Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Μέρος 2—Γερμανία

Μέρος 2—Γερμανία

Μέρος 2—Γερμανία

ΑΝΕΥΡΕΣΗ «ΠΡΟΒΑΤΩΝ» ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Ενώ ήταν στη φυλακή οι αδελφοί έρχονταν σε επαφή με κάθε είδους ανθρώπους και φυσικά, όσο ήταν δυνατόν, τους μιλούσαν για την ελπίδα τους. Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά τους όταν ένας από τους συγκρατουμένους τους δεχόταν την αλήθεια! Ο Βίλλυ Λέμπεγκερ μας λέει για μια τέτοια πείρα. Ήταν φυλακισμένος με πολλούς άλλους σε ένα δωμάτιο όπου επιτρεπόταν το κάπνισμα:

«Η κουκέτα μου ήταν πάνω αλλά ο φυλακισμένος που κοιμόταν κάτω από μένα κάπνιζε τόσο πολύ που με δυσκολία μπορούσα ν’ αναπνεύσω. Όταν όλοι οι άλλοι κοιμούνταν εγώ μπορούσα να του δίνω μαρτυρία από την Αγία Γραφή για το σκοπό τού Θεού για τους ανθρώπους. Διαπίστωσα ότι άκουγε προσεκτικά. Αυτός ο νεαρός ήταν δραστήριος στα πολιτικά πράγματα και είχε φυλακιστεί γιατί μοίραζε παράνομα περιοδικά. Υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλον ότι αν ζούσαμε και ελευθερωνόμασταν, θα προσπαθούσαμε να επισκεφθούμε ο ένας τον άλλον. Αλλά τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Το 1948 τον ξανασυνάντησα σε μια από τις συνελεύσεις μας περιοχής. Με αναγνώρισε αμέσως με χαιρέτησε με χαρά και ύστερα μου είπε την ιστορία του. Αφού συμπλήρωσε την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος κλήθηκε για στρατιωτική υπηρεσία και υπηρέτησε στο μέτωπο της Ρωσίας. Εκεί είχε την ευκαιρία να σκεφτεί πάνω σ’ όλα τα πράγματα που του είχα πει. . . . Τελικά μου είπε: ‘Σήμερα έγινα αδελφός σου’. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο συγκινήθηκα και πόσο χάρηκα;»

Ο Χέρμαν Σλέμερ είχε μια παρόμοια πείρα. Πάλι σε μια συνέλευση περιοχής ένας αδελφός τον πλησίασε και του είπε: «Με θυμάσαι;» ο Αδελφός Σλέμερ απάντησε: «Το πρόσωπό σου είναι γνωστό, αλλά δεν ξέρω ποιος είσαι». Ο αδελφός τότε του είπε ότι ήταν ο δεσμοφύλακας του Αδελφού Σλέμερ στη φυλακή τής Φρανκφούρτης στη διάρκεια της πεντάχρονης φυλάκισής του εκεί. Ο Αδελφός Σλέμερ είχε πει στο δεσμοφύλακα πολλά πράγματα για την αλήθεια. Του είχε ζητήσει επίσης μια Αγία Γραφή την οποία ο κληρικός της φυλακής τού αρνήθηκε. Ο δεσμοφύλακας ήταν φιλάνθρωπος και βρήκε μια Αγία Γραφή για τον Αδελφό Σλέμερ. Για να έχει επίσης κάτι να κάνει στην απομόνωση της φυλακής τού έφερνε τις κάλτσες τής οικογένειας για μαντάρισμα. Ναι ο Αδελφός Σλέμερ πραγματικά είχε αιτία για χαρά επειδή ένιωθε ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο λόγος τού Ιεχωβά είχε πέσει σε γόνιμο έδαφος.

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΡΟΦΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΠΑΝΙΑ

Η πνευματική τροφή στη Γερμανία εξακολούθησε να λιγοστεύει. Το πόσο επικίνδυνο ήταν για τα άτομα καθώς και για τους ομίλους όταν έχασαν την επαφή με την οργάνωση και δεν είχαν πλέον την ευκαιρία να παίρνουν πνευματική τροφή μάς το λέει ο Χάινριχ Βίκερ:

«Όταν οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία, στην εκκλησία μας ήμαστε μεταξύ τριάντα και σαράντα ευαγγελιζόμενοι. Η προκλητική θέση που πήρε αυτό το σύστημα σύντομα ανάγκασε πολλούς αδελφούς να ‘χαλαρώσουν’, κι έτσι να γίνουν αδρανείς, και οι μισοί περίπου από τους ευαγγελιζόμενους δεν ξαναεμφανίστηκαν. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις σχέσεις μας μ’ εκείνους που είχαν απομακρυνθεί, να τους χαιρετούμε όταν τους συναντούμε, αλλά να μην τους δίνουμε περιοδικά όταν υπήρχαν διαθέσιμα. Κάποτε στη διάρκεια μιας συζήτησης, ανακαλύψαμε ότι όλοι οι αδελφοί εκτός από δεκατέσσερις είχαν ψηφίσει στις εκλογές».

Φυσικά υπήρχε πάντοτε κίνδυνος να στερηθούν μερικοί αδελφοί την πνευματική τροφή απλά και μόνο επειδή μερικές ατυχείς περιστάσεις είχαν προξενήσει υποψίες ότι είχαν αποσυρθεί από την οργάνωση του Ιεχωβά. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Γκρέτε Κλάιν και στη μητέρα της στο Στεττίνο. Ας ακούσουμε τι αφηγείται η ίδια:

«Συναθροιζόμασταν σε μικρούς ομίλους στα σπίτια διαφόρων αδελφών. Ο επίσκοπος της εκκλησίας μας μου έδωσε τη Σκοπιά για να μπορέσω να κάνω τα στένσιλς για να πολυγραφηθεί. Αλλά ύστερα από λίγο έχασα αυτό το προνόμιο που τόσο πολύ εκτιμούσα. Οι αδελφοί είχαν τρομοκρατηθεί και φοβόνταν ότι μπορούσαν να ανακαλυφθούν όταν διαπίστωσαν ότι ο πατέρας μου ήταν εχθρός τής αλήθειας. Σε μας, στη μητέρα μου και σε μένα, δεν έδιναν ούτε καν ένα αντίτυπο της Σκοπιάς. Μάλιστα ο φόβος των αδελφών προχώρησε τόσο πολύ που ούτε καν μας χαιρετούσαν όταν μας συναντούσαν στο δρόμο. Κάθε επαφή με την οργάνωση του Ιεχωβά είχε διακοπεί. Μια εκκλησία Σπουδαστών τής Γραφής στο Στεττίνο έπαψε να υπάρχει γιατί, μολονότι ήμαστε ακόμη ελεύθεροι, ήμαστε χωρίς ηγεσία και χωρίς πνευματική τροφή. . . .

«Το να μην προχωρείς στην ουσία σημαίνει οπισθοχώρηση. Αυτό το είδαμε σύντομα από την πνευματική μας κατάσταση. Μετά την έναρξη του πολέμου, συνέχισα να προσεύχομαι για τους πνευματικούς μου αδελφούς που ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης· σύντομα όμως προσευχόμουν επίσης και για τα σαρκικά μου αδέλφια που πολεμούσαν με κατά γράμμα όπλα στη Ρωσία και στην Ελλάδα. Εκείνο τον καιρό ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό η ιδέα ότι αυτό που έκανα ήταν κάτι κακό. Συχνά μου ερχόταν στο μυαλό η σκέψη για το αν θα ήταν ποτέ δυνατό να εγκαθιδρυθεί μια νέα τάξη κάτω από τη βασιλεία τού Θεού.

«Εκτός από μένα, υπήρχαν και πολλοί άλλοι νεαροί στην εκκλησία τού Στεττίνου οι οποίοι δεν ήξεραν πού στέκονταν. Μερικοί νέοι όπως ο Γκίντερ Μπράουντ, ο Κουρτ και ο Άρτουρ Βίσσμαν, υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία πολεμώντας με κατά γράμμα όπλα. Ο Κουρτ Βίσσμαν μάλιστα σκοτώθηκε στη μάχη. Ένας σημαντικός λόγος για την αρνητική μου στάση ήταν χωρίς αμφιβολία το γεγονός ότι η ηγεσία μέσα στην εκκλησία τού Στεττίνου είχε πέσει θύμα στο φόβο των ανθρώπων. . . .

«Εξάλλου οι αδελφοί εκείνοι οι οποίοι εξασθένησαν στη διάρκεια εκείνου του καιρού είναι ένα παράδειγμα της μακροθυμίας, τής αγάπης και της συγχωρητικότητας τού Ιεχωβά, αφού όπως διαπίστωσα αργότερα, μερικοί απ’ αυτούς ειλικρινά μετανόησαν για τις πράξεις τους όταν άρχισε και πάλι το έργο και αποκαταστάθηκαν στην εύνοια του Ιεχωβά. Μερικοί απ’ αυτούς είναι ακόμη στην ολοχρόνια υπηρεσία σήμερα όπως για παράδειγμα, ο πρώην επίσκοπος εκκλησίας του Στεττίνου, ο οποίος εξαιτίας τού φόβου των ανθρώπων διέκοψε κάθε επαφή μαζί μου και μαζί με τη μητέρα μου και μετακόμισε με τη σύζυγό του σ’ ένα μέρος όπου ήταν εντελώς άγνωστοι. Αλλά πόσο χάρηκα όταν τους συνάντησα και πάλι στο Βισμπάντεν όταν άρχισα να υπηρετώ στο Μπέθελ και μπόρεσα να τους δω και τους δυο να συνεχίζουν την ολοχρόνια υπηρεσία μέχρι τα γεράματα. Εξαιτίας της πορείας του μερικοί από τους αδελφούς υπέφεραν πάρα πολλά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις φυλακές και πολλοί δυσκολεύτηκαν να τον συγχωρήσουν. Αλλά το έλεος του Ιεχωβά τούς βοήθησε να το κάνουν και χρησίμευσε σαν ένα θαυμάσιο παράδειγμα γι’ αυτούς».

ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΓΔΕΜΒΟΥΡΓΟ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ

Γυρίζοντας πίσω στα γεγονότα του 1933 όταν ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος, βρίσκουμε ότι ο Αδελφός Ρόδερφορδ σύντομα κατάλαβε ότι η Γερμανική κυβέρνηση είχε βάλει στο μάτι το κτίριό μας στο Μαγδεμβούργο και τα ακριβά τυπογραφικά πιεστήρια εκεί. Έγιναν μεγάλες προσπάθειες για να αποδειχτεί στους αρμόδιους αξιωματούχους ότι η Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Γερμανίας ήταν παράρτημα τής Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά της Πενσυλβανίας και ότι, αφού η περιουσία τού Μαγδεμβούργου σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν σε δωρεές από την Αμερική, ήταν στην πραγματικότητα Αμερικάνικη περιουσία. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ σαν Γερμανός πολίτης είχε μικρές δυνατότητες να αγωνιστεί για την επιστροφή της Αμερικανικής περιουσίας. Ο Αδελφός Ρόδερφορδ λοιπόν ζήτησε από τον Αδελφό Χάρμπεκ, τον επίσκοπο τμήματος της Ελβετίας να λάβει μέρος στην αντιδικία κάνοντας χρήση τής Αμερικανικής του υπηκοότητας.

Ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ ο οποίος είχε μετακομίσει στην Τσεχοσλοβακία για ασφάλεια νόμισε τώρα ότι η εξουσία του περιορίστηκε και πληγώθηκε η υπερηφάνειά του. Ωστόσο ο ίδιος έδειξε πολύ λίγη προθυμία να επιστρέψει στη Γερμανία και να κατευθύνει προσωπικά τις διαπραγματεύσεις που γίνονταν για την επιστροφή τής περιουσίας τής Εταιρίας και να υποστηρίξει τους αδελφούς του στον αγώνα τους για την πίστη. Συγχρόνως ο Αδελφός Μπάλτζεραϊτ και μερικοί άλλοι αδελφοί οι οποίοι είχαν πάρει το μέρος του στη διαμάχη κατηγόρησαν τον Αδελφό Χάρμπεκ ότι ήταν αμελής στη φροντίδα των Γερμανικών συμφερόντων, ενώ άλλοι έφτασαν στο σημείο να τηλεγραφήσουν στον Αδελφό Ρόδερφορδ υπέρ τού Μπάλτζεραϊτ.

Ο Αδελφός Ρόδερφορδ απάντησε στον Μπάλτζεραϊτ ως εξής: «Γύρισε στο Μαγδεμβούργο και μείνε εκεί και φρόντισε για τα ζητήματα και κάνε ό,τι μπορείς, αλλά να κρατάς ενήμερο τον Αδελφό Χάρμπεκ για όλα. . . . Στην πραγματικότητα δε χρειάζεται να ζητήσεις άδεια να επιστρέψεις στη Γερμανία αφού καθώς γνωρίζουμε τόσο εγώ όσο και συ, θα μπορούσες να είχες μείνει εκεί από την αρχή. Προσπάθησες να με κάνεις όμως να πιστέψω ότι η προσωπική σου ασφάλεια εξαρτιόταν από την έξοδό σου από τη χώρα».

Το έτος 1933 τελείωσε χωρίς να επιτευχθεί κάποια ομοφωνία σχετικά με την διεξαγωγή τακτικών συναθροίσεων και τη διεξαγωγή τού έργου κηρύγματος. Ο Αδελφός Πόντιγκ περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Αναπτύχθηκαν δύο ομάδες. Οι φοβητσιάρηδες πίστευαν ότι ήμαστε ανυπάκουοι και ότι βάζαμε σε κίνδυνο και αυτούς και το έργο τού Ιεχωβά». Ένα γράμμα που έγραψε ο Αδελφός Χάρμπεκ τον Αύγουστο του 1933 κυκλοφόρησε πάρα πολύ ανάμεσα στους Γερμανούς αδελφούς και χρησιμοποιήθηκε στις συζητήσεις αυτών που φοβόνταν σαν απόδειξη ότι η στάση τους ήταν σωστή. Στο μεταξύ η Εταιρία δημοσίευσε ένα άρθρο στη Σκοπιά με τίτλο «Μη Φοβηθήτε Αυτούς», που υποστήριζε τη δράση εκείνων οι οποίοι παρά τον αυξανόμενο διωγμό και την κακομεταχείριση είχαν ακολουθήσει τη φωνή τής συνείδησής τους και είχαν συνεχίσει να συναθροίζονται μαζί σε μικρές ομάδες για να διεξάγουν το έργο τού κηρύγματος κάτω από την επιφάνεια. Τους έδειξε ότι οι πράξεις τους ήταν σε αρμονία με το θείο θέλημα.

Οι διαπραγματεύσεις για την επιστροφή της περιουσίας τού Μαγδεμβούργου είχαν αποτύχει και έτσι ο Αδελφός Ρόδερφορδ έγραψε στον Αδελφό Χάρμπεκ στις 5 Ιανουαρίου 1934 τα εξής: «Ελάχιστες ελπίδες έχω ότι θα μπορέσουμε να πετύχουμε κάτι από τη Γερμανική κυβέρνηση. Έχω τη γνώμη ότι αυτή η πτέρυγα της οργάνωσης του Σατανά θα εξακολουθήσει να καταπιέζει το λαό μας μέχρις ότου επέμβει ο Κύριος».

Στο μεταξύ, και άλλα γράμματα από τους αδελφούς της Γερμανίας είχαν φτάσει στον Αδελφό Ρόδερφορδ και του έδωσαν μια πιο ακριβή ιδέα τής κατάστασης του έργου στη Γερμανία και επίσης της πνευματικής κατάστασης των αδελφών. Ένα απ’ αυτά από τον Αδελφό Πόντιγκ, είχε σχέση με το άρθρο τής Σκοπιάς «Μη Φοβηθήτε Αυτούς». Εξηγούσε ότι μερικοί από τους αδελφούς είχαν αρνηθεί να δεχθούν αυτό το τεύχος τής Σκοπιάς σαν «τροφή εν καιρώ». Μερικοί προσπάθησαν ακόμη και να εμποδίσουν τους αδελφούς από το να διεξάγουν το κάτω από την επιφάνεια κήρυγμα. Η απάντηση του Αδελφού Ρόδερφορδ κυκλοφόρησε στους αδελφούς παντού. Εν μέρει έλεγε: «Το άρθρο ‘Μη Φοβηθήτε Αυτούς’ που εμφανίστηκε στη Σκοπιά τής 1ης Δεκεμβρίου ήταν γραμμένο ειδικά για το όφελος των αδελφών μας της Γερμανίας. Θα είναι περίεργο αν κάποιος από τους αδελφούς εναντιωθεί σ’ εκείνους που ενδιαφέρονται να βρίσκουν ευκαιρίες για να δίνουν μαρτυρία για τον Κύριο. . . . Το προαναφερόμενο άρθρο είναι κατάλληλο για τη Γερμανία όπως είναι κατάλληλο για οποιοδήποτε άλλο μέρος της γης. Ειδικά ταιριάζει για το υπόλοιπο οπουδήποτε κι αν βρίσκονται τα μεμονωμένα μέλη. . . . Αυτό σημαίνει ότι ούτε ο υπηρέτης εντύπων, ο διευθυντής υπηρεσίας, ο ηγέτης στο έργο του θερισμού ή οποιοσδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να σας πει τι να κάνετε ή να αρνηθεί να σας προμηθεύσει με τέτοια έντυπα αν είναι διαθέσιμα. Η δραστηριότητά σας στην υπηρεσία τού Κυρίου δεν είναι παράνομη, γιατί την κάνετε σε υπακοή στην εντολή τού Κυρίου. . . .»

ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΩΜΕΝΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ

Προγραμματίστηκε να γίνει μια συνέλευση στο χώρο των εκθέσεων στην πόλη Βασιλεία της Ελβετίας, από τις 7 ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1934. Ο Αδελφός Ρόδερφορδ έλπιζε να συναντήσει αρκετούς αδελφούς από τη Γερμανία εκεί για να ακούσει από πρώτο χέρι για την πραγματική κατάσταση στη χώρα. Μολονότι οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες σχεδόν χίλιοι αδελφοί από τη Γερμανία μπόρεσαν να παραβρεθούν. Αυτοί αργότερα ανέφεραν πόσο στενοχωρέθηκε ο Αδελφός Ρόδερφορδ όταν άκουσε προσωπικά τι είχαν ήδη αναγκαστεί να υποφέρουν οι αδελφοί.

Εξάλλου ο αδελφός αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι ακόμη και οι περιοδεύοντες επίσκοποι που ήταν παρόντες δεν ήταν ομόφωνοι όσον αφορά το έργο τού κηρύγματος. Τους μίλησε για τα βήματα που έπρεπε να γίνουν στη Γερμανία μετά τη συνέλευση. Έγιναν σχέδια για ενωμένη δράση.

Η 7η Οκτωβρίου 1934, θα μείνει για πάντα χαραγμένη σαν κάτι ξεχωριστό στη μνήμη όλων εκείνων οι οποίοι είχαν το προνόμιο να συμμετάσχουν στα γεγονότα εκείνης της μέρας. Εκείνη τη μέρα οι μάρτυρες του Ιεχωβά, που στα μάτια του Χίτλερ ήταν μια γελοία μειονότητα, αποφάσισαν ν’ αναλάβουν άφοβη δράση εναντίον τού Χίτλερ και της κυβέρνησής του.

Οι λεπτομέρειες εξηγούνταν σ’ ένα γράμμα από τον Αδελφό Ρόδερφορδ, ένα αντίγραφο του οποίου επρόκειτο να φτάσει σε κάθε εκκλησία τής Γερμανίας με ειδικό αγγελιαφόρο. Συγχρόνως αυτοί οι αγγελιαφόροι είχαν οδηγίες να κάνουν προετοιμασίες για συναθροίσεις που θα διεξάγονταν σ’ ολόκληρη τη Γερμανία την συγκεκριμένη εκείνη μέρα. Το γράμμα τού Αδελφού Ρόδερφορδ έλεγε εν μέρει τα εξής:

«Κάθε όμιλος των μαρτύρων του Ιεχωβά της Γερμανίας πρέπει να συγκεντρωθεί σε κατάλληλο μέρος στην πόλη όπου μένουν, την Κυριακή το πρωί στις 7 Οκτωβρίου 1934 στις 9 η ώρα. Αυτό το γράμμα πρέπει να διαβαστεί σ’ όλους τους παρόντες. Πρέπει να προσευχηθείτε όλοι μαζί στον Ιεχωβά και να του ζητήσετε μέσω τού Ιησού Χριστού, της Κεφαλής μας και Βασιλιά μας, για την καθοδηγία του, την προστασία του, για την απελευθέρωση και ευλογία. Αμέσως κατόπιν θα στείλετε ένα γράμμα στους αξιωματούχους της Γερμανικής κυβέρνησης του οποίου το κείμενο θα έχετε εκ των προτέρων επεξεργαστεί και ετοιμάσει. Θα πρέπει να διαθέσετε λίγα λεπτά για να συζητήσετε τα εδάφια Ματθαίος 10:16–24 έχοντας κατά νου ότι αν κάνετε όπως λένε αυτά τα εδάφια, ‘αγωνίζεσθε για τη ζωή σας’. (Εσθήρ 8:11) Η συνάθροιση τότε θα τελειώσει και εσείς θα βγείτε στους γείτονές σας για να τους δώσετε μαρτυρία για το όνομα του Ιεχωβά, για το Θεό μας και για την Βασιλεία του υπό τον Ιησού Χριστό.

«Οι αδελφοί σας σ’ ολόκληρο τον κόσμο θα σας σκέφτονται και θ’ απευθύνουν παρόμοιες προσευχές στον Ιεχωβά την ίδια ώρα».

ΕΝΩΜΕΝΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟ ΘΕΟ

Φυσικά οι προετοιμασίες έπρεπε να γίνουν με πλήρη μυστικότητα. Κάθε αδελφός ο οποίος είχε οποιαδήποτε σχέση μ’ αυτές τις προετοιμασίες έπρεπε να συμφωνήσει να μη μιλήσει ούτε ακόμη και στη σύζυγό του ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειάς του γι’ αυτό που προγραμματιζόταν για τις 7 Οκτωβρίου. Παρ’ όλες αυτές τις προφυλάξεις, δημιουργήθηκε μια κατάσταση η οποία θα μπορούσε να έχει τρομερές συνέπειες αν δεν επενέβαινε το ισχυρό και προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά. Σχετικά μ’ αυτά που έγιναν στο Μάιντς, ο Κόνραντ Φράνκε μας αναφέρει:

«Είχα συλληφθεί στις αρχές του 1933 για πρώτη φορά και με είχαν βάλει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και έτσι ύστερα από την απελευθέρωσή μου συχνά εμφανιζόμουν στη Γκεστάπο που με κατηγορούσε κάθε φορά ότι ήμουν υπεύθυνος για τη διοργάνωση του έργου σ’ αυτή την πόλη, αφού οι συνεχείς συλλήψεις έδειχναν ότι υπήρχε οργανωμένη εκστρατεία κηρύγματος εκεί. Έτσι γι’ αυτό το λόγο δεχόμουν την αλληλογραφία μου σε μια μυστική διεύθυνση, μια διεύθυνση που ο Αδελφός Φραντς Μερκ, ο διευθυντής μας υπηρεσίας περιφέρειας την ήξερε. Αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν είχε παραδώσει σε μένα προσωπικά το γράμμα τού Αδελφού Ρόδερφορδ που περιείχε τις αναγκαίες οδηγίες όπως είχαμε συμφωνήσει στη Βασιλεία, αλλά το έστειλε με το ταχυδρομείο και μάλιστα στην κανονική μου διεύθυνση και κυριολεκτικά ‘την τελευταία στιγμή’. Ευτυχώς εγώ είχα ήδη ενημερωθεί γι’ αυτή την εκστρατεία από τον Αδελφό Άλμπερτ Βάντρες, με τον οποίο συνεργαζόμουν πολύ στενά, και έτσι γνώριζα όλες τις λεπτομέρειες που υπήρχαν στο γράμμα. Επειδή οι μέρες μέχρι τις 7 Οκτωβρίου κυλούσαν πάρα πολύ γρήγορα και εγώ ακόμη δεν είχα λάβει αυτή τη σπουδαία πληροφορία από τον Αδελφό Μερκ, προχώρησα χωρίς τη βοήθειά του και έκανα διευθετήσεις να διεξαχθεί η συνάθροιση στο σπίτι ενός αδελφού σε ένα προάστιο του Μάιντς, στην οποία συνάθροιση είχαν προσκληθεί σχεδόν είκοσι άτομα.

«Δυο μέρες πριν από τη συνάθροιση χρειάστηκε να γίνει μια ξαφνική αλλαγή, επειδή το σπίτι όπου επρόκειτο να συναθροιστούμε αποδείχτηκε ότι ήταν επικίνδυνος τόπος. Όταν είχαν ειδοποιηθεί όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές για τη νέα διεύθυνση, ανακαλύψαμε ξαφνικά ότι μια οικογένεια σ’ αυτό το σπίτι είχε επίσης εκφράσει μεγάλη εχθρότητα και είχε απειλήσει ότι θα φρόντιζε να συλληφθεί αμέσως οποιοσδήποτε ήξεραν ότι είναι μάρτυς τού Ιεχωβά αν κάποτε έβαζε το πόδι του σ’ αυτό το σπίτι. Έτσι οι αδελφοί που ήταν ιδιοκτήτες τού σπιτιού, στο διαμέρισμα των οποίων επρόκειτο να γίνει η συνάθροιση το επόμενο πρωί, ζήτησαν να γίνει κάπου αλλού. Αναγκαστήκαμε λοιπόν στις 6 Οκτωβρίου να επισκεφθούμε και πάλι όλους τους αδελφούς για να τους ειδοποιήσουμε για μια τρίτη διεύθυνση για τη συνάθροιση στις 9 η ώρα το επόμενο πρωί. Αλλά πού; Δε φαινόταν να υπάρχουν άλλα περιθώρια. Ύστερα από εξέταση του ζητήματος με προσευχή αποφάσισα να προσκαλέσω τους αδελφούς στο μικρό μου σκαπανικό διαμέρισμα, μολονότι αυτό ήταν επικίνδυνο.

«Γύρισα στο σπίτι κουρασμένος το βράδι της 6ης Οκτωβρίου και η σύζυγός μου μού έδωσε ένα γράμμα που είχε φτάσει αργά το βράδι εκτός των κανονικών ωρών παραδόσεως ταχυδρομείου κι αυτό παρά το γεγονός ότι ήταν ένα συνηθισμένο γράμμα και όχι επείγον, που θα μπορούσε να είχε αναγκάσει τις αρχές τού ταχυδρομείου να το παραδώσουν εκείνη την ώρα. Το άνοιξα και ανακάλυψα ότι ήταν το γράμμα τού Αδελφού Ρόδερφορδ. Ο Αδελφός Μερκ το είχε στείλει προφανώς επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να μου το φέρει ο ίδιος προσωπικά εγκαίρως.

«Ο τρόπος που μου παραδόθηκε το γράμμα, όμως, για μένα ήταν απόδειξη ότι το γράμμα είχε περάσει πρώτα από τη Γκεστάπο​—​όπως γινόταν και για όλη μου την ιδιωτική αλληλογραφία​—​και ότι είχαν διευθετήσει στη συνέχεια να το παραδώσουν προφανώς σκεπτόμενοι ότι δε θα ήξερα τίποτα γι’ αυτή την εκστρατεία. Υπολόγιζαν ότι θα έκανα τις αναγκαίες διευθετήσεις σε αρμονία με το περιεχόμενο του γράμματος κάποια ώρα στη διάρκεια της νύχτας και έτσι θα μπορούσαν να μας βρουν όλους μαζί και να μας συλλάβουν χωρίς καμιά ειδική προσπάθεια το επόμενο πρωί. Πράγματι είχαν αρκετό χρόνο για να προειδοποιήσουν τους αξιωματούχους σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Θα ήταν ένα απλό ζήτημα να συλλάβουν όλους τους μάρτυρες του Ιεχωβά συγκεντρωμένους στις διάφορες πόλεις το επόμενο πρωί.

«Τι έπρεπε να κάνω; Το διαμέρισμά μου, που βρισκόταν σε ένα κτίριο που στέγαζε και μια ταβέρνα, κάθε άλλο παρά ασφαλές ήταν. Όλοι όσοι ζούσαν στο σπίτι, εκτός από την αδελφή η οποία ήταν ιδιοκτήτρια του κτιρίου και της οποίας το υπνοδωμάτιο ήταν δίπλα στο διαμέρισμά μας ήταν σκληροί διώκτες. Εξάλλου, δεν υπήρχαν πιθανότητες να συναντηθούμε κάπου αλλού. Εμπιστευόμενος στη βοήθεια του Ιεχωβά, αποφάσισα να μην κάμω άλλες αλλαγές ούτε να ανησυχήσω ακατάλληλα τους αδελφούς και τις αδελφές οι οποίοι ως επί το πλείστον ζούσαν σε διαιρεμένες οικογένειες και οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το σκοπό της συνάθροισης. Είχα ήδη προετοιμάσει τον εαυτό μου για νέα σύλληψη.

«Στις 7 η ώρα το πρωί της 7ης Οκτωβρίου, είχαν ήδη αρχίσει να φτάνουν οι πρώτοι αδελφοί, αφού είχαν γίνει διευθετήσεις να έρθει ο καθένας μεμονωμένα σε ένα διάστημα δύο ωρών για να μη δημιουργήσουν υποψίες. Οι αδελφοί έρχονταν ένας⁠–⁠ένας, όλοι με μεγάλη αδημονία γι’ αυτό που θα συνέβαινε, μολονότι σύμφωνα με τις οδηγίες δεν είχαν πληροφορηθεί για τον πραγματικό λόγο τής συνάθροισης. Αλλά δεν υπήρχε ούτε ένας ανάμεσά τους που να μην πίστευε ότι αυτή ήταν μια εξαιρετικά σημαντική μέρα. Όλοι, ακόμη και οι αδελφές των οποίων οι σύζυγοι στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν διώκτες και οι περισσότερες από τις οποίες είχαν μικρά παιδιά, με εντυπωσίασαν με την σταθερή τους απόφαση και την προθυμία τους να κάνουν ό,τι τους ζητούσαμε για τα συμφέροντα της διεκδίκησης του ονόματος του Ιεχωβά.

«Στις 9 παρά δέκα όλοι είχαν συγκεντρωθεί στο μικρό μοναδικό σκαπανικό δωμάτιό μας. Ήμουν σίγουρος ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπα τη Γκεστάπο να καταφθάνει με ένα μεγάλο αυτοκίνητο για να μας συλλάβει όλους. Έτσι αισθάνθηκα υποχρεωμένος να εξηγήσω την κατάσταση στους αδελφούς και να τους δώσω την ευκαιρία να φύγουν από τη συνάθροιση σε περίπτωση που φοβούνταν τις πιθανές συνέπειες. Τους είπα: ‘Η κατάσταση είναι τέτοια που θα μπορούσαμε όλοι να συλληφθούμε μέσα στα δέκα επόμενα λεπτά. Δε θέλω να με κατηγορήσει κάποιος από σας αργότερα ότι σας έφερα σ’ αυτή την κατάσταση χωρίς να σας έχω πληροφορήσει για τη σοβαρότητά της. Έτσι λοιπόν σας ζητώ να ανοίξετε τις Γραφές σας στο 20:κεφάλαιο του Δευτερονομίου’. Διάβασα το εδάφιο 8: ‘Τις άνθρωπος είναι δειλός και άκαρδος; Ας αναχωρήση και ας επιστρέψη εις την οικίαν αυτού, διά να μη δειλιάση η καρδία των αδελφών αυτού, ως η καρδία αυτού’. Αφού διάβασα αυτό το εδάφιο σ’ όλους τους παρόντες, είπα: ‘Όποιος νομίζει ότι αυτή η κατάσταση είναι πάρα πολύ επικίνδυνη έχει τώρα την ευκαιρία να φύγει και να μη συμμετάσχει στη συνάθροιση’.

«Αλλά ούτε ένας, ούτε ακόμη και οι αδελφές με τους εναντιούμενους συζύγους και τα μικρά παιδιά δεν οπισθοχώρησαν από φόβο. Αυτό που ακολούθησε τώρα είναι κάτι που δύσκολα κανείς μπορεί να το εκφράσει με λόγια. Στη διάρκεια των λίγων λεπτών που απόμειναν ως τις 9 η ώρα υπήρχε στο δωμάτιο μια εορταστική σιγή. Ήταν φανερό ότι όλοι όσοι βρίσκονταν στη συνάθροιση εμπιστεύονταν το ζήτημα με σιωπηλή προσευχή στο προστατευτικό χέρι τού Ιεχωβά. Ήταν 9 η ώρα. Και ενώ στο μυαλό μου τριγύριζε η σκέψη ότι η Γκεστάπο θα εμφανιστεί στην αυλή από στιγμή σε στιγμή, άρχισα τη συνάθροιση με προσευχή. Ξαφνικά όλοι είχαμε το αίσθημα ότι ένας ισχυρός προστατευτικός δακτύλιος είχε τοποθετηθεί γύρω μας, που περιέκλειε όχι μόνο τους αδελφούς που κινδύνευαν στη Γερμανία αλλά και τους αδελφούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίοι σε αρμονία με τις οδηγίες, είχαν συγκεντρωθεί σε πολλές χώρες την ίδια ώρα και οι οποίοι, φυσικά, είχαν επίσης αρχίσει τις συναθροίσεις τους με προσευχή, και όλα αυτά για το σκοπό να διαμαρτυρηθούν στον Χίτλερ για την απάνθρωπη μεταχείριση των αδελφών τους στη Γερμανία.

