Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Μέρος 3—Γερμανία

Μέρος 3—Γερμανία

Μέρος 3​—Γερμανία

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Εκείνα τα χρόνια όταν οι αδελφοί, ιδιαίτερα εκείνοι που ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν «απομονωμένοι» είχαν σπάνια την ευκαιρία να αποκτήσουν μια Αγία Γραφή ή άλλα έντυπα. Γι’ αυτό το λόγο έκαναν περισσότερη προσπάθεια να θυμηθούν τα περιεχόμενα σπουδαίων άρθρων τής Σκοπιάς όταν ήταν αναγκασμένοι να στέκονται για ώρες στο προαύλιο, ή τα βράδια όταν υπήρχε λίγη ησυχία στους θαλάμους. Η χαρά τους ήταν ιδιαίτερα μεγάλη όταν κατά κάποιο τρόπο μπορούσαν να αποκτήσουν μια Αγία Γραφή.

Ο Ιεχωβά μερικές φορές χρησιμοποιεί ενδιαφέροντες τρόπους για να φέρει μια Αγία Γραφή στα χέρια των δούλων του. Ο Αδελφός Φραντς Μπιρκ από το Ρένχεν (Μέλανα Δρυμό) θυμάται ότι μια μέρα στο Μπούχενβαλντ ένας κοσμικός φυλακισμένος τον ρώτησε αν θα ήθελε να έχει μια Αγία Γραφή. Είχε βρει μια στο εργοστάσιο χαρτοποιίας που εργαζόταν. Φυσικά ο Αδελφός Μπιρκ δέχτηκε την προσφορά με ευγνωμοσύνη.

Ο Αδελφός Φράνκε επίσης θυμάται πώς το 1943, ένας ηλικιωμένος άντρας των Ες⁠–⁠Ες ο οποίος είχε προσχωρήσει σ’ αυτή την οργάνωση μόνο κάτω από την πίεση των καιρών, πήγε σε πολλούς κληρικούς μια μέρα που είχε ρεπό ζητώντας τους μια Αγία Γραφή. Όλοι είπαν ότι λυπούνταν αλλά δεν είχαν πια καμιά Αγία Γραφή. Ήταν βράδι όταν τελικά βρήκε έναν κληρικό ο οποίος του είπε ότι είχε μια μικρή Λουθηρανική Γραφή που τη φύλαγε για ειδικούς λόγους. Ήταν τόσο ευτυχισμένος, όμως, που ένας άντρας των Ες⁠–⁠Ες εκδήλωνε ενδιαφέρον για την Αγία Γραφή, ώστε είπε ότι θα του την έδινε ευχαρίστως. Το άλλο πρωί αυτός ο γκριζομάλλης άντρας των Ες⁠–⁠Ες έδωσε στον Αδελφό Φράνκε την Αγία Γραφή, ολοφάνερα χαρούμενος που μπορούσε να δώσει αυτό το δώρο σε ένα φυλακισμένο που φρουρούσε.

Με τον καιρό έγινε δυνατό να μπουν κρυφά νέα άρθρα τής Σκοπιάς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης τού Μπίρκενφελντ αυτό έγινε με τον εξής τρόπο: Ανάμεσα στους φυλακισμένους υπήρχε ένας αδελφός, ο οποίος επειδή ήξερε αρχιτεκτονική, εργαζόταν με έναν πολίτη που ήταν φιλικός προς τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Μέσω αυτού του φιλικού ανθρώπου ο αδελφός ήρθε σε επαφή με τους αδελφούς έξω από το στρατόπεδο οι οποίοι σύντομα του προμήθευαν τα νεότερα τεύχη τής Σκοπιάς.

Οι αδελφοί μας στο στρατόπεδο Νόυενγκαμε είχαν παρόμοιες ευκαιρίες. Οι περισσότεροι από τους εκεί εβδομήντα αδελφούς εργάζονταν για να καθαρίζουν τα χαλάσματα μετά τις αεροπορικές επιδρομές στο Αμβούργο. Εκεί στο Αμβούργο μπορούσαν να βρουν Γραφές, και μάλιστα μια φορά βρήκαν τρεις σε λίγα λεπτά. Ο Βίλλυ Κάργκερ, ο οποίος το έζησε αυτό προσωπικά, λέει: «Θα ήθελα να πω επίσης για την επιπρόσθετη πνευματική τροφή που μας έφερε μια αδελφή από το Ντόμπελν. Αυτό δε θα το ξεχάσουμε ποτέ. Ο αδελφός της, ο Χανς Γέγκερ, ανήκε στη δική μας ομάδα εργασίας στο Μπέργκεντορφ κοντά στο Αμβούργο, και τον έβαλαν να εργαστεί στο εργοστάσιο σιδήρου στο Γκλουντς. Οι συνθήκες εργασίας μας ήταν πάρα πολύ σκληρές και βρισκόμασταν κάτω από συνεχή παρακολούθηση. Ο Αδελφός Γέγκερ, παρ’ όλα αυτά, μπόρεσε να βγάλει κρυφά ένα γράμμα και να ειδοποιήσει την αδελφή του για το μέρος που θα βρισκόταν στη διάρκεια του μεσημεριανού του διαλείμματος. Η αδελφή του πήρε το τρένο και ήρθε στο Αμβούργο και ψάχνοντας με πολλή προσοχή έφτασε στο μέρος όπου εργαζόμασταν. Κατάφερε να αφήσει τα περιοδικά που είχαμε ζητήσει στα χέρια μας και έτσι παρά τους φρουρούς των Ες⁠–⁠Ες και χάρη στην επίβλεψη του Ιεχωβά, τα πολύτιμα περιοδικά έφτασαν μέσα στο στρατόπεδο απαρατήρητα».

Κάθε ένας σοφιζόταν διαφορετικούς τρόπους, και με τον καιρό υπήρχαν αρκετές Γραφές στο στρατόπεδο. Ένας αδελφός έγραψε στη σύζυγό του στο Ντάντσιγκ ότι θα ήθελε πάρα πολύ να φάει λίγο «μελόψωμο Έλμπερφελντερ», και με το επόμενο πακέτο τροφίμων (που οι αδελφοί μπορούσαν εκείνο τον καιρό να παίρνουν στο στρατόπεδο) πήρε μια Αγία Γραφή Έλμπερφελντερ προσεκτικά πακεταρισμένη μέσα σε μελόψωμο. Ορισμένοι είχαν επαφή με φυλακισμένους που εργάζονταν στα κρεματόρια, δηλαδή στους φούρνους που έκαιγαν τους κρατούμενους. Αυτοί ανέφεραν ότι πολλά βιβλία και περιοδικά καίγονταν εκεί, κι έτσι οι αδελφοί έκαναν διευθετήσεις μυστικά να παίρνουν τις Γραφές και τα περιοδικά, ανταλλάσσοντάς τα με λίγα από τα τρόφιμά τους.

Στο Σάξενχαουζεν έφτασαν στα χέρια των αδελφών μερικές Γραφές ενώ οι αδελφοί βρίσκονταν ακόμη σε «απομόνωση». Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η απομόνωση αποδείχτηκε κάποια προστασία σ’ εκείνη την περίπτωση, αφού σ’ έναν αδελφό είχε ανατεθεί όχι μόνο να φρουρεί την πόρτα που οδηγούσε στη περιοχή τής απομόνωσης αλλά είχε επίσης και το κλειδί και, επομένως, εκείνος ήταν που έπρεπε να κλειδώνει και να ξεκλειδώνει την πόρτα. Υπήρχαν εφτά μεγάλα τραπέζια σε ένα χώρο που χωρούσε πενήντα έξι καθισμένους αδελφούς. Για αρκετό διάστημα ένας αδελφός έκανε σχόλια 15 λεπτών καλύπτοντας το εδάφιο ενώ οι άλλοι αδελφοί έτρωγαν το πρωινό τους. Στη συνέχεια αυτά κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα τραπέζια και στους αδελφούς που κάθονταν σ’ αυτά. Αυτά τα σχόλια ήταν το θέμα τής συζήτησης όταν οι αδελφοί ήταν υποχρεωμένοι να στέκονται για ώρες στο προαύλιο.

Στη διάρκεια του φοβερού χειμώνα του 1939/1940 οι Μάρτυρες παρακάλεσαν με προσευχή τον Ιεχωβά γι’ αυτό το ζήτημα των εντύπων και να το θαύμα! Ο Ιεχωβά έθεσε το προστατευτικό του χέρι πάνω σε έναν αδελφό ο οποίος μπόρεσε να φέρει κρυφά στην «απομόνωση» τρεις Σκοπιές μέσα στο ξύλινο πόδι του κι αυτό παρά την προσεκτική έρευνα. Μολονότι οι αδελφοί έπρεπε να ξαπλώνουν στα κρεβάτια τους και να διαβάζουν κάτω από το φως ενός φακού ενώ άλλοι στέκονταν σαν φρουροί δεξιά και αριστερά, αυτό ήταν απόδειξη της θαυμαστής κατεύθυνσης του Ιεχωβά. Σαν καλός Ποιμένας εκείνος δεν εγκαταλείπει το λαό του.

Το χειμώνα του 1941/1942, όταν οι αδελφοί είχαν απελευθερωθεί από την «απομόνωση», έφτασαν συγχρόνως στο στρατόπεδο εφτά Σκοπιές που πραγματεύονταν η πρώτη απ’ αυτές τον Μιχαία και οι επόμενες τον Δανιήλ κεφάλαια 11 και 12, ένα βιβλίο με τίτλο «Κρόιτσουγκ γκέγκεν ντας Κριστέντουμ» (Σταυροφορία εναντίον τής Χριστιανοσύνης) και ένα Δελτίο (η σημερινή Διακονία τής Βασιλείας ). Αυτό ήταν πραγματικά ένα ουράνιο δώρο γιατί μαζί με τους αδελφούς τους σε άλλες χώρες, οι αδελφοί μπορούσαν τώρα να έχουν μια σαφή κατανόηση του «βασιλιά τού νότου» και του «βασιλιά τού βορρά».

Χάρη στο γεγονός ότι οι φυλακισμένοι που δεν ήταν σε «απομόνωση» είχαν ελεύθερα τα απογεύματα της Κυριακής και ότι ο πολιτικός υπεύθυνος για τους πολιτικούς κρατούμενους πήγαινε σε άλλους θαλάμους για να δει τους φίλους του εκείνα τα απογεύματα, οι αδελφοί μπορούσαν να διεξάγουν μια μελέτη Σκοπιάς κάθε Κυριακή για αρκετούς μήνες. Κατά μέσο όρο 220 με 250 αδελφοί συμμετείχαν σ’ αυτή τη μελέτη, ενώ 60 με 70 φρουρούσαν σε όλο το διάδρομο μέχρι την είσοδο του στρατοπέδου και οποτεδήποτε παρουσιαζόταν κάποιος κίνδυνος έδιναν ένα ορισμένο σήμα. Έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο ποτέ δεν αιφνιδιάστηκαν από τους Ες⁠–⁠Ες στη διάρκεια της μελέτης τους. Η μελέτη που γινόταν το 1942 θα παραμείνει αξέχαστη από εκείνους που την παρακολουθούσαν. Οι αδελφοί είχαν τόσο πολύ εντυπωσιαστεί από τη θαυμάσια εξήγηση σχετικά με την προφητεία τού Δανιήλ στο κεφάλαιο 11 και 12 που στο τέλος έψαλαν με χαρούμενο ρυθμό εμβατήριου διάφορα δημοτικά τραγούδια διανθισμένα με ύμνους τής Βασιλείας και έτσι δεν έδιναν ευκαιρία για υποψίες στο φρουρό ο οποίος φρουρούσε τούς θαλάμους λίγα μέτρα πιο πέρα· αντίθετα κι εκείνος απολάμβανε το θαυμάσιο τραγούδι. Φανταστείτε: Η φωνή 250 αντρών οι οποίοι μολονότι ήταν φυλακισμένοι, ήταν στην πραγματικότητα ελεύθεροι να ψάλλουν ολόψυχα ύμνους στον Ιεχωβά. Τι θαυμάσιο! Μήπως έψαλαν μαζί και οι άγγελοι στον ουρανό;

ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΕΣΗΣ Σ’ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Μολονότι το αίμα των πιστών μαρτύρων του Ιεχωβά συνέχιζε να ρέει στα εκτελεστικά πεδία των Ναζί μέχρι το τέλος τής κατάρρευσης του καθεστώτος, ωστόσο τα όπλα εκείνων που κατά καιρούς είχαν ορκιστεί ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά θα έφευγαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μόνο από τις καπνοδόχους των κρεματορίων, άρχισαν να εξασθενούν. Υπήρχαν επίσης και τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος. Έτσι ιδιαίτερα από το 1942/1943 κι έπειτα υπήρχαν περίοδοι που οι μάρτυρες του Ιεχωβά απολάμβαναν σχετική ειρήνη.

Ο πόλεμος, που τώρα είχε γίνει ένας ολοκληρωτικός πόλεμος, είχε αλλάξει τόσο ώστε έπρεπε να κινητοποιηθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις. Γι’ αυτό το λόγο, το 1942 άρχισαν να περιλαμβάνουν και τους φυλακισμένους, όσο αυτό ήταν δυνατό, σε παραγωγικά για την οικονομία προγράμματα. Σχετικά μ’ αυτό τα σχόλια που έκανε ένας ηγέτης των Ες⁠–⁠Ες ονόματι Πωλ στο αφεντικό του, τον Χίμλερ, σχετικά με την «κατάσταση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης» είναι ενδιαφέροντα:

«Ο πόλεμος έχει επιφέρει μια ορατή αλλαγή στη δομή των στρατοπέδων συγκέντρωσης και έχει αλλάξει βασικά τη λειτουργία τους σχετικά με τη χρήση των φυλακισμένων.

«Η φυλάκιση ατόμων μόνο για λόγους ασφάλειας, αναμόρφωσης ή πρόληψης δεν επικρατεί πια [οι μαζικές εξοντώσεις ούτε καν αναφέρονται]. Η έμφαση έχει τώρα δοθεί στην οικονομική πλευρά τού ζητήματος. Η κινητοποίηση όλων των φυλακισμένων κατ’ αρχήν για εργασίες σχετικές με τον πόλεμο (αύξηση της παραγωγής όπλων) και, κατά δεύτερο λόγο, για ειρηνικά ζητήματα γίνεται όλο και πιο κύριος παράγοντας.

«Τα απαραίτητα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι αποτέλεσμα αυτής της αναγνώρισης που απαιτεί μια σταδιακή μετατροπή των στρατοπέδων συγκέντρωσης από το προηγούμενο μονόπλευρο πολιτικό σκοπό τους σε μια οργάνωση που θα ανταποκρίνεται στις οικονομικές ανάγκες».

Αυτή η μετατροπή απαιτούσε βέβαια, να τρέφονται καλύτερα οι φυλακισμένοι για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περισσότερη εργασία. Αυτό έφερε ακόμη περισσότερη ανακούφιση στους αδελφούς. Οι αξιωματούχοι ήταν επίσης αρκετά λογικοί με λίγες εξαιρέσεις, ώστε να μην προσπαθούν να βάλουν τους αδελφούς σε εργοστάσια όπλων αλλά να τους χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις επαγγελματικές τους ικανότητες σε διάφορα εργαστήρια.

Στο μεταξύ, ο Ιεχωβά είχε κάνει το μέρος του γιατί μπορεί να κατευθύνει και τις καρδιές των ανθρώπων​—​ακόμη και των εχθρών του​—​σαν ποταμούς νερού. Ένα χτυπητό παράδειγμα είναι ο Χίμλερ. Για χρόνια πίστευε ότι αυτός και μόνο μπορούσε να αποφασίζει για τη ζωή των πιστών δούλων του Ιεχωβά, αλλά ξαφνικά άρχισε να αλλάζει γνώμη σχετικά με τους «Σπουδαστές της Γραφής». Σ’ αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο ο προσωπικός του γιατρός, ένας Φιλανδός που ονομαζόταν Κέρστεν.

