από 500 άτομα άκουσαν την ομιλία «Πού Είναι οι Νεκροί;» Περίπου εκατό άτομα ήταν όρθια. Επίσης 400 αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω έλλειψης χώρου, αλλά τους δόθηκαν φυλλάδια έξω από την αίθουσα. Αργότερα στη Δρέσδη, τουλάχιστον 900 με 1.000 άτομα άκουσαν τη δίωρη δημόσια ομιλία του Αδελφού Ρώσσελ. Το ταξίδι συνεχίστηκε στο Μπάρμεν, όπου περίπου χίλια άτομα άκουσαν την ομιλία του. Το επόμενο απόγευμα 120 αδελφοί συγκεντρώθηκαν στο Μπάιμπλ Χάουζ, και το ίδιο βράδι περίπου 300 άτομα συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν τον Αδελφό Ρώσσελ να απαντά σε ερωτήσεις από την Αγία Γραφή. Αυτό ήταν και το τέλος της επίσκεψης του Αδελφού Ρώσσελ στη Γερμανία, και λίγο μετά τις 11 το ίδιο βράδι ανέβηκε στο τρένο για την Ελβετία, όπου επρόκειτο να γίνει στη Ζυρίχη μια διήμερη συνέλευση.

Στη διάρκεια του έτους οι αδελφοί της Γερμανίας ενθαρρύνθηκαν να χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να υποστηρίξουν το έργο της Βασιλείας στη Γερμανία χωρίς εξωτερική βοήθεια. Αλλά στο τέλος του έτους τα έξοδα εκτύπωσης, τα ταχυδρομικά, τα ναύλα, οι πληρωμές για τα παρενθέματα στις εφημερίδες, τα έξοδα των δημοσίων ομιλιών και των ταξιδιών, τα νοίκια, τα έξοδα για το φως και τη θέρμανση, και άλλα έξοδα είχαν φτάσει στο συνολικό ποσόν των 41.490,60 μάρκων, ενώ οι συνεισφορές είχαν φτάσει μόνο τις 9.841,89 μάρκα, αφήνοντας ένα έλλειμμα 31.648,71 μάρκων, που καλύφθηκε με χρήματα που προήλθαν από τα γραφεία του Μπρούκλυν. Αυτό έκανε τον Αδελφό Ρώσσελ να πει τα εξής στην ετήσια έκθεσή του: «Πόσο μεγάλα ποσά χρημάτων έχει δαπανήσει η Εταιρία στη Γερμανία για να κάνει γνωστή την αλήθεια. . . . Οι προσπάθειες που καταβάλλονται για τη Γερμανία είναι συγκριτικά μεγαλύτερες απ’ αυτές που καταβάλλονται για οποιαδήποτε άλλη χώρα. Θα έπρεπε να περιμένουμε και ανάλογα αποτελέσματα​—​εκτός αν η πλειοψηφία των αφιερωμένων Γερμανών έχει ήδη μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Ο Αδελφός Ρώσσελ έκανε μια σύντομη στάση δέκα περίπου ωρών στο Βερολίνο στη διάρκεια τού ανά τον κόσμο ταξιδιού του το 1910 και μίλησε σε διακόσια περίπου άτομα που τον περίμεναν όταν έφτασε.

Εκείνο περίπου τον καιρό ο Έμιλ Τσέλμαν, οδηγός τραμ από το Βερολίνο, άρχισε να προσελκύει σημαντική προσοχή. Επωφελούνταν από κάθε ευκαιρία για να διαβάζει την Αγία Γραφή ή να δίνει μαρτυρία στους επιβάτες του, μερικές φορές ακόμη και ανάμεσα στις στάσεις του τραμ· κάποτε ενώ διάβαζε απορροφημένος έκανε τους επιβάτες του να γελάσουν καθώς φώναξε, όχι την επόμενη στάση του τραμ αλλά «Ψαλμός 91», που μόλις είχε διαβάσει. Σύντομα περισσότεροι από δέκα συνάδελφοί του οδηγοί στο τραμ και οι οικογένειές τους παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις. Αυτός ο μικρός αλλά δραστήριος όμιλος έκανε πολλά για την εξάπλωση των καλών νέων στο Βερολίνο. Μολονότι αυτοί οι αδελφοί άρχιζαν να εργάζονται στις 5 η ώρα το πρωί, ο υποδειγματικός τους ζήλος συχνά τους έκανε να πηγαίνουν στο σταθμό των τραμ δυο ώρες νωρίτερα για να βάλουν φυλλάδια στα καθίσματα των τραμ που θα άρχιζαν σε λίγο να κινούνται.

Το έτος 1911 χαρακτηρίστηκε από ομιλίες που έγιναν από τον Αδελφό Ρώσσελ πάνω στο θέμα «Σιωνισμός και Προφητεία», πράγμα που προκάλεσε οργισμένες εκδηλώσεις από τα ακροατήρια σε μερικές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, στο Βερολίνο έγινε κάποια αναταραχή και σχεδόν 100 άτομα έφυγαν από την αίθουσα στην αρχή της ομιλίας, ενώ σχεδόν 1.400 άτομα παρέμειναν και παρακολούθησαν προσεκτικά την ομιλία του Αδελφού Ρώσσελ μέχρι το τέλος.

Ο Αδελφός Ρώσσελ στην έκθεσή του για το ταξίδι του αναφέρθηκε και πάλι στην ανάπτυξη του έργου στη Γερμανία, αναφέροντας ότι, μολονότι ‘ο αριθμός της αδελφότητας και το ενδιαφέρον τους έχει αυξηθεί, ωστόσο εκείνος είχε απογοητευθεί με τον αριθμό των ενδιαφερομένων ατόμων, σε σύγκριση με τον μεγάλο πληθυσμό καθώς και με τις προσπάθειες που είχαν καταβληθεί και τα χρήματα που είχαν δαπανηθεί’. Τα χρόνια είχαν δείξει πραγματικά ότι στην αρχή οι προϋποθέσεις για ανάπτυξη στη Γερμανία δεν ήταν τόσο ευνοϊκές όσο ήταν για παράδειγμα στην Αμερική. Ένα μεγάλο μέρος του Γερμανικού πληθυσμού ήταν Καθολικοί, ένα άλλο μέρος ήταν Σοσιαλιστές, μια πλειονότητα εχθρική απέναντι στην Αγία Γραφή και μια πλειονότητα των καλύτερα μορφωμένων ήταν αποξενωμένη από το Θεό.

Το ταξίδι του Αδελφού Ρώσσελ στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 1912 τον έφερε στο Μόναχο, στο Ράιχενμπαχ, στη Δρέσδη, στο Βερολίνο, στο Μπάρμεν και στο Κίελο. Για τη δημόσια ομιλία του είχε διαλέξει το πολύ ελπιδοφόρο θέμα «Πέρα από τον Τάφο». Το θέμα αυτό διαφημίστηκε με μεγάλα πανό στα οποία είχαν ζωγραφιστεί μερικές εκκλησίες πασίγνωστες για τη διδασκαλία τους σχετικά με την αθανασία της ψυχής και την κόλαση. Σε πρώτο πλάνο ήταν ζωγραφισμένη μια μεγάλη Αγία Γραφή δεμένη με αλυσίδα η οποία όμως σε κάποιο σημείο είχε σπάσει. Στο πίσω μέρος μπορούσε να δει κανείς τον Αδελφό Ρώσσελ να δείχνει την Αγία Γραφή. Αυτά τα πανό δημιούργησαν αναταραχή σε πολλές πόλεις και μερικοί αξιωματούχοι της αστυνομίας απαγόρευσαν την ανάρτησή τους. Παρ’ όλα αυτά, 1.500 μέχρι 2.000 άτομα ήρθαν να ακούσουν την ομιλία στο Μόναχο, στη Δρέσδη και στο Κίελο.

Η δημόσια ομιλία διαφημίστηκε επίσης πολύ καλά στο Βερολίνο. Τεράστιες διαφημίσεις στις εφημερίδες διαφήμισαν το γεγονός αρκετές φορές και παντού υπήρχαν διαφημιστικές αφίσες. Επίσης, τα «αγγελιοφόρα αγόρια» όλων των μεγάλων εφημερίδων είχαν νοικιαστεί για να βοηθήσουν στη διαφήμιση της ομιλίας. Αυτά ήταν αγόρια ντυμένα με μπλε και άσπρα παντελόνια και με καπέλο στο κεφάλι τους που έδενε με μια κορδέλα κάτω από το σαγόνι. Φορούσαν αφίσες μπροστά και πίσω και κυκλοφορούσαν στους δρόμους της πόλης πάνω σε πατίνια. Οποτεδήποτε έκαναν την εμφάνισή τους αυτά τα αγόρια όλοι στο Βερολίνο ήξεραν ότι κάτι μεγάλο ετοιμαζόταν.

Είναι λοιπόν ευνόητο γιατί νωρίς το απόγευμα μεγάλα πλήθη ανθρώπων συνωστίζονταν ήδη στο Φρίντριχσαϊν, τη μεγαλύτερη αίθουσα της πόλης, που χωρούσε περίπου 5.000 άτομα, για να ακούσουν την ομιλία του Αδελφού Ρώσσελ. Πολλές ώρες πριν ανοιχτεί η αίθουσα, ολόκληρη η γύρω περιοχή είχε καταληφθεί. Το πλήθος μεγάλωνε από ώρα σε ώρα και τα μεταφορικά μέσα δεν μπορούσαν πια να εξυπηρετήσουν τα πλήθη. Πολλοί που είχαν την οικονομική δυνατότητα ήρθαν με αμαξάκια. Πολλοί άλλοι δεν έφτασαν εκεί εξαιτίας των παραφορτωμένων μεταφορικών μέσων. Η περιοχή είχε αποκλειστεί από την αστυνομία και διάφορες εκτιμήσεις έλεγαν ότι περίπου 15.000 με 20.000 άτομα αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν γιατί δε χωρούσαν στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα. Ζηλωτές αδελφοί και αδελφές, επωφελούμενοι απ’ αυτή την περίπτωση, μοίρασαν χιλιάδες φυλλάδια, καθώς επίσης και πολλούς τόμους των Γραφικών Μελετών και άλλα έντυπα, ανάμεσα στις πολλές χιλιάδες που δεν μπόρεσαν να φτάσουν στην αίθουσα. Ο Αδελφός Ρώσσελ, λοιπόν, μπόρεσε να φύγει ικανοποιημένος ότι είχε δοθεί μια εντυπωσιακή μαρτυρία στη διάρκεια αυτής της τελευταίας επίσκεψής του στο Βερολίνο.

Το επόμενο έτος, το 1913, χαρακτηρίστηκε από την ειλικρινή επιθυμία να αφιερωθούν όσο το δυνατόν περισσότερη ενέργεια, χρόνος και χρήματα για να φτάσουν τα καλά νέα της Βασιλείας σε όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα. Έγιναν διευθετήσεις για να δημοσιεύονται οι ομιλίες του Αδελφού Ρώσσελ στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ντερ Φόλξμποτε», και έτσι το άγγελμα να φτάσει σε περισσότερα άτομα. Τα έντυπα τυπώθηκαν επίσης στη γραφή μπράιγ για τους τυφλούς. Η Εταιρία εξέφρασε ακόμη την επιθυμία της να εφοδιάσει τους αδελφούς δωρεάν με έντυπα για διανομή.

Το παραφορτωμένο πρόγραμμα του Αδελφού Ρώσσελ δεν του επέτρεψε να επισκεφθεί τη Γερμανία το 1913, αλλά οι αδελφοί χάρηκαν υπερβολικά όταν έστειλε τον Αδελφό Ρόδερφορδ, που ήταν εκείνο τον καιρό νομικός σύμβουλος της Εταιρίας. Οι ομιλίες του είχαν πολύ μεγάλα ακροατήρια και οι αίθουσες ήταν γεμάτες παντού. Επανειλημμένα χρειάστηκε να φύγουν πάρα πολλά άτομα άπρακτα. Στη Δρέσδη, για παράδειγμα, η αίθουσα χωρούσε περίπου 2.000 καθισμένους, ενώ 7.000 με 8.000 αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω έλλειψης χώρου. Στην ομιλία του στο Βερολίνο, που την παρακολούθησαν 3.000 άτομα, έγινε κάποια αναταραχή όταν μερικοί ταραχοποιοί έκαναν τόσο πολύ θόρυβο ώστε ήταν πολύ δύσκολο για τον Αδελφό Κέτιτς ο οποίος μετέφραζε την ομιλία του Αδελφού Ρόδερφορδ να ακουστεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν μικροφωνικές εγκαταστάσεις, και έτσι για να έχει κανείς τον έλεγχο της κατάστασης κάτω απ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες χρειαζόταν δυνατή φωνή. Ο Αδελφός Κέτιτς, μολονότι κατέβαλε υπερβολικές προσπάθειες, δεν κατάφερε να υπερνικήσει το θόρυβο και σταμάτησε εντελώς όταν καταπόνησε τα πνευμόνια του από την προσπάθεια. Αμέσως ένας αδελφός πήδησε πάνω σ’ ένα τραπέζι και φώναξε με δυνατή φωνή: «Τι θα σκεφτούν οι Αμερικανοί για μας τους Γερμανούς;», πράγμα που φάνηκε ότι ησύχασε τους ταραχοποιούς. Ο Αδελφός Κέτιτς ολοκλήρωσε την ομιλία, αλλά οι αδελφοί που τον γνώριζαν λένε ότι ποτέ δε συνήλθε εντελώς απ’ αυτή την υπερκόπωση.

Ιδιαίτερα ικανοποιητικό στο τέλος του χρόνου ήταν το γεγονός ότι τα έξοδα του έργου μπόρεσαν να καλυφθούν από εθελοντικές συνεισφορές, και έμεινε ακόμη και ένα μικρό πλεόνασμα. Έτσι οι αδελφοί στη Γερμανία έφτασαν στο τέλος ενός έτους γεμάτου από άφθονες ευλογίες πεπεισμένοι ότι ένα ακόμη έτος έντονης δραστηριότητας βρισκόταν μπροστά, ένα έτος που πολλοί το θεωρούσαν ότι θα ήταν το ‘τελευταίο έτος του θερισμού’.

1914—ΕΝΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΟΥ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ ΕΤΟΣ

Τώρα το έτος 1914 είχε φτάσει, ένα ιστορικό έτος στο οποίο πολλοί αναγνώστες της Σκοπιάς απέβλεπαν για πολλές δεκαετίες. Το πρώτο μισό του έτους πέρασε το ίδιο ήσυχα όπως και το προηγούμενο έτος. Είναι αλήθεια ότι στην Ευρώπη υπήρχε μια ατμόσφαιρα έντασης, αλλά επειδή αυτό δεν ξέσπασε σε βία, οι εχθροί της Βασιλείας άρχισαν να κάνουν αρνητικά σχόλια, και πολλοί βιάστηκαν να αναγγείλουν με κακεντρέχεια την ήττα των «Χιλιαστών». Αλλά αυτό δεν μπόρεσε να κλονίσει την πίστη εκείνων οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στο έργο της μαρτυρίας για πολλά χρόνια.

Στο μεταξύ ο χρόνος εξακολουθούσε να κυλάει. Σε διάφορες χώρες της Ευρώπης διεξάγονταν «καλού​–​κακού» στρατιωτικά γυμνάσια. Τα πράγματα φαίνονταν ακόμη ήσυχα, αλλά τα βήματα των στρατιωτών στις ασκήσεις ήταν σαν τον υπόκωφο θόρυβο ενός ηφαιστείου που είναι έτοιμο να εκραγεί κάθε στιγμή. Ξαφνικά ολόκληρος ο κόσμος κράτησε την αναπνοή του. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε στο Σεράγιεβο. Στις μεγάλες πόλεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο οι εφημεριδοπώλες πλημμύρισαν τους δρόμους φωνάζοντας «Παράρτημα! Παράρτημα!» και ο πιο φονικός πόλεμος στην ιστορία του ανθρώπινου γένους μέχρι εκείνη την εποχή είχε αρχίσει, ένας πόλεμος που οι ιστορικοί τον χαρακτήρισαν για πρώτη φορά σαν «παγκόσμιο πόλεμο». Για πολλούς ο πόλεμος έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, και το ίδιο ξαφνικά σώπασαν και οι χλευαστές. Ο Αδελφός Γκράμπενκαμπ από τη Λύμπεκε είπε στους γιους του, «Λοιπόν, παλικάρια μου, ήρθε η ώρα!» και οι αδελφοί σ’ ολόκληρο τον κόσμο σκέφτηκαν και είπαν παρόμοια λόγια. Περίμεναν αυτά τα γεγονότα και όχι απλώς τα περίμεναν, αλλά είχαν χειροτονηθεί από τον Ιεχωβά να τα αναγγείλουν και σε άλλους. Ήξεραν ότι αυτά τα πράγματα θα ήταν απλώς οι πρόδρομοι απερίγραπτων ευλογιών από τον Ιεχωβά για το ανθρώπινο γένος.

Τώρα με τα ίδια τους τα μάτια μπορούσαν να γυρίσουν και να κοιτάξουν πίσω και να δουν πώς η μαρτυρία που είχαν δώσει είχε επαληθευτεί. Ένα παράδειγμα είναι ο Αδελφός Ντάτε, ο οποίος βαφτίστηκε με τη σύζυγό του το 1912, και ο οποίος χρόνια αργότερα, έγραψε τα ακόλουθα στον καλό του φίλο και αδελφό, τον Φριτς Ντάσλερ:

«Στις δύο τελευταίες ώρες που πέρασα στο πλευρό της αγαπητής μου άρρωστης συζύγου στις 23 Ιουνίου 1954, δυόμισι ώρες πριν κοιμηθεί στο θάνατο, θυμηθήκαμε την πολύ περασμένη πια μέρα της 28 Ιουνίου 1914, που ήταν πάντοτε τόσο σημαντική για μας. Ήταν Κυριακή. Είχαμε όμορφο καλοκαιρινό καιρό. Εκείνο το απόγευμα πίναμε καφέ στο μπαλκόνι και θαυμάζαμε τον βαθύ μπλε ουρανό. Ο αέρας ήταν καθαρός και στεγνός. Δεν υπήρχαν καθόλου σύννεφα. Σχολίαζα τα νέα από την εφημερίδα. Σε κανένα μέρος της γης δε φαινόταν η παραμικρή ένταση· παντού υπήρχε ειρηνική γαλήνη. Και ωστόσο, περιμέναμε ορατά σημεία τής αρχής τής κυβέρνησης του Χριστού εκείνο το έτος. Οι εφημερίδες ήδη θριαμβολογούσαν και δημοσίευαν το ένα μετά το άλλο δυσφημιστικά άρθρα εναντίον των αληθινών πιστών που είχαν προφητεύσει το τέλος του κόσμου το 1914. Τη Δευτέρα 29 Ιουνίου 1914, όμως, ανοίξαμε τις εφημερίδες μας νωρίς εκείνο το πρωί και διαβάσαμε τους τίτλους: ‘Ο Διάδοχος του Αυστριακού Θρόνου Δολοφονήθηκε στο Σεράγιεβο!’ Μέσα σε μια νύχτα οι πολιτικοί ουρανοί είχαν σκοτεινιάσει. Τέσσερις εβδομάδες αργότερα ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τώρα στα μάτια των εχθρών μας είμαστε ξαφνικά οι μεγαλύτεροι προφήτες».

Η προθυμία εκείνων των πιστών δούλων να κάνουν το αποκαλυμμένο θέλημα του Ιεχωβά τούς βοήθησε να αντιληφθούν ότι ένα ακόμη μεγαλύτερο έργο βρισκόταν μπροστά τους ακόμη και όταν το 1914 είχε έρθει και είχε περάσει. Ο Ιεχωβά καθοδηγούσε το λαό του ώστε να μπορέσει να φερθεί σε πέρας ο σκοπός του. Το προπαρασκευαστικό έργο για την τεράστια μαρτυρία που δόθηκε με το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας» είναι ένα καλό παράδειγμα. Τα αναγκαία εφόδια, το φιλμ, τα σλάιτζ και οι οδηγίες έφτασαν στη Γερμανία λίγο πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Μερικά μέρη είχαν φτάσει ακόμη νωρίτερα και είχαν ήδη προβληθεί στις 12 Απριλίου 1914, σε μια συνέλευση στο Μπάρμεν και σε μια συνέλευση στη Δρέσδη, που την παρακολούθησαν πολλοί περαστικοί αδελφοί από τη Ρωσία και την Αυστρο⁠–⁠Ουγγαρία από τις 31 Μαΐου ως τις 2 Ιουνίου.

Όταν το υπόλοιπο φίλμ έφτασε στη Γερμανία τρεις εβδομάδες πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, η Εταιρία έκανε αμέσως διευθετήσεις για να προβληθεί το Δράμα στο αμφιθέατρο του Έλμπερφελντ. Σε σύγκριση με το ενδιαφέρον τού κοινού για το Δράμα, η αίθουσα ήταν πολύ μικρή και χρειάστηκε να το προβάλουν δυο φορές. Το μεγάλο ντεμπούτο ωστόσο έγινε στο Βερολίνο, όπου προβαλλόταν δυο φορές τη μέρα σε μεγάλα πλήθη. Οι σειρές (προβάλλονταν σε τέσσερα μέρη επί τέσσερις συνεχείς μέρες) χρειάστηκε να προβληθούν πέντε φορές από τη 1 Νοεμβρίου μέχρι τις 23 Νοεμβρίου 1914.

Αλλά ο πόλεμος δημιούργησε προβλήματα, και το πρώτο ήταν η προσωρινή διακοπή της επαφής με την Αμερική.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΒΛΕΨΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Ο λαός του Θεού στη Γερμανία έμπαινε τώρα σε μια περίοδο μεγάλης έντασης, γεμάτη από προβλήματα όσον αφορά την επίβλεψη του έργου. Προς το τέλος του 1914, περίπου έντεκα χρόνια αφότου ο Αδελφός Ρώσσελ είχε εξουσιοδοτήσει τον Αδελφό Κέτιτς να έρθει στη Γερμανία για να αναλάβει την επίβλεψη του έργου εδώ, ο αδελφός ξαφνικά υπέστη διάφορες επιθέσεις και κατηγορήθηκε για ατασθαλίες. Αυτό οδήγησε σε δυσαρέσκεια ανάμεσα στους αδελφούς και ανάγκασε τον Αδελφό Ρώσσελ να τον απαλλάξει από τη θέση του υπηρεσίας.

Η ανάγκη για επιπρόσθετους πίλγκριμς αδελφούς στη Γερμανία είχε κάνει τον Αδελφό Ρώσσελ να στείλει έναν αδελφό από τις Ηνωμένες Πολιτείες που ονομαζόταν Κόνραντ Μπίνκελε, πρώην Μεθοδιστή κήρυκα, ο οποίος διάβαζε τη Σκοπιά για ένα μόνο περίπου έτος, για να υπηρετήσει σ’ αυτή τη θέση, μολονότι ο Αδελφός Ρώσσελ το είχε κάνει αυτό με δισταγμό. Ο Αδελφός Μπίνκελε έφτασε στη Γερμανία πάνω στην ώρα που τα προβλήματα ανάμεσα στους υπηρέτες είχαν αρχίσει να παίρνουν σοβαρές διαστάσεις, και το 1915 διορίστηκε να επιβλέπει το έργο στη Γερμανία.

Ωστόσο, ο Αδελφός και η Αδελφή Μπίνκελε επέστρεψαν σύντομα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα αποχαιρετιστήρια λόγια τους τυπώθηκαν με μεγάλα γράμματα στην τελευταία σελίδα της Σκοπιάς του Οκτωβρίου, με τα σχόλια ότι ‘οι συνθήκες είχαν απορροφήσει τους πόρους τους εντελώς’. Αυτές ‘οι συνθήκες’ ήταν προφανώς οι δυσκολίες που συνέχισαν να αυξάνουν στη διάρκεια του 1915. Τον Οκτώβριο ο Αδελφός Ρώσσελ αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει ειδική προσοχή στο πρόβλημα και να πάρει τα απαραίτητα μέτρα για να το χειριστεί. Ένα γράμμα με τίτλο «Προσωπικό Γράμμα από τον Αδελφό Ρώσσελ στους Γερμανούς Σπουδαστές της Γραφής» έγραφε τα εξής:

«Μπρούκλυν, Οκτώβριος 1915

«Αγαπητοί Αδελφοί:

«Σας σκέφτομαι συχνά στις προσευχές μου και η ζωηρή επιθυμία μου είναι να σας ευλογεί ο Κύριος. Πάσχουμε μαζί σας για τις θλίψεις του πολέμου που σας πλήττουν είτε άμεσα είτε έμμεσα. Θέλουμε επίσης να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας για σας όσον αφορά τις θλίψεις που υποφέρετε για τα συμφέροντα της αλήθειας στη Γερμανία. Δεν ανήκει σε μας να κρίνουμε ο ένας τον άλλον ή να τιμωρούμε με το να εκφέρουμε τελική κρίση. Εάν οι αδελφοί που σφάλλουν μετανοούν, εμείς πρέπει να αρκούμαστε στο να αφήνουμε την τελική κρίση και την τιμωρία στον Κύριο ο οποίος είπε: ‘Ο Κύριος θα κρίνει το λαό του’. Εβρ. 10:30.

«Ωστόσο για τα συμφέροντα της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της κατάλληλης διαγωγής, και για χάρη της επιρροής που ασκούν οι εκπρόσωποι της Εταιρίας, φαίνεται αναγκαίο να διορίσουμε νέους αντιπροσώπους για την Εταιρία στη Γερμανία. Ο πόλεμος έχει δημιουργήσει ορισμένες δυσκολίες, οι ταχυδρομικές και τηλεγραφικές υπηρεσίες είναι ακατάστατες και είναι ευνόητο ότι δημιουργήθηκαν για λίγο ορισμένες παρεξηγήσεις σχετικά με την ηγεσία στο Μπάρμεν. Πιστεύουμε ότι ο αγαπητός μας Αδελφός Μπίνκελε έκανε το καλύτερο που μπορούσε και χειρίστηκε τα ζητήματα σωστά κάτω από τις υπάρχουσες περιστάσεις. Αλλά καθώς ξέρετε ο Αδελφός Μπίνκελε έχει επιστρέψει στην Αμερική.

«Θέλουμε να πληροφορήσουμε τους Γερμανούς αδελφούς ότι από τώρα και στο εξής όλα τα θέματα που σχετίζονται με την Εταιρία θα διευθετούνται από μια επιτροπή τριών αδελφών: Τον Ερνστ Χέντελερ, τον Φριτς Κρίστμαν και τον Ράινχαρντ Μπλόχμαν. . . .

«Αγαπητοί Αδελφοί, σας προτρέπω να συνεργάζεστε με κάθε τρόπο και να υποστηρίζετε τη νέα ηγεσία του Μπάρμεν. Το Σώμα του Χριστού είναι ένα, μην επιτρέπετε διαιρέσεις σ’ αυτό το σώμα, καθώς μας νουθετεί και ο Απόστολος».

Αλλά ούτε κι αυτή η διευθέτηση είχε αποτελέσματα, γιατί ο Αδελφός Μπλόχμαν είχε αναγκαστεί να φύγει από το Μπάρμεν και ο Αδελφός Χέντελερ είχε πεθάνει πριν ακόμη φτάσει στη Γερμανία το γράμμα του Αδελφού Ρώσσελ. Επειδή η ένταση δε σταμάτησε στη διάρκεια των επόμενων μηνών, το Φεβρουάριο του 1916 ο Αδελφός Ρώσσελ διόρισε μια «επισκοπική επιτροπή» που αποτελούνταν από πέντε αδελφούς, τον Χ. Χέρκεντελ, τον Ο. Α. Κέτιτς, τον Φ. Κρίστμαν, τον Κ. Στόλμαν και τον Ε. Χέκλε.

Ωστόσο ούτε και αυτή η διευθέτηση της «επισκοπικής επιτροπής» κράτησε πολύ. Λίγους μήνες μετά την ανασύσταση της επιτροπής ο Αδελφός Μπίνκελε ο οποίος στο μεταξύ είχε επιστρέψει στην Ευρώπη και κατοικούσε στη Ζυρίχη της Ελβετίας, διορίστηκε να υπηρετεί σαν νομικός αντιπρόσωπος της Εταιρίας για τη Γερμανία, την Ελβετία και τις Κάτω Χώρες, ενώ ο Αδελφός Χέρκεντελ διορίστηκε υπεύθυνος του εκδοτικού έργου.