«Στη συνέχεια έκανα μια ομιλία στους αδελφούς επαναλαμβάνοντας τις κύριες σκέψεις της σημαντικής ομιλίας που έκανε ο Αδελφός Ρόδερφορδ στη Βασιλεία για να ενθαρρύνει τους αδελφούς τής Γερμανίας. Η ομιλία παρουσίαζε Βιβλικές αποδείξεις ότι παρά την αλλαγή των συνθηκών, δεν είχαμε απαλλαγεί από την ευθύνη μας ενώπιον του Ιεχωβά να συναθροιζόμαστε μαζί τακτικά για να μελετούμε το Λόγο του και να τον αινούμε, ούτε από την υποχρέωσή μας να τον υπηρετούμε σαν μάρτυρές του και να κάνουμε δημόσια γνωστή τη Βασιλεία».

Σε αρμονία με τη δράση που αναλάμβαναν όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ ολόκληρη τη Γερμανία, όλοι στον όμιλο συμφώνησαν με ενθουσιασμό ότι έπρεπε να σταλεί το ακόλουθο γράμμα στην κυβέρνηση εκείνη την μέρα με το συστημένο ταχυδρομείο:

«ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ:

«Ο Λόγος του Ιεχωβά Θεού, όπως εκτίθεται στην Αγία Γραφή, είναι ο υπέρτατος νόμος, και για μας είναι ο μοναδικός μας οδηγός για το λόγο ότι έχουμε αφιερώσει τον εαυτό μας στο Θεό και είμαστε αληθινοί και ειλικρινείς ακόλουθοι του Ιησού Χριστού.

«Στη διάρκεια του περασμένου έτους και αντίθετα προς το νόμο τού Θεού και σε παραβίαση των δικαιωμάτων μας, μας έχετε απαγορεύσει σαν μάρτυρες του Ιεχωβά να συναθροιζόμαστε μαζί και να μελετούμε το Λόγο του Θεού και να τον λατρεύουμε και να τον υπηρετούμε. Στο Λόγο του ο Θεός μας προστάζει να μην παραλείπουμε να συγκεντρωνόμαστε μαζί. (Εβραίους 10:25) Σ’ εμάς ο Ιεχωβά δίνει την εντολή: ‘Σεις είστε μάρτυρές μου ότι εγώ είμαι ο Θεός. Πηγαίνετε και πέστε στους λαούς το μήνυμά μου’. (Ησαΐας 43:10, 12· Ησαΐας 6:9· Ματθαίος 24:14) Υπάρχει άμεση σύγκρουση ανάμεσα στο νόμο σας και στο νόμο τού Θεού και, ακολουθώντας το παράδειγμα των πιστών αποστόλων, ‘πρέπει να πειθαρχούμε στο Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους’, και αυτό ακριβώς θα κάνουμε. (Πράξεις 5:29) Έτσι λοιπόν σας πληροφορούμε ότι με κάθε θυσία θα υπακούμε στις εντολές τού Θεού, θα συναθροιζόμαστε μαζί για τη μελέτη τού Λόγου του, και θα τον λατρεύουμε και θα τον υπηρετούμε όπως μας έχει δώσει εντολή. Εάν η κυβέρνησή σας ή οι αξιωματούχοι σας ασκήσουν βία επάνω μας επειδή υπακούμε στο Θεό, τότε το αίμα μας θα είναι πάνω σας και θα λογοδοτήσετε στον Παντοδύναμο Θεό.

«Δεν έχουμε κανένα ενδιαφέρον για τις πολιτικές υποθέσεις, αλλά είμαστε ολοκάρδια αφοσιωμένοι στη βασιλεία τού Θεού κάτω από τον Χριστό το Βασιλιά του. Δε θα βλάψουμε ούτε θα ζημιώσουμε κανέναν. Θα είμαστε ευτυχείς να κατοικούμε με ειρήνη και να κάνουμε το καλό σε όλους τους ανθρώπους όσο έχουμε ευκαιρία, αλλά, εφόσον η κυβέρνησή σας και οι αξιωματούχοι της εξακολουθούν να προσπαθούν να μας εξαναγκάσουν να παρακούσουμε τον ύψιστο νόμο τού σύμπαντος, είμαστε υποχρεωμένοι να σας πληροφορήσουμε τώρα ότι, με τη χάρη του, θα υπακούμε στον Ιεχωβά Θεό και θα τον εμπιστευόμαστε απόλυτα για να μας ελευθερώσει από κάθε καταπίεση και από όλους τους καταπιεστές».

Υποστηρίζοντας ολοκάρδια τους Γερμανούς αδελφούς τους, οι μάρτυρες του Ιεχωβά σε ολόκληρη τη γη συγκεντρώθηκαν στις 7 Οκτωβρίου και ύστερα από ενωμένη προσευχή στον Ιεχωβά, έστειλαν τηλεγραφική προειδοποίηση στην κυβέρνηση του Χίτλερ:

«Η κακομεταχείριση από μέρους σας των μαρτύρων του Ιεχωβά συγκλονίζει κάθε καλό άνθρωπο στη γη και δυσφημεί το όνομα του Θεού. Να σταματήσετε κάθε διωγμό εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά· διαφορετικά ο Θεός θα καταστρέψει κι εσάς και το εθνικό σας κόμμα».

Είναι εκπληκτικό το ότι ελάχιστοι αδελφοί συνελήφθηκαν εκείνη τη μέρα μολονότι η Γκεστάπο​—​αν και την τελευταία στιγμή​—​είχε μάθει τι επρόκειτο να συμβεί. Ας ξαναγυρίσουμε στην αφήγηση του Αδελφού Φράνκε:

«Παρά το γεγονός ότι είχε περάσει περισσότερο από μια ώρα από τη στιγμή που είχαμε κλείσει τη συνάθροιση με προσευχή, ωστόσο κανείς από τη Γκεστάπο δεν είχε εμφανιστεί. Τώρα είχαν αρχίσει να φεύγουν οι πρώτοι όπως προηγουμένως κατά διαστήματα. Περίπου οχτώ αδελφοί ήταν ακόμη εκεί όταν έφυγα κι εγώ με το ποδήλατό μου για τη γειτονική πόλη τού Βισμπάντεν για να παραδώσω το γράμμα προσωπικά ο ίδιος στο ταχυδρομείο. Το γράμμα είχε γραφτεί την προηγούμενη νύχτα και είχε αφεθεί στο Βισμπάντεν, όπου οι αδελφοί επρόκειτο να το ταχυδρομήσουν αν εγώ, όπως πίστευα απόλυτα, συλλαμβανόμουν. Καθώς έφευγα με το ποδήλατο από την πόρτα τού κήπου, εμφανίστηκε με ποδήλατο ένας πράκτορας της Γκεστάπο αλλά δεν μπόρεσε να με αναγνωρίσει. Οι άλλοι οχτώ αδελφοί ειδοποιήθηκαν και κατέφυγαν στο γειτονικό υπνοδωμάτιο της Αδελφής Τσάρμστατ στην οποία ανήκε το σπίτι. Οι ερωτήσεις τού πράκτορα της Γκεστάπο που έκανε στη σύζυγό μου καθώς έψαχνε το διαμέρισμά μας έδειχναν ότι η Γκεστάπο τα ήξερε όλα για τη συνάθροισή μας. Παρ’ όλα αυτά ούτε εγώ ούτε άλλοι αδελφοί συλληφθήκαμε εκείνη τη μέρα. Μόνο μερικούς μήνες αργότερα που με ξανασυνέλαβε η Γκεστάπο μού είπαν ότι είχαν στην κατοχή τους το γράμμα τού Αδελφού Ρόδερφορδ».

Και ενώ μερικοί αδελφοί ήταν πολυάσχολοι στο να επισκέπτονται τους γείτονές τους αμέσως μετά τη συνάθροιση και να εφιστούν την προσοχή τους στη βασιλεία τού Θεού, σε πολλά ταχυδρομικά γραφεία έξω από τη Γερμανία υπήρχε μεγάλη αναταραχή. Ειδικά στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, οι ταχυδρομικές αρχές σε πολλά μέρη αρνήθηκαν να δεχτούν το τηλεγράφημα. Αυτό για παράδειγμα συνέβη στη Βουδαπέστη. Ο Μάρτιν Πέτσινγκερ παρακολούθησε τη συνάθροιση εκεί και ανέλαβε να στείλει το τηλεγράφημα με το ταχυδρομείο. Ο ίδιος αναφέρει: «Το τηλεγράφημα έγινε δεκτό, αλλά την επόμενη μέρα με ειδοποίησαν από το κεντρικό ταχυδρομείο ότι έπρεπε να πάω εκεί προσωπικά. Όλοι νόμισαν ότι θα με συνελάμβανε η Γκεστάπο, θα με έδιωχνε από τη χώρα και έτσι θα έβαζε τέλος στη δράση μου. . . . Αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Μου είπαν μόνο ότι η Ουγγαρία δεν μπορούσε να στείλει αυτό το τηλεγράφημα και μου έδωσαν πίσω τα χρήματά μου». Στο Ντορν της Ολλανδίας όπου ζούσε εξόριστος ο Γερμανός Κάιζερ Γουλλιέλμος Β΄, το ταχυδρομείο στην αρχή αρνήθηκε να στείλει το τηλεγράφημα, αλλά αργότερα ειδοποίησαν τον Χανς Τόμας, ο οποίος το είχε παραδώσει, ότι είχε σταλεί και ότι η άφιξή του στο Βερολίνο είχε επιβεβαιωθεί.

Τα αποτελέσματα που είχαν πάνω στον Χίτλερ οι επιστολές και ιδιαίτερα τα τηλεγραφήματα μπορούν να φανούν από μια έκθεση που γράφτηκε από τον Καρλ Ρ. Βίτιγκ και επικυρώθηκε από ένα συμβολαιογράφο της Φρανκφούρτης (Μάιν) στις 13 Νοεμβρίου 1947:

«ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ​—​Στις 7 Οκτωβρίου 1934, και αφού είχα προηγουμένως προσκληθεί, επισκέφθηκα τον Δρα Βίλελμ Φρικ, τον καιρό εκείνο Υπουργό Εσωτερικών τού Ράιχ και της Πρωσίας, στο γραφείο του που βρισκόταν στο Βερολίνο στο νούμερο 6 της Κένιγκσπλαντζ, επειδή ήμουν πληρεξούσιος του Στρατηγού Λούντεντορφ. Επρόκειτο να μου γίνουν ανακοινώσεις, περιεχόμενα των οποίων αφορούσαν μια προσπάθεια να πειστεί ο Στρατηγός Λούντεντορφ να σταματήσει τις αντιρρήσεις του για το Ναζιστικό καθεστώς. Στη διάρκεια της συζήτησής μου με τον Δρα Φρικ, εμφανίστηκε ξαφνικά ο Χίτλερ και άρχισε να παίρνει μέρος στη συζήτηση. Όταν η συζήτησή μας αναγκαστικά στράφηκε γύρω από τη δράση εναντίον τού Διεθνούς Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής [μαρτύρων του Ιεχωβά] της Γερμανίας μέχρι τώρα, ο Δρ Φρικ έδειξε στον Χίτλερ πολλά τηλεγραφήματα που διαμαρτύρονταν εναντίον τού διωγμού που είχε εξαπολύσει το Τρίτο Ράιχ εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής και είπε: ‘Αν οι Σπουδαστές της Γραφής δε συμμορφωθούν θα στραφούμε εναντίον τους χρησιμοποιώντας τα πιο σκληρά μέσα’. Μετά απ’ αυτό ο Χίτλερ πήδησε στα πόδια του και με σφιγμένες γροθιές ούρλιαξε υστερικά: ‘Αυτό το γένος πρέπει να εξαλειφθεί από τη Γερμανία!’ Τέσσερα χρόνια ύστερα απ’ αυτή τη συζήτηση μπόρεσα, από προσωπικές παρατηρήσεις, να πειστώ στη διάρκεια των εφτά ετών που βρισκόμουν στην κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί στο Σάξενχαουζεν, στο Φλόσεμπουργκ και στο Μάουτχαουζεν​—​ήμουν στη φυλακή μέχρις ότου με απελευθέρωσαν οι Σύμμαχοι​—​ότι το ξέσπασμα του θυμού τού Χίτλερ δεν ήταν απλή απειλή. Κανένας άλλος όμιλος φυλακισμένων των παραπάνω στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν εκτέθηκε στο σαδισμό των στρατιωτικών των Ες⁠–⁠Ες με τέτοιο τρόπο όπως οι Σπουδαστές της Γραφής. Ήταν ένας σαδισμός που περιλάμβανε μια ατέλειωτη αλυσίδα φυσικών και διανοητικών βασανιστηρίων, όμοια των οποίων καμιά γλώσσα στον κόσμο δεν μπορεί να εκφράσει».

Αφού είχαμε στείλει τα γράμματά μας στον Χίτλερ ξέσπασε ένα κύμα συλλήψεων. Πιο σκληρά πλήγηκε το Αμβούργο όπου μέσα σε λίγες μέρες μετά την 7η Οκτωβρίου, η Γκεστάπο συνέλαβε 142 αδελφούς.

ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΕΡΓΟΥ

Έχοντας τώρα γνωστοποιήσει στον Χίτλερ με το γράμμα μας της 7ης Οκτωβρίου ότι παρά την απαγόρευσή του θα συνεχίζαμε να υπακούμε αποκλειστικά στις εντολές του Θεού, προσπαθήσαμε να οργανώσουμε όλους τους θαρραλέους και πρόθυμους αδελφούς και αδελφές σε μικρές ομάδες κάτω από την κατεύθυνση κάποιου ώριμου αδελφού, ο οποίος είχε την υποχρέωση να φροντίζει και να ποιμαίνει ολοκάρδια τα πρόβατα του Κυρίου.

Η χώρα διαιρέθηκε σε δεκατρείς περιοχές και σε κάθε περιοχή διορίστηκε ένας αδελφός με καλές ποιμαντικές ιδιότητες για να υπηρετεί ως διευθυντής υπηρεσίας περιφέρειας, όπως λεγόταν τότε. Αυτοί έπρεπε να είναι αδελφοί οι οποίοι, ανεξάρτητα από τους κινδύνους που υπήρχαν, θα ήταν πρόθυμοι να έρχονται σε επαφή με τους μικρούς ομίλους για να τους προμηθεύουν πνευματική τροφή, να τους υποστηρίζουν στο κήρυγμά τους και να τους ενισχύουν στην πίστη τους. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις θέσεις καλύφθηκαν από υπηρέτες που ήταν εντελώς άγνωστοι στους αδελφούς μέχρι τώρα. Είχαν όμως αποδείξει από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ότι ήταν πρόθυμοι να υποτάξουν τα προσωπικά τους συμφέροντα στα συμφέροντα της Βασιλείας.

ΠΟΛΥΓΡΑΦΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗ «ΤΗΣ ΣΚΟΠΙΑΣ»

Οι αδελφοί πολυγραφούσαν και μοίραζαν τεύχη της Σκοπιάς σε πολλές διαφορετικές περιοχές σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Στο Αμβούργο για παράδειγμα, ο Χέλμουτ Μπρέμπαχ συνέχισε να εφοδιάζει τους αδελφούς τού Σλέσβιχ⁠–⁠Χολστάιν και του Αμβούργου με αντίτυπα που αυτός και η σύζυγός του ετοίμαζαν τη νύχτα. Η Αδελφή Μπρέμπαχ αναφέρει την επόμενη πείρα από τις πολλές που είχαν αυτή και ο σύζυγός της:

«Λίγο πριν από το μεσημέρι χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι της πόρτας αλλά πολύ πιο δυνατά απ’ ό,τι συνήθως. Όταν άνοιξα την πόρτα είδα να στέκονται εκεί τρεις άντρες. Υποπτεύθηκα ποιοι ήταν. ‘Γκεστάπο’ είπε ένας απ’ αυτούς, και οι τρεις βρέθηκαν αμέσως μέσα στο διαμέρισμα. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει στο στήθος μου καθώς σκέφτηκα όλα τα πράγματα που ήταν κρυμμένα στο σπίτι. Τρέμοντας μέσα μου από το φόβο προσευχήθηκα στον Ιεχωβά.

«Από ανθρώπινη άποψη δεν ήταν καθόλου πρόβλημα να βρεθούν οι πακεταρισμένες Σκοπιές και όλος ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούσαμε για να τις φτιάξουμε. Επειδή στο σπίτι μας ζούσαν αρκετές οικογένειες και μεταξύ αυτών και δύο οικογένειες αξιωματικών της αστυνομίας, δεν υπήρχε τόπος να κρύψεις τίποτα, ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι τα απαραίτητα εφόδια​—​χαρτί, πολύγραφος, γραφομηχανή και μελάνι, καθώς επίσης και τα υλικά πακεταρίσματος​—​ήταν όλα ογκώδη. Μην ξέροντας πού να κρύψουμε αυτά τα πράγματα από τα μάτια εκείνων που δεν έπρεπε να τα δουν​—​αφού τα χρειαζόμασταν κάθε δύο εβδομάδες​—​αποφασίσαμε να τα χώσουμε όλα στο μεγάλο κιβώτιο με τις πατάτες που βρισκόταν στη μέση του υπόγειου και όπου μπορούσαν να πάνε και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του σπιτιού. Κάθε φορά που τελειώναμε τη Σκοπιά βάζαμε προσεκτικά τα πάντα σ’ αυτό το κιβώτιο και μετά το σκεπάζαμε με άδειους σάκους και ύστερα συγκεντρώναμε πάνω άδεια κουτιά από ντομάτες μέχρι το ταβάνι, με την ελπίδα ότι αν τα πράγματα έφταναν στο χειρότερο, εκείνοι που θα προσπαθούσαν να βρουν κάτι είτε δε θα μπορούσαν να το προσέξουν είτε θα βαριούνταν να μετακινήσουν όλα αυτά τα αντικείμενα από το κιβώτιο με τις πατάτες. Εμπιστευόμασταν στον Ιεχωβά· δεν υπήρχε τίποτα άλλο που μπορούσαμε να κάνουμε.

«Ο αξιωματικός με ρώτησε αν υπήρχαν απαγορευμένα έντυπα στο σπίτι. Για να αποφύγω να πω ψέματα, είπα: ‘Παρακαλώ κοιτάξτε μόνος σας’. Ερεύνησαν το διαμέρισμα, ανοίγοντας την πόρτα του ντουλαπιού με τέτοιο τρόπο που δεν μπόρεσαν να δουν τη γραφομηχανή, την οποία είχαμε ξεχάσει να βάλουμε στο κιβώτιο και την οποία αν την ανακάλυπταν θα καταλάβαιναν ότι ήταν η μηχανή που χρειαζόταν για να γραφτεί Η Σκοπιά. Αλλά ο Ιεχωβά τους τύφλωσε. Αφού δε βρήκαν τίποτα στο διαμέρισμα ρώτησαν αν μπορούσαν να ερευνήσουν το υπόγειο. Σκέφτηκα ότι η ανακάλυψη όλου του εξοπλισμού ήταν αναπόφευκτη. Προσπάθησα να κρύψω το φόβο μου απ’ αυτούς μολονότι η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα, καθώς μια βαλίτσα γεμάτη με πολυγραφημένες Σκοπιές, τις οποίες ο σύζυγός μου επρόκειτο να πάρει σε κάποιο ταξίδι του την επόμενη μέρα, βρισκόταν ακριβώς πίσω από το κιβώτιο. Αλλά τι συνέβη; Οι τρεις αξιωματικοί στάθηκαν στη μέση του χώρου, και φανταστείτε, εκεί ακριβώς όπου βρισκόταν το κιβώτιο και πίσω του η βαλίτσα γεμάτη με Σκοπιές. Αλλά κανείς απ’ αυτούς δε φάνηκε να το προσέχει· ήταν σαν να είχαν χτυπηθεί από τύφλωση. Κανένας απ’ αυτούς δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κοιτάξει στο κιβώτιο ούτε ακόμη και να δουν τι βρισκόταν στη βαλίτσα. Τελικά ένας από τους αξιωματικούς ρώτησε για τη σοφίτα μας· εκεί βρήκαν μερικά παλιά έντυπα, που φάνηκε ότι τους ικανοποίησαν και έτσι έφυγαν. Αλλά τα πιο σπουδαία πράγματα, χάρη στη βοήθεια του Ιεχωβά και των αγγέλων του, είχαν παραμείνει κρυμμένα από τα μάτια τους».

Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις που δείχνουν την καθοδήγηση του Ιεχωβά για την διαφύλαξη αυτών των πολυγραφήσεων για μεγάλα χρονικά διαστήματα ώστε να ανεφοδιάζεται ο λαός του με έντυπα.

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ

Δεν ενασχολούνταν στο έργο κηρύγματος όλοι όσοι ήταν συνδεδεμένοι μαζί μας. Αντίθετα, σε μερικές εκκλησίες κήρυτταν μόνο οι μισοί. Για παράδειγμα στη Δρέσδη, κάποτε η εκκλησία είχε φτάσει σε ένα ανώτατο όριο 1.200 ευαγγελιζομένων, αλλά ύστερα από την απαγόρευση έπεσε γρήγορα στους 500. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον 10.000 σ’ ολόκληρη τη Γερμανία που ήταν πρόθυμοι να κηρύξουν ανεξάρτητα από τον κίνδυνο που υπήρχε.

Στην αρχή οι περισσότεροι εργάζονταν μόνο με την Αγία Γραφή, ενώ άλλα βιβλιάρια και βιβλία που είχαν διασωθεί από τα νύχια της Γκεστάπο δίνονταν όταν γίνονταν επανεπισκέψεις. Άλλοι έφτιαχναν κάρτες μαρτυρίας. Άλλοι ακόμη έγραφαν γράμματα σε άτομα που ήξεραν, επωφελούμενοι από κάποια ειδική ευκαιρία. Η δράση από πόρτα σε πόρτα συνεχίστηκε μολονότι υπήρχαν μεγάλοι κίνδυνοι. Κάθε φορά που κάποιος άνοιγε την πόρτα θα μπορούσε να είναι ένας άντρας των Ταγμάτων Εφόδου ή των Ες⁠–⁠Ες. Αφού χτυπούσαν την πόρτα ενός διαμερίσματος, οι ευαγγελιζόμενοι γενικά πήγαιναν σε διαμέρισμα άλλης πολυκατοικίας ή σε περιπτώσεις όπου ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο, ακόμη και σε άλλο δρόμο.

Για δύο τουλάχιστον χρόνια ήταν δυνατό σχεδόν σ’ ολόκληρη τη Γερμανία​—​και σε μερικά μέρη της ακόμη περισσότερο​—​να κηρύττουμε από σπίτι σε σπίτι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ήταν δυνατό μόνο επειδή υπήρχε η ειδική προστασία τού Ιεχωβά.

Οι μικρές ποσότητες των εντύπων που υπήρχαν για το έργο του κηρύγματος γρήγορα εξαντλήθηκαν. Και έτσι εξετάσαμε τις πιθανότητες να προμηθευτούμε έντυπα από ξένες χώρες. Ο Ερνστ Βίσνερ από το Μπρεσλάου μας διηγείται μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για το πώς έγινε αυτό:

«Τα έντυπα μάς στέλνονταν από την Ελβετία μέσω της Τσεχοσλοβακίας. Αποθηκεύονταν στα σύνορα και από κει τα φέρναμε στη Γερμανία πάνω από τα Βουνά Ρίζεν. Το έργο, το οποίο γινόταν από μια ομάδα ώριμων και πρόθυμων αδελφών, ήταν πολύ επικίνδυνο και εξαιρετικά κουραστικό. Διασχίζαμε τα σύνορα τα μεσάνυχτα. Οι αδελφοί ήταν καλά οργανωμένοι και εφοδιασμένοι με μεγάλους γυλιούς. Έκαναν το ταξίδι δυο φορές την εβδομάδα μολονότι έπρεπε να πηγαίνουν κάθε μέρα στην εργασία τους. Το χειμώνα χρησιμοποιούσαν έλκηθρα και σκι. Ήξεραν κάθε δρόμο και μονοπάτι και είχαν καλούς φακούς, κυάλια και παπούτσια ορειβασίας. Ο υπέρτατος νόμος ήταν το να είναι πολύ προσεκτικοί. Όταν έφταναν στα σύνορα της Γερμανίας γύρω στα μεσάνυχτα, και ακόμη αφού τα διέσχιζαν, κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει για πολλή ώρα. Δύο αδελφοί πήγαιναν μπροστά και όποτε συναντούσαν κάποιον, αμέσως έκαναν σινιάλο με τους φακούς τους. Αυτό ήταν ένα σήμα για τους αδελφούς που ακολουθούσαν περίπου 100 μέτρα πιο πίσω με τους βαριούς γυλιούς τους, για να κρυφτούν στους θάμνους στο δρόμο ώσπου οι δυο αδελφοί που ήταν μπροστά να γυρίσουν πίσω και να τους δώσουν ένα ορισμένο σύνθημα που άλλαζε κάθε εβδομάδα.

«Αυτό μπορούσε να συμβεί αρκετές φορές μέσα σε μια νύχτα. Όταν ο δρόμος ελευθερωνόταν και πάλι, οι αδελφοί προχωρούσαν και έφταναν σε ένα ορισμένο σπίτι σε ένα χωριό στη Γερμανική πλευρά όπου την ίδια νύχτα ή νωρίς το επόμενο πρωί έφτιαχναν τα βιβλία σε μικρά πακέτα, έγραφαν τις διευθύνσεις και ύστερα τα έφερναν με ποδήλατο στο ταχυδρομείο του Χίσμπερκ ή σε άλλες κοντινές πόλεις. Οι αδελφοί σ’ ολόκληρη τη Γερμανία έπαιρναν τα έντυπά τους μ’ αυτό τον τρόπο. . . . Αυτή η ομάδα των αδελφών, που ήταν ζηλωτές και εξαιρετικά επιδέξιοι, μπόρεσαν να φέρουν τεράστιες ποσότητες εντύπων στη Γερμανία σ’ ένα διάστημα δύο ετών χωρίς να πιαστούν, και έτσι να ενισχύσουν πολλούς σ’ ολόκληρη τη χώρα». Παρόμοιες διευθετήσεις χρησιμοποιήθηκαν επίσης στα σύνορα με τη Γαλλία, με το Σάαρ, με την Ελβετία και την Ολλανδία.

Σχετικά μ’ αυτό ενδιαφέρον είναι το γράμμα που έγραψε μια αδελφή και έλεγε τα εξής: «Όταν θα διαβάζετε την έκθεση στο Βιβλίο του Έτους από τη Γερμανία θα αναρωτηθείτε πώς ήταν δυνατόν να δοθούν τόσα έντυπα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Και εμείς οι ίδιοι έχουμε την ίδια απορία. Εάν ο Ιεχωβά δεν ήταν μαζί μας αυτό θα ήταν αδύνατο. Πολλοί από τους αδελφούς παρακολουθούνται από την αστυνομία συνεχώς κάθε φορά που φεύγουν από τα σπίτια τους. . . . Αλλά ο Ιεχωβά το ξέρει αυτό και παρά την παρακολούθηση, μας επιτρέπει να ενισχυόμαστε ξανά και ξανά από την άφθονη τροφή που απολαμβάνουμε».

Είχαμε αρκετό χρόνο να κρύψουμε τα έντυπα σε διάφορα μέρη πριν ανακοινωθεί η απαγόρευση. Για να καταλάβετε ωστόσο τι συνέβη, είναι σημαντικό να έχετε υπόψη ότι οι αδελφοί δεν είχαν ποτέ οποιαδήποτε πείρα στην αποθήκευση εντύπων κάτω από διωγμό. Έτσι αντί να τα μοιράσουν ανάμεσα σε πολλούς αδελφούς, υπήρχε η τάση στην αρχή να τα αποθηκεύουν σε μεγάλες ποσότητες, νομίζοντας ότι αυτό ήταν πιο ασφαλές, και ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι οι υπεύθυνοι νόμιζαν ότι ο διωγμός θα ήταν μόνο προσωρινός. Μερικές από τις αποθήκες είχαν χωρητικότητα για τριάντα ως πενήντα τόννους εντύπων. Καθώς όμως προχωρούσε ο καιρός μερικοί από τους αδελφούς άρχισαν να ανησυχούν και να αναρωτιούνται τι θα συνέβαινε εάν οι εχθροί έβρισκαν και κατέσχαν αυτά τα μεγάλα αποθέματα. Γι’ αυτό το λόγο οι αδελφοί που ήταν υπεύθυνοι για τα αποθέματα άρχισαν να δίνουν τα βιβλία για χρήση στη διακονία ανεξάρτητα αν θα τα έδιναν με πληρωμή ή όχι.

Όταν έγινε φανερό ότι ο διωγμός θα συνεχιζόταν και ότι η διατήρηση αυτών των κρυψώνων γινόταν όλο και περισσότερο επικίνδυνη, οι αδελφοί άρχισαν να δίνουν στο έργο όσο περισσότερα βιβλία και βιβλιάρια μπορούσαν. Καθώς έπαιρναν μέρος στη διακονία του αγρού απλώς τα άφηναν μέσα από την πόρτα όταν δεν τους έβλεπε κανείς ή τα έβαζαν κάτω από το χαλάκι, με την ελπίδα ότι σε μερικές περιπτώσεις θα έπεφταν στα χέρια ειλικρινών ατόμων που επιθυμούσαν την ενίσχυση και την ελπίδα που έδιναν τα έντυπα.

ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Αφού ήμαστε αποφασισμένοι να μην παραμελήσουμε τις συναθροίσεις σε αρμονία με την εντολή του Ιεχωβά, εννοείται ότι θα είχαμε πλήρη συναίσθηση της ανάγκης εορτασμού της Ανάμνησης. Τέτοιες μέρες η Γκεστάπο ήταν ιδιαίτερα δραστήρια, και στις περισσότερες περιπτώσεις είχε ανακαλύψει την ημερομηνία τής Ανάμνησης είτε από έντυπα που είχαν τυπωθεί έξω από τη Γερμανία είτε από πολυγραφημένες Σκοπιές, οι οποίες μερικές φορές έπεφταν στα χέρια τους. Ο θυμός τους στρεφόταν ιδιαίτερα εναντίον των χρισμένων, που αναφέρονταν όχι μόνο σχετικά με την Ανάμνηση, αλλά και σχετικά με τις ειδικές εκστρατείες. Σ’ αυτούς έβλεπαν τους «αρχηγούς» της οργάνωσης οι οποίοι θα έπρεπε να συντριφτούν πρώτοι για να καταστραφεί και η οργάνωση.

Η Ανάμνηση της 17ης Απριλίου 1935 ήταν ιδιαίτερα συναρπαστική. Μερικές εβδομάδες προηγουμένως, η Γκεστάπο είχε ήδη μάθει την ημερομηνία και είχε αρκετό χρόνο για να ενημερώσει τα γραφεία της. Μια μυστική εγκύκλιος με ημερομηνία 3 Απριλίου 1935 έλεγε:

«Μια αιφνιδιαστική επίθεση εκείνη τη μέρα εναντίον των γνωστών ηγετών των Σπουδαστών τής Γραφής θα ήταν ιδιαίτερα επιτυχής. Παρακαλούμε αναφέρετε οποιαδήποτε πετυχημένη προσπάθεια μέχρι τις 22 Απριλίου 1935».

Αλλά λίγα θα μπορούσαν να αναφέρουν σαν «πετυχημένη προσπάθεια», αφού οι περισσότεροι αξιωματούχοι όπως π.χ. αυτοί στο Ντόρτμουντ, μπόρεσαν να αναφέρουν μόνο ότι μολονότι τα σπίτια εκείνων που θεωρούνταν αρχηγοί του Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής ήταν κάτω από επιτήρηση σε καμιά περίπτωση δεν έγιναν συναθροίσεις. Και πρόσθεταν τα καθησυχαστικά λόγια ότι «τα ηγετικά και δραστήρια μέλη των Σπουδαστών τής Γραφής αυτής της περιοχής είναι ήδη στη φυλακή και έτσι δεν έχει απομείνει κανείς να διοργανώσει τέτοιες συναθροίσεις».

Ωστόσο, η μυστική αστυνομία έκανε λάθος, γιατί λίγο μετά από την αποστολή αυτής της εγκυκλίου, πήραμε ένα αντίτυπό της από ένα φίλο της αλήθειας ο οποίος ενημερωνόταν για τέτοιες μυστικές πληροφορίες. Οι αδελφοί διευθυντές της υπηρεσίας περιφέρειας, όπως λέγονταν, προειδοποίησαν όλους τους υπηρέτες πολύ έγκαιρα και τους έδωσαν την κατάλληλη συμβουλή για το πώς να αποφύγουν να ανακαλυφθούν και ωστόσο να υπακούσουν στις εντολές του Κυρίου μας και Αρχηγού μας.

Έτσι πολλοί συναθροίστηκαν αμέσως μετά τις 6 η ώρα, ενώ άλλοι περίμεναν ώσπου ήλθε η Γκεστάπο και έφυγε και μετά έφυγαν και εκείνοι για να συναθροιστούν με τους αδελφούς τους σε μικρούς ομίλους, και μερικοί γιόρτασαν την Ανάμνηση τα μεσάνυχτα. Εν πάση περιπτώσει, τα περισσότερα παραρτήματα της Γκεστάπο έστειλαν αναφορές παρόμοιες με εκείνη που έστειλε το Ντόρτμουντ.