Ο Κέρστεν που ήταν και μασέρ άρχισε να έχει ισχυρή επιρροή πάνω στο Χίμλερ, ο οποίος ήταν πάντοτε πολύ άρρωστος. Είχε ακούσει ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά διώκονταν σκληρά και μια μέρα ζήτησε από το Χίμλερ να του δώσει μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες για να εργάζονται στο κτήμα του στο Χαρτσβάλντε, κάπου εβδομήντα χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου. Ύστερα από κάποιο δισταγμό ο Χίμλερ συμφώνησε και αργότερα ικανοποίησε και μια άλλη παράκληση του Κέρστεν και ελευθέρωσε μια αδελφή από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για να μπορεί να εργάζεται στο δεύτερο σπίτι τού Κέρστεν, στη Σουηδία. Απ’ αυτές τις αδελφές άκουσε για πρώτη φορά ο Κέρστεν την αλήθεια σχετικά με τις συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και για τα απερίγραπτα βασανιστήρια που υφίσταντο ιδιαίτερα οι μάρτυρες του Ιεχωβά για πολλά χρόνια. Στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, ξέροντας ότι τα μασάζ που έκανε ξαναέδιναν επανειλημμένα την υγεία σ’ ένα τέρας για να συνεχίζει το φονικό του έργο. Έτσι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να βελτιώσει τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό την κατάσταση όλων των φυλακισμένων. Μπορεί λοιπόν να αποδοθεί στην επιρροή του το γεγονός ότι δεκάδες χιλιάδες απ’ αυτούς τους φυλακισμένους, ιδιαίτερα προς το τέλος τού πολέμου, δεν εκτελέστηκαν. Ιδιαίτερα για τους μάρτυρες του Ιεχωβά η επιρροή του αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ ωφέλιμη. Αυτό φαίνεται κι από ένα γράμμα που ο Χίμλερ έγραψε στους στενούς του συνεργάτες, τους ανώτατους αρχηγούς των Ες⁠–⁠Ες Πωλ και Μίλλερ. Αυτό το γράμμα που χαρακτηρίστηκε «Απόρρητο», περιείχε και τα ακόλουθα αποσπάσματα:

«Εσωκλείω μια έκθεση για δέκα Σπουδαστές της Γραφής που εργάζονται στο αγρόκτημα του γιατρού μου. Είχα την ευκαιρία να ερευνήσω το ζήτημα για τους Σπουδαστές της Γραφής από κάθε άποψη. Η κυρία Κέρστεν έκανε πάρα πολύ καλές συστάσεις. Είπε ότι ποτέ δεν είχε τόσο καλό, πρόθυμο, πιστό και υπάκουο προσωπικό όπως αυτές οι δέκα γυναίκες. Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν πολλά από αγάπη και καλοσύνη. . . . Μια από τις γυναίκες πήρε κάποτε 5 μάρκα τού Ράιχ σαν φιλοδώρημα από έναν φιλοξενούμενο. Δέχτηκε τα χρήματα επειδή δεν ήθελε να δώσει την ευκαιρία για σχόλια σε βάρος τού σπιτιού, αλλά αυτή τα έδωσε στην κυρία Κέρστεν, επειδή απαγορεύεται να έχουν χρήματα στο στρατόπεδο. Οι γυναίκες πρόθυμα κάνουν οποιαδήποτε δουλειά τούς ζητηθεί. Τα βράδια πλέκουν και τις Κυριακές απασχολούνται με κάποιον άλλο τρόπο. Στη διάρκεια του καλοκαιριού δε χάνουν την ευκαιρία να σηκωθούν δυο ώρες νωρίτερα και να γεμίζουν καλάθια με μανιτάρια μολονότι είναι υποχρεωμένες να εργάζονται δέκα, έντεκα και δώδεκα ώρες την ημέρα. Αυτά τα γεγονότα συμπληρώνουν την εικόνα που έχω σχηματίσει για τους Σπουδαστές της Γραφής. Είναι απίστευτα φανατικοί, πρόθυμοι άνθρωποι, έτοιμοι να θυσιαστούν. Αν μπορούσαμε να βάλουμε το φανατισμό τους να εργαστεί για τη Γερμανία ή να ενσταλάξουμε τέτοιο φανατισμό στο λαό μας, τότε θα ήμαστε πολύ πιο ισχυροί απ’ ό,τι είμαστε σήμερα. Φυσικά αφού απορρίπτουν τον πόλεμο οι διδασκαλίες τους είναι τόσο επιζήμιες που δε θα μπορούσαμε να τις επιτρέψουμε για να μη κάνουμε τη μεγαλύτερη ζημιά στη Γερμανία. . . .

«Τίποτα δεν καταφέρνουμε με το να τους τιμωρούμε, επειδή όταν τιμωρούνται μιλούν αργότερα γι’ αυτό με ενθουσιασμό. . . . Κάθε τιμωρία είναι γι’ αυτούς ένα παράσημο για τον άλλο κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο κάθε αληθινός Σπουδαστής της Γραφής θα άφηνε να τον εκτελέσουν χωρίς δισταγμό. . . . Κάθε περιορισμός στο μπουντρούμι, κάθε πόνος από πείνα, κάθε έκθεσή τους στον παγωμένο καιρό είναι γι’ αυτούς ένα παράσημο, κάθε τιμωρία, κάθε χτύπημα, είναι μια ανταμοιβή που αποθηκεύεται κοντά στον Ιεχωβά.

«Αν στο μέλλον δημιουργηθούν προβλήματα στο στρατόπεδο που θα έχουν σχέση με Σπουδαστές της Γραφής, τότε απαγορεύω στο διοικητή τού στρατοπέδου να τους τιμωρεί με οποιονδήποτε τρόπο. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να το αναφέρετε σε μένα με μια σύντομη περιγραφή των συνθηκών. Από τώρα και στο εξής σχεδιάζω να κάνω το αντίθετο και να λέω σ’ αυτούς τους ανθρώπους: ‘Σου απαγορεύεται να εργαστείς. Θα τρως καλύτερα από ό,τι οι άλλοι και δε θα έχεις να κάνεις απολύτως τίποτα’.

«Γιατί σύμφωνα με την πίστη αυτών των καλοκάγαθων τρελών, τότε σταματά η ανταμοιβή, και μάλιστα κάτι ακόμη χειρότερο, αφαιρείται ένα μέρος από την προηγούμενη αμοιβή που είναι αποθηκευμένη κοντά στον Ιεχωβά.

«Τώρα η υπόδειξή μου είναι ότι όλοι οι Σπουδαστές της Γραφής πρέπει να εργαστούν​—​για παράδειγμα σε αγροκτήματα, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον πόλεμο και όλη την παραφροσύνη του. Μπορεί κανείς να τους αφήσει αφύλακτους αν τους τοποθετήσει κατάλληλα· δεν πρόκειται να δραπετεύσουν. Μπορούν να τους δοθούν ανεξέλεγκτες εργασίες, θα αποδειχτούν ότι είναι οι καλύτεροι διαχειριστές και εργάτες.

«Ένας άλλος τρόπος που μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως πρότεινε η κυρία Κέρστεν: Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους Σπουδαστές της Γραφής στα ‘Λέμπενσμπορνχάιμε’ (σπίτια που είχαν προορισμό να ανατρέφουν παιδιά που οι Ες⁠–⁠Ες τα προόριζαν για την παραγωγή μιας κυρίαρχης φυλής), όχι σαν νοσοκόμες, αλλά μάλλον σαν μαγείρισσες, οικιακές βοηθούς ή για να εργάζονται στα πλυντήρια ή σε άλλες παρόμοιες εργασίες. Σε περιπτώσεις που έχουμε ακόμη άντρες που εργάζονται σαν θυρωροί μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε δυνατές γυναίκες Σπουδάστριες της Γραφής. Είμαι πεπεισμένος ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, θα έχουμε ελάχιστες δυσκολίες μαζί τους.

«Συμφωνώ επίσης με τις υποδείξεις ότι οι Σπουδαστές της Γραφής μπορούν να διοριστούν σε μεγάλες οικογένειες. Να βρείτε και να μου αναφέρετε για Σπουδαστές της Γραφής που έχουν τις απαραίτητες ικανότητες. Εγώ τότε προσωπικά ο ίδιος θα τους μοιράσω ανάμεσα σε μεγάλες οικογένειες. Σε τέτοια σπίτια δεν πρόκειται να φορούν στολή φυλακής, βέβαια, αλλά πολιτικά ρούχα και η παραμονή τους θα διευθετηθεί όπως έχει γίνει με τους ελεύθερους και υπό περιορισμό Σπουδαστές της Γραφής στο Χαρτσβάλντε.

«Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις που οι φυλακισμένοι θα είναι μερικώς ελεύθεροι και θα έχουν διοριστεί σε τέτοιες εργασίες θέλουμε να αποφύγουμε τα γραπτά χαρτιά ή υπογραφές αλλά να κάνουμε τέτοιες συμφωνίες απλώς με μια χειραψία.

«Παρακαλώ στείλτε τις υποδείξεις σας γι’ αυτή την πρωτοβουλία και αναφέρετέ μου σχετικά μ’ αυτό».

Έτσι και έγινε. Μέσα σε λίγο διάστημα πολλές αδελφές στάλθηκαν σε σπίτια των Ες⁠–⁠Ες, σε περιβόλια, σε κτήματα και σε «Λέμπενσμπορνχάιμε».

Υπήρχαν όμως κι άλλοι λόγοι που οι Ες⁠–⁠Ες ήταν πρόθυμοι να πάρουν μάρτυρες του Ιεχωβά στα σπίτια τους. Οι Ες⁠–⁠Ες ένιωθαν το κρυφό μίσος που μεγάλωνε ανάμεσα στον πληθυσμό. Αντιλαμβάνονταν ότι δεν τους χλεύαζαν μόνο κρυφά. Πολλοί δεν εμπιστεύονταν ούτε και τις υπηρέτριές τους πια και φοβούνταν ότι μπορούσαν να τους δηλητηριάσουν το φαγητό ή ακόμη και να τους σκοτώσουν με κάποιο άλλο τρόπο. Με τον καιρό οι ανώτατοι αξιωματούχοι των Ες⁠–⁠Ες δεν τολμούσαν να πάνε σε οποιονδήποτε κουρέα από φόβο μήπως τους κόψει το λαιμό. Ο Μαξ Σρόερ και ο Πάουλ Βάουερ διορίστηκαν να ξυρίζουν ανώτατους αξιωματούχους των Ες⁠–⁠Ες τακτικά, επειδή ήξεραν ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ποτέ δε θα έπαιρναν εκδίκηση σκοτώνοντας τους εχθρούς τους.

Αυτοί οι αδελφοί και οι αδελφές που εργάζονταν έξω από τα στρατόπεδα μπορούσαν ακόμη και να δέχονται επισκέψεις από τους συγγενείς τους ή μπορούσαν και οι ίδιοι να επισκεφθούν τους συγγενείς τους στα σπίτια τους. Σε μερικούς δίνονταν μερικές εβδομάδες άδεια γι’ αυτό το σκοπό. Αυτό τελικά σήμαινε ότι οι αδελφοί και οι αδελφές είχαν περισσότερη τροφή, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα τη γοργή βελτίωση της υγείας τους και τον περιορισμό των θανάτων από την πείνα και την κακομεταχείριση.

Το πόσο είχε αλλάξει η κατάσταση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για όφελος των μαρτύρων του Ιεχωβά φαίνεται από μια πείρα που είχε ο Ράινχολντ Λούρινγκ. Το Φεβρουάριο του 1944 τον κάλεσαν ξαφνικά από την εργασία του και του είπαν να παρουσιαστεί στο γραφείο τού στρατοπέδου. Το γραφείο αυτό ήταν το μέρος όπου πολλοί είχαν υποστεί κακομεταχείριση και είχαν γίνει πολλές προσπάθειες να τους πείσουν να αποκηρύξουν την πίστη τους στον Ιεχωβά. Πόσο εξεπλάγη ο Αδελφός Λούρινγκ όταν οι αξιωματούχοι που κάθονταν απέναντί του τον ρώτησαν αν θα μπορούσε να αναλάβει ένα κτήμα, επιβλέποντας κατάλληλα την εργασία και τους εργάτες. Αφού απάντησε καταφατικά σ’ όλες τις ερωτήσεις, τον μετέφεραν αργότερα στην Τσεχοσλοβακία μαζί με άλλους δεκαπέντε αδελφούς για να αναλάβουν το κτήμα τής κυρίας Χάιντριχ.

Μια άλλη ομάδα εργασίας που αποτελούνταν από σαράντα δύο αδελφούς, που ήταν όλοι καλοί τεχνίτες, μεταφέρθηκε στη λίμνη Βόλφγκανγκ στην Αυστρία, για να χτίσουν το σπίτι ενός ανώτατου αξιωματούχου των Ες⁠–⁠Ες. Μολονότι η εργασία στη βουνοπλαγιά δεν ήταν πολύ εύκολη, οι αδελφοί από άλλες απόψεις ήταν πολύ καλύτερα. Για παράδειγμα ο Έριχ Φροστ που ανήκε σ’ αυτή την ομάδα, πήρε την άδεια να του στείλουν από το σπίτι το ακορντεόν του. Αφού το έλαβε, αυτός και άλλοι αδελφοί συχνά έπαιρναν την άδεια και πήγαιναν έξω στη λίμνη τα βράδια, όπου έπαιζε δημοτικά τραγούδια και διάφορα άλλα κομμάτια, τα οποία απολάμβαναν όχι μόνο οι αδελφοί του, αλλά και εκείνοι που ζούσαν γύρω από την λίμνη, ανάμεσα στους οποίους και Ες⁠–⁠Ες κάτω από την επίβλεψη των οποίων εργάζονταν.

Ο εφοδιασμός επίσης με πνευματική τροφή των αδελφών που ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης έγινε ευκολότερος. Ο Δρ Κέρστεν έπαιξε μεγάλο ρόλο σ’ αυτό, επειδή συχνά ταξίδευε ανάμεσα στο σπίτι του στη Σουηδία και στο κτήμα του στο Χαρτσβάλντε. Πάντοτε άφηνε τις αδελφές, που του είχε δώσει ο Χίμλερ για να εργάζονται στο κτήμα του και στο σπίτι του στη Σουηδία, να ετοιμάζουν τις βαλίτσες του. Είχε γίνει μια σιωπηλή συμφωνία ανάμεσά τους ότι η αδελφή στη Σουηδία θα έβαζε μερικά περιοδικά Σκοπιάς στη βαλίτσα τού Κέρστεν όταν την ετοίμαζε. Όταν έφτανε στο Χαρτσβάλντε έλεγε στην αδελφή που εργαζόταν γι’ αυτόν εκεί να ανοίξει τη βαλίτσα του, και πάντοτε την άφηνε μόνη να το κάνει. Όταν οι αδελφές είχαν διαβάσει προσεκτικά εκείνες τις Σκοπιές, τότε τις διαβίβαζαν στα κοντινά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το κτήμα τού κυρίου Κέρστεν στο Χαρτσβάλντε ήταν σε ιδεώδη τοποθεσία, περίπου τριάντα πέντε χιλιόμετρα νότια από το στρατόπεδο συγκέντρωσης των γυναικών στο Ράβενσμπρυκ και περίπου τριάντα χιλιόμετρα βόρεια από το στρατόπεδο αντρών στο Σάξενχαουζεν. Συνεχώς μεταφέρονταν πράγματα από το Χαρτσβάλντε και στα δυο στρατόπεδα, κι έτσι δεν ήταν δύσκολο να εισάγουν κρυφά πνευματική τροφή στα στρατόπεδα για τους αδελφούς και τις αδελφές.

Υπήρχε έτσι μια όλο και στενότερη επαφή ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα και τα ιδιωτικά σπίτια όπου οι αδελφές μας είχαν διοριστεί να εργάζονται για τις οικογένειες των Ες⁠–⁠Ες. Η Ίλζε Ουντερντόρφερ αναφέρει γι’ αυτή την ενδιαφέρουσα περίοδο τα εξής:

«Επειδή είχαμε αρκετή ελευθερία εκεί που εργαζόμασταν, μπορούσαμε να στέλνουμε γράμματα στους συγγενείς μας χωρίς να λογοκρίνονται. Μπορούσαμε επίσης να αλληλογραφούμε με τους αδελφούς μας που εργάζονταν έξω ή είχαν έμπιστες θέσεις εργασίας για άντρες των Ες⁠–⁠Ες και έτσι απολαμβάναμε περισσότερη ελευθερία. Ναι, μπορούσαμε ακόμη να ερχόμαστε σε επαφή με αδελφούς που ζούσαν ελεύθεροι και να παίρνουμε Σκοπιές. Ύστερα από πολλά χρόνια που είχαμε περιοριστεί στην πνευματική τροφή που είχαμε μάθει προηγουμένως ή στις νέες αλήθειες που μαθαίναμε από τους νεοφερμένους, ήταν θαυμάσια αναψυκτικό να μπορούμε προσωπικά να διαβάζουμε τη Σκοπιά και πάλι. Εγώ ήμουν διορισμένη στο αγρόκτημα ενός Ες⁠–⁠Ες κοντά στο Ράβενσμπρυκ που το διηύθυνε ένας αξιωματούχος των Ες⁠–⁠Ες, ο Πωλ. Σαν επιστάτρια φυλακισμένη ήμουν υπεύθυνη για την εργασία των γυναικών αδελφών μας. Μερικές από μας κοιμόμασταν εκεί και δεν ήμαστε υποχρεωμένες να πηγαίνουμε καθόλου πια στο στρατόπεδο. Έτσι μπόρεσα, ύστερα από συνεννόηση που έγινε με ένα γράμμα που στάλθηκε με μια αδελφή, να έλθω σε επαφή με το Φραντς Φρίτσε από το Βερολίνο, τον οποίο συνάντησα ένα βράδι σε μια δασώδη περιοχή τού αγροκτήματος. Εκείνος πάντοτε μου προμήθευε πολλές Σκοπιές. Επίσης λαβαίναμε πνευματική τροφή και με έναν άλλο τρόπο. Δυο αδελφές που εργάζονταν σε ένα εργοστάσιο έφερναν τεύχη τής Σκοπιάς στο στρατόπεδο. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ιεχωβά στοργικά φρόντιζε για μας σ’ έναν καιρό που υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη».