Ο Αδελφός Κέτιτς, ο οποίος είχε αντικατασταθεί το 1914 από τον Αδελφό Μπίνκελε, πρόβαλλε από εκείνη την εποχή το Φωτόδραμα. Παρέμεινε όμως ο στόχος επιθέσεων από αδελφούς που είχαν στόχο να πραγματοποιήσουν τις δικές τους ιδιοτελείς επιθυμίες, παρά να συμβάλουν στην εσωτερική ειρήνη της οργάνωσης. Η Ελίζαμπεθ Λανγκ, η οποία για πολλά χρόνια είχε εργαστεί με τον Αδελφό Κέτιτς, κάποτε τον βρήκε να κάθεται λυπημένος στον πάγκο ενός πάρκου κοντά στην αίθουσα που προβαλλόταν το Φωτόδραμα. Της είπε ότι είχε πάρει και πάλι ένα γράμμα που τον κατηγορούσε και είχε σαφή σκοπό να τον στερήσει από τα τελευταία του προνόμια υπηρεσίας. Αφηγήθηκε πώς είχε το προνόμιο να εργαστεί με τον Αδελφό Ρώσσελ για δέκα περίπου χρόνια πριν διοριστεί στην ευθύνη του έργου της Γερμανίας. Συχνά ωστόσο τώρα έκανε προσεκτική εξέταση του εαυτού του ως προς το αν ήταν άξιος αυτής της εμπιστοσύνης. Παρηγορούσε όμως τον εαυτό του με τη σκέψη: «Αν στα 24 χρόνια της δραστηριότητάς μου έχω βοηθήσει έστω και ένα μόνο άτομο να αποδειχθεί άξιο να ανήκει στους 144.000, τότε έχω το προνόμιο να έχω κάνει το 1/144 χιλιοστό του έργου».

Είναι ευνόητο ότι αυτές οι συνεχείς επιθέσεις έφθειραν την υγεία του, η οποία είχε σοβαρά εξασθενήσει από την υπερκόπωση των πνευμόνων που είχε υποστεί στο Βερολίνο. Έτσι στις 24 Σεπτεμβρίου 1916 πέθανε σε ηλικία 43 ετών. Η αναγγελία της Εταιρίας στη Σκοπιά ανέφερε την «πιστότητά» του και έλεγε ότι «ο ζήλος του, η υπομονή του, η σταθερότητά του, η ισχυρή του πίστη και η θέληση, η αφιέρωσή του και η πιστή εκπλήρωση των υποχρεώσεων αναγνωρίζονται και εκτιμούνται από όλους τους αγαπητούς αδελφούς».

Λίγο αργότερα οι Γερμανοί αδελφοί πληροφορήθηκαν ότι στις 31 Οκτωβρίου, περίπου 5 εβδομάδες αφού είχε πεθάνει ο Αδελφός Κέτιτς, ο Αδελφός Ρώσσελ είχε επίσης συμπληρώσει την επίγεια πορεία του. Μερικοί στενοχωρήθηκαν τόσο πολύ απ’ αυτό ώστε διέκοψαν την πορεία τους και απομακρύνθηκαν. Αλλά οι περισσότεροι αδελφοί θεώρησαν τα νέα για τον θάνατο του Αδελφού Ρώσσελ σαν μια ενθάρρυνση για να αφιερώσουν τις ενέργειές τους και το χρόνο τους ακόμη με μεγαλύτερη ένταση στη συνέχιση του έργου που είχαν αρχίσει.

Ο πόλεμος επέβαλε επανειλημμένες αλλαγές στην επισκόπηση. Από τον Οκτώβριο του 1916 ως το Φεβρουάριο του 1917 υπηρέτησε σ’ αυτή τη θέση ο Πάουλ Μπάλτζεραϊτ· από το Φεβρουάριο του 1917 ως τον Ιανουάριο του 1918 ο Αδελφός Χέρκεντελ· και από τον Ιανουάριο του 1918 ως τον Ιανουάριο του 1920, ο Αδελφός Μ. Κούνοβ, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον Αδελφό Μπάλτζεραϊτ.

ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ

Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πρόσφερε στο Διάβολο μια ευκαιρία να δημιουργήσει αβεβαιότητα ανάμεσα στους αδελφούς ως προς το ζήτημα της ουδετερότητας, μια αβεβαιότητα που εκδηλώθηκε ακόμη και στο Μπάρμεν στο Βιβλικό Οίκο όπου οι Αδελφοί Ντβένγκερ, Μπάζαν και Ες ήταν σε ηλικία στράτευσης. Και ενώ οι Αδελφοί Ντβένγκερ και Μπάζαν ήταν αποφασισμένοι να μη δώσουν τον όρκο υποταγής ή να πάρουν όπλα, ο Αδελφός Ες ήταν αναποφάσιστος. Ξεκίνησε για το μέτωπο του Βελγίου, σύντροφος εκείνων που δεν έθεταν την ελπίδα τους στη βασιλεία του Θεού. Ποτέ δεν επέστρεψε. Μια άλλη κλήση στράτευσης αργότερα είχε σαν αποτέλεσμα την αναγκαστική στράτευση των Αδελφών Ντβένγκερ και Μπάζαν. Ο Αδελφός Μπάζαν σύντομα μπόρεσε να επιστρέψει στο σπίτι, ενώ ο Αδελφός Ντβένγκερ δεν αφέθηκε ελεύθερος αλλά αντιθέτως αναγκάστηκε να συμπληρώνει αρχεία σε ένα στρατιωτικό γραφείο. Αυτό ήταν πρόθυμος να το κάνει, γιατί συμβιβαζόταν με την κατανόησή του πάνω στο ζήτημα εκείνη την εποχή. Ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ, όμως, ένας πίλγκριμ, διαφώνησε με τον Αδελφό Ντβένγκερ όταν αυτός του είπε ότι σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης θα αρνούνταν την κατάταξη και ούτε θα έπαιρνε όπλο. Ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ εξέφρασε αυτή τη διαφωνία ρωτώντας: «Αντιλαμβάνεσαι ποια θα είναι τα αποτελέσματα στο έργο αν κρατήσεις αυτή τη στάση;»

Εξαιτίας της αβεβαιότητας που υπήρχε ανάμεσά τους, δεν ακολούθησαν όλοι οι αδελφοί την πορεία της αυστηρής Χριστιανικής ουδετερότητας ως προς τις υποθέσεις των εθνών. Αρκετοί από τους αδελφούς εκτέλεσαν στρατιωτική υπηρεσία και πολέμησαν στο μέτωπο. Άλλοι αρνήθηκαν να εκτελέσουν μάχιμη στρατιωτική υπηρεσία αλλά ήταν πρόθυμοι να υπηρετήσουν στα υγειονομικά σώματα του στρατού. Μερικοί, ωστόσο, παίρνοντας σταθερή στάση, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν με οποιοδήποτε τρόπο και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. Σαν αποτέλεσμα της στάσης που πήρε ο Χανς Χέλτερχοφ υποβλήθηκε σε μια σκληρή απατηλή δοκιμασία όταν οδηγήθηκε στο πεδίο βολής με το πρόσχημα ότι θα στηθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τελικά καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση από το στρατοδικείο.

Έχοντας υπόψη αυτή την αβεβαιότητα ανάμεσα στο λαό του Θεού σε τέτοια σπουδαία ζητήματα όπως η Χριστιανική ουδετερότητα, μπορούμε ασφαλώς να ευχαριστούμε τον Ιεχωβά που εξακολούθησε να πολιτεύεται με έλεος απέναντί τους.

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Το Φωτόδραμα της Δημιουργίας συνέβαλε πάρα πολύ στην επέκταση εκείνα τα χρόνια. Τώρα προβαλλόταν σε μικρότερες πόλεις όπως το Κίελο, όπου μια πάρα πολύ πλούσια κυρία, η οποία αργότερα έγινε αδελφή μας, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ ώστε αμέσως δώρισε το τεράστιο ποσό των 2.000 μάρκων στην εκκλησία των μαρτύρων, που είχε τώρα περίπου σαράντα πέντε με πενήντα άτομα, ώστε να μπορέσουν να αποκτήσουν μια καλύτερη αίθουσα.

Το βιβλίο Το Θείο Σχέδιο των Αιώνων ήταν εκείνο που έκανε τον Κρίστιαν Κένιγκερ να δώσει προσοχή. Μια οικογενειακή κρίση τον υποκίνησε να ζητήσει από έναν πολύ γνωστό Σπουδαστή της Γραφής που ονομαζόταν Έτελ να τον επισκεφθεί και άρχισε μια μελέτη στην οποία αργότερα άρχισε να συμμετέχει και η σύζυγός του. Το επόμενο βήμα τους ήταν να ζητήσουν διευθύνσεις άλλων ενδιαφερομένων ατόμων και αναγνωστών της Σκοπιάς σε κοντινές πόλεις. Προσκάλεσαν μαζί και τους γείτονές τους, τους φίλους και τους γνωστούς σε ομιλίες που δίνονταν στο σπίτι του αδελφού Έτελ. Ο Αδελφός Κένιγκερ και άλλοι αδελφοί επωφελούνταν από κάθε ευκαιρία που είχαν για να προσκαλούν ομιλητές στο Εσβάιλερ και στο Μανχάιμ, και αργότερα επίσης στο Λούντβιχσχάφεν, όπου οι ομιλίες τους διαφημίζονταν προφορικά καθώς επίσης με τις εφημερίδες, ανακοινώσεις και αφίσες που τοποθετούνταν σε βιτρίνες καταστημάτων.

Το 1917 ο Αδελφός Βένσκε από το Βερολίνο προσπαθούσε να διαδώσει την αλήθεια πέρα από τα σύνορα αυτής της πόλης. Έπαιρνε ένα γυλιό γεμάτο με βιβλία και πήγαινε περπατώντας μέχρι το Βραδεμβούργο, περίπου πενήντα χιλιόμετρα δυτικά από το Βερολίνο, και επέστρεφε ύστερα από μερικές μέρες αφού πρώτα είχε διαθέσει όλα του τα έντυπα. Τον ίδιο εκείνο καιρό πίλγκριμς αδελφοί επισκέπτονταν την πόλη του Ντάντσιγκ και έβαζαν τα θεμέλια για μια εκκλησία εκεί στο σπίτι του Αδελφού Ρουνάου.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΠΡΟΧΩΡΕΙ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ

Οι αδελφοί είχαν διάφορες προσδοκίες όσον αφορά το έτος 1918. Μερικοί ήταν βέβαιοι ότι αυτό το έτος θα σημείωνε το τέλος της επίγειας πορείας τους και είχαν επανειλημμένα εκφράσει αυτή την ελπίδα στους φίλους τους και στους γνωστούς. Η Αδελφή Σούνκε στο Μπάρμεν, για παράδειγμα, είχε εξηγήσει στους συναδέλφους της ότι αν κάποια μέρα δεν εμφανιζόταν στη δουλειά, αυτό θα οφειλόταν στο ότι είχε «αναληφθεί». Ωστόσο όταν μερικοί είδαν να μη πραγματοποιούνται οι ελπίδες τους, αποσύρθηκαν με απογοήτευση, όπως είχαν κάνει και μερικοί το 1914. Άλλοι ρωτούσαν τι θα συνέβαινε τώρα.

Υπήρχε ακόμη έργο να γίνει. Οι περισσότεροι από τους αδελφούς ήταν ευτυχισμένοι γι’ αυτό, καθώς ήταν επιθυμία της καρδιάς τους να αποδίδουν ιερή υπηρεσία στον Ιεχωβά. Αυτοί συνέχισαν να εργάζονται. Διαπίστωσαν ότι στους κρίσιμους καιρούς που περνούσε τώρα η Γερμανία υπήρχαν περισσότερα ευήκοα αυτιά από όσο προηγουμένως. Αυτό επιβεβαιώνεται από την πείρα του Φριτς Βίνκλερ (από το Βερολίνο).

Το 1919 εργαζόταν στη Χάλε (Ζάαλε) και ταξίδευε με το τρένο κάθε Σάββατο για να πάει στους γονείς του στη Γκέρα. Κάποιο Σάββατο ένας άντρας και η κόρη του ανέβηκαν στο τρένο σε κάποια στάση, εκείνος με ένα γεμάτο γυλιό και η κόρη του με μια τσάντα επίσης γεμάτη από κάτι. Αμέσως μόλις ξεκίνησε το τρένο ο άντρας, ένας αδελφός από το Τσάιτ, άνοιξε το γυλιό του που ήταν γεμάτο ως το χείλος με το βιβλίο Το Θείο Σχέδιο των Αιώνων, και έδωσε μια ομιλία στους επιβάτες χρησιμοποιώντας το «Χάρτη των Αιώνων» που βρισκόταν στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Τελειώνοντας πρόσφερε σε όλους τον πρώτο τόμο των Γραφικών Μελετών. Όταν κατέβηκε από το τρένο λίγες στάσεις αργότερα ο γυλιός του ήταν άδειος και η τσάντα της κόρης του μισογεμάτη. Αυτή η πείρα έκανε τον Φριτς Βίνκλερ να παρακολουθήσει μια δημόσια ομιλία μέσω της οποίας ήρθε σε γνώση της αλήθειας.

ΕΡΓΟ ΚΟΣΚΙΝΙΣΜΑΤΟΣ

Δε συμφωνούσαν όμως όλοι με τον τρόπο με τον οποίο διαδίδονταν τα καλά νέα. Ιδιαίτερα ανάμεσα στους ‘πρεσβυτέρους’ που εκλέγονταν δημοκρατικά από τις εκκλησίες υπήρχαν μερικοί οι οποίοι προσπαθούσαν μάλλον να παρεμποδίσουν το έργο παρά να το προωθήσουν. Έγινε φανερή η ανάγκη να προειδοποιηθούν οι αδελφοί να μη λογομαχούν μαζί τους. Ήταν καλύτερα να τους αφήνουν να ακολουθούν το δρόμο τους και να χρησιμοποιούν το χρόνο στη διακονία της Βασιλείας που διαφορετικά θα χανόταν σε άσκοπες λογομαχίες. Η Σκοπιά δεν άφηνε καμιά αμφιβολία ότι τέτοιο κοσκίνισμα θα ερχόταν, και γι’ αυτό το λόγο οι Χριστιανοί νουθετούνταν να προσέχουν εκείνους που προξενούσαν διαιρέσεις και αντιλογίες και να τους αποφεύγουν. Αυτό επέβαλε μερικές αλλαγές στις γειτονικές χώρες στη διάρκεια του 1919, και αυτές οι αλλαγές επηρέασαν τους αδελφούς και το έργο της Γερμανίας. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, για παράδειγμα, ο Αδελφός Λάουπερ άρχισε να εργάζεται σύμφωνα με τη δική του αντίληψη των ζητημάτων. Έτσι του ζητήθηκε να επιστρέψει το απόθεμα των βιβλίων και των περιοδικών που ανήκαν στην Εταιρία Σκοπιά και για τα οποία αυτός ήταν υπεύθυνος επί αρκετά χρόνια.

Προς το τέλος του 1919 οι αδελφοί πληροφορήθηκαν για ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα. Ο Αδελφός Ρώσσελ μερικά χρόνια προηγουμένως είχε διορίσει τον Α. Φρέιταγκ να φροντίζει για το Γαλλο⁠–⁠Βελγικό έργο από το γραφείο της Εταιρίας στη Γενεύη. Η εξουσιοδότησή του περιλάμβανε την έκδοση μιας Γαλλικής μετάφρασης από την Αγγλική Σκοπιά καθώς επίσης και την έκδοση των Γραφικών Μελετών. Αυτός όμως έκανε κακή χρήση αυτής της εξουσιοδότησης, και άρχισε να εκδίδει δικά του έντυπα, και έτσι προξένησε μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στους αδελφούς. Ο Φρέιταγκ απολύθηκε απ’ αυτή τη θέση και το γραφείο της Εταιρίας έκλεισε, και ένα νέο γραφείο ανοίχτηκε στη Βέρνη κάτω από την επίβλεψη του Αδελφού Ε. Τσάουγκ και κάτω από τη γενική επίβλεψη του Αδελφού Μπίνκελε.

Στο μεταξύ, οι υποστηρικτές του Φρέιταγκ είχαν αρχίσει να κάνουν χωριστές συναθροίσεις και να εργάζονται ανάμεσα στους αδελφούς της Γερμανίας, μερικοί από τους οποίους έχασαν την καθαρή τους όραση εξαιτίας των επικρίσεων του Φρέιταγκ και της δυσφήμησης της Εταιρίας και της κατηγορίας ότι διαδίδει ψεύτικες διδασκαλίες. Ο Αδελφός Μπίνκελε θεώρησε αναγκαίο να ανασκευάσει τις ψευδείς κατηγορίες του Φρέιταγκ το Σεπτέμβριο του 1920 και να απαντήσει σε πολλές ερωτήσεις από τη Γερμανία με μια τετρασέλιδη εγκύκλιο επιστολή. Ωστόσο, οι σπόροι της αμφιβολίας που είχε σπείρει ο Φρέιταγκ άρχισαν να ανθίζουν, και πολλοί από εκείνους που δεν ήταν σταθεροί τον ακολούθησαν και ίδρυσαν δικές τους εκκλησίες. Αυτός ο όμιλος εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα στη Γερμανία.

ΣΕ ΑΝΑΜΟΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΙΟΡΙΣΜΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1919 Η Σκοπιά άρχισε πάλι να εκδίδεται σε δεκαεξασέλιδα τεύχη και με εξώφυλλο (που παραλειπόταν στη διάρκεια των ετών του πολέμου για λόγους οικονομίας). Το έργο των πίλγκριμς ενισχύθηκε, και τέσσερις αδελφοί επισκέπτονταν τις εκκλησίες τακτικά. Συγχρόνως εργάζονταν πυρετωδώς για να μεταφράσουν τον έβδομο τόμο των Γραφικών Μελετών, το βιβλίο Το Τετελεσμένον Μυστήριον. Επιπρόσθετα ετοίμαζαν ένα τετρασέλιδο φυλλάδιο με τίτλο «Η Πτώση της Βαβυλώνος», το οποίο ήταν περίληψη του βιβλίου.

Έγιναν επιμελημένες προετοιμασίες. Αρχίζοντας στις 21 Αυγούστου και στη διάρκεια των επόμενων μηνών διανεμήθηκε ένας πραγματικός κατακλυσμός φυλλαδίων καθώς και το βιβλίο Το Τετελεσμένον Μυστήριον. Ήταν μια τεράστια εκστρατεία, μολονότι δε συμμετείχαν όλοι σ’ αυτήν, και ιδιαίτερα οι ‘κατ’ εκλογήν πρεσβύτεροι’, οι οποίοι, αντίθετα, προτίμησαν να δίνουν απλώς ομιλίες. Ακόμη και μερικοί κατά τα άλλα πρόθυμοι αδελφοί και αδελφές δίστασαν όταν έμαθαν το περιεχόμενο του βιβλίου.

Ο Αδελφός Ρίχαρντ Μπλούμελ, από τη Λιψία, ο οποίος βαφτίστηκε το 1918, δεν είχε σκεφτεί το γεγονός ότι, μολονότι ήταν βαφτισμένος, ήταν ακόμη τυπικά μέλος μιας εκκλησίας του Χριστιανικού κόσμου. Είχε τη γνώμη ότι «αφού δεν παρακολουθώ, τότε δεν ανήκω πλέον στην εκκλησία». Αλλά αφού διάβασε το φυλλάδιο και αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να προσκαλέσει άλλους να εγκαταλείψουν τη Βαβυλώνα, κατάλαβε ότι για να συμμετέχει κατάλληλα σ’ αυτό το έργο έπρεπε να εγκαταλείψει πρώτα ο ίδιος την εκκλησία. Νωρίς το πρωί στις 21 Αυγούστου, ζήτησε να διαγράψουν επίσημα το όνομά του από τον κατάλογο των μελών της εκκλησίας και το απόγευμα πήγε με καθαρή συνείδηση να μοιράσει το φυλλάδιο Η Πτώση της Βαβυλώνος.

Αργότερα το ίδιο έτος, σε μια συνέλευση στη Λιψία, ο Αδελφός Κούνοβ, ο οποίος εκείνο τον καιρό είχε την επίβλεψη του έργου της Γερμανίας, μίλησε για την εξάπλωση του έργου​—​σχεδόν 4.000 αδελφοί ήταν τώρα δραστήριοι​—​και ανήγγειλε ότι το περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών θα εκδιδόταν στη Γερμανία μόλις έφθαναν οι οδηγίες από τα κεντρικά γραφεία. Εκείνοι που ήταν παρόντες πραγματικά ενθουσιάστηκαν και όλοι τους εξέφρασαν την απόφασή τους να υποστηρίξουν το έργο οικονομικά.

ΑΓΡΟΣ ΩΡΙΜΟΣ ΓΙΑ ΘΕΡΙΣΜΟ

Πόσο είχε αλλάξει η Γερμανία σε λίγα μόλις χρόνια! Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συγκριτικά λίγοι ήταν πρόθυμοι να ακούσουν τα καλά νέα τής Βασιλείας. Αλλά ο Κάιζερ, ο οποίος το 1914 είχε διακηρύξει θριαμβευτικά ένα ένδοξο μέλλον για τη Γερμανία, βρισκόταν τώρα εξορία στην Ολλανδία. Ο στρατός της Γερμανίας που είχε σταλεί για να κατακτήσει την Ευρώπη, είχε επιστρέψει στην πατρίδα του ταπεινωμένος. Το ρητό «Ο Θεός μαζί μας!» που ήταν γραμμένο στην αγκράφα της ζώνης τους είχε αποδειχτεί απατηλό. Οι στρατιώτες που γύριζαν είχαν δει την ματαιότητα του πολέμου, ενός πολέμου που ποτέ δεν υποστηρίχθηκε από το Θεό, όπως είχε προσπαθήσει επανειλημμένα να τους πείσει ο κλήρος.

Πολλοί αδελφοί που ζουν ακόμη βεβαιώνουν ότι αυτός ο πολύ μάταιος και άσκοπος πόλεμος ήταν εκείνος που τους έκανε να ξυπνήσουν για να δουν την αλήθεια. Πολλοί αρνούνταν να πιστέψουν ότι ο Θεός είχε οποιαδήποτε σχέση μ’ αυτή τη χωρίς νόημα καταστροφή τής ανθρώπινης ζωής· αντίθετα θεωρούσαν υπεύθυνο τον κλήρο ο οποίος στη διάρκεια των λεγόμενων «θρησκευτικών λειτουργιών στο μέτωπο», υπόσχονταν σ’ εκείνους που έχαναν τη ζωή τους στη μάχη, ουράνια ανταμοιβή. Άλλοι, όταν πληροφορούνταν ότι ο σύζυγός τους, ο πατέρας ή ο γιος τους είχε πέσει στο «πεδίο της τιμής», άρχιζαν να αναρωτιούνται αν πραγματικά πήγαιναν στον ουρανό ή ίσως σ’ έναν πύρινο άδη σαν κι αυτόν που κήρυττε ο κλήρος. Γι’ αυτούς η ομιλία «Πού Είναι οι Νεκροί;» ήταν πάρα πολύ επίκαιρη. Οι αδελφοί μπόρεσαν να μοιράσουν βιβλία όσο ποτέ προηγουμένως. Δύο βιβλιοπώλες αδελφές λέγεται ότι έδωσαν κατά μέσο όρο 400 τόμους των Γραφικών μελετών το μήνα. Οι πιστοί δούλοι του Ιεχωβά προσπαθούσαν να επωφεληθούν όσο μπορούσαν καλύτερα από τις ευκαιρίες τους. Μέσα σε ένα συγκριτικά μικρό διάστημα υγιείς εκκλησίες άνθισαν σε πολλές περιοχές.

Στο Βερολίνο, την Πέμπτη 27 Μαΐου 1920, επτά ομιλητές απευθύνθηκαν σε 8.000 με 9.000 πεινασμένα για την αλήθεια άτομα σε επτά μεγάλες αίθουσες σε διάφορες περιοχές της πόλης πάνω στο θέμα «Το Τέλος Είναι Κοντά! Τι Θα Επακολουθήσει;» Το ενδιαφέρον ήταν τόσο μεγάλο ώστε 1.500 άτομα ζήτησαν να τους γίνει επίσκεψη και διατέθηκαν δυόμισι χιλιάδες βιβλία εκτός από τα άλλα έντυπα.

Τώρα το Φωτόδραμα πέρασε πραγματικά στην επίθεση. Μια από τις πιο εντυπωσιακές προβολές έγινε στο Γκούσταβ⁠–⁠Ζίγκλε⁠–⁠Χάουζ στη Στουτγάρδη για χίλια άτομα. Εκδηλώθηκε τόσο πολύ ενδιαφέρον ώστε οι αδελφοί έδωσαν τα καθίσματά τους στα ενδιαφερόμενα άτομα. Μια ειδική προβολή γι’ αυτούς έγινε την Κυριακή με ένα μικρό μόνο διάλειμμα για φαγητό, ενώ ολόκληρο το πρόγραμμα κανονικά παρουσιαζόταν σε τέσσερα απογεύματα.

Το Φωτόδραμα έγινε δεκτό με μεγάλη εκτίμηση στη Σαξονία, προπύργιο της σοσιαλιστικής σκέψης, όπου οι εκκλησίες των Μαρτύρων τώρα άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια ύστερα από την απαλή βροχή. Ανάμεσα σ’ εκείνες ήταν και η εκκλησία του Βάλντεμπουργκ όπου σύντομα πάνω από εκατό άτομα συναθροίζονταν τακτικά για να μελετήσουν το Λόγο του Θεού σ’ ένα μεγάλο αγρόκτημα, του οποίου ο ιδιοκτήτης λίγο πρωτύτερα ήταν μέλος του συμβουλίου των διευθυντών μιας εκκλησίας του λεγόμενου Χριστιανικού κόσμου.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Ο Αδελφός Ρόδερφορδ, ο οποίος ήθελε να επισκεφθεί τη Γερμανία προσωπικά εκείνο τον καιρό αλλά δεν μπόρεσε να πάρει άδεια εισόδου, προσκάλεσε τώρα είκοσι έξι αδελφούς από τη Γερμανία στη Βασιλεία της Ελβετίας, στις 4 και 5 Νοεμβρίου 1920, για να συζητήσουν τρόπους και μέσα για να γίνει πιο αποτελεσματικά το έργο στη Γερμανία. Το «Γερμανικό τμήμα» καταργήθηκε και ανοίχτηκε ένα νέο γραφείο που λεγόταν «Κεντρικό Ευρωπαϊκό Γραφείο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά», του οποίου τα κεντρικά γραφεία προσωρινά έδρευαν στη Ζυρίχη, αλλά τα οποία επρόκειτο να μεταφερθούν στη Βέρνη όσο το δυνατόν συντομότερα. Αυτό το γραφείο, κάτω από την διεύθυνση ενός κύριου επισκόπου εντελώς αφοσιωμένου στον Κύριο και διορισμένου από τον πρόεδρο, επρόκειτο να έχει την επίβλεψη του έργου στην Ελβετία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Κάθε μια από τις προαναφερόμενες χώρες επρόκειτο να έχει ένα ντόπιο επίσκοπο, διορισμένο επίσης από τον πρόεδρο. Ο σκοπός αυτής της διευθέτησης ήταν να ενοποιήσει το έργο της κεντρικής Ευρώπης έτσι ώστε να μπορεί να γίνεται με τον καλύτερο τρόπο.

Η διήμερη συνέλευση με τους είκοσι έξι αδελφούς από τη Γερμανία μεταξύ των οποίων ήταν και οι Αδελφοί Χέκλε, Χέρκεντελ και Ντβένγκερ, έγινε ειδικά για το σκοπό να βρεθούν τρόποι και μέσα για την πιο αποτελεσματική διεξαγωγή του έργου στη Γερμανία και για να καθοριστεί ποιος θα ήταν ο ντόπιος επίσκοπος. Η επιτροπή που είχε υπηρετήσει στη Γερμανία για πολλά χρόνια καταργήθηκε. Ο Αδελφός Κούνοβ, ο οποίος μέχρι τότε είχε διευθύνει το έργο για αρκετά χρόνια, ζήτησε να απαλλαγεί απ’ αυτή την υπηρεσία και να διοριστεί στο έργο πίλγκριμ, και έτσι ήταν αναγκαίο να βρεθεί ένας νέος επίσκοπος. Ο Πάουλ Μπάλτζεραϊτ διαλέχτηκε να είναι ο ντόπιος επίσκοπος της Γερμανίας και ο Αδελφός Μπίνκελε διορίστηκε σαν κύριος επίσκοπος του Κεντρικού Ευρωπαϊκού Γραφείου.