Ο Βίλλυ Κλάισσλε αναφέρει ότι οι αδελφοί στο Κρόιτσλινγκεν γιόρτασαν την Ανάμνηση ακριβώς στις 6 η ώρα. Είχαν οδηγίες ότι πριν φύγουν από το κτίριο έπρεπε να μπουν στο κατάστημα που βρισκόταν στο ίδιο κτίριο και το οποίο είχε ένας αδελφός, όπου μπορούσαν να αγοράσουν ζάχαρη, καφέ και παρόμοια. Ύστερα θα έφευγαν από την κανονική έξοδο του καταστήματος. Οι «ροπαλοφόροι», όπως τους ονόμαζε ο Αδελφός Κλάισσλε πράγματι εμφανίστηκαν, αλλά μόνο αφού οι αδελφοί όλοι είχαν κατεβεί στο κατάστημα, και έτσι αυτοί δεν μπόρεσαν να αποδείξουν τίποτα. Αλλά οι ερωτήσεις που έκανε η Γκεστάπο καθώς και τα διάφορα σχόλια που έκανε η αστυνομία έδειχναν καθαρά ότι είχαν πάρει την πληροφορία από τη Σκοπιά σχετικά με την ημερομηνία της Ανάμνησης.

Οι αδελφοί ήταν ωστόσο πάντοτε προετοιμασμένοι για εκπλήξεις κι αυτό ήταν καλό. Προσπαθούσαν να συνδέουν όχι μόνο την παρακολούθηση των εβδομαδιαίων συναθροίσεων, αλλά ιδιαίτερα την παρακολούθηση της Ανάμνησης με κάποια αθώα καθημερινή δραστηριότητα, και αυτό συχνά τους έσωζε από σύλληψη. Ο Φραντς Κολχόφερ από το Μπάμπεργκ αναφέρει:

«Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα οι κατάσκοποι ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι να παρακολουθούν τα σπίτια των μαρτύρων του Ιεχωβά με την ελπίδα να μπορέσουν να πιάσουν μερικούς απ’ αυτούς σε παράνομη δραστηριότητα και να τους συλλάβουν. . . . Είχαμε αποφασίσει μερικές μέρες προηγουμένως να συναθροιστούμε για την εορτή στο σπίτι ενός αδελφού που ήταν χοιροτρόφος. Όλοι θα έφερναν μαζί τους ένα καλάθι γεμάτο με πατατόφλουδες και άλλα απορρίμματα. Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν βιαστικά, επειδή η Γκεστάπο μπορούσε να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή. Εν πάση περιπτώσει φέραμε μαζί μας και τις τράπουλές μας ώστε να μπορέσουμε να παραπλανήσουμε την αστυνομία σε περίπτωση που θα μας αιφνιδίαζαν. Και μαντέψτε τι συνέβη! Μόλις ο αδελφός είχε τελειώσει την τελική του προσευχή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Αλλά αυτόματα και οι τέσσερίς μας καθήσαμε γύρω από το τραπέζι παίζοντας χαρτιά. Αυτοί με δυσκολία πίστευαν στα μάτια τους, καθώς τους κοιτάζαμε ήσυχα και με αφέλεια. Επειδή δεν μπόρεσαν να μας πιάσουν την ακριβή ώρα, αναγκάστηκαν να φύγουν χωρίς να έχουν κατορθώσει εκείνο για το οποίο είχαν ξεκινήσει».

ΒΑΦΤΙΣΜΑ

Πολλοί απ’ αυτούς που έμαθαν την αλήθεια στη διάρκεια εκείνου του καιρού βαφτίστηκαν κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Σύντομα πολλοί απ’ αυτούς τους νεοβαφτισμένους ρίχτηκαν στη φυλακή ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και πολλοί απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους όπως ακριβώς και εκείνοι που τους είχαν φέρει τα καλά νέα.

Ο Πάουλ Μπούντερ είχε ήδη προσέξει την ομιλία «Εκατομμύρια» το 1922, αλλά δεν ήρθε σε στενή επαφή με την αλήθεια μέχρι το 1935 οπότε ένα νεαρό κορίτσι που εργαζόταν στο μέρος που εργαζόταν κι εκείνος, και για την οποία τον είχαν προειδοποιήσει οι άλλοι, του έδωσε το βιβλίο Δημιουργία. «Αυτό συνέβη στις 12 Μαΐου 1935», γράφει στο ημερολόγιό του, «και ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνα. Στις 19 Μαΐου 1935 διαγράφτηκα από την εκκλησία και είπα στη νεαρή κοπέλα ότι θα ήθελα να γίνω μάρτυς του Ιεχωβά. Πόσο ευτυχισμένη ήταν! Αυτή είχε ήδη μείνει στη φυλακή έξι εβδομάδες επειδή είχε κατηγορηθεί σαν πλανόδια βιβλιοπώλης. Στη συνέχεια ήρθα σε επαφή με τον Αδελφό και την Αδελφή Βόιτε από την εκκλησία Φορστ. Παρά το γεγονός ότι με θεωρούσαν κατάσκοπο των Ναζί σ’ αυτήν την εκκλησία, πήγαινα τακτικά από σπίτι σε σπίτι σ’ όλα τα χωριά με τη μικρή μου Λουθηρανική Γραφή. Στις 23 Ιουλίου 1936, βαφτίστηκα στον Ποταμό Νάισε στο Φορστ με παρόντες τον Αδελφό και την Αδελφή Βόιτε και με έναν ηλικιωμένο αδελφό ο οποίος έκανε την ομιλία».

Βάφτισμα γινόταν συχνά σε μικρούς ομίλους σε ιδιωτικά σπίτια. Από καιρό σε καιρό γινόταν και στο ύπαιθρο και μερικές φορές με λίγους μόνο υποψήφιους και άλλες φορές με περισσότερους. Ο Χάινριχ Χάλστενμπεργκ μας λέει για ένα βάφτισμα στον Ποταμό Βέζερ.

«Το 1941 εξέφρασαν την επιθυμία τους να βαφτιστούν αρκετά ενδιαφερόμενα άτομα. Όταν διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν αρκετοί με την ίδια επιθυμία στην περιοχή αρχίσαμε να ψάχνουμε για ένα κατάλληλο τόπο και αυτόν τον βρήκαμε στο Ντέμε στον Ποταμό Βέζερ. Αφού τα σκεφτήκαμε όλα καλά και τα σχεδιάσαμε προσεκτικά καθορίστηκε το βάφτισμα για τις 8 Μαΐου 1941. Οι αδελφοί και οι υποψήφιοι για βάφτισμα ήταν ήδη εκεί νωρίς το πρωί. Στους άλλους φαινόμασταν σαν μια παρέα που απολαμβάναμε το κολύμπι. Αλλά για να μη μπορέσει να μας αιφνιδιάσει κανείς στείλαμε μερικούς να φρουρούν, και αφού έγινε μια ομιλία για τη σπουδαιότητα του βαφτίσματος προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά. Στη συνέχεια βαφτίστηκαν στον ποταμό εξήντα υποψήφιοι. Άλλοι οι οποίοι ήταν ή πολύ ηλικιωμένοι ή άρρωστοι για να μπουν στο κρύο νερό, βαφτίστηκαν ιδιωτικά σε μια μπανιέρα και έτσι το σύνολο αυτών που βαφτίστηκαν εκείνη την ημέρα ήταν ογδόντα εφτά».

ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΚΥΝΗΓΗΤΟ

Ο Άλμπερτ Βάντρες ήταν ένας από τους αδελφούς διευθυντές της υπηρεσίας περιφέρειας ακόμη και πριν από τις 7 Οκτωβρίου 1934, και το όνομά του σύντομα έγινε πασίγνωστο στη Γκεστάπο, ιδιαίτερα από τις δίκες στις διάφορες πόλεις τού Ρουρ όπου εργαζόταν. Σε απάντηση στο ερώτημα για το πού είχαν βρει οι κατηγορούμενοι τα έντυπά τους, αναφερόταν συχνά το όνομα «Βάντρες». Η Γκεστάπο κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τον πιάσει και να τον βάλει στη φυλακή. Ωστόσο ο αδελφός με προνοητικότητα είχε ζητήσει απ’ όλους τους αδελφούς να του επιστρέψουν όλες τις φωτογραφίες του που είχαν ή να τις καταστρέψουν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μολονότι η Γκεστάπο ήξερε το όνομά του, δεν είχε ιδέα για τη φυσιογνωμία του αδελφού. Και δεν έπεσε στα χέρια των διωκτών του παρά ύστερα από κυνήγι τρεισήμισι ετών. Ας ακούσουμε τον Αδελφό Βάντρες καθώς θα μας λέει μερικές από τις πείρες του σ’ αυτή την κάτω από την επιφάνεια δραστηριότητά του.

«Για ένα διάστημα συναντούσα διάφορους αδελφούς στο Ντύσελντορφ στο παντοπωλείο ενός αδελφού. Σκεφτήκαμε ότι αν μπαίναμε και φεύγαμε από το κατάστημα λίγο πριν από την ώρα που έκλεινε θα περνούσαμε απαρατήρητοι. Κάποτε είχαμε συγκεντρωθεί εκεί για μια περίπου ώρα, όταν ξαφνικά ήρθε η Γκεστάπο και ζήτησε να μπει μέσα. Πρόφτασα και έφυγα από την αποθήκη τού καταστήματος όπου είχαμε τη συζήτησή μας και πήγα στο κατάστημα λίγα βήματα πιο πέρα. Ευτυχώς τα φώτα είχαν ήδη σβήσει. Ένα λεπτό αργότερα όρμησαν μέσα στην αποθήκη και συνέλαβαν όλους τους αδελφούς που ήταν παρόντες. Έψαξαν ολόκληρο το χώρο και βρήκαν τη βαλίτσα μου γεμάτη με Σκοπιές. Ξαφνικά ένας από τους πράκτορες φώναξε γεμάτος χαρά: ‘Αυτό είναι που ψάχνουμε! Σε ποιον ανήκει αυτή η βαλίτσα;’ Κανένας δεν απάντησε. Τότε αυτός ζήτησε να μάθει πού ήταν το διαμέρισμα του ιδιοκτήτη τού καταστήματος. ‘Στο τρίτο πάτωμα’, ήταν η απάντηση. ‘Έξω’, φώναξε ο πράκτορας της Γκεστάπο, και όλοι οι αδελφοί άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά προς το διαμέρισμα έχοντας πίσω τους τούς πράκτορες της Γκεστάπο, οι οποίοι έλπιζαν να βρουν εκείνον για τον οποίο έψαχναν στο διαμέρισμα του αδελφού.

«Εγώ τότε ξαναμπήκα στην αποθήκη προσεκτικά, έβαλα το παλτό μου και το καπέλο μου, πήρα τη βαλίτσα μου και κοίταξα για να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν κανείς έξω στο δρόμο. Ύστερα έφυγα βιαστικά. Όταν οι κύριοι επέστρεψαν από το διαμέρισμα πάνω ανακάλυψαν με μεγάλη τους λύπη ότι το πουλί είχε πετάξει και ήδη ταξίδευε προς το Έλμπερφελντ​—​Μπάρμεν». Και ο Αδελφός Βάντρες προσθέτει: «Αυτά όλα είναι πολύ διασκεδαστικά και ωραία να τα λέει κανείς αλλά να τα ζεις είναι μια άλλη ιστορία».

«Κάποτε», συνεχίζει ο Αδελφός Βάντρες, «μετέφερα δυο βαριές βαλίτσες γεμάτες από βιβλία Προετοιμασία στη Βόννη και στο Κάσσελ. Μας είχαν σταλεί μέσα από τα σύνορα κοντά στο Τρίερ. Έφτασα στη Βόννη αργά το βράδι και άφησα τις βαλίτσες σε ένα ασφαλές μέρος στο υπόγειο του υπηρέτη τής εκκλησίας. Το άλλο πρωί γύρω στις 5.30΄ χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Είχε έρθει και πάλι η Γκεστάπο για να ερευνήσει το διαμέρισμα. Ο Αδελφός Άρτουρ Βίνκλερ που εκείνο τον καιρό ήταν υπηρέτης εκκλησίας, χτύπησε την πόρτα μου και μου είπε ότι είχαν έρθει ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Επειδή δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να αποδράσω αποφασίσαμε να αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Όταν οι αστυνομικοί μπήκαν στο δωμάτιό μου, ρώτησαν τι έκανα εκεί κι εγώ απάντησα με συντομία ότι έκανα ένα ταξίδι στον Ποταμό Ρήνο και ήθελα να επισκεφθώ τους Βοτανικούς κήπους της Βόννης. Ερεύνησαν προσεκτικά τα χαρτιά μου και μολονότι ήταν λίγο αβέβαιοι, μου τα επέστρεψαν. Ο Αδελφός Βίνκλερ αναγκάστηκε να πάει μαζί τους στο γραφείο της αστυνομίας όπου ένας από τους αστυνομικούς είπε στον ανώτερό του​—​καθώς μου αφηγήθηκε αργότερα ο Αδελφός Βίνκλερ​—​‘Υπήρχε κι ένας άλλος εκεί’. ‘Δεν τον φέρατε μαζί; Ωραίους ανθρώπους στείλαμε’. ‘Γιατί;’ ρώτησε ένας. ‘Να πάμε πίσω και να τον φέρουμε;’ ‘Να τον φέρετε; Νομίζετε ότι θα σας περιμένει να γυρίσετε;’ Πραγματικά μόλις έφυγαν οι αστυνομικοί από το σπίτι έφυγα κι εγώ με μια από τις δύο βαλίτσες (που δεν τις είχαν βρει), την οποία έφερα στο Κάσσελ.

«Φτάνοντας στο Κάσσελ, ο υπηρέτης εκκλησίας, ο Αδελφός Χόχγκρεφε, μου είπε: ‘Δεν μπορείς να μείνεις εδώ. Πρέπει να φύγεις αμέσως. Η Γκεστάπο έρχεται στο σπίτι κάθε πρωί επί μια ολόκληρη εβδομάδα’. Συμφωνήσαμε να περπατάει εκείνος περίπου πενήντα μέτρα μπροστά από μένα και να μου δείξει τον τόπο όπου θα μπορούσα να αφήσω τα έντυπα. Μόλις είχαμε προχωρήσει γύρω στα διακόσια μέτρα στην ωραία οδό Καστάνιεναλλε όταν οι αστυνομικοί τής Γκεστάπο που ήξεραν καλά τον υπηρέτη εκκλησίας μάς πλησίασαν. Επειδή εγώ ακολουθούσα περίπου πενήντα μέτρα πιο πίσω, μπορούσα να βλέπω τους χλευαστικούς μορφασμούς στα πρόσωπά τους αλλά δεν τον σταμάτησαν. Λίγα λεπτά αργότερα τα έντυπα μέσω των οποίων οι αδελφοί θα μπορούσαν να ενισχυθούν στην πίστη τους, είχαν και πάλι φτάσει σε ασφαλές μέρος.

«Μια άλλη φορά πήγαινα δυο βαριές βαλίτσες με έντυπα στο Μπούργκσολμς κοντά στο Βέτσλαρ. Ήταν 11 η ώρα το βράδι και κατασκότεινα. Δύσκολα θα μπορούσε να με δει κανείς αλλά ωστόσο είχα το παράξενο αίσθημα ότι με παρακολουθούσαν. Όταν έφτασα στον προορισμό μου, σύστησα στους αδελφούς να κρύψουν τις βαλίτσες σε ασφαλές μέρος. Γύρω στις 5.30΄ το επόμενο πρωί κατέφθασε ο ενωμοτάρχης της πόλης. Στεκόμουν στη μέση τού δωματίου και ήμουν έτοιμος να πλυθώ όταν στράφηκε στην αδελφή και της είπε: ‘Χθες το βράδι ήρθε εδώ ένας άντρας με δυο βαριές βαλίτσες. Χωρίς αμφιβολία πήρατε και πάλι έντυπα. Που τα έχεις;’ Η αδελφή απάντησε: ‘Ο σύζυγός μου έχει ήδη πάει στη δουλειά. Και εγώ δεν ξέρω τι συνέβη χθες το βράδι γιατί δεν ήμουν σπίτι!’ Ο ενωμοτάρχης απάντησε: ‘Αν δεν παραδώσεις τις βαλίτσες μόνη σου, τότε θα αναγκαστούμε να ψάξουμε το σπίτι για να τις βρούμε. Θα φέρω το δήμαρχο, γιατί χωρίς αυτόν δεν μπορώ να κάνω έρευνα. Αλλά ώσπου να γυρίσω απαγορεύεται να φύγεις από το σπίτι’. Στη διάρκεια που γινόταν όλη αυτή η συζήτηση εγώ στεκόμουν εκεί στη μέση τού δωματίου απορώντας γιατί ο αστυνομικός είχε αυτό το παγωμένο βλέμμα στα μάτια του και γιατί δεν είχε καν μιλήσει σε μένα. Το μόνο που μπορούσα να υποθέσω ήταν ότι έμοιαζε σαν να είχε τυφλωθεί. Αφού έφυγε για να φέρει το δήμαρχο, εγώ ετοιμάστηκα να φύγω αμέσως. Βγήκα έξω και περίμενα πίσω από το σπίτι ώσπου ο δήμαρχος και ο ενωμοτάρχης μπήκαν στο σπίτι από την κύρια είσοδο. Την ίδια στιγμή ξέφυγα εγώ από πίσω. Οι γείτονες που συνέβη να το δουν αυτό προφανώς χάρηκαν που είδαν ότι ξέφυγα. Αποτελείωσα το ντύσιμό μου στο δάσος και ύστερα έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στον επόμενο σιδηροδρομικό σταθμό για να ταξιδέψω».

Οι άλλοι διευθυντές τής υπηρεσίας περιφέρειας είχαν παρόμοιες πείρες.

ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

Στη διάρκεια των ετών 1934–1936 οι πιστοί ποιμένες ενίσχυσαν τους αδελφούς τους σ’ ολόκληρη τη Γερμανία, ενθαρρύνοντάς τους να συμμετέχουν στις συναθροίσεις και όσο το δυνατό σε όλα τα είδη της υπηρεσίας, παρά το διωγμό. Στο μεταξύ στο Χάλε γινόταν μια δίκη στις 17 Δεκεμβρίου 1935, εναντίον των Μπάλτζεραϊτ, Ντόλλινγκερ και εφτά άλλων που θεωρούνταν «εξέχοντες» αδελφοί. Τουλάχιστον για τους μισούς απ’ αυτούς αυτό ήταν το τέλος της Χριστιανικής τους πορείας.

Πολλοί αδελφοί στις πολυάριθμες δίκες που έγιναν στη Γερμανία εκείνο τον καιρό παραδέχονταν φανερά τι είχαν κάνει για να επεκτείνουν τα συμφέροντα της Βασιλείας κάτω από δύσκολες συνθήκες. Αντίθετα, αυτοί οι άντρες που δικάζονταν στο Χάλε αρνήθηκαν ότι είχαν κάνει οτιδήποτε απαγορευμένο από την κυβέρνηση. Ο Μπάλτζεραϊτ, όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο τι είχε να πει για τον εαυτό του, είπε ότι μόλις ανακοινώθηκε η απαγόρευση στη Βαυαρία εκείνος είχε δώσει οδηγίες να μην κηρύττουν εκεί, και ότι το ίδιο αλήθευε και για όλες τις άλλες πολιτείες. Είπε ότι ποτέ δεν είχε δώσει οδηγίες που να ενθαρρύνουν οποιονδήποτε να αψηφήσει την απαγόρευση.

Όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο για την ετήσια γιορτή της Ανάμνησης, ο Μπάλτζεραϊτ απάντησε ότι κι αυτός είχε ακούσει ότι οι αδελφοί σχεδίαζαν να συγκεντρωθούν για να γιορτάσουν παρά την απαγόρευση. Αυτός όμως τους είχε προειδοποιήσει, επειδή ήξερε ότι η αστυνομία σχεδίαζε ειδική δράση για εκείνη τη μέρα.

Φυσικά ανέκυψε και το θέμα τής προσωπικής στάσης τού κατηγορούμενου ως προς τη στρατιωτική υπηρεσία όπως συνέβαινε σ’ όλες τις δίκες που γίνονταν εκείνο τον καιρό. Αυτός διακήρυξε ότι ήταν πλήρως ικανοποιημένος με την εξήγηση του Φύρερ, δηλαδή, ότι ο πόλεμος αυτός καθεαυτός είναι έγκλημα, αλλά ότι κάθε χώρα είχε το δικαίωμα και το καθήκον να προστατεύει τη ζωή των πολιτών της.

Λίγο αργότερα ο Αδελφός Ρόδερφορδ έγραψε το ακόλουθο γράμμα στους Γερμανούς αδελφούς:

«Προς τον πιστό λαό τού Ιεχωβά στη Γερμανία:

«Παρά τον πικρό διωγμό που έχει έρθει πάνω σας και τη μεγάλη εναντίωση που έχουν εξαπολύσει τα όργανα του Σατανά σ’ αυτή τη χώρα, είναι ευχάριστο να ξέρει κανείς ότι ο Κύριος έχει ακόμη μερικές χιλιάδες σ’ αυτή τη χώρα που έχουν πίστη σ’ Αυτόν και οι οποίοι επιμένουν να διακηρύττουν το άγγελμα της βασιλείας Του. Η πιστότητά σας καθώς αντιστέκεστε στους διώκτες και παραμένετε πιστοί στον Κύριο είναι σε χτυπητή αντίθεση με τη στάση που κράτησε εκείνος ο οποίος ήταν πρώην διευθυντής τής Εταιρίας στη Γερμανία, και οι άλλοι που ήταν μαζί του. Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου ένα αντίγραφο των πρακτικών τής δίκης αυτών των αντρών στο Χάλε και έμεινα έκπληκτος διαπιστώνοντας ότι κανείς απ’ αυτούς στη δίκη εκείνη τη μέρα δεν έδωσε πιστή και αληθινή μαρτυρία στο όνομα του Ιεχωβά. Ήταν ιδιαίτερα καθήκον τού πρώην διευθυντή Μπάλτζεραϊτ να κρατήσει ψηλά τη σημαία τού Κυρίου και να ταχθεί υπέρ του Θεού και της βασιλείας του μέσα σ’ όλη την εναντίωση, αλλά ούτε μια λέξη δεν βγήκε από το στόμα του που να δείχνει την πλήρη εμπιστοσύνη του στον Ιεχωβά. Κατά καιρούς του είχα επιστήσει την προσοχή στα όσα θα μπορούσαν να γίνουν στη Γερμανία και αυτός με διαβεβαίωνε ότι κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για να ενθαρρύνει τους αδελφούς να συνεχίσουν τη μαρτυρία. Αλλά στη δίκη δήλωσε με έμφαση ότι τίποτα δεν είχε γίνει. Δε χρειάζεται να το συζητήσω τώρα εδώ περισσότερο. Είναι αρκετό να πω ότι η Εταιρία δε θα έχει στο εξής καμιά σχέση μαζί του, ούτε με κανέναν από εκείνους που σ’ αυτή την περίπτωση είχαν την ευκαιρία να δώσουν μαρτυρία στο όνομα του Ιεχωβά και στη βασιλεία Του και δεν το έκαναν. Η Εταιρία δε θα καταβάλει καμιά προσπάθεια να τους απελευθερώσει από τη φυλακή, ακόμη κι αν είχε τη δύναμη να κάνει κάτι.

«Όλοι τώρα εκείνοι που αγαπούν τον Κύριο ας στρέψουν τα πρόσωπά τους προς Αυτόν, τον Ιεχωβά και στον Βασιλέα Του, και ας παραμείνουν αληθινοί και σταθεροί στο πλευρό τής Βασιλείας, άσχετα με κάθε εναντίωση που μπορεί να έρθει επάνω σας. . . .»

Το ζήτημα αναφέρθηκε στο Γερμανικό τεύχος τής 15 Ιουλίου 1936 της Σκοπιάς, σαν μια προειδοποίηση για εκείνους που ειλικρινά επιθυμούσαν να είναι πιστοί μάρτυρες του Ιεχωβά κάτω από όλες τις περιστάσεις.

Σε αντίθεση με τους πολλούς πιστούς αδελφούς τής Γερμανίας οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης μέχρι πέντε ετών, ο Μπάλτζεραϊτ καταδικάστηκε σε δυόμισι χρόνια και ο Ντόλλινγκερ σε δύο χρόνια. Αφού υπηρέτησε την ποινή του στη φυλακή ο Μπάλτζεραϊτ μπήκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σάξενχαουζεν, όπου αναγκάστηκε να παίξει έναν εξαιρετικά άδοξο ρόλο. Είχε υπογράψει τη διακήρυξη που αποκήρυσσε τη συναναστροφή με τους αδελφούς και απέφευγε κάθε επαφή μαζί τους. Εξαιτίας τής διαγωγής του ελευθερώθηκε περίπου ένα χρόνο αργότερα, αλλά στο μεταξύ αναγκάστηκε να ταπεινωθεί πολλές φορές, γιατί βασικά, οι Ες⁠–⁠Ες μισούσαν και τους προδότες επίσης. Οι ίδιοι μάλιστα οι Ες⁠–⁠Ες τού έδωσαν το παρατσούκλι «Βεελζεβούλ», και κάποτε ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες τον ανάγκασε να σταθεί μπροστά σ’ όλους τους αδελφούς του​—​υπήρχαν περίπου 300 στο στρατόπεδο εκείνο τον καιρό​—​και να επαναλάβει τη διακήρυξη που είχε υπογράψει ότι αποκηρύσσει κάθε συναναστροφή με τους μάρτυρες του Ιεχωβά, πράγμα που το έκανε!

Το 1946, ο Μπάλτζεραϊτ είχε ήδη γίνει βίαιος διώκτης της αλήθειας, και έγραψε ένα γράμμα στις αρχές αποκατάστασης αποκαλύπτοντας την εχθρική στάση που είχε ακόμη και πριν γίνει η δίκη. Έτσι τέλειωσε ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία τού λαού τού Θεού στη Γερμανία, οι πρώτες γραμμές τού οποίου είχαν ήδη γραφτεί στη δεκαετία του 1920.

Η ΓΚΕΣΤΑΠΟ ΧΤΥΠΑ​—​28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936

Είχαν περάσει δυο χρόνια με γεμάτη ζήλο δράση, στη διάρκεια των οποίων η Γκεστάπο είχε αποτύχει να ασκήσει οποιαδήποτε πραγματική επιρροή πάνω στην οργανωμένη υπό την επιφάνεια δραστηριότητα παρά τις στενές παρακολουθήσεις όλων όσοι ήταν γνωστοί σαν μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά με τον καιρό μάθαιναν όλο και περισσότερα για τη δραστηριότητά μας και σύντομα ήταν πολύ καλά πληροφορημένοι για το τι κάναμε. Μάλιστα στον πόλεμο εναντίον μας σχηματίστηκε μια «Ειδική Διοίκηση της Γκεστάπο», σύμφωνα με μια εμπιστευτική γνωστοποίηση που είχε ημερομηνία 24 Ιουνίου 1936 και απευθυνόταν προς την Πρωσική Μυστική Κρατική Αστυνομία.

Στη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών τού 1936 η Μυστική Κρατική Αστυνομία συγκέντρωσε ένα μεγάλο αρχείο που περιείχε τις διευθύνσεις ατόμων που είτε υποπτεύονταν ότι ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά ή τουλάχιστον ότι ήταν φιλικοί προς αυτούς. Αυτό το αρχείο βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις διευθύνσεις που βρέθηκαν στο βιβλίο Καθημερινό Ουράνιο Μάνα, που κατασχέθηκε στη διάρκεια ερευνών στα σπίτια. Διεξάγονταν ακόμη και ειδικά μαθήματα για τα όργανα της Γκεστάπο. Τους εκπαίδευαν πώς να διεξάγουν τη μελέτη τής Σκοπιάς· έπρεπε να μελετούν προσεκτικά τα νεότερα άρθρα τής Σκοπιάς ώστε να μπορούν να απαντούν στις ερωτήσεις σαν να ήταν αδελφοί. Τελικά έπρεπε να μάθουν και να προσεύχονται. Όλα αυτά γίνονταν με σκοπό, αν ήταν δυνατόν, να εισχωρήσουν στην καρδιά τής οργάνωσης και να την καταστρέψουν από το εσωτερικό της.

Ο Άντον Κέτγκεν από το Μύνστερ αναφέρει ότι αφού άφησε έντυπα σε μια «φιλική» κυρία, αμέσως τον συνέλαβαν και οδηγήθηκε στη φυλακή. Συγχρόνως, συνεχίζει ο Αδελφός Κέτγκεν, «όργανα της Γκεστάπο επισκέφθηκαν τη σύζυγό μου που βρισκόταν έξω στον κήπο. Της συστήθηκαν σαν αδελφοί, αλλά μόνο με το σκοπό να εξακριβώσουν τα ονόματα άλλων αδελφών. Η σύζυγός μου διέκρινε την απάτη τους ωστόσο, και τους ξεσκέπασε ότι ήταν πράκτορες της Γκεστάπο». Αλλά δυστυχώς οι πράκτορες της Γκεστάπο δεν αναγνωρίζονταν έγκαιρα σε κάθε περίπτωση.

Στο μεταξύ, ο Αδελφός Ρόδερφορδ σχεδίαζε ένα ταξίδι στην Ελβετία και ήθελε, αν ήταν δυνατό, να μιλήσει με αδελφούς από τη Γερμανία. Έγιναν διευθετήσεις για μια συνέλευση στη Λουκέρνη από τις 4 ως τις 7 Σεπτεμβρίου 1936. Τα κεντρικά γραφεία τής Ελβετίας είχαν υποδείξει να συγκεντρώσουμε μερικές εκθέσεις από αδελφούς σ’ ολόκληρη τη Γερμανία σχετικά με τις συλλήψεις τους, την κακομεταχείρισή τους από τη Γκεστάπο, την απόλυσή τους από τις εργασίες τους επειδή είχαν αρνηθεί να δώσουν «το Γερμανικό χαιρετισμό», και επίσης εκθέσεις για περιπτώσεις όπου οι αδελφοί είχαν πεθάνει σαν αποτέλεσμα κακομεταχείρισης, κ.ο.κ. Αυτές οι εκθέσεις θα μεταφέρονταν μυστικά στην Ελβετία πριν από τη συνέλευση έτσι ώστε ο Αδελφός Ρόδερφορδ να μπορέσει να τις εξετάσει.

Αλλά ξαφνικά στις 28 Αυγούστου 1936, η Γκεστάπο κατάφερε ένα προμελετημένο ανελέητο χτύπημα, βάζοντας σε λειτουργία μια εκστρατεία στη διάρκεια της οποίας οι μάρτυρες του Ιεχωβά κυνηγήθηκαν σαν τα άγρια θηρία. Όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις κινητοποιήθηκαν σε δράση μέρα και νύχτα, αλλά ιδιαίτερα τη νύχτα, στην προσπάθεια να συλληφθούν οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Κάθε πληροφορία που η Γκεστάπο είχε συγκεντρώσει στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών τώρα αποδείχτηκε ότι ήταν μεγάλη βοήθεια γι’ αυτούς. Στο δίχτυ πιάστηκαν ακόμη και ανυποψίαστα άτομα μερικά από τα οποία δεν είχαν ποτέ ισχυριστεί ότι ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτά τα άτομα φυσικά ήταν περισσότερο από πρόθυμα να πουν στη Γκεστάπο καθετί που ήξεραν για τους μάρτυρες του Ιεχωβά προκειμένου να ξαναποκτήσουν την ελευθερία τους· και μολονότι αυτά που ήξεραν να πουν συχνά ήταν πάρα πολύ λίγα, ωστόσο κι αυτές οι μικρές πληροφορίες βοήθησαν στο να συμπληρωθεί η εικόνα που είχε μέχρι τώρα φτιάξει η Γκεστάπο. Σε μετέπειτα δίκες η Γκεστάπο συχνά καυχιόταν ότι αυτές οι πληροφορίες τούς είχαν βοηθήσει να συλλάβουν χιλιάδες άτομα, τα περισσότερα από τα οποία οδηγήθηκαν στη φυλακή και αργότερα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Όταν τελικά η εκστρατεία τής Γκεστάπο έφτασε στο αποκορύφωμα, ύστερα από μια μεγάλη επίθεση μπόρεσαν να πιάσουν τον Αδελφό Βίνκλερ, ο οποίος εκείνο τον καιρό ήταν υπεύθυνος για το έργο ολόκληρης της Γερμανίας καθώς και τους περισσότερους από τους διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας, των οποίων τα ονόματα και οι περιοχές στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ήδη γνωστά. Η Γκεστάπο θεώρησε αυτή την «εκστρατεία» τόσο μεγάλης σπουδαιότητας ώστε ολόκληρο το αστυνομικό δίκτυο απασχολήθηκε στη δίωξη των μαρτύρων του Ιεχωβά, και άφησαν εγκληματικά στοιχεία του υπόκοσμου εντελώς ανενόχλητα.