Ο Ιεχωβά ευλογούσε τους αδελφούς που είχαν την ευκαιρία να απολαμβάνουν πνευματική τροφή και προσπαθούσαν να την δώσουν και σε άλλους αδελφούς, όπως φαίνεται από την αφήγηση του Φρανκ Μπιρκ. Ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν πάει να εργαστούν στο κτήμα τού Χαρτσβάλντε. Γρήγορα άκουσαν ότι άλλοι φυλακισμένοι αδελφοί, που εργάζονταν κάτω από την επίβλεψη ενός στρατιώτη, έφτιαχναν ένα κτίριο στο δάσος γύρω στα δέκα χιλιόμετρα πιο πέρα. Επειδή οι αδελφοί τού κτήματος Χαρτσβάλντε πάντοτε είχαν κάποιο μέτρο ελευθερίας, έψαχναν για ευκαιρία να συναντήσουν αυτούς τους αδελφούς στο δάσος.

«Μια Κυριακή πρωί», αναφέρει ο Αδελφός Μπιρκ, «ο Αδελφός Κράμερ και εγώ πήραμε τα ποδήλατά μας και ξεκινήσαμε για να βρούμε τους αδελφούς μας. Καθώς περνούσαμε από τα δάση σύντομα είδαμε ένα ξέφωτο όπου ανεγειρόταν ένα καινούργιο κτίριο. Βλέποντας ένα φυλακισμένο να έρχεται από το ξέφωτο, του κάναμε νόημα και εκείνος κατευθύνθηκε προς το μέρος μας μέσα από το δάσος. Μόλις είδαμε το μωβ τρίγωνο στα ρούχα του καταλάβαμε ότι ήταν αδελφός. Αφού του είπαμε ότι είμαστε από την ομάδα Χαρτσβάλντε μας πήγε στο νέο κτίριο. Επειδή είχαμε νέες Σκοπιές μαζί μας, καθήσαμε και αρχίσαμε να μελετούμε. Στη συνέχεια επισκεπτόμαστε τους αδελφούς μας κάθε Κυριακή. Εργάζονταν κάτω από την επίβλεψη ενός επιλοχία από το Φράιμπουργκ, ο οποίος είχε καλή διάθεση προς τους αδελφούς. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα τον ρώτησα: ‘Πώς θα σας φαινόταν αν εσείς και οι αδελφοί μας κάνατε μια επίσκεψη στο κτήμα Χαρτσβάλντε στη διάρκεια των εορτών;’ Εκείνος σκεφτικά απάντησε ότι ήθελε να πάει σε κάποιο μέρος με τους άντρες του όπου θα μπορούσαν να κόψουν τα μαλλιά τους. Όταν άκουσε ότι είχαμε κουρέα στο Χαρτσβάλντε αμέσως συμφώνησε. Και έτσι νωρίς το πρωί των Χριστουγέννων οι αδελφοί μας συνοδευόμενοι απ’ αυτόν τον αξιωματικό έφτασαν στο αγρόκτημα. Η Αδελφή Σούλτζε από το Βερολίνο, που εργαζόταν στην κουζίνα, περιποιήθηκε ιδιαίτερα τον αξιωματικό ώστε να μπορούμε να είμαστε ανενόχλητοι στην επικοινωνία μας με τους αδελφούς μας. Εκείνο το βράδι οι αδελφοί γύρισαν στον τόπο τους γεμάτοι χαρά για την ευλογημένη συνάντηση που είχαμε όλοι μαζί. Και σκεφθείτε, αυτό είχε συμβεί ακριβώς ανάμεσα στους εχθρούς μας!»

Με τον καιρό υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες εισαγωγής πνευματικής τροφής σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Γκέρτρουντ Οττ και δεκαοχτώ άλλες αδελφές που ήταν φυλακισμένες στο Άουσβιτς στάλθηκαν να εργαστούν σε ένα ξενοδοχείο όπου ζούσαν οι οικογένειες των Ες⁠–⁠Ες. Επειδή κι άλλα άτομα έρχονταν για να φάνε και να πιούνε εκεί, δεν πέρασε πολύς καιρός και οι αδελφές που ήταν ακόμη ελεύθερες ανακάλυψαν τις φυλακισμένες αδελφές τους που έπλεναν τα τζάμια. «Και εμείς είμαστε αδελφές», ψιθύρισαν καθώς περνούσαν χωρίς να κοιτάξουν. Τρεις εβδομάδες αργότερα διευθέτησαν να συναντηθούν στην τουαλέτα. Από τότε κι έπειτα οι αδελφές που ήταν έξω έρχονταν τακτικά και έφερναν στις αδελφές που εργάζονταν στο ξενοδοχείο Σκοπιές και άλλα έντυπα, τα οποία στη συνέχεια τα πήγαιναν στο Ράβενσμπρυκ.

Στις αρχές Δεκεμβρίου τού 1942 δόθηκε μια ιδιαίτερα θαυμάσια ευκαιρία για σαράντα περίπου αδελφούς που είχαν απομείνει στο Βέβελσμπουργκ να φροντίσουν για μια ειδική εργασία εκεί. Μολονότι τους μεταχειρίζονταν ακόμη σαν κρατούμενους, ωστόσο απολάμβαναν κάποια ελευθερία γιατί δεν υπήρχαν πλέον ηλεκτροφόρα καλώδια ή φρουρές για να τους περιορίζουν μέσα στο στρατόπεδο.

Ο Αδελφός Ένγκελχαρντ ήταν ακόμη ελεύθερος εκείνο τον καιρό και είχε δώσει οδηγίες στους αδελφούς που ζούσαν κοντά εκεί να προσπαθήσουν να βρουν έναν τρόπο να φέρουν μέσα στο στρατόπεδο Σκοπιές. Αφού ξεπέρασαν ορισμένα προβλήματα, ο Σάντορ Μπάιερ από το Χέρφορντ και η Μάρθα Τούνκερ από το Λέμγκο ερεύνησαν την κατάσταση κάνοντας απλώς ένα περίπατο στην περιοχή όπως θα έκανε οποιοδήποτε νεαρό ζευγάρι. Σύντομα ήρθαν σε επαφή με τους αδελφούς και από τότε κι έπειτα τους προμήθευαν τακτικά Σκοπιές. Την πρώτη φορά, συνάντησαν τους αδελφούς σε ένα νεκροταφείο σε ένα συγκεκριμένο τάφο· την επόμενη φορά έκρυψαν τα περιοδικά σε μια θημωνιά ή τα παρέδωσαν στους αδελφούς προσωπικά τα μεσάνυχτα σε κάποιο προκαθορισμένο τόπο. Για κάθε παράδοση συμφωνούσαν κι ένα νέο τόπο συνάντησης. Αφού ο Αδελφός Ένγκελχαρντ και οι αδελφές που έβγαζαν και μοίραζαν τα περιοδικά συνελήφθηκαν, δημιουργήθηκε πρόβλημα για το πώς θα μπορούσαν να προμηθεύονται πνευματική τροφή εκείνοι που ήταν ακόμη ελεύθεροι.

Αυτή τη φορά οι αδελφοί τού Βέβελσμπουργκ προσπάθησαν να βρουν οι ίδιοι μια λύση. Μπόρεσαν να βρουν μια γραφομηχανή, την οποία ένας από τους αδελφούς χρησιμοποιούσε για να γράφει τα στένσιλς. Ένας άλλος αδελφός κατασκεύασε έναν πρωτόγονο πολύγραφο από ξύλο. Οι αδελφές που ήταν έξω με τις οποίες είχαν ακόμη επαφή, έφερναν στους αδελφούς τα απαραίτητα εφόδια για την πολυγράφηση. Τελικά μπορούσαν να παράγουν μέσα εκεί τόσο πολλά αντίτυπα της Σκοπιάς ώστε μπορούσαν να τροφοδοτούν κι ένα μεγάλο τμήμα τής βόρειας Γερμανίας. Η Ελίζαμπεθ Έρνστινγκ θυμάται ότι πάντοτε έπαιρνε πενήντα αντίτυπα για να εφοδιάσει την περιοχή που είχε να φροντίσει. Έτσι για δυο περίπου χρόνια, μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος το 1945, οι αδελφοί που ζούσαν στη Βεστφαλία και σε άλλες περιοχές μπορούσαν να προμηθεύονται τη Σκοπιά.

Η προμήθεια πνευματικής τροφής για τους αδελφούς και τις αδελφές που ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης βελτιώθηκε τόσο πολύ ώστε το 1942 στο Σάξενχαουζεν η τροφή που ερχόταν μπορούσε να παραβληθεί με ένα μικρό ποτάμι. Ο Αδελφός Φρίτσε από το Βερολίνο που είχε καταδικαστεί σε θάνατο λίγο πριν από την κατάρρευση του καθεστώτος των Ναζί αλλά δεν εκτελέστηκε, μπόρεσε σε διάστημα ενάμισι έτους να προμηθεύει στους αδελφούς όχι μόνο όλα τα καινούργια περιοδικά, αλλά επίσης και πολλά παλιότερα τεύχη, καθώς επίσης και όλα τα βιβλία και τα βιβλιάρια που στο μεταξύ είχαν κυκλοφορήσει. Ήταν σαν οι αδελφοί να είχαν οδηγηθεί σε πλούσιες βοσκές, γιατί κάθε αδελφός είχε ένα αντίτυπο των εκδόσεων της Εταιρίας για μελέτη κάθε βράδι. Τι αλλαγή! Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η οργάνωση λειτουργούσε τόσο καλά που ο Αδελφός Φρίτσε μπορούσε να στέλνει γράμματα σε συγγενείς των αδελφών ή γράμματα σε άλλα στρατόπεδα ή σε ξένα τμήματα. Έτσι μέσα σε ενάμισι έτος βγήκαν κρυφά περίπου 150 γράμματα και σχεδόν άλλα τόσα μπήκαν στο στρατόπεδο. Τα γράμματα που έβγαιναν από το στρατόπεδο πιστοποιούσαν την καλή πνευματική κατάσταση των αδελφών. Είναι ευνόητο ότι γίνονταν αμέσως πολλά αντίτυπα αυτών των γραμμάτων. Μερικά μάλιστα τα πολυγραφούσαν και στη συνέχεια τα χρησιμοποιούσαν σαν ενθάρρυνση για τους αδελφούς που ήταν έξω και ειδικά για τους συγγενείς εκείνων που ήταν φυλακισμένοι.

Η ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΘΑΡΡΑΛΕΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ

Όλα πήγαν καλά για ενάμισι περίπου χρόνο, μέχρι το φθινόπωρο του 1943, οπότε ο Αδελφός Φρίτσε συνελήφθηκε. Στη διάρκεια ερευνών σε σπίτια είχαν βρεθεί εκθέσεις για το Σάξενχαουζεν που αφορούσαν κι εκείνον. Η αστυνομία βρήκε στην κατοχή του όχι μόνο Σκοπιές και άλλα έντυπα, αλλά επίσης και μερικά γράμματα από αδελφούς που επρόκειτο να τα παραδώσει. Όταν η αστυνομία ανακάλυψε ότι γινόταν αλληλογραφία σε διεθνή σχεδόν κλίμακα, άρχισε να έχει υποψίες για την ικανότητα των αρχηγών τού στρατοπέδου ή την προθυμία τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Έτσι ο Χίμλερ διέταξε να γίνουν αμέσως έρευνες σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τα οποία υπήρχαν υποψίες.

Η εκστρατεία άρχισε στο τέλος τού Απριλίου. Ένα πρωί μερικοί αξιωματούχοι τής Μυστικής Αστυνομίας ήρθαν στο Σάξενχαουζεν. Η αιφνιδιαστική επίθεση στους αδελφούς είχε σχεδιαστεί πολύ καλά. Εκείνοι που εργάζονταν μέσα στο στρατόπεδο κλήθηκαν από την εργασία τους και τους είπαν να σταθούν στο προαύλιο, όπου τους ανέκριναν για τα καθημερινά εδάφια και τους ερεύνησαν. Βρήκαν μερικές εκδόσεις. Αυτά βέβαια όλα συνοδεύονταν κι από τα συνηθισμένα χτυπήματα. Αλλά η Γκεστάπο δεν μπόρεσε να κάνει τους αδελφούς να υποχωρήσουν, γιατί ο Ιεχωβά τούς είχε θρέψει πλούσια ανάμεσα στους εχθρούς τους. Τώρα είχαν μια καθαρή άποψη της αποστολής τους και δεν φοβούνταν να πάρουν τη στάση τους ενωμένα υπέρ της θεοκρατικής κυριαρχίας.

Στον Ερνστ Σέλιγκερ έδωσαν ιδιαίτερη «προσοχή» γιατί έμαθαν ότι ήταν ο συνδετικός κρίκος με τον Αδελφό Φρίτσε. Ο αδελφός είχε προσπαθήσει να θεραπεύει όχι μόνο τα κατά γράμμα τραύματα, αλλά και τα πνευματικά, και ο ταπεινός πατρικός του τρόπος πάντοτε είχε συμβάλει στην ενότητα που απολάμβανε αυτό το στρατόπεδο. Αλλά ο αδελφός είχε ανησυχήσει πάρα πολύ για την έκβαση της πρώτης του ανάκρισης και προσευχήθηκε στον Ιεχωβά να μπορέσει να μετατρέψει αυτή την «ήττα» του, όπως τη θεωρούσε, σε νίκη. Αλλά αυτό δεν επρόκειτο να είναι δοκιμασία για ένα μόνο άτομο. Ο Βίλελμ Ρόγκερ από το Χίλντεν περιγράφει την κατάσταση ως ακολούθως: «Τώρα έπρεπε να είμαστε ‘Ένας για όλους και όλοι για έναν!’» Όλοι οι αδελφοί επιβεβαίωσαν τη δήλωση του Αδελφού Σέλιγκερ ότι εκείνος έγραφε τα καθημερινά εδάφια για την ενθάρρυνσή τους. Επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι είχαν διαβάσει τα έντυπα που ο Αδελφός Σέλιγκερ έδινε μέσα στο στρατόπεδο και ότι επρόκειτο να εξακολουθήσουν να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον και να μιλούν για την ελπίδα τους που είχαν για το μέλλον.

Πέρασαν τέσσερις μέρες. Το πρωί της Κυριακής ο Αδελφός Σέλιγκερ εμφανίστηκε στη διεύθυνση του στρατοπέδου για να πάρουν κατάθεση. Ο ίδιος περιγράφει ως εξής τις πείρες του: «Πρώτα πήγα κι έδωσα μαρτυρία σε τρεις θαλάμους τού νοσοκομείου [όπου εργαζόταν σαν βοηθός] . . . Κατόπιν γεμάτος χαρά πήγα στη φωλιά των λιονταριών. Ένας γιατρός και ένας φαρμακοποιός διάβαζαν τα γράμματα που είχαμε βγάλει παράνομα από το στρατόπεδο. Ακολούθησε έντονη συζήτηση διάρκειας δυο ωρών. Όταν ήταν να τελειώσει η κατάθεση ο αξιωματικός που έκανε την ανάκριση είπε: ‘Σέλιγκερ τι θα κάνεις τώρα; Σκοπεύεις να συνεχίσεις να γράφεις καθημερινά εδάφια και να ενθαρρύνεις τους αδελφούς σου; Και σκοπεύεις να συνεχίσεις να κηρύττεις το άγγελμα εδώ στο στρατόπεδο ανάμεσα στους φυλακισμένους;’ ‘Ναι, αυτό ακριβώς πρόκειται να κάνω, και όχι μόνο εγώ αλλά και όλοι οι αδελφοί μου!’ . . . Στις 2 η ώρα η ανάκριση είχε τελειώσει και τους παρουσιάσαμε τη διακήρυξη που είχαμε κάνει εξ ονόματος όλων των αδελφών, οπότε όλοι γεμάτοι χαρά πήγαμε στο έργο τού κηρύγματος»​—​στους θαλάμους τού στρατοπέδου.

Οι αδελφοί θυμούνται ότι είχαν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τις 7 Οκτωβρίου 1934 όταν ο Χίτλερ είχε πληροφορηθεί με μια επιστολή ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά δε θα έπαυαν να συναθροίζονται μαζί και να κηρύττουν παρά τις απειλές. Τώρα ύστερα από δέκα σχεδόν χρόνια η Γκεστάπο κατάλαβε ότι το αγωνιστικό πνεύμα τού λαού τού Θεού δεν είχε καταρρεύσει, άσχετα με το αν βρίσκονταν μέσα ή έξω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα γράμματα πιστοποιούσαν αυτό ακριβώς το γεγονός.

Η Γκεστάπο τώρα άρχισε να ψάχνει και στα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να δει αν η πολυδιαφημισμένη ‘θεοκρατική ενότητα’ υπήρχε κι εκεί επίσης. Το επόμενο στρατόπεδο ήταν το Βερολίνο⁠–⁠Λιχτερφέλντε που ήταν παράρτημα του Σάξενχαουζεν. Ο Αδελφός Πάουλ Γκρόσμαν που χρησίμευε σαν σύνδεσμος ανάμεσα στο Σάξενχαουζεν και στο Λιχτερφέλντε αργότερα ανέφερε σχετικά μ’ αυτή την έρευνα:

«Στις 26 Απριλίου 1944, η Γκεστάπο κατάφερε ένα νέο χτύπημα. Στις 10 η ώρα εκείνο το πρωί ήρθαν στο Λιχτερφέλντε δύο αστυνομικοί τής Γκεστάπο και με ανέκριναν εξονυχιστικά επειδή ήμουν ο σύνδεσμος ανάμεσα στο Σάξενχαουζεν και στο Λιχτερφέλντε. Μου έδειξαν δυο παράνομα γράμματα που είχα γράψει στους αδελφούς στο Βερολίνο. Αυτά τα γράμματα αποκάλυπταν ολοφάνερα τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαμε. [Μπορούμε τώρα να δούμε πόσο άσοφο ήταν να γράφονται γράμματα που περιείχαν τέτοιες πληροφορίες, αφού ήταν φυσικό ότι αργά ή γρήγορα οι αξιωματούχοι θα τα έβρισκαν όταν έκαναν συλλήψεις ή όταν έκαναν έρευνες.] Οι αξιωματούχοι έτσι πληροφορήθηκαν για όλες τις οργανωτικές μας λεπτομέρειες και επιπρόσθετα ότι παίρναμε τροφή από τη ‘μητέρα’ μας.