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ «ΤΩΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ»

Το βιβλιάριο Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσιν Αποθάνει, στα Γερμανικά, αναγγέλθηκε ότι θα κυκλοφορούσε το Φεβρουάριο του 1921, και προγραμματίστηκε επίσημα μια εκστρατεία ομιλιών που επρόκειτο να διαρκέσει αρκετά χρόνια και θα άρχιζε στις 15 Φεβρουαρίου. Τις ομιλίες διορίστηκαν να εκφωνήσουν οι καλύτεροι ομιλητές και εκεί όπου δεν υπήρχαν ομιλητές, οι εκκλησίες μπορούσαν τώρα να γράψουν στην Εταιρία να διευθετήσει για τέτοιους ομιλητές.

Έτσι λοιπόν ανοιγόταν η πόρτα για να δοθεί μια τεράστια μαρτυρία, όμοια της οποίας οι αδελφοί μας δεν είχαν ούτε καν ονειρευτεί ένα χρόνο προηγουμένως. Η ετήσια έκθεση της Εταιρίας έλεγε: «Ποτέ προηγουμένως δεν έχει εκδηλωθεί τέτοιο ενδιαφέρον στη Γερμανία όπως τώρα. Μεγάλα πλήθη έρχονται και, μολονότι η εναντίωση αυξάνει, η αλήθεια εξαπλώνεται».

Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για την Κωνστάντσα. Η Αδελφή Μπέρτα Μάουερ, η οποία υπηρετεί τον Ιεχωβά περισσότερο από πενήντα χρόνια τώρα, θυμάται ακόμη, πώς η δημόσια ομιλία «Ο Κόσμος Τελειώνει​—​Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσιν Αποθάνει!» διαφημίστηκε με τεράστια πανό και κατόπιν εκφωνήθηκε στη μεγαλύτερη αίθουσα της πόλης, στην αίθουσα στην οποία ο Τζων Χους καταδικάστηκε να καεί πάνω στον πάσσαλο. Ακολούθησαν άλλες ομιλίες και στις 15 Μαΐου 1921 βαφτίστηκαν δεκαπέντε άτομα​—​η αρχή τής εκκλησίας της Κωνστάντσα.

Στη Δρέσδη η ομιλία ήταν κάτι πραγματικά εντυπωσιακό. Η εκκλησία νοίκιασε τρεις μεγάλες αίθουσες, αλλά σε μερικές περιπτώσεις δυο ώρες πριν από την εκφώνηση της ομιλίας, η κυκλοφορία των λεωφορείων διακόπηκε επειδή τα τεράστια πλήθη είχαν προκαλέσει συμφόρηση στην κυκλοφορία. Οι ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες δεν μπορούσαν να χωρέσουν περισσότερους. Οι ομιλητές δυσκολεύονταν να ανοίξουν δρόμο μέσα από τα πλήθη για να φτάσουν στις αίθουσες. Μόνο αφού δόθηκε η υπόσχεση ότι η ομιλία θα επαναλαμβανόταν για όφελος εκείνων που περίμεναν, προθυμοποιήθηκε το πλήθος να ανοίξει δρόμο.

Σ’ ένα δρόμο στο Βισμπάντεν, η κυρία Ελίζαμπεθ Φάιφερ βρήκε ένα φέιγ⁠–⁠βολάν που διαφήμιζε την ομιλία «των Εκατομμυρίων». Είπε στον εαυτό της: «Τι ανοησία! Αλλά παρ’ όλα αυτά θα πάω, γιατί θέλω να δω τι είδους άνθρωποι πιστεύουν σε τέτοια πράγματα». Έτσι πήγε και έμεινε κατάπληκτη όταν είδε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων στο δρόμο να περιμένει μάταια να μπει μέσα στο ήδη ασφυκτικά γεμάτο θέατρο του γυμνασίου όπου επρόκειτο να δοθεί η ομιλία. Εκείνο τον καιρό οι Γάλλοι κατείχαν ακόμη τη χώρα και με καλοσύνη φρόντιζαν για την είσοδο του πλήθους. Όταν είδαν ότι η αίθουσα ήταν γεμάτη και ότι εκατοντάδες ακόμη στέκονταν στο δρόμο, μίλησαν στον Αδελφό Μπάουερ, τον ομιλητή, και είπαν στο πλήθος που περίμενε ότι ο αδελφός ήταν πρόθυμος να μιλήσει και σ’ αυτούς όταν θα τέλειωνε την ομιλία του. Περίπου τριακόσια με τετρακόσια άτομα μεταξύ των οποίων και η κυρία Φάιφερ περίμεναν υπομονετικά. Αυτά που άκουσε αυτή η κυρία εκείνο το βράδι την εντυπωσίασαν τόσο πολύ ώστε στη συνέχεια παρακολούθησε όλες τις συναθροίσεις και σύντομα έγινε μια ζηλώτρια αδελφή.

Μια άλλη φορά οι Αδελφοί Βάντρες και Μπάουερ είχαν κάνει διευθετήσεις για την ομιλία, αλλά αντίθετα προς τις εμπειρίες που είχαν με τις ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες, εκείνο το βράδι στην αρχή κανείς δεν ερχόταν. Καθώς η ώρα πλησίαζε για να αρχίσουν βγήκαν και οι δυο έξω στο δρόμο για να δουν αν θα ερχόταν κανείς. Βρήκαν μερικούς οι οποίοι ενδιαφέρονταν ν’ ακούσουν την ομιλία αλλά οι οποίοι, για κάποιο λόγο άγνωστο στους αδελφούς, δίσταζαν να μπουν στο κτίριο. Όταν τους ρώτησαν γιατί, είπαν ότι επειδή ήταν πρώτη Απριλίου φοβόνταν μήπως ήταν κάποιος φαρσέρ που έκανε πρωταπριλιάτικο αστείο. Παρ’ όλα αυτά, σε μισή περίπου ώρα τριάντα με σαράντα άνθρωποι είχαν φτάσει για να ακούσουν την ομιλία.

Ο Αδελφός Έριχ Άικελμπεργκ από το Ρέμσαϊντ μοίραζε το βιβλιάριο τα Εκατομμύρια στο Ζόλινγκεν όπου είχε την ακόλουθη ενδιαφέρουσα πείρα: Συστήθηκε σε έναν άντρα τον οποίο συνάντησε, λέγοντας: «Σας φέρνω τα καλά νέα ότι εκατομμύρια που ζουν τώρα δε θα πεθάνουν ποτέ αλλά θα ζήσουν με ειρήνη και ευτυχία για πάντα πάνω στη γη. Αυτό το βιβλιάριο το αποδεικνύει αυτό και στοιχίζει μόνο δέκα πφένιχ». Ο κύριος απέρριψε την προσφορά αλλά το αγοράκι που στεκόταν δίπλα του τού είπε: «Μπαμπά, γιατί δεν το αγοράζεις; Ένα φέρετρο στοιχίζει πολύ περισσότερο».

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΞΟΠΛΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΝΕΑ ΔΡΑΣΗ

Τα μεταπολεμικά χρόνια 1919 ως 1922 αποδείχτηκαν χρόνια πραγματικής ανάπτυξης και προετοιμασίας για τους αδελφούς της Γερμανίας.

Η Εταιρία, που ενδιαφερόταν για την ενίσχυση του έργου τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, έκανε τώρα τα αναγκαία νομικά βήματα για να αναγνωριστεί επίσημα το έργο από την κυβέρνηση. Τα αποτελέσματα ήταν ότι η Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά που ιδρύθηκε στην Αλλεγκένυ των ΗΠΑ το 1884, αναγνωρίστηκε στη Γερμανία στις 7 Δεκεμβρίου 1921 σαν νόμιμη ξένη εταιρία.

Το άγγελμα που μεταδιδόταν στη διάρκεια του 1922 περιστρεφόταν κυρίως γύρω από το θέμα «Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσιν Αποθάνει». Η Εταιρία καθόρισε την 26η Φεβρουαρίου 1922 σαν μέρα για ομιλίες σ’ όλο τον κόσμο με θέμα «Τα Εκατομμύρια». Στη Γερμανία η ομιλία εκφωνήθηκε εκείνη την ημέρα σε 121 διαφορετικές πόλεις και την παρακολούθησαν περίπου 70.000 άτομα. Μια δεύτερη μεγάλη μέρα παγκόσμιας μαρτυρίας ήταν η 25η Ιουνίου, οπότε εκφωνήθηκαν στη Γερμανία 119 ομιλίες με συνολικό ακροατήριο περίπου 31.000. Δύο ακόμη τέτοιες «παγκόσμιες ομιλίες» εκφωνήθηκαν στη διάρκεια εκείνου του έτους, και τις παρακολούθησαν στη Γερμανία 75.397 άτομα στις 29 Οκτωβρίου και 66.143 άτομα στις 10 Δεκεμβρίου. Έτσι τα καλά νέα έφταναν σε χιλιάδες άτομα.

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΡΟΔΕΡΦΟΡΔ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Ο Αδελφός Ρόδερφορδ ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη το 1922, στη διάρκεια του οποίου επισκέφθηκε το Αμβούργο, το Βερολίνο, τη Δρέσδη, τη Στουτγάρδη, την Καρλσρούη, το Μόναχο, το Μπάρμεν, την Κολωνία και τη Λιψία. Στο Αμβούργο συγκεντρώθηκαν περίπου 500 αδελφοί για μια μονοήμερη συνέλευση​—​πολύ καλή αύξηση σε σύγκριση με την επίσκεψή του μόλις οχτώ χρόνια προηγουμένως! Στη Στουτγάρδη οι αδελφοί είχαν βρει για τη δημόσια ομιλία μια αίθουσα που χωρούσε μόνο 1.200 καθισμένους· εκατοντάδες αναγκάστηκαν να φύγουν πίσω όταν έφτασαν στην πόρτα. Και στο Μόναχο ο Αδελφός Ρόδερφορδ μίλησε σε 7.000 άτομα στο κατάμεστο «Τσίρκους Κρόνε». Πριν αρχίσει η ομιλία έγινε γνωστό ότι ένας όμιλος αντισημιτιστών και επίσης μερικοί Ιησουίτες ιερείς ήταν ανάμεσα στους παρόντες και ότι είχαν έρθει με σκοπό να διαταράξουν την ησυχία και αν ήταν δυνατό να σταματήσουν και τη συνέλευση. Ο Αδελφός Ρόδερφορδ είπε: «Σ’ αυτή την πόλη (Μόναχο) και σε άλλους τόπους έχει κυκλοφορήσει η φήμη ότι η Διεθνής Ένωση Σπουδαστών τής Γραφής χρηματοδοτείται από τους Ιουδαίους». Μόλις είχε τελειώσει αυτά τα λόγια άρχισαν να αντηχούν κραυγές «Αυτό είναι αλήθεια», και άλλα παρόμοια. Αλλά ο αδελφός μίλησε με πεποίθηση και έμφαση και σύντομα έκλεισε τα στόματα εκείνων που προξενούσαν αναστάτωση, μολονότι αυτοί προσπάθησαν να καταλάβουν το βήμα του ομιλητή για να τον εμποδίσουν να τελειώσει την ομιλία του.

Το μεγαλύτερο γεγονός στη Γερμανία στη διάρκεια του 1922 ήταν η συνέλευση στη Λιψία στις 4 και 5 Ιουνίου. Η Εταιρία είχε διαλέξει την πόλη της Λιψίας σαν κατάλληλο τόπο για τη Γερμανική συνέλευση. Οι αδελφοί, οι περισσότεροι από τους οποίους ζούσαν στη Σαξονία, ήταν πολύ φτωχοί και δε θα μπορούσαν να ανταποκριθούν οικονομικά σ’ ένα μεγάλο ταξίδι. Έτσι η Λιψία ήταν πραγματικά ο πιο κατάλληλος τόπος.

Για το πρωινό της Δευτέρας είχε προγραμματιστεί ένα πρόγραμμα με τον Αδελφό Ρόδερφορδ που θα απαντούσε σε ερωτήσεις. Ανάμεσα στις ερωτήσεις, οι οποίες είχαν δοθεί προηγουμένως γραπτά, ήταν και μια ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος. Σχετιζόταν με το «Φολκερσλάχτντενκμαλ» («Μνημείο της Μάχης των Εθνών») στη Λιψία, που είχε αφιερωθεί με ανάλογη τελετή το 1913 σε ανάμνηση της επανάστασης κοντά στη Λιψία εκατό χρόνια προηγουμένως. Η ερώτηση σχετικά μ’ αυτό το μνημείο ήταν σε συντομία η εξής: «Μήπως το Ησαΐας 19:19 αναφέρεται σ’ αυτό το μνημείο όταν λέει: ‘Εν εκείνη τη ημέρα θέλει είσθαι εν τω μέσω της γης Αιγύπτου θυσιαστήριον εις τον Ιεχωβά και στήλη κατά το όριον αυτής εις τον Ιεχωβά’;»

Ας σημειωθεί εδώ ότι τρία χρόνια προηγουμένως​—​δηλαδή, στη συνέλευση της Λιψίας που έγινε το 1919​—​μερικοί αδελφοί είχαν πάει ένα πρωί να δούνε αυτό το Μνημείο της Μάχης των Εθνών. Το ίδιο απόγευμα δόθηκε μια ομιλία από τον Αδελφό Άλφρεντ Ντέκερ, έναν ‘εκλεγμένο πρεσβύτερο’ ο οποίος αργότερα έγινε σκληρός διώκτης της αλήθειας, ο οποίος προσπάθησε να αποδείξει ότι αυτό το Μνημείο τής Μάχης τών Εθνών ήταν πραγματικά η στήλη που αναφέρεται στο Ησαΐας 19:19. Ο κατασκευαστής τού μνημείου, ο μυστικός σύμβουλος Τίμε, προσκλήθηκε επίσης σ’ αυτή την εορταστική περίπτωση και αυτός και οι αρχιτέκτονές του προσκλήθηκαν να δώσουν κατάλληλες εξηγήσεις.

Πριν ο Αδελφός Ρόδερφορδ απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση πήγε να δει το τεράστιο αυτό έργο. Αργότερα, απευθυνόμενος σ’ ολόκληρο το πλήθος τής συνέλευσης, διακήρυξε σαφώς ότι το Ησαΐας 19:19 δεν αναφερόταν σ’ αυτό το μνημείο. Αυτό το μνημείο είχε ανεγερθεί αποκλειστικά και μόνο από την φλογερή φιλοδοξία ενός ανθρώπου που βρισκόταν κάτω από την επιρροή τού μεγάλου εχθρού. Δεν υπήρχε λόγος να έχει ο Ιεχωβά τέτοιο μνημείο πάνω στη γη στο τέλος τού αιώνα τού ευαγγελίου. Κάθε τμήμα τού γιγάντιου μνημείου έδειχνε την προέλευσή του, ότι ήταν από το Διάβολο και ότι ήταν δικό του έργο και έργο των συμμάχων του και των συνεργών του τών δαιμόνων, οι οποίοι είχαν επηρεάσει ανθρώπους να εγείρουν αυτό το «μνημείο της παραφροσύνης». Ο Γερμανός Κάιζερ είχε κάποτε ελπίσει ότι θα μπορούσε να πει τα εξής: «Εκεί είναι που ο Ναπολέων ο οποίος προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο στάθηκε κάποτε, αλλά το σχέδιό του απέτυχε εντελώς​—​και εδώ είναι το μέρος όπου ο Γερμανός αυτοκράτορας, ο οποίος παρόμοια ξεκίνησε για να κατακτήσει τον κόσμο και του οποίου το σχέδιο ήταν μεγάλη επιτυχία, στέκεται τώρα, και γι’ αυτό το λόγο ολόκληρος ο κόσμος πρέπει να προσκυνήσει μπροστά του».

«Η ΚΙΘΑΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

Για να προετοιμαστεί ο δρόμος για μια γοργή διανομή του νέου βιβλίου Η Κιθάρα τού Θεού, που ήταν τώρα έτοιμο στα Γερμανικά, η Εταιρία προετοίμασε και τύπωσε πέντε εκατομμύρια αντίτυπα ενός φυλλαδίου με τίτλο «Γιατί;» Δυστυχώς τα τυπογραφεία που είχαν αναλάβει την εκτύπωση Της Κιθάρας του Θεού καθυστερούσαν διαρκώς με αποτέλεσμα αρκετές καθυστερήσεις στην ημερομηνία της κυκλοφορίας. Η τιμή τού βιβλίου που αναφερόταν στο φυλλάδιο της Εταιρίας δεν μπορούσε να διατηρηθεί, εξαιτίας του πληθωρισμού που χειροτέρευε γοργά· στις αρχές του Ιανουαρίου 1923 η τιμή τών 100 μάρκων έπρεπε να ανεβεί στα 250, όσο δηλαδή 100 γραμμάρια μαργαρίνης, μολονότι εκείνο τον καιρό τα έξοδα εκτύπωσης της Κιθάρας είχαν ήδη φτάσει 350 μάρκα. Τα περιεχόμενα του βιβλίου ξεσήκωσαν τεράστιο ενθουσιασμό, όχι μόνο ανάμεσα στους αδελφούς, αλλά επίσης και ανάμεσα στους φίλους της αλήθειας.

Στο Λαγκενσούρσντορφ, που ανήκε στην εκκλησία του Βάλτενμπουργκ, ένας νεαρός αδελφός που ονομαζόταν Έριχ Πέτες, και που ήταν πολύ καλός ρήτορας, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με τα περιεχόμενα του βιβλίου και την υπόδειξη να αρχίζουν μελέτες απ’ αυτό, ώστε ζήτησε από τον πατέρα του την άδεια να προσκαλεί τους φίλους του και τους γείτονες στο πατρικό σπίτι μια φορά την εβδομάδα ένα συγκεκριμένο βράδι για να μπορεί να εξετάζει Την Κιθάρα του Θεού μαζί τους. Αυτό το βράδι της μελέτης αργότερα το παρακολουθούσαν τόσο πολλά άτομα ώστε χρειάστηκε να γίνουν διευθετήσεις για να μπουν καθίσματα σε όλα τα δωμάτια του ισογείου. Αυτός ο νεαρός αδελφός, μιλώντας με ενθουσιασμό για τη βασιλεία του Ιεχωβά και τις ευλογίες της, στεκόταν στο διάδρομο ανάμεσα στα δωμάτια ώστε να μπορούν να τον ακούνε και να τον βλέπουν όλοι. Αυτό το παράδειγμα το ακολούθησαν σύντομα και άλλες εκκλησίες και η λεγομένη «μελέτη Της Κιθάρας» σύντομα έγινε μέρος τού κανονικού προγράμματος.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Από τον Απρίλιο του 1897 ως το Δεκέμβριο του 1903 Η Σκοπιά (στα Γερμανικά) τυπωνόταν στην Αλλεγκένυ (ΗΠΑ), και από τον Ιανουάριο του 1904 ως την 1 Ιουλίου 1923, σε κοσμικά τυπογραφεία στη Γερμανία. Επί δεκαετίες τα βιβλία τής Εταιρίας και άλλα έντυπα τυπώνονταν από κοσμικά τυπογραφεία, εκτός αν στέλνονταν κατευθείαν από την Αμερική. Με τον καιρό, για να περικοπούν τα έξοδα, εγκαταστάθηκαν στο Μπάρμεν δύο μεγάλα επίπεδα πιεστήρια, μαζί με άλλο εξοπλισμό, μολονότι ο χώρος ήταν εξαιρετικά περιορισμένος.

Επειδή στην αρχή δεν υπήρχαν αδελφοί πεπειραμένοι στη στοιχειοθέτηση ή στο δέσιμο των βιβλίων, ο Αδελφός Ούνγκερερ, ένας πεπειραμένος εκδότης βιβλίων και τυπογράφος από τη Βέρνη της Ελβετίας, στάλθηκε στο Μπάρμεν για να εκπαιδεύσει τους πρώτους εθελοντές εργάτες. Η προθυμία τους να εργαστούν και η αποφασιστικότητά τους με την οποία προσπάθησαν να παραγάγουν καλά έντυπα, παρά τον ελλιπή εξοπλισμό που είχαν στη διάθεσή τους, ήταν εκπληκτικές.

Επειδή όλα τα δωμάτια χρησιμοποιούνταν σαν υπνοδωμάτια, και τα όμοια, τα τυπωτικά μηχανήματα τοποθετήθηκαν στο διώροφο σπίτι στο χώρο τού πλατύσκαλου και σε ένα υπόστεγο για καυσόξυλα που είχε διαστάσεις 20 επί 8 μέτρα. Ο Αδελφός Χέρμαν Κερτζ θυμάται ακόμη την εκτύπωση 100.000 πρόσθετων αντιτύπων τού πρώτου τεύχους του περιοδικού Ο Χρυσούς Αιών (1ης Οκτωβρίου 1922). Οι αδελφοί έπρεπε να εισάγουν κάθε φύλλο χαρτιού στη μηχανή δύο φορές, επειδή ήταν χειροκίνητη. Επειδή οι αδελφοί με δυσκολία μπορούσαν να ανταποκριθούν στη ζήτηση των εντύπων, για ένα ολόκληρο σχεδόν έτος συχνά εργάζονταν αργά μέχρι τα μεσάνυχτα.

ΠΩΣ ΕΜΑΘΑΝ ΜΕΡΙΚΟΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Παράξενες συμπτώσεις έγιναν μερικές φορές αιτία να προσέξει κάποιος την αλήθεια, όπως συνέβη στην περίπτωση του Αδελφού Άικελμπεργκ, ο οποίος παρακολούθησε μια προβολή του Φωτοδράματος. Μιλώντας για «αναμόρφωση», ο ομιλητής είπε ότι ‘οι Διαμαρτυρόμενοι έχουν σταματήσει να διαμαρτύρονται’, οπότε κάποιος στο ακροατήριο φώναξε, «Ακόμη διαμαρτυρόμαστε!» Ο ομιλητής ζήτησε να ανάψουν τα φώτα, και όλοι οι παρόντες στράφηκαν να δουν ποιος ήταν αυτός ο «τολμηρός». Ποιος θα ήταν εκτός από έναν Διαμαρτυρόμενο κληρικό που καθόταν ανάμεσα σε δύο Καθολικούς κληρικούς! Το ακροατήριο αγανάκτησε και ζήτησε να βγει από την αίθουσα ο κληρικός. Ο Αδελφός Άικελμπεργκ κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο να βρει την αλήθεια στα εκκλησιαστικά συστήματα.

Ο Ευγένιος Σταρκ πήγε να δει το Φωτόδραμα στη Στουτγάρδη. Η αίθουσα ήταν ήδη κατάμεστη με 3.000 άτομα όταν ανακοινώθηκε ότι η μηχανή προβολής είχε πάθει κάποια βλάβη και δε θα μπορούσε να επισκευαστεί εκείνο το βράδι. Όλοι προσκλήθηκαν να επιστρέψουν το επόμενο βράδι. Ο Ευγένιος Σταρκ έφυγε απογοητευμένος και πήγε να δει τη μητέρα του, η οποία ανήκε στη Νέα Αποστολική Εκκλησία. Και οι δυο μαζί συμπέραναν ότι οι Βιβλικοί Σπουδαστές δεν μπορούσαν να έχουν την αλήθεια, διαφορετικά δε θα τους συνέβαινε ένα τέτοιο πράγμα. Ο Αδελφός Σταρκ αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει το άλλο βράδι, αλλά να επισκεφθεί την αδελφή του. Το λεωφορείο του όμως πέρασε ακριβώς έξω από την αίθουσα όπου επρόκειτο να δοθεί η ομιλία, και έμεινε κατάπληκτος όταν είδε ότι υπήρχαν τόσα άτομα που προσπαθούσαν να μπουν στην αίθουσα όσα και το προηγούμενο βράδι. Χωρίς να το ξανασκεφτεί, πήδησε από το τραμ, και παραλίγο να βρεθεί κάτω από τις ρόδες του. Παρά τους μώλωπές του σηκώθηκε και μπήκε στην αίθουσα. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ εκ των υστέρων ώστε πήρε τα βοηθήματα Γραφικής μελέτης που προσφέρονταν και άφησε τη διεύθυνσή του για να μπορέσουν να τον επισκεφθούν. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει πια από το να μελετάει την Αγία Γραφή.

Ο Κουρτ Ντίσνερ αηδίασε με τη θρησκεία εξαιτίας ενός ύμνου που του δίδαξε ο καθηγητής του στο σχολείο στη διάρκεια του πολεμικού έτους 1915. Αυτός ο ύμνος μιλούσε για την καταστροφή των εχθρικών εθνών, και έλεγε ότι οι Γερμανικές στρατιές θα έπρεπε να τους ρίξουν στις λίμνες, στα έλη, στο Βεζούβιο ή στον ωκεανό. Αργότερα το 1917, κατέβαζαν τις καμπάνες των εκκλησιών και τις έλιωναν για να τις κάνουν κρίκους χειροβομβίδων, και μια εκκλησιαστική εφημερίδα δημοσίευσε μια εικόνα μιας μεγάλης καμπάνας που την ευλογούσε ένας κληρικός με απλωμένα χέρια. Από κάτω ήταν η εξής λεζάντα: «Και τώρα εμπρός σχίστε σε κομμάτια τα σώματα των εχθρών μας». Ο Κουρτ Ντίσνερ πήρε τώρα την απόφασή του. Στις αρχές του 1920 αναγνώρισε και αγκάλιασε την αληθινή λατρεία τού Ιεχωβά και ακόμη είναι σε θέση από καιρό σε καιρό να υπηρετεί σαν βοηθητικός σκαπανέας.

ΟΛΟΚΑΡΔΙΟΙ ΣΤΗΝ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Μερικοί από εκείνους οι οποίοι πριν από πενήντα ή και περισσότερα χρόνια άκουσαν και ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Ιεχωβά να υπηρετήσουν είναι ακόμη ανάμεσά μας και με νοσταλγία μιλούν για τη δράση τους εκείνο τον καιρό όταν ήταν ακόμη «νέοι και δυνατοί». Αν και ήταν φτωχοί από υλική άποψη ήταν πλούσιοι από πνευματική άποψη.

Η Μίνα Μπραντ από το Κίελο αναφέρει ότι συνήθιζε να περπατάει μεγάλες αποστάσεις για να κηρύξει το άγγελμα της Βασιλείας και όταν δεν μπορούσε να επιστρέψει την ίδια μέρα περνούσε τη νύχτα της στα χωράφια και κοιμόταν σε κάποια θημωνιά. Αργότερα έκανε ώτο⁠–⁠στοπ για να φτάσει ως τις πιο βόρειες πόλεις του Σλέσβιχ⁠–⁠Χολστάιν, και συχνά ταξίδευε με φορτηγό. Εκείνες τις μέρες οι αδελφοί ήταν εφοδιασμένοι με μεγάλα μεγάφωνα που τα χρησιμοποιούσαν για να εκφωνούν κάποια δημόσια ομιλία στην αγορά ή σε μερικά άλλα κατάλληλα μέρη το απόγευμα αφού είχαν κηρύξει στο χωριό στη διάρκεια του πρωινού.

Ο Ερνστ Βίσνερ (ο οποίος αργότερα υπηρέτησε στο έργο περιοχής) και άλλοι ταξίδευαν με ποδήλατο αποστάσεις από 90 μέχρι 100 χιλιόμετρα από το Μπρεσλάου για να κηρύξουν. Οι αδελφοί της Λιψίας, όπου υπηρετούσαν ο Έριχ Φροστ και ο Ρίχαρντ Μπλούμελ, ήταν πολύ εφευρετικοί στις προσπάθειές τους να κατευθύνουν την προσοχή τών ανθρώπων στο άγγελμα της Βασιλείας. Για λίγο διάστημα έκαναν χρήση ενός μικρού μουσικού ομίλου που αποτελούνταν από αδελφούς, οι οποίοι έπαιζαν ενώ βάδιζαν στους δρόμους. Εκείνοι που τους συνόδευαν έδιναν μια σύντομη μαρτυρία στα σπίτια που βρίσκονταν στο δρόμο και ύστερα συνέχιζαν βιαστικά για να ενωθούν με την ομάδα τών μουσικών που προχωρούσαν.

Το 1923 δόθηκε έμφαση στην ολοχρόνια υπηρεσία κηρύγματος, με την επείγουσα κλήση: «Ζητούμε χίλιους σκαπανείς». Αυτό δημιούργησε αναταραχή ανάμεσα στο λαό του Θεού, γιατί αυτό σήμαινε ότι σχεδόν ένα σε κάθε τέσσερα άτομα από τους 3.642 «εργάτες» που έδιναν έκθεση καλούνταν να γίνει σκαπανέας. Η κλήση δεν πέρασε απαρατήρητη.