Η προσεκτική εργασία που έκανε η Γκεστάπο σε διάστημα αρκετών μηνών οδήγησε στη διαπίστωση ότι γίνονταν σημαντικές συναντήσεις ανάμεσα στον Αδελφό Βίνκλερ και σε άλλους υπεύθυνους υπηρέτες από ολόκληρη τη Γερμανία στους ζωολογικούς κήπους τού Βερολίνου. Αυτό αλήθευε ιδιαίτερα για τους ζεστούς μήνες του έτους. Αυτές οι συναντήσεις είχαν κρατηθεί μυστικές για πολύ καιρό με τη βοήθεια του Αδελφού Βάρντουν ο οποίος είχε υπηρεσία εκεί νοικιάζοντας καρέκλες. Ο αδελφός χωρίς να προκαλεί την προσοχή έλεγε στους αδελφούς που έφταναν σε ποιο σημείο των ζωολογικών κήπων τούς περίμενε ο Αδελφός Βίνκλερ και τους οδηγούσε σε ένα ασφαλές μέρος όπου μπορούσε να γίνει η συζήτηση. Όποτε εμφανιζόταν κάποιος κίνδυνος τους προειδοποιούσε απλώς με το να πηγαίνει στους αδελφούς και να παίρνει τα χρήματα για τις καρέκλες που είχαν «νοικιάσει». Αλλά αυτή η θαυμάσια διευθέτηση δεν επρόκειτο να παραμείνει για πολύ μυστική. Με κάποιο άγνωστο τρόπο η Γκεστάπο είχε μάθει τις λεπτομέρειες, και αυτό βοήθησε το πανούργο σχέδιο της επίθεσης που ετοίμαζε. Ο Αδελφός Κλόχε, ο οποίος λάμβανε μέρος και ο ίδιος στις συναντήσεις μάς λέει τι συνέβη στη διάρκεια εκείνων των συναρπαστικών ημερών στο Βερολίνο:

«Περίμενα με ανυπομονησία τη συνέλευση της Λουκέρνης· είχα πολλές πιθανότητες να μπορέσω να την παρακολουθήσω, επειδή είχα ήδη πάρει την Ελβετική βίζα. Αλλά προηγουμένως ήθελα να πάω στη Λιψία για να συζητήσω οργανωτικά θέματα με τον Αδελφό Φροστ στου οποίου την περιοχή επρόκειτο να διοριστώ σαν διευθυντής υπηρεσίας περιφέρειας, επειδή είχε δημιουργηθεί ένα κενό ύστερα από τη σύλληψη τού Αδελφού Πάουλ Γκρόσμαν. Ωστόσο δεν μπόρεσα να φτάσω στον Αδελφό Φροστ γιατί στο μέρος όπου περίμενα να τον συναντήσω, με βρήκε η Γκεστάπο. Στην αρχή παρέλυσα τελείως, γιατί αντί να μπορέσω να αρχίσω μια τέτοια θαυμάσια υπηρεσία η Γκεστάπο με απομάκρυνε από τη συναναστροφή με τους αδελφούς μου και με έφερε στη Λιψία. [Από εκεί τον μετέφεραν στο Βερολίνο.]

«Στο μεταξύ η Γκεστάπο είχε μάθει ότι είχαμε ένα τόπο συνάντησης στους ζωολογικούς κήπους και είχαν μάθει και πολλά άλλα πράγματα για την οργάνωσή μας. Αυτές τις πληροφορίες τις είχαν πάρει με διάφορους τρόπους ακόμη και με εκβιασμό.

«Λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκαν ξαφνικά πέντε αξιωματικοί οπλισμένοι με πιστόλια, μου είπαν να βάλω τα πολιτικά μου ρούχα, και με οδήγησαν στον τόπο κοντά στη λιμνούλα με τα χρυσόψαρα όπου νοίκιαζε τις καρέκλες του ο Αδελφός Βάρντουν. Ωστόσο εκείνον δεν τον υποπτεύονταν ότι ήταν μάρτυς τού Ιεχωβά. Τώρα εγώ θα χρησίμευα ‘δόλωμα’ για τους αδελφούς μου που τελικά θα εμφανίζονταν για την προγραμματισμένη συνάντηση για την οποία τώρα η Γκεστάπο είχε πληροφορίες.

«Μόλις είχα καθήσει εκεί που με διέταξαν και είδα την Αδελφή Χίλντεγκαρντ Μες να με πλησιάζει. Η αδελφή απόρησε γιατί δεν είχα πάει εγώ σ’ αυτούς επειδή με περίμεναν και τώρα ήθελε να μάθει γιατί δεν είχα πάει. Επειδή τα πληγιασμένα καλάμια των ποδιών μου πονούσαν πάρα πολύ από τα χτυπήματα που μου είχαν δώσει, οι αξιωματικοί δεν υποπτεύθηκαν τίποτα όταν ξαφνικά έσκυψα μορφάζοντας από τον πόνο ακριβώς τη στιγμή που η αδελφή περνούσε από την άλλη πλευρά τού μονοπατιού και προσπάθησα συγχρόνως να της κάνω νόημα με τα μάτια μου ότι η Γκεστάπο ήταν στους Ζωολογικούς κήπους. Η αδελφή κατάλαβε, δίστασε για μια στιγμή και ύστερα στράφηκε προς τον Αδελφό Βάρντουν τον οποίο πληροφόρησε γι’ αυτή τη νέα κατάσταση. Τώρα ο κίνδυνος ήταν τεράστιος για τον Αδελφό Βίνκλερ, ο οποίος πραγματικά ήρθε ύστερα από λίγο και ανυποψίαστος κάθησε σε μια άδεια καρέκλα. Πολύ σύντομα ο Αδελφός Βάρντουν τον πλησίασε, του ζήτησε την πληρωμή για την καρέκλα και συγχρόνως τον ειδοποίησε ότι οι πράκτορες της Γκεστάπο ήταν στο Ζωολογικό κήπο. Ο Αδελφός Βίνκλερ σηκώθηκε γρήγορα άφησε τη βαλίτσα του πίσω και ξέφυγε​—​όπως φάνηκε​—​από τον κλοιό των πρακτόρων τής Γκεστάπο. Αργότερα έμαθα ότι αργά την ίδια νύχτα πήγε στο διαμέρισμα του Αδελφού Κάσινγκ, όπου τον περίμεναν μερικοί αστυνομικοί τής Γκεστάπο και τον συνέλαβαν αμέσως».

Μέσα σε λίγες μέρες είχαν συλληφθεί τουλάχιστον οι μισοί από τους διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας τής Γερμανίας μαζί με χιλιάδες άλλους αδελφούς και φίλους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Αδελφός Γκέοργκ Μπερ ο οποίος αφηγείται:

«Κάθε βράδι γύρω στις 10 η ώρα άκουγα να παίρνουν τους φυλακισμένους από τα διάφορα κελιά. Λίγο αργότερα τους άκουγα καθώς τους χτυπούσαν στο υπόγειο· άκουγα τις κραυγές τους και τους λυγμούς τους. Κάθε βράδι όταν άκουγα να ανοίγουν οι πόρτες των κελιών σκεφτόμουν, Τώρα είναι η σειρά μου. Αλλά δε με ενόχλησαν μέχρι την τέταρτη ή πέμπτη μέρα γύρω στις 6 η ώρα οπότε με κάλεσαν για ανάκριση. Αυτή τη φορά παρουσιάστηκε ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες ο οποίος με κατεύθυνε στο δωμάτιό του και μου είπε να καθήσω. Στη συνέχεια είπε: ‘Ξέρουμε ότι μπορείς να μας πεις περισσότερα απ’ όσα θέλεις’. Σηκώθηκε όρθιος πήρε ένα μολύβι και το έξυνε πάνω από ένα καλάθι αχρήστων και συνέχισε τη μικρή του ομιλία: ‘Δε θα σε δυσκολέψω· έλα δω’. Μου ζήτησε να πάω κοντά στο γραφείο του, μου έδειξε μερικές δαχτυλογραφημένες σελίδες και με άφησε να τις διαβάσω. Ήταν ένας κατάλογος όλων των περιοδευόντων υπηρετών τής Γερμανίας, και το όνομά μου ήταν τελευταίο. Διάβασα τα ονόματα των εκκλησιών που είχαμε επισκεφθεί καθώς επίσης και τα ονόματα των αδελφών εκεί. Με λεπτομέρειες διάβασα πόσα έντυπα είχαμε παραγγείλει, πόσους φωνογράφους και πόσους δίσκους. Επίσης ήταν καταγραμμένες οι συνεισφορές και οι άλλες εισπράξεις που είχαμε κάνει. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ολόκληρη η υπό την επιφάνεια οργάνωσή μας βρισκόταν στα χέρια τής Γκεστάπο. Πραγματικά χρειάστηκα μερικά λεπτά για να μπορέσω να συλλάβω τελείως την κατάσταση. Αναρωτιόμουν πού είχε μπορέσει να βρει η Γκεστάπο όλα αυτά τα στοιχεία. Αν δεν ήταν καταγραμμένη με ακρίβεια και η δική μου δράση, θα είχα αμφιβάλει για την αληθινότητα της έκθεσης. Ο Μπάουχ, ο πράκτορας των Ες⁠–⁠Ες​—​Γκεστάπο της Δρέσδης, ο οποίος διηύθυνε την ανάκριση μου έδωσε χρόνο για να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου. Φοβάμαι ότι θα είχα μάλλον μια ανόητη έκφραση στο πρόσωπό μου όταν ξανακάθησα. Εκείνος είπε, ‘Τώρα πραγματικά, δεν υπάρχει λόγος να παραμένεις σιωπηλός’.

«Μήνες ολόκληρους με βασάνιζε η σκέψη για το πού μπόρεσε η Γκεστάπο να βρει τα αρχεία μας. Αργότερα έμαθα ότι όλες μας οι παραγγελίες, οι εκθέσεις και τα χρήματα που είχαμε στείλει είχαν φυλαχθεί προσεκτικά σ’ ένα φάκελο και είχαν κρατηθεί στο Βερολίνο. Αργότερα η Γκεστάπο είχε βρει και είχε κατάσχει αυτό το φάκελο».

ΑΦΟΒΗ ΔΡΑΣΗ ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Η προσεκτικά σχεδιασμένη συνέλευση της Λουκέρνης από τις 4 ως τις 7 Σεπτεμβρίου 1936, ξαφνικά πήρε μια νέα μορφή σαν αποτέλεσμα των μαζικών συλλήψεων που είχαν συμβεί δύο εβδομάδες προηγουμένως. Ίσως η συνέλευση, για την οποία η Γκεστάπο είχε ήδη πληροφορίες, να ήταν εκείνη που καθόρισε την ημερομηνία για την εκστρατεία τους εναντίον μας. Τουλάχιστον έκαναν καθετί που μπορούσαν για να εμποδίσουν τους Γερμανούς αδελφούς να παραβρεθούν. Αυτό φαίνεται από την εμπιστευτική εγκύκλιο της Μυστικής Κρατικής Αστυνομίας με ημερομηνία 21 Αυγούστου 1936, η οποία έλεγε σχετικά με τους αδελφούς που θα ταξίδευαν για τη συνέλευση: «Αυτά τα άτομα πρέπει να εμποδιστούν να βγουν από τη χώρα. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να κατασχεθεί το διαβατήριο».

Πραγματικά από τους χίλιους και πλέον αδελφούς που προγραμμάτιζαν να κάνουν το ταξίδι, μόνο τριακόσιοι περίπου μπόρεσαν να το πραγματοποιήσουν. Αλλά κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να διασχίσουν παράνομα τα σύνορα και πολλοί συνελήφθηκαν στην επιστροφή τους.

Ο Αδελφός Ρόδερφορδ, φυσικά, επωφελήθηκε από την ευκαιρία να μιλήσει με τους υπηρέτες τής Γερμανίας που ήταν παρόντες, για τα προβλήματά τους. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το πώς να φροντίσουν τους αδελφούς πνευματικά. Ο Χάινριχ Ντούενγκερ που ήταν παρών μας αναφέρει σχετικά με τη συζήτηση:

«Οι διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας κλήθηκαν τώρα να κάνουν υποδείξεις. Αυτοί σύστησαν στον Αδελφό Ρόδερφορδ να με στείλει πίσω στη Γερμανία. Μου είχαν ζητήσει να κάνω αυτή την υπόδειξη εγώ ο ίδιος, αλλά εγώ τους είχα πει ότι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό αφού είχα σταλεί στην Πράγα και δεν μπορούσα να πω ότι ήθελα να επιστρέψω στη Γερμανία. Θα φαινόταν σαν να ήμουν δυσαρεστημένος από το διορισμό μου. Έτσι για λίγο τουλάχιστον διάστημα διορίστηκε να αναλάβει την ευθύνη ο Αδελφός Φροστ. Τότε ο Αδελφός Ρόδερφορδ τον ρώτησε: ‘Τι θα συμβεί αν συλληφθείς;’ Στην περίπτωση σύλληψης του Αδελφού Φροστ, οι αδελφοί υπέδειξαν να αναλάβει την ευθύνη ο Αδελφός Ντίτσι».

Υιοθετήθηκε μια διακήρυξη και περίπου δύο με τρεις χιλιάδες αντίτυπα στάλθηκαν στον Χίτλερ και στις κυβερνητικές του υπηρεσίες στη Γερμανία. Ένα αντίτυπο στάλθηκε στον πάπα τής Ρώμης. Διαβεβαίωση για την παράδοση τόσο στο Βατικανό στη Ρώμη όσο και στην Καγκελαρία τού Ράιχ στο Βερολίνο πήρε ο Φραντς Τσύρχερ από τη Βέρνη, ο οποίος με τις οδηγίες της συνέλευσης είχε στείλει τις διακηρύξεις στις 9 Σεπτεμβρίου 1936. Η διακήρυξη, η οποία ήταν περίπου τρεισήμισι δαχτυλογραφημένες σελίδες, περιλάμβανε και τις ακόλουθες σκέψεις:

«Διαμαρτυρόμαστε έντονα για τη σκληρή μεταχείριση των μαρτύρων του Ιεχωβά από τη Ρωμαιοκαθολική Ιεραρχία και από τους συμμάχους της στη Γερμανία καθώς επίσης και σ’ άλλα μέρη του κόσμου, αλλά αφήνουμε την έκβαση του ζητήματος εντελώς στα χέρια του Κυρίου, του Θεού μας, ο οποίος σύμφωνα με το Λόγο του θα ανταποδώσει πλήρως. . . . Στέλνουμε εγκάρδιους χαιρετισμούς στους διωκόμενους αδελφούς μας στη Γερμανία και τους ζητάμε να παραμείνουν θαρραλέοι και να εμπιστεύονται πλήρως στις υποσχέσεις του Παντοδύναμου Θεού τού Ιεχωβά, και του Χριστού. . . .»

Έγιναν διευθετήσεις να μοιραστεί η διακήρυξη που υιοθετήθηκε εκεί σε πολλά άτομα στη Γερμανία μέσω μιας αιφνιδιαστικής εκστρατείας. Από τις 300.000 αντίτυπα που τυπώθηκαν στη Βέρνη, οι 200.000 στάλθηκαν στην Πράγα από όπου μεταφέρθηκαν από τα σύνορα κοντά στην Τσιτάου και σε άλλους τόπους στα βουνά Ρίζεν. Τα άλλα 100.000 αντίτυπα επρόκειτο να μεταφερθούν στη Γερμανία μέσω της Ολλανδίας αλλά δυστυχώς, στην Ολλανδία κατασχέθηκαν. Έτσι μερικοί διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας αναγκάστηκαν να φτιάξουν δικά τους αντίτυπα για το Βερολίνο και τη Βόρεια Γερμανία. Η ημερομηνία για τη διανομή ήταν η 12 Δεκεμβρίου 1936 από τις 5 ως τις 7 το απόγευμα.

Σύμφωνα με μετέπειτα εκθέσεις, πήραν μέρος σ’ αυτό το έργο περίπου 3.450 αδελφοί και αδελφές. Καθένας είχε είκοσι ή το πολύ σαράντα αντίτυπα και έπρεπε να τα διαθέσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην περιοχή που είχε διοριστεί. Απλώς έπρεπε να βάλει τα αντίτυπα στα γραμματοκιβώτια ή να τα σπρώξει κάτω από τις πόρτες.

Σε κάθε σπίτι θα έπρεπε να αφήσουν ένα αντίτυπο· σε μεγάλες πολυκατοικίες γενικά όχι περισσότερα από τρία αντίτυπα. Κατόπιν εκείνοι που μοίραζαν τα αντίτυπα θα πήγαιναν βιαστικά σε κάποιο γειτονικό δρόμο και θα έκαναν το ίδιο κι εκεί ώστε τα αντίτυπα να διανεμηθούν σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη περιοχή.

Το αποτέλεσμα πάνω στους εχθρούς ήταν συντριπτικό! Ο Έριχ Φροστ, ο οποίος ήταν σε στενή επαφή με το γραφείο τής Πράγας στη διάρκεια των οχτώ μηνών που ήταν υπεύθυνος του έργου στη Γερμανία, παρέδωσε την ακόλουθη έκθεση γι’ αυτή την εκστρατεία στη διάρκεια ενός απ’ τα ταξίδια του στην Πράγα:

«Η διανομή της διακήρυξης αποδείχτηκε ότι ήταν ένα τεράστιο χτύπημα προς την κυβέρνηση και τη Γκεστάπο. Έγινε εντελώς αιφνιδιαστικά και γρήγορα στις 12 Δεκεμβρίου 1936. Τα πάντα είχαν προετοιμαστεί ως την τελευταία λεπτομέρεια, και όλοι οι πιστοί συνεργάτες είχαν ειδοποιηθεί και ο καθένας είχε αναλάβει την περιοχή του και το πακέτο με τις διακηρύξεις είκοσι τέσσερις ώρες πριν από το έργο που επρόκειτο να αρχίσει στις 5 το απόγευμα ακριβώς. Μέσα σε μια ώρα η αστυνομία και οι άντρες των Ταγμάτων Εφόδου και των Ες⁠–⁠Ες έτρεχαν πάνω κάτω περιπολώντας στους δρόμους προσπαθώντας να συλλάβουν μερικούς από τους θαρραλέους διανομείς. Αλλά συνέλαβαν μόνο ελάχιστους, περίπου δώδεκα σ’ ολόκληρη τη χώρα. Την επόμενη Τρίτη όμως, αξιωματούχοι πήγαν στα σπίτια πολλών αδελφών και τους κατηγόρησαν φανερά ότι είχαν συμμετάσχει στη διανομή. Οι αδελφοί μας φυσικά δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτό και έγιναν πολύ λίγες συλλήψεις.

«Τώρα, σύμφωνα με τον τύπο, υπάρχει ένα αίσθημα όχι μόνο τρομοκρατημένου θυμού εξαιτίας της γενναιότητάς μας, αλλά επίσης και αυξημένου φόβου. Είναι κατάπληκτοι που ύστερα από τέσσερα χρόνια τρόμου από την κυβέρνηση του Χίτλερ είναι ακόμη δυνατό να γίνεται μια τέτοια εκστρατεία με τέτοια μυστικότητα και σε τέτοια κλίμακα. Και προπάντων είναι φοβισμένοι εξαιτίας τού κόσμου. Πολλοί παραπονέθηκαν στην αστυνομία, αλλά όταν οι αξιωματούχοι και οι άλλοι υπεύθυνοι πήγαν στα σπίτια και ρώτησαν τους κατοίκους αν είχαν πάρει τέτοιο φυλλάδιο ή όχι αυτοί το αρνήθηκαν. Αυτό φυσικά συνέβη επειδή μόνο δύο ή το πολύ τρεις οικογένειες σε κάθε σπίτι είχαν πάρει αυτή τη διακήρυξη. Η αστυνομία βέβαια δεν το ήξερε αυτό αλλά υπέθετε ότι είχε αφεθεί ένα σε κάθε πόρτα.

«Πιστεύουν λοιπόν ότι ο κόσμος πήρε τη διακήρυξή μας αλλά για ορισμένους λόγους αρνούνται να το παραδεχτούν όταν τους ρωτάει η αστυνομία και αυτό τους έχει προξενήσει μεγάλη σύγχυση και φόβο».

Η Γκεστάπο απογοητεύθηκε πάρα πολύ γιατί πίστευε ότι είχε συντρίψει εντελώς τη δράση μας με την εκτεταμένη εκστρατεία τής 28ης Αυγούστου. Και να τώρα η διανομή τής διακήρυξής μας, την οποία πίστευαν πολύ πιο εκτεταμένη από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα! Ήταν αναντίρρητο γεγονός ότι ο εχθρός είχε καταφέρει να κάνει σοβαρά ρήγματα στις τάξεις τού λαού τού Θεού, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να σταματήσει το έργο τελείως. Οι αδελφοί συνέχισαν να διεξάγουν την αποστολή τού κηρύγματος όπως φαίνεται από τις εκθέσεις των διευθυντών υπηρεσίας περιφέρειας που συγκεντρώθηκαν για τον Αδελφό Ρόδερφορδ, και κάλυψαν την περίοδο από 1 Οκτωβρίου μέχρι 1 Δεκεμβρίου 1936. Τα αποτελέσματα ήταν τα εξής: (όλοι οι αριθμοί είναι κατά προσέγγιση) 3.600 εργάτες, 21.521 ώρες, 300 Γραφές, 9.624 βιβλία και 19.304 βιβλιάρια. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν καλό σε σύγκριση με την τελευταία μηνιαία έκθεση πριν από το κύμα των συλλήψεων (από τις 16 Μαΐου ως τις 15 Ιουνίου): 5.930 εργάτες, 38.255 ώρες, 962 Γραφές, 17.260 βιβλία και 52.740 βιβλιάρια.

ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΜΙΑ «ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ»

Σχεδόν σε κάθε ανάκριση και δίκη που γινόταν μετά τη διανομή της διακήρυξης στις 12 Δεκεμβρίου 1936, γινόταν και μνεία γι’ αυτήν. Οι αξιωματούχοι δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο πολλούς από τους αδελφούς μας επειδή όπως ισχυρίζονταν, αυτές οι δηλώσεις δεν ήταν αληθινές και δεν μπορούσαμε να δώσουμε αποδείξεις για τους ισχυρισμούς μας. Οι υπεύθυνοι αδελφοί λοιπόν συνέστησαν στον Αδελφό Ρόδερφορδ να διανεμηθεί με μια «αιφνιδιαστική εκστρατεία» μια «ανοιχτή επιστολή» όπως είχε γίνει και με την ίδια τη διακήρυξη. Θα έδινε στη Γκεστάπο μια απάντηση που θα αποδείκνυε ότι οι ισχυρισμοί της ήταν ψεύτικοι. Ο Αδελφός Ρόδερφορδ συμφώνησε και ζήτησε από τον Αδελφό Χάρμπεκ στην Ελβετία να γράψει την «ανοιχτή επιστολή», επειδή ο αδελφός είχε στα χέρια του όλο το υλικό που είχε συγκεντρωθεί μέχρι το 1936 σχετικά με το διωγμό.

Η ακόλουθη παράγραφος που είναι παρμένη απ’ αυτή την «επιστολή» δείχνει σαφώς την ατράνταχτη επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησαν οι αδελφοί απαντώντας δημόσια στους εχθρούς τους:

«Η Χριστιανική υπομονή και η ντροπή μάς εμπόδισαν αρκετό καιρό από το να επιστήσουμε την προσοχή τού κοινού τόσο στη Γερμανία όσο και σ’ άλλα μέρη, σ’ αυτά τα εγκλήματα. Έχουμε στα χέρια μας συντριπτικές αποδείξεις που δείχνουν ότι η προαναφερθείσα βάναυση κακομεταχείριση των μαρτύρων του Ιεχωβά έχει πραγματικά λάβει χώρα. Ιδιαίτερα υπεύθυνος γι’ αυτή την κακομεταχείριση είναι κάποιος Τάις από το Ντόρτμουντ και Τεννχόφ και Χάιμαν από τη Μυστική Αστυνομία τού Γκέλσενκιρχεν και Μπόχουμ. Αυτοί δε δίστασαν να κακομεταχειριστούν γυναίκες με μαστίγια και λαστιχένια ρόπαλα. Ο Τάις από το Ντόρτμουντ και ένας άντρας από την Κρατική Αστυνομία της Χαμ είναι ιδιαίτερα περιβόητοι για τη σαδιστική τους σκληρότητα στην κακομεταχείριση Χριστιανών γυναικών. Έχουμε στα χέρια μας τα ονόματα και τις λεπτομέρειες περίπου δεκαοχτώ περιπτώσεων όπου μάρτυρες του Ιεχωβά θανατώθηκαν βίαια. Στις αρχές τού Οκτωβρίου 1936, για παράδειγμα, ένας μάρτυς του Ιεχωβά που ονομαζόταν Πήτερ Χάινεν, κάτοικος της οδού Νόυχυλλερ του Γκέλσενκιρχεν, στη Βεστφαλία, χτυπήθηκε μέχρι θανάτου από αξιωματούχους τής Μυστικής Αστυνομίας στο Δημαρχείο του Γκέλσενκιρχεν. Αυτό το τραγικό περιστατικό αναφέρθηκε στον καγκελάριο του Ράιχ Αδόλφο Χίτλερ. Αντίτυπα στάλθηκαν επίσης στον Υπουργό τού Ράιχ Ρούντολφ Ες και στον αρχηγό τής Μυστικής Αστυνομίας, τον Χίμλερ».

Όταν είχε ολοκληρωθεί η «ανοιχτή επιστολή», ολόκληρο το κείμενο γράφτηκε σε στένσιλς από αλουμίνιο στη Βέρνη και στάλθηκε στην Πράγα. Από καιρό σε καιρό η Ίλζε Ουντερντόρφερ, η οποία συνεργαζόταν στενά με τον Αδελφό Φροστ στην υπό την επιφάνεια δράση, έπαιρνε οδηγίες από τον αδελφό να φέρνει εκθέσεις και να παίρνει πληροφορίες από εκεί. Σε ένα από εκείνα τα ταξίδια στην Πράγα, η Αδελφή Ουντερντόρφερ πήρε τα στένσιλς με τα οποία επρόκειτο να τυπωθεί η «ανοιχτή επιστολή» σε ένα πολύγραφο που μόλις είχε αγοραστεί. Στις 20 Μαρτίου 1937 η Αδελφή Ουντερντόρφερ έφτασε στο Βερολίνο με το πολύτιμο πακέτο της.

«Πήρα το πακέτο», αναφέρει ο Αδελφός Φροστ, «και ύστερα μετέφερα αυτό το ‘επικίνδυνο’ υλικό σε μια άλλη αδελφή που φρόντισε να το μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Την ίδια νύχτα εγώ και η Αδελφή Ουντερντόρφερ, η οποία είχε φέρει αυτά τα πολύτιμα στένσιλς, συλληφθήκαμε στο μέρος όπου μέναμε. Όσο σκληρό κι αν ήταν για μας να δεχτούμε το γεγονός ότι είχαμε χάσει την ελευθερία μας για όσο καιρό θα παρέμενε η Ναζιστική δικτατορία, ωστόσο ήμαστε ευτυχείς που ξέραμε ότι είχαμε διαφυλάξει την ασφάλεια της εκστρατείας του νέου φυλλαδίου».

Αλλά ο Αδελφός Φροστ έκανε λάθος. Ενώ μεταφερόταν στη φυλακή διαπίστωσε ότι ο πολύγραφος βρισκόταν ακριβώς δίπλα τους στο αυτοκίνητο της αστυνομίας. Η Γκεστάπο τον είχε βρει σε μια από τις έρευνές της. Εκτός απ’ αυτό, τα στένσιλς, τα οποία δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε κάποιο άλλο μηχάνημα, είχαν προφανώς εξαφανιστεί και δεν ξαναβρέθηκαν.

Η Ίντα Στράους, στην οποία ο Αδελφός Φροστ είχε δώσει τα στένσιλς και η οποία γνώριζε πολύ καλά τις λεπτομέρειες της εκστρατείας, σκεφτόταν το ίδιο. «Είχα τα αλουμινένια στένσιλς στη τσάντα μου», θυμάται η αδελφή, «και τα μετέφερα στο μέρος όπου βρισκόταν το μηχάνημα. Ήταν προχωρημένη νύχτα και σκοτάδι· ο ιδιοκτήτης τού σπιτιού, ένα ενδιαφερόμενο άτομο, στεκόταν στις σκάλες και φώναξε: ‘Φύγε αμέσως, φυλάξου. Η Γκεστάπο έχει κατάσχει το μηχάνημα, έχει συλλάβει τους αδελφούς και μέχρι πριν από λίγο σε περίμεναν αλλά τελικά οι πράκτορες έφυγαν’. Τι θα συνέβαινε τώρα; Στη διάρκεια των επόμενων λίγων ημερών ανακάλυψα ότι είχαν συλληφθεί την ίδια νύχτα πολλοί αδελφοί και δεν έβρισκα κανέναν ανάμεσα στους αδελφούς που να έχει κάποια σύνδεση με την οργάνωση.

«Άρχισα τώρα να ψάχνω για έναν αδελφό και μερικές αδελφές που θα ήταν άφοβοι αρκετά ώστε να αφιερώσουν τον εαυτό τους περισσότερο στα συμφέροντα του έργου τού Ιεχωβά. Ήξερα ότι ήμουν στο μαύρο πίνακα τής Γκεστάπο και ότι έπρεπε να περιμένω ότι θα συλληφθώ από στιγμή σε στιγμή. Όταν αυτό έγινε πραγματικά ήμουν ευτυχής που τα συμφέροντα του έργου ήταν σε πιστά χέρια».

Όσον αφορά τα στένσιλς για την «ανοιχτή επιστολή», η Αδελφή Στράους έκανε επίσης λάθος. Τα στένσιλς δεν μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιηθούν, επειδή είχε κατασχεθεί το μηχάνημα και δεν υπήρχε άλλο διαθέσιμο.

Τώρα που ο Αδελφός Φροστ είχε συλληφθεί, το έργο ανέλαβε ο Αδελφός Χάινριχ Ντίτσι, όπως είχε αποφασιστεί στη Λουκέρνη στη συζήτηση με τον Αδελφό Ρόδερφορδ. Ο πρώτος του στόχος ήταν να κυκλοφορήσει αυτήν την «ανοιχτή επιστολή». Ήρθε λοιπόν σε επαφή με τον Αδελφό Στρόμαϊγερ στο Λέμγκο. Και ο Αδελφός Στρόμαϊγερ και ο Αδελφός Κλούκχουν μόλις είχαν αφεθεί ελεύθεροι από τη φυλακή ύστερα από έξι μήνες επειδή είχαν τυπώσει το Βιβλίο του Έτους 1936. Αλλά ο Αδελφός Στρόμαϊγερ συμφώνησε να βοηθήσει.

Το πρόβλημα ήταν να πάρουμε και πάλι στένσιλς από την Ελβετία. Αυτή τη φορά πήραμε πλάκες από χαρτόνι που πρώτα απ’ όλα έπρεπε να τις επεξεργαστούν οι αδελφοί ώστε να μπορέσουν να γίνουν οι μεταλλικές πλάκες για το πιεστήριο. Ο Αδελφός Ντίτσι είχε πάρει τις πλάκες από χαρτόνι από την Ελβετία αφού είχαν τυπωθεί εκεί 200.000 αντίτυπα της «ανοιχτής επιστολής», αλλά οι προσπάθειες να τις περάσουμε από τα σύνορα της Γερμανίας απέτυχαν.

Αφού τακτοποιήθηκε το ζήτημα της εκτύπωσης, αποφασίστηκε να διανεμηθεί η «ανοιχτή επιστολή» με μια «αιφνιδιαστική εκστρατεία» που θα γινόταν στις 20 Ιουνίου 1937. Η Αδελφή Ελφρίντε Λορ αναφέρει: «Ο Αδελφός Ντίτσι οργάνωσε την εκστρατεία. Ήμαστε όλοι θαρραλέοι, και τα πάντα είχαν σχεδιαστεί προσεκτικά και κάθε περιοχή είχε αρκετές επιστολές. Στο σιδηροδρομικό σταθμό πήρα μια μεγάλη βαλίτσα γεμάτη από επιστολές για την περιοχή γύρω από το Μπρεσλάου και τις έφερα στους αδελφούς στο Λίγκνιτς. Είχα κι εγώ επίσης τις δικές μου επιστολές που τις μοίρασα στην ορισμένη ώρα όπως και όλοι οι άλλοι αδελφοί».

Η διανομή αυτής της «ανοιχτής επιστολής» πρέπει να αιφνιδίασε απόλυτα τη Γκεστάπο, η οποία για μήνες προηγουμένως καυχιόταν ότι είχε εντελώς καταστρέψει την οργάνωση. Αυτό μεγάλωσε την έξαψή τους. Ήταν σαν κάποιος να είχε ξαφνικά σκαλίσει μια μυρμηγκοφωλιά από τερμίτες. Σαν να είχαν πάθει φρενίτιδα χωρίς συγκεκριμένο στόχο μπροστά τους, έτρεχαν πάνω κάτω με τη μεγαλύτερη σύγχυση, και ιδιαίτερα άτομα σαν τον Τάις από το Ντόρτμουντ.

Αλλά ο καιρός του θριάμβου του Τάις είχε φτάσει στο τέλος του. Επειδή ο Τάις πίστευε ότι δεν έπρεπε να δείξει έλεος στην μεταχείρισή του απέναντι στους μάρτυρες του Ιεχωβά, διέταξε μια έρευνα κάποια μέρα σε ένα σπίτι που το είχε ένας πρώην αδελφός με το όνομα Γουνς, ο οποίος, όμως, είχε στο μεταξύ φύγει από την αλήθεια και υπηρετούσε σαν αρχισμηνίας στην αεροπορία τού Χίτλερ. Όταν ο Γουνς ήρθε σπίτι του, η γυναίκα του τού είπε ότι το σπίτι είχε ερευνηθεί. Αμέσως πήγε στον Τάις στο Ντόρτμουντ και τον ρώτησε γιατί το είχε κάνει αυτό. Ξαφνιασμένος που έβλεπε έναν αρχισμηνία της αεροπορίας να στέκεται μπροστά του, ο Τάις τραύλισε: «Δεν είσαι με τους Σπουδαστές της Γραφής;» Ο Γουνς απάντησε: «Είχα ακούσει μερικές ομιλίες τους, αλλά πήγαινα οπουδήποτε μπορούσα να ακούσω κάτι». Τώρα παρενέβη η κυρία Τάις. Με μεγάλη έξαψη ο Τάις κατέρρευσε τώρα και είπε: «Αν ήξερα δε θα άρχιζα ποτέ την προσπάθεια να καταστρέψω τους Σπουδαστές τής Γραφής. Αυτό μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο στην τρέλα. Νομίζεις ότι έχεις φυλακίσει ένα απ’ αυτά τα κτήνη και ξαφνικά ορμούν δέκα άλλα. Λυπάμαι που άρχισα όλη αυτή την ιστορία».