«Παρά το γεγονός ότι τα έκαναν όλα άνω κάτω, το μόνο που μπόρεσαν να βρουν ήταν μια Σκοπιά. Με ανάγκασαν να σταθώ στην πύλη ενώ οι άλλοι αδελφοί έρχονταν από την εργασία. Τους έψαξαν κι αυτούς επίσης και τους ανάγκασαν να σταθούν στην πύλη. Όλα αυτά προκάλεσαν αίσθηση, επειδή η αστυνομία δεν είχε κάνει τέτοια αιφνιδιαστική επιδρομή για πολύ καιρό. Βέβαια χτύπησαν πολλούς και χρησιμοποιούσαν και υβριστικά λόγια στη διάρκεια της ανάκρισης και βρήκαν μερικές Σκοπιές και εδάφια. Δεν μπόρεσαν όμως να βρουν μια μεγάλη έκθεση με πείρες από το Σάξενχαουζεν, μια Αγία Γραφή και άλλα χαρτιά. Οι αδελφοί δεν απέκρυψαν το γεγονός ότι ήταν δραστήριοι στο έργο για τα συμφέροντα της Θεοκρατίας και ότι διάβαζαν τις Σκοπιές. Μας υποχρέωσαν να σταθούμε στην πύλη μέχρι τις 11 η ώρα εκείνο το βράδι. Στο μεταξύ ήρθε ένα φορτηγό τής αστυνομίας για να μεταφέρει τους δώδεκα αρχηγούς στο Σάξενχαουζεν. Αυτό σήμαινε ότι επρόκειτο να τους κρεμάσουν. Τους είπαν να επιστρέψουν τα κουτάλια και τα πιάτα τους και λοιπά. Αλλά η μεταφορά δεν πραγματοποιήθηκε ούτε εκείνη την ημέρα ούτε την επόμενη μέρα, μολονότι είχαν ήδη γράψει τις αναγγελίες τού θανάτου για τους συγγενείς τους. Την τρίτη μέρα ήρθε η έκπληξη. Οι δώδεκα αδελφοί δεν εκτελέστηκαν, αλλά επέστρεψαν στην εργασία τους».

Στη συνέχεια ζήτησαν από τους αδελφούς τού Λιχτερφέλντε να υπογράψουν μια δήλωση που έλεγε: «Εγώ ο ․․․․․․, Μάρτυς του Ιεχωβά, που είμαι στο στρατόπεδο από ․․․․․․ ομολογώ ότι ανήκω στη ‘θεοκρατική ενότητα’ που υπάρχει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σάξενχαουζεν. Παίρνω καθημερινά το εδάφιο της ημέρας και έντυπα που τα διαβάζω και στη συνέχεια τα δίνω σε άλλους». Όλοι οι αδελφοί ήταν υπερευτυχείς να υπογράψουν.

Παρόμοιες επιδρομές η αστυνομία έκανε και σε άλλα στρατόπεδα με τα ίδια αποτελέσματα, όπως αυτή που έγινε στο Ράβενσμπρυκ στις 4 Μαΐου 1944, επειδή ήταν ολοφάνερο από τα γράμματα ότι υπήρχε επαφή ανάμεσα στο Σάξενχαουζεν και στο Ράβενσμπρυκ. Πήραν σκληρά μέτρα εναντίον των «αρχηγών» σ’ αυτό το στρατόπεδο. Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός οι αδελφές επέστρεψαν και πάλι στις παλιές τους εργασίες, ύστερα από αιτήσεις που έκαναν οι υπεύθυνοι των τμημάτων. Αυτό ήταν μια ακόμη απόδειξη ότι η δύναμη του τυράννου αυτό τον καιρό είχε ήδη σπάσει αρκετά.

Οι ήττες που υπέστη ο Γερμανικός στρατός στο Ανατολικό μέτωπο το 1944 είχαν τόσες απώλειες σε ζωές ώστε ο Χίτλερ έστειλε στον πόλεμο ηλικιωμένους άντρες και τη νεολαία του, αλλά έδωσε την ευκαιρία και σε φυλακισμένους να αποδείξουν την αξία τους στο Ανατολικό μέτωπο. Γι’ αυτό το λόγο έρχονταν στα στρατόπεδα επιτροπές και πρόσφεραν στους πολιτικούς φυλακισμένους την ευκαιρία να καταταγούν στην αποδεκατισμένη μεραρχία τού Στρατηγού Ντιρλεβάνγκερ. Αν αποδείκνυαν την αξία τους εκεί τότε θα θεωρούνταν ελεύθεροι Γερμανοί. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι όλοι οι φυλακισμένοι που είχαν το μωβ τρίγωνο στέλνονταν πάντοτε στους θαλάμους τους πριν γίνει αυτή η προσφορά στους άλλους. Ήξεραν τι απάντηση θα έπαιρναν από τους μάρτυρες του Ιεχωβά και γι’ αυτό το λόγο είχαν πάψει να τους ρωτούν.

ΕΣΠΕΥΣΜΕΝΗ ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΩΝ

Το 1945 ο ακατάπαυστος καταιγισμός βομβών από τις Αμερικανικές και Αγγλικές αεροπορικές δυνάμεις μέρα και νύχτα και η οπισθοχώρηση του Γερμανικού στρατού που τελικά εξελίχθηκε σε άτακτη φυγή, έδειχναν σε όλους ότι το τέλος τού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ήταν κοντά. Οι Ες⁠–⁠Ες είχαν πάψει να επιδεικνύουν την κυριαρχία τους. Το ότι δεν ήταν σε αξιοζήλευτη θέση είναι ευνόητο αν θυμηθούμε ότι εκατοντάδες χιλιάδες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης περίμεναν νευρικά την απελευθέρωση. Αυτές οι μάζες δεν ήξεραν πώς θα αντιδράσουν, ήταν σαν ένα εκρηκτικό υλικό, που έκανε πολλούς Ες⁠–⁠Ες να φοβούνται. Αλλά ο Χίμλερ εξακολούθησε να ακολουθεί τις εντολές τού Φύρερ του και έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα στους διοικητές τού Νταχάου και του Φλόσενμπουργκ: «Η παράδοση είναι κάτι το αδιανόητο. Το στρατόπεδο πρέπει να εκκενωθεί αμέσως. Κανένας φυλακισμένος δεν θα πέσει ζωντανός στα χέρια τού εχθρού. (Υπογραφή Χάινριχ Χίμλερ)» Παρόμοιες οδηγίες στάλθηκαν και σε άλλα στρατόπεδα.

Αυτό ήταν το τελευταίο διαβολικό σχέδιο που έβαλε και πάλι ξανά σε κίνδυνο τη ζωή των πιστών δούλων τού Θεού που ήταν στα στρατόπεδα. Αλλά εκείνοι δε στενοχωρούνταν υπερβολικά. Απόθεταν την εμπιστοσύνη τους στον Ιεχωβά, ανεξάρτητα από το ποιο θα μπορούσε να είναι το άμεσο αποτέλεσμα γι’ αυτούς προσωπικά.

Οι αξιωματικοί των Ες⁠–⁠Ες που είχαν την ευθύνη να εξοντώσουν τους φυλακισμένους αντιμετώπιζαν ένα άλυτο πρόβλημα. Ο Αδελφός Βάλτερ Χάμαν, ο οποίος εργαζόταν στην καντίνα των Ες⁠–⁠Ες, άκουσε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση ανάμεσα στους αξιωματικούς των Ες⁠–⁠Ες. Ο ίδιος αφηγείται: «Οι αξιωματικοί έλεγαν να εξοντώσουν τους φυλακισμένους με αέριο, αλλά οι εγκαταστάσεις ήταν πάρα πολύ μικρές, και δεν υπήρχε και αρκετό αέριο. Τότε άκουσα μια τηλεφωνική συζήτηση για μια αποστολή πετρελαίου για τους φούρνους· αλλά ούτε κι αυτό μπορούσε να παραδοθεί. Έγινε επίσης συζήτηση για ανατίναξη των στρατοπέδων και των φυλακισμένων τους. Κιβώτια με δυναμίτη είχαν ήδη τοποθετηθεί σε διάφορους θαλάμους, ιδιαίτερα στην πτέρυγα του νοσοκομείου. Αλλά κι αυτό το σχέδιο εγκαταλείφθηκε. Τελικά αποφασίστηκε να μεταφέρουν τους 30.000 φυλακισμένους· τους είπαν ότι θα τους έστελναν σε ένα μεγαλύτερο στρατόπεδο​—​που δεν υπήρχε​—​αλλά στην πραγματικότητα σκόπευαν να μας στείλουν σε ομαδικό τάφο στον Κόλπο του Λούμπεκερ. Γι’ αυτό δε χρειαζόταν ούτε αέριο, ούτε πετρέλαιο, ούτε δυναμίτης».

Στο μεταξύ οι συμμαχικές δυνάμεις πλησίαζαν από ανατολή και δύση με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Οι Ες⁠–⁠Ες είχαν τώρα αρχίσει να ανησυχούν για την ίδια τη ζωή τους και είχαν πάθει ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση, ιδιαίτερα όταν έγινε γνωστή η απόφαση της κυβέρνησης να διαλυθούν τα στρατόπεδα. Αντιμετωπίζοντας ανυπέρβλητα προβλήματα, το μόνο που έκαναν ήταν να βγάζουν τους φυλακισμένους από τα στρατόπεδα στους δρόμους και ύστερα να τους αναγκάζουν να προχωρούν με πολύ λίγα τρόφιμα. Όποιος ακολουθούσε αργότερα τη διαδρομή αυτών των πορειών, που πολύ σωστά ονομάστηκαν «πορείες θανάτου», θα παρατηρούσε ότι όλες κατευθύνονταν στον ίδιο προορισμό. Ο σκοπός τους ήταν να φτάσουν στον Κόλπο τού Λούμπεκερ ή στην ανοιχτή θάλασσα του βορρά, όπου θα μπορούσαν στη συνέχεια να επιβιβάσουν τους φυλακισμένους πάνω σε πλοία και να τα βυθίσουν πριν φτάσουν οι εχθρικές δυνάμεις.

Πολύ σύντομα τα τρόφιμα τέλειωσαν και κατά καιρούς δεν υπήρχε ούτε και σταγόνα νερού. Παρ’ όλα αυτά οι πεινασμένοι φυλακισμένοι υποχρεώνονταν να προχωρούν όλη τη μέρα επί μέρες ολόκληρες κάτω από καταρρακτώδη βροχή και με μέση θερμοκρασία μόνο 4 βαθμών Κελσίου. Το βράδι τούς επέτρεπαν να ξαπλώσουν στα δάση στο μουσκεμένο έδαφος. Εκείνοι που δεν μπορούσαν να βαδίσουν με την ταχύτητα που προαναφέραμε πυροβολούνταν ανελέητα στον τράχηλο από τις οπισθοφυλακές των Ες⁠–⁠Ες. Οι απώλειες σε ζωές σ’ αυτές τις πορείες φαίνονται από το παράδειγμα του Σάξενχαουζεν. Από τους 26.000 φυλακισμένους που ήταν ακόμη ζωντανοί τον καιρό της εκκένωσης, οι 10.700 αφέθηκαν να κοίτονται κατά μήκος του δρόμου από το Σάξενχαουζεν στο Σβέριν αφού είχαν πυροβοληθεί.

Οι λίγοι αδελφοί που είχαν απομείνει στο Μάουτχαουζεν ήταν επίσης σε επικίνδυνη θέση. Είχαν σκαφτεί μεγάλα τούνελ στο βουνό στα οποία είχαν εγκατασταθεί οι τρομεροί πύραυλοι «V–2». Μια μέρα ένα από τα τούνελ κλείστηκε και τοποθετήθηκαν νάρκες μέσα σ’ αυτό. Υπήρχε το σχέδιο να δημιουργήσουν δήθεν μια αεροπορική επιδρομή, κι έτσι να οδηγήσουν τους 18.000 φυλακισμένους στο τούνελ το οποίο στη συνέχεια θα ανατίναζαν. Αλλά η διοίκηση του στρατοπέδου αιφνιδιάστηκε από τη γοργή προέλαση των Ρωσικών τανκς και οι Ες⁠–⁠Ες προτίμησαν να αφήσουν μόνους τους τούς φυλακισμένους και να προσπαθήσουν να σώσουν την ίδια τη ζωή τους. Αλλά δεν πήγαν και πολύ μακριά. Λίγες μέρες αργότερα ο διοικητής τού στρατοπέδου, που ήταν γνωστό ότι είχε πει: ‘Το μόνο που θέλω να βλέπω είναι πιστοποιητικά θανάτου’, αναγνωρίστηκε από φυλακισμένους οι οποίοι τον ποδοπάτησαν μέχρι θανάτου. Οι πολιτικοί φυλακισμένοι τώρα ζητούσαν να εκδικηθούν τους συγκρατούμενούς τους, οι οποίοι σαν στρατοπεδάρχες, θαλαμάρχες και επιστάτες είχαν μεγάλη συμμετοχή και οι ίδιοι στην αιματοχυσία.

Η πορεία τού θανάτου των φυλακισμένων από το Νταχάου περνούσε μέσα από τα δάση και εκείνοι που δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πυροβολούνταν από τους Ες⁠–⁠Ες. Ο σκοπός τους ήταν να φτάσουν στις Άλπεις Οτζτάλερ, όπου όλοι όσοι τελικά θα έφταναν θα έπρεπε οπωσδήποτε να θανατωθούν. Οι αδελφοί παρέμειναν μαζί και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον, και έτσι μερικοί σώθηκαν από το θάνατο ώσπου έφτασαν στο Μπαντ Τολτς, και εκεί ελευθερώθηκαν. Ο Αδελφός Ροπέλιους θυμάται ότι πέρασαν την τελευταία νύχτα μέσα στα χιόνια στο δάσος τού Βάακιρχεν. Καθώς ξημέρωσε η Βαυβαρική Αστυνομία ήρθε και τους είπε ότι ήταν ελεύθεροι και ότι οι Ες⁠–⁠Ες είχαν φύγει. Καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους έβρισκαν όπλα ακουμπισμένα πάνω στα δέντρα αλλά πουθενά δεν υπήρχαν Ες⁠–⁠Ες.

Οι Ες⁠–⁠Ες είχαν πάρει στα σοβαρά τις διαταγές τής κυβέρνησης να εξοντώσουν όλους τους φυλακισμένους. Λίγες μόνο μέρες πριν από τη συνθηκολόγηση συγκέντρωσαν πολλούς απ’ αυτούς στο Νοϊενγκάμε και τους επιβίβασαν σε ένα φορτηγό που επρόκειτο να τους φέρει στο ‘Καπ Αρκόνα’, ένα πολυτελές ατμόπλοιο, που ήταν αγκυροβολημένο στον κόλπο Νοϊστάντερ. Περίπου 7.000 φυλακισμένοι ήταν ήδη σ’ αυτό το πλοίο που είχε μήκος 200 μέτρα. Οι Ες⁠–⁠Ες σχεδίαζαν να οδηγήσουν το ‘Καπ Αρκόνα’ έξω στην ανοιχτή θάλασσα όπου θα μπορούσαν να το βυθίσουν με τους φυλακισμένους. Αλλά το πλοίο είχε ακόμη τη σημαία του και γι’ αυτό το λόγο βυθίστηκε στις 3 Μαΐου 1945 από τα Αγγλικά πολεμικά αεροπλάνα. Το φορτηγό ‘Τίελμπεκ’, με 2.000 ως 3.000 φυλακισμένους βυθίστηκε επίσης. Περίπου 9.000 φυλακισμένοι κατέληξαν στον υγρό τάφο τού κόλπου Νοϊστάντερ. Είναι ευνόητο γιατί αυτοί που επέζησαν όταν θυμούνται αυτό το γεγονός φρικιάζουν. Μέχρι σήμερα ανακαλύπτονται κάθε χρόνο δώδεκα με δεκαεπτά σκελετοί αυτών των πνιγμένων στον κόλπο Νοϊστάντερ από λουομένους ή στη διάρκεια εκσκαφών.

Η ίδια τύχη επιφυλασσόταν και για τους φυλακισμένους τού Σάξενχαουζεν ανάμεσα στους οποίους ήταν και 220 αδελφοί. Σε μια δολοφονική πορεία κάλυψαν σχεδόν 200 χιλιόμετρα σε δύο εβδομάδες.