Ο Βίλλυ Ουνγκλάουμπε, για παράδειγμα, αντιλήφθηκε ότι η πρόσκληση τον αφορούσε, και έτσι ανέλαβε έργο σκαπανέα, όπως είπε, «όχι μόνο για ένα ή για δυο χρόνια, αλλά για όσο διάστημα μπορεί ο Ιεχωβά να με χρησιμοποιήσει σ’ αυτή τη θέση». Εργάστηκε σε διάφορες περιοχές τής Γερμανίας και αργότερα υπηρέτησε στο Μπέθελ στο Μαγδεμβούργο για μερικά χρόνια. Το 1932 ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση για σκαπανείς σε ξένους αγρούς. Στάλθηκε στην αρχή στη Γαλλία, μετά στην Αλγερία, στην Κορσική, στη Νότια Γαλλία, αργότερα πάλι πίσω στην Αλγερία και στην Ισπανία. Από εκεί πήγε στη Σιγκαπούρη, μετά στη Μαλαισία, μετά στην Ιάβα και το 1937 στην Ταϋλάνδη, όπου παρέμεινε μέχρις ότου επέστρεψε στη Γερμανία το 1961. Ήταν είκοσι πέντε ετών όταν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση να γίνει σκαπανέας και υπηρέτησε για πάνω από 50 χρόνια με προθυμία και επιτυχία.

Την 1 Φεβρουαρίου 1931, ο Κόνραντ Φράνκε ανέλαβε την υπηρεσία σκαπανέα. Άρχισε νωρίς στη νεότητά του να θυμάται το Δημιουργό του. Υπηρέτησε σαν μέλος της οικογένειας Μπέθελ, και ήταν ευτυχισμένος να μπορεί να κοιτάει πίσω στα πολλά χρόνια αδιάκοπης ολοχρόνιας υπηρεσίας, πολλά από τα οποία τα είχε περάσει σαν επίσκοπος τμήματος της Γερμανίας.

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ

Οι ενθαρρυντικές ομιλίες που έδιναν οι περιοδεύοντες αδελφοί στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 αναμφίβολα έκαναν πολλά για να οικοδομήσουν τους αδελφούς. Οι συγκοινωνίες ήταν εκείνο τον καιρό πολύ περιορισμένες και όχι ιδιαίτερα άνετες. Επειδή οι περιοδεύοντες αδελφοί είχαν πολλές αγροτικές περιοχές να καλύψουν, δεν ήταν σπάνιο να χρησιμοποιούν σαν μέσο συγκοινωνίας ένα αγροτικό κάρο που το έσερνε άλογο. Η κάλυψη μεγάλων αποστάσεων με τα πόδια ήταν μερικές φορές αναπόφευκτη.

Ο Έμιλ Χίρσμπουργκερ ήταν κάποτε διορισμένος να κάνει μια ομιλία στη νότια Γερμανία. Ταξίδευε με τρένο και βρέθηκε καθισμένος στο ίδιο διαμέρισμα με έξι άντρες των οποίων τα ρούχα έδειχναν καθαρά ότι ήταν Καθολικοί κληρικοί. Ήταν απορροφημένοι συζητώντας για την ομιλία που επρόκειτο να εκφωνήσει ο Αδελφός Χίρσμπουργκερ, χωρίς να ξέρουν φυσικά ότι ο Αδελφός Χίρσμπουργκερ ήταν ακριβώς ανάμεσά τους. Φαίνεται ότι είχαν πάει σε κάποια θρησκευτική διάσκεψη και ότι ο κληρικός που ζούσε στην πόλη όπου επρόκειτο να εκφωνηθεί η ομιλία τού Αδελφού Χίρσμπουργκερ ειδοποιήθηκε να τον προκαλέσει σε δημόσια συζήτηση. Αυτός ο κληρικός ενδιαφερόταν να πάρει την άποψη από τους συναδέλφους του για το πώς να διεξαγάγει την επιχειρηματολογία του ώστε να μη νικηθεί από «αυτόν τον Σπουδαστή της Γραφής» στη διάρκεια της δημόσιας αντιμετώπισης. Αλλά προφανώς τίποτα απ’ αυτά που του συνιστούσαν οι συνάδελφοί του δεν τον ικανοποιούσε. Ένας⁠–⁠ένας κατέβαιναν από το τρένο αποχαιρετώντας τούς άλλους. Καθώς και ο τελευταίος ήταν έτοιμος να κατεβεί, ο ανήσυχος κληρικός ρώτησε το συνάδελφό του που έφευγε με εμπιστευτικό τόνο τι σκεφτόταν γύρω από το ζήτημα και αν νόμιζε ότι ήταν φρόνιμο να πάει στη συνάντηση. Η απάντηση δόθηκε σε βαριά διάλεκτο Σβάμπεν: «Ε να, αν νομίζεις ότι είσαι ισάξιός του, τότε πήγαινε». Ο αδελφός Χίρσμπουργκερ βέβαια δεν τον είδε στην ομιλία.

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Στις αρχές της εικοσαετίας το φιλμ του Φωτοδράματος είχε σχεδόν φθαρεί. Ωστόσο, η Εταιρία μπόρεσε να αγοράσει κινηματογραφημένα επίκαιρα γεγονότα καθώς επίσης και Βιβλικά φιλμς, από μερικές κοσμικές εταιρίες φιλμς και αφού τα αναμόρφωσε, είτε σβήνοντας ορισμένα ακατάλληλα μέρη είτε προσθέτοντας άλλα, μπόρεσε να τα προβάλει. Μ’ αυτό τον τρόπο συνενώθηκαν μεταξύ τους εντελώς νέα φιλμς 5.000 έως 6.000 μέτρων. Εκτός απ’ αυτό, τα σλάιτζ που είχαν προβληθεί αντικαταστάθηκαν από νέες εικόνες που πάρθηκαν είτε από το βιβλίο Δημιουργία ή από άλλα βιβλία που είχε εκδώσει η Εταιρία Σκοπιά ή από σλάιτζ που είχαν αγοραστεί από καταστήματα. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν έγχρωμες φωτογραφίες, αλλά ο Βίλελμ Σούμαν από το Μπέθελ τού Μαγδεμβούργου ήταν ακούραστος στην προσπάθειά του να βάλει στις μαυρόασπρες φωτογραφίες χρώμα. Οι όμορφα χρωματισμένες φωτογραφίες έκαναν πάντοτε πιο μόνιμη εντύπωση στους θεατές και επειδή πολλές από τις φωτογραφίες ήταν από τη θαυμάσια δημιουργία τού Ιεχωβά, ο τίτλος τού φιλμ άλλαξε και ονομάστηκε το «Δράμα της Δημιουργίας». Κάτω απ’ αυτό τον υπότιτλο το Γερμανικό Βιβλίο τού Έτους του 1932 έγραφε:

«Τίποτα δεν έχει απομείνει από το πρώτο δράμα της δημιουργίας εκτός από το όνομα και τη χρήση τών σλάιτζ. Το κείμενο . . . είναι παρμένο από το βιβλίο Δημιουργία και από άλλα και το όνομα ‘Δράμα της Δημιουργίας’ είναι ομοίως παρμένο από το βιβλίο Δημιουργία».

Το 1928, όταν επρόκειτο να αρχίσει μια προβολή στο Στεττίνο, ο Έριχ Φροστ, ένας επαγγελματίας μουσικός και διευθυντής κοσμικής ορχήστρας μέχρι εκείνο τον καιρό, κλήθηκε στο Στεττίνο για να προσφέρει μουσική συνοδεία στο φιλμ, το οποίο φυσικά ήταν βουβό. Σύντομα ενώθηκαν με το γκρουπ περισσότεροι μουσικοί. Αργότερα χρησιμοποίησαν ακόμη και τα όργανά τους για να μιμηθούν το κελάηδισμα των πουλιών και το θρόισμα των δέντρων. Στη διάρκεια μιας προβολής στο Μόναχο το καλοκαίρι του 1930, ο Χάινριχ Λούτερμπαχ, ένας έξοχος βιολιστής ενώθηκε με τη μουσική ομάδα και προσκλήθηκε αμέσως να τη συνοδεύει στα ταξίδια. Με χαρά δέχτηκε την πρόσκληση και έτσι συμπλήρωσε την ορχήστρα την οποία όλοι απολάμβαναν παντού. Δυο χρόνια αργότερα η Εταιρία έδωσε στον Αδελφό Φροστ ένα δεύτερο σετ του φιλμ και σλάιτζ και του έδωσε οδηγίες να πάει στην Ανατολική Πρωσία. Μετά απ’ αυτό ο Αδελφός Λούτερμπαχ ανέλαβε τη διεύθυνση της μικρής ορχήστρας.

Το 1930 προγραμματιζόταν στο Μόναχο μια προβολή του φιλμ. Το Δράμα της Δημιουργίας είχε ήδη προβληθεί εκεί προηγουμένως με μεγάλη επιτυχία, και έτσι οι θρησκευτικοί ηγέτες ήταν πάρα πολύ ανήσυχοι. Στην απελπισία τους καθοδήγησαν εκατοντάδες άτομα των εκκλησιών του Μονάχου να αγοράσουν εισιτήρια για το δράμα από τα γραφεία όπου πουλιόνταν, και έπειτα να μην παρακολουθήσουν. Το αποτέλεσμα θα ήταν μια άδεια αίθουσα. Οι αδελφοί όμως το ανακάλυψαν αυτό αρκετά σύντομα, και έτσι μπόρεσαν να πάρουν τα μέτρα τους. Όπως αποδείχτηκε τελικά ολόκληρη αυτή η προσπάθεια στράφηκε εναντίον τών ταραχοποιών.

Η ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΡΟΧΩΡΕΙ

Οι υπεύθυνοι αδελφοί σύντομα άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι ο εξοπλισμός τού εργοστασίου που υπήρχε στο Μπάρμεν ήταν ανεπαρκής. Προφανώς με την κατεύθυνση του πνεύματος του Ιεχωβά η προσοχή τους στράφηκε στο Μαγδεμβούργο όπου υπήρχαν ακίνητα για άμεση αγορά. Μολονότι αναγκάστηκε να αποφασίσει γρήγορα, η Εταιρία αγόρασε ακίνητο εκεί στην Οδό Λιψίας. Η επίσημη μεταφορά από το Μπάρμεν στο Μαγδεμβούργο έγινε στις 19 Ιουνίου 1923. Ξαφνικά τα Γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τις περιοχές του Ρήνου και του Ρουρ και φυσικά το Μπάρμεν και το Έλμπερφελντ. Αυτό σήμαινε φυσικά ότι καταλήφθηκαν επίσης το ταχυδρομείο, ο σιδηροδρομικός σταθμός και η Γερμανική τράπεζα, πράγμα που θα δυσκόλευε πάρα πολύ τους αδελφούς να φροντίσουν για τα συμφέροντα των εκκλησιών από το Μπάρμεν. Η ετήσια έκθεση του 1923 έλεγε σχετικά μ’ αυτό το γεγονός: «Τα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν ειδοποιήθηκαν ένα πρωινό ότι το Γερμανικό τμήμα είχε μεταφερθεί ασφαλώς στο Μαγδεμβούργο. Το επόμενο ακριβώς πρωί οι εφημερίδες ανέφεραν ότι οι Γάλλοι είχαν καταλάβει το Μπάρμεν. Ευχαριστούμε τον πολύτιμο Κύριό μας για την προστασία του και την ευλογία του».

Τώρα ήταν δυνατόν να τυπώνουμε τη Σκοπιά στο δικό μας εργοστάσιο. Το πρώτο τεύχος που τυπώθηκε ήταν της 15ης Ιουλίου 1923. Περίπου τρεις ή τέσσερις εβδομάδες αργότερα εγκαταστάθηκε ένα μεγάλο επίπεδο πιεστήριο με αυτόματη τροφοδότηση και άρχισε η εργασία πάνω στον πρώτο τόμο των Γραφικών Μελετών. Αμέσως μετά τυπώθηκε στην ίδια μηχανή το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού.

Αλλά χρειαζόταν περισσότερος εξοπλισμός. Γι’ αυτό το λόγο ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ ζήτησε από τον Αδελφό Ρόδερφορδ την άδεια να αγοραστεί ένα περιστροφικό πιεστήριο. Ο Αδελφός Ρόδερφορδ είδε την ανάγκη και συμφώνησε αλλά με έναν όρο. Είχε παρατηρήσει ότι τα τελευταία χρόνια ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ είχε αφήσει μια γενειάδα πάρα πολύ όμοια με εκείνη που είχε ο Αδελφός Ρώσσελ. Το παράδειγμά του σύντομα βρήκε μιμητές, γιατί υπήρχαν και άλλοι που ήθελαν επίσης να μοιάζουν με τον Αδελφό Ρώσσελ. Αυτό θα μπορούσε να δώσει αφορμή για μια τάση προς τη λατρεία πλασμάτων και ο Αδελφός Ρόδερφορδ ήθελε να το προλάβει αυτό. Έτσι στη διάρκεια της επόμενης επίσκεψής του, και μπροστά σε όλη την οικογένεια του Βιβλικού Οίκου, είπε στον Αδελφό Μπάλτζεραϊτ ότι θα μπορούσε να αγοράσει το περιστροφικό πιεστήριο αλλά με τον όρο ότι θα ξύριζε τα γένια του. Ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ λυπημένος συμφώνησε και στη συνέχεια πήγε στον κουρέα. Στις μέρες που ακολούθησαν υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που οι αδελφοί δεν τον αναγνώριζαν χωρίς τη γενειάδα του και δημιουργήθηκαν μερικές αστείες καταστάσεις εξαιτίας του «ξένου» τον οποίο μερικές φορές δεν αναγνώριζαν οι συνεργάτες του.

Ένα χρόνο αργότερα έγινε δυνατόν να τοποθετηθεί το πρώτο μέρος τού πιεστηρίου στο υπόγειο, και το δεύτερο μέρος παραδόθηκε λίγο αργότερα. Μπορούσε τώρα κανείς να μιλήσει για ένα καλά εξοπλισμένο πιεστήριο και βιβλιοδετείο ικανό να παράγει μέχρι 6.000 αντίτυπα βιβλίων των 400 σελίδων την ημέρα.

Το 1923 και 1924 υπήρχε μεγάλη αύξηση στη διανομή των εντύπων. Για να ανταποκριθεί σ’ αυτή τη ζήτηση, η Εταιρία αγόρασε το 1925 ένα οικόπεδο πλάι στο πρώτο τους κτίριο. Ο εξοπλισμός τού εργοστασίου καθώς επίσης και του βιβλιοδετείου αυξήθηκε και βελτιώθηκε. Κατασκευάστηκε ένα στέρεο τσιμεντένιο κτίριο στο νεοαποκτημένο οικόπεδο για να στεγάσει το βιβλιοδετείο και τα επίπεδα πιεστήρια, με χώρο για δύο περιστροφικά πιεστήρια στο ισόγειο πάτωμα και με το στοιχειοθετικό τμήμα καθώς επίσης και τα άλλα προπαρασκευαστικά τμήματα στο δεύτερο πάτωμα και το γραφείο στο τρίτο πάτωμα. Παρ’ όλα αυτά ήταν αναγκαία πολλή υπερωριακή εργασία, γιατί η διανομή των εντύπων εξακολουθούσε να αυξάνει. Το 1928 αποκτήθηκε ένα δεύτερο περιστροφικό πιεστήριο, αλλά η ανάγκη ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι αδελφοί εργάζονταν στις μηχανές σε δύο βάρδιες δώδεκα ώρες καθεμιά, ακόμη και τις Κυριακές. Αυτό σήμαινε ότι οι μηχανές εργάζονταν μέρα και νύχτα χωρίς διακοπή επί πολλά χρόνια. Στο βιβλιοδετείο η κατάσταση ήταν παρόμοια, αφού οι αδελφοί εκεί έπρεπε να τελειώσουν την εργασία μετά την εκτύπωση των εντύπων. Μ’ αυτό τον τρόπο ήταν σε θέση να παράγουν 10.000 βιβλία την ημέρα.

Εκείνο τον καιρό επίσης μπόρεσαν να χτίσουν μια αξιοπρεπή αίθουσα συνελεύσεων στο νεοαποκτημένο οικόπεδο. Η αίθουσα διακοσμήθηκε όμορφα και χωρούσε 800 περίπου άτομα καθισμένα. Οι αδελφοί την ονόμασαν «Αίθουσα της Κιθάρας», χωρίς αμφιβολία λόγω εκτίμησης για το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού.

Τα μέλη της οικογένειας του Βιβλικού Οίκου που μπορούσαν να φεύγουν τις Κυριακές ταξίδευαν με ένα μεγάλο φορτηγό, που είχε πρόχειρα καθίσματα για πενήντα τέσσερα άτομα, ή πήγαιναν με το τρένο, με το λεωφορείο, με το αυτοκίνητο ή με ποδήλατα στο Μαγδεμβούργο και στη γύρω περιοχή του για να συμμετάσχουν στο έργο κηρύγματος. Εργάζονταν σε μια ακτίνα αρκετών εκατοντάδων χιλιομέτρων και μπόρεσαν να βάλουν τα θεμέλια για πολλές εκκλησίες.

Με τον καιρό τα μέλη των εργατών του Βιβλικού Οίκου ξεπέρασαν τα 200.

Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ 1924 ΣΤΟ ΜΑΓΔΕΜΒΟΥΡΓΟ

Το μεγαλύτερο γεγονός του 1924 ήταν η συνέλευση στο Μαγδεμβούργο, που την παρακολούθησε ο Αδελφός Ρόδερφορδ. Σχεδόν 4.000 αδελφοί και αδελφές από ολόκληρη τη Γερμανία κατέφθασαν, μερικοί με ποδήλατα. Οι περισσότεροι δεν ήταν σε θέση να φέρουν τίποτ’ άλλο μαζί τους εκτός από ένα πολύ φτωχικό φαγητό, γιατί ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ανέχεια. Πολλοί δεν είχαν καθόλου χρήματα να πληρώσουν για το ταξίδι και χιλιάδες αναγκάστηκαν να μείνουν σπίτι. Εκείνοι που ταξίδευαν με ποδήλατα είχαν μπροστά τους ένα ταξίδι αρκετών ημερών. Είχαν επίσης πολύ λίγα χρήματα για τροφή και στέγη. Πολλοί έφεραν φαγητό μαζί τους που αποτελούνταν κυρίως από ξερό ψωμί. Όταν στη διάρκεια των ομιλιών οι πόνοι της πείνας γίνονταν σοβαροί, οι αδελφοί έβγαζαν ένα κομματάκι ξερό ψωμί και δάγκωναν λίγο. Ο Αδελφός Ρόδερφορδ συγκινήθηκε τόσο πολύ απ’ αυτό ώστε αμέσως έκανε διευθετήσεις για την επόμενη μέρα να προμηθεύσει στον καθένα από τους 4.000 περίπου που παρακολουθούσαν τη συνέλευση δυο ζεστά λουκάνικα Φρανκφούρτης, δυο κουλουράκια και ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό, εντελώς δωρεάν. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τη χαρά εκείνων που παρακολουθούσαν τη συνέλευση όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν και στις δυο άκρες τής αίθουσας όπου γινόταν η συνέλευση μεγάλες κατσαρόλες γεμάτες από λουκάνικα Φρανκφούρτης. Οι αδελφοί μπήκαν στη γραμμή για να σερβιριστούν. Με ανανεωμένες δυνάμεις απ’ αυτό το γεύμα που είχαν απολαύσει μαζί, ξαναγύρισαν στα καθίσματά τους στην αίθουσα και αισθάνονταν σαν φιλοξενούμενοι σε συμπόσιο.

Στην εναρκτήρια ομιλία του στη συνέλευση ο Αδελφός Ρόδερφορδ παρακάλεσε εκείνους που είχαν ήδη κάνει την αφιέρωση και την είχαν συμβολίσει με το βάφτισμα στο νερό να σηκώσουν τα χέρια τους. Καθώς είδε το μεγάλο πλήθος, ο αδελφός πρόσθεσε: «Πέντε χρόνια προηγουμένως δεν υπήρχαν τόσο πολλοί ούτε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη».

Αργότερα, στη διάρκεια της δημόσιας ομιλίας, συνέβη στην κύρια αίθουσα ένα δυσάρεστο γεγονός. Εξαιτίας τής απροσεξίας κάποιου μια μικρή λάμπα κινδύνου έπεσε στο πάτωμα, ενώ ένα ακόμη πιο απρόσεκτο άτομο φώναξε «φωτιά», και έτσι προκάλεσε σε μερικούς πανικό. Επειδή όλα αυτά συνέβαιναν στο πίσω μέρος της αίθουσας, κανείς κοντά στη σκηνή δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε, και έτσι στην αρχή υπέθεσαν ότι οι ταραχοποιοί προσπαθούσαν να διαλύσουν τη συνέλευση. Καθώς η αναταραχή συνεχιζόταν, ο Αδελφός Ρόδερφορδ έκανε νόημα στην ορχήστρα να αρχίσει να παίζει. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει τον ύμνο «Λατρεύω τη Δύναμη της Αγάπης» και ω του θαύματος, χιλιάδες στην αίθουσα άρχισαν να ψάλλουν. Τα κύματα της υστερίας σύντομα υποχώρησαν και ο Αδελφός Ρόδερφορδ μπόρεσε να τελειώσει την ομιλία του χωρίς άλλη διακοπή.

«ΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝΤΑΙ»

Αυτός ήταν ο τίτλος μιας διακήρυξης που ετοιμάστηκε το 1924 για παγκόσμια διανομή. Οι αδελφοί στη Γερμανία έλαβαν μέρος σ’ αυτό το έργο ιδιαίτερα την άνοιξη του 1925. Ήταν μια εξαιρετικά σπουδαία διακήρυξη που εξέθετε ανελέητα τον κλήρο, και είχε αντιδράσεις όμοιες με εκείνες που προκύπτουν όταν χώνει κανείς ένα ραβδί σε μια φωλιά από σφήγκες. Ιδιαίτερα στη Βαυαρία ο κλήρος άρχισε να επιτίθεται και να εμποδίζει το έργο των αδελφών μας. Ο πρώτος Γερμανός πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης είχε μόλις πεθάνει και προγραμματίζονταν νέες εκλογές. Οι πολιτικοί έλεγαν, ‘Κανένας Καθολικός δεν τολμάει να γίνει πρόεδρος’, και έτσι η Καθολική Βαυαρία αντιδρούσε σ’ αυτό αντιμετωπίζοντας με τη μεγαλύτερη δυσπιστία κάθε έντυπο που δεν ήταν φιλικό στη Ρώμη. Όχι μόνο στη Βαυαρία, αλλά επίσης και σ’ άλλες περιοχές της Γερμανίας, ο κλήρος πολέμησε με κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή του.

Η ζωή του Αδελφού Μπάλτζεραϊτ απειλήθηκε. Ένα ανώνυμο γράμμα που πήρε έλεγε εν μέρει τα εξής:

«Διάβολε με Ένδυμα Προβάτου!

«Οι κατηγορίες που κάνεις εναντίον του κλήρου είναι το τέλος σου! Πριν το καταλάβεις ο κόσμος θα έχει δει το τέλος σου και ο θάνατός σου θα τρομοκρατήσει και θα αναχαιτίσει τους ακολούθους σου . . . Η κρίση εναντίον σου έχει εκδοθεί!

«Απαιτούμε τα ακόλουθα μέσα σε τρεις εβδομάδες: Να αποσύρεις δημόσια το έντυπό σου ‘Οι Κληρικοί Κατηγορούνται’. Αν δε γίνει αυτό . . . θα είσαι υποψήφιος για θάνατο.

«Αυτό δεν είναι απλή απειλή . . .»

Αλλά αυτός βέβαια δεν ήταν λόγος συμβιβασμού. Αντίθετα, το μικρό αλλά θαρραλέο στράτευμα του χρισμένου υπολοίπου πήρε αντίμετρα. Μοιράστηκε ένα φυλλάδιο με τίτλο «Αληθείς ή Αναληθείς;», που πληροφορούσε το κοινό γι’ αυτές τις απειλές. Η ερώτηση ήταν σχετικά με το αν οι κατηγορίες που περιείχε το φυλλάδιο «Οι Κληρικοί Κατηγορούνται» ήταν «Αληθείς ή Αναληθείς». Στη συνέχεια παρέθετε δηλώσεις που είχαν γίνει από κληρικούς και αποσπάσματα από θρησκευτικά περιοδικά.

Πάνω στην απελπισία του, ένας κληρικός από το Πόμερ κατέθεσε μήνυση στο γραφείο τού εισαγγελέα εναντίον της Εταιρίας Σκοπιά και των αξιωματούχων της. Ακολούθησε μια δίκη στο Μαγδεμβούργο. Αλλά ο εισαγγελέας έκανε το λάθος να διαβάσει ολόκληρη τη διακήρυξη στη διάρκεια της δίκης, και έτσι ανασκεύασε τον ίδιο τον ισχυρισμό του ότι η διακήρυξη κατευθυνόταν εναντίον του πνευματικού δικαστηρίου του Στεττίνου. Όλοι όσοι ήταν στο δικαστήριο αντιλήφθηκαν ότι η διακήρυξη κατάγγελε όχι μόνο το πνευματικό δικαστήριο του Στεττίνου, αλλά και τον κλήρο σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το δικαστήριο που το πρόσεξε αυτό, απάλλαξε τον Αδελφό Μπάλτζεραϊτ, αλλά συμβούλευσε και εναντίον κάθε τέτοιας έντονης επίθεσης στο μέλλον.

ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Ήδη από τον Αύγουστο του 1921 οι ευαγγελιζόμενοι προτρέπονταν να κάνουν οικονομία στη διανομή του φυλλαδίου Μηνιαία Επιθεώρηση των Σπουδαστών της Γραφής εξαιτίας τού μεγάλου κόστους εκτύπωσης. Τα αντίτυπα δεν έπρεπε να δίνονται αδιάκριτα αλλά μόνο σ’ εκείνους που έδειχναν γνήσιο ενδιαφέρον.

Στις αρχές του 1922 η Εταιρία αναγκάστηκε να αναγγείλει ότι η τιμή για τη συνδρομή ενός έτους στη Σκοπιά, που εκείνο τον καιρό κυκλοφορούσε μόνο μια φορά το μήνα, θα ήταν 16 μάρκα. Ένα μήνα αργότερα θεωρήθηκε αναγκαίο να ανεβεί η τιμή στα 20 μάρκα και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου έφτασε τα 30 μάρκα. Ωστόσο, ο πληθωρισμός ανέβαινε με τέτοιο ρυθμό στη διάρκεια των μηνών που ακολούθησαν, ώστε τον Οκτώβριο, η Εταιρία αναγκάστηκε να αναγγείλει ότι στο μέλλον οι συνδρομές θα γίνονταν δεκτές μόνο για μια τρίμηνη περίοδο. Η τιμή για τους τρεις μήνες στο μεταξύ είχε φτάσει τα 70 μάρκα. Για τους τρεις πρώτους μήνες του 1923 οι αδελφοί έπρεπε να πληρώσουν 200 μάρκα, και για τους επόμενους τρεις μήνες 750 μάρκα. Στις 15 Ιουνίου η συνδρομή ενός έτους στοίχιζε 3.000 μάρκα και ένα μήνα αργότερα ήταν 40.000 μάρκα. Την 1η Αυγούστου η Εταιρία αναγκάστηκε να σταματήσει την υπηρεσία των συνδρομών εντελώς, και τα ατομικά αντίτυπα μπορούσε να τα πάρει κανείς μόνο με άμεση πληρωμή. Αλλά την 1η Σεπτεμβρίου ένα μόνο αντίτυπο στοίχιζε ήδη 40.000 μάρκα. Ένα μήνα αργότερα ένα μόνο αντίτυπο στοίχιζε 1.660.000 μάρκα και στις 25 Οκτωβρίου ο πληθωρισμός είχε φτάσει σε τέτοια ύψη ώστε ένα αντίτυπο στοίχιζε δυόμισι δισεκατομμύρια μάρκα. Τα χρήματα είχαν χάσει τελείως την αξία τους.

Αυτή η σύντομη αναδρομή τών δύσκολων εκείνων χρόνων του πληθωρισμού μπορεί να δείξει κάτω από πόσο δύσκολες συνθήκες έπρεπε να γίνεται εκείνο τον καιρό το έργο του Κυρίου. Πράγματι, στη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών του 1923 η διανομή των εντύπων τής Εταιρίας σταμάτησε σχεδόν εντελώς. Η συνέχειά της θα γινόταν μόνο με τη βοήθεια του Ιεχωβά.