Μη φανταστείτε ότι η συνείδηση αυτού του οργάνου τού Διαβόλου καθησύχασε ποτέ. Αντίθετα, το βιβλίο Κρόυτσουγκ γκέγκεν ντας Κριστέντουμ (Σταυροφορία Εναντίον τής Χριστιανοσύνης) στον υπότιτλο «Νίκησες, Γαλιλαίε!» τέλειωνε ως εξής:

«Ακούμε ότι ο Τάις από το Ντόρτμουντ, ο οποίος έχει επανειλημμένα αναφερθεί, δοκιμάζει για αρκετό καιρό τώρα φοβερές τύψεις συνείδησης εξαιτίας των εγκληματικών του πράξεων, και ότι οι δαίμονες τον οδηγούν βαθμιαία στην παραφροσύνη. Μερικούς μήνες προηγουμένως καυχιόταν ότι είχε ‘κάνει κομμάτια’ 150 μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτός ήταν ο οποίος προκλητικά είπε: ‘Ιεχωβά, σού απαγγέλλω αιώνια καταφρόνια· ζήτω ο βασιλιάς τής Βαβυλώνας’.

«Τώρα, όμως, σέβεται αυτούς τους ανθρώπους, και έχει υποσχεθεί να μην τους βασανίσει πια και τους παρακαλεί να του πουν τι πρέπει να κάνει για να ξεφύγει από την απειλητική τιμωρία και να απαλλαγεί από τον τρομερό διανοητικό βασανισμό που υποφέρει. Λέει ότι είχε λάβει την ‘εντολή για κακομεταχείριση άνωθεν’ και τώρα θέλει να σταματήσει, επειδή ξεφυτρώνουν νέοι μάρτυρες του Ιεχωβά συνεχώς. Σαν τον Ιούδα όταν είχε προδώσει τον Κύριο στον εχθρό, ο Τάις ψάχνει να βρει μετάνοια και δεν μπορεί να τη βρει. Αν και λίγες, ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες αστυνομικοί τής Γκεστάπο και άλλα μέλη τού κόμματος συγκλονίστηκαν τόσο πολύ από τη σταθερότητα των μαρτύρων τού Ιεχωβά που είδαν το σφάλμα τού τρόπου ενέργειάς τους και έχουν εγκαταλείψει τη δουλειά τους».

Η διανομή τής «ανοιχτής επιστολής» προξένησε στη Γκεστάπο μεγάλη ανησυχία, και αμέσως έριξαν τα δίχτυα τους. Ύστερα από λίγες μόνο μέρες κάποια πληροφορία τούς οδήγησε κατευθείαν στο Λέμγκο και στους Αδελφούς Στρόμαϊγερ και Κλούκχουν που είχαν τυπώσει την «ανοιχτή επιστολή». Η αστυνομία μπόρεσε να αποδείξει ότι είχαν τυπώσει τουλάχιστον 69.000 αντίτυπα. Και οι δυο καταδικάστηκαν σε τρία χρόνια φυλάκιση και αφού υπηρέτησαν την ποινή τους η Γκεστάπο τους έθεσε κάτω από επιτήρηση επειδή τους χαρακτήρισε «αδιόρθωτους».

Επειδή οι περισσότεροι από τους διευθυντές υπηρεσίας περιφέρειας είχαν συλληφθεί, κλήθηκαν αδελφές να καλύψουν τα κενά και να διατηρήσουν την επαφή ανάμεσα στον Αδελφό Ντίτσι και στις εκκλησίες. Μια απ’ αυτές τις αδελφές ήταν η Ελφρίντε Λορ, η οποία προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τον Αδελφό Ντίτσι μετά τη σύλληψη του Αδελφού Φροστ και της Αδελφής Ουντερντόρφερ. Ταξίδεψε στο Βύρτεμπεργκ και ύστερα από έρευνα βρήκε τον Αδελφό Ντίτσι στην Στουτγάρδη. Ο αδελφός την πήρε μαζί του για να την εξοικειώσει με τις διάφορες μεθόδους διατήρησης επαφής με τους αδελφούς. Έγιναν επίσης εκτεταμένες προετοιμασίες για να κατασκευαστεί στην Ολλανδία ένας φορητός ραδιοπομπός και να τεθεί σε λειτουργία περίπου το φθινόπωρο του 1937. Η Γκεστάπο ήδη το είχε αντιληφθεί αυτό και ήταν εξαγριωμένη εναντίον τού Αδελφού Ντίτσι, του οποίου ήξερε το όνομα αλλά ο οποίος αποδείχτηκε εξίσου επιτήδειος να ξεφεύγει όπως ο Αδελφός Βάντρες.

Πρέπει να ήταν περίπου τον ίδιο αυτό καιρό που η Αδελφή Ντίτσι συνελήφθηκε από τη Γκεστάπο και μεταφέρθηκε στο περιβόητο «Σταϊνβάχε» στο Ντόρτμουντ. Προσπάθησαν να την αναγκάσουν να πει πού κρυβόταν ο σύζυγός της, αλλά αυτή αρνήθηκε να μιλήσει. Την κακομεταχειρίστηκαν τόσο άσχημα ώστε από τότε κι έπειτα το ένα της πόδι ήταν κοντύτερο από το άλλο. Εκτός αυτού, αναγκάστηκε να μείνει περιτυλιγμένη με επιδέσμους μουσκεμένους σε οινόπνευμα αρκετές εβδομάδες μετά από την απελευθέρωσή της.

ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ 1937 ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Τη συνέλευση του 1937 στο Παρίσι, όπως κι εκείνη ένα χρόνο προηγουμένως στη Λουκέρνη, επρόκειτο να παρακολουθήσει ο Αδελφός Ρόδερφορδ. Αυτή τη φορά ελάχιστοι αδελφοί μπόρεσαν να πάνε από τη Γερμανία. Ο εχθρός είχε δημιουργήσει μεγάλα κενά στις τάξεις των αδελφών. Ο Αδελφός Ρίφελ, ένας από τους λίγους που μπόρεσαν να παραβρεθούν, είπε αργότερα ότι μόνο στο Λόραχ και στην περιοχή του είχαν φυλακιστεί σαράντα αδελφοί και αδελφές, δέκα από τους οποίους κρεμάστηκαν, θανατώθηκαν με αέρια ή πυροβολήθηκαν, ή πέθαναν από την πείνα ή πέθαναν εξαιτίας των αποτελεσμάτων των «ιατρικών πειραμάτων» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στο Παρίσι υιοθετήθηκε μια άλλη διακήρυξη, η οποία και πάλι ξεκαθάριζε τη σαφή και αδιάρρηκτη θέση μας όσον αφορά τον Ιεχωβά και τη βασιλεία του κάτω από την κυριαρχία τού Ιησού Χριστού και εφιστούσε φανερά την προσοχή στον κτηνώδη διωγμό στη Γερμανία, προειδοποιώντας εκείνους που ήταν υπεύθυνοι για τη δίκαιη κρίση τού Θεού.

Στη διάρκεια της δεκαπενθήμερης απουσίας τού τελευταίου διευθυντή υπηρεσίας περιφέρειας της Γερμανίας, είχαν συμβεί διάφορα πράγματα. Η Αδελφή Λορ, η οποία γενικά ήταν παρούσα στις εβδομαδιαίες συναθροίσεις που διηύθυνε ο Αδελφός Ντίτσι με 15 περίπου αδελφούς και αδελφές για συζήτηση υπηρεσιακών προβλημάτων, είχε συλληφθεί. Τα πράγματα έγιναν ως εξής:

Επειδή οι συναθροίσεις στις περισσότερες περιπτώσεις άρχιζαν περίπου στις 9 η ώρα το πρωί και συχνά διαρκούσαν ως τις 5 το απόγευμα, οι αδελφοί και οι αδελφές είχαν συμφωνήσει να τρώνε μαζί το μεσημεριανό τους φαγητό. Την ευθύνη για το μαγείρεμα είχε αναλάβει η Αδελφή Λορ. Για λόγους ασφάλειας, οι αδελφοί άλλαζαν τον τόπο της συνάθροισης από εβδομάδα σε εβδομάδα, και έτσι ήταν αναγκαίο να μεταφέρουν από το ένα μέρος στο άλλο τη μεγάλη κατσαρόλα που χρησιμοποιούσαν για να ετοιμάζουν το φαγητό. Αν η Γκεστάπο πήρε πληροφορίες από αδελφούς που είχε συλλάβει πρόσφατα ή με κάποιο άλλο τρόπο, κανείς δεν ξέρει, αλλά ανακάλυψαν πού είχε γίνει η τελευταία συνάθροιση πριν από τη συνέλευση του Παρισιού. Η Γκεστάπο παρακολουθούσε αυτό το διαμέρισμα, και όταν η Αδελφή Λορ ήρθε να πάρει την κατσαρόλα τρεις με τέσσερις μέρες πριν από την επόμενη συνάθροιση, η Γκεστάπο την ακολούθησε στο νέο τόπο της συνάθροισης και τη συνέλαβε αμέσως. Η Γκεστάπο σύντομα κατάλαβε ότι δεν είχε βρει μόνο το νέο τόπο τής συνάθροισης αλλά επίσης και το μυστικό κρυψώνα τού Αδελφού Ντίτσι. Μετά τη συνέλευση του Παρισιού ο αδελφός γύρισε κατευθείαν στο Βερολίνο και χωρίς να ελέγξει κάποιο πιθανό κίνδυνο, πήγε στο διαμέρισμα. Ο Αδελφός Ντίτσι έπεσε στην παγίδα και συνελήφθηκε αμέσως. Φυσικά, οι συναθροίσεις τού τώρα ακόμη μικρότερου ομίλου των περιοδευόντων υπηρετών έπρεπε να αλλάξουν ως προς το χρόνο και τον τόπο.

Ο Αδελφός Ντίτσι είχε υπηρετήσει ακούραστα για πολλά χρόνια στην υπό την επιφάνεια δράση και δεν είχε οπισθοχωρήσει εν όψει τού κινδύνου. Καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια, αλλά ανόμοια με την πλειονότητα των αδελφών, δεν μπήκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μετά από την έκτιση της ποινής του.

Το 1945, όταν άρχισε να διοργανώνεται και πάλι το έργο, ήταν από τους πρώτους που άρχισαν να υπηρετούν τις εκκλησίες σαν «υπηρέτης των αδελφών». Αλλά, δυστυχώς, μερικά χρόνια αργότερα άρχισε να αναπτύσσει δικές του θεωρίες και απομακρύνθηκε από την οργάνωση του Ιεχωβά.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο 1937. Όταν δημιουργήθηκαν και πάλι στις τάξεις των αδελφών μας επικίνδυνα κενά, ο Αδελφός Βάντρες προσπάθησε να τα κλείσει, τουλάχιστον προσωρινά, έτσι ώστε να εξασφαλίσει στους αδελφούς την πνευματική τους τροφή. Μετά τη σύλληψη του Αδελφού Φράνκε είχε αναλάβει την περιοχή του, αλλά τώρα ένιωθε υπεύθυνος και για τις άλλες περιοχές που δεν εξυπηρετούνταν, και έτσι ζήτησε από την Αδελφή Άουγκουστε Σνάιντερ από το Μπαντ Κρόιτσναχ να παραδίδει την πνευματική τροφή στους αδελφούς στο Μπαντ Κρόιτσναχ, στο Μάνχαϊμ, στο Κάιζερσλαουτερν, στο Λούντβισχαφεν, στο Μπάντεν⁠–⁠Μπάντεν και σε ολόκληρη την περιοχή τού Σάαρ. Σαν όλους τους άλλους αδελφούς που έπρεπε να ταξιδεύουν σ’ αυτούς τους εξαιρετικά δύσκολους καιρούς, η αδελφή πήρε ένα άλλο όνομα· από τώρα και στο εξής ήταν η «Πάουλα».

Ο Αδελφός Βάντρες ο οποίος είχε αντιληφθεί ότι ο εχθρός ήταν ιδιαίτερα οργισμένος στη Σαξονία, ζήτησε από τον Χέρμαν Έμτερ από το Φράιμπουργκ να αναλάβει αυτή την περιοχή. Στις 3 Σεπτεμβρίου ταξίδευαν και οι δυο για τη Δρέσδη. Μολονότι ο Αδελφός Βάντρες δεν είχε ξαναπάει ποτέ εκεί, η Γκεστάπο τους περίμενε. Ένα ανθρωποκυνηγητό που είχε κρατήσει τρία ολόκληρα χρόνια τώρα τέλειωσε!

Κατά τα μέσα του Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τις διευθετήσεις που είχε κάνει με τον Αδελφό Βάντρες, η ανυποψίαστη «Πάουλα» περίμενε στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Μπίνγκεν με δυο μεγάλες βαλίτσες γεμάτες έντυπα. Ξαφνικά την πλησίασε ένας κύριος και της είπε: «Καλημέρα, Πάουλα! Ο Άλμπερτ δεν πρόκειται να ’ρθει και συ θά’ ρθεις μαζί μου!» Ήταν ανώφελο να προσπαθήσει να αντισταθεί, γιατί ο ξένος ήταν ένας αστυνομικός τής Γκεστάπο. Ο αστυνομικός συνέχισε: «Δε χρειάζεται να περιμένεις τον Άλμπερτ· τον έχουμε ήδη συλλάβει και έχουμε πάρει όλα του τα χρήματα. . . . Ο κύριος Βάντρες είπε ότι θα ήσουν εδώ μαζί με δυο μεγάλες βαλίτσες και ότι εσύ είσαι η Πάουλα!» Μέχρι σήμερα είναι μυστήριο από πού πήρε η Γκεστάπο αυτή την πληροφορία. Αλλά αυτή ήταν μια προσφιλής μέθοδος της Γκεστάπο, δηλαδή, να ισχυρίζεται ότι μερικοί αδελφοί είχαν πει ορισμένα πράγματα έτσι ώστε να σπείρει αμφιβολίες ανάμεσα στους αδελφούς, κάνοντάς τους να αποφεύγουν τέτοιους «προδότες».

ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΔΙΑΚΟΠΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗ

Με αυτή τη σειρά των συλλήψεων τέλειωσε μια σπουδαία εποχή για τους Γερμανούς αδελφούς. Η περίοδος της καλά οργανωμένης δραστηριότητας είχε τελειώσει. Όλα τώρα έδειχναν την αρχή μιας νέας φάσης στον αγώνα. Ο σκοπός τής Γκεστάπο ήταν ο εξής: Κάθε άτομο αρκετά θαρραλέο να προσκολλάται στον Ιεχωβά πρέπει να εξοντώνεται, και μ’ αυτό τον τρόπο θα καταστραφεί και η οργάνωση.

Σύμφωνα με μια εγκύκλιο που κυκλοφόρησε η Γκεστάπο του Ντύσελντορφ στις 12 Μαΐου 1937, οι Σπουδαστές της Γραφής από δω και στο εξής θα έμπαιναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ακόμη και σε περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε δικαστικό ένταλμα για σύλληψη αλλά μόνο με απλές υποψίες. Παρόμοιες εγκύκλιοι κυκλοφόρησαν σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Επίσης οι Σπουδαστές της Γραφής θα έμπαιναν αμέσως σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά από την έκτιση της ποινής φυλάκισης που θα όριζε το δικαστήριο. Αυτή η απόφαση έγινε ακόμη πιο αυστηρή τον Απρίλιο του 1939. Από τώρα και στο εξής, μόνο εκείνοι που ήταν πρόθυμοι να υπογράψουν μια διακήρυξη με την οποία θα αποχωρίζονταν από τον Ιεχωβά και την οργάνωσή του, θα αφήνονταν ελεύθεροι. Πολλοί αδελφοί δεν είχαν ούτε καν την ευκαιρία να αποφασίσουν αν θα υπογράψουν αυτή τη διακήρυξη.

Όταν ο Χάινριχ Κάουφμαν από το Έσσεν είχε εκτίσει την ποινή τής φυλάκισής του και είχε φορέσει τα πολιτικά του ρούχα, πληροφορήθηκε από έναν αστυνομικό ότι επρόκειτο να τεθεί υπό κράτηση. Πρώτα όμως τον πήγαν στο σπίτι του, που είχε να το δει ενάμισι χρόνο και τον ρώτησαν: «Θέλεις να απαρνηθείς την πίστη σου και να ακολουθήσεις το Χίτλερ;» Συγχρόνως του έδειξαν τα κλειδιά του σπιτιού του και ένα πακέτο βάρους δέκα περίπου κιλών με τρόφιμα, και του υποσχέθηκαν ότι και η σύζυγός του επίσης θα αφηνόταν ελεύθερη να επιστρέψει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Ράβενσμπρυκ. Ο Αδελφός Κάουφμαν αρνήθηκε την προσφορά.

Κατά καιρούς γίνονταν προσπάθειες να εξαπατήσουν τους αδελφούς με τεχνάσματα όπως αναφέρει ο Ερνστ Βίσνερ. Λίγο πριν αφεθεί ελεύθερος τού έδειξαν ένα χαρτί. Η δήλωση που είχε το χαρτί ήταν τόσο γενική ώστε ο αδελφός αφού τη διάβασε προσεκτικά, αποφάσισε ότι μπορούσε να την υπογράψει. Αλλά τώρα επακολούθησε το τέχνασμα. Ο Αδελφός Βίσνερ επρόκειτο να βάλει την υπογραφή του στο κάτω μέρος τής σελίδας, αλλά το μισό κάτω μέρος τής σελίδας ήταν λευκό. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Γκεστάπο αργότερα θα πρόσθετε και άλλα πράγματα που ο Αδελφός Βίσνερ δε θα μπορούσε να τα είχε υπογράψει με καθαρή συνείδηση. Ο αδελφός αντιλήφθηκε αμέσως τι επρόκειτο να κάνουν και πριν μπορέσει κανείς να τον εμποδίσει, έβαλε την υπογραφή του ακριβώς κάτω από το δαχτυλογραφημένο κείμενο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, παρά την υπογραφή του, δεν απελευθερώθηκε, αλλά η μυστική αστυνομία τον πληροφόρησε τρεις εβδομάδες πριν από τη λήξη της ποινής του ότι θα τον μετέφεραν και πάλι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ—ΜΙΑ ΑΒΥΣΣΟΣ ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΣΕ ΚΑΤΑΠΙΕΙ

Στο περιοδικό του Φίρτελγιάρεσχεφτ φυρ Τσάιτγκεσιχτε (Τριμηνιαίο Ιστορικό Περιοδικό) ο Χανς Ρότφελς γράφει στο δεύτερο τεύχος τού 1962: «Η εισαγωγή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν για τους Ζηλωτές Σπουδαστές της Γραφής η τελευταία και πιο δύσκολη φάση τής περιόδου των παθημάτων τους κάτω από τους Εθνικοσοσιαλιστές. . . .»

Παρηγορητικό για τους περισσότερους ήταν το γεγονός ότι υπήρχαν ήδη φυλακισμένοι πιστοί αδελφοί οι οποίοι είχαν σκληραγωγηθεί από τον πύρινο διωγμό. Το να βρίσκονται μαζί τους και να δοκιμάζουν τη στοργική τους φροντίδα ήταν παρηγορητικό και ενθάρρυνε τις καρδιές των «νεοεισαχθέντων».

Αλλά οποτεδήποτε η σταθερότητα των αδελφών μας γινόταν αντιληπτή και αναφερόταν στην κυβέρνηση, η μόνη σκέψη τής κυβέρνησης ήταν πώς θα μπορούσε να αυξήσει τα παθήματά τους. Έτσι για ένα διάστημα είχε γίνει συνήθεια να δίνουν στους μάρτυρες του Ιεχωβά είκοσι πέντε βουρδουλιές με ένα συρματένιο μαστίγιο, εκτός από τους πολλούς άλλους κτηνώδεις τρόπους βασανισμού, όταν έφταναν στα στρατόπεδα. Τα καταναγκαστικά έργα άρχιζαν στις 4.30΄ το πρωί, όταν χτυπούσε το καμπανάκι τού στρατοπέδου για να ξυπνήσουν όλοι. Αμέσως μετά ακολουθούσε μεγάλη αναταραχή: το στρώσιμο των κρεβατιών, το πλύσιμο, ο καφές, το πρωινό προσκλητήριο​—​και όλα αυτά τροχάδην. Κανείς δεν μπορούσε να περπατήσει με κανονικό βηματισμό. Έτρεχαν για το προσκλητήριο, κατόπιν έβγαιναν έξω για να συναντήσουν τα διάφορα συνεργεία εργασίας. Αυτό που ακολουθούσε τώρα ήταν πραγματικό δράμα: μεταφορά χαλικιού, άμμου, πέτρας, στύλων, ολόκληρων τμημάτων των στρατώνων, και αυτό όλη την ημέρα​—​και όλα επί τροχάδην. Οι επιστάτες, οι οποίοι ούρλιαζαν στους φυλακισμένους χωρίς διακοπή και τους ανάγκαζαν να φτάνουν στα όρια της αντοχής τους, ήταν οι χειρότεροι που θα μπορούσε να βρει ο Χίτλερ.

Το να θυμούνται ότι ο Ιησούς υπέφερε παρόμοια πράγματα ήταν παρηγορητικό και ενθαρρυντικό για τους αδελφούς και τους έδινε τη δύναμη να υπομείνουν κάτω απ’ αυτή την απάνθρωπη μεταχείριση.

Για λόγους ποικιλίας και χωρίς ιδιαίτερο λόγο μερικές φορές γίνονταν «ασκήσεις τιμωρίας». Οι αδελφοί αναγκάζονταν συχνά να μείνουν χωρίς φαγητό. Ήταν πραγματική δοκιμασία όταν ένας κουρασμένος αδελφός, αντί να μπορέσει να καθήσει για να φάει το φαγητό του, αναγκαζόταν να σταθεί προσοχή για τέσσερις ή πέντε ακόμη ώρες στην αυλή, και αυτό μόνο επειδή από το σακάκι κάποιου αδελφού έλειπε ένα κουμπί ή για κάποια άλλη ασήμαντη παράβαση των κανόνων.

Τελικά τους επέτρεπαν να πάνε για ύπνο εάν βέβαια η πείνα τούς άφηνε. Αλλά και οι νύχτες δεν ήταν πάντοτε μόνο για τον ύπνο. Συχνά ένας ή μερικές φορές και μερικοί από τους διαβόητους «στρατωνάρχες» εμφανίζονταν τα μεσάνυχτα για να τρομοκρατήσουν τους φυλακισμένους. Αυτά τα επεισόδια μερικές φορές άρχιζαν με πυροβολισμούς στον αέρα ή ακόμη και στα δοκάρια των στρατώνων. Στη συνέχεια οι κρατούμενοι υποχρεώνονταν να τρέχουν γύρω από τους στρατώνες ή μερικές φορές, ακόμη και να σκαρφαλώνουν πάνω στους στρατώνες με τα νυχτικά τους, κι αυτό όση ώρα ήθελαν «οι στρατωνάρχες». Είναι ευνόητο ότι οι πιο ηλικιωμένοι αδελφοί υπέφεραν περισσότερο απ’ αυτή την κακομεταχείριση και αυτό κόστισε σε πολλούς από αυτούς τη ζωή τους.

Το Μάρτιο τού 1938 επιβλήθηκε στους μάρτυρες του Ιεχωβά που ήταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πλήρης απαγόρευση αλληλογραφίας. Αυτό κράτησε για εννέα μήνες στη διάρκεια των οποίων οι αδελφοί δεν μπορούσαν καθόλου να έρθουν σε επαφή με τους συγγενείς τους. Ακόμη και μετά την άρση αυτής της απαγόρευσης, υπήρχε επί τριάμισι με τέσσερα χρόνια​—​και σε μερικά στρατόπεδα ακόμη περισσότερο​—​ο περιορισμός ότι κάθε μάρτυς τού Ιεχωβά θα μπορούσε να γράψει στους συγγενείς του μόνο πέντε γραμμές κάθε μήνα. Το κείμενο ήταν γραμμένο από πριν και έλεγε: «Πήρα το γράμμα σου· σ’ ευχαριστώ πολύ. Είμαι καλά, είμαι υγιής και γερός. . . .» Αλλά υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες η ειδοποίηση για το θάνατο έφτανε πριν να φτάσει το γράμμα που έλεγε: «Είμαι καλά, είμαι υγιής και γερός». Στον κενό χώρο τού γράμματος τυπωνόταν μια σφραγίδα που έλεγε τα εξής: «Ο φυλακισμένος παραμένει όπως και πριν, ένας πεισματάρης Σπουδαστής της Γραφής και αρνείται να απορρίψει τις ψευδείς διδασκαλίες των Σπουδαστών της Γραφής. Γι’ αυτό το λόγο έχει στερηθεί τα συνήθη προνόμια αλληλογραφίας».

«Ο ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΣ» ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟ ΤΟΥ

Η ζωή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν γεμάτη από καθημερινές ανησυχίες, που συχνά τις προξενούσε ο ίδιος ο διοικητής του στρατοπέδου. Για ένα διάστημα διοικητής στο Σάξενχαουζεν ήταν ένας άντρας που λεγόταν Μπαρανόβσκυ και τον οποίο οι φυλακισμένοι σύντομα ονόμασαν με το παρατσούκλι «ο Τετράγωνος» λόγω τού ότι ήταν γεροδεμένος.

Ο Μπαρανόβσκυ συνήθως υποδεχόταν ο ίδιος κάθε νέα άφιξη φυλακισμένων και τους έκανε «την ομιλία του καλωσορίσματος». Η ομιλία αυτή συνήθως άρχιζε με τα λόγια: ‘Είμαι ο διοικητής του στρατοπέδου και με λένε «Τετράγωνο». Τώρα ακούστε όλοι σας! Μπορείτε να πάρετε οτιδήποτε θέλετε από μένα​—​έναν πυροβολισμό στο κεφάλι, έναν πυροβολισμό στο στήθος, ή έναν πυροβολισμό στο στομάχι! Μπορείτε να κόψετε το λαιμό σας αν θέλετε ή να κόψετε τις φλέβες σας! Μπορείτε να πέσετε πάνω στα ηλεκτροφόρα καλώδια αν το προτιμάτε. Μόνο να θυμάστε ότι τα αγόρια μου είναι καλοί σκοπευτές! Θα σας στείλουν κατευθείαν στον παράδεισο!’ Ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να χλευάζει τον Ιεχωβά και το άγιο όνομά του.

Στις αρχές τού διωγμού των μαρτύρων του Ιεχωβά είχε γνωρίσει την αλήθεια ένας νεαρός άντρας περίπου είκοσι τριών ετών από το Ντινσλάκεν. Το όνομά του ήταν Άουγκουστ Ντίκμαν. Μολονότι δεν είχε ακόμη βαφτιστεί, η Γκεστάπο τον είχε συλλάβει και τον είχε περάσει από δίκη. Αφού εξέτισε την ποινή του υπέκυψε στην πίεση της Γκεστάπο να τον κάνει να υπογράψει τη «διακήρυξη», χωρίς αμφιβολία με την ελπίδα ότι αυτό θα τον απάλλασσε από κάθε άλλο διωγμό. Παρ’ όλα αυτά, τον έβαλαν στο Σάξενχαουζεν τον Οκτώβριο του 1937 αμέσως μόλις τελείωσε η ποινή τής φυλάκισής του. Οι αδελφοί εκεί χρησιμοποιούσαν κάθε ευκαιρία για να κάνουν ευχάριστες και ενθαρρυντικές συζητήσεις μεταξύ τους και τώρα που ο Άουγκουστ βρέθηκε ανάμεσά τους, κατάλαβε ότι είχε συμβιβαστεί με τον εχθρό λόγω αδυναμίας. Μετάνοιωσε και ζήτησε να ακυρωθεί η δήλωση που είχε υπογράψει.

Στο μεταξύ ο σαρκικός του αδελφός Χάινριχ είχε επίσης εισαχθεί στο στρατόπεδο Σάξενχαουζεν. Ο Άουγκουστ του είπε ότι είχε υπογράψει τη δήλωση αλλά ότι στο μεταξύ είχε ζητήσει να ακυρωθεί.

Οι επόμενες λίγες εβδομάδες πέρασαν γρήγορα. Όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μετά τα μέσα του 1939, ο διοικητής τού στρατοπέδου, ο Μπαρανόβσκυ, άρχισε να κάνει τα σχέδιά του. Είδε τη μεγάλη ευκαιρία όταν η γυναίκα τού Άουγκουστ Ντίκμαν έστειλε στο σύζυγό της την ειδοποίηση για κατάταξη στο στρατό, την οποία είχαν στείλει στο σπίτι τους στο Ντινσλάκεν. Τρεις μέρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου, ο Ντίκμαν διατάχθηκε να πάει στο «πολιτικό τμήμα». Πριν πάει στο πρωινό προσκλητήριο, ο Χάινριχ, τον οποίο ο Άουγκουστ είχε πληροφορήσει για τη νέα εξέλιξη, τον προειδοποίησε ότι τώρα που είχε ξεσπάσει ο πόλεμος θα έπρεπε να είναι έτοιμος για οτιδήποτε. Θα έπρεπε να είναι απολύτως σίγουρος γι’ αυτό που ήθελε να κάνει. Ο Άουγκουστ απάντησε: «Μπορούν να μου κάνουν ό,τι θέλουν. Δε θα υπογράψω και δε θα συμβιβαστώ ξανά».

Η δίκη έγινε το ίδιο απόγευμα, αλλά ο Άουγκουστ δεν ξαναγύρισε στους αδελφούς. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, όχι μόνο είχε αρνηθεί να υπογράψει την ειδοποίηση για κατάταξη στο στρατό αλλά είχε δώσει και μια καλή μαρτυρία. Τον έβαλαν στην απομόνωση στο υπόγειο ενώ ο διοικητής τού στρατοπέδου ειδοποίησε τον Χίμλερ για την περίπτωση, και του ζήτησε την άδεια να εκτελέσει τον Ντίκμαν δημόσια μπροστά στους αδελφούς και σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο. Ήταν σίγουρος ότι πολλοί μάρτυρες του Ιεχωβά θα υπέγραφαν αν πραγματικά αντιμετώπιζαν το θάνατο. Οι περισσότεροι μέχρι τώρα είχαν αρνηθεί να το κάνουν αυτό, αλλά είχαν μόνο απειληθεί. Ο Χίμλερ απάντησε ότι ο Ντίκμαν είχε καταδικαστεί σε θάνατο και έπρεπε να εκτελεστεί. Τώρα ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον «Τετράγωνο» να κάνει ‘τη μεγάλη του επίδειξη’.

Ήταν Παρασκευή. Πάνω σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο πλανιόταν μια αφύσικη ησυχία όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ένα απόσπασμα στρατιωτών και σε λίγο διάστημα στήθηκε ένα σκοπευτήριο για εκτέλεση στην αυλή. Αυτό φυσικά οδήγησε σε κάθε είδους φήμες. Η έξαψη έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν δόθηκαν διαταγές να σταματήσει η εργασία μια ώρα νωρίτερα από το συνηθισμένο. Ο Πάουλ Μπούντερ θυμάται ακόμη πώς όταν η δική του ομάδα εργασίας γύριζε πίσω, ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες τού είπε γελώντας: «Σήμερα είναι της Ανάληψης! Ένας από σας θα πάει στον ουρανό σήμερα».

Όταν η ομάδα στην οποία ανήκε ο Χάινριχ Ντίκμαν μπήκε μέσα, ο πρεσβύτερος του στρατοπέδου τον πλησίασε και τον ρώτησε εάν ήξερε τι επρόκειτο να γίνει. Όταν εκείνος απάντησε ότι δεν ήξερε, ο πρεσβύτερος του είπε ότι ο αδελφός του, ο Άουγκουστ, επρόκειτο να εκτελεστεί.

Δεν υπήρχε όμως καιρός για συζητήσεις. Όλοι οι φυλακισμένοι είχαν διαταχθεί να προχωρήσουν στο πεδίο. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά τοποθετήθηκαν ακριβώς μπροστά εκεί όπου επρόκειτο να σταθεί το εκτελεστικό απόσπασμα. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα σ’ εκείνο το σημείο. Οι φρουροί των Ες⁠–⁠Ες προχώρησαν· είχαν παρθεί μέτρα ασφάλειας τέσσερις φορές περισσότερο από τα συνηθισμένα. Το κάλυμμα των όπλων αφαιρέθηκε και έβαλαν σφαίρες στα όπλα για άμεση χρήση. Οι άντρες των Ες⁠–⁠Ες είχαν σκαρφαλώσει στον ψηλό τοίχο και περίμεναν να δουν αυτά που θα συνέβαιναν​—​κι ήταν τόσο πολλοί ώστε θα νόμιζε κανείς ότι ολόκληρος ο όμιλος είχε διαταχθεί να είναι παρών σ’ αυτό το αιματηρό θέαμα. Η κύρια πύλη ήταν κατασκευασμένη από γερές στρογγυλές σιδερένιες μπάρες και οι περίεργοι άντρες των Ες⁠–⁠Ες στέκονταν και κρέμονταν απ’ αυτή σαν ένα τσαμπί σταφύλι. Μερικοί μάλιστα είχαν σκαρφαλώσει πάνω στις οριζόντιες μπάρες για να μπορούν να βλέπουν καλύτερα. Τα μάτια τους ήταν γεμάτα, όχι μόνο από περιέργεια, αλλά επίσης και από δίψα για αίμα. Μερικά πρόσωπα αποκάλυπταν κάποια φρίκη, γιατί όλοι ήξεραν τι επρόκειτο σύντομα να συμβεί.

Συνοδευόμενος από μερικούς ανώτερους αξιωματικούς των Ες⁠–⁠Ες, ο Άουγκουστ φέρθηκε μέσα με τα χέρια του δεμένα μπροστά. Όλοι εντυπωσιάστηκαν από την γαλήνη και την αταραξία του, σαν κάποιος που είχε ήδη κερδίσει τη μάχη. Σχεδόν εξακόσιοι αδελφοί ήταν παρόντες, και ο σαρκικός του αδελφός ο Χάινριχ στεκόταν μόνο λίγα μέτρα πιο πέρα.