Οι Μάρτυρες είχαν αντιληφθεί από νωρίς τον κίνδυνο που τους απειλούσε, και έτσι είχαν επιδιορθώσει τα παπούτσια τους και είχαν μαζέψει μερικά μικρά κάρα για να μεταφέρουν τα φτωχικά υπάρχοντα των πιο αδύναμων, πάνω από τα οποία έβαλαν και αυτούς τους ίδιους. Διαφορετικά αυτοί οι αδελφοί, αν είχαν υποχρεωθεί να περπατήσουν ολόκληρο το δρόμο, θα ήταν ανάμεσα στους 10.000 και περισσότερους νεκρούς. Αλλά μ’ αυτό τον τρόπο οι αδελφοί που ήταν σε κάπως καλή σωματική κατάσταση μπορούσαν να τους σύρουν. Καθώς προχωρούσαν έβαζαν και άλλους στα κάρα όταν η δύναμή τους τούς εγκατέλειπε. Ύστερα από λίγες μέρες ανάπαυσης, όταν είχαν ανακτήσει και πάλι αρκετές δυνάμεις, αυτοί τώρα με τη σειρά τους έσερναν τα κάρα. Έτσι ακόμη και σ’ αυτή την πορεία τού θανάτου παρέμειναν όλοι μαζί σαν μια μεγάλη οικογένεια, απολαμβάνοντας την προστασία τού Ιεχωβά ως το τέλος.

Ένα απόγευμα όταν αυτή η ομάδα των φυλακισμένων απείχε μόνο τρεις μέρες ταξίδι από το Λούμπεκ, οι Ες⁠–⁠Ες τους διέταξαν να στρατοπεδεύσουν όλοι σε ένα δάσος κοντά στο Σβέριν. Στη διάρκεια της πορείας οι αδελφοί είχαν σχηματίσει μικρές ομάδες και είχαν κάνει πρόχειρες σκηνές με τις κουβέρτες τους. Το πάτωμα το κάλυπταν με μικρά κλαδιά έτσι ώστε να αποφύγουν την παγωνιά της νύχτας. Εκείνο το βράδι και ενώ οι Ρωσικές σφαίρες σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους και οι Αμερικανοί εξακολουθούσαν να προελαύνουν, αυτό το μέρος τού Γερμανικού μετώπου κατέρρευσε. Ήταν απερίγραπτο το αίσθημα για εκείνους που ήταν εκεί όταν ξαφνικά μέσα στη νύχτα αντήχησε η κραυγή, που επαναλήφθηκε στη συνέχεια χιλιάδες φορές: «ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!» Σχεδόν 2.000 άντρες Ες⁠–⁠Ες οι οποίοι μέχρι τότε είχαν υπό τις διαταγές τους τούς φυλακισμένους είχαν βγάλει κρυφά τις στολές τους για να εμφανιστούν σαν πολίτες, και μερικοί έβαλαν ακόμη και στολές φυλακισμένων για να κρύψουν την ιδιότητά τους. Ωστόσο λίγες ώρες αργότερα μερικοί απ’ αυτούς αναγνωρίστηκαν και σφάγηκαν ανελέητα.

Θα δέχονταν οι αδελφοί την προσφορά των Αμερικανών αξιωματικών που τους είχαν τώρα πλησιάσει, να διαλυθούν μέσα στη νύχτα; Ύστερα από εξέταση του ζητήματος με προσευχή, αποφάσισαν να περιμένουν μέχρι να ξημερώσει. Αλλά ακόμη και τότε έμειναν λίγες ώρες παραπάνω, αφού ένας γεωργός από τους πρόσφυγες είχε δώσει στους αδελφούς ενενήντα κιλά μπιζέλια. Μαγείρεψαν και έφαγαν ένα θαυμάσιο γεύμα. Πόση ευγνωμοσύνη ένιωθαν οι αδελφοί! Για δυο σχεδόν εβδομάδες δεν είχαν φάει σχεδόν τίποτα εκτός από λίγο τσάι του βουνού, που το μάζευαν από το δρόμο και το έφτιαχναν τα βράδια στα δάση όταν υπήρχε νερό.

Πόσο ευγνώμονες ήταν που ανακάλυψαν ότι δεν έλειπε κανένας τους! Αλλά όπως αντιλήφθηκαν αργότερα είχαν ακόμη ένα λόγο για να είναι ευγνώμονες στον Ιεχωβά, γιατί στη διάρκεια της πορείας τους στο βορρά οι Ες⁠–⁠Ες τους καθυστέρησαν κάποτε σε ένα δάσος για μερικές μέρες επειδή δεν ήταν σίγουροι για το πού ακριβώς ήταν το μέτωπο. Αυτές οι λίγες μέρες ήταν ακριβώς ο χρόνος που θα χρειάζονταν να φτάσουν ως το Λούμπεκ πριν να καταρρεύσει τελικά το μέτωπο.

Τώρα πια δεν είχαν ιδιαίτερη βιασύνη να προχωρήσουν. Εκεί ακριβώς σ’ αυτό το δάσος κοντά στο Σβέριν άρχισαν να γράφουν μια έκθεση για τις πείρες τους σε μια γραφομηχανή που είχαν πετάξει οι στρατιώτες από ένα κινητό γραφείο. Αυτή η έκθεση περιλάμβανε και μια απόφαση γραμμένη με τα απερίγραπτα συναισθήματα που ένιωθαν από το γεγονός ότι ήταν ήδη ελεύθεροι επί μερικές ώρες, αλλά επίσης και με βαθιά χαραγμένη μέσα τους την εκτίμηση για την προστασία τού Ιεχωβά στη διάρκεια των πολλών ετών τής παραμονής τους στο «λάκκο των λεόντων». Η απόφαση έλεγε τα εξής:

ΑΠΟΦΑΣΗ!

«3 Μαΐου 1945

«Η απόφαση 230 μαρτύρων του Ιεχωβά από έξι εθνικότητες, που συγκεντρώθηκαν σε ένα δάσος κοντά στο Σβέριν τού Μέκλενμπουργκ.

«Εμείς οι μάρτυρες του Ιεχωβά που είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, στέλνουμε εγκάρδιους χαιρετισμούς στον πιστό λαό τής διαθήκης τού Ιεχωβά και στους συντρόφους τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο με τα λόγια τού Ψαλμού 33:1–4 και 37:9. Ας γίνει γνωστό ότι ο μεγάλος μας Θεός, τού οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά, έχει εκπληρώσει το λόγο του στο λαό του, ιδιαίτερα στην περιοχή τού Βασιλιά τού Βορρά. Μια μακρόχρονη περίοδος δοκιμασιών βρίσκεται πίσω μας και εκείνοι που έχουν διαφυλαχθεί, αρπαγμένοι σαν να λέγαμε μέσα από την πύρινη κάμινο, δεν έχουν πάνω τους ούτε καν τη μυρωδιά της φωτιάς. (Βλέπε Δανιήλ 3:27.) Αντίθετα, είναι γεμάτοι με σθένος και δύναμη από τον Ιεχωβά και περιμένουν ανυπόμονα νέες εντολές από το Βασιλιά για να επεκτείνουν τα Θεοκρατικά συμφέροντα. Η απόφασή μας και η επιθυμία μας να εργαστούμε εκφράζονται από τα εδάφια Ησαΐας 6:8 και Ιερεμίας 20:11 (Μετάφραση Μένγκε). Χάρη στη βοήθεια του Κυρίου και στην ελεήμονα υποστήριξή του, τα σχέδια του εχθρού να μας κάνουν να παραβούμε την ακεραιότητά μας έχουν αποτύχει, μολονότι προσπάθησε να το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας αναρίθμητες βίαιες διαβολικές μηχανορραφίες καθώς επίσης και χιλιάδες ιεροεξεταστικούς τρόπους όπως ακριβώς το Μεσαίωνα, τόσο σωματικούς όσο και διανοητικούς, καθώς και πολλές κολακείες και δελεάσματα. Όλες αυτές οι διάφορες εμπειρίες που θα μπορούσαν να γεμίσουν πολλούς τόμους περιγράφονται με συντομία από τα λόγια τού αποστόλου Παύλου στη 2 Κορινθίους 6:4–10, 2 Κορινθίους 11:26, 27 και κυρίως στον Ψαλμό 124 (Μετάφραση Ελμπερφέλντερ). Ο Σατανάς και οι δαιμονικοί του πράκτορες για μια ακόμη φορά αποδείχτηκαν ψεύτες. (Ιωάν. 8:44) Το μεγάλο ζήτημα και πάλι έχει αποφασιστεί υπέρ τού Ιεχωβά προς τιμή του.​—⁠Ιώβ 1:9–11.

«Για δική μας αλλά και για δική σας χαρά σάς πληροφορούμε ότι ο Κύριος, ο Ιεχωβά, μας έχει ευλογήσει με πλούσια λάφυρα, τριάντα έξι άντρες καλής θέλησης, οι οποίοι όταν φεύγαμε από το Σάξενχαουζεν . . . δήλωσαν πρόθυμα: ‘Θα πάμε μαζί σας, γιατί ακούσαμε ότι ο Θεός είναι μαζί σας’. Το Ζαχαρίας 8:23 έχει εκπληρωθεί! Λόγω της βιαστικής μας αναχώρησης, πολλοί φίλοι τής Θεοκρατίας δεν μπόρεσαν να έρθουν μαζί μας, αλλά ο Ιεχωβά θα κατευθύνει τα ζητήματα ώστε σύντομα να μας ξαναβρούν.

«Εμείς, οι μάρτυρες του Ιεχωβά, διακηρύττουμε εκ νέου την πλήρη μας πίστη στον Ιεχωβά και την πλήρη μας αφιέρωση στη Θεοκρατία του.

«Με ευλάβεια υποσχόμαστε ότι έχουμε μια και μόνη επιθυμία, δηλαδή, λόγω της βαθιάς μας εκτίμησης για την ατέλειωτη αλυσίδα των αποδείξεων της θαυμαστής του διαφύλαξης και απελευθέρωσής μας από χιλιάδες δυσκολίες, συγκρούσεις και παθήματα στη διάρκεια της παραμονής μας στο ‘λάκκο των λεόντων’, να μας επιτρέψει ο Ιεχωβά να υπηρετήσουμε αυτόν και το μεγάλο Βασιλιά του, τον Ιησού Χριστό, με πρόθυμη και χαρωπή καρδιά για όλη την αιωνιότητα. Αυτό καθεαυτό θα ήταν και η μεγαλύτερη αμοιβή μας.

«Τελειώνουμε την απόφασή μας με τα λόγια τού Ψαλμού 48: με τη χαρωπή πεποίθηση ότι σύντομα θα ανταμώσουμε.

«Οι σύνδουλοί σας υπέρ του άγιου ονόματος του Ιεχωβά».

Έτσι, αφού πρώτα εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους στον Ιεχωβά για την παρ’ αξία καλοσύνη του, για την προστασία του και τώρα επίσης για την αποκατάσταση της ελευθερίας τους, οι αδελφοί διάλυσαν τον όμιλο. Μολονότι περίπου 900 με 1.000 φυλακισμένοι είχαν πεθάνει εκείνο το πρώτο βράδι της ελευθερίας, οι αδελφοί έφτασαν στο Σβέριν εντελώς σώοι και αβλαβείς. Ωστόσο επειδή οι γέφυρες του Ποταμού Έλβα είχαν καταστραφεί, δεν μπόρεσαν να φύγουν πριν περάσουν δύο με τρεις μήνες. Βρήκαν όμως καταλύματα στους σταύλους ενός στρατώνα όπου μπορούσαν να πολυγραφούν Σκοπιές και να κάνουν κάθε πρωί μελέτη της Σκοπιάς για να προετοιμάζονται πνευματικά για το έργο που υπήρχε μπροστά τους. Συγχρόνως άρχισαν και πάλι την υπηρεσία αγρού, μολονότι οι περιστάσεις τούς ανάγκαζαν να φορούν τη στολή της φυλακής. Τελικά μπόρεσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τα δυτικά, να ξαναβρεθούν και πάλι με τους συγγενείς τους και να δουν τι μπορεί να γίνει για να αναδιοργανωθεί το έργο τής Βασιλείας.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ

Αυτή η έκθεση προσπάθησε να περιγράψει μια σπουδαία φάση της σύγχρονης ιστορίας τού λαού τού Θεού. Αλλά μόνο ένα μικρό μέρος αναφέρθηκε από τις εμπειρίες που έζησαν οι αδελφοί και οι αδελφές στη Γερμανία στη διάρκεια της Εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης του τρόμου. Θα χρειάζονταν πάρα πολλά βιβλία για να καταγραφτούν όλα όσα συνέβησαν εξαιτίας τού ότι οι Μάρτυρες προσκολλήθηκαν στην αληθινή λατρεία και εξύψωσαν το όνομα του Ιεχωβά. Είθε οι μεμονωμένες πείρες που αναφέρθηκαν να μιλούν και για τις πολλές που θα άξιζε επίσης να αναφερθούν και που δείχνουν ότι όχι άνθρωποι αλλά ο Ιεχωβά θα έπρεπε να αινείται και να τιμάται για όλα αυτά. Εκείνος ήταν που ενήργησε στον κατάλληλο καιρό για να απελευθερώσει το λαό του σαν ομάδα, μολονότι επέτρεψε πολλοί απ’ αυτούς να καταθέσουν τη ζωή τους για το άγιο όνομά του.

Οποιοσδήποτε μίλησε με εκείνους που απελευθερώθηκαν από την τυραννία τού 1945, θυμάται πόσο συχνά ανέφεραν ότι προσεύχονταν ενωμένα στον Ιεχωβά με τα λόγια τού Ψαλμού 124. Επίσης θυμούνταν τα θαυμάσια άρθρα της Σκοπιάς που είχαν δημοσιευτεί στην αρχή τού διωγμού, και με τα οποία ο Ιεχωβά είχε προετοιμάσει το λαό του για εκείνον τον δύσκολο καιρό. Τώρα καταλάβαιναν τι εννοούσε ο Ιησούς όταν έλεγε ότι δεν έπρεπε να φοβούνται εκείνους που μπορούν να καταστρέψουν το σώμα. Ήξεραν τι σήμαινε να ριχτούν στην πυρομένη κάμινο, ή όπως τον Δανιήλ στο ‘λάκκο των λεόντων’. Αλλά καταλάβαιναν, επίσης, ότι ο Ιεχωβά είναι ισχυρότερος και κάνει τα μέτωπά τους σκληρότερα από εκείνα των εχθρών τους. Ακόμη και οι κοσμικοί το αναγνωρίζουν και οι ιστορικοί συχνά το τονίζουν με έμφαση όταν μιλούν γι’ αυτό το μέρος τής ιστορίας τής Γερμανίας. Για παράδειγμα, ο Μίκαελ Χ. Κάτερ στο Τσαϊτγκεσίχτε (Τριμηνιαίο Περιοδικό Ιστορίας), του 1969, στο δεύτερο τεύχος έλεγε τα εξής:

«Το ‘Τρίτο Ράιχ’ ήξερε να αντιμετωπίζει την εσωτερική αντίσταση μόνο με κτηνώδη βία αλλά και τότε ακόμη δεν μπόρεσε να καταστείλει τις δυνάμεις τής αντίστασης ανάμεσα στο Γερμανικό λαό και δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα των Σπουδαστών της Γραφής από το 1933 ως το 1945. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά βγήκαν απ’ αυτή την περίοδο του διωγμού το 1945 εξασθενημένοι αλλά όχι με πεσμένο ηθικό».

Επίσης σε μια κριτική τού βιβλίου Κίρχενκαμπφ ιν Ντόιτσλαντ (Ο Αγώνας των Εκκλησιών στη Γερμανία), που έκανε ο Φρίντριχ Ζίπφελ, διαβάζουμε:

«Δεν έχει γίνει σχεδόν ανάλυση ή βιβλίο απομνημονευμάτων για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που να μην αναφέρεται μια περιγραφή της ισχυρής πίστης, της συνέπειας, της υποβοηθητικότητας και των φανατικών μαρτυρικών θανάτων των Σπουδαστών της Γραφής. Και αυτό σε αντίθεση με τα έντυπα της αντίστασης γενικά που είχαν γραφτεί πριν αρχίσει ο αγώνας των μαρτύρων τού Ιεχωβά πριν από τη φυλάκισή τους και που δεν τους αναφέρουν καθόλου ή τους αναφέρουν συμπτωματικά. Η δράση των Σπουδαστών της Γραφής και ο διωγμός τους είναι ωστόσο μια πολύ περίεργη υπόθεση. Ενενήντα εφτά τα εκατό των μελών αυτού του μικρού θρησκευτικού ομίλου υπήρξαν θύματα του Εθνικοσοσιαλιστικού διωγμού. Το ένα τρίτο απ’ αυτούς θανατώθηκαν είτε με εκτελέσεις, είτε με βασανιστήρια, με πείνα, με ασθένειες, ή από τη σκληρή εργασία. Η σκληρότητα αυτής της μεταχείρισης ήταν χωρίς προηγούμενο και ήταν το αποτέλεσμα μιας ασυμβίβαστης πίστης που δεν μπορούσε να εναρμονιστεί με την Εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία».