‘ΚΑΤ’ ΕΚΛΟΓΗ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΙ’

Η δημοκρατική διευθέτηση για την εκλογή τών πρεσβυτέρων ήταν κάτι που θα μπορούσε από μόνο του να επιβραδύνει την πρόοδο του έργου στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Υπήρχαν πολλές και διάφορες απόψεις ως προς το πώς θα έπρεπε να γίνονται οι εκλογές. Μερικοί απαιτούσαν να μπορούν οι υποψήφιοι να απαντήσουν σωστά τουλάχιστον στο 85 τα εκατό των ερωτήσεων του V.D.M. (V.D.M. σημαίνει Βέρμπι Ντέι Μίνιστερ, ή Διάκονος του Λόγου τού Θεού.) Για παράδειγμα, αυτό συνέβαινε στη Δρέσδη. Αλλά οι αδελφοί στο Χάλε είχαν μια πείρα που μας δείχνει σε τι είδους δυσκολίες οδηγούσαν τέτοιες αυθαίρετες απαιτήσεις. Υπήρχαν αδελφοί στην εκκλησία τών οποίων η στάση απέναντι στο έργο δεν ήταν καλή, αλλά οι οποίοι από την άλλη μεριά, ήθελαν να είναι ηγέτες στην εκκλησία. Όταν τελικά πληροφορήθηκαν ότι δεν είχαν απαντήσει ούτε και στις ερωτήσεις του V.D.M. και γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν εκλέξιμοι για ηγετικές θέσεις στην εκκλησία, αμέσως αυτοί κατέβαλαν προσπάθειες να βελτιωθούν σ’ αυτή την έλλειψή τους. Όταν τελικά απότυχαν να πάρουν τη θέση για την οποία είχαν αγωνιστεί, ξέσπασε στασιασμός που είχε σαν αποτέλεσμα τη διάσπαση της εκκλησίας, και από τους 400 αρχικούς ευαγγελιζόμενους παρέμειναν μόνο περίπου 200 με 250.

Σε μερικές εκκλησίες υπήρχαν συχνά σοβαρές διαμάχες τον καιρό των εκλογών. Παράδειγμα το Μπάρμεν, όπου το 1927 επρόκειτο να γίνει εκλογή ορισμένων υποψήφιων με σήκωμα των χεριών. Ένας αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει ότι πολύ σύντομα όλοι μαζί στην αίθουσα άρχισαν να φωνάζουν και οι αδελφοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν τον τρόπο εκλογής και να γίνει μυστική ψηφοφορία η οποία παρεμπιπτόντως ήταν η μέθοδος που χρησιμοποιούσαν πολλές εκκλησίες. Στο Κίελο χρειάστηκε ακόμη και η προστασία τής αστυνομίας για να γίνουν οι εκλογές των πρεσβυτέρων.

Αυτά τα πράγματα συνέβαιναν επειδή μερικοί από τους υποψήφιους δεν ήταν ώριμοι Χριστιανοί. Πράγματι, μερικοί απ’ αυτούς είτε άμεσα είτε έμμεσα εναντιώνονταν στο έργο της Βασιλείας.

Για παράδειγμα, όταν η Εταιρία ενθάρρυνε την τακτική εκκλησιαστική μελέτη τής Σκοπιάς, ιδιαίτερα πολλοί απ’ αυτούς τους ‘κατ’ εκλογή πρεσβυτέρους’ εναντιώθηκαν σ’ αυτή την υπόδειξη και προκάλεσαν διαιρέσεις σε πολλές εκκλησίες. Ο διευθυντής (της εκκλησίας των Μαρτύρων) του Ρενσχάιτ δήλωσε ότι στο μέλλον μόνο εκείνοι που έβγαιναν τις Κυριακές το πρωί στην υπηρεσία αγρού θα χρησιμοποιούνταν για τη διεξαγωγή τής μελέτης της Σκοπιάς, και τότε ένας από τους ‘κατ’ εκλογή πρεσβυτέρους’ σήκωσε μια καρέκλα και αφού απείλησε το διευθυντή μ’ αυτήν, βγήκε από την εκκλησία παίρνοντας σαράντα άτομα μαζί του. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στο Κίελο όπου, παρά τις προσπάθειες του Βιβλικού Οίκου, 50 από τους 200 αδελφούς και αδελφές τής εκκλησίας αποχώρησαν.

Ανατρέχοντας στα περασμένα, μπορούμε ασφαλώς να πούμε ότι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 ήταν καιρός κοσκινίσματος εδώ στη Γερμανία. Μερικοί οι οποίοι είχαν προχωρήσει μαζί μας μέχρι αυτόν τον καιρό έγιναν απροκάλυπτοι εχθροί της Βασιλείας. Η αποχώρησή τους ασφαλώς δεν ήταν απώλεια για την οργάνωση του Θεού αφού η δεκαετία του 1930 αποδείχτηκε πραγματικός καιρός δοκιμής για εκείνους που παρέμειναν πιστοί!

ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Από το 1924 ως το 1926 η Υπηρεσία Φορολογίας είχε χαρακτηρίσει τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά αποκλειστικά φιλανθρωπική και δεν απαιτούσε καθόλου φόρους από τις εισπράξεις για τη διάθεση των εντύπων, αλλά αυτή η εξαίρεση καταργήθηκε το 1928. Το αποτέλεσμα ήταν μια δίκη που κατέληξε σε μεγάλη δημοσιότητα, επειδή η Εταιρία είχε φροντίσει να πληροφορηθεί το κοινό μέσω της Σκοπιάς και του Χρυσού Αιώνα γι’ αυτή την επίθεση που την υποκίνησαν οι αρχηγοί των δύο μεγάλων εκκλησιαστικών συστημάτων. Το ότι αυτή η επίθεση είχε προέλθει από τις εκκλησίες το παραδέχτηκαν απροκάλυπτα οι ίδιες οι εκκλησίες αργότερα με την εξήγηση ότι έγινε ‘για να εμποδιστούν οι Σπουδαστές τής Γραφής στην προσπάθειά τους διανομής Βιβλικής πληροφορίας’. Οι αδελφοί παρότρυναν όλα τα δίκαια διατεθειμένα άτομα να υπογράψουν μια αίτηση εναντίον αυτής της άδικης πράξης. Είναι ευνόητο ότι το δικαστήριο εντυπωσιάστηκε βαθιά όταν είδε την αίτηση με τουλάχιστον 1.200.000 υπογραφές. Τα δικαστήρια αργότερα εξέδωσαν ευνοϊκές αποφάσεις για μας.

Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι θρησκευτικοί ηγέτες προσπάθησαν να σταματήσουν την τεράστια πρόοδο του έργου ήταν με το να φέρουν τους ευαγγελιζόμενους αντιμέτωπους με τους νόμους του κράτους. Ήδη από το 1922 υπήρξαν οι πρώτες υποθέσεις για «παράνομη ενασχόληση σε έργο μικροπωλητού και άρνηση πληρωμής τών σχετικών φόρων». Το 1923 υπήρξαν και άλλες νομικές υποθέσεις και για μια φορά ακόμη η κατηγορία ήταν «παράβαση των κανονισμών περί έργου μικροπωλητών». Επιβλήθηκαν σοβαρές ποινές. Το 1927, 1.169 αδελφοί συνελήφθηκαν και δικάστηκαν για «παράβαση των νόμων περί μικροπωλητών» και «ενασχόληση σε έργο μικροπωλητού χωρίς άδεια». Το 1928 έγιναν 1.660 δίκες και το 1929 1.694. Αλλά ο κλήρος συνέχισε να ψάχνει να βρει κάποιο νόμο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο για να σταματήσει τους Σπουδαστές της Γραφής. Τελικά νόμισαν ότι βρήκαν αυτό που έψαχναν. Η Σάαρμπρικερ Λάντες Τσάιτουνγκ της 16ης Δεκεμβρίου 1929 αναφέρθηκε σ’ αυτό ως εξής:

«Δυστυχώς η αστυνομία υπήρξε ανίσχυρη στο να κάνει κάτι για το έργο τών Σπουδαστών της Γραφής. Οι συλλήψεις που έγιναν μέχρι τώρα . . . κατέληξαν όλες σε απαλλαγές . . . Τώρα όμως το Δικαστήριο του Βερολίνου σε μια παρόμοια υπόθεση εξέδωσε καταδικαστική απόφαση πράγμα που καθιερώνει την αρχή ότι η προσφορά θρησκευτικών εντύπων από σπίτι σε σπίτι και στους δρόμους παραβαίνει την αστυνομική διάταξη σχετικά με την τήρηση της αργίας της Κυριακής και των εορτών, εφόσον καταβάλλεται σωματική προσπάθεια και έτσι το έργο αυτό θεωρείται σαν εργασία.

«Ευτυχώς αρκετά δικαστήρια στην περιοχή του Σάαρ μπόρεσαν να καταδικάσουν τους κατηγορούμενους σε παρόμοιες περιπτώσεις αφότου έμαθαν γι’ αυτή την απόφαση. Αυτό προσφέρει μια ευκαιρία να δοθεί ένα τέλος στο έργο των Σπουδαστών της Γραφής».

ΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΒΑΥΑΡΙΑ

Προσπάθειες για να γίνει αυτό έγιναν σ’ ολόκληρη τη Γερμανία, αλλά η Βαυαρία είχε τα πρωτεία, αφού εκεί έγιναν περισσότερες συλλήψεις από οπουδήποτε αλλού. Για ένα διάστημα οι τοπικοί νόμοι πέτυχαν ακόμη και να απαγορεύσουν το έργο για λίγο. Το 1929 η Εταιρία αποφάσισε να κάνει μια συντονισμένη «μονοήμερη επίθεση» στην περιοχή νότια από το Ρέγκενσμπουργκ με το να στείλει περίπου 1.200 ευαγγελιζόμενους να κηρύξουν σε μια Κυριακή. Έγιναν διευθετήσεις με την εταιρία σιδηροδρόμων για δύο ειδικά τρένα από τα οποία το ένα θα ξεκινούσε από το Βερολίνο και θα έπαιρνε αδελφούς από τη Λιψία και το δεύτερο από τη Δρέσδη για να πάρει αδελφούς από το Κέμνις και από άλλες πόλεις της Σαξονίας. Κάθε επιβάτης θα πλήρωνε ναύλα περίπου 25 μάρκων που για εκείνο τον καιρό ήταν ένα σημαντικό ποσό. Αλλά οι αδελφοί ήταν περισσότερο από πρόθυμοι να κάνουν αυτή τη θυσία. Ήθελαν μόνο να είναι σίγουροι ότι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σ’ αυτή τη δράση, γιατί ο εχθρός δεν κοιμόταν.

Και ενώ γίνονταν διευθετήσεις γι’ αυτή την εκστρατεία οι αδελφοί ήταν πεπεισμένοι ότι αν ο κλήρος μάθαινε γι’ αυτήν από πριν θα έκανε χρήση τής επιρροής του για να την εμποδίσει. Γι’ αυτό το λόγο οι αδελφοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την κρατήσουν μυστική. Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τον κλήρο από το να το ανακαλύψει με κάποιο τρόπο, μια εβδομάδα προηγουμένως. Ξαφνικά οι αρμόδιοι της εταιρίας σιδηροδρόμων φάνηκαν απρόθυμοι να μας δώσουν τα δύο ειδικά τρένα. Αμέσως όλες οι εκκλησίες που είχαν δηλώσει συμμετοχή πήραν οδηγίες να νοικιάσουν λεωφορεία. Ο κλήρος πληροφορήθηκε και γι’ αυτό επίσης, και έκανε διευθετήσεις να φρουρούνται όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν έξω από τη Σαξονία από πολυάριθμους αστυνομικούς το ερχόμενο Σαββατοκύριακο. Αυτοί οι αστυνομικοί θα έβρισκαν κάποιο λόγο να σταματήσουν όλα τα αυτοκίνητα των Σπουδαστών τής Γραφής και έτσι να τους καθυστερήσουν αρκετά ώστε να αναγκαστούν να επιστρέψουν στο σπίτι και να μην εκπληρώσουν την αποστολή τους.

Στο μεταξύ η εταιρία σιδηροδρόμων είχε ακούσει για τις διευθετήσεις μας για λεωφορεία και πιστεύοντας ότι θα ζημιωνόταν οικονομικά, συμφώνησε την τελευταία στιγμή να επιτρέψει τελικά στα δύο ειδικά τρένα να κυκλοφορήσουν. Οι αδελφοί αμέσως ακύρωσαν τα λεωφορεία. Αυτή η τελευταία αλλαγή στα σχέδια μόλις δύο μέρες πριν από τον καιρό τής αναχώρησης, πέρασε απαρατήρητη από τον κλήρο. Έτσι ενώ αυτοί είχαν βγει και φρουρούσαν όλους τους μεγάλους δρόμους, τα δύο ειδικά τρένα ενώθηκαν μαζί στο Ράιχενμπαχ (Βόγκτλαντ) και μπήκαν στην περιοχή του Ρέγκενσμπουργκ σαν ένα ειδικό τρένο γύρω στις 2 η ώρα το πρωί. Από κει και έπειτα, το τρένο σταματούσε σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό για να κατεβάσει μερικούς από τους αδελφούς, μερικοί από τους οποίους είχαν φέρει και τα ποδήλατά τους μαζί για να μπορέσουν να πάνε στην ύπαιθρο και να εργαστούν και εκεί επίσης.

Εκείνη την ημέρα δόθηκε τρομακτική μαρτυρία γιατί όλοι είχαν προμηθευτεί εκτός από αρκετά έντυπα που θα τα πουλούσαν, πολλά επίσης που θα τα έδιναν δωρεάν. Οι αδελφοί είχαν αποφασίσει να προσπαθήσουν να αφήσουν κάτι σε κάθε σπίτι. Η αστυνομία συνέλαβε μερικούς αδελφούς και έτσι δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους με το ειδικό τρένο, αλλά εκείνοι που είχαν το προνόμιο να πάρουν μέρος σ’ αυτή την εκστρατεία ποτέ δεν κουράστηκαν να μιλούν γι’ αυτή αργότερα. Ασφαλώς δεν κάνουμε λάθος να πιστεύουμε ότι και οι εχθροί μας επίσης θυμούνταν για πολύ καιρό αυτό το Σαββατοκύριακο.

ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Μέσα στην αυξανόμενη ανεργία και την οικονομική αστάθεια, η τράπεζα, στην οποία είχαν κατατεθεί τα περισσότερα από τα χρήματα για το έργο στη Γερμανία και στη Κεντρική Ευρώπη, πτώχευσε. Το Γερμανικό τμήμα μόνο υπέστη ζημιά 375.000 μάρκων.

Η Εταιρία αναγκάστηκε να ειδοποιήσει τις εκκλησίες ότι η συνέλευση που σχεδιαζόταν για το καλοκαίρι του 1930 στο Βερολίνο έπρεπε να ματαιωθεί. Στην επιστολή τους, γινόταν επίσης μνεία για μια πιθανή «διακοπή στην παραγωγή». Αλλά αυτή η αναγγελία ήταν σαν ένα κουδούνι κινδύνου. Μολονότι η οικονομική κατάσταση των αδελφών ήταν πάρα πολύ κακή, γιατί πολλοί απ’ αυτούς ήταν άνεργοι, ωστόσο για να εξασφαλίσουν μια αδιάκοπη ροή εντύπων αμέσως προθυμοποιήθηκαν να συνεισφέρουν τα χρήματα που ήδη είχαν εξοικονομήσει για τη συνέλευση του Βερολίνου, καθώς επίσης και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν από τα περιορισμένα οικονομικά τους μέσα. Πράγματι πολλοί θυσίασαν και τις βέρες τους και άλλα κοσμήματα.

Σαν αποτέλεσμα, τα σχέδια για την επέκταση του έργου που είχαν γίνει πριν να δημιουργηθεί το πρόβλημα των τραπεζών δεν εμποδίστηκαν ούτε καν αναβλήθηκαν. Την άνοιξη του 1930 αγοράστηκε ένα ακόμη ακίνητο που γειτόνευε με την προηγούμενη περιουσία μας. Τα παλιά κτίρια που υπήρχαν σ’ αυτό το νεοαγορασμένο οικόπεδο κατεδαφίστηκαν και, όσο ήταν δυνατόν, τα υλικά χρησιμοποιήθηκαν από τους αδελφούς για την κατασκευή ενός νέου μεγάλου Οίκου Μπέθελ από εβδομήντα δύο δωμάτια, για δύο άτομα το καθένα, και μια μεγάλη τραπεζαρία.

ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΚΕΣ

Στη διάρκεια του 1930 υποβλήθηκαν και άλλες 434 μηνύσεις. Αυτό σήμαινε ότι, μαζί με τις υποθέσεις που ήδη εκκρεμούσαν, υπήρχαν τώρα 1.522 υποθέσεις που επρόκειτο να τακτοποιηθούν από τα δικαστήρια.

Αλλά οι θρησκευτικοί μας εχθροί είχαν δυσκολίες στην προσπάθειά τους να μας στιγματίσουν σαν παραβάτες τού νόμου το 1930, επειδή μια εγκύκλιος που απευθυνόταν σε όλους τους αξιωματούχους τής αστυνομίας από τον Υπουργό των Εσωτερικών και είχε ημερομηνία 19 Απριλίου, περιείχε την ακόλουθη φράση: «Ο σύλλογος προς το παρόν επιδιώκει αποκλειστικά θρησκευτικούς στόχους και δεν έχει πολιτική δράση . . . και έτσι στο μέλλον θα πρέπει να αποφεύγονται οι μηνύσεις ιδιαίτερα όσον αφορά παραβάσεις τών νόμων τού Ράιχ περί Μικροπωλητών».

ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Το 1931 ο Αδελφός Ρόδερφορδ σχεδίασε πάλι ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Μια συνέλευση επρόκειτο να γίνει στο Παρίσι από τις 23 ως τις 26 Μαΐου και μια στο Βερολίνο από τις 30 Μαΐου ως την 1η Ιουνίου. Εξαιτίας τής κακής οικονομικής κατάστασης στη Γερμανία, ο Αδελφός Ρόδερφορδ υπέδειξε να γίνουν διευθετήσεις για να προσκληθούν οι αδελφοί από τη Νότια Γερμανία και από τη Ρηνανία στο Παρίσι, επειδή θα τους στοίχιζε φτηνότερα να πάνε εκεί παρά να ταξιδέψουν στο Βερολίνο. Ναυλώθηκαν ειδικά τρένα για να φύγουν από την Κολωνία, από τη Βασιλεία και από το Στρασβούργο. Οι αδελφοί το εκτίμησαν αυτό πάρα πολύ και τελικά από τους 3.000 περίπου που συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι 1.450 ήταν από τη Γερμανία.

Η συνέλευση στο Βερολίνο έγινε στο Σπορτς Πάλας. Δεν υπήρχαν ελπίδες για μεγάλη προσέλευση, πρώτον λόγω της οικονομικής κρίσης και δεύτερον εξαιτίας του γεγονότος ότι 1.500 είχαν ήδη πάει στο Παρίσι. Και έτσι τι χαρά ήταν να δει κανείς σχεδόν 10.000 άτομα παρόντα, έναν αριθμό εντελώς απροσδόκητο!

Ο Αδελφός Ρόδερφορδ, ο οποίος επωφελούνταν από κάθε ευκαιρία να απαλλάξει τους αδελφούς από κοσμικά θρησκευτικά έθιμα, είχε ήδη προκαλέσει μια μικρή επανάσταση σε μια προηγούμενη συνέλευση με το ντύσιμό του. Είχε προσέξει ότι οι αδελφοί στην Ευρώπη​—​και στη Γερμανία βέβαια​—​προτιμούσαν ιδιαίτερα να φορούν μαύρα στις συνελεύσεις. Οι άντρες φορούσαν όχι μόνο μαύρα κουστούμια​—​και στις κηδείες ακόμη και ψηλά καπέλα​—​αλλά επίσης φορούσαν μαύρες γραβάτες, όπως ήταν το έθιμο στις ψεύτικες θρησκευτικές οργανώσεις. Αυτή η παρατήρηση έκανε τον Αδελφό Ρόδερφορδ να αγοράσει ένα εξαιρετικά ανοιχτόχρωμο κουστούμι και μια γραβάτα σε σκούρο κόκκινο που τη φορούσε μ’ αυτό. Όταν ήρθε στη Γερμανία ντυμένος μ’ αυτό τον τρόπο, πολλοί άρχισαν να απαλλάσσονται από τα μαύρα τους ρούχα.

Τώρα στη συνέλευση του Βερολίνου ο αδελφός επέστησε την προσοχή στις πολλές φωτογραφίες τού ίδιου και του Αδελφού Ρώσσελ που πουλιόνταν σε μορφή καρτ⁠–⁠ποστάλ ή φωτογραφιών, και μερικές ακόμη είχαν και κορνίζα. Όταν πρόσεξε αυτές τις φωτογραφίες στα πολλά τραπέζια στους διαδρόμους γύρω από την αίθουσα, μίλησε γι’ αυτό στην επόμενη ομιλία του, και πρότρεψε τους παρευρισκομένους να μην τις αγοράζουν και με ξεκάθαρα λόγια ζήτησε από τους υπεύθυνους να τις βγάλουν από τις κορνίζες τους και να τις καταστρέψουν πράγμα που έγινε. Ήθελε να αποφύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει σε λατρεία πλασμάτων.

Σε συνδυασμό με τη συνέλευση του Βερολίνου ο Αδελφός Ρόδερφορδ φυσικά επισκέφθηκε και το γραφείο τμήματος του Μαγδεμβούργου. Όπως και οι προηγούμενες επισκέψεις, και αυτή αποδείχτηκε σαν ένα αναψυκτικό απελευθερωτικό αεράκι. Λίγο πριν από την επίσκεψη του Αδελφού Ρόδερφορδ, είχαν κρεμάσει σ’ όλα τα δωμάτια φωτογραφίες δικές του και του Αδελφού Ρώσσελ. Τώρα όλες αυτές απομακρύνθηκαν, μόλις ο Αδελφός Ρόδερφορδ τις ανακάλυψε.

Αλλά ο Αδελφός Ρόδερφορδ είχε παρατηρήσει και πολλά άλλα πράγματα στη διάρκεια των ετών. Όχι μόνο αυτός, αλλά και πολλοί από εκείνους που ήταν στο Μπέθελ είχαν διαπιστώσει τον κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ. Είναι αναντίρρητο το γεγονός ότι υπήρξε πολύ καλός οργανωτής και ότι το έργο στη Γερμανία έκανε καλή πρόοδο κάτω από την κατεύθυνσή του. Το μεγάλο του λάθος όμως, ήταν ότι απέδιδε την τεράστια αύξηση περισσότερο στη δική του προσωπική ικανότητα παρά στο πνεύμα τού Ιεχωβά. Στη διάρκεια ενός γεύματος στο Μπέθελ ο Μπάλτζεραϊτ ζήτησε από την οικογένεια Μπέθελ να μην τον αποκαλεί πλέον «αδελφό» όταν παρευρίσκονταν κοσμικοί άνθρωποι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις έπρεπε να τον αποκαλούν «Κύριε Διευθυντά», και είχε ακόμη τοποθετήσει και μια πινακίδα στην πόρτα τού γραφείου του που έλεγε «διευθυντής».

Εκείνο τον καιρό η ακεραιότητα του Μπάλτζεραϊτ προς τον Ιεχωβά απειλούνταν και από μια άλλη κατεύθυνση. Προφανώς πάντοτε φοβόταν το διωγμό. Σαν υπεύθυνος του Γερμανικού γραφείου είχε μηνυθεί για τη διανομή τής διακήρυξης «Οι Κληρικοί Κατηγορούνται». Είναι αλήθεια ότι αθωώθηκε, αλλά όταν ο δικαστής τού συνέστησε να αποφύγει να κάνει τέτοιες σκληρές δηλώσεις στα έντυπά μας στο μέλλον, αυτός προφανώς αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή αυτή, γιατί όταν οι εκφράσεις και οι δηλώσεις στη Σκοπιά ή σε άλλα έντυπα από το Μπρούκλυν του φαίνονταν πολύ έντονες, αυτός φρόντιζε να «τις νερώνει».

Οι υλιστικές επιθυμίες άρχισαν επίσης να μεγαλώνουν. Ο Μπάλτζεραϊτ απολάμβανε να γράφει ποιήματα και να τα δημοσιεύει στο περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών με το ψευδώνυμο Πάουλ Γκέρατ, και τώρα είχε γράψει ένα βιβλίο και το είχε εκδώσει στη Λιψία. Αυτό το βιβλίο προστέθηκε στον κατάλογο τών εντύπων που επρόκειτο να διανεμηθούν από τις εκκλησίες, και οι οποίες απληροφόρητες για τις πραγματικές περιστάσεις το παρήγγειλαν, και έτσι απέφεραν στον Αδελφό Μπάλτζεραϊτ αξιόλογα οικονομικά κέρδη. Κάποτε είχε επίσης εγκαταστήσει ένα γήπεδο τένις στο Μπέθελ, όχι τόσο προς όφελος ολόκληρης της οικογένειας όσο για δική του χρήση.

Σε μια προσπάθεια να τελειώσει το νέο κτίριο εγκαίρως για την αφιέρωση στη διάρκεια της επίσκεψης του Αδελφού Ρόδερφορδ, ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ είχε αυξήσει τους εργάτες τού Μπέθελ από 165 προς το τέλος του Δεκεμβρίου 1930 σε 230 άτομα αλλά δεν ήταν έντιμος σχετικά μ’ αυτό. Επειδή φοβήθηκε ότι ο Αδελφός Ρόδερφορδ δε θα ενέκρινε τον αριθμό των εργατών, ο Μπάλτζεραϊτ διευθέτησε να σταλούν πενήντα αδελφοί σε «ταξίδι κηρύγματος» για να μην τους δει ο Αδελφός Ρόδερφορδ. Όταν γύρισαν τους ρώτησε αν προτιμούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους ή να αναλάβουν υπηρεσία σκαπανέα. Πολλοί από τους αδελφούς κατανοώντας ότι πρόκειται για το έργο τού Ιεχωβά και όχι για θέματα ανθρώπινων προσωπικοτήτων, άρπαξαν αυτή την ευκαιρία για να αρχίσουν έργο σκαπανέα ενώ άλλοι έφυγαν πικραμένοι.

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΑΥΞΑΝΕΙ

Το 1931, και πάλι οι αξιωματούχοι της Βαυαρίας είχαν τα πρωτεία στη μάχη εναντίον του λαού του Θεού. Παρερμηνεύοντας τη διαταγή της 28 Μαρτίου 1931 για έκτακτη ανάγκη που είχε σχέση με πολιτικές αναταραχές, ξαφνικά είδαν την ευκαιρία να απαγορεύσουν τα έντυπα των Σπουδαστών τής Γραφής. Στις 14 Νοεμβρίου 1931 στο Μόναχο κατασχέθηκαν τα βιβλία μας. Τέσσερις μέρες αργότερα οι αξιωματούχοι τής αστυνομίας τού Μονάχου εξέδωσαν μια ανακοίνωση, που εφαρμοζόταν σ’ ολόκληρη τη Βαυαρία, η οποία έθετε υπό απαγόρευση όλα τα έντυπα που εξέδιδαν οι Σπουδαστές τής Γραφής.

Φυσικά οι αδελφοί φρόντισαν να κάνουν έφεση. Το Φεβρουάριο του 1932 η κυβέρνηση της Άνω Βαυαρίας επικύρωσε αυτή την απαγόρευση. Αμέσως έγινε έφεση στο Βαυαρικό Υπουργείο των Εσωτερικών, το οποίο απέρριψε την έφεση στις 12 Μαρτίου 1932 σαν «αβάσιμη».

Ο αρχηγός της αστυνομίας του Μαγδεμβούργου μας υπερασπίστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1932 λέγοντας: «Πιστοποιούμε ότι ο Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής ασχολείται αποκλειστικά με Βιβλικά και θρησκευτικά θέματα. Μέχρι τώρα δεν έχει εκδηλώσει πολιτική δράση. Δεν έχουν παρατηρηθεί τάσεις που να δείχνουν εχθρότητα προς το κράτος».