Ξαφνικά ακούστηκε θόρυβος καθώς άρχισαν να λειτουργούν τα μεγάφωνα. Ακούστηκε η φωνή τού «Τετράγωνου»: «Φυλακισμένοι, ακούστε!» Επικράτησε απόλυτη σιγή. Ακουγόταν μόνο η λίγο ασθματική ανάσα αυτού του τέρατος καθώς συνέχιζε:

«Ο φυλακισμένος Άουγκουστ Ντίκμαν από το Ντινσλάκεν, που γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1910, αρνείται να εκτελέσει στρατιωτική υπηρεσία επειδή ισχυρίζεται ότι είναι ‘πολίτης της βασιλείας τού Θεού’. Ο ίδιος είπε: Εκείνος που χύνει ανθρώπινο αίμα θα χυθεί και το δικό του αίμα. Έχει θέσει τον εαυτό του έξω από την κοινωνία και σύμφωνα με τις οδηγίες τού αρχηγού των Ες⁠–⁠Ες Χίμλερ θα εκτελεστεί».

Και ενώ σ’ ολόκληρη την αυλή βασίλευε σιγή θανάτου, ο «Τετράγωνος» συνέχισε: «Ειδοποίησα τον Ντίκμαν πριν μια ώρα ότι η άθλια ζωή του θα τελειώσει στις 6 η ώρα».

Ένας από τους αξιωματούχους πλησίασε και ρώτησε αν έπρεπε να ρωτηθεί και πάλι ο φυλακισμένος μήπως είχε αλλάξει γνώμη και ήταν πρόθυμος να υπογράψει τα χαρτιά της στράτευσής του, οπότε ο «Τετράγωνος» απάντησε: «Θα ήταν ανώφελο». Ύστερα στράφηκε στον Ντίκμαν και διέταξε: «Γύρνα γουρούνι», και κατόπιν έδωσε την εντολή να πυροβολήσουν. Αμέσως ο Ντίκμαν πυροβολήθηκε από πίσω από τρεις άντρες των Ες⁠–⁠Ες. Ένας ανώτερος Ες⁠–⁠Ες αργότερα προχώρησε και τον πυροβόλησε στο κεφάλι, κάνοντας το αίμα να πλημμυρίσει το μάγουλό του. Αφού ένας κατώτερος Ες⁠–⁠Ες έβγαλε τις χειροπέδες του, διατάχτηκαν τέσσερις αδελφοί να τον βάλουν σε ένα μαύρο κιβώτιο και να τον μεταφέρουν στο θάλαμο.

Και ενώ όλους τους άλλους φυλακισμένους τώρα τους άφησαν να διαλυθούν και να πάνε στους στρατώνες τους, οι μάρτυρες του Ιεχωβά έπρεπε να παραμείνουν. Τώρα ήρθε η ώρα για τον «Τετράγωνο» να αποδείξει τον ισχυρισμό του. Με μεγάλη έμφαση ρώτησε ποιος ήταν τώρα έτοιμος να υπογράψει τη δήλωση​—​όχι μόνο απάρνηση της πίστης του, αλλά επίσης ένδειξη της προθυμίας του να γίνει στρατιώτης. Κανείς δεν αποκρίθηκε. Ύστερα προχώρησαν δύο μπροστά! Αλλά όχι για να υπογράψουν τη δήλωση. Ζήτησαν να ακυρωθεί η υπογραφή που και οι δυο είχαν βάλει σχεδόν πριν ένα χρόνο!

Αυτό ήταν πάρα πολύ για τον «Τετράγωνο». Εξοργισμένος έφυγε από το προαύλιο. Όπως θα περίμενε κανείς οι αδελφοί πέρασαν πολύ δύσκολες ώρες εκείνο το βράδι και στη διάρκεια των επόμενων λίγων ημερών. Αλλά παρέμειναν σταθεροί.

Η εκτέλεση του Ντίκμαν αναγγέλθηκε αρκετές φορές από το ραδιόφωνο τις επόμενες λίγες μέρες, προφανώς με την ελπίδα να εκφοβίσουν τους άλλους Μάρτυρες του Ιεχωβά που ήταν ακόμη ελεύθεροι.

Τρεις μέρες αργότερα ο αδελφός του Άουγκουστ, ο Χάινριχ κλήθηκε στο «πολιτικό τμήμα». Δύο ανώτεροι αστυνομικοί τής Γκεστάπο είχαν έρθει από το Βερολίνο για να διαπιστώσουν την επίδραση που είχε επάνω του η εκτέλεση του αδελφού του. Σύμφωνα με την αναφορά τού ίδιου τού Χάινριχ, έγινε η ακόλουθη συζήτηση:

«‘Είδες πώς εκτελέστηκε ο αδελφός σου;’ Η απάντησή μου ήταν: ‘Είδα’. ‘Τι έμαθες απ’ αυτό;’ ‘Είμαι και θα παραμείνω μάρτυς τού Ιεχωβά’. ‘Τότε θα είσαι ο επόμενος που θα εκτελεστείς’. Μπόρεσα να απαντήσω σε αρκετές ερωτήσεις από τη Γραφή, ώσπου τελικά ο ένας αστυνομικός κραύγασε: ‘Δε θέλω να μάθω τι είναι γραμμένο, θέλω να μάθω τι σκέφτεσαι εσύ’. Και καθώς προσπαθούσε να μου δείξει την ανάγκη να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα, πετούσε φράσεις όπως: ‘Θα είσαι ο επόμενος που θα εκτελεστεί . . . το επόμενο κεφάλι που θα πέσει . . . ο επόμενος που θα πέσει’. Τελικά ο άλλος αστυνομικός είπε: ‘Είναι ανώφελο. Έλα, συμπλήρωσε τα αρχεία’».

Η δήλωση φέρθηκε και πάλι μπροστά στον Αδελφό Ντίκμαν για υπογραφή. Εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: «Αν αναγνώριζα το κράτος και την κυβέρνηση υπογράφοντας αυτό το χαρτί θα ήταν σαν να υπέγραφα ότι συμφωνώ με την εκτέλεση του αδελφού μου. Αυτό δεν μπορώ να το κάνω». Η απάντηση ήταν: «Τότε μπορείς να αρχίσεις να μετράς πόσο καιρό θα ζήσεις ακόμη».

Αλλά τι συνέβη στον «Τετράγωνο», ο οποίος είχε χλευάσει και προκαλέσει τον Ιεχωβά όσο λίγοι άνθρωποι το έχουν κάνει ποτέ; Εμφανίστηκε στο στρατόπεδο μόνο λίγες φορές μετά απ’ αυτό και ύστερα εξαφανίστηκε. Οι φυλακισμένοι έμαθαν, όμως, ότι λίγο αργότερα μετά την εκτέλεση του Άουγκουστ Ντίκμαν χτυπήθηκε από μια φοβερή ασθένεια. Πέθανε πέντε μήνες αργότερα χωρίς ποτέ να έχει την ευκαιρία να χλευάσει τον Ιεχωβά ή τους μάρτυρές του ξανά. «Έχω αρχίσει πόλεμο με τον Ιεχωβά. Θα δούμε ποιος θα είναι ο πιο ισχυρός, εγώ ή ο Ιεχωβά», είχε πει ο «Τετράγωνος» στις 20 Μαρτίου 1938, όταν έβαλε τους αδελφούς στην «απομόνωση». Η μάχη είχε αποφασιστεί. «Ο Τετράγωνος» είχε χάσει. Και ενώ οι αδελφοί μας απελευθερώθηκαν από την «απομόνωση» λίγους μήνες αργότερα και σε μερικές περιπτώσεις είχαν και κάποια ανακούφιση, οι φήμες εξακολούθησαν να κυκλοφορούν σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο ότι ο «Τετράγωνος» ήταν σοβαρά άρρωστος και ότι όταν τον επισκέφθηκαν αξιωματικοί στο κρεβάτι τής αρρώστιας του μουρμούριζε: «Οι Σπουδαστές της Γραφής προσεύχονται να πεθάνω, επειδή άφησα να εκτελεστεί ο άνθρωπός τους!» Είναι επίσης γεγονός ότι μετά το θάνατό του, η κόρη του, όποτε τη ρωτούσαν για την αιτία τού θανάτου τού πατέρα της, έδινε την εξής απάντηση: «Οι Σπουδαστές της Γραφής προσευχήθηκαν να πεθάνει ο πατέρας μου».

ΝΤΑΧΑΟΥ

Ο Αδελφός Φρίντριχ Φρέι από το Ροτ αναφέρει για τη μεταχείριση που αντιμετώπισε στην «ομάδα απομόνωσης» στο Νταχάου: «Δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει την πείνα, το κρύο, τα βασανιστήρια. Ένας αξιωματικός με κλώτσησε στο στομάχι με τις μπότες του κάποτε, και μου δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα. Μια άλλη φορά η μύτη μου κακοποιήθηκε τόσο πολύ από τα επανειλημμένα χτυπήματα ώστε μέχρι σήμερα έχω δυσκολίες στην αναπνοή. Κάποτε ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες με έπιασε που έτρωγα δυο ξεροκόμματα ψωμί στη διάρκεια της εργασίας για να καταπραΰνω την πείνα μου. Με κλώτσησε στο στομάχι με τη μπότα του και με έριξε στο έδαφος. Και για να τιμωρηθώ περισσότερο με κρέμασαν σε ένα στύλο τριών μέτρων ύψους με τα χέρια μου δεμένα πίσω. Αυτή η αφύσικη θέση τού σώματος και το βάρος του παρεμπόδισαν την κυκλοφορία τού αίματος και προκάλεσαν τρομερούς πόνους. Ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες με άρπαξε και από τα δυο μου πόδια και με κούναγε πέρα δώθε φωνάζοντας ‘Είσαι ακόμη μάρτυς τού Ιεχωβά;’ Αλλά δεν ήμουν σε θέση να απαντήσω γιατί ο ιδρώτας τού θανάτου είχε ήδη αρχίσει να βγαίνει στο μέτωπό μου. Μέχρι σήμερα έχω ένα νευρικό τικ απ’ αυτό το γεγονός. Δεν μπορούσα παρά να σκέφτομαι τις τελευταίες λίγες ώρες που ο Κύριός μας πέρασε με τα χέρια του και τα πόδια του καρφωμένα με καρφιά».

Στο Νταχάου, λίγο πριν από τα «Χριστούγεννα», στήθηκε ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και διακοσμήθηκε με ηλεκτρικά κεριά και άλλα στολίδια. Οι 45.000 φυλακισμένοι τού στρατοπέδου ανάμεσα στους οποίους ήταν και πάνω από εκατό μάρτυρες του Ιεχωβά, έλπιζαν ότι θα μπορούσαν να απολαύσουν μερικές μέρες ησυχίας. Αλλά τι συνέβη; Στις 8 η ώρα την παραμονή των Χριστουγέννων όταν όλοι οι φυλακισμένοι ήταν στους στρατώνες τους, άρχισαν ξαφνικά να ηχούν οι σειρήνες τού στρατοπέδου· οι φυλακισμένοι έπρεπε να βγουν στο προαύλιο όσο το δυνατό γρηγορότερα. Μπορούσε κανείς να ακούσει την μπάντα των Ες⁠–⁠Ες να παίζει. Όρμησαν μέσα πέντε ομάδες καλά οπλισμένων στρατιωτών των Ες⁠–⁠Ες. Ο διοικητής τού στρατοπέδου, συνοδευόμενος από αξιωματικούς των Ες⁠–⁠Ες έβγαλε μια σύντομη ομιλία λέγοντας στους φυλακισμένους ότι ήθελαν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα μαζί τους αυτό το βράδι με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Ύστερα έβγαλε μια λίστα με ονόματα από τη βαλίτσα του και για μια ώρα σχεδόν διάβαζε τα ονόματα των φυλακισμένων που είχαν τιμωρηθεί στη διάρκεια των τελευταίων λίγων εβδομάδων. Έφεραν έξω το μεγάλο κούτσουρο των μαστιγώσεων και το έστησαν και έδεσαν πάνω του τον πρώτο φυλακισμένο. Στη συνέχεια δύο άντρες των Ες⁠–⁠Ες που κρατούσαν ένα μεγάλο συρματένιο μαστίγιο πήραν τη θέση τους δεξιά και αριστερά στο κούτσουρο και άρχισαν να χτυπούν τον φυλακισμένο ενώ η μπάντα έπαιζε το «Άγια Νύχτα»· όλοι οι φυλακισμένοι υποχρεώθηκαν να ψάλουν μαζί. Καθώς ο φυλακισμένος δεχόταν τα είκοσι πέντε χτυπήματα ήταν υποχρεωμένος να τα μετράει με δυνατή φωνή. Κάθε φορά που ένας καινούργιος φυλακισμένος δενόταν πάνω στο κούτσουρο δυο καινούργιοι άντρες των Ες⁠–⁠Ες προχωρούσαν μπροστά για να εκτελέσουν την τιμωρία. Πραγματικά ένας άξιος τρόπος για ένα «Χριστιανικό έθνος» να γιορτάσει τα Χριστούγεννα.

Μπροστά σ’ αυτή τη μεταχείριση οι αδελφοί μας είχαν ανάγκη από ισχυρή πίστη, μια πίστη που θα είχε γίνει ισχυρή από προσεκτική μελέτη τού Λόγου τού Θεού. Ο Χέλμουτ Κνόλερ κατάλαβε από πείρα πώς η αποτυχία να μελετάει κανείς μπορεί να είναι επικίνδυνη και μπορεί να αφήσει ένα άτομο απροετοίμαστο για τέτοιες δοκιμασίες. Ας τον αφήσουμε να μας πει την πείρα του:

«Οι πρώτες μου μέρες στο Νταχάου ήταν πολύ δύσκολες. Ήμουν είκοσι ετών, ο νεότερος από όλους τούς νεοαφιχθέντες. Είχα διοριστεί σε μια ειδική ομάδα εργασίας που έπρεπε να εργάζεται ακόμη και τις Κυριακές. Ο επιστάτης μου ήταν ιδιαίτερα σκληρός απέναντί μου. Έπρεπε να κάνω τις πιο δύσκολες δουλειές, αν και ήμουν ασυνήθιστος, και μάλιστα τροχάδην. Επανειλημμένα έπεφτα κάτω αλλά με συνέφερναν κάθε φορά βάζοντάς με στο υπόγειο με νερό μέχρι τη μέση μου και ύστερα χύνοντας νερό πάνω στο κεφάλι μου.

«Έφτασα σχεδόν σε πλήρη σωματική εξάντληση. Αυτό συνεχίστηκε τη μια μέρα μετά την άλλη και είχα φτάσει στο σημείο της απόγνωσης, γνωρίζοντας ότι αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί για εβδομάδες ή ακόμη και για μήνες. . . . Αλλά οι δυσκολίες έγιναν τόσο μεγάλες που τελικά πήγα στους αρχηγούς τού στρατοπέδου και υπέγραψα τη διακήρυξη που έδειχνε ότι δεν είχα πλέον καμιά σχέση με τους Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής. Το ότι το υπέγραψα αυτό ήταν άμεσο αποτέλεσμα της ανεπαρκούς μελέτης που είχα κάνει στο σπίτι. Οι γονείς μου είχαν επίσης μελετήσει πολύ λίγο και οι ίδιοι, και εμείς τα παιδιά είχαμε λάβει μόνο μια ελλιπή διαπαιδαγώγηση από αυτούς. . . . Είχα πληροφορηθεί ότι μπορούσαμε να υπογράψουμε τη διακήρυξη επειδή πρώτα απ’ όλα, δεν έλεγε τίποτα για τους μάρτυρες του Ιεχωβά παρά μόνο για τους Σπουδαστές της Γραφής, και δεύτερο δεν ήταν εσφαλμένο να εξαπατήσουμε τον εχθρό αν αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να αφεθούμε ελεύθεροι ώστε να μπορούμε να υπηρετούμε καλύτερα τον Ιεχωβά έξω». Αργότερα όμως ενώ βρισκόταν στο Σάξενχαουζεν ώριμοι αδελφοί τον βοήθησαν να εκτιμήσει τη σημασία τής Χριστιανικής ακεραιότητας και να εποικοδομήσει την πίστη του.

ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ

Αν και πολλά άτομα θανατώθηκαν με αέρια ή με άλλους σκληρούς τρόπους στο Νταχάου, ωστόσο το Μάουτχαουζεν ήταν το κατ’ εξοχήν στρατόπεδο εκτελέσεων. Ο διοικητής τού στρατοπέδου, ο Τσίραϊς, είχε επανειλημμένα πει ότι ενδιαφερόταν να βλέπει μόνο πιστοποιητικά θανάτου. Πράγματι σ’ ένα διάστημα έξι ετών αποτεφρώθηκαν 210.000 άντρες στα δύο σύγχρονα αποτεφρωτήρια που υπήρχαν εκεί, κατά μέσο όρο εκατό την ημέρα.

Όταν οι φυλακισμένοι υποχρεώνονταν να εργαστούν, αυτό γινόταν γενικά στα νταμάρια. Υπήρχε εκεί ένας απότομος βράχος που ονομαζόταν από τους απάνθρωπους Ες⁠–⁠Ες ο «τοίχος των αλεξιπτωτιστών». Εκατοντάδες φυλακισμένοι σπρώχτηκαν από αυτόν τον βράχο και έπεφταν κάτω νεκροί. Θανατώνονταν είτε από την πτώση είτε πνίγονταν σε κανένα χαντάκι με βροχόνερα. Πολλοί απελπισμένοι φυλακισμένοι πήδησαν ακόμη και μόνοι τους στο κενό.

Μια άλλη ‘ατραξιόν’ ήταν η λεγόμενη «σκάλα του θανάτου». Ένας σωρός από 186 αστερέωτους ογκόλιθους διαφόρων υψών ήταν στιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και αυτό λεγόταν σκάλα. Αφού οι φυλακισμένοι είχαν μεταφέρει βαριές πέτρες στους ώμους τους μέχρι την κορυφή, οι άντρες των Ες⁠–⁠Ες διασκέδαζαν να τους ρίχνουν μαζικά κάτω κλωτσώντας τους ή χτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων τους, ρίχνοντάς τους έτσι ανάσκελα κάτω στη «σκάλα». Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλούς θανάτους οι οποίοι γίνονταν ακόμη περισσότεροι καθώς κατρακυλούσαν οι βράχοι από πάνω. Ο Βαλλεντίν Στάινμπαχ από τη Φρανκφούρτη θυμάται ότι από ομίλους των 120 αντρών που ξεκινούσαν το πρωί, το βράδι επέστρεφαν συχνά μόνο γύρω στους 20 ζωντανοί.

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Στρατόπεδα συγκέντρωσης λειτουργούσαν όχι μόνο για άντρες αλλά επίσης και για γυναίκες. Ένα απ’ αυτά λειτουργούσε από το 1935 στο Μόρινγκεν κοντά στο Ανόβερο. Όταν η πίεση εναντίον των μαρτύρων τού Ιεχωβά έγινε ακόμη πιο σκληρή το 1937, το στρατόπεδο στο Μόρινγκεν είχε αρχίσει να εκκενώνεται. Το Δεκέμβριο γύρω στις 600 φυλακισμένες, μεταξύ των οποίων και μερικές αδελφές, μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Λίχτενμπουργκ. Αφού οι προσπάθειες να κάνουν τις αδελφές μας να αλλάξουν τη σταθερή τους πορεία απέτυχαν, σχηματίστηκε μια «ομάδα τιμωρίας». Οι επιστάτριές τους τούς έδιναν πολύ λίγο φαγητό και διαρκώς προσπαθούσαν να βρουν λόγους για να τους επιβάλουν τιμωρία. Η αρχηγός τού στρατοπέδου τούς είχε πει: ‘Αν θέλετε να μείνετε ζωντανές, τότε ελάτε σε μένα και υπογράψτε’.

Ένας τρόπος που χρησιμοποιούσαν στην προσπάθειά τους να κάνουν τις αδελφές μας να παραβούν την ακεραιότητά τους αναφέρεται από την Ίλζε Ουντερντόρφερ: «Μια μέρα η Αδελφή Ελίζαμπεθ Λάνγκε από το Κέμνιτς διατάχτηκε να παρουσιαστεί στη διευθύντρια. Η αδελφή αποφασιστικά αρνήθηκε να υπογράψει τη δήλωση, οπότε τη μετέφεραν σ’ ένα κελί που βρισκόταν στο υπόγειο αυτού του παλιού πύργου. Όπως μπορούν να φανταστούν όσοι ξέρουν από παλιούς πύργους και από τα υπόγειά τους, αυτό ήταν φοβερή δοκιμασία. Τα κελιά ήταν σκοτεινές τρύπες με ένα μικρό σιδερόφρακτο παράθυρο. Το κρεβάτι ήταν πέτρινο και τον περισσότερο καιρό το άτομο ήταν αναγκασμένο να ξαπλώνει πάνω σ’ αυτό το κρύο, σκληρό ‘κρεβάτι’ χωρίς ακόμη ούτε ένα αχυρένιο στρώμα. Η Αδελφή Λάνγκε πέρασε έξι μήνες σε απομόνωση σ’ αυτή την τρύπα τού υπογείου. Μολονότι υπέφερε σωματικά, αυτό δεν κλόνισε την απόφασή της να παραμείνει πιστή».

Μια άλλη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν στην προσπάθειά τους να κάμψουν τη σταθερότητα των γυναικών αδελφών μας ήταν η σκληρή σωματική εργασία. Γι’ αυτό το λόγο πολλές αδελφές μεταφέρθηκαν στο Ράβενσμπρυκ. Στις 15 Μαΐου 1939, έφτασε εκεί η πρώτη ομάδα και ακολούθησαν και πολλές άλλες πολύ σύντομα. Το στρατόπεδο γρήγορα έφτασε να περιλαμβάνει 950 γυναίκες, και περίπου 400 απ’ αυτές ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά. Όλες τους υποχρεώνονταν να κάνουν τις πιο δύσκολες οικοδομικές εργασίες ή εργασίες καθαρισμού, δουλειές που κανονικά απαιτούνταν μόνο από άντρες. Ο νέος διοικητής τού στρατοπέδου, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα φημισμένος για την κτηνωδία του, νόμιζε ότι θα μπορούσε να φθείρει το ηθικό στις αδελφές μας με το να τις κάνει να εκτελούν σκληρή σωματική εργασία.

Αυτή η κακομεταχείριση φυσικά είχε σαν αποτέλεσμα πολλούς θανάτους. Επίσης ολόκληρες ομάδες μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς, ένα στρατόπεδο που όπως και το Μάουτχαουζεν, ήταν ιδιαίτερα εξοπλισμένο για μαζικές εξοντώσεις. Οι γυναίκες που ήταν πολύ ηλικιωμένες, με μειωμένη υγεία ή που δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των Ες⁠–⁠Ες για γυναίκες που θα μπορούσαν να παραγάγουν μια «κυρίαρχη φυλή» αντιμετώπιζαν το θάνατο. Η Μπέρτα Μάουερερ μας λέει τι συνέβαινε εκεί:

«Αναγκαστήκαμε να σταθούμε γυμνές μπροστά σε μια επιτροπή που έκανε την εκλογή της. Αμέσως έπειτα η πρώτη ομάδα έφυγε για το Άουσβιτς. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές αδελφές που είχαν εξαπατηθεί νομίζοντας ότι επρόκειτο να μεταφερθούν σε στρατόπεδο όπου θα ήταν πιο εύκολα, μολονότι όλοι γνώριζαν ότι το Άουσβιτς ήταν ακόμη πιο ανυπόφορο. Σ’ εκείνες που αποτέλεσαν τη δεύτερη ομάδα είχαν ειπωθεί τα ίδια πράγματα. Ανάμεσα στην ομάδα αυτή ήταν και πολλές αδύνατες και ασθενικές αδελφές». Σύντομα μετά απ’ αυτό οι συγγενείς τους πληροφορήθηκαν για το θάνατό τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις σαν αιτία θανάτου καταγράφτηκε ‘κυκλοφοριακές ανωμαλίες’.

Ένα άλλο πράγμα που θα μπορούσε να αποτελέσει δοκιμασία για τις αδελφές αναφέρεται από την Αουγκούστε Σνάιντερ από το Μπαντ Κρόιτσναχ:

«Μια μέρα ήρθε μια φυλακισμένη και μου είπε: ‘Κυρία Σνάιντερ, φεύγω από δω!’ Τη ρώτησα πού θα πήγαινε κι εκείνη απάντησε: ‘Υπάρχουν τόσοι άντρες εδώ που πρόκειται να γίνει ένας οίκος ανοχής για τους φυλακισμένους. Μας ρώτησαν και προθυμοποιηθήκαμε περίπου είκοσι με τριάντα γυναίκες. Θα μας δώσουν ωραία ρούχα και καλλυντικά!’ Τη ρώτησα πού επρόκειτο να γίνει αυτό και απάντησε, ‘Στο στρατόπεδο των αντρών’.

«Δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει το τι γινόταν εκεί. Αλλά μια μέρα ένας αρχηγός των Ες⁠–⁠Ες μού είπε: ‘Κυρία Σνάιντερ, θα έχετε ακούσει τι συμβαίνει στο στρατόπεδο των αντρών. Ήθελα μόνο να σας πω ότι κανένας από τους μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχει πάρει μέρος!’»

Το Ράβενσμπρυκ έγινε το πιο διαβόητο από όλα τα στρατόπεδα για γυναίκες. Όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, οι αδελφές που ήταν εκεί είχαν φτάσει τις πεντακόσιες περίπου.

Μια μέρα μερικές αδελφές διατάχτηκαν ξαφνικά να βγουν από τα κελιά τους και να αρχίσουν να εργάζονται για να καθαρίσουν ολόκληρο το κτίριο, επειδή ο Χίμλερ είχε πει ότι θα περνούσε για επιθεώρηση. Αλλά η μέρα πέρασε και δεν εμφανίστηκε. Οι αδελφές μας είχαν ήδη ετοιμαστεί για ύπνο, δηλαδή, είχαν βγάλει τα παπούτσια τους, που χρησίμευαν και σαν μαξιλάρια, αλλά εξαιτίας τού κρύου κοιμούνταν με τα ρούχα τους. Ξάπλωναν όσο πιο κοντά μπορούσαν η μια στην άλλη για να ζεσταίνονται. Από καιρό σε καιρό άλλαζαν θέσεις ώστε όλες να βγαίνουν στην έξω πλευρά με τη σειρά, όπου φυσικά ήταν πιο κρύο. Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατές φωνές στους διαδρόμους και οι πόρτες των κελιών άρχισαν να ανοίγουν. Οι αδελφές μας τώρα στέκονταν μπροστά στον άντρα ο οποίος στη Γερμανία αποφάσιζε για τη ζωή και το θάνατο. Ο Χίμλερ περιεργάστηκε προσεκτικά τις αδελφές, τις έκανε μερικές ερωτήσεις και αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν απρόθυμες να κάνουν οποιεσδήποτε παραχωρήσεις.

Εκείνο το ίδιο βράδι αφού είχαν φύγει ο Χίμλερ και οι ακόλουθοί του, πολλές φυλακισμένες κλήθηκαν έξω και οι άλλες φυλακισμένες μπορούσαν να ακούνε τις κραυγές τους. Ο Χίμλερ είχε εισαγάγει την «εντατική» τιμωρία επίσης και για τις γυναίκες· κι αυτές επίσης δέχονταν είκοσι πέντε χτυπήματα με το συρματένιο μαστίγιο στους γυμνούς γλουτούς τους.

Μια αδελφή μάς λέει για το θάρρος με το οποίο πολλές αντιμετώπιζαν τα προβλήματά τους: «Στο συγκρότημά μου υπήρχε μια Ιουδαία γυναίκα η οποία είχε δεχτεί την αλήθεια. Ένα βράδι την ξύπνησαν κι αυτήν επίσης. Την άκουσα καθώς σηκωνόταν και προσπάθησα να της πω κάποια λόγια παρηγοριάς. Αλλά εκείνη είπε: ‘Ξέρω τι με περιμένει. Αλλά είμαι ευτυχισμένη που έχω μάθει τη θαυμάσια ελπίδα τής ανάστασης. Περιμένω ήρεμα το θάνατο’. Και θαρραλέα βγήκε έξω».

ΟΙ ΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Χωρίς επαφή με τους αδελφούς που ήταν έξω, εκείνοι που βρίσκονταν στα στρατόπεδα ένιωθαν μεγάλη δίψα για πνευματική τροφή. Οι αδελφοί ρωτούσαν τους νεοερχόμενους για να μάθουν τι είχε δημοσιευτεί στη Σκοπιά. Μερικές φορές οι πληροφορίες ήταν ακριβείς, αλλά μερικές φορές δεν ήταν. Υπήρχαν επίσης αδελφοί οι οποίοι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την Αγία Γραφή για να καθορίσουν την ημερομηνία που θα απελευθερώνονταν και, παρ’ όλο που τα επιχειρήματα ήταν ασθενικά, μερικοί απέβλεπαν σ’ αυτές τις αστήρικτες ελπίδες.

Εκείνο τον καιρό μπήκε στο Μπούχενβαλντ ένας αδελφός που είχε εξαιρετική μνήμη. Στην αρχή η ικανότητά του να θυμάται και να μοιράζεται με άλλους τα πράγματα που είχε μάθει ήταν πηγή ενθάρρυνσης για τους αδελφούς. Αλλά με τον καιρό έγινε είδωλο, «το θαύμα τού Μπούχενβαλντ», και οι δηλώσεις του, ακόμη και η προσωπική του άποψη, θεωρούνταν αλάνθαστες. Από το Δεκέμβριο του 1937 ως το 1940 έκανε μια ομιλία κάθε βράδι, περίπου χίλιες συνολικά, και πολλές απ’ αυτές καταγράφονταν στενογραφικά ώστε να μπορούν να πολυγραφηθούν. Μολονότι υπήρχαν πολλοί ώριμοι αδελφοί στο στρατόπεδο που θα μπορούσαν να κάνουν ομιλίες, αυτός ο αδελφός ήταν ο μόνος που το έκανε. Όποιοι δεν συμφωνούσαν απόλυτα μαζί του χαρακτηρίζονταν σαν «εχθροί της Βασιλείας» και σαν την «οικογένεια του Αχάν», και οι «πιστοί» έπρεπε να τους αποφεύγουν. Σχεδόν τετρακόσιοι αδελφοί, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο συμφώνησαν μ’ αυτή τη διευθέτηση.

Εκείνοι λοιπόν που χαρακτηρίζονταν «εχθροί» ήταν κι αυτοί αδελφοί που ήταν πρόθυμοι να διακινδυνέψουν τη ζωή τους για να επεκτείνουν τα συμφέροντα της Βασιλείας όσο καλύτερα μπορούσαν. Και αυτοί επίσης είχαν μπει στο στρατόπεδο εξαιτίας της απόφασης να αποδείξουν την ακεραιότητά τους ακόμη και μέχρι το θάνατο. Είναι αλήθεια ότι μερικοί απ’ αυτούς δεν εφάρμοζαν πλήρως τις αρχές τής Αγίας Γραφής. Ωστόσο όταν θέλησαν να έρθουν σε επαφή με τους υπεύθυνους για να μπορέσουν να ωφεληθούν από την πνευματική τροφή που υπήρχε διαθέσιμη στο Μπούχενβαλντ, αυτοί το θεώρησαν «αναξιοπρεπές» να συζητήσουν το ζήτημα.

Ο Βίλχελμ Μπάτεν από το Ντινσλάκεν, ο οποίος υπηρετεί ακόμη τον Ιεχωβά, αναφέρει πώς επηρεάστηκε ο ίδιος προσωπικά: «Όταν αντιλήφθηκα ότι κι εγώ είχα αποκοπεί συγκλονίστηκα πνευματικά τόσο και ένιωσα τέτοια κατάθλιψη που αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει τέτοιο πράγμα. . . . Συχνά έπεφτα στα γόνατά μου και προσευχόμουν στον Ιεχωβά να μου δώσει ένα σημείο. Αναρωτιόμουν αν ήμουν εγώ υπεύθυνος γι’ αυτή την κατάσταση και αν και εκείνος επίσης με είχε αποκόψει. Είχα μια Αγία Γραφή και τη διάβαζα στο αμυδρό φως και έβρισκα μεγάλη παρηγοριά με τη σκέψη ότι αυτό ήταν για μένα μια δοκιμασία, διαφορετικά θα είχα καταστραφεί, γιατί αυτή η αποκοπή από τους αδελφούς ήταν τρομακτικό μαρτύριο».

Έτσι οι ανθρώπινες ατέλειες και η υπερβολική άποψη για τη σπουδαιότητα κάποιου, οδήγησαν σε διαιρέσεις ανάμεσα στο λαό τού Θεού, με αποτέλεσμα τη σοβαρή δοκιμασία μερικών.

ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ «ΕΠΙΒΙΩΣΗ»

Μερικοί που μπήκαν στα στρατόπεδα, αποφασισμένοι να μη συμβιβαστούν, αργότερα άφησαν το ενδιαφέρον για «επιβίωση» να επισκιάσει την αγάπη τους για τον Ιεχωβά και για τους αδελφούς τους. Αν κάποιος μπορούσε να φτάσει σε κάποια υπεύθυνη θέση στην οργάνωση του στρατοπέδου, και να του εμπιστευτούν κάποια θέση επιστασίας σε κάποιον τομέα δραστηριότητας, δε θα ήταν πια υποχρεωμένος να καταπονείται με σκληρή εργασία. Αλλά αυτό ήταν επικίνδυνο. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό απαιτούσε να συνεργάζεται στενά με τους Ες⁠–⁠Ες, να αναγκάζει τους φυλακισμένους να εργάζονται με γρηγορότερο ρυθμό και να αναφέρει τους φυλακισμένους​—​ακόμη και τους ίδιους τους αδελφούς του​—​για τιμωρία.