Πόσο ταπεινώθηκε τώρα ο Φύρερ όταν νικήθηκε το Γερμανικό Ράιχ! Ο Γκέμπελς είχε πει γι’ αυτόν στις 31 Δεκεμβρίου 1944: «Αν ήξερε ο κόσμος πραγματικά τι θα ήθελε να πει και να δώσει ο Χίτλερ και πόσο βαθιά είναι η αγάπη του για τον λαό του και για όλο το ανθρώπινο γένος, τότε αμέσως θα άφηνε τους ψεύτικους θεούς του και θα αινούσε αυτόν . . . έναν άνθρωπο που σκοπό είχε να ελευθερώσει το λαό του. . . . Ποτέ δε βγήκε απ’ τα χείλη του ψέμα ή αχρεία σκέψη. Αυτός είναι η προσωποποίηση της αλήθειας». Αλλά αυτός ο άνθρωπος που θέλησε να γίνει θεός αυτοκτόνησε.

Πόσο ταπεινωμένοι ήταν επίσης εκείνοι οι οποίοι είχαν θέσει την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτόν​—​για παράδειγμα ο Χίμλερ, ο οποίος επίσης θεωρούσε τον Χίτλερ ότι ήταν θεότητα και ο οποίος ήταν αδίστακτος στο να εκτελεί τις εντολές του. Ο Χίμλερ ήταν εκείνος ο οποίος έκανε τη ζωή των πιστών δούλων τού Ιεχωβά τόσο δύσκολη για τόσο πολλά χρόνια. Για πόσο από το αίμα που χύθηκε έχει την ευθύνη; Το 1937 είπε με κομπασμό στις αδελφές μας στο Λίχτενμπουργκ: «Και εσείς θα συμβιβαστείτε, και εσείς θα ταπεινωθείτε, θα αντέξουμε περισσότερο από εσάς!» Και πόσο θλιμμένος ήταν ύστερα από την κατάρρευση του Ναζιστικού καθεστώτος όταν προσπαθούσε να διαφύγει και συνάντησε τον Αδελφό Λούμπκε στο Χαρτσβάλντε και τον ρώτησε: «Λοιπόν, Σπουδαστή της Γραφής, τι γίνεται τώρα;» Ο Αδελφός Λούμπκε τού έδωσε μια πλήρη μαρτυρία και του έδειξε ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά πάντοτε περίμεναν την κατάρρευση του Ναζιστικού καθεστώτος και την απελευθέρωσή τους. Ο Χίμλερ απομακρύνθηκε χωρίς λέξη, και λίγο αργότερα αυτοκτόνησε με δηλητήριο.

Αλλά παρά τις δύσκολες συνθήκες, πόσο χαίρονταν εκείνοι που λάτρευαν τον Ιεχωβά! Είχαν το προνόμιο να αποδείξουν την ακεραιότητά τους προς τον Κυρίαρχο του σύμπαντος. Στη διάρκεια της κυβέρνησης του Χίτλερ, 1.687 απ’ αυτούς έχασαν τις εργασίες τους, 284 τις επιχειρήσεις τους, 735 τα σπίτια τους και 457 εμποδίστηκαν να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Αναφέρθηκαν 129 περιπτώσεις όπου κατασχέθηκε η περιουσία τους, 826 συνταξιούχοι έχασαν τη σύνταξή τους και 329 άλλοι υπέστησαν διάφορες προσωπικές απώλειες. Αναφέρθηκαν 860 περιπτώσεις παιδιών που τα πήραν με τη βία από τους γονείς τους. Σε 30 περιπτώσεις διαλύθηκαν οι γάμοι εξαιτίας τής πίεσης από τους πολιτικούς αξιωματούχους και σε 108 περιπτώσεις δόθηκαν διαζύγια όταν το ζήτησε ο σύντροφος που ήταν αντίθετος προς την αλήθεια. Συνολικά 6.019 άτομα συνελήφθηκαν, μερικοί δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές, ώστε συνολικά καταγράφτηκαν 8.917 συλλήψεις. Όλοι μαζί καταδικάστηκαν σε 13.924 χρόνια και δύο μήνες φυλάκιση. Δυόμισι σχεδόν φορές τα χρόνια από τη δημιουργία τού Αδάμ. Συνολικά 2.000 αδελφοί και αδελφές κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου έμειναν 8.078 χρόνια και έξι μήνες, δηλαδή κατά μέσο όρο 4 χρόνια. Συνολικά πέθαναν στη φυλακή 635, 253 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο από τους οποίους εκτελέστηκαν οι 203. Τι υπόμνημα ακεραιότητας!

Η ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ

Αμέσως μετά τον πόλεμο, οι αδελφοί τού Μπέθελ τής Ελβετίας ήταν οι μόνοι που είχαν επαφή με τους Γερμανούς αδελφούς. Επειδή άκουσαν για ορισμένες ανεπιθύμητες τάσεις που υπήρχαν σε πολλές εκκλησίες ακόμη και μετά την απελευθέρωση των αδελφών από τα στρατόπεδα, έστειλαν την ακόλουθη εγκύκλιο στις εκκλησίες.

«Προς όλους τούς αγαπητούς μας σύνδουλους στη Γερμανία

Αγαπητοί Αδελφοί εν Χριστώ,

«Επιτέλους είστε ελεύθεροι από το Ναζιστικό ζυγό!​—​Μερικοί από σας υπέφεραν για χρόνια είτε στη φυλακή είτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε με άλλους τρόπους διωγμού. . . .

«Κανείς όμως που θεωρήθηκε άξιος σχετικών παθημάτων για το όνομα του Κυρίου δε θα επαρθεί γι’ αυτά και δε θα φορέσει φωτοστέφανο μάρτυρα ούτε θα εξυψωθεί από τους άλλους που δεν μπήκαν στη φυλακή ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κανείς δεν πρέπει να καυχιέται στους συνανθρώπους του γι’ αυτά του τα παθήματα. Μην ξεχνάτε ότι πολλοί από τους αδελφούς που έμειναν στο σπίτι τους είχαν επίσης πολλά προβλήματα και βρέθηκαν κάτω από σοβαρές πιέσεις. Ο Χριστιανός δεν μπορεί να διαλέγει τα παθήματά του. Ο Κύριος τα καθορίζει ή μάλλον, τα επιτρέπει.

«Γι’ αυτό το λόγο, αγαπητοί αδελφοί, ας μην είμαστε άδικοι και ας μη μεροληπτούμε ούτε να καταδικάζουμε κάποιον ο οποίος σύμφωνα με το δικό μας τρόπο σκέψης έχει συμβιβαστεί ή ήταν πρόθυμος να το κάνει. Ο Κύριος κρίνει την καρδιά μας. Μπροστά του είμαστε σαν ένα ανοιχτό βιβλίο. . . .

«Ο Αδελφός Έριχ Φροστ από τη Λιψία εξουσιοδοτείται να αναλάβει την επίβλεψη των πραγμάτων στην περιοχή σας. Αυτή όμως η διευθέτηση είναι προσωρινή σύμφωνα με τις οδηγίες τού προέδρου. Ο Αδελφός Φροστ θα αναφέρει όσο το δυνατόν τακτικά στον πρόεδρο για την πρόοδο του έργου τού κηρύγματος.

«Το έργο τού κηρύγματος κάτω από την κατεύθυνση του νέου προέδρου τής Εταιρίας, του Αδελφού Νάθαν Νορρ, έχει διοργανωθεί καλύτερα από κάθε άλλη φορά και κάνει μεγάλη πρόοδο! . . .

«Οικογένεια Βιβλικού Οίκου στη Βέρνη υπογραφή Φρ. Τσύρχερ»

Οι αδελφοί Φροστ, Σβάφερτ, Βάουερ, Σέλιγκερ, Χάινικε και άλλοι, άρχισαν αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους, τις προσπάθειες για να επανακτήσουν την περιουσία της Εταιρίας με τη σκέψη να ξαναρχίσει το έργο και πάλι να κατευθύνεται από κει. Αλλά αυτό αργότερα αποδείχτηκε αδύνατο εξαιτίας τής εχθρικής στάσης των Ρωσικών αρχών.

Ο Αδελφός Φροστ, ο οποίος στο μεταξύ είχε διοριστεί επίσκοπος τμήματος, ζήτησε από τον Βίλλυ Μάκο από το Σααρμπρύκεν, από τον Χέρμαν Σλόμερ και τον Άλμπερτ Βάντρες από το Βισμπάντεν και από τον Αδελφό Φράνκε από το Μάιντς να διοργανώσουν και να αναλάβουν τις εκκλησίες τής περιοχής τής Δυτικής Γερμανίας όπου ήταν περιφερειακοί διευθυντές υπηρεσίας στη διάρκεια της απαγόρευσης.

Συγχρόνως ο Αδελφός Φράνκε προσπαθούσε στην περιοχή τής Στουτγάρδης, να αγοράσει χαρτί για να χρησιμοποιηθεί για εκτύπωση μικρών εκδόσεων της Σκοπιάς. Γίνονταν επίσης διευθετήσεις για ομιλίες που θα μεταδίδονταν από τους ραδιοσταθμούς της Στουτγάρδης, της Φρανκφούρτης και του Σααρμπρύκεν, και θα εφιστούσαν έτσι την προσοχή τού κοινού στο άγγελμα της Βασιλείας. Τέλος ο Αδελφός Φράνκε νοίκιασε δύο χώρους γραφείων στο Βισμπάντεν και μια εβδομάδα αργότερα ένα μικρό χώρο για κατοικία στο ίδιο σπίτι.

Στο τέλος τού 1945 ο Αδελφός Φροστ πήγε στη Στουτγάρδη από το Μαγδεμβούργο και συζήτησε οργανωτικά θέματα με πιστούς αδελφούς που ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν ολοχρόνια υπηρεσία σαν περιοδεύοντες υπηρέτες ή να εργαστούν στο Μπέθελ. Επειδή η Εταιρία ήταν καταχωρημένη στο Μαγδεμβούργο τής Ανατολικής Γερμανίας, φάνηκε αναγκαίο να ανοίξουν ένα καινούργιο γραφείο στη Στουτγάρδη της Δυτικής Γερμανίας.

Σύντομα ο Αδελφός Φροστ πήγε στην Ολλανδία για να συναντήσει τον Αδελφό Νορρ και να μιλήσει προσωπικά μαζί του για πρώτη φορά. Καθ’ οδόν σταμάτησε στο Βισμπάντεν και αφού ο Αδελφός Φράνκε του έδειξε τους δύο νοικιασμένους χώρους γραφείων, αμέσως αποφάσισε να ματαιώσει τα σχέδια για τη Στουτγάρδη και να ανοίξουν το γραφείο στο Βισμπάντεν. Αυτό σήμαινε ότι οι δύο χώροι των γραφείων και η μικρή κατοικία τού Αδελφού Φράνκε θα γίνονταν το σπίτι Μπέθελ, όπου σύντομα ζούσαν και εργάζονταν είκοσι αδελφοί και αδελφές.

Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ο Αδελφός Φράνκε, λόγω της φυλάκισής του, στη διάρκεια του διωγμού, πήρε σαν αποζημίωση από την πόλη τού Βισμπάντεν ένα διαμέρισμα δύο δωματίων στη Βιλελμίνεν Στράσσε νούμερο 42, και έτσι μετακόμισε όχι μόνο ο Αδελφός Φράνκε αλλά και ολόκληρο το Μπέθελ. Το μεγαλύτερο από τα δύο δωμάτια ήταν το σπίτι Μπέθελ. Με την παρ’ αξία καλοσύνη τού Ιεχωβά, μπόρεσαν να νοικιάσουν κι ένα άλλο δωμάτιο στο ίδιο σπίτι, που το είχε μια αδελφή, και αυτό χρησίμευσε σαν γραφείο. Εδώ ήταν που ο Αδελφός Νορρ έκανε την πρώτη του επίσκεψη στους αδελφούς τής Γερμανίας.

Οι αδελφοί είχαν επανειλημμένα επικοινωνήσει με το δήμαρχο και παρά τις υποσχέσεις που τους είχε δώσει για δωμάτια, ακόμη και για ένα ολόκληρο σπίτι, τίποτα δεν είχε γίνει ακόμη. Τώρα λοιπόν επωφελήθηκαν από την επίσκεψη του προέδρου της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, και το ανήγγειλαν με έμφαση σ’ όλους τούς αρμόδιους αξιωματούχους και ιδιαίτερα στο δήμαρχο, ρωτώντας τον τι νόμιζε ότι έπρεπε να πουν στον πρόεδρο της Εταιρίας ο οποίος ήταν Αμερικανός, όταν θα τους ρωτούσε για το χώρο που τους είχε προσφερθεί για να εκτελέσουν τις εργασίες τους. Αναφέρθηκαν στα χρόνια της απαγόρευσης του Χίτλερ και στις μακρές ποινές φυλάκισης, τονίζοντας στους αξιωματούχους την ευθύνη που είχαν αναλάβει εθελοντικά να προσφέρουν αποζημιώσεις για τις αδικίες που είχαν επιβληθεί βίαια πάνω στους Μάρτυρες. Πόσο έκπληκτοι ήταν οι αδελφοί όταν άκουσαν το δήμαρχο να λέει: «Τότε γιατί δεν παίρνετε τη δυτική πτέρυγα του κτιρίου στο Κόλεκ;» Αυτό το κτίριο είχε κατασκευαστεί για να το χρησιμοποιήσει η αεροπορία για στρατώνες, αλλά δεν είχε τελειώσει ούτε είχε χρησιμοποιηθεί πριν από το τέλος του πολέμου. Αυτό ήταν ακριβώς το κτίριο που επιθυμούσαν οι αδελφοί και είχαν προσπαθήσει μερικές φορές να το πάρουν αλλά χωρίς επιτυχία.

Χαρούμενοι γι’ αυτή την πληροφορία, απέβλεπαν με ανυπομονησία στην επίσκεψη του Αδελφού Νορρ, στη διάρκεια της οποίας θα γινόταν το συμβόλαιο και θα υπογραφόταν νόμιμα απ’ αυτόν σαν πρόεδρο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά.

ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΣΤΗ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗ

Και ενώ οι αδελφοί ήταν απασχολημένοι προσπαθώντας να αναδιοργανώσουν τις εκκλησίες και να τις προμηθεύσουν πνευματική τροφή παρά την έλλειψη του χαρτιού, η επιθυμία τους να κάνουν μια μεγάλη συνέλευση όλο και μεγάλωνε. Αλλά η διοργάνωση μιας τέτοιας συνέλευσης εκείνο τον καιρό προϋπέθετε την επίλυση πολλών προβλημάτων, όχι μόνο σχετικά με την έλλειψη τροφίμων και κατάλληλων καταλυμάτων, αλλά επίσης σχετικά και με το γεγονός ότι η Γερμανία είχε διαιρεθεί σε τέσσερις στρατιωτικές ζώνες και ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ταξιδέψει κανείς από τη μια ζώνη στην άλλη. Παρ’ όλα αυτά, ο Αδελφός Φροστ ζήτησε από τον Αδελφό Φράνκε να κάνει διευθετήσεις για μια τουλάχιστον συνέλευση περιοχής σε κάθε ζώνη κατοχής και αν ήταν δυνατόν να γίνει μια απ’ αυτές στη Νυρεμβέργη στην Αμερικανική ζώνη.

Μετά την αποτυχία των πρώτων προσπαθειών, ένας αδελφός πήγε προσωπικά στους αξιωματούχους τής Νυρεμβέργης και πληροφορήθηκε ότι υπήρχε η δυνατότητα να γίνει μια συνέλευση τελικά εκεί. Έγιναν διευθετήσεις για τις 28 και 29 Σεπτεμβρίου. Η ανυπομονησία ανάμεσα στους αδελφούς έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ανακοινώθηκε ότι η στρατιωτική κυβέρνηση μάς είχε προσφέρει τελικά τη χρήση τού Τσέπελινβίζε στη Νυρεμβέργη.

Εκείνο τον καιρό διεξαγόταν στη Νυρεμβέργη η δίκη των λεγόμενων «εγκληματιών πολέμου» και η απόφαση επρόκειτο να ανακοινωθεί στις 23 Σεπτεμβρίου. Αυτή η ημερομηνία είχε καθοριστεί εβδομάδες προηγουμένως και το είχε πληροφορηθεί ο κόσμος.

Όταν έγινε γνωστό ότι μπορούσε να γίνει συνέλευση στη Νυρεμβέργη, οι αδελφοί αποφάσισαν την τελευταία στιγμή να την παρατείνουν μια μέρα έτσι ώστε να τελειώσουν τη Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου. Αφού έγινε νέα τακτοποίηση για τα ειδικά τρένα και για όλες τις άλλες διευθετήσεις για την τρίτη αυτή μέρα τής συνέλευσης, τα ραδιόφωνα και οι εφημερίδες ξαφνικά ανάγγειλαν στον κόσμο ότι οι καταδίκες που είχαν επιβληθεί στην δίκη των εγκλημάτων πολέμου τής Νυρεμβέργης δε θα ανακοινώνονταν παρά μόνο στις 30 Σεπτεμβρίου. Αυτό δημιούργησε προβλήματα, επειδή η Αμερικανική στρατιωτική κυβέρνηση φοβόταν ότι θα μπορούσε να γίνουν διαδηλώσεις στη Νυρεμβέργη και γι’ αυτό το λόγο επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας. Αυτό σήμαινε ότι κανείς από την πόλη δε θα μπορούσε να παρακολουθήσει τη δημόσια ομιλία τη Δευτέρα. Έτσι έγιναν προσαρμογές για την Κυριακή το βράδι στις 7.30΄, οπότε θα έκανε την ομιλία ο Αδελφός Φροστ πάνω στο θέμα «Χριστιανοί στο Πύρινο Χωνευτήρι». Απερίγραπτη ήταν η χαρά των 6.000 παρόντων αδελφών όταν άκουσαν ότι άλλα 3.000 άτομα από τη Νυρεμβέργη ήταν παρόντα για να ακούσουν αυτή την ομιλία.