Αλλά οι δυσκολίες συνέχισαν να αυξάνουν από μήνα σε μήνα ακόμη και στ’ άλλα Γερμανικά κρατίδια. Ο Πάουλ Κόχερ είχε έρθει στο Σίμμερν με έξι ειδικούς σκαπανείς για να δείξει το συντομευμένο Φωτόδραμα εκεί για δυο βράδια. Ωστόσο αναγκάστηκε να διακόψει την προβολή γιατί όταν εμφανίστηκε ο Δαβίδ με την άρπα του και παρατέθηκαν τα λόγια ενός από τους ψαλμούς του ολόκληρη η αίθουσα είχε καταληφθεί από παραφροσύνη. Γρήγορα διαπιστώθηκε ότι σχεδόν όλοι αυτοί που παρακολουθούσαν ανήκαν στα SA, δηλαδή στα τάγματα εφόδου του Χίτλερ.

Παρόμοια πράγματα συνέβαιναν και στο Σάαρ. Το Δεκέμβριο του 1931 έγινε μια έκκληση στην κυβέρνηση για να κατευθύνει τους πολιτικούς αξιωματούχους εκεί να μην παρεμποδίζουν το έργο. Αυτή η εντολή πράγματι εκδόθηκε, αλλά εξόργισε τόσο πολύ τους κληρικούς ώστε κάθε εβδομάδα έκαναν προειδοποιήσεις εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής από τον άμβωνα. Η εχθρότητα αύξανε σταθερά και κατά το τέλος του 1932 εκκρεμούσαν πάνω από 2.335 μηνύσεις. Παρ’ όλα αυτά, το 1932 αποδείχτηκε ότι ήταν το καλύτερο μέχρι τότε έτος όσον αφορά τουλάχιστον την εκτύπωση εντύπων.

Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Χίτλερ ανέλαβε τη θέση τού καγκελάριου τού Ράιχ. Στις 4 Φεβρουαρίου εξέδωσε ένα διάταγμα που επέτρεπε στην αστυνομία να κατάσχει έντυπα ‘επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια’. Αυτό το διάταγμα περιόρισε επίσης την ελευθερία των συγκεντρώσεων και του τύπου.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ

Εκείνο το χρόνο η Ανάμνηση ήταν στις 9 Απριλίου και σε συνδυασμό μ’ αυτήν σχεδιάστηκε από τις 8 ως τις 16 Απριλίου η «Περίοδος Ευχαριστήριας Μαρτυρίας του Υπολοίπου». Επρόκειτο να δοθεί μια παγκόσμια μαρτυρία με τη χρήση του βιβλιαρίου Κρίσις.

Ωστόσο οι αδελφοί στη Γερμανία δεν μπόρεσαν να τελειώσουν αυτή την οχταήμερη περίοδο μαρτυρίας ειρηνικά. Η εκστρατεία με το βιβλιάριο Κρίσις είχε σαν αποτέλεσμα την απαγόρευση του έργου στη Βαυαρία στις 13 Απριλίου. Ακολούθησαν απαγορεύσεις στη Σαξονία στις 18 Απριλίου, στο Τούριγκεν στις 26 Απριλίου και στο Μπάντεν στις 15 Μαΐου. Ακολούθησαν και άλλα Γερμανικά κρατίδια. Ο Αδελφός Φράνκε, ο οποίος ήταν σκαπανέας στο Μάιντς εκείνο τον καιρό, αναφέρει ότι η εκκλησία των 60 και πλέον ευαγγελιζομένων εκεί είχε να μοιράσει 10.000 βιβλιάρια. Οι αδελφοί αντιλαμβάνονταν ότι έπρεπε να ενεργήσουν γρήγορα για να τα μοιράσουν. Είχαν οργανώσει το χρόνο τους με τέτοιο τρόπο ώστε 6.000 απ’ αυτά τα βιβλιάρια είχαν ήδη διατεθεί μέσα στις τρεις πρώτες μέρες της εκστρατείας. Αλλά την τέταρτη μέρα μερικοί αδελφοί συνελήφθηκαν και τα σπίτια τους ερευνήθηκαν. Η αστυνομία όμως δεν μπόρεσε να βρει παρά λίγα αντίτυπα του βιβλιαρίου επειδή οι αδελφοί το είχαν προβλέψει αυτό και είχαν κρύψει τα άλλα 4.000 βιβλιάρια σε ασφαλή τόπο.

Όλοι οι αδελφοί που συνελήφθηκαν απελευθερώθηκαν την ίδια μέρα. Αμέσως διευθέτησαν μια εκστρατεία με την οποία θα μοίραζαν τα 4.000 βιβλιάρια σε όλους τους αδελφούς της εκκλησίας οι οποίοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν. Το ίδιο βράδι πήγαν με τα ποδήλατά τους στο Μπαντ Κρόιτσναχ, μια πόλη περίπου σαράντα χιλιόμετρα μακριά, όπου μοίρασαν τα υπόλοιπα βιβλιάρια ανάμεσα στον πληθυσμό δίνοντας και μερικά δωρεάν. Η επόμενη μέρα απέδειξε ότι αυτή η ενέργεια ήταν σωστή, γιατί στο μεταξύ η Γκεστάπο είχε ερευνήσει τα σπίτια όλων εκείνων των ατόμων που ήταν γνωστοί σαν Σπουδαστές της Γραφής. Αλλά και τα 10.000 βιβλιάρια είχαν ήδη διατεθεί.

Στο Μαγδεμβούργο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν ειδοποιήσει το γραφείο ότι η φωτογραφία στο εξώφυλλο (ένας πολεμιστής που κρατάει μια σπάθα που στάζει αίμα) ήταν απαράδεκτη και απαίτησαν να απομακρυνθεί. Ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ, ο οποίος επανειλημμένα είχε δείξει την προθυμία του να συμβιβάζεται, έδωσε αμέσως οδηγίες να απομακρυνθούν τα χρωματιστά εξώφυλλα από τα βιβλιάρια.

Ήταν μια εβδομάδα μαρτυρίας γεμάτη από αγωνία. Ο εχθρός καθημερινά αποκάλυπτε όλο και περισσότερο ξεκάθαρα την απόφασή του να πλήξει με αμείλικτη δύναμη. Έτσι ήταν πάρα πολύ ενθαρρυντικό όταν συγκεντρώθηκε η έκθεση και διαπιστώθηκε ότι 24.843 άτομα είχαν παρακολουθήσει την εορτή της Ανάμνησης, σε σύγκριση με 14.453 τον προηγούμενο χρόνο. Ο αριθμός τών δραστήριων ευαγγελιζομένων στη διάρκεια της περιόδου μαρτυρίας ήταν επίσης αιτία χαράς: 19.268 σε αντίθεση με τους 12.484 στη διάρκεια της εκστρατείας τού βιβλιαρίου η Βασιλεία ένα χρόνο προηγουμένως. Στη διάρκεια των οχτώ ημερών της εκστρατείας διανεμήθηκαν 2.259.983 βιβλιάρια Κρίσις.

Η ΓΚΕΣΤΑΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟ ΜΠΕΘΕΛ

Οι Ναζί έλπιζαν να βρουν υλικό που θα μας συνέδεε με τον Κομμουνισμό όταν κατέλαβαν το κτίριο και το εργοστάσιο της Εταιρίας στις 24 Απριλίου. Σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαν να έχουν εφαρμόσει ένα καινούργιο νόμο και να κατάσχουν ολόκληρη την περιουσία και να τη δώσουν στην πολιτεία, κάτι που είχαν ήδη κάνει με τα κτίρια που ανήκαν στους Κομμουνιστές. Αφού ερεύνησε το κτίριο η αστυνομία κάλεσε τους κυβερνητικούς αξιωματούχους ένα βράδι και τους είπε ότι δεν είχαν βρει τίποτα επιβαρυντικό. Η εντολή ήταν: «Πρέπει να βρείτε κάτι!» Αλλά η προσπάθειά τους απέτυχε και έτσι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στους αδελφούς την περιουσία στις 29 Απριλίου. Το γραφείο τού Μπρούκλυν είχε διαμαρτυρηθεί μέσω της Αμερικανικής κυβέρνησης την ίδια εκείνη μέρα για την παράνομη κατάληψη περιουσίας (που ανήκε σε Αμερικανική Εταιρία).

Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΣΤΙΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 1933

Το καλοκαίρι του 1933 το έργο των μαρτύρων του Ιεχωβά είχε απαγορευτεί στα περισσότερα Γερμανικά κρατίδια. Τα σπίτια τών αδελφών ερευνούνταν τακτικά και πολλοί αδελφοί είχαν συλληφθεί. Η ροή της πνευματικής τροφής για ένα διάστημα εμποδίστηκε, αλλά όχι για πολύ· ωστόσο πολλοί αδελφοί ρωτούσαν πόσο καιρό θα μπορούσε ακόμη να συνεχιστεί το έργο. Σ’ αυτή την κατάσταση οι εκκλησίες προσκλήθηκαν με μια πολύ σύντομη ειδοποίηση σε μια συνέλευση που επρόκειτο να γίνει στο Βερολίνο στις 25 Ιουνίου. Επειδή αναμενόταν ότι δε θα μπορούσαν να την παρακολουθήσουν πολλοί εξαιτίας των διαφόρων περιορισμών, οι εκκλησίες ενθαρρύνθηκαν να στείλουν τουλάχιστον έναν ή μερικούς εκπροσώπους. Αλλά τελικά έφτασαν εκεί 7.000 αδελφοί. Πολλοί απ’ αυτούς χρειάστηκαν τρεις μέρες για να φτάσουν, μερικοί κάλυψαν ολόκληρη την απόσταση με ποδήλατα, ενώ άλλοι πήγαν με φορτηγά, επειδή οι εταιρίες των λεωφορείων αρνήθηκαν να νοικιάσουν λεωφορεία σε μια απαγορευμένη οργάνωση.

Ο Αδελφός Ρόδερφορδ ο οποίος μαζί με τον Αδελφό Νορρ είχε έρθει στη Γερμανία μόλις λίγες μέρες πριν για να δει τι μπορούσε να γίνει για να εξασφαλιστεί η περιουσία της Εταιρίας, είχε προετοιμάσει μια διακήρυξη μαζί με τον Αδελφό Μπάλτζεραϊτ για να την παρουσιάσουν στους εκπροσώπους της συνέλευσης για υιοθέτηση. Ήταν μια διαμαρτυρία εναντίον τής ανάμιξης της κυβέρνησης του Χίτλερ στο έργο τού κηρύγματος που κάναμε. Όλοι οι ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, από τον πρόεδρο του Ράιχ και κάτω, επρόκειτο να λάβουν ένα αντίτυπο της διακήρυξης, και αν ήταν δυνατό συστημένο με το ταχυδρομείο. Μερικές μέρες πριν από τη συνέλευση ο Αδελφός Ρόδερφορδ ξαναγύρισε στην Αμερική.

Πολλοί που παραβρέθηκαν απογοητεύθηκαν από την «διακήρυξη», επειδή σε πολλά σημεία δεν ήταν τόσο έντονη όσο έλπιζαν οι αδελφοί. Ο Αδελφός Μύτσε από τη Δρέσδη, ο οποίος είχε συνεργαστεί στενά με τον Αδελφό Μπάλτζεραϊτ μέχρι εκείνο τον καιρό, τον κατηγόρησε αργότερα ότι είχε εξασθενίσει το αρχικό κείμενο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ είχε νερώσει τη σαφή και αλάνθαστη γλώσσα των εκδόσεων της Εταιρίας για να αποφύγει δυσκολίες με τις κυβερνητικές αρχές.

Πολλοί αδελφοί αρνήθηκαν να την υιοθετήσουν ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Πράγματι, ένας πρώην πίλγκριμ αδελφός με το όνομα Κίππερ αρνήθηκε να την προτείνει για υιοθέτηση και τον αναπλήρωσε ένας άλλος αδελφός. Δε θα ήταν σωστό να λεχθεί ότι η διακήρυξη υιοθετήθηκε ομόφωνα, μολονότι ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ αργότερα πληροφόρησε τον Αδελφό Ρόδερφορδ ότι είχε υιοθετηθεί ομόφωνα.

Οι εκπρόσωποι της συνέλευσης επέστρεψαν στα σπίτια τους κουρασμένοι, και πολλοί απ’ αυτούς απογοητευμένοι. Ωστόσο πήραν μαζί τους 2.100.000 αντίτυπα της «διακήρυξης» και έκαναν γρήγορο έργο για να τα μοιράσουν και να τα στείλουν σε πολυάριθμα άτομα σε θέσεις ευθύνης. Το αντίτυπο που στάλθηκε στον Χίτλερ συνοδευόταν από μια επιστολή που εν μέρει έλεγε:

«Η προεδρία τού Μπρούκλυν της Εταιρίας Σκοπιά είναι και ήταν πάντοτε εξαιρετικά φιλική προς τη Γερμανία. Το 1918 ο πρόεδρος της Εταιρίας και εφτά μέλη τού Σώματος των Διευθυντών στην Αμερική καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 80 ετών για το λόγο ότι ο πρόεδρος αρνήθηκε να επιτρέψει σε δύο περιοδικά τα οποία εξέδιδε στην Αμερική, να χρησιμοποιηθούν σε πολεμική προπαγάνδα εναντίον της Γερμανίας».

Μολονότι το κείμενο της διακήρυξης είχε εξασθενήσει και πολλοί από τους αδελφούς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ολοκάρδια με την υιοθέτησή του, ωστόσο η κυβέρνηση εξοργίστηκε και άρχισε ένα κύμα διωγμού εναντίον εκείνων που την είχαν μοιράσει.

ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΜΑΓΔΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

Η διανομή σ’ ολόκληρη τη Γερμανία της διακήρυξης που υιοθετήθηκε στο Βερολίνο μια μέρα ακριβώς αφού το έργο είχε απαγορευτεί στην Πρωσία ήταν το σήμα για την αστυνομία τού Χίτλερ να μπει σε δράση. Στις 27 Ιουνίου διατάχτηκαν όλοι οι αξιωματούχοι της αστυνομίας να ‘κάνουν άμεσες έρευνες σ’ όλους τους τοπικούς ομίλους και τους τόπους επιχειρήσεων και να κατάσχουν κάθε υλικό που ήταν εχθρικό προς το κράτος’. Μια μέρα αργότερα, στις 28 Ιουνίου, καταλήφθηκε το κτίριο στο Μαγδεμβούργο από τριάντα άντρες των Ταγμάτων Εφόδου, οι οποίοι έκλεισαν το εργοστάσιο και ύψωσαν τον αγκυλωτό σταυρό πάνω στο κτίριο. Σύμφωνα με την επίσημη διαταγή τής αστυνομίας, απαγορευόταν ακόμη και η μελέτη της Βίβλου και η προσευχή στις εγκαταστάσεις της Εταιρίας. Στις 29 Ιουνίου αυτό ανακοινώθηκε από το ραδιόφωνο σ’ ολόκληρο το Γερμανικό έθνος.

Παρά τις δραστήριες προσπάθειες του Αδελφού Χάρμπεκ, του επισκόπου τμήματος της Ελβετίας, να το εμποδίσει αυτό, βιβλία, Γραφές και φωτογραφίες που ζύγιζαν συνολικά 65.189 κιλά πάρθηκαν από το εργοστάσιο της Εταιρίας στις 21, 23 και 24 Αυγούστου, φορτώθηκαν σε είκοσι πέντε φορτηγά και κατόπιν κάηκαν δημόσια στην άκρη του Μαγδεμβούργου. Τα έξοδα εκτύπωσης γι’ αυτό το υλικό έφταναν στις 92.719 μάρκα περίπου. Επίσης πάρα πολλά έντυπα κατασχέθηκαν από διάφορες εκκλησίες των Μαρτύρων και κατόπιν κάηκαν ή καταστράφηκαν με άλλους τρόπους όπως για παράδειγμα στην Κολωνία, όπου καταστράφηκαν έντυπα αξίας τουλάχιστον 30.000 μάρκων. Ο Χρυσούς Αιών στο τεύχος του τής 1ης Ιουνίου 1934 ανέφερε ότι η πιθανή συνολική αξία της περιουσίας (επίπλωσης, εντύπων, κλπ.) που καταστράφηκε ήταν ανάμεσα στα δύο και τρία εκατομμύρια μάρκα.

Οι απώλειες θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες αν δεν είχαν ληφθεί μέτρα για να μεταφερθούν τα περισσότερα από τα έντυπα του Μαγδεμβούργου, σε μερικές περιπτώσεις με πλοίο, και να αποθηκευτούν σε άλλα κατάλληλα μέρη. Μ’ αυτό τον τρόπο έγινε δυνατόν να φυλαχτούν μεγάλες ποσότητες εντύπων κρυμμένες από τα μάτια και τα χέρια της μυστικής αστυνομίας για πολλά χρόνια. Πολλά απ’ αυτά χρησιμοποιήθηκαν στο κήρυγμα κάτω από την επιφάνεια στη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν.

Σαν αποτέλεσμα της επέμβασης της Αμερικανικής κυβέρνησης, το κτίριο της Εταιρίας στο Μαγδεμβούργο επιστράφηκε στην Εταιρία τον Οκτώβριο. Το έγγραφο απόδοσης με ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1933, έλεγε ότι ‘η περιουσία τής Εταιρίας απελευθερωνόταν και επιστρεφόταν ολόκληρη για ελεύθερη χρήση, μολονότι ακόμη απαγορευόταν να διεξάγεται εκεί οποιαδήποτε δραστηριότητα, να τυπώνονται έντυπα ή να γίνονται συναθροίσεις’.

«ΦΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»

Ο κλήρος τού Χριστιανικού κόσμου δεν ντρεπόταν να δείχνει ανοιχτά την υποστήριξή του στον Χίτλερ και στις προσπάθειές του να διώξει τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Όπως ανέφερε η Οσσάτσερε Γκεμάιννύτσιγκε, της 21ης Απριλίου 1933, ο Λουθηρανός διάκονος Όττο απευθυνόμενος από το ραδιόφωνο στον κόσμο στις 20 Απριλίου, προς τιμή των γενεθλίων του Χίτλερ είπε:

«Η Γερμανική Λουθηρανική Εκκλησία του κρατιδίου της Σαξονίας συνειδητά έχει έρθει σε συμφωνία με τη νέα κατάσταση και θα προσπαθήσει σε στενή συνεργασία με τους πολιτικούς ηγέτες τού λαού μας να κάνει και πάλι προσιτή σ’ ολόκληρο το έθνος τη δύναμη του αρχαίου ευαγγελίου τού Ιησού Χριστού. Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας εκδηλώθηκαν με τον περιορισμό που επιβλήθηκε σήμερα στο Διεθνή Σύλλογο Επιμελών Σπουδαστών της Γραφής και στα τμήματά του στη Σαξονία. Ναι, τι σημείο στροφής με την κατεύθυνση του Θεού. Μέχρι τώρα ο Θεός είναι μαζί μας».

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ

Μολονότι τον πρώτο χρόνο που οι Ναζί είχαν έρθει στην εξουσία η κάτω από την επιφάνεια δράση μαρτυρίας ήταν ουσιαστικά ανοργάνωτη και οι συναθροίσεις ακόμη και σε μικρούς ομίλους δε διεξάγονταν παντού, ωστόσο η Γκεστάπο έβρισκε νέους λόγους για να συλλαμβάνει τους αδελφούς.

Σύντομα μετά τις πρώτες συλλήψεις των αδελφών και τις έρευνες των σπιτιών τους, όσοι ήταν αντικειμενικοί στις σκέψεις τους άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι αυτά τα μέτρα ήταν απλώς η αρχή μιας πιο σοβαρής εκστρατείας διωγμού. Ήξεραν ότι θα ήταν εντελώς άσκοπο να προσπαθήσουν να διευθετήσουν αυτά τα ζητήματα με συνεννοήσεις. Η μόνη κατάλληλη πορεία ήταν να πολεμήσουν για την αλήθεια.

Πολλοί όμως δίσταζαν και νόμιζαν ότι ήταν καλύτερα να περιμένουν, γιατί ο Ιεχωβά ασφαλώς θα έκανε κάτι για να εμποδίσει αυτό το διωγμό τού λαού του. Και ενώ αυτοί σπαταλούσαν χρόνο με τους δισταγμούς και προσπαθούσαν με ανησυχία να μη χειροτερέψουν τα ζητήματα με οποιαδήποτε δράση από μέρους τους, οι άλλοι ευαγγελιζόμενοι ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν το έργο. Θαρραλέοι αδελφοί σύντομα άρχισαν να κάνουν τις συναθροίσεις σε μικρούς ομίλους στα σπίτια τους, μολονότι ήξεραν ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε συλλήψεις και σε σοβαρό διωγμό.

Σε μερικά μέρη οι αδελφοί άρχισαν να πολυγραφούν αντίτυπα άρθρων τής Σκοπιάς από λίγα αντίτυπα τα οποία πάντοτε κατάφερναν να εισάγουν κρυφά από γειτονικές χώρες. Ο Καρλ Κράις από το Κέμιτς ήταν ένας από τους πρώτους που έκαναν διευθετήσεις για να γίνει αυτό. Αφού έγραφε τα στένσιλς τα έφερνε στον Αδελφό Μπόσαν στην Σβάρτσενμπεργκ όπου έκαναν πολυγραφημένα αντίτυπα. Ανάμεσα σ’ εκείνους που ήταν δραστήριοι εκείνο τον καιρό ήταν η Χίντελγκαρντ Χίγκελ και η Ίλζε Ουντερντόρφερ. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της απαγόρευσης αυτές ήταν αποφασισμένες να μην αφήσουν τίποτα να τις εμποδίσει από το να εκπληρώσουν τη θεόδοτη αποστολή τους. Η Αδελφή Ουντερντόρφερ αγόρασε ένα μοτοποδήλατο και ταξίδευε ανάμεσα στο Κέμιτς και στο Ολμπερνάου φέρνοντας στους αδελφούς τα πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς. Εκείνους που ζούσαν κοντύτερα τους επισκεπτόταν με το ποδήλατό της ώστε να μην τραβάει την προσοχή.

Ο Αδελφός Γιόχαν Κολμπλ διευθέτησε να γίνονται στο Μόναχο 500 πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς και στη συνέχεια αυτά μοιράζονταν ανάμεσα στους αδελφούς εκεί καθώς επίσης και στις μακρινές περιοχές του Βαυαρικού Δρυμού.

Στο Αμβούργο ο Αδελφός Νίντερσμπεργκ πήρε αμέσως πρωτοβουλία. Ήταν πίλγκριμ για πολλά χρόνια πριν αρρωστήσει με πολλαπλή σκλήρυνση. Παρά το εμπόδιο αυτό έκανε ό,τι μπορούσε. Τώρα στη διάρκεια αυτού του καιρού της δοκιμασίας, οι αδελφοί απολάμβαναν να τον επισκέπτονται γιατί αυτό πάντοτε είχε σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση της πίστης τους. Η αγάπη του για τους αδελφούς σύντομα τον υποκίνησε να πάρει μέτρα για να εξασφαλίσει την τακτική τους τροφοδότηση και πάλι με πνευματική τροφή. Άρχισε να πολυγραφεί τη Σκοπιά στο σπίτι του. Δίδαξε τον Χέλμουτ Μπρέμπαχ να γράφει τα στένσιλς και του έδειξε πώς να χειρίζεται τον πολύγραφο. Ύστερα, προβλέποντας ότι το έργο μπορούσε να διεξαχθεί χωρίς αυτόν, ειδοποίησε τους άλλους ότι προγραμμάτιζε ένα ταξίδι για να επισκεφθεί τις εκκλησίες στη Δυτική Ακτή του Σλέσβιχ⁠–⁠Χολστάιν για να τους ενθαρρύνει και να διευθετήσει να παίρνουν τη Σκοπιά. Για μια φορά ακόμη συζήτησε προσεκτικά με τους αδελφούς για το πώς θα μπορούσαν να στέλνουν τα περιοδικά και έφτιαξε μαζί τους έναν κώδικα με τον οποίο θα μπορούσαν να ξέρουν απ’ αυτά που θα τους έγραφε πόσα αντίτυπα να στείλουν σε κάθε εκκλησία.

Ήταν 6 Ιανουαρίου 1934 όταν ο Αδελφός Νίντερσμπεργκ παρά την κακή του υγεία ξεκίνησε από το σπίτι του. Μπορούσε να περπατάει μόνο με πολύ μεγάλη προσπάθεια και με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, αλλά έφυγε εμπιστευόμενος στον Ιεχωβά. Αφού επισκέφθηκε αρκετές εκκλησίες, έφτασε στο Αμβούργο το πρώτο του κωδικοποιημένο μήνυμα και άρχισαν να στέλνονται τα πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς. Έφτασε στην περιοχή του Μέλντορφ ακριβώς μόλις ένας πολύ γνωστός αδελφός στην περιοχή είχε πεθάνει. Επειδή επρόκειτο να είναι παρόντες για την κηδεία πολλοί αδελφοί από γειτονικές εκκλησίες, ο Αδελφός Νίντερσμπεργκ κλήθηκε να δώσει την ομιλία τής κηδείας. Ο αδελφός επωφελήθηκε απ’ αυτή την ευκαιρία για να δώσει μια πολύ ζωηρή ομιλία, με σκοπό να ενισχύσει τους αδελφούς που ήταν παρόντες, οι οποίοι δεν είχαν μπορέσει να παραβρεθούν σε συνάθροιση για πολλούς μήνες. Όπως αναμενόταν παραβρέθηκαν πάρα πολλοί οι οποίοι επέστρεψαν στις διορισμένες περιοχές τους πολύ ενθαρρυμένοι από όσα είχαν ακούσει.

Φυσικά παραβρέθηκαν και άλλοι, ακόμη και αξιωματούχοι της Γκεστάπο. Όταν ο Αδελφός Νίντερσμπεργκ τέλειωσε την ομιλία του τού ζήτησαν το όνομα και τη διεύθυνσή του, αλλά δεν τον συνέλαβαν, προφανώς επειδή δεν τόλμησαν να το κάνουν λόγω της περίστασης. Έτσι μπόρεσε να συνεχίσει το ταξίδι του, το οποίο όμως γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Όταν έφτασε στο σπίτι τού Αδελφού Τόντε στο Χένστεντ ξαφνικά έπαθε ισχυρό πονοκέφαλο και πέθανε λίγο αργότερα από εγκεφαλική συμφόρηση. Έτσι οι τελευταίες του δυνάμεις είχαν χρησιμοποιηθεί στο να διευθετήσει τα πράγματα ώστε οι αδελφοί να μπορούν να προμηθεύονται εποικοδομητική πνευματική τροφή. Δυο εβδομάδες αργότερα η Γκεστάπο εμφανίστηκε στο σπίτι του στο Αμβούργο⁠–⁠Αλτόνα για να τον συλλάβει.

Εκτός από τα πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς που τυπώνονταν στη Γερμανία, μερικά στέλνονταν στη Γερμανία από την Ελβετία, τη Γαλλία, τη Τσεχοσλοβακία, ναι, ακόμη και την Πολωνία και εμφανίζονταν με διάφορες μορφές και μεγέθη. Στην αρχή πολλά άρθρα της Σκοπιάς στέλνονταν από τη Ζυρίχη της Ελβετίας και έφεραν τον τίτλο «Ο Ιωναδάβ». Όταν η Γκεστάπο ανακάλυψε αυτή τη μέθοδο, ειδοποιήθηκαν όλα τα ταχυδρομικά γραφεία τής Γερμανίας να κατάσχουν όλους τους φακέλους που είχαν αυτόν τον τίτλο και να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα εναντίον εκείνων στους οποίους στέλνονταν τα περιοδικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό οδήγησε σε συλλήψεις.

Αργότερα ο τίτλος καθώς και ο τρόπος περιτυλίγματος της Σκοπιάς άλλαζαν σχεδόν σε κάθε τεύχος. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιόταν ο τίτλος τού άρθρου της Σκοπιάς και αυτός γενικά εμφανιζόταν μόνο μια φορά όπως για παράδειγμα, «Τα Τρία Συμπόσια», «Ο Αβδιού», «Ο Πολεμιστής», «Ο Καιρός», «Ψαλτωδοί τού Ναού», και παρόμοια. Αλλά ακόμη και μερικά από αυτά τα αντίγραφα έπεσαν στα χέρια της Γκεστάπο, οπότε μια εγκύκλιος στελνόταν σε κάθε αστυνομικό σταθμό στη Γερμανία πληροφορώντας τους ότι αυτό το ιδιαίτερο περιοδικό ήταν απαγορευμένο. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η πληροφορία ερχόταν πολύ αργά, επειδή είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του ένα άλλο άρθρο της Σκοπιάς με εντελώς διαφορετική εμφάνιση και εντελώς διαφορετικό τίτλο. Η Γκεστάπο σύντομα αναγκάστηκε να παραδεχτεί με πικρό θυμό ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά προπορεύονταν απ’ αυτούς στη στρατηγική τού πολέμου.