Ένας αδελφός που ονομαζόταν Μάρτενς βρέθηκε σε μια τέτοια θέση ενώ βρισκόταν στο στρατόπεδο Βέβελσμπουργκ. Στην αρχή είχε την επίβλεψη 250 Σπουδαστών της Γραφής. Διαρκώς αγωνιζόταν να είναι πολύ καλός «πρεσβύτερος στρατοπέδου» στα μάτια των Ες⁠–⁠Ες. Με τον καιρό προστέθηκαν στο στρατόπεδο και πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι και άλλοι. Ο Μάρτενς δεν ήθελε να χάσει τη θέση του, και έτσι έπρεπε να προασπίζεται τα συμφέροντα των Ες⁠–⁠Ες και να χρησιμοποιεί τις μεθόδους τους.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και άρχισε να απαγορεύει στους αδελφούς να εξετάζουν το εδάφιο της ημέρας ή να προσεύχονται μαζί. Σύντομα άρχισε να κάνει έρευνες και να χτυπάει με ένα σωλήνα από καουτσούκ εκείνους στους οποίους έβρισκε ένα αντίτυπο από το εδάφιο της ημέρας. Ένα πρωί, καθώς μερικοί αδελφοί προσεύχονταν μαζί, αυτός πήδησε ανάμεσά τους διέκοψε την προσευχή και είπε: «Δεν ξέρετε τους κανονισμούς τού στρατοπέδου; Νομίζετε ότι θέλω φασαρίες εξαιτίας σας;» Έτσι σε πολλούς πιστούς αδελφούς προστέθηκαν επιπρόσθετα βάσανα από ελάχιστους οι οποίοι έχασαν το στόχο τους.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ

Όταν άρχισε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος τα τρόφιμα που υπήρχαν στέλνονταν στα μέτωπα. Τα γεύματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούνταν κυρίως από ένα είδος γογγυλιού που γενικά χρησιμοποιόταν μόνο σαν τροφή για τα ζώα. Όλα προετοιμάζονταν με τέτοια έλλειψη αγάπης που οι φυλακισμένοι συχνά έλεγαν ότι ακόμη και τα γουρούνια θα είχαν αρνηθεί να φάνε αυτό το φαγητό. Αλλά το ζήτημα δεν ήταν να έχει κανείς ορεκτικό φαγητό, το ζήτημα ήταν η επιβίωση. Πολλοί πέθαναν από την πείνα. «Η μεγαλύτερη δοκιμασία μου ήταν η πείνα», γράφει ο Αδελφός Κουρτ Χέντελ, και εξηγεί τι εννοεί: «Έχω ύψος 1,88 μέτρα περίπου και κανονικά ζυγίζω γύρω στα 103 κιλά. Αλλά το χειμώνα τού 1939/1940 ζύγιζα μόνο 40 κιλά και ακόμη λιγότερο. Δε μου είχε απομείνει τίποτε άλλο από το δέρμα και τα κόκαλα. Παρά το ύψος μου δε μου έδιναν περισσότερο να φάω απ’ ό,τι έδιναν στους πιο μικρόσωμους. Συχνά έχωνα τις γροθιές μου στο στομάχι μου από τον πόνο ώσπου ένας ώριμος αδελφός με συμβούλευσε να φέρω το πρόβλημά μου στον Ιεχωβά με προσευχή και να του ζητήσω να με βοηθήσει να υπομείνω το μαρτύριο. Σύντομα αντιλήφθηκα τι βοήθεια μπορεί να αποδειχτεί η προσευχή σε τέτοιες περιπτώσεις». Ένας άλλος αδελφός θυμάται ότι συχνά έβαζε άμμο στο στόμα του για να καταπολεμήσει το μαρτύριο της πείνας.

Πόσο παρηγορητική ήταν η συντροφιά με τους αδελφούς σ’ αυτές τις καταστάσεις. Πράγματι ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις αδελφούς που και οι ίδιοι ήταν ετοιμοθάνατοι, να δίνουν λίγο από το λιγοστό μερίδιο του ψωμιού τους σ’ εκείνους που είχαν μεγαλύτερες δυσκολίες από ό,τι οι ίδιοι. Συχνά ήταν απλώς λίγα ψίχουλα που τα έβαζαν κρυφά κάτω από τα μαξιλάρια εκείνων στους οποίους για κάποιο λόγο δεν είχε δοθεί τίποτα να φάνε και οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να στέκονται στο προαύλιο μέσα στο φοβερό κρύο με ελάχιστα ρούχα πάνω τους. Πόσο παρηγορητικό ήταν για εκείνους που ο εχθρός είχε σχεδόν «καταβάλει» να ακούνε από το στόμα ενός ώριμου αδελφού ενθαρρυντικά λόγια που έμοιαζαν με λάδι στην πληγή και να παίρνουν νέα δύναμη σε έναν καιρό που νόμιζαν ότι η κατάστασή τους ήταν αφόρητη! Και πόσο ενισχυτική αποδείχτηκε η ομαδική προσευχή! Συχνά τα βράδια, όταν οι στρατώνες κλειδώνονταν και όλα ησύχαζαν, τα προβλήματα παρουσιάζονταν στον Ιεχωβά με ομαδική προσευχή. Συχνά ήταν ζητήματα που είχαν να κάνουν με όλους τους, αλλά το ίδιο συχνά ήταν ζητήματα που αφορούσαν προσωπικά αδελφούς. Οποτεδήποτε ο Ιεχωβά έφερνε κάποια αλλαγή προς το καλύτερο​—​όπως το έκανε σε τόσο πολλές περιπτώσεις​—​αυτό ήταν αιτία για ενωμένη προσευχή ευχαριστιών την άλλη μέρα. Όταν κάποιος βρισκόταν αντιμέτωπος με μια κατάσταση που δε θα μπορούσε να την είχε χειριστεί μόνος του, οι αδελφοί αντιλαμβάνονταν για μια ακόμη φορά ότι «ποτέ δεν είμαστε μόνοι».

ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗΚΑΝ

Είναι ενδιαφέρον ότι οι Ες⁠–⁠Ες, οι οποίοι συχνά χρησιμοποιούσαν τους πιο βρώμικους τρόπους για να κάνουν κάποιον να υπογράψει τη δήλωση, συχνά στρέφονταν εναντίον τους όταν είχαν υπογράψει και τους βασάνιζαν περισσότερο απ’ ό,τι προηγουμένως. Ο Καρλ Κιρστ μάς το βεβαιώνει αυτό: «Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον οι μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν τα θύματα απάτης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μ’ αυτόν τον τρόπο νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να μας πείσουν να υπογράψουμε τη δήλωση. Και επανειλημμένα μας έλεγαν να την υπογράψουμε. Μερικοί πράγματι υπέγραφαν αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, έπρεπε να περιμένουν περισσότερο από ένα χρόνο πριν απελευθερωθούν. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου οι Ες⁠–⁠Ες συχνά τους έβριζαν μπροστά σε όλους ότι ήταν υποκριτές και δειλοί και τους ανάγκαζαν να κάνουν τη λεγόμενη ‘πορεία τιμής’ γύρω από τους αδελφούς τους πριν τους αφήσουν να φύγουν από το στρατόπεδο».

Ο Βίλελμ Ρόγκερ θυμάται ότι ένας αδελφός υπέγραψε τη δήλωση όταν ήρθαν να τον επισκεφθούν η γυναίκα του και η κόρη του, αλλά δεν το είπε στους αδελφούς. «Μερικές εβδομάδες αργότερα τον πληροφόρησαν ότι έπρεπε να ετοιμαστεί για να φύγει. (Αυτά τα άτομα συνήθως έπρεπε να στέκονται στην πύλη μέχρις ότου φωνάξουν το όνομά τους). Αυτός ο αδελφός στεκόταν στην πύλη όλη τη μέρα και στεκόταν εκεί ακόμη και το βράδι, αλλά τελικά αναγκάστηκε να γυρίσει στους αδελφούς στα παραπήγματα. Μετά το βραδινό προσκλητήριο, το οποίο το έκανε ένας τρομερός διοικητής που λεγόταν Κνίτλερ, αυτός ο αδελφός διατάχτηκε να πάει στους στρατώνες και να φέρει ένα σκαμνί και ύστερα υποχρεώθηκε να στέκεται πάνω σ’ αυτό μέσα στο προαύλιο μπροστά στους αδελφούς που επέστρεφαν. Ο Κνίτλερ έδειξε τώρα τον αδελφό και αφού μας έριξε μια άγρια ματιά είπε: ‘Κοιτάξτε το δειλό σας· υπέγραψε χωρίς να πει σε κανένα σας τίποτα γι’ αυτό!’ Είναι αλήθεια ότι οι Ες⁠–⁠Ες θα ήθελαν να υπογράψουμε όλοι μας. Αλλά ο κρυφός σεβασμός που είχαν για μας χανόταν όταν κάποιος υπέγραφε».

Η Αδελφή Ντιντριχκάιτ θυμάται δυο αδελφές που υπέγραψαν τη δήλωση. Όταν γύρισαν είπαν στην Αδελφή Ντιντριχκάιτ ότι είχαν υπογράψει γιατί φοβούνταν μήπως πεθάνουν από την πείνα. Δεν απέκρυψαν το γεγονός ότι οι Ες⁠–⁠Ες τις είχαν ρωτήσει: «Τώρα που έχετε αρνηθεί το Θεό σας, τον Ιεχωβά, ποιον Θεό θα υπηρετείτε;» Οι δυο αδελφές αφέθηκαν σύντομα ελεύθερες, αλλά όταν μπήκαν οι Ρώσοι στη χώρα συνελήφθηκαν πάλι για κάποιο λόγο και φυλακίστηκαν από τους Ρώσους και εκεί στη φυλακή πραγματικά πέθαναν από την πείνα. Σε μια άλλη περίπτωση μια αδελφή που είχε υπογράψει τη βίασαν οι Ρώσοι στη διάρκεια των τελευταίων ημερών τού πολέμου και ύστερα τη δολοφόνησαν.

Πολλοί από τους αδελφούς που υπέγραψαν τη δήλωση στρατολογήθηκαν και πήγαν στο μέτωπο όπου οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους.

Μολονότι υπάρχουν αρκετές αποδείξεις ότι εκείνοι οι αδελφοί που υπέγραψαν έβαλαν τον εαυτό τους έξω από την προστασία τού Ιεχωβά, ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αληθεύει ότι αυτοί ήταν «προδότες». Πολλοί μάλιστα ακύρωσαν την υπογραφή τους πριν από την απελευθέρωσή τους, όταν ώριμοι και γεμάτοι κατανόηση αδελφοί τούς βοήθησαν να αντιληφθούν τι είχαν κάνει. Αφού μετανοημένοι ζήτησαν από τον Ιεχωβά να τους δώσει μια άλλη ευκαιρία να αποδείξουν την πιστότητά τους, πολλοί απ’ αυτούς μετά την κατάρρευση του καθεστώτος τού Χίτλερ αυθόρμητα ενώθηκαν με τις τάξεις των ευαγγελιζομένων και άρχισαν να εργάζονται σαν ευαγγελιζόμενοι εκκλησίας, με τον καιρό σαν σκαπανείς, επίσκοποι, ακόμη και σαν περιοδεύοντες επίσκοποι, προωθώντας με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα της βασιλείας τού Θεού. Πολλοί παρηγορήθηκαν από την πείρα του Πέτρου, που κι αυτός αρνήθηκε τον Κύριό του, αλλά αποκαταστάθηκε στην εύνοιά του.​—⁠Ματθ. 26:69–75· Ιωάν. 21:15–19.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Μολονότι μερικοί προσωρινά έχασαν την πνευματική τους ισορροπία εξαιτίας των ύπουλων μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν ή από ανθρώπινη αδυναμία, υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι αποδείχτηκαν προδότες και προξένησαν στους αδελφούς πολλά παθήματα.

Ο Γιούλιους Ρίφφελ αναφέρει ότι το 1937/1938 «ο Αδελφός Χανς Μίλλερ από τη Δρέσδη ήρθε στο Μπέθελ της Βέρνης και προσπάθησε να έρθει σε επαφή με αδελφούς τής Γερμανίας δήθεν με το σκοπό να ‘αναδιοργανώσει την υπό την επιφάνεια δράση στη Γερμανία μετά τη σύλληψη τόσο πολλών αδελφών’.

«Εγώ φυσικά δήλωσα ότι ήμουν πρόθυμος να συνεργαστώ, και το ίδιο έκαναν και άλλοι αδελφοί. Δυστυχώς εκείνο τον καιρό δεν ξέραμε ότι αυτός ο ‘Αδελφός’ Μίλλερ εργαζόταν για τη Γκεστάπο της Γερμανίας. Ανυποψίαστοι κάναμε σχέδια στη Βέρνη και αρχίσαμε το έργο μας. Εγώ επρόκειτο να αναλάβω το Μπάντεν Βύρτεμπεργκ. Το Φεβρουάριο του 1938 πέρασα τα σύνορα προς τη Γερμανία και προσπάθησα να αναδιοργανώσω τη δραστηριότητα ερχόμενος σε επαφή με τους αδελφούς που ήταν ακόμη ελεύθεροι. Δυο εβδομάδες αργότερα με συνέλαβαν. . . . Η Γκεστάπο γνώριζε για τη δραστηριότητά μας με όλες τις λεπτομέρειες και αυτό μέσω αυτού του ψευτοαδελφού ο οποίος βοήθησε στην αναδιοργάνωση τής υπό την επιφάνεια δράσης αλλά με σκοπό να την προδώσει ύστερα στη Γκεστάπο. Αυτός ο ‘αδελφός’ έκανε το ίδιο ένα χρόνο αργότερα στην Ολλανδία και επίσης στην Τσεχοσλοβακία. . . .

«Το 1939 μεταφέρθηκα με το φορτηγό τής φυλακής στο Κόμπλεντς, όπου επρόκειτο να καταθέσω στη δίκη τριών αδελφών με τις οποίες είχα συνεργαστεί στην υπό την επιφάνεια δράση στη Στουτγάρδη. Εκεί άκουσα ο ίδιος έναν αστυνομικό τής Γκεστάπο να λέει σ’ έναν αξιωματούχο τού δικαστηρίου πώς ήξεραν όλες τις λεπτομέρειες για το έργο μας, όπως κρυφές διευθύνσεις και ψευδώνυμα, καθώς επίσης και όλη τη δομή τής οργάνωσης. Σε κάποια στιγμή που περιμέναμε έξω στο διάδρομο αυτός ο ίδιος ο αστυνομικός τής Γκεστάπο μού είπε ότι δε θα ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τη δράση μας τόσο εύκολα αν δεν υπήρχαν τιποτένιοι στις τάξεις μας. Δυστυχώς αυτό δεν μπορούσα να το αρνηθώ. Από καιρό σε καιρό μπόρεσα να προειδοποιήσω τους αδελφούς από τη φυλακή γι’ αυτόν τον προδότη ‘αδελφό’, αλλά ο Αδελφός Χάρμπεκ αγνόησε την προειδοποίηση, απλώς επειδή δεν μπορούσε να την πιστέψει. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο Μίλλερ ήταν υπεύθυνος για τη σύλληψη και φυλάκιση εκατοντάδων αδελφών».

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΡΕΕΙ

Μολονότι ο εχθρός επανειλημμένα άνοιγε νέα χάσματα στις τάξεις τού λαού του Θεού και αποδεκάτιζε τους αριθμούς εκείνων που ήταν ακόμη ελεύθεροι, υπήρχαν πάντοτε και άλλοι που αναγνώριζαν την ανάγκη να προμηθεύουν στους αδελφούς πνευματική τροφή. Και το έκαναν αυτό παρά τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή τους. Ένας από τους αδελφούς που αναδιοργάνωσε το σύστημα διανομής τής Σκοπιάς ανάμεσα στους αδελφούς, και ενώ ο Μίλλερ εξακολουθούσε να κάνει το βρώμικο έργο του στη Δρέσδη, ήταν ο Λούντβιγκ Κύρανεκ. Το έκανε αυτό μέχρις ότου συνελήφθηκε και καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση. Στη συνέχεια μόλις απολύθηκε από τη φυλακή, ο Αδελφός Κύρανεκ πήγε κατευθείαν πίσω στο έργο.

Πολλές αδελφές με χαρά γέμισαν τα κενά που είχαν μείνει ανοιχτά από τις συλλήψεις των αδελφών, μολονότι αντιλαμβάνονταν ότι σύμφωνα με τους τρομερά αυστηρούς πολεμικούς νόμους που υπήρχαν θα μπορούσαν να χάσουν τη ζωή τους αν τις έπιαναν. Ανάμεσα σ’ αυτές που χρησιμοποιήθηκαν για να μοιράζουν τη Σκοπιά, ήταν για παράδειγμα, η Αδελφή Νόιφερτ στο Χολτσγκερλίνγκεν, η Αδελφή Πφίστερερ στη Στουτγάρδη και η Αδελφή Φράνκε στο Μάιντς. Ο Αδελφός Κύρανεκ έγραφε σ’ αυτές τις αδελφές γράμματα που περιείχαν αθώες πληροφορίες, γράμματα που οι αδελφές τα σιδέρωναν για να μπορούν να διαβάσουν το μυστικό μήνυμα που ήταν γραμμένο από κάτω με χυμό λεμονιού, και τις πληροφορούσε πού θα έπρεπε να πάρουν τις Σκοπιές και πόσες.

Από καιρό σε καιρό ο Αδελφός Κύρανεκ πήγαινε στη Στουτγάρδη, όπου η Μαρία Χόμπαχ εργαζόταν γι’ αυτόν σαν γραμματέας. Εκείνος υπαγόρευε εκθέσεις στην αδελφή για το έργο στη Γερμανία, τις οποίες αργότερα έστελνε στον Άρθουρ Βίνκλερ στην Ολλανδία, ο οποίος φρόντιζε για το έργο της Γερμανίας και της Αυστρίας. Και η Αδελφή Χόμπαχ έγραφε αυτά τα γράμματα με χυμό λεμονιού έτσι ώστε οι σπουδαίες πληροφορίες να μην πέσουν σε εχθρικά χέρια.

Το ότι αυτή η υπό την επιφάνεια δραστηριότητα λειτούργησε για ένα χρόνο τουλάχιστον, μπορεί να αποδοθεί μόνο στην προστασία του Ιεχωβά. Εκείνος συχνά φρόντιζε ώστε ο λαός του να οδηγείται με παράξενους τρόπους για να μπορούν να προμηθεύονται πνευματική τροφή στον κατάλληλο καιρό. Ο Μίλλερ σύντομα θεώρησε ότι ήταν ο κατάλληλος καιρός να προδώσει ολόκληρη την οργάνωση στη Γκεστάπο. Όλοι όσοι είχαν σχέση με την οργάνωση συνελήφθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Στη δίκη στη Δρέσδη, ο Αδελφός Κύρανεκ καταδικάστηκε σε θάνατο και οι άλλοι σε μακρόχρονες φυλακίσεις. Στις 3 Ιουλίου 1941, λίγες μόνο ώρες πριν από την εκτέλεσή του, ο αδελφός έγραψε στους συγγενείς του το ακόλουθο γράμμα:

«Αγαπητέ μου αδελφέ, νύφη, γονείς και άλλοι αδελφοί,

«Φοβηθείτε τον Θεό και αποδώστε σ’ αυτόν την τιμή! Πρέπει να σας γράψω τα οδυνηρά νέα ότι όταν θα λάβετε αυτό το γράμμα δε θα ζω πια. Παρακαλώ μη λυπηθείτε υπερβολικά. Θυμηθείτε ότι είναι απλό ζήτημα για τον Παντοδύναμο Θεό να με σηκώσει από τους νεκρούς. Ναι, εκείνος μπορεί να κάνει τα πάντα και αν μου επιτρέψει να πιω αυτό το πικρό ποτήρι, τότε ασφαλώς αυτό εξυπηρετεί κάποιο σκοπό. Να ξέρετε ότι προσπάθησα να τον υπηρετήσω στην αδυναμία μου και είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ήταν μαζί μου μέχρι το τέλος. Εμπιστεύομαι τη διαφύλαξή μου στον Ιεχωβά. Οι σκέψεις μου αυτές τις τελευταίες ώρες βρίσκονται μαζί σας, αγαπητοί μου. Είθε οι καρδιές σας να μην αποθαρρυνθούν, αλλά αντίθετα να διατηρήσετε την ψυχραιμία σας, γιατί είναι πολύ καλύτερα να ξέρετε ότι δεν υποφέρω πια στη φυλακή πράγμα που θα ήταν διαρκής ανησυχία για σας. Και τώρα αγαπητοί μου πατέρα και μητέρα, θέλω να σας ευχαριστήσω και τους δυο για όλα τα καλά πράγματα που έχετε κάνει για μένα. Το μόνο που μπορώ να ψιθυρίσω είναι ένα αδύναμο ευχαριστώ. Είθε ο Ιεχωβά να σας ανταμείψει για όλα όσα έχετε κάνει. Η προσευχή μου είναι να σας προστατέψει και να σας ευλογήσει γιατί μόνο η ευλογία του πλουτίζει. Αγαπητέ Τόνι, πιστεύω ότι θα έκανες τα πάντα για να με σώσεις από το ‘λάκκο των λεόντων’, αλλά μάταια. Με ειδοποίησαν απόψε ότι η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε και ότι η ποινή μου θα εκτελεστεί αύριο το πρωί. Δεν έκανα καμιά άλλη αίτηση χάριτος οποιουδήποτε είδους ούτε και ζήτησα έλεος από τα χέρια των ανθρώπων. Εκτιμώ όμως την καλή σας πρόθεση να με βοηθήσετε, και σας ευχαριστώ καθώς και τη Λουίζα από τα βάθη τής καρδιάς μου για όλα τα καλά που κάνατε σε μένα. Τα γράμματά σας συμπαθείας μού έκαναν καλό. Πολλούς χαιρετισμούς σε όλους και στέλνω σ’ όλους σας ένα φιλί. Έχω ειδικά μια θέση στην καρδιά μου για τον Καρλ. Είθε ο Θεός να είναι μαζί σας μέχρις ότου ξανασυναντηθούμε. Σας αγκαλιάζω όλους καθώς σας αποχαιρετώ. [υπογραφή] Λούντβιγκ Κύρανεκ».

Ο Γιούλιους Ένγκελχαρντ, ο οποίος πολυγραφούσε τη Σκοπιά με την Αδελφή Φρέι στο Μπρούχσαλ, είχε συνεργαστεί στενά με τον Αδελφό Κύρανεκ στο νότιο μέρος τής Γερμανίας. Σχεδίαζαν σε περίπτωση σύλληψης του Αδελφού Κύρανεκ να συνεχίσει εκείνος το έργο. Δυστυχώς, ο Μίλλερ τον είχε προδώσει κι αυτόν στη Γκεστάπο, η οποία σύντομα βρήκε τον κρυψώνα του στη γενέτειρά του την Καρλσρούη. Αλλά ο Αδελφός Ένγκελχαρντ είχε πάντοτε ενθαρρύνει τις αδελφές λέγοντάς τους, ‘δεν μπορεί να μας στοιχίσει περισσότερο από τα κεφάλια μας’, και ήταν αποφασισμένος να πουλήσει την ελευθερία του με το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα. Μολονότι ο αστυνομικός τής Γκεστάπο τον είχε πάρει ήδη συνοδεία, ξαφνικά εκείνος ξέφυγε και πήδησε τα σκαλιά, και εξαφανίστηκε μέσα στα πλήθη τού δρόμου πριν η αστυνομία μπορέσει να τον σταματήσει. Είναι ενδιαφέρον το τι λένε για τη δράση τού Αδελφού Ένγκελχαρντ οι κοσμικοί ιστορικοί, στο βιβλίο Βίντερσταντ ουντ Βέρφολγκουν ιν Έσσεν 1933–1945 (Εναντίωση και Διωγμός στο Έσσεν 1933–1945), όπως τα πήραν από τα αρχεία τής Γκεστάπο:

«Με τη σύλληψη του Κύρανεκ, του Νοερνχάιμ και άλλων, η διανομή των απαγορευμένων εντύπων κάθε άλλο παρά σταμάτησε, γιατί ο Ένγκελχαρντ, ο οποίος στην αρχή ήταν δραστήριος στις νοτιοδυτικές περιοχές, είχε αναγκαστεί να καταφύγει στην περιοχή τού Ρουρ το 1940 όταν απειλήθηκε με σύλληψη στην πρώην βάση του στην Καρλσρούη. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Έσσεν βρήκε ένα παράνομο μέρος για να ζήσει στο Όμπερχαουζεν​—​Στερκράντε όπου από την αρχή τού 1941 ως τον Απρίλη του 1943 παρήγαγε 27 διαφορετικά τεύχη τής Σκοπιάς σε μια έκδοση 240 και αργότερα 360 αντιτύπων. Από την περιοχή τού Ρουρ διευθέτησε για βάσεις στο Μόναχο, Μανχάιμ, Σπέγιερ, Δρέσδη καθώς επίσης και στο Φράιμπεργκ της Σαξονίας και υπηρέτησε σαν ταμίας για όλη τη χώρα. . . . Στις 18 Σεπτεμβρίου 1944, επιβλήθηκαν βαριές ποινές φυλάκισης από το ανώτερο δικαστήριο του Χαμ εναντίον μελών της ομάδας του Έσσεν οι οποίοι διεξήγαν συναθροίσεις και μοίραζαν τακτικά την Σκοπιά σε συνδυασμό με τη δραστηριότητα του Ένγκελχαρντ. . . . Πολλοί θανατώθηκαν».

Η Κριστίνε Χέτκαμπ μάς δίνει επίσης μια ενθαρρυντική έκθεση σχετικά με την δραστηριότητα του Αδελφού Ένγκελχαρντ: «Ο σύζυγός μου ο οποίος ήταν βαφτισμένος, τελικά κατάντησε μοχθηρός διώκτης. . . . Εγώ δεν είχα χάσει καμιά από τις συναθροίσεις που διεξάγονταν εναλλακτικά πότε στο σπίτι τής μητέρας μου, πότε στο δικό μου και πότε στου αδελφού μου. Στο δικό μου σπίτι μπορούσαν να γίνονται γιατί ο σύζυγός μου έφευγε τη Δευτέρα και έμενε στο σπίτι τής αδελφής του μέχρι το Σάββατο· εκείνη ζούσε λίγο πιο έξω από την πόλη. Η οικογένειά της ήταν φανατικοί Ναζιστές και ο άντρας μου βρήκε εκεί καταφύγιο, επειδή δεν μπορούσε πια να ανεχθεί το δικό μας πνεύμα, πράγμα που είναι ευνόητο. Έτσι στη διάρκεια της απουσίας του τυπωνόταν στο σπίτι μας για τρία σχεδόν χρόνια Η Σκοπιά. Ένας αδελφός (ο Αδελφός Ένγκελχαρντ) ο οποίος έζησε μαζί μας τρία χρόνια έγραφε πρώτα απ’ όλα τα στένσιλς σε μια γραφομηχανή και ύστερα τα χρησιμοποιούσε για να κάνει πολυγραφημένα αντίτυπα της Σκοπιάς. Στη συνέχεια ταξίδευε με τη μητέρα μου στο Βερολίνο, στο Μάιντς, στο Μανχάιμ και σ’ άλλα μέρη όπου μοίραζαν τα περιοδικά σε έμπιστα άτομα τα οποία με τη σειρά τους τα μοίραζαν σε άλλους. Ο Αδελφός Ένγκελχαρντ και η μητέρα μου ήταν υπεύθυνοι για ολόκληρη τη διευθέτηση, ενώ εγώ έκανα το μαγείρεμα και το πλύσιμο. Όταν φυλακίστηκε η μητέρα μου ανέλαβα εγώ την εργασία τής διανομής της Σκοπιάς στο Μάιντς και στο Μανχάιμ. . . . Τον Απρίλιο του 1943, η μητέρα μου συνελήφθηκε για δεύτερη φορά κι αυτή τη φορά για πάντα. Λίγο αργότερα συνελήφθηκε επίσης ο Αδελφός Ένγκελχαρντ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για πολύ καιρό και ο οποίος κατεύθυνε το υπό την επιφάνεια έργο».

Αργότερα συνελήφθηκαν επίσης η κόρη τής Αδελφής Χέτκαμπ, ο γαμπρός της, η αδελφή της, η νύφη της και η θεία της. Όλοι τους δικάστηκαν στις 2 Ιουνίου 1944. Ο Αδελφός Ένγκελχαρντ και εφτά άλλοι κατηγορούμενοι, ανάμεσα στους οποίους και η μητέρα τής Αδελφής Χέτκαμπ καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αποκεφαλίστηκαν λίγο αργότερα.

Από τότε κι έπειτα οι συνθήκες στη Γερμανία εξακολούθησαν να γίνονται όλο και πιο συγκεχυμένες. Δεν ήταν πια δυνατό να ξέρουμε με βεβαιότητα πού γινόταν η πολυγράφηση της Σκοπιάς αλλά το βέβαιο είναι ότι γινόταν.

ΠΙΣΤΟΙ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Οι πολυάριθμες εκτελέσεις που έγιναν στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ έχουν μια ειδική θέση στην ιστορία τού διωγμού. Τουλάχιστον 203 αδελφοί και αδελφές σύμφωνα με ελλιπείς εκθέσεις, αποκεφαλίστηκαν ή τουφεκίστηκαν. Αυτός ο αριθμός δεν περιλαμβάνει εκείνους που πέθαναν από πείνα, ασθένειες και άλλη κτηνώδη κακομεταχείριση.

Ο Αδελφός Μπαρ αναφέρει σχετικά με έναν αδελφό ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο τα εξής: «Όλοι οι φυλακισμένοι και οι αξιωματούχοι τής φυλακής είχαν μείνει κατάπληκτοι απ’ αυτόν. Ήταν κλειδαράς και έκανε επισκευαστικές εργασίες σ’ ολόκληρη τη φυλακή. Πήγαινε στην καθημερινή του εργασία χωρίς οποιοδήποτε ίχνος μελαγχολίας ή θλίψης· αντίθετα ενώ εργαζόταν έψελνε ύμνους στον Ιεχωβά». Μια μέρα γύρω στο μεσημέρι τον πήραν από το εργαστήριο, και τον εκτέλεσαν το ίδιο βράδι.

Ο Αδελφός Μπαρ συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας: «Η σύζυγός μου είδε κάποτε μια αδελφή στη φυλακή στο Πότσνταμ που δεν την ήξερε. Πέρασε δίπλα της στο προαύλιο τής φυλακής. Όταν η αδελφή είδε τη σύζυγό μου σήκωσε και τα δυο της χέρια που ήταν δεμένα με χειροπέδες και τη χαιρέτησε με ένα χαρούμενο χαιρετισμό. Μολονότι ήταν καταδικασμένη σε θάνατο δεν υπήρχε ίχνος πόνου ή θλίψης στη ματιά της». Αυτή η ηρεμία και η γαλήνη που ακτινοβολούσαν οι αδελφοί μας και οι αδελφές μας που ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο παίρνει επιπρόσθετη αξία όταν κανείς θυμάται τι είχαν να αντιμετωπίσουν αυτοί οι αδελφοί στα κελιά τους.

Και ενώ οι αδελφοί και οι αδελφές μας ήταν αποφασισμένοι και υπομονετικοί και μάλιστα μερικές φορές χαρούμενοι μπροστά στο δύσκολο δρόμο που ήταν αναγκασμένοι να ακολουθήσουν, άλλοι που δεν ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά συχνά κατέρρεαν ή, λόγω του έντονου φόβου για το θάνατο, ξέσπαγαν σε ουρλιαχτά μέχρις ότου τους ανάγκαζαν βίαια να σταματήσουν.

Ο Τζόναθαν Σταρκ από την Ουλμ όμως, δεν άφησε να τον καταλάβει τέτοιος φόβος. Ήταν μόνο 17 ετών όταν τον συνέλαβε η Γκεστάπο και χωρίς τις τυπικές διαδικασίες τον έστειλε στο Σάξενχαουζεν όπου τον έστειλαν στα κελιά των μελλοθανάτων. Με ποια κατηγορία; Άρνηση να δεχτεί προστρατιωτική υπηρεσία. Ο Έμιλ Χάρτμαν από το Βερολίνο άκουσε ότι ο Τζόναθαν ήταν φυλακισμένος σ’ εκείνα τα κελιά και μολονότι αυτό θα μπορούσε να του στοιχίσει πολύ, ο Αδελφός Χάρτμαν μπόρεσε να πάει και να μιλήσει σ’ αυτόν το νεαρό αδελφό και να τον ενισχύσει. Και για τους δυο τους αυτές οι σύντομες επισκέψεις ήταν πολύ ενθαρρυντικές. Ο Τζόναθαν ήταν πάντοτε πολύ ευτυχισμένος. Μολονότι αντιμετώπιζε το θάνατο, παρηγορούσε ο ίδιος τη μητέρα του με τη θαυμάσια ελπίδα της ανάστασης. Όταν ο διοικητής τού στρατοπέδου τον πήρε στον τόπο τής εκτέλεσης μόλις δύο εβδομάδες μετά την άφιξή του, τα τελευταία λόγια τού Τζόναθαν ήταν «Για τον Ιεχωβά και για το Γεδεών». (Ο Γεδεών ήταν ένας πιστός δούλος τού Ιεχωβά που προσκίαζε τον Ιησού Χριστό.)​—⁠Κριταί 7:18.