Μολονότι οι αξιωματούχοι τής Αμερικανικής στρατιωτικής κυβέρνησης στην αρχή προσπάθησαν να εμποδίσουν την τρίτη μέρα της συνέλευσής μας εξαιτίας της ανακοίνωσης των καταδικών των εγκληματιών πολέμου την ίδια μέρα, οι αδελφοί κέρδισαν. Ύστερα από παρατεταμένες διαπραγματεύσεις οι στρατιωτικές αρχές υποχώρησαν. Πώς θα μπορούσαν να εμποδίσουν τους μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι για τόσα πολλά χρόνια είχαν αντισταθεί σ’ εκείνους που τώρα δικάζονταν, από το να τελειώσουν τη συνέλευσή τους με ειρήνη και χωρίς ενόχληση;

Έτσι τη Δευτέρα το πρωί οι αδελφοί στη συνέλευση που είχε το θέμα «Ενισχυμένοι για τη Μεταπολεμική Περίοδο», έζησαν ένα ακόμη αποκορύφωμα όταν έγινε η ομιλία «Άφοβοι Παρά Την Παγκόσμια Συνωμοσία».

Ποιος μπορεί να περιγράψει πώς αισθάνθηκαν οι 6.000 συγκεντρωμένοι αδελφοί όταν αντιλήφθηκαν πώς είχε ο Ιεχωβά χειριστεί τα ζητήματα; Σκεφθείτε, μετά την κατάρρευση του Ναζιστικού καθεστώτος, οι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι έχουν ένα αληθινό άγγελμα ειρήνης για το ανθρώπινο γένος, ήταν οι πρώτοι στους οποίους δόθηκε η άδεια να συγκεντρωθούν σ’ αυτό το μέρος που κάποτε ο Χίτλερ το χρησιμοποιούσε για να κάνει τις παρελάσεις του. Και μπορούμε να φανταστούμε τις αντιδράσεις τους όταν σκέφτονταν το γεγονός ότι εκείνη ακριβώς την τρίτη μέρα της συνέλευσής τους ανακοινώθηκαν καταδίκες θανάτου σ’ εκείνους που αντιπροσώπευαν αυτό το δολοφονικό σύστημα που είχε προσπαθήσει να εξαλείψει τους μάρτυρες του Ιεχωβά; Ο εισηγητής τής συνέλευσης είπε: «Απλώς το να ζούμε τις εμπειρίες αυτής της μέρας, που είναι απλώς μια πρόγευση του θριάμβου τού λαού του Θεού πάνω στους εχθρούς τους στη μάχη τού Αρμαγεδδώνα, άξιζε εννιά χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης». Τη δήλωσή του την πήρε ο τύπος και την κυκλοφόρησε σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Το 1947 οι Αδελφοί Νορρ, Χένσελ και Κόβινγκτον μπόρεσαν να επισκεφθούν τους αδελφούς στη Γερμανία. Στη διάρκεια της επίσκεψής τους έγιναν διευθετήσεις για μια συνέλευση στη Στουτγάρδη, το Σάββατο και την Κυριακή, 31 Μαΐου και 1η Ιουνίου. Επειδή δεν υπήρχαν αίθουσες διαθέσιμες στην πόλη, γιατί όλα είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, διευθετήθηκε ένας τόπος για τη συνέλευση σε κάποιο γειτονικό προάστιο. Σχεδόν 7.000 παρακολούθησαν τη συνέλευση.

Στη διάρκεια αυτής της επίσκεψης ο Αδελφός Νορρ κατάλαβε ότι οι αποστολές ανακούφισης της Εταιρίας σε τρόφιμα και ρουχισμό έπρεπε να συνεχιστούν. Οι αδελφοί τής Ελβετίας είχαν προσφέρει πολλά δώρα με τη μορφή τροφίμων και ρουχισμού για να ανακουφίσουν τους Γερμανούς αδελφούς στην τρομερή ανάγκη τους, δείχνοντας έτσι την αδελφική τους αγάπη. Αλλά ο Αδελφός Νορρ λυπήθηκε τόσο πολύ γι’ αυτούς ώστε αποφάσισε να πει στους αδελφούς στη συνέλευση του Λος Άντζελες που θα γινόταν λίγες εβδομάδες αργότερα για την κατάστασή τους και να τους ενθαρρύνει να συνεισφέρουν τρόφιμα και ρουχισμό. Οι Γερμανοί αδελφοί ωστόσο δεν νοιάζονταν και τόσο πολύ για την κατάστασή τους, επειδή ήταν πολύ ευτυχισμένοι και γεμάτοι ευγνωμοσύνη που ο Ιεχωβά είχε προετοιμάσει αυτό το πνευματικό συμπόσιο γι’ αυτούς, με αποκορύφωμα την παρουσία τού Αδελφού Νορρ ανάμεσά τους.

Όταν ο Αδελφός Νορρ είπε στους αδελφούς στις Ηνωμένες Πολιτείες τις παρατηρήσεις του από τη Γερμανία και τους ενθάρρυνε να συνεισφέρουν τρόφιμα, οι αδελφοί αυθόρμητα ανταποκρίθηκαν με ένα ποσόν 140.000 δολαρίων, ποσό που χρησιμοποιήθηκε για να αγοραστούν 22.000 μεγάλα πακέτα τροφίμων από την οργάνωση CARE και να σταλούν στη Γερμανία. Πρόσφεραν ακόμη 220 τόννους ρουχισμού​—​κουστούμια, φορέματα, εσώρουχα και παπούτσια για άντρες, γυναίκες και παιδιά.

Μόλις ανακοινώθηκε ότι η αποστολή ήταν καθ’ οδό, έγιναν προετοιμασίες στο Μπέθελ για γρήγορη και ομαλή διανομή. Σε ένα προάστιο του Βισμπάντεν νοικιάστηκε ένας χώρος σε ένα πανδοχείο όπου ξεχώρισαν και κατένειμαν το ρουχισμό. Κάθε ευαγγελιζόμενος που ήταν δραστήριος στην υπηρεσία του αγρού για έξι μήνες​—​με άλλα λόγια, που δεν είχε απλώς εμφανιστεί για να πάρει ένα πακέτο​—​καταγράφτηκε, γιατί υπήρχε για καθέναν απ’ αυτούς ένα μεγάλο και πολύτιμο πακέτο τροφίμων.

Η διανομή μόλις είχε αρχίσει όταν βουνά από γράμματα έφτασαν στο γραφείο τού τμήματος με τα οποία οι αδελφοί εξέφραζαν την εκτίμησή τους. Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς με τι εκτίμηση είχαν δεχτεί οι αδελφοί αυτά τα δώρα και πώς ένιωθαν υποχρεωμένοι να ευχαριστήσουν και τον Ιεχωβά και τους δωρητές, τούς αδελφούς τους στην Αμερική. Πολύ συχνά σταματούσαν οι αδελφοί για να σκουπίσουν τα δάκρυα που έφερναν στα μάτια τους αυτά τα γράμματα. Για παράδειγμα, ένας πατέρας, όταν άνοιξε το πακέτο και είδε τα περιεχόμενά του, γονάτισε με τον δωδεκάχρονο γιο του και ευχαρίστησε τον Ιεχωβά γι’ αυτό το στοργικό δώρο από τους αδελφούς του.

Ο Αδελφός Νορρ έκανε επίσης διευθετήσεις για να σταλούν στη Γερμανία σαν δώρο ενάμισι εκατομμύριο αντίτυπα των βιβλίων «Έστω ο Θεός Αληθής», «Ο Νέος Κόσμος» και «Η Αλήθεια Θέλει Σας Ελευθερώσει». Με τα χρήματα που θα μαζεύονταν από την διανομή αυτών των βιβλίων θα υπήρχε μια βάση από την οποία θα μπορούσε να ξαναρχίσει τις εργασίες του το γραφείο. Έτσι ο Ιεχωβά φρόντισε για όλα τα απαραίτητα ώστε το έργο να μπορέσει να έχει και πάλι ένα νέο ξεκίνημα στη Γερμανία.

ΠΡΟΟΔΟΣ ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Το έτος 1948 άρχισε με μια σειρά απεργιών διαμαρτυρίας για την έλλειψη τροφίμων στη νότια Γερμανία και στην περιοχή τού Ρουρ. Οι μερίδες του κρέατος και του λίπους είχαν περιοριστεί ακόμη περισσότερο. Και ενώ η UNO είχε ανακοινώσει ότι ήταν απαραίτητες μερίδες των 2.620 θερμίδων την ημέρα, οι μερίδες που μπορούσε κανείς να προμηθευτεί σε μερικά μέρη ήταν πολύ πιο κάτω από αυτό​—​μόνο 1.000 ή ίσως και 700 ακόμη θερμίδες. Σχεδόν όλοι πεινούσαν και τα πράγματα χειροτέρευαν ακόμη περισσότερο, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα ένα γενικό αίσθημα πικρίας.

Παρ’ όλα αυτά ο λαός τού Ιεχωβά άρχισε το καινούργιο έτος γεμάτος ζήλο και ενθουσιασμό. Έγινε σε κάθε εκκλησία μια ειδική συνάθροιση την 1η Ιανουαρίου με σύνολο παρευρεθέντων 38.682, και στη διάρκεια του ίδιου μήνα ανέφεραν υπηρεσία αγρού 27.056 ευαγγελιζόμενοι, δηλαδή 2.183 περισσότεροι από τον προηγούμενο μήνα. Ήταν ο καιρός για να αρχίσει η ετήσια εκστρατεία της Σκοπιάς, αλλά εμείς εδώ στη Γερμανία εκείνο που χρειαζόμασταν πραγματικά ήταν τα προσωπικά μας τεύχη της Σκοπιάς. Αυτό ήταν το πρόβλημα και ιδιαίτερα λόγω των δυσκολιών που υπήρχαν από την έλλειψη χαρτιού, εκτός από όλες τις άλλες δυσκολίες. Έτσι ο Αδελφός Νορρ έκανε διευθετήσεις και τυπώθηκαν στην Ελβετία αρκετά περισσότερες Σκοπιές και στάλθηκαν στη Γερμανία ώστε στη διάρκεια του Ιανουαρίου, όχι μόνο κάθε ευαγγελιζόμενος να έχει το προσωπικό του τεύχος της Σκοπιάς, αλλά κάθε εκκλησία εφοδιάστηκε με αρκετά τεύχη περισσότερα, πράγμα που έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς που παρακολουθούσαν τακτικά τη μελέτη της Σκοπιάς να έχουν το δικό τους προσωπικό αντίτυπο. Έτσι μας παρεχόταν πνευματική τροφή.

Εκείνο τον καιρό οι περισσότερες Γερμανικές πόλεις δεν ήταν τίποτα περισσότερο από σωροί ερειπίων. Αυτό ίσχυε και για το Κάσσελ· είχε σχεδόν τελείως καταστραφεί και οι πρώτες εκτιμήσεις που έκανε η επιτροπή που είχε συγκροτηθεί για να φροντίσει για το εκκαθαριστικό έργο, ήταν ότι θα χρειάζονταν είκοσι τρία χρόνια για να απαλλαγεί απλώς η πόλη από τα ερείπια. Εδώ ήταν που προγραμματίσαμε να έχουμε μια συνέλευση. Η πόλη δεν μπορούσε να μας δώσει τίποτα άλλο για τη συνέλευσή μας εκτός από το μεγάλο Καρλσβίζε, ένα λιβάδι που είχε περισσότερους από πενήντα μεγάλους κρατήρες από βόμβες. Αλλά οι αδελφοί με την πείρα που είχαν αποκτήσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με χαρά πήγαν να εργαστούν, παρά τα επανειλημμένα σχόλια αμφιβολίας των αξιωματούχων. Χρησιμοποιώντας πρωτόγονες μεθόδους μετέφεραν περίπου 10.000 κυβικά μέτρα πέτρες και μπάζα από τα καταστραμμένα σπίτια τής περιοχής και γέμισαν τους κρατήρες. Αυτό χρειάστηκε σχεδόν τέσσερις εβδομάδες.

Αυτές οι εβδομάδες αποδείχτηκε ότι ήταν δοκιμασία, γιατί μόλις είχαν αρχίσει οι αδελφοί να εργάζονται άρχισε η βροχή και δε σταμάτησε παρά μόνο όταν άρχισε η συνέλευση. Παρ’ όλο που ήταν μουσκεμένοι δεν άφησαν τη σκληρή εργασία ούτε και τη βροχή να τους αποθαρρύνει. Όταν οι άνθρωποι τους έλεγαν ότι θα ήταν αδύνατον να γίνει μια τέτοια συνέλευση στο Καρλσβίζε μ’ αυτόν τον καιρό, αυτοί με αισιοδοξία απαντούσαν ότι όταν θα άρχιζε η συνέλευση ο καιρός θα ήταν καλός.

Ακριβώς όταν είχαν φτάσει στο μέσον των προπαρασκευαστικών εργασιών που προχωρούσαν πολύ γοργά, ανακοινώθηκε μια αναπροσαρμογή στο νόμισμα, πράγμα που έδειχνε ότι θα έπρεπε να περιμένουμε τις πιο δυσάρεστες συνέπειες. Στις 21 Ιουνίου μπήκε σε κυκλοφορία το νέο νόμισμα, και κάθε πολίτης των τριών δυτικών ζωνών έπαιρνε σαράντα μάρκα από το νέο νόμισμα σε ανταλλαγή με εξήντα παλιά μάρκα. Ένα μήνα αργότερα πήραν ακόμη άλλα είκοσι μάρκα. Οι λογαριασμοί στις Τράπεζες περιορίστηκαν στο ένα δέκατο των παλιών ποσών σε παλαιά μάρκα τού Ράιχ και στις περισσότερες περιπτώσεις πάγωσαν προσωρινά.

Η αξία τού νέου νομίσματος φάνηκε σύντομα. Ξαφνικά βρέθηκαν διαθέσιμες για πώληση τεράστιες ποσότητες αγαθών, και πολλά αναγκαία πράγματα που δεν μπορούσε κανείς να τα αποκτήσει επί χρόνια, τώρα μπορούσε να τα αγοράσει στα μαγαζιά. Αλλά οι αδελφοί μας είχαν συναίσθηση των πνευματικών τους αναγκών και ήταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν τα μάρκα τους για να παρακολουθήσουν τη συνέλευση. Πολλοί πούλησαν πολύτιμα είδη όπως φωτογραφικές μηχανές και άλλα αντικείμενα για να καλύψουν τα έξοδα. Το χέρι τού Ιεχωβά δεν μίκρυνε ώστε να μην μπορεί να βοηθήσει εκείνους που έβαζαν πρώτα τα συμφέροντα της Βασιλείας. Σαν παράδειγμα, η Αδελφή Νόιπερτ από το Μόναχο αναφέρει: «Το μελίσσι μου βρισκόταν σε κίνδυνο επειδή δεν είχα ζάχαρη και δεν μπορούσα να αγοράσω γιατί δεν είχα χρήματα, αλλά για μένα το Κάσσελ ήταν πολύ σημαντικό. Και πραγματικά δεν απογοητεύτηκα. Όταν γύρισα βρήκα ότι οι μέλισσές μου είχαν εργαστεί με τέτοιο ζήλο ώστε μπόρεσα να συγκεντρώσω περισσότερα από 1.000 κιλά μέλι εκείνο το χρόνο».

Όταν οι υπεύθυνοι αδελφοί από το γραφείο τού τμήματος έφτασαν στο Κάσσελ τούς υποδέχτηκαν με τα λόγια τού Ησαΐα 12:3: ‘Εν ευφροσύνη θέλετε αντλήσει ύδωρ’. Οι αδελφοί είχαν γράψει αυτά τα λόγια σ’ ένα πανό και το είχαν κρεμάσει στην είσοδο των λιβαδιών. Άλλοι που ήταν ακόμη απασχολημένοι να αντλούν νερό από τους κρατήρες που είχαν απομείνει ώστε να μπορέσει να στεγνώσει το έδαφος πιο γρήγορα, τους υποδέχτηκαν με τη δική τους παραλλαγή αυτού του εδαφίου: ‘Με αντλίες θέλετε αντλήσει ύδωρ’.

Δεκαεφτά ειδικά τρένα κατέφτασαν στο Κάσσελ, και την Παρασκευή το πρωί, ύστερα από εβδομάδες καταρρακτώδους βροχής, ο ήλιος έλαμψε σε ένα καθαρό γαλανό ουρανό πάνω στους 15.000 και πλέον που παρακολουθούσαν. Οι παρόντες έφτασαν τους 17.000 τη δεύτερη μέρα και το αποκορύφωμα έγινε στη δημόσια ομιλία όταν οι παρευρισκόμενοι έφτασαν τους 23.150, χωρίς να υπολογίσουμε τα πλήθη των πολιτών τού Κάσσελ που στέκονταν στους δρόμους γύρω από τους χώρους τής συνέλευσης. Οι εφημερίδες του Κάσσελ μιλούσαν για «25.000 με 30.000 ανθρώπους στα Λιβάδια Καρλ».