Περίπου τα ίδια συνέβαιναν και με Τον Χρυσούν Αιώνα. Για ένα διάστημα δεν ήταν ανάμεσα στα απαγορευμένα περιοδικά. Αργότερα όταν απαγορεύτηκε επίσημα, στελνόταν ιδιωτικά σε Γερμανούς αδελφούς, γενικά από αδελφούς ξένων χωρών και ιδιαίτερα από την Ελβετία. Εκείνοι που έστελναν τα περιοδικά πρόσεχαν πάντοτε ώστε η διεύθυνση να γράφεται με το χέρι και από διαφορετικό άτομο κάθε φορά.

Όσο περισσότερο αποτύχαιναν οι προσπάθειες της Γκεστάπο να σταματήσει αυτές τις πηγές ανεφοδιασμού, τόσο περισσότερο θηριώδεις γίνονταν στη μεταχείριση των αδελφών. Γενικά τους συνελάμβαναν αφού έψαχναν τα σπίτια τους, μολονότι πολλές φορές χωρίς κανένα λόγο. Στα γραφεία τής αστυνομίας οι αδελφοί γενικά υφίσταντο πολύ σκληρή μεταχείριση σε μια προσπάθεια να τους αποσπάσουν κάποιο είδος παραδοχής ενοχής.

«ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ» ΕΚΛΟΓΕΣ

Ένα άλλο όπλο που χρησιμοποιήθηκε για να εκφοβίσει τον πληθυσμό και που ιδιαίτερα στρεφόταν εναντίον των μαρτύρων τού Ιεχωβά για να τους αναγκάσει να συμβιβαστούν, ήταν οι λεγόμενες «ελεύθερες» εκλογές. Εκείνοι που αρνούνταν να ψηφίσουν κατηγορούνταν σαν «Εβραίοι», «προδότες τής πατρίδας (Γερμανίας)» και «αχρείοι».

Ο Μαξ Σούμπερτ από το Όσσατς (Σαξονία) κλήθηκε πέντε φορές από τους υπαλλήλους των εκλογών οι οποίοι ήθελαν να τον πάρουν στα εκλογικά κέντρα τη μέρα των εκλογών. Η σύζυγός του δέχτηκε επισκέψεις από γυναίκες με την ίδια πρόθεση. Ο Αδελφός Σούμπερτ, όμως, έλεγε κάθε φορά στους επισκέπτες του ότι ήταν μάρτυς τού Ιεχωβά και είχε ψηφίσει για τον Ιεχωβά, πράγμα που ήταν αρκετό και επομένως κάθε άλλο ψήφισμα για κάποιον άλλον ήταν άχρηστο.

Την επόμενη μέρα ο αδελφός πέρασε δύσκολες ώρες. Ήταν πράκτορας εισιτηρίων για τους σιδηροδρόμους και βρισκόταν συνεχώς σε επαφή με τον κόσμο. Εκείνη τη μέρα συμφώνησαν να τον χαιρετούν με το «Χάιλ Χίτλερ». Αυτός ανταπόδιδε τους χαιρετισμούς λέγοντας «Καλημέρα» ή κάτι τέτοιο. Ωστόσο ένιωθε ότι κάτι υπήρχε «στην ατμόσφαιρα» και το συζήτησε με τη σύζυγό του στο φαγητό λέγοντάς της να είναι έτοιμη για το καθετί. Όταν τέλειωσε την υπηρεσία του εκείνο το απόγευμα γύρω στις 5 η ώρα τον πήρε ένας αστυνομικός και τον έφερε στο σπίτι τού τοπικού διευθυντή τού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ένα μικρό αμάξι που το έσερναν δυο άλογα στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Ανάγκασαν τον Αδελφό Σούμπερτ να σταθεί στη μέση ενώ αρκετοί άντρες των Ταγμάτων Εφόδου κάθονταν γύρω του, καθένας τους με έναν αναμμένο δαυλό στο χέρι. Μπροστά στεκόταν ένας με μία κορνέτα και πίσω ένας με ένα τύμπανο και εναλλάξ έδιναν το σήμα ώστε όλοι να βγουν στα παράθυρα για να δουν την πομπή. Δύο άντρες των Ταγμάτων Εφόδου στο αμάξι κρατούσαν μια μεγάλη ταμπέλα που έλεγε: «Είμαι αχρείος και προδότης τής πατρίδας, επειδή δεν ψήφισα». Σύντομα κάποιος πίσω από την πομπή είχε μαζέψει έναν όμιλο που συνεχώς τραγουδούσε τα λόγια τής ταμπέλας. Στο τέλος τής φράσης ρωτούσαν: «Πού ανήκει αυτός;» και τότε τα παιδιά στο πλήθος φώναζαν όλα μαζί: «Σε στρατόπεδο συγκέντρωσης!» Ο αδελφός Σούμπερτ οδηγήθηκε μέσα από τους δρόμους τής πόλης των 15.000 κατοίκων περίπου, επί δυόμισι ώρες. Την επόμενη μέρα ο ραδιοφωνικός σταθμός τού Λουξεμβούργου το ανέφερε αυτό.

Μερικοί από τους αδελφούς εργάζονταν σε δημόσιες υπηρεσίες. Επειδή δεν έδιναν «το Γερμανικό χαιρετισμό» ούτε συμμετείχαν στις εκλογές και στις πολιτικές εκδηλώσεις, η κυβέρνηση έκανε σχέδια από το καλοκαίρι του 1934 να ψηφίσει ένα νόμο που θα έθετε εκτός νόμου σε εθνική κλίμακα τους Σπουδαστές της Γραφής ώστε να μπορούν να διωχτούν από τις δημόσιες υπηρεσίες. Αυτό απαιτούσε έναν εθνικό νόμο που να απαγορεύει τη δραστηριότητά τους και όχι απλώς τοπικούς νόμους των κρατιδίων. Ένας τέτοιος νόμος ψηφίστηκε την 1η Απριλίου 1935. Αλλά μερικοί αξιωματούχοι είχαν ήδη ενεργήσει από μόνοι τους.

Ο Λούντβιχ Στίκελ ήταν δημοτικός λογιστής στο Πφόρτσχαϊμ. Στις 29 Μαρτίου 1934, πήρε ένα γράμμα από το δήμαρχο που έλεγε: «Υποβάλλω μήνυση εναντίον σου με το σκοπό να σε απολύσω από τη θέση σου. Κατηγορείσαι ότι αρνήθηκες να ψηφίσεις στις εκλογές του Ράιχσταγκ στις 12 Νοεμβρίου 1933. . . .» Με μια μακροσκελή επιστολή ο Αδελφός Στίκελ εξήγησε τη θέση του, αλλά επειδή στην πραγματικότητα η απόφαση είχε ήδη βγει, τον ειδοποίησαν ότι είχε απολυθεί στις 20 Αυγούστου.

Ο σκοπός τους ήταν να αποστερήσουν τους μάρτυρες του Ιεχωβά από τα μέσα για τη συντήρησή τους​—​να τους απολύσουν από τις εργασίες τους, και να τους οδηγήσουν μακριά από τους τόπους εργασίας τους, να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους και να τους απαγορέψουν να ασκούν τα επαγγέλματά τους.

Η Γκέρτρουντ Φράνκε από το Μάιντς το διαπίστωσε αυτό όταν ο σύζυγός της είχε συλληφθεί για πέμπτη φορά το 1936 και η μυστική αστυνομία την είχε διαβεβαιώσει ότι δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ελεύθερο και πάλι. Αφού η Αδελφή Φράνκε ελευθερώθηκε​—​είχε κρατηθεί στη φυλακή περίπου πέντε μήνες​—​πήγε στο γραφείο ευρέσεως εργασίας για να βρει δουλειά. Ανακάλυψε όμως ότι εφόσον είχε φυλακιστεί κανείς δεν ήθελε να την προσλάβει. Τελικά αναγκάστηκε να τη δεχτεί ένα εργοστάσιο τσιμέντου. Δυο εβδομάδες αργότερα είχε την επόμενη έκπληξή της όταν ανακάλυψε ότι την είχαν εγγράψει στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο χωρίς τη συγκατάθεσή της και ότι η συνδρομή της για τη συμμετοχή είχε κρατηθεί από το μισθό της. Αναγνωρίζοντας τους πολιτικούς σκοπούς αυτής της οργάνωσης, πήγε αμέσως στο γραφείο και παραπονέθηκε ότι είχαν κρατηθεί χρήματα από το μισθό της για μια οργάνωση που η ίδια με κανέναν τρόπο δεν αναγνώριζε, και ότι απαιτούσε να τακτοποιηθεί αμέσως το ζήτημα. Αυτό κατέληξε στην άμεση απόλυσή της. Όταν ξαναπήγε στο γραφείο εργασίας τής είπαν ότι το γραφείο ούτε θα της έβρισκε δουλειά ούτε και μπορούσε να της δώσει επίδομα ανεργίας. Αν θα αρνιόταν να προσχωρήσει στο Εργατικό Μέτωπο, ήταν δικό της πρόβλημα το πώς θα τα έβγαζε πέρα.

ΟΙ ΝΕΑΡΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Πάρα πολλά παιδιά των μαρτύρων του Ιεχωβά στερήθηκαν την ευκαιρία να μορφωθούν. Ας αφήσουμε τον Χέλμουτ Κνόλλερ να μας πει την πείρα του με τα δικά του λόγια:

«Τον καιρό ακριβώς που απαγορεύτηκε η δράση των μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία οι γονείς μου βαφτίστηκαν σε συμβολισμό της αφιέρωσής τους στον Ιεχωβά! Για μένα ο καιρός τής απόφασης ήρθε όταν ήμουν 13 ετών και ανακοινώθηκε η απαγόρευση. Στο σχολείο έπρεπε συχνά να παίρνω αποφάσεις σχετικά με το χαιρετισμό τής σημαίας, και τις οποίες έπαιρνα σε αρμονία με την πιστότητα και την αφιέρωση στον Ιεχωβά. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το να συνεχίσω για να πάρω κάποια ανώτερη μόρφωση ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το σκεφτώ και έτσι άρχισα να μαθαίνω το επάγγελμα του εμπόρου σαν μαθητευόμενος στη Στουτγάρδη· αυτό περιλάμβανε δυο φορές την εβδομάδα παρακολούθηση μιας εμπορικής σχολής όπου γίνονταν καθημερινά οι τελετουργίες για τη σημαία. Επειδή ήμουν ψηλότερος απ’ όλους τους συμμαθητές μου εγώ φυσικά προκαλούσα πάντοτε την προσοχή όταν αρνιόμουν να χαιρετήσω τη σημαία.

«Όταν ο δάσκαλος έμπαινε στην αίθουσα, οι σπουδαστές έπρεπε να σηκώνονται και να χαιρετούν με τα λόγια ‘Χάιλ Χίτλερ’ και να σηκώνουν το δεξί τους χέρι. Αυτό εγώ δεν το έκανα. Ο δάσκαλος φυσικά απευθυνόταν σε μένα μόνο, και υπήρχαν συχνά σκηνές σαν κι αυτήν: ‘Κνόλλερ, έλα εδώ! Γιατί δε χαιρετάς με το «Χάιλ Χίτλερ;»’ ‘Είναι σε αντίθεση με τη συνείδησή μου κύριε’. ‘Τι; Φύγε μακριά μου, γουρούνι​—​βρωμιάρη​—​ακόμη πιο μακριά. Ντροπή σου! Προδότη!’ κλπ. Και στη συνέχεια με πήγαιναν σ’ άλλη αίθουσα. Ο πατέρας μου μίλησε στο διευθυντή και πήρε την ακόλουθη χαρακτηριστική εξήγηση: ‘Μπορεί ο Θεός σας στον οποίον πιστεύετε, να σας δώσει ακόμη κι ένα κομματάκι ψωμί; Ο Αδόλφος Χίτλερ μπορεί, κι αυτό το έχει αποδείξει’. Αυτό σήμαινε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να τον τιμούν και να τον χαιρετούν με τα λόγια ‘Χάιλ Χίτλερ’».

Όταν ο Αδελφός Κνόλλερ είχε τελειώσει την εκπαίδευσή του ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο αδελφός κλήθηκε για στρατιωτική υπηρεσία. Σχετικά μ’ αυτό αναφέρει τα εξής:

«Κλήθηκα για στρατιωτική υπηρεσία στις 17 Μαρτίου 1940. Για πολύ καιρό προηγουμένως υπολόγιζα αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν. Υπολόγιζα ότι όταν θα παρουσιαζόμουν στο κέντρο κατάταξης και θα αρνιόμουν να πάρω τον όρκο θα με έφερναν μπροστά σε ένα στρατιωτικό δικαστήριο και θα με εκτελούσαν. Πράγματι το προτιμούσα αυτό από το να μπω σε στρατόπεδο συγκέντρωσης! Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Δε δικάστηκα μπροστά σε στρατιωτικό δικαστήριο αλλά φυλακίστηκα με ελάχιστο ψωμί και νερό. Πέντε μέρες αργότερα η Γκεστάπο ήρθε και με πήρε για μια ανάκριση που κράτησε αρκετές ώρες και όπου κάθε είδους απειλή εκτοξεύτηκε εναντίον μου. Εκείνη τη νύχτα με ξαναγύρισαν στη φυλακή. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος· δεν υπήρχε πια ίχνος φόβου, αλλά μόνο χαρά και αναμονή για το τι επιφύλασσε το μέλλον και πώς ο Ιεχωβά θα με βοηθούσε και πάλι. Τρεις εβδομάδες αργότερα ανώτατοι αξιωματούχοι τής Γκεστάπο μού διάβασαν μια διαταγή που έλεγε ότι εξαιτίας τής στάσης μου εχθρότητας προς την πολιτεία και του κινδύνου να γίνω δραστήριος υπέρ των εκτός νόμου Διεθνών Σπουδαστών τής Γραφής, έπρεπε να παραμείνω υπό κράτηση. Αυτό σήμαινε ‘στρατόπεδο συγκέντρωσης’. Έτσι τα πράγματα εξελίχτηκαν εντελώς αντίθετα απ’ ό,τι έλπιζα. Μαζί με άλλους φυλακισμένους με πέταξαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου την 1η Ιουνίου».

Ο Αδελφός Κνόλλερ έμαθε πώς ήταν η ζωή όχι μόνο στο Νταχάου αλλά επίσης στο Σάξενχαουζεν. Αργότερα μεταφέρθηκε μαζί με άλλους φυλακισμένους στο νησί Αλντερνέι στη θάλασσα της Μάγχης. Ύστερα από ένα δραματικό ταξίδι έφτασε στο Στέιρ της Αυστρίας όπου αυτός και εκείνοι που ήταν μαζί του τελικά απελευθερώθηκαν στις 5 Μαΐου 1945. Η ταραχή εκείνων των ετών μπορεί να φανεί από το γεγονός ότι ο Αδελφός Κνόλλερ, ο οποίος υπήρξε το αντικείμενο τόσο πολύ διωγμού, δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να συμβολίσει την αφιέρωσή του στον Ιεχωβά με το βάφτισμα στο νερό, μολονότι τα χρόνια τής πιστότητάς του κάτω από τις πιο δύσκολες περιστάσεις ήταν απόδειξη ότι είχε κάνει αυτή την αφιέρωση. Στο μικρό όμιλο των επιζώντων με τους οποίους επέστρεψε στο σπίτι του υπήρχαν εννέα άλλοι αδελφοί, οι οποίοι είχαν πιστά υπομείνει από τέσσερα μέχρι οχτώ χρόνια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι οποίοι τώρα με ευγνωμοσύνη επωφελήθηκαν από την ευκαιρία να βαφτιστούν στο Πασάου.

ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟΧΩΡΙΖΟΝΤΑΙ ΒΙΑΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ

Ο Αδελφός και η Αδελφή Στρένγκε αντιλήφθηκαν πόσο δύσκολο ήταν για τους μάρτυρες του Ιεχωβά στη διάρκεια εκείνων των ταραγμένων χρόνων να κάνουν χρήση των νόμιμων δικαιωμάτων τους. Ο Αδελφός Στρένγκε συνελήφθηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών, ενώ η Αδελφή Στρένγκε που έμεινε τώρα μόνη με τα παιδιά της βρέθηκε σε μια κατάσταση που έπρεπε να δώσει όλες τις δυνάμεις της. Η ίδια λέει:

«Στο σχολείο ο γιος μου έπρεπε να μάθει έναν πατριωτικό ύμνο και ένα πατριωτικό ποίημα απ’ έξω. Επειδή δεν μπορούσε να το εναρμονίσει αυτό με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις αρνήθηκε. Ο δάσκαλός του είπε σε δυο αγόρια να τον οδηγήσουν σαν φυλακισμένο στο διευθυντή, κάποιον κύριο Χάνεμπεργκ, ο οποίος του είπε ότι θα του χτυπούσαν το δάχτυλο τόσο πολύ μέχρις ότου να ματώσει να πρηστεί και να γίνει μαύρο. Εξακολούθησε να τον απειλεί και είπε ότι ποτέ δε θα ξανάβλεπε τον πατέρα του. Τελικά ρώτησε αυτό το δεκάχρονο νεαρό παιδί αν θα αρνιόταν να κάνει στρατιωτική υπηρεσία. Ο Γκίντερ αναφέρθηκε στην Αγία Γραφή και είπε, ‘Αυτός που παίρνει μάχαιρα θα καταστραφεί με μάχαιρα’, οπότε ο διευθυντής έδωσε οδηγίες στο δάσκαλο του Γκίντερ να ‘τον τιμωρήσει με το γνωστό τρόπο’. Στη συνέχεια ο διευθυντής τον έστειλε στο σπίτι λέγοντας ότι θα ειδοποιούσε την αστυνομία να τον συλλάβει στο σπίτι πέντε λεπτά αργότερα και να τον κλείσει σε αναμορφωτήριο. Δεν πρόλαβε να μπει στο σπίτι ο γιος μου οπότε έφτασε η αστυνομία με ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Μερικοί αξιωματούχοι απαίτησαν βίαια να τους ανοίξω αλλά εγώ τους το αρνήθηκα. Ύστερα από λίγο η αστυνομία πήγε στη γειτόνισσά μου και της ζήτησε να δώσει ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον μου. Επειδή εκείνη δεν μπορούσε να δώσει τέτοιες ενοχοποιητικές αποδείξεις πιέστηκε τόσο πολύ ώστε τελικά παραδέχτηκε ότι μας είχε ακούσει να ψάλλουμε έναν ύμνο και να προσευχόμαστε κάθε πρωί. Τότε η αστυνομία έφυγε.

«Το επόμενο πρωί γύρω στις 10.30΄ η αστυνομία επέστρεψε. Επειδή και πάλι δεν ήθελα να τους ανοίξω την πόρτα, οι αξιωματούχοι τής Γκεστάπο φώναξαν: ‘Καταραμένη Βιβλική Σπουδάστρια! Άνοιξε!’ Στη συνέχεια πήγαν σε έναν κλειδαρά που έμενε εκεί κοντά και τον έφεραν για να ανοίξει.

«Βάζοντας ένα πιστόλι στο στήθος μου ένας από τους αξιωματούχους της Γκεστάπο φώναξε: ‘Δώσε μας τα παιδιά’. Αλλά εγώ τα κρατούσα κοντά μου και αυτά είχαν γαντζωθεί πάνω μου γυρεύοντας προστασία. Εξαιτίας τού φόβου ότι θα μας χώριζαν βίαια ξεφωνίζαμε με όλη μας τη δύναμη.

«Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε μπροστά στο σπίτι και άκουγε τις απελπισμένες κραυγές μου: ‘Γέννησα τα παιδιά μου με μεγάλους πόνους και δε θα τα δώσω ποτέ σε σας. Θα πρέπει πρώτα να με χτυπήσετε μέχρι θανάτου’. Ύστερα εξαντλημένη από την υπερένταση λιποθύμησα. Όταν συνήλθα η Γκεστάπο με ανέκρινε επί τρεις ώρες. Προσπάθησαν να με κάνουν να ενοχοποιήσω το σύζυγό μου. Η ανάκριση διακόπηκε αρκετές φορές από τις λιποθυμίες μου. Στο μεταξύ το πλήθος που όλο και μεγάλωνε μπροστά στο σπίτι άρχισε να δείχνει με θορύβους ότι δε συμφωνούσαν μ’ αυτά που συνέβαιναν. Τελικά η Γκεστάπο έφυγε και πάλι χωρίς να καταφέρει να επιτύχει εκείνο για το οποίο είχε ξεκινήσει. Τώρα προσπάθησαν να πάρουν τα παιδιά μου μακριά κρυφά. Προφανώς στα πλαίσια αυτού του σχεδίου μού ζήτησαν να εμφανιστώ μπροστά σ’ ένα ειδικό δικαστήριο στο Έλμπινγκ μερικές μέρες αργότερα. Την ίδια μέρα τα παιδιά μου έπρεπε να εμφανιστούν στον επίτροπο για τους ανήλικους ο οποίος είχε διοριστεί για την επίβλεψή τους. Επειδή υποψιαζόμουν το κακό που ήθελαν να κάνουν επισκέφθηκα τον επίτροπο για τους ανήλικους με τα δυο παιδιά μια μέρα προηγουμένως. Αυτός μου είπε ότι η δεκαπεντάχρονη κόρη μου επρόκειτο να μπει σε στρατόπεδο εργασίας και ο δεκάχρονος Γκίντερ επρόκειτο να δοθεί σε μια οικογένεια που θα τον ανέτρεφε σύμφωνα με τις γραμμές τού Εθνικοσοσιαλισμού. Σε περίπτωση άρνησης και οι δυο θα έμπαιναν σε αναμορφωτήριο. Στην απελπισία μου ρώτησα: ‘Πέστε μου, ζούμε ήδη στη Ρωσία ή ζούμε ακόμη στη Γερμανία;’ οπότε αυτός απάντησε: ‘Κυρία Στρένγκε, θα κάνω πως δεν άκουσα αυτό που μόλις είπατε. Και εγώ προέρχομαι από θρησκευτική οικογένεια· ο πατέρας μου είναι θρησκευτικός λειτουργός!’ Όταν ζήτησα να επιτραπεί τουλάχιστον στην κόρη μου να μάθει κάποια τέχνη αυτός ο εκπρόσωπος απάντησε: ‘Δε θέλω φασαρίες εξαιτίας σας. Θα προτιμούσα να επιβλέπω είκοσι άλλα παιδιά παρά ένα Σπουδαστή της Γραφής’.

«Το Σάββατο έφτασε, η μέρα που επρόκειτο να πάω στο Δικαστήριο στο Έλμπινγκ για να υπερασπίσω την πίστη μου στον Ιεχωβά και στις υποσχέσεις του. Για να ενισχύσω τον εαυτό μου και να μπορέσω και πάλι να μιλήσω από την καρδιά μου, επισκέφθηκα τον φυλακισμένο σύζυγό μου πριν φύγω. Όταν τον έφεραν μέσα, κατέρρευσα κλαίγοντας στην αγκαλιά του. Όλη η θλίψη και τα τρομερά γεγονότα των τελευταίων λίγων ημερών φούντωσαν και πάλι μέσα μου: ο σύζυγός μου ήταν καταδικασμένος σε τρία χρόνια φυλάκιση, τα παιδιά μου τα είχαν πάρει από μένα και τα είχαν χωρίσει συγχρόνως το ένα από το άλλο. Το ηθικό μου ήταν σπασμένο και ήμουν στα όρια της κατάρρευσης. Αλλά τα λόγια του συζύγου μου ήταν σαν λόγια αγγέλων, ο οποίος με παρηγόρησε περιγράφοντας τις δοκιμασίες τού Ιώβ και τα παθήματά του αλλά και την αδιάρρηχτη πιστότητά του στο Θεό, ώστε ακόμη κι αφού είχε χάσει τα πάντα δεν κατηγόρησε τον Θεό για αδικοπραγία. Ανέφερε πώς κι αυτός επίσης είχε πλούσια ευλογηθεί από τον Ιεχωβά μετά τη σοβαρή δοκιμασία εξαιτίας των πολυάριθμων ανακρίσεων και της δίκης. Αυτό μου ανανέωσε τη δύναμη. Πήγα τώρα στην ανάκριση με σηκωμένο το κεφάλι για να ακούσω με υπερηφάνεια με πόσο ζήλο τα παιδιά μου είχαν δώσει μαρτυρία για τον Ιεχωβά και τη Βασιλεία του και για την πίστη τους μπροστά στους δασκάλους τους και άλλους ανώτερους αξιωματούχους. Το ‘Γερμανικό δικαστήριο’ απεφάνθη: Επειδή δεν είχα αναθρέψει τα παιδιά μου με την έννοια του Εθνικοσοσιαλισμού, και επειδή είχα ψάλει μαζί τους ύμνους προς αίνο τού Ιεχωβά, θα έπρεπε να καταδικαστώ σε 8 μήνες φυλάκιση».

ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ

Ο δωδεκάχρονος Αδελφός Βίλλυ Ζάιτς από την Καρλσρούη είχε μια διαφορετική πείρα. Ο ίδιος αφηγείται:

«Δύσκολα μπορώ να περιγράψω τι έχω περάσει μέχρι τώρα. Οι συμμαθητές μου στο σχολείο με χτυπούν· όταν πηγαίνουμε περίπατο εγώ πρέπει να πηγαίνω μόνος μου αν βέβαια με πάρουν μαζί, και δεν πρέπει να μιλώ στους σχολικούς μου φίλους, αυτούς που έχω ακόμη. Μ’ άλλα λόγια: ‘Με μισούν και με κοροϊδεύουν σαν ψωριάρικο σκυλί’. Η μόνη μου παρηγοριά είναι ότι η Βασιλεία τού Θεού θα έρθει σύντομα. . . .»

Στις 22 Ιανουαρίου 1937, ο Βίλλυ αποβλήθηκε από το σχολείο «επειδή αρνείται να δώσει το Γερμανικό χαιρετισμό, να ψάλλει πατριωτικούς ύμνους και να λάβει μέρος στις σχολικές γιορτές».

ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

Ο Μαξ Ρούεφ από το Πόκινγκ διαπίστωσε επίσης πόσο συστηματικές προσπάθειες γίνονταν για να εξαναγκάσουν τους μάρτυρες του Ιεχωβά να διαρρήξουν την ακεραιότητά τους. Στερήθηκε εντελώς τα αναγκαία τής ζωής του. Μια υποθήκη που είχε εγγράψει με το σκοπό να κάνει μερικές αλλαγές στο σπίτι του σε λίγο ακυρώθηκε. Και επειδή δεν ήταν σε θέση να πληρώσει την υποθήκη αμέσως, όλη η περιουσία του βγήκε σε πλειστηριασμό το Μάιο του 1934.

«Ο διωγμός δε σταμάτησε εκεί», λέει ο Αδελφός Ρούεφ. «Αντίθετα, με την υποκίνηση των πολιτικών αρχηγών με κατηγόρησαν ψεύτικα και με έσυραν στα δικαστήρια. Επειδή δεν υπήρχε τίποτα για να με κατηγορήσουν, καταδικάστηκα από ένα ειδικό δικαστήριο του Μονάχου σε έξι μήνες φυλάκιση επειδή είχα ενασχοληθεί στην απαγορευμένη προσευχή και υμνολογία στο σπίτι μου. Άρχισα να εκτίω την ποινή μου στις 31 Δεκεμβρίου 1936. Η σύζυγός μου που περίμενε το τρίτο της παιδί έπαιρνε εκτός από το νοίκι και 12 μάρκα που βέβαια με κανένα τρόπο δεν έφταναν γι’ αυτήν και για τα δυο παιδιά που ήταν ηλικίας εννέα και δέκα χρόνων. Ήρθε ο καιρός για να γεννήσει το παιδί. Και οι δυο κάναμε αίτηση να διακοπεί η έκτιση της ποινής μου για λίγες εβδομάδες για να μπορέσω να φροντίσω μερικά απαραίτητα πράγματα. Περίπου μια εβδομάδα πριν να γεννηθεί το παιδί η αίτησή μας απορρίφθηκε σαν ‘ακατάλληλη’.