Η Ελίζε Χαρμς από το Βιλελμσχάβεν θυμάται ότι ο σύζυγός της ρωτήθηκε εφτά φορές μήπως είχε αλλάξει γνώμη όταν καταδικάστηκε και όταν αρνήθηκε, έδωσαν στην αδελφή την ευκαιρία να τον επισκεφθεί με την προϋπόθεση ότι θα ασκούσε όλη της την επιρροή πάνω του για να τον πείσει να αλλάξει γνώμη. Αλλά η αδελφή δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Όταν ο σύζυγός της αποκεφαλίστηκε η αδελφή ήταν ευτυχισμένη που είχε παραμείνει πιστός στον Ιεχωβά και που δεν βρισκόταν πλέον κάτω από πίεση να αποκηρύξει την πίστη του. Στο μεταξύ ο πατέρας του, ο Μάρτιν Χαρμς, είχε συλληφθεί για τρίτη φορά και ήταν στο Σάξενχαουζεν. Βαθιά συγκινητικό είναι το γράμμα που του έγραψε ο γιος του λίγο πριν από την εκτέλεσή του στις 9 Νοεμβρίου 1940:

«Αγαπητέ μου πατέρα,

«Έχουμε ακόμη τρεις εβδομάδες μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου, μέρα που είδαμε ο ένας τον άλλον πριν από δυο χρόνια για τελευταία φορά. Θυμάμαι ακόμη το γλυκό σου χαμόγελο όταν εργαζόσουν στο υπόγειο της φυλακής και εγώ περπατούσα στο προαύλιο της φυλακής. Νωρίς το πρωί δεν υποψιαζόμασταν ότι η αγαπητή μου Λίσεν (η σύζυγός του) και εγώ θα ελευθερωνόμασταν εκείνο το απόγευμα ούτε ότι εσύ αγαπητέ μου πατέρα, θα μεταφερόσουν την ίδια μέρα στη Βέχτα και αργότερα στο Σάξενχαουζεν πράγμα που μας λύπησε τόσο πολύ. Εκείνες οι τελευταίες στιγμές όταν ήμαστε μόνοι στο θάλαμο των επισκέψεων της φυλακής στο Όλντενμπουργκ είναι ακόμη χαραγμένες ανεξίτηλα στη μνήμη μου, πώς έβαλα το χέρι μου γύρω σου και σου υποσχέθηκα ότι θα φρόντιζα για τη μητέρα και για σένα όσο μπορούσα να το κάνω. Τα τελευταία μου λόγια ήταν: ‘Να μείνεις πιστός αγαπητέ μου πατέρα!’ Στη διάρκεια των τελευταίων 21 μηνών ‘δουλείας σε ελευθερία’ έχω κρατήσει την υπόσχεσή μου. Όταν με έπαιρναν με συνοδεία στις 3 Σεπτεμβρίου ανέθεσα την ευθύνη αυτήν στα άλλα σου παιδιά. Σε σκέφτομαι με υπερηφάνεια όλον αυτό τον καιρό αλλά και με θαυμασμό για τον τρόπο με τον οποίο έχεις βαστάξει το φορτίο σου με πιστότητα στον Κύριο. Και τώρα κι εγώ έχω επίσης την ευκαιρία να αποδείξω την πιστότητά μου στον Κύριο μέχρι θανάτου, ναι, με πιστότητα όχι μόνο μέχρι θανάτου, αλλά ακόμη στο θάνατο. Η θανατική μου καταδίκη έχει ήδη αναγγελθεί και είμαι δεμένος με αλυσίδες μέρα και νύχτα​—​τα σημάδια (πάνω στο χαρτί) είναι από τις χειροπέδες​—​αλλά δεν έχω ακόμη νικήσει στο πλήρες. Δεν αφήνουν εύκολα ένα μάρτυρα του Ιεχωβά να παραμείνει πιστός. Έχω ακόμη την ευκαιρία να σώσω την επίγεια ζωή μου, αλλά μόνο για να χάσω μ’ αυτόν τον τρόπο την πραγματική ζωή. Ναι, ο μάρτυρας του Ιεχωβά έχει την ευκαιρία να παραβιάσει τη διαθήκη του ακόμη και μπροστά στην αγχόνη. Γι’ αυτό το λόγο βρίσκομαι ακόμη στη μέση τού αγώνα και έχω ακόμη πολλές νίκες να κερδίσω πριν μπορέσω να πω ότι ‘αγωνίστηκα τον καλόν αγώνα, τήρησα την πίστη, τώρα μου επιφυλάσσεται το στεφάνι τής δικαιοσύνης που ο Θεός, ο δίκαιος κριτής θα μου δώσει’. Ο αγώνας χωρίς αμφιβολία είναι δύσκολος, αλλά είμαι ολοκάρδια ευγνώμων στον Κύριο που όχι μόνο μου έχει δώσει την απαραίτητη δύναμη για να σταθώ μέχρι τώρα εν όψει τού θανάτου, αλλά μου έχει δώσει και μια χαρά που θα ήθελα να τη μοιραστώ με τους αγαπημένους μου.

«Αγαπητέ μου πατέρα, είσαι κι εσύ ακόμη φυλακισμένος και αν θα φτάσει ποτέ αυτό το γράμμα στα χέρια σου δεν το ξέρω. Αν όμως ελευθερωθείς ποτέ, τότε να παραμείνεις το ίδιο πιστός όπως είσαι τώρα, γιατί ξέρεις όποιος έχει βάλει το χέρι του στο άροτρο και κοιτάζει πίσω δεν είναι άξιος της βασιλείας τού Θεού. . . .

«Όταν αγαπητέ μου πατέρα, βρεθείς και πάλι στο σπίτι, σε παρακαλώ ιδιαίτερα να φροντίσεις την αγαπητή μου Λίσεν, γιατί θα είναι πάρα πολύ δύσκολο γι’ αυτήν, γνωρίζοντας ότι ο αγαπημένος της δε θα ξαναγυρίσει. Ξέρω ότι θα το κάνεις αυτό και σε ευχαριστώ εκ των προτέρων. Αγαπητέ μου πατέρα, σου το λέω εν πνεύματι, να παραμείνεις πιστός, όπως κι εγώ προσπάθησα να παραμείνω πιστός, και τότε θα δούμε ο ένας τον άλλον ξανά. Θα σε σκέφτομαι μέχρι την τελευταία στιγμή.

«Ο γιος σου Γιοχάνες

«Άουφ Βίντερζεεν!»

ΛΟΓΙΑ ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗΣ Σ’ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΕΞΩ

Δεν ενθαρρύνονταν μόνο οι μελλοθάνατοι από τους αδελφούς που ήταν έξω· κι εκείνοι που ήταν ελεύθεροι συχνά ενθαρρύνονταν ακόμη περισσότερο από τους αδελφούς τους στη φυλακή. Η Αδελφή Άουσνερ από το Κέμπτεν το επιβεβαιώνει αυτό. Στις 28 Φεβρουαρίου 1941, πήρε ένα γράμμα από το γιο της ηλικίας είκοσι ενός ετών, με τα ακόλουθα σύντομα λόγια προς τον αδελφό του ηλικίας δεκαοχτώμισι ετών: «Αγαπητέ μου αδελφέ. Στο τελευταίο μου γράμμα σού επέστησα την προσοχή σ’ ένα βιβλίο και ελπίζω να έβαλες στην καρδιά σου όσα σού έγραψα, γιατί αυτό μπορεί μόνο να σε ωφελήσει». Δυόμισι χρόνια αργότερα η Αδελφή Άουσνερ πήρε απ’ αυτόν τον πιο μικρό γιο της ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. Πράγματι εκείνος είχε βάλει στην καρδιά του όσα τού είχε γράψει ο μεγαλύτερος αδελφός του και τον είχε ακολουθήσει πιστά στο θάνατο.

Οι δυο αδελφοί Ερνστ και Χανς Ρέχβαλντ από το Στουμ της Ανατολικής Πρωσίας, ενθάρρυναν επίσης ο ένας τον άλλον με παρόμοιο τρόπο. Όταν ο Ερνστ πέρασε από στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο, έγραψε από το κελί τού θανάτου ένα γράμμα στον αδελφό του Χανς στη φυλακή στο Στουμ: «Αγαπητέ Χανς, σε περίπτωση που θα σου συμβεί το ίδιο πράγμα, τότε να θυμάσαι τη δύναμη της προσευχής. Δε νιώθω κανένα φόβο γιατί η ειρήνη τού Θεού είναι μέσα στην καρδιά μου». Λίγο αργότερα ο αδελφός του βρέθηκε στην ίδια θέση και μολονότι ήταν μόνο δεκαεννέα ετών εκείνο τον καιρό, εκτελέστηκε.

ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΥΣ

Είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πώς στενοί συγγενείς ενθάρρυναν τους αγαπημένους τους να μην υποχωρήσουν στην πορεία τής ακεραιότητας. Η Αδελφή Χόνε από τη Φράνκφουρτ⁠/⁠Όντερ συνόδεψε η ίδια το σύζυγό της στο σιδηροδρομικό σταθμό όταν πήρε την εντολή να καταταγεί, και ποτέ δεν τον ξαναείδε. Τα τελευταία της λόγια ήταν: «Να μείνεις πιστός»​—​λόγια που ο Αδελφός Χόνε τα είχε στο νου του μέχρι το θάνατό του.

Σε πολλές περιπτώσεις οι αδελφοί ήταν νιόπαντροι και αν η αγάπη τους για τον Ιεχωβά και τον Ιησού Χριστό δεν ήταν πολύ ισχυρή, ασφαλώς δε θα ήταν σε θέση να ανεχθούν τη διακοπή των δεσμών επικοινωνίας με τους αγαπητούς τους. Δυο αδελφές, οι οποίες είναι χήρες για περισσότερο από τριάντα δύο χρόνια τώρα, θυμούνται με ευγνωμοσύνη τη βοήθεια που τους έδωσε ο Ιεχωβά εκείνα τα ταραχώδη χρόνια. Οι αδελφές Μπούλερ και Μπαλράιχ, από το Νοϊλοσχάιμ κοντά στο Σπέγιερ, παντρεύτηκαν και οι δυο κοντά στις αρχές τής απαγόρευσης και έμαθαν την αλήθεια γύρω στην ίδια εποχή. Το 1940 και οι δύο άντρες κλήθηκαν να παρουσιαστούν στο στρατό κι όταν αρνήθηκαν να αναλάβουν στρατιωτική υπηρεσία συνελήφθηκαν.

Η Αδελφή Μπαλράιχ πήγε στο στρατολογικό γραφείο στο Μανχάιμ απ’ όπου έμαθε ότι οι δυο αδελφοί είχαν σταλεί στο Βισμπάντεν για να περάσουν από στρατοδικείο. Η Αδελφή Μπαλράιχ πήρε άδεια να επισκεφθεί το σύζυγό της με τον όρο ότι θα προσπαθούσε να τον πείσει να αλλάξει γνώμη. Και στην Αδελφή Μπούλερ δόθηκε άδεια να επισκεφθεί το σύζυγό της με την ίδια προϋπόθεση. Και οι δυο αδελφές πήγαν αμέσως στο Βισμπάντεν. Η Αδελφή Μπούλερ διηγείται:

«Δύσκολα μπορώ να περιγράψω πόσο θλιβερή ήταν αυτή η συνάντηση. Εκείνος (ο σύζυγός της) ρώτησε: ‘Γιατί ήρθες;’ Απάντησα ότι υποτίθεται ότι θα προσπαθούσα να τον επηρεάσω. Αλλά εκείνος με παρηγόρησε, μου έδωσε συμβουλές από την Αγία Γραφή και μου είπε να μη θλίβομαι όπως και οι υπόλοιποι που δεν έχουν καμιά ελπίδα αλλά να εναποθέτω ολόκληρη την εμπιστοσύνη μου στο μεγάλο μας Θεό, τον Ιεχωβά. . . . Ένας νεαρός δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος μας είχε συνοδεύσει στη φυλακή, μας συμβούλευσε να παραμείνουμε στο Βισμπάντεν μέχρι την Τρίτη, τη μέρα που θα εκδικαζόταν η υπόθεση. Αν ήμαστε εκεί ασφαλώς θα μας επέτρεπαν να παρακολουθήσουμε. Έτσι μείναμε μέχρι την Τρίτη. Περιμέναμε έξω στο δρόμο μέχρις ότου οι σύζυγοί μας, συνοδευόμενοι από δύο ένοπλους στρατιώτες, οδηγήθηκαν μέσα από το δρόμο σαν επαγγελματίες εγκληματίες. Πραγματικό θέαμα για ανθρώπους και αγγέλους. Η Αδελφή Μπαλράιχ κι εγώ τους ακολουθήσαμε. Μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τη δίκη. Κράτησε λιγότερο από μία ώρα, και τέλειωσε με την καταδίκη σε θάνατο δύο αθώων και γενναίων αντρών. Στη συνέχεια μπορέσαμε να μείνουμε μαζί τους για δύο περίπου ώρες σε μια αίθουσα στο ισόγειο. Αλλά όταν φύγαμε από το δικαστήριο περπατούσαμε στους δρόμους τού Βισμπάντεν σαν δυο χαμένα πρόβατα».

Λίγο αργότερα οι δυο νεαρές αδελφές έλαβαν ειδοποίηση ότι οι σύζυγοί τους είχαν εκτελεστεί στις 25 Ιουνίου 1940, με τα λόγια «Ιεχωβά για πάντα!» στα χείλη τους.

ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΒΑΖΟΥΝ ΠΡΩΤΑ ΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ

Μια περίπτωση που τράβηξε την προσοχή όχι μόνο των δικαστηρίων, των εισαγγελέων και των δικηγόρων υπεράσπισης, αλλά επίσης και του κοινού, αφορούσε τους δύο αδελφούς Κουσερόβ από το Πάντερμπορν. Εξαιτίας τής καλής εκπαίδευσης στις οδούς τού Ιεχωβά που είχαν πάρει στο σπίτι τους, ήταν πρόθυμοι να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη χωρίς φόβο. Και η μητέρα τους χρησιμοποίησε το θάνατό τους σαν περαιτέρω ευκαιρία για να πει σε άλλους στην κοινότητά της για την ελπίδα τής ανάστασης. Ένας τρίτος αδελφός, ο Καρλ, συνελήφθηκε τρεις μήνες αργότερα και τον έβαλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης· πέθανε τέσσερις εβδομάδες μετά την απελευθέρωσή του. Υπήρχαν δεκατρία μέλη σ’ αυτή την οικογένεια· απ’ αυτά τα δώδεκα φυλακίστηκαν, με καταδίκες εξήντα πέντε ετών συνολικά από τα οποία υπηρέτησαν τα σαράντα έξι.

Όμοια με την περίπτωση Κουσερόβ, όπου όχι μόνο οι γονείς αλλά και τα παιδιά έβαλαν τα συμφέροντα της Βασιλείας πριν από τον εαυτό τους, ήταν και η οικογένεια Άππελ από το Συντερμπράρουπ. Εκεί είχαν ένα μικρό τυπογραφείο. Αλλά ας ακούσουμε την Αδελφή Άππελ να μας αφηγείται τι συνέβη:

«Το 1937 όταν το μεγάλο κύμα των συλλήψεων διέτρεχε ολόκληρη τη Γερμανία, πήραν εμένα και το σύζυγό μου από τα τέσσερα παιδιά μας αργά το βράδι στις 15 Οκτωβρίου. Οχτώ άτομα (αξιωματούχοι τής Γκεστάπο και της αστυνομίας) μπήκαν στο σπίτι μας και ερεύνησαν ολόκληρο το σπίτι από το υπόγειο μέχρι τη σοφίτα. Ύστερα μας πήραν μαζί τους. . . . Αφού καταδικαστήκαμε πήραν το σύζυγό μου στο Νοϊμύνστερ και εμένα σε μια γυναικεία φυλακή στο Κίελο. . . . Το 1938 ύστερα από μια σειρά αμνηστειών απελευθερωθήκαμε. . . . Όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, όμως, ξέραμε τι ήταν μπροστά μας, γιατί ο σύζυγός μου ήταν αποφασισμένος να διακρατήσει ουδετερότητα. Μιλήσαμε στα παιδιά μας για την υπόθεση και επιστήσαμε την προσοχή τους στα όσα λέει η Αγία Γραφή σχετικά με το διωγμό.

«Στο βαθμό που ήταν δυνατό διευθετήσαμε να υπάρχει αρκετός ρουχισμός για τα παιδιά ώστε να είναι φροντισμένα από αυτή την άποψη. Αφού ο σύζυγός μου είπε στους αξιωματούχους τού στρατολογικού γραφείου τούς Γραφικούς λόγους που δεν του επέτρεπαν να συμμετάσχει σε πόλεμο φρόντισε τις υπόλοιπες προσωπικές του υποθέσεις. Καθημερινά παρουσιάζαμε τα προβλήματά μας στον Ιεχωβά με προσευχή. Στις 9 Μαρτίου 1941, στις 8 η ώρα το πρωί χτύπησε το κουδούνι και ήρθαν δυο στρατιώτες να πάρουν το σύζυγό μου. Περίμεναν έξω και του έδωσαν δεκαπέντε λεπτά καιρό για να μας αποχαιρετήσει. Ο γιος μας Βάλτερ ήταν ήδη στο σχολείο. Φωνάξαμε στο διαμέρισμα τα άλλα τρία παιδιά και την Αδελφή Χέλεν Γκριν, η οποία εργαζόταν στο τυπογραφείο μας. Η τελευταία επιθυμία τού συζύγου μου ήταν να ψάλλουμε τον ύμνο ‘Εκείνος πούναι πιστός δεν έχει φόβο ποτέ στην καρδιά’. Μολονότι τα λόγια κολλούσαν στο λαιμό μας ψάλλαμε. Ύστερα από μια προσευχή, οι στρατιώτες μπήκαν και πήραν το σύζυγό μου. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τα παιδιά είδαν τον πατέρα τους. Τον πήγαν στο Λούμπεκ, όπου ένας ανώτερος αξιωματικός τού μίλησε πολλή ώρα με πατρικό τρόπο, προσπαθώντας να τον πείσει να φορέσει τη στολή. Αλλά ο αναλλοίωτος νόμος τού Ιεχωβά ήταν τόσο στερεά γραμμένος στην καρδιά τού συζύγου μου ώστε δεν υπήρχε περιθώριο υπαναχώρησης. . . .

«Νωρίς το πρωί την 1η Ιουλίου 1941 αξιωματούχοι της αστυνομίας μού έφεραν ένα γράμμα . . . που μου γνωστοποιούσε ότι το αυτοκίνητό μας επρόκειτο να κατασχεθεί σαν Κομμουνιστική περιουσία και ότι η αστυνομία θα έκλεινε το τυπογραφείο. Ύστερα μου παρέδωσαν ένα άλλο γράμμα που έλεγε: ‘Να φέρετε τα παιδιά σας στο δημαρχείο το πρωί στις 3 Ιουλίου 1941. Να φέρετε μαζί ρούχα και παπούτσια’. Αυτό ήταν βαρύ χτύπημα.

«Το πρωί στις 3 Ιουλίου ήρθαν να πάρουν τα παιδιά μας δύο επόπτες από ιδρύματα νέων. Η γυναίκα που επρόκειτο να αναλάβει τα κορίτσια, την Κρίστα και την Βαλτράουντ ηλικίας δεκαπέντε και δέκα ετών αντιστοίχως, μου είπε: ‘Εδώ και μερικές εβδομάδες ξέρω ότι θα πάρω τα παιδιά σας, και δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδι, επειδή ξέρω ότι αναλαμβάνω παιδιά από μια καλά οργανωμένη οικογένεια. Αλλά πρέπει να το κάνω’.

«Μερικοί από τους γείτονες δε δίστασαν να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους για όσα γίνονταν, αλλά γρήγορα οι υπεύθυνες αρχές προειδοποίησαν ότι ‘οποιοσδήποτε μιλάει για την υπόθεση Άππελ διαπράττει εθνική προδοσία!’ Και για να βεβαιωθούν έστειλαν τρεις αστυνομικούς να επιβλέψουν τη μεταφορά των παιδιών. . . . Ο σύζυγός μου, φυσικά, ειδοποιήθηκε από τους αξιωματούχους για τα μέτρα που είχαν παρθεί σχετικά με την επιχείρησή μας και τα παιδιά. Έλπιζαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα τον έκαναν να υποχωρήσει. Τον κατηγόρησαν ότι ήταν ανέντιμος και ασυνείδητος που είχε αφήσει την οικογένειά του στο δρόμο. Ο σύζυγός μου μού έγραψε ένα πολύ στοργικό γράμμα λέγοντας πως είχε σηκωθεί πολύ νωρίς το άλλο πρωί, πως είχε πέσει στα γόνατά του με προσευχή και είχε αναθέσει τη φροντίδα τής οικογένειάς του στον Ιεχωβά. . . .

«Την ίδια μέρα που πήραν τα παιδιά, πήρα μια ειδοποίηση από το στρατιωτικό δικαστήριο του Βερολίνου⁠–⁠Σαρλόττενμπουργκ να πάω εκεί. Με έφεραν μπροστά στο δημόσιο κατήγορο, ο οποίος μου ζήτησε να προσπαθήσω να επηρεάσω το σύζυγό μου να φορέσει τη στολή. Όταν του είπα τους Γραφικούς λόγους που δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, ούρλιαξε γεμάτος οργή: ‘Τότε θα του πάρουν το κεφάλι!’ Παρ’ όλα αυτά, εγώ ζήτησα την άδεια να μιλήσω στο σύζυγό μου. Δε μου έδωσε καμιά απάντηση αλλά χτύπησε ένα κουδούνι και κάλεσε ένα στρατιώτη ο οποίος με πήγε στο κάτω πάτωμα όπου μερικοί αξιωματικοί με υποδέχτηκαν με άγριες ματιές και κατηγορίες. Όταν έφυγα, ένας από αυτούς με ακολούθησε, μου έσφιξε το χέρι και μου είπε: ‘Κυρία Άππελ, πάντοτε να παραμείνετε σταθερή όπως είστε τώρα. Ενεργείτε πολύ σωστά’. Πραγματικά έμεινα έκπληκτη. Εκείνο όμως που είχε σημασία, ήταν ότι μπορούσα να μιλήσω στο σύζυγό μου.

«Ενώ ήμουν στο Βερολίνο οι Ναζί είχαν ήδη πουλήσει την επιχείρησή μας. Αναγκάστηκα να υπογράψω το συμβόλαιο τής πώλησης επειδή​—​όπως μου είπαν​—​διαφορετικά θα με έβαζαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

«Αφού επισκέφθηκα το σύζυγό μου στο Βερολίνο μερικές φορές, τον καταδίκασαν σε θάνατο. Ο δικηγόρος που τον ‘υπεράσπισε’ παρατήρησε: ‘Στο σύζυγό σας δόθηκε μια χρυσή ευκαιρία να γλιτώσει απ’ όλα αυτά, αλλά αρνήθηκε να την εκμεταλλευτεί’. Σ’ αυτό ο σύζυγός μου απάντησε: ‘Έχω πάρει την απόφασή μου υπέρ τού Ιεχωβά και της βασιλείας του και αυτό είναι οριστικό’.

«Στις 11 Οκτωβρίου 1941, ο σύζυγός μου αποκεφαλίστηκε. Στο τελευταίο του γράμμα, το οποίο του επέτρεψαν να γράψει λίγες ώρες πριν από την εκτέλεσή του, έγραψε: ‘Όταν θα πάρεις αυτό το γράμμα αγαπητή μου Μαρία και τέσσερα παιδιά μου Κρίστα, Βάλτερ, Βαλτράουντ και Βόλφγκανγκ, όλα θα έχουν ήδη τελειώσει και εγώ θα έχω κερδίσει τη νίκη μέσω τού Ιησού Χριστού και η ελπίδα μου είναι ότι είμαι νικητής. Από την καρδιά μου σας εύχομαι μια ευλογημένη είσοδο στη βασιλεία τού Θεού. Να παραμείνετε πιστοί! Τρεις νεαροί αδελφοί, οι οποίοι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο που κι εγώ θα ακολουθήσω αύριο, είναι εδώ δίπλα μου. Τα μάτια τους λαμποκοπούν!’

«Λίγο αργότερα με ανάγκασαν να αδειάσω το σπίτι μου στο Συντερμπράρουπ. Τα έπιπλα αποθηκεύτηκαν σε πέντε διαφορετικά μέρη. Εγώ προσωπικά κατέληξα χωρίς μια δραχμή στο σπίτι της μητέρας μου.

«Τον γιο μου Βάλτερ τον πήραν από το σχολείο οι υπεύθυνοι του ιδρύματος νέων και τον έστειλαν στο Αμβούργο όπου άρχισε να μαθαίνει τυπογράφος. Το 1944, τον κάλεσαν να παρουσιαστεί μολονότι ήταν μόνο δεκαεφτά ετών. Με κάποιο θαυμάσιο τρόπο είχε αποκτήσει το βιβλίο Η Κιθάρα τού Θεού λίγο προηγουμένως και είχε μάθει πάρα πολλά απ’ αυτό στη διάρκεια των βομβαρδισμών στο Αμβούργο στο μικρό του δωμάτιο σε μια σοφίτα. Η επιθυμία του ήταν να αφιερωθεί στον Ιεχωβά. Ύστερα από πολλές δυσκολίες μπόρεσε να φτάσει στο Μαλέντε, τις μέρες τής πρωτοχρονιάς του 1943⁠/⁠1944, όπου, σε ένα σκοτεινό πλυντήριο, τον βάφτισε κρυφά ένας αδελφός. . . .

«Μπόρεσε να έρθει σε επαφή μαζί μου κρυφά και τον περίμενα στους δρόμους τού Αμβούργου αρκετές ώρες μέχρις ότου ήρθε, επειδή μου ήταν απαγορευμένο να βλέπω τα παιδιά μου κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.

«Για να τον ενθαρρύνω του είπα ότι έπαιρνα γράμματα από αδελφούς στο Σάξενχαουζεν και είχαν ακούσει για μας πολλά. Ο Αδελφός Ερνστ Σέλιγκερ έγραφε ότι όταν το στρατόπεδο ησύχαζε τα βράδια αρκετές εκατοντάδες αδελφοί από διάφορα έθνη έπεφταν στα γόνατά τους στον Ιεχωβά και έκαναν μνεία για μας στις προσευχές τους. Στη συνέχεια πήραν το γιο μου διά της βίας στην Ανατολική Πρωσία στη στρατιωτική μονάδα που έπρεπε να παρουσιαστεί. Στο παγερό κρύο τού έβγαλαν τα ρούχα του και του άφησαν τη στολή κάτω μπροστά του, αλλά εκείνος αρνήθηκε να τη φορέσει. Πέρασαν δυο μέρες μέχρι να του δώσουν κάτι ζεστό να φάει. Αλλά παρέμεινε σταθερός.

«Στο Αμβούργο είχαμε αποχαιρετιστεί. Μου είπε ότι θα ακολουθούσε το δρόμο τού πατέρα του. Γύρω στους 7 μήνες αργότερα, αφού παραποίησαν τα χαρτιά του για να τον κάνουν να φαίνεται μεγαλύτερος, τον αποκεφάλισαν, χωρίς καν να τον περάσουν από δίκη. Σύμφωνα με το νόμο ήταν ακόμη ανήλικος και κάτω από τη νομοθεσία για ανήλικους.

«Ένας αστυνομικός στο Συντερμπράρουπ με επισκέφθηκε και μου διάβασε την έκθεση της αστυνομίας από την Ανατολική Πρωσία. Σε μένα την ίδια δε μου έδωσαν απολύτως τίποτα. Μολονότι δεν πίστευα πραγματικά ότι το αγόρι μου θα πάθαινε ό,τι είχε πάθει και ο πατέρας του, επειδή ήταν πολύ νέος και το τέλος τού πολέμου ήταν πολύ κοντά, ωστόσο παρά το μεγάλο πόνο που ένιωσα, έκανα προσευχή ευχαριστίας στον Ιεχωβά. Μπόρεσα να πω: ‘Σε ευχαριστώ Ιεχωβά, που έπεσε στο πεδίο τής μάχης για σένα’.

«Ύστερα ήρθαν τα συγκλονιστικά γεγονότα τού 1945. Με μεγάλη χαρά υποδέχτηκα πίσω στην αγκαλιά μου τα τρία παιδιά που μου απέμεναν. Τα δυο μικρότερα τα είχαν βγάλει από το ίδρυμα για νέους και ζούσαν μαζί με ένα διευθυντή γραφείου εργασίας τα τελευταία τρία χρόνια, όπου ανατρέφονταν με τις αρχές τού Εθνικοσοσιαλισμού. Μου επέτρεπαν να τα επισκέπτομαι μόνο μια φορά κάθε δεκατέσσερις μήνες και να μιλώ μαζί τους για μερικές ώρες, αλλά πάντοτε με την παρουσία κάποιου άλλου. Παρ’ όλα αυτά τα δυο μου κορίτσια κάποτε μπόρεσαν να μου ψιθυρίσουν ότι είχαν μια μικρή Καινή Διαθήκη που την φύλαγαν προσεκτικά κρυμμένη. Όταν ήταν μόνα τους το ένα απ’ αυτά πρόσεχε την πόρτα για να μην μπει κάποιος και το άλλο διάβαζε μερικά εδάφια. Πόσο ευτυχισμένη ήμουν!

«Τώρα το 1945 οι πιστοί αδελφοί άρχισαν να επιστρέφουν από τις φυλακές τους. Στο Φλένσμπουργκ έφτασε ένα καράβι με πολλούς αδελφούς και αδελφές κυρίως από τα Ανατολικά μέρη. Εκείνο τον καιρό άρχισε μια περίοδος εντατικής δράσης. Τότε ήταν που γνωρίστηκα με τον σημερινό σύζυγό μου, τον Αδελφό Γιόζεφ Σάρνερ. Κι αυτός είχε φυλακιστεί για εννιά χρόνια. Πραγματικά και οι δυο μας είχαμε περάσει δύσκολους καιρούς και οι δυο μας είχαμε την ίδια επιθυμία να δαπανήσουμε τα τελευταία χρόνια που απέμεναν στην υπηρεσία τού Ιεχωβά με όλη μας τη δύναμη».

ΜΑΘΗΤΕΥΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΕΛΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Το ότι θα ήταν δυνατόν να γίνουν μαθητές ακόμη και στα κελιά τού θανάτου φαίνεται πολύ δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά ο Αδελφός Μάσσορς αναφέρει μια τέτοια πείρα σε ένα γράμμα προς τη σύζυγό του με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1943:

«Στη διάρκεια των ετών 1928/30/32 υπηρετούσα σαν σκαπανέας στην Πράγα. Δίναμε πολλές ομιλίες και η πόλη είχε πλημμυρίσει με έντυπα. Εκείνο τον καιρό συνάντησα έναν πολιτικό ομιλητή από την κυβέρνηση που ονομαζόταν Άντον Ρίνγκερ. Του μίλησα πολλή ώρα. Δέχτηκε μια Αγία Γραφή και μερικά βιβλία αλλά εξήγησε ότι δεν είχε καιρό να τα μελετήσει, επειδή έπρεπε να φροντίσει την οικογένειά του και να βγάλει τα απαραίτητα. Είπε όμως ότι οι συγγενείς του ήταν όλοι πάρα πολύ θρήσκοι άνθρωποι μολονότι δεν πήγαιναν στην εκκλησία.

«Πρέπει να ήταν γύρω στο 1940/41 όταν έστειλαν έναν καινούργιο σύντροφο στο κελί μου όπως συχνά συνέβαινε. Ήταν πολύ στενοχωρημένος αλλά όλοι έτσι είναι στην αρχή. Μόνο την ώρα που κλείνει η πόρτα τού κελιού πίσω σου καταλαβαίνεις ξαφνικά πού βρίσκεσαι. ‘Το όνομά μου είναι Άντον Ρίνγκερ και είμαι από την Πράγα’, μου είπε ο νέος μου συγκρατούμενος. Τον αναγνώρισα αμέσως και είπα: ‘Άντον, ναι, Άντον, με ξέρεις;’ ‘Ναι, φαίνεσαι γνωστός, αλλά . . .’ Θυμήθηκε πολύ γρήγορα ότι ήμουν στον τόπο του το 1930/32 και ότι είχε πάρει μια Γραφή και μερικά βιβλία από μένα εκείνο τον καιρό. ‘Τι!’ είπε ο Άντον, ‘είσαι εδώ εξαιτίας τής πίστης σου; Δεν μπορώ να καταλάβω· κανένας από τους κληρικούς δεν κάνει κάτι τέτοιο. Τι πιστεύεις πραγματικά;’ Σύντομα επρόκειτο να μάθει.

«‘Αλλά γιατί δε μας λένε οι κληρικοί αυτά τα πράγματα;’ ρώτησε. ‘Αυτή είναι η αλήθεια. Τώρα ξέρω γιατί χρειάστηκε να’ ρθώ σ’ αυτή τη φυλακή. Πρέπει να πω, αγαπητέ Φραντς, ότι πριν μπω σ’ αυτό το κελί προσευχήθηκα στο Θεό να με στείλει σε κάποιο πιστό άτομο, διαφορετικά νομίζω ότι θα αυτοκτονούσα. . . .’

«Πέρασαν εβδομάδες και μήνες. Κάποτε ο Άντον μού είπε: ‘Πριν φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, είθε ο Θεός να βοηθήσει τη σύζυγό μου και τα παιδιά μου να βρουν την αλήθεια, έτσι ώστε να μπορέσω να φύγω με ειρήνη’. . . . Μια μέρα έλαβε ένα γράμμα από τη σύζυγό του που του έγραφε:

«‘. . . Πόσο ευτυχισμένοι θα ήμαστε αν μόνο είχες μπορέσει να διαβάσεις την Γραφή και τα βιβλία που αγόρασες από εκείνο το Γερμανό πριν από χρόνια. Όλα έχουν αποδειχτεί όπως έλεγαν τα βιβλία. Αυτή είναι η αλήθεια για την οποία ποτέ δεν είχαμε καιρό’».

[Εικόνα στη σελίδα 171]

Η αυλή στην είσοδο του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μάουτχαουζεν, με ένα πλήθος από γυμνούς φυλακισμένους