«Στις 27 Μαρτίου με ειδοποίησαν ότι η σύζυγός μου είχε πεθάνει και ότι θα με άφηναν ελεύθερο για τρεις μέρες να φροντίσω για ορισμένα απαραίτητα πράγματα. Αμέσως πήγα στην κλινική όπου είχαν μεταφέρει τη σύζυγό μου αφού είχε γεννήσει το παιδί, μολονότι είχε πεθάνει πριν φτάσει εκεί. Ο γιατρός και μια από τις νοσοκόμες που δεν ήξεραν ακόμη ότι είμαι μάρτυς τού Ιεχωβά, με παρότρυναν να υποβάλω μηνύσεις εναντίον τού γιατρού και της μαίας, ‘γιατί η σύζυγός σας ήταν υγιής και δεν είχε κανένα πρόβλημα’, αλλά εγώ απάντησα κουρασμένα: ‘Αυτό θα ήταν μεγάλος αγώνας για μένα’. Στο σπίτι βρήκα το νεκρό παιδί στο υπνοδωμάτιο και τα δύο άλλα παιδιά ηλικίας εννέα και δέκα ετών σε κατάσταση που μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί. Θα τα άφηνα τώρα μόνα τους χωρίς να υπάρχει κανείς να τα φροντίσει, ίσως χωρίς να τα ξαναδώ ποτέ;»

Τα πεθερικά τού Αδελφού Ρούεφ ζήτησαν να σταλεί στο Πόκινγκ το πτώμα τής γυναίκας του, όπου κανένας άλλος εκτός από την άμεση οικογένεια δεν επετράπη να μιλήσει στην ταφή. Έτσι ο ίδιος ο Αδελφός Ρούεφ έκανε την επικήδεια ομιλία για τη σύζυγό του και ο Ιεχωβά τού έδωσε τη δύναμη να το κάνει αυτό.

Η σκέψη ότι τώρα έπρεπε να αφήσει τα δυο παιδιά του μόνα τους χωρίς κανείς να υπάρχει να τα φροντίσει ήταν ανυπόφορη για τον Αδελφό Ρούεφ. Στις λίγες μόνο ώρες που του απέμεναν από την αναστολή της φυλάκισής του, πήρε το ένα από τα δυό παιδιά του και το έφερε στα πεθερικά του μολονότι δεν ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά και το άλλο το έφερε σε αδελφούς που ζούσαν κοντά στα Ελβετικά σύνορα. Τελικά πέρασε τα σύνορα και έκανε μια δραματική απόδραση στην Ελβετία όπου βρήκε άσυλο μαζί με το παιδί του.

ΠΡΩΤΑ ΤΙΜΩΡΙΑ, ΥΣΤΕΡΑ «ΦΙΛΙΚΟΤΗΤΑ», ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΡΡΗΧΘΕΙ Η ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

Υπήρχαν περιπτώσεις παιδιών τα οποία όταν αποχωρίστηκαν από τους γονείς τους εξασθένησαν στην πίστη για λίγο και πραγματικά βρέθηκαν στον κίνδυνο να συρθούν στα στρατόπεδα των Ναζί όπως το σχεδίαζαν οι αρχηγοί τού κινήματος. Πάρτε για παράδειγμα τον Χορστ Χένσελ από το Μάισσεν, ο οποίος βαφτίστηκε το 1943 μαζί με τον πατέρα του σε ηλικία 12 χρόνων. Γράφει ο ίδιος:

«Η παιδική μου ηλικία ήταν γεμάτη σκαμπανεβάσματα. Έφυγα από τη Νεολαία τού Χίτλερ​—​τουλάχιστον όσο ήταν αυτό δυνατόν​—​και ήμουν ευτυχισμένος και ισχυρός. Όταν αρνιόμουν να δώσω τον Χιτλερικό χαιρετισμό, που ήταν καθημερινή απαίτηση στο σχολείο, με χτυπούσαν αλλά χαιρόμουν επειδή ήξερα, με την ενίσχυση των γονέων μου, ότι είχα παραμείνει πιστός. Αλλά υπήρχαν φορές που είτε εξαιτίας τής σωματικής τιμωρίας είτε από φόβο για την κατάσταση έλεγα ‘Χάιλ Χίτλερ’. Θυμάμαι πώς πήγαινα μετά στο σπίτι, με τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα και πώς προσευχόμασταν μαζί στον Ιεχωβά και πώς για μια ακόμη φορά έπαιρνα κουράγιο να αντισταθώ στις επιθέσεις τού εχθρού την επόμενη φορά. Στη συνέχεια συνέβαιναν τα ίδια πράγματα και πάλι.

«Μια μέρα ήρθε η Γκεστάπο και ερεύνησε το σπίτι μας. ‘Είσαι μάρτυς τού Ιεχωβά;’ ρώτησε τη μητέρα μου ένας από τους σωματώδεις άντρες των Ες⁠–⁠Ες. Σαν να είναι σήμερα μπορώ να τη θυμηθώ να ακουμπάει στο πλάι της πόρτας και να λέει σταθερά ‘Ναι’, μολονότι ήξερε ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα σήμαινε τη σύλληψή της. Αυτό και έγινε δυο εβδομάδες αργότερα.

«Η μητέρα μου ήταν απασχολημένη με τη φροντίδα τής μικρής μου αδελφής, η οποία θα γινόταν ενός έτους την άλλη μέρα, όταν ήρθε η αστυνομία με ένα ένταλμα για τη σύλληψή της. . . . Επειδή ο πατέρας μου ήταν στο σπίτι εκείνο τον καιρό εμείς παραμείναμε κάτω από την κηδεμονία του. . . . Δυο εβδομάδες αργότερα συνέλαβαν και τον πατέρα μου επίσης. Μπορώ ακόμη να τον θυμηθώ να κάθεται ζαρωμένος μπροστά από την σόμπα της κουζίνας και να κοιτάζει τη φωτιά. Πριν φύγω για το σχολείο τον αγκάλιασα όσο σφιχτά μπορούσα, αλλά δεν είχε γυρίσει να με κοιτάξει. Συχνά έχω σκεφτεί για το σκληρό αγώνα που είχε να κάνει και είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά μέχρι σήμερα που ο Θεός τού προμήθευσε την αναγκαία δύναμη για να μου δώσει ένα τόσο καλό παράδειγμα. Γύρισα σπίτι και διαπίστωσα ότι ήμουν μόνος. Ο πατέρας μου είχε διαταχθεί να εκτελέσει στρατιωτική υπηρεσία και είχε πάει στο στρατολογικό γραφείο τής πόλης για να εξηγήσει την άρνησή του. Τον συνέλαβαν αμέσως. Οι παππούδες μου και οι άλλοι συγγενείς μας​—​οι οποίοι ήταν όλοι εχθροί των μαρτύρων τού Ιεχωβά και μάλιστα μερικοί από αυτούς ήταν μέλη τού Ναζιστικού κόμματος​—​είχαν κάνει προσπάθειες για να πάρουν την κηδεμονία τη δική μου και της μικρής μου αδελφής έτσι ώστε να μη μας βάλουν σε ίδρυμα για νεαρούς ή ίσως ακόμη και σε αναμορφωτήριο. Μια δεύτερη αδελφή που είχα, που ήταν ήδη εικοσιενός ετών, την συνέλαβαν μόλις δύο εβδομάδες μετά από τον πατέρα μου και πέθανε τρεις εβδομάδες αργότερα στη φυλακή από διφθερίτιδα και οστρακιά.

«Η μικρή μου αδελφή κι εγώ ήμαστε τώρα με τους παππούδες μου. Θυμάμαι ότι γονάτιζα μπροστά στο κρεβατάκι τής αδελφής μου για να προσευχηθώ. Δε με άφηναν να διαβάσω την Αγία Γραφή, αλλά πήρα μία κρυφά από μια γειτόνισσα και τη διάβαζα.

«Ο παππούς μου που δεν ήταν στην αλήθεια κάποτε επισκέφθηκε τον πατέρα μου στη φυλακή. Όταν γύρισε στο σπίτι ήταν πολύ αγανακτισμένος και φοβερά θυμωμένος. ‘Αυτός ο εγκληματίας, αυτός ο τιποτένιος! Πώς μπορεί να εγκαταλείψει τα παιδιά του;’ Δεμένος στα χέρια και στα πόδια με αλυσίδες ο πατέρας μου οδηγήθηκε μπροστά στον παππού μου, ο οποίος μαζί με άλλους προσπάθησε να τον πείσει να εκτελέσει στρατιωτική υπηρεσία για χάρη των παιδιών. Αλλά αυτός εξακολουθούσε να παραμένει πιστός και σταθερά απέρριπτε τις υποδείξεις, οπότε ένας αξιωματικός είπε στον παππού μου: ‘Ακόμη κι αν αυτός ο άνθρωπος είχε δέκα παιδιά πάλι τα ίδια θα έκανε’. Μολονότι αυτό φάνηκε φοβερό στον παππού μου, για μένα ήταν απόδειξη ότι ο πατέρας μου παρέμενε πιστός και ότι ο Ιεχωβά τον βοηθούσε.

«Λίγο καιρό αργότερα πήρα ένα γράμμα από τον πατέρα μου. Ήταν το τελευταίο του. Επειδή δεν ήξερε πού ήταν φυλακισμένη η μητέρα μου το έγραψε σε μένα. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου στη σοφίτα και διάβασα τα πρώτα λόγια: ‘Να χαρείτε όταν πάρετε αυτό το γράμμα, γιατί έχω υπομείνει. Σε δύο ώρες θα εκτελεστώ. . . .’ Λυπήθηκα και έκλαψα μολονότι τότε δεν καταλάβαινα το μέγεθος του ζητήματος όπως σήμερα.

«Μπροστά σ’ όλα αυτά τα αποφασιστικά γεγονότα εγώ παρέμεινα σχετικά ισχυρός. Χωρίς αμφιβολία ο Ιεχωβά μού έδινε την αναγκαία δύναμη για να λύνω τα προβλήματά μου. Αλλά ο Σατανάς έχει πολλούς τρόπους για να παγιδέψει κάποιον στην παγίδα του και εγώ σύντομα το διαπίστωσα αυτό. Ένας από τους συγγενείς μου πλησίασε τους δασκάλους μου και τους παρακάλεσε να είναι υπομονετικοί μαζί μου. Ξαφνικά όλοι έγιναν πολύ πολύ φιλικοί απέναντί μου. Οι δάσκαλοι δε με τιμωρούσαν ακόμη κι όταν δε χαιρετούσα με το ‘Χάιλ Χίτλερ’, και οι συγγενείς μου έγιναν ιδιαίτερα φιλικοί και καλοί προς εμένα. Και τότε έγινε το κακό.

«Με δική μου πρωτοβουλία ξαναπήγα στη Νεολαία τού Χίτλερ, μολονότι κανένας δε με ανάγκασε να το κάνω αυτό και μολονότι απόμεναν μόνο μερικοί μήνες πριν από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτό που ο Σατανάς δεν είχε καταφέρει να το επιτύχει με την αυστηρότητα μπόρεσε να το επιτύχει με την κολακεία και με τη δολιότητα. Σήμερα μπορώ να πω ότι ο σοβαρός διωγμός μπορεί να δοκιμάσει την πιστότητά μας, αλλά οι δόλιες επιθέσεις τού Σατανά από άλλες πλευρές δεν είναι λιγότερο επικίνδυνες από τις κτηνώδεις επιθέσεις. Σήμερα καταλαβαίνω πόσο δύσκολες δοκιμασίες πίστης πέρασε η μητέρα μου ενώ ήταν στη φυλακή. Εγώ είχα πάρει το τελευταίο γράμμα τού πατέρα μου σε επιβεβαίωση της πιστότητάς του και της αφιέρωσής του μέχρι θανάτου κι αυτό με ενίσχυσε απέραντα. Σ’ αυτήν εξάλλου είχαν στείλει το ρουχισμό του, πάνω στα οποία φαίνονταν ακόμη καθαρά λεκέδες από αίμα, σιωπηλοί μάρτυρες των βασανιστηρίων του ως το θάνατό του. Η μητέρα μου αργότερα μου είπε ότι όλα αυτά τα πράγματα τής ήταν πολύ δύσκολο για να τ’ αντέξει, αλλά η πιο δύσκολη δοκιμασία της στη διάρκεια αυτού του καιρού ήταν τα γράμματά μου που έδειχναν ότι είχα σταματήσει να υπηρετώ τον Ιεχωβά.

«Ο πόλεμος τέλειωσε γρήγορα. Η μητέρα μου ήρθε στο σπίτι και με βοήθησε να επιστρέψω στο δρόμο της αφιέρωσης. Εξακολούθησε να με ανατρέφει στην αγάπη του Ιεχωβά και στην αφιέρωση σ’ αυτόν. Κοιτώντας πίσω, βλέπω ότι είχα και τότε πολλά από τα ίδια προβλήματα που έχουν οι νεαροί αδελφοί μας σήμερα. Αλλά η μητέρα μου ποτέ δε σταμάτησε να αγωνίζεται για να με βοηθήσει να μείνω στο μονοπάτι τής αφιέρωσης. Εξαιτίας τής παρ’ αξία καλοσύνης τού Ιεχωβά είχα το προνόμιο να υπηρετήσω στην ολοχρόνια υπηρεσία επί είκοσι δύο χρόνια και έξι χρόνια και τέσσερις μήνες απ’ αυτό τον καιρό τα πέρασα στην φυλακή στην Ανατολική Γερμανία, φυλακισμένος όπως ήταν και οι γονείς μου.

«Συχνά αναρωτιέμαι τι έκανα που να αξίζει τόσο μεγάλες ευλογίες από τον Ιεχωβά στο παρελθόν. Σήμερα πιστεύω ότι σ’ αυτό συνέβαλαν οι προσευχές τού πατέρα μου και της μητέρας μου. Δε θα μπορούσαν να δώσουν καλύτερο παράδειγμα Χριστιανικής διαγωγής απ’ αυτό που έδωσαν με την ίδια τους την πορεία ενέργειας».

Υπάρχουν 860 γνωστές περιπτώσεις που παιδιά πάρθηκαν διά της βίας από τους γονείς τους, μολονότι ο ακριβής αριθμός μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερος. Έχοντας υπόψη τέτοια απανθρωπιά δεν είναι παράξενο που οι αρχές προχώρησαν τόσο πολύ ώστε με την δικαιολογία ότι μερικοί γονείς έπασχαν από «κληρονομική αρρώστια» υποβάλλονταν σε στείρωση βάσει ενός ισχύοντος νόμου και γίνονταν ανίκανοι ν’ αποκτήσουν κατόπιν παιδιά.

ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ

Μια από τις πιο σκληρές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν ήταν να αφήνουν το γαμήλιο σύντροφο και άλλα μέλη τής οικογένειας να παρακολουθούν τα βασανιστήρια των αγαπημένων τους στη διάρκεια της ανάκρισης. Ο Έμιλ Βίλντε περιγράφει πόσο σκληρό ήταν να τον αναγκάζουν να ακούει από το κελί του καθώς η σύζυγός του βασανιζόταν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου.

«Στις 15 Σεπτεμβρίου 1937», αρχίζει ο Έμιλ, «νωρίς το πρωί γύρω στις 5 η ώρα, ήρθαν και ερεύνησαν το σπίτι μας δύο αξιωματούχοι τής Γκεστάπο αφού πρώτα ανάκριναν τα παιδιά μας. Στη συνέχεια πήραν εμένα και τη σύζυγό μου στο τμήμα και αμέσως μας κλείδωσαν σε κελιά φυλακής. Η πρώτη μας ανάκριση έγινε περίπου 10 μέρες αργότερα. Μου είπαν ότι επρόκειτο την ίδια μέρα επίσης να ανακρίνουν για πρώτη φορά τη σύζυγό μου και αυτό πράγματι έγινε.

«Από το μεσημέρι και έπειτα γύρω στις 1 η ώρα άκουγα δυνατές κραυγές γυναίκας. Τη χτυπούσαν και καθώς οι κραυγές γίνονταν όλο και δυνατότερες εγώ τις άκουγα όλο και πιο καθαρά και αναγνώριζα ότι αυτές προέρχονται από τη σύζυγό μου. Χτύπησα το κουδούνι και ρώτησα γιατί χτυπούσαν αυτή τη γυναίκα, τη σύζυγό μου· μου είπαν ότι δεν ήταν η σύζυγός μου, αλλά κάποια άλλη, η οποία άξιζε τα χτυπήματα επειδή δε φέρθηκε καλά. Αργά το απόγευμα οι κραυγές άρχισαν και πάλι και μεγάλωναν τόσο πολύ που για μια φορά ακόμη χτύπησα το κουδούνι να παραπονεθώ για τη μεταχείριση που γινόταν στη σύζυγό μου. Η Γκεστάπο εξακολούθησε να αρνείται ότι ήταν η σύζυγός μου. Γύρω στις 1 η ώρα το ίδιο βράδι δεν μπόρεσα πλέον να το αντέξω περισσότερο και χτύπησα άλλη μια φορά, αλλά αυτή τη φορά εμφανίστηκε ένας αξιωματικός τής αστυνομίας, που δεν ήξερα το όνομά του και είπε: ‘Αν χτυπήσεις μια φορά ακόμη, θα πάθεις τα ίδια που έχουμε κάνει στη γυναίκα σου!’ Ακολούθησε σιωπή σ’ ολόκληρη τη φυλακή, γιατί στο μεταξύ είχαν πάει τη σύζυγό μου σε νευρολογική κλινική. Νωρίς το πρωί στις 3 Οκτωβρίου ήρθε στο κελί μου ο επικεφαλής δεσμοφύλακας της Γκεστάπο ο Κλάσσιν, για να μου πει ότι η σύζυγός μου είχε πεθάνει στη νευρολογική κλινική. Του είπα απροκάλυπτα ότι αυτοί ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο της συζύγου μου και τη μέρα τής κηδείας της υπέβαλα μηνύσεις για φόνο εναντίον τής Γκεστάπο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να με κατηγορήσει η Γκεστάπο για δυσφήμηση.

«Αυτό σήμαινε ότι θα γινόταν άλλη μια δίκη εκτός από την πρώτη. Όταν έγινε αυτή η δίκη σηκώθηκαν δύο αδελφές στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας τού ειδικού Δικαστηρίου και βεβαίωσαν: ‘Ακούσαμε την κυρία Βίλντε να φωνάζει, «Διάβολοι, θα με σκοτώσετε από τα χτυπήματα»’. Ο δικαστής απάντησε: ‘Δεν το είδαν όμως αυτό, απλώς το άκουσαν. Σε καταδικάζω σε ένα μήνα φυλάκιση’. Μερικές αδελφές που είδαν τη σύζυγό μου ύστερα από το θάνατό της, βεβαίωσαν ότι ήταν φοβερά παραμορφωμένη με μεγάλες χαρακιές από χτυπήματα γύρω από το λαιμό της και στο πρόσωπό της. Εμένα δε μου επέτρεψαν να παρακολουθήσω την κηδεία».

Σε άλλες περιπτώσεις έγιναν προσπάθειες να υπνωτιστούν οι αδελφοί. Σε μερικούς απ’ αυτούς έδωσαν τροφή που είχε υπνωτικό, και έτσι προσωρινά έχασαν τον έλεγχο πάνω σ’ αυτά που έλεγαν. Στην προσπάθειά τους να αναγκάσουν άλλους να ομολογήσουν, έδεσαν τα χέρια τους και τα πόδια τους πίσω στην πλάτη τους για ολόκληρη τη νύχτα. Από μερικούς που δεν μπόρεσαν να αντέξουν κάτω από τέτοια τρομερά βασανιστήρια, η Γκεστάπο μπόρεσε να αποσπάσει πληροφορίες για το πώς ήταν οργανωμένο το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά και πώς διεξαγόταν.

ΦΙΛΙΚΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ

Μολονότι οι αξιωματούχοι χρησιμοποιούσαν τη ‘νέα, ισχυρή και δυνατή γλώσσα’, η οποία ιδιαίτερα χαρακτήριζε όλους τους ηγέτες τής νέας κατάστασης, και βασιζόταν στη λεγόμενη ‘αρχή του Φύρερ’, ωστόσο ήταν ευχάριστο που κάπου⁠–⁠κάπου μερικοί αξιωματούχοι τής αστυνομίας, στις σχέσεις τους με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά μέσα και έξω από τη φυλακή, έδειχναν ότι ήταν ακόμη ικανοί να έχουν κάποια συμπόνια για το συνάνθρωπό τους.

Ο Καρλ Γκέριν που αρνήθηκε να δώσει το «Γερμανικό χαιρετισμό» και να συνεργαστεί με την Οργάνωση τού Μετώπου Εργασίας, απολύθηκε από τη δουλειά του στην ιδιωτική εταιρία σιδηροδρόμων στα έργα τής Λέονας στο Μέρσεμπουργκ. Το γραφείο ευρέσεως εργασίας αρνήθηκε να του βρει δουλειά και το γραφείο πρόνοιας αρνήθηκε να του δώσει οποιοδήποτε είδος βοήθειας. Αλλά ο Ιεχωβά ο οποίος γνωρίζει τις ανάγκες τού λαού του κατεύθυνε το ζήτημα έτσι ώστε ο Αδελφός Γκέριν σύντομα να βρει δουλειά σε ένα εργοστάσιο χαρτοποιίας στο Βάισσενφελς. Ο διευθυντής τού εργοστασίου ο κύριος Κορνέλιους, προσέλαβε όλους τους αδελφούς τής περιοχής που είχαν απολυθεί από τις δουλειές τους και δεν τους ζήτησε τίποτα που θα ήταν σε αντίθεση με τη συνείδησή τους.

Όπως αποδείχτηκε αργότερα υπήρχαν και άλλοι εργοδότες σαν κι αυτόν αν και όχι πολλοί. Έτσι αρκετοί αδελφοί σώθηκαν από τα νύχια τής Γκεστάπο.

Υπήρχαν επίσης και μεμονωμένοι δικαστές οι οποίοι ενδόμυχα δε συμφωνούσαν καθόλου με τις βίαιες μεθόδους που χρησιμοποιούσε η κυβέρνηση του Χίτλερ. Ιδιαίτερα στην αρχή πολλοί δικαστές παρουσίαζαν στους αδελφούς ένα αθώο χαρτί για υπογραφή που έλεγε απλώς ότι θα απείχαν από κάθε ενασχόληση σε πολιτικές δραστηριότητες. Έτσι πολλοί αδελφοί μπόρεσαν να διατηρήσουν την ελευθερία τους αφού μπορούσαν να υπογράψουν αυτό το χαρτί χωρίς επιφυλάξεις.

Οι έρευνες στα σπίτια συχνά έδειχναν ότι δεν μισούσαν όλοι οι αξιωματούχοι τους Μάρτυρες του Ιεχωβά όπως φαινόταν από πρώτη ματιά. Ο Αδελφός και η Αδελφή Πόντιγκ το διαπίστωσαν αυτό όταν ερευνήθηκε το σπίτι τους. Μόλις είχαν πάρει το ταχυδρομείο τους που περιλάμβανε αντίτυπα της Σκοπιάς μαζί με άλλα έντυπα, από τη σαρκική αδελφή τής Αδελφής Πόντιγκ η οποία ζούσε στην Ολλανδία. Ωστόσο πριν καν μπορέσουν να διαβάσουν τίποτα χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι τής πόρτας.

«Γρήγορα», φώναξε η Αδελφή Πόντιγκ, «βάλ’ τα όλα στο κελάρι και κλείσε την πόρτα». Επειδή αυτό όμως θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή αποφάσισε η αδελφή την τελευταία στιγμή να αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Στο μεταξύ ο πράκτορας της Γκεστάπο, συνοδευόμενος από έναν άντρα των Ταγμάτων Εφόδου, είχε μπει στο σπίτι. «Λοιπόν», είπε, «ας αρχίσουμε ακριβώς από δω». Μ’ αυτό εννοούσε το κελάρι που η πόρτα του ήταν ανοιχτή. Ο μικρός γιος τού Αδελφού Πόντιγκ ξαφνικά είπε: «Θα ψάχνετε πολλή ώρα πριν μπορέσετε να βρείτε τίποτα στο κελάρι», οπότε ο πράκτορας γέλασε και είπε: «Καλά τότε ας πάμε στο άλλο δωμάτιο». Η έρευνα αποδείχτηκε άκαρπη. Στην πραγματικότητα ο Αδελφός Πόντιγκ και η οικογένειά του σχημάτισαν την εντύπωση ότι αυτοί​—​τουλάχιστον ο πράκτορας της Γκεστάπο​—​δεν ήθελαν να βρουν τίποτα. Ήταν φανερό ότι ο άντρας των Ταγμάτων Εφόδου πίστευε ότι η έρευνα δεν ήταν πλήρης και ήθελε να συνεχίσει την έρευνα. Αλλά ο πράκτορας της Γκεστάπο τον επέπληξε και του απαγόρευσε να ψάξει περισσότερο. Όταν έφευγαν ξαφνικά γύρισε μόνος του και ψιθύρισε στην Αδελφή Πόντιγκ: «Κυρία Πόντιγκ ακούστε τι θα σας πω. Θα πάρουν τα παιδιά σας επειδή δεν είναι στη Νεολαία τού Χίτλερ. Σας παρακαλώ στείλτε τα έστω και για τα μάτια». «Στη συνέχεια έφυγαν και οι δυο και εμείς μπορέσαμε να διαβάσουμε το ταχυδρομείο μας από την Ολλανδία με ηρεμία», γράφει ο Αδελφός Πόντιγκ. «Ευχαριστήσαμε τον Ιεχωβά για τα πολλά νέα πράγματα και για τη Σκοπιά που υπήρχε και πάλι».

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗΣ

Υπάρχουν φυσικά πολυάριθμες περιπτώσεις στις οποίες οι αξιωματούχοι τής Γκεστάπο χτυπήθηκαν προφανώς με τύφλωση όταν έκαναν τις έρευνές τους και συχνά παραπλανήθηκαν από τις αστραπιαίες αντιδράσεις των αδελφών, πράγμα που δείχνει την προστασία τού Ιεχωβά και την αγγελική βοήθεια.

Η Αδελφή Κορνέλιους από το Μάρκτρεντβιτς λέει μια πείρα: «Μια μέρα εμφανίστηκε κάποιος άλλος αστυνομικός για να κάνει έρευνα. Είχαμε αρκετά έντυπα στο σπίτι και ανάμεσα σ’ αυτά πολυγραφημένες Σκοπιές. Προς στιγμή, δε σκέφτηκα τίποτα καλύτερο από το να τα βάλω όλα σε μια άδεια τσαγιέρα, που έτυχε να βρίσκεται στο τραπέζι. Αφού αυτοί έψαξαν παντού, ήταν πια ζήτημα χρόνου πριν να βρουν κι αυτόν τον κρυψώνα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπήκε απροσδόκητα στο διαμέρισμα η σαρκική μου αδελφή. Χωρίς να της εξηγήσω, της είπα, ‘Να, πάρε τον καφέ σου μαζί σου’. Εκείνη φάνηκε λίγο ξαφνιασμένη στην αρχή αλλά κατάλαβε τι εννοούσα, και έφυγε αμέσως παίρνοντας την τσαγιέρα μαζί της. Τα έντυπα ήταν εκτός κινδύνου και οι αξιωματούχοι δεν είχαν προσέξει ότι είχαν παραπλανηθεί».

Διασκεδαστική είναι η ιστορία που λένε ο Αδελφός και η Αδελφή Κορνέλιους για τον πεντάχρονο γιο τους τον Ζίκφριντ, ο οποίος εκείνο τον καιρό δεν είχε δυσκολίες με το «Γερμανικό χαιρετισμό» και παρόμοια πράγματα επειδή δεν ήταν ακόμη σε σχολική ηλικία. Αλλά επειδή οι γονείς του τον ανάτρεφαν στην αλήθεια, ήξερε ότι τα έντυπα των γονιών του, τα οποία πάντοτε τα έκρυβαν αφού τα είχαν διαβάσει, ήταν πολύ σπουδαία και ότι η Γκεστάπο δεν έπρεπε να τα βρει. Μια μέρα όταν είδε δύο αξιωματούχους να έρχονται από την αυλή στο σπίτι των γονιών του, αμέσως κατάλαβε ότι θα έψαχναν για κρυμμένα έντυπα και αμέσως ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να τους εμποδίσει από το να τα βρουν. Μολονότι δεν ήταν ακόμη σε σχολική ηλικία, άρπαξε τη τσάντα τού μεγαλύτερου αδελφού του, την άδειασε απ’ ό,τι είχε μέσα και τη γέμισε με όλα τα έντυπα. Κρέμασε την τσάντα στην πλάτη του και βγήκε μ’ αυτή στο δρόμο. Εκεί περίμενε ωσότου έφυγαν οι αξιωματούχοι αφού δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Στη συνέχεια γύρισε στο σπίτι και ξανάκρυψε τα έντυπα εκεί που τα είχε βρει.