Ακόμη και ο δήμαρχος παραβρέθηκε και έκανε μια σύντομη ομιλία προς τους αδελφούς, των οποίων το έργο τον είχε βαθιά εντυπωσιάσει. Επικρατούσε καλός καιρός και ο Καθολικός διοικητής της αστυνομίας είπε στους αδελφούς όταν επισκέφθηκε το χώρο της συνέλευσης τη δεύτερη μέρα: «Φαίνεται πως τα έχετε καλά με εκείνον που είναι εκεί ψηλά!» Ύστερα μετά από μια παύση πρόσθεσε: «Καλύτερα απ’ όσο εμείς».

Ένα από τα πολλά εξέχοντα σημεία αυτής της συνέλευσης ήταν ότι ο καθένας από τους παρόντες πήρε ένα δωρεάν αντίτυπο του βιβλίου «Η Αλήθεια Θέλει Σας Ελευθερώσει» και δύο αντίτυπα του βιβλιαρίου Η Χαρά Όλων των Λαών. Ένα άλλο εξέχον σημείο ήταν η υπηρεσία αγρού. Οι αδελφοί μεταφέρθηκαν με ειδικά τρένα να εργαστούν σ’ όλες τις πόλεις τής περιοχής, και έφτασαν μέχρι το Πάντερμπορν, ώστε αυτή η πόλη του επισκόπου καλύφθηκε πλήρως σε μια μόνο μέρα. Σ’ αυτή τη συνέλευση βαφτίστηκαν 1.200 νέοι αδελφοί και αδελφές.

Το αποτέλεσμα της προθυμίας τού λαού τού Ιεχωβά να βάζει τα πνευματικά συμφέροντα πρώτα ήταν ειρήνη, ενότητα και αύξηση. Στη διάρκεια του Ιουλίου, του μήνα τής συνέλευσης, ανέφεραν υπηρεσία 33.741 ευαγγελιζόμενοι και τον Αύγουστο έφτασαν τους 36.526. Το υπηρεσιακό έτος έκλεισε με αύξηση 83 τα εκατό. Οι εκκλησίες αυξήθηκαν, και στις 15 Οκτωβρίου έγινε μια νέα διαίρεση περιοχών που ήταν τώρα εβδομήντα.

Το 1948 ήταν επίσης το έτος που εγκαταστάθηκαν στο Μπέθελ του Βισμπάντεν τα πρώτα επίπεδα πιεστήρια. Επειδή συγχρόνως είχε φτάσει μια μεγάλη ποσότητα χαρτιού σαν δώρο από το Μπρούκλυν, υπήρχε η δυνατότητα να αρχίσουμε να τυπώνουμε σε μεγάλη κλίμακα. Δυο μηχανές δούλευαν μέρα και νύχτα για πολύ καιρό. Αλλά πολλοί κοσμικοί ήταν περίεργοι για το πώς μπορέσαμε να αποκτήσουμε αυτές τις δυο μηχανές επειδή καμιά βιομηχανία δε μπορούσε να τις κατασκευάσει εκείνο τον καιρό. Ήταν πιεστήρια που ανήκαν σε έναν πρώην εκατομμυριούχο και είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές σε έναν βομβαρδισμό τού Ντάρμσταντ. Μετά το 1945 τα μεταλλικά τμήματά τους ξεθάφτηκαν από τα ερείπια από το άτομο αυτό και τον διευθυντή τού γραφείου του και μεταφέρθηκαν στο εργοστάσιο στο Γιοχάνισμπεργκ στο Ρήνο όπου είχαν αρχικά κατασκευαστεί. Ευτυχισμένοι που είχαν εργασία για τους εργάτες τους, αποκατέστησαν πλήρως αυτά τα μηχανήματα. Στο μεταξύ η γραμματέας αυτού του κάποτε πλούσιου τυπογράφου, η οποία σύντομα έγινε σύζυγός του, έμαθε την αλήθεια και χρησιμοποίησε την επιρροή της ώστε να πουλήσει αυτός ο άνθρωπος στην Εταιρία τις μηχανές σε μια απίστευτα χαμηλή τιμή.

Αλλά και πριν απ’ αυτό οι αδελφοί είχαν μπορέσει για ενάμισι χρόνο να παράγουν περίπου τέσσερις χιλιάδες με έξι χιλιάδες περιοδικά κάθε μήνα σε μια μικρή τυπογραφική εγκατάσταση στην Καρλσρούη. Αυτή η εγκατάσταση ήταν ένα πρώην Εθνικοσοσιαλιστικό εργοστάσιο και καταλήφθηκε από τις Αμερικανικές δυνάμεις κατοχής για να τεθεί στη διάθεση ατόμων που είχαν διωχθεί από το καθεστώς των Ναζί. Επειδή τα μέλη τού Μπέθελ ανήκαν σ’ αυτή την κατηγορία, αυτή η μικρή τυπογραφική εγκατάσταση παραδόθηκε σ’ αυτούς για χρήση με την προϋπόθεση ότι θα αναλάμβαναν οι ίδιοι τη διαχείριση. Την ευθύνη τής διαχείρισης ανέλαβε ο Έρβιν Σβάφερτ και φρόντιζε ώστε να τυπώνονται εκεί Σκοπιές μέχρις ότου μπορέσουμε να συνεχίσουμε το έργο σε δικό μας εργοστάσιο.

Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα ήταν η διανομή. Μολονότι οι ευαγγελιζόμενοι αυξάνονταν κάθε μήνα, η στρατιωτική κυβέρνηση δεν μπορούσε να μας δώσει περισσότερο χαρτί. Έτσι ήμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε κάθε μήνα καινούργια σχέδια διανομής σύμφωνα με τα οποία θα προσφερόταν σε κάθε έξι ή επτά ευαγγελιζόμενους ένα τεύχος Σκοπιάς. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ο Αδελφός Νορρ έκανε κάθε προσπάθεια για να καταχωρηθεί νομικά η Εταιρία στο Βισμπάντεν σαν παράρτημα της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά τής Πενσυλβανίας. Έτσι θα μπορούσαμε πιο γρήγορα να προμηθευόμαστε χαρτί από το εξωτερικό για να μπορούμε να ανταποκριθούμε στις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες των αδελφών για έντυπα μελέτης. Αλλά οι αδελφοί χρειάζονταν επίσης έντυπα για το έργο από σπίτι σε σπίτι. Μέχρι το 1948 υπήρχαν ελάχιστα έντυπα στη διάθεση των αδελφών, κυρίως βιβλιάρια, και αυτά τα δάνειζαν στους ανθρώπους για μια ή δυο εβδομάδες.

Το 1949, η αύξηση της ποσότητας του χαρτιού μάς έδωσε τη δυνατότητα να αυξήσουμε και την εκτύπωση των εντύπων σημαντικά. Από το τεύχος της Σκοπιάς τής 1ης Ιανουαρίου 1949 τυπώθηκαν 40.000 αντίτυπα και αυτός ο αριθμός μεγάλωσε και έφτασε τις 80.000 αντίτυπα για το τεύχος τής 15ης Απριλίου, 100.000 για το τεύχος τής 1ης Μαΐου και 150.000 για το τεύχος τής 15ης Μαΐου.

Και ενώ στον εορτασμό τής Ανάμνησης του 1947 παραβρέθηκαν συνολικά και στις τέσσερις ζώνες τής Γερμανίας 35.840 άτομα, ένα χρόνο αργότερα παραβρέθηκαν 48.120 και το 1949 ο αριθμός των παρόντων στην Ανάμνηση είχε φτάσει τους 64.537. Αλλά και εδώ επίσης υπήρχαν μερικές φορές προβλήματα που έπρεπε να λυθούν. Για παράδειγμα στο Χολτσχάιμ κοντά στο Κέμπινγκεν ο εορτασμός τής Ανάμνησης του 1948 έγινε κάτω από αστυνομική «προστασία». Πώς συνέβη αυτό; Ο Αδελφός Ευγένιος Μύλαϊς εξηγεί: «Στον ευαγγελικό λειτουργό είχε απαγορευτεί να εορτάσει τον αναμνηστικό δείπνο στην Ευαγγελική Εκκλησία επειδή είχε προκύψει μια επιδημία τύφου στην περιοχή. Ο διευθυντής τού σχολείου όπου σχεδιάζαμε να κάνουμε τον εορτασμό τής Ανάμνησης προσπάθησε τώρα να εμποδίσει κι εμάς. Το υπουργείο υγείας μάς είχε δώσει την άδεια αλλά είχε βάλει μερικούς περιορισμούς στους οποίους έπρεπε να υπακούσουμε για να εμποδιστεί η εξάπλωση της λοιμώδους νόσου. Έστειλαν μάλιστα έναν αστυνομικό να παρακολουθήσει την Ανάμνησή μας για να βεβαιωθούν ότι αυτοί οι περιορισμοί θα τηρούνταν».

Στις αρχές τού 1949 οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις στο Βισμπάντεν επεκτάθηκαν· λειτουργούσαν οχτώ πιεστήρια και δύο απ’ αυτά λειτουργούσαν μέρα και νύχτα. Μέσα στο έτος στάλθηκαν από το Μπρούκλυν περίπου ενάμισι εκατομμύριο δεμένα βιβλία, η διανομή των οποίων έθεσε τη βάση για νέες επανεπισκέψεις και Γραφικές μελέτες. Οι τάξεις των ευαγγελιζομένων πύκνωναν από μήνα σε μήνα, με 43.820 τον Αύγουστο του 1949. Είχαμε επιτύχει μια αύξηση 33 τα εκατό σε ευαγγελιζομένους για εκείνο το υπηρεσιακό έτος.

ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Εντελώς διαφορετική ήταν η εξέλιξη του έργου στην Ανατολική Γερμανία και στον Ανατολικό τομέα τής πόλης τού Βερολίνου που στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου είχαν καταληφθεί από τη Σοβιετική Ρωσία και κυβερνούνταν από την Σοβιετική στρατιωτική διοίκηση. Πολλοί από τους στρατιωτικούς αξιωματούχους δεν ήξεραν και πολλά για τους μάρτυρες του Ιεχωβά παρά μόνο ότι είχαν υποστεί κτηνώδη διωγμό από τους Ναζί. Στην αρχή είχαμε συγκριτικά λίγες ενοχλήσεις αλλά καθώς οι εκκλησίες άρχισαν να ευημερούν και πολλοί άνθρωποι άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για το άγγελμα της Βασιλείας, η Σοβιετική στρατιωτική διοίκηση άρχισε να βλέπει με υποψία το έργο μας, αφού φαινόταν ότι ξέφευγε από τον έλεγχό της. Συχνά στις δημόσιες συναθροίσεις μας υπήρχαν μεγαλύτερα πλήθη από ό,τι στις πολιτικές συγκεντρώσεις του Κομμουνιστικού κόμματος, που κατευθυνόταν από τη στρατιωτική κυβέρνηση.

Οι ντόπιοι Σοβιετικοί αξιωματούχοι άρχισαν φανερά να περιορίζουν τις δραστηριότητες των εκκλησιών και των ευαγγελιζομένων μεμονωμένα. Μερικοί από τους κληρικούς τού Χριστιανικού κόσμου βρήκαν την ευκαιρία τους να φανούν καλοί φίλοι των Κομμουνιστών. Κατηγόρησαν ψέματα τους αδελφούς ότι εναντιώνονταν στις αρχές και ότι με το να κηρύττουν τη βασιλεία τού Θεού σαν τη μόνη ελπίδα των ανθρώπων επηρέαζαν τον κόσμο σε ένα είδος παθητικής αντίστασης στην προσπάθεια ανόρθωσης της ερειπωμένης οικονομίας από τη στρατιωτική κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας.

Αυτές οι παρενοχλήσεις ανάγκασαν τους αδελφούς που εργάζονταν στο γραφείο τής Εταιρίας στο Μαγδεμβούργο να αποταθούν στα κεντρικά γραφεία τής Σοβιετικής στρατιωτικής διοίκησης που βρίσκονταν στο Ανατολικό Βερολίνο. Στην αρχή οι προσπάθειές τους αντιμετωπίστηκαν σύμφωνα με τη γενική τακτική που υπήρχε τότε «τίποτα δεν απαγορεύεται, τίποτα δεν επιτρέπεται». Αλλά οι αδελφοί τελικά μπόρεσαν να πάρουν ένα πιστοποιητικό από την κεντρική διοίκηση ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά λειτουργούσαν νόμιμα. Όταν παρουσίαζαν αυτό το πιστοποιητικό στα μέρη όπου δημιουργούνταν παρενοχλήσεις βοηθούσε μερικές φορές, αλλά άλλοι αξιωματούχοι φαίνεται ότι πίστευαν ότι η κεντρική διεύθυνση ήταν πολύ μακριά και ότι αυτοί οι ίδιοι ήταν τα αφεντικά.

Μετά τον πόλεμο, το Βερολίνο, η πρώην πρωτεύουσα του Γερμανικού Ράιχ, διαιρέθηκε σε τέσσερις τομείς από τους τέσσερις νικητές συμμάχους με εν μέρει ανεξάρτητη και εν μέρει αμοιβαία κυβερνητική διοίκηση. Οι διαφωνίες έγιναν έντονες όταν οι Ρώσοι επέβαλαν αποκλεισμό στους Δυτικούς τομείς τού Βερολίνου μετά την οικονομική αναπροσαρμογή που άρχισε το 1948. Οι Δυτικοί σύμμαχοι διέσπασαν τον αποκλεισμό χρησιμοποιώντας όπως είχαν δικαίωμα τους αεροπορικούς διαδρόμους που δεν υπέκειντο σε έλεγχο, εφοδιάζοντας έτσι τον πληθυσμό των τριών τομέων με τα αναγκαία τής ζωής χρησιμοποιώντας μια «αερογέφυρα». Όταν τελικά επιτεύχθηκε συμφωνία και οι Ρώσοι κατάργησαν τον αποκλεισμό, το Βερολίνο ήταν οριστικά μια διαιρεμένη πόλη, το Ανατολικό Βερολίνο κάτω από Κομμουνιστικό έλεγχο και το Δυτικό Βερολίνο με ορισμένους δεσμούς προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας.

Το 1948 προγραμματιζόταν να γίνει στη Λιψία μια συνέλευση περιφέρειας, αλλά οι Ρωσικές στρατιωτικές αρχές αρνήθηκαν να δώσουν άδεια. Έγιναν τότε σχέδια να χρησιμοποιήσουμε το Βαλντμπύνε (Θέατρο του Δάσους) που βρισκόταν σε μια θαυμάσια περιοχή στον Βρετανικό τομέα τού Βερολίνου. Οι δυσκολίες ήταν αναρίθμητες. Εκτός από την αλλαγή τού νομίσματος και τον κακό καιρό, το πιο σπουδαίο πρόβλημα ήταν, Πώς θα μπορέσουν οι χιλιάδες των ατόμων από ολόκληρη την Ανατολική Γερμανία να φτάσουν στην αποκλεισμένη πόλη τού Βερολίνου; Τελικά πήραμε άδεια να χρησιμοποιήσουμε ειδικά τρένα που θα έφταναν μέχρι μέσα στην πόλη και έτσι παρά την κρίσιμη πολιτική κατάσταση σχεδόν 14.000 συγκεντρώθηκαν την πρώτη μέρα τής συνέλευσης. Την τρίτη μέρα οι παρόντες ήταν πάνω από 16.000 και το απόγευμα της Κυριακής παρακολούθησαν τη δημόσια ομιλία πάνω από 25.000 άτομα. Οι νέοι ευαγγελιζόμενοι που συμβόλισαν την αφιέρωσή τους με το βάφτισμα έφτασαν τους 1.069. Ο Ιεχωβά αποδείχτηκε ελεήμων οικοδεσπότης που προετοίμασε το τραπέζι των παχέων πραγμάτων για το λαό του ακριβώς στην καρδιά τής διαμάχης ανάμεσα στα δύο μπλοκ των εθνών.

Αλλά τι είχε γίνει η περιουσία τής Εταιρίας στο Μαγδεμβούργο στην Κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία; Τα κτίρια στην οδό Βαχτουρμστράσσε 17–19 είχαν επιστραφεί το 1945 αμέσως μετά το τέλος τού πολέμου και είχαν επισκευαστεί κατά τα 95 τα εκατό, ενώ το κτίριο που βρισκόταν στην οδό Λάιπτσιγκερ είχε επισκευαστεί κατά 90 τα εκατό. Οι αδελφοί μας είχαν ξαναχτίσει το καταστραμμένο κτίριο προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες τους χωρίς πληρωμή. Η κυβέρνηση της Σαξονίας με απόφαση που εξέδωσε στις 24 Ιουνίου 1949, επέστρεψε την υπόλοιπη περιουσία που βρισκόταν στην οδό Φούξμπεργκ 5–7 και Βαχτουρμστράσσε 1–3 στην Εταιρία. Εκείνο το μήνα οι ευαγγελιζόμενοι για τους οποίους ήταν υπεύθυνο το γραφείο τμήματος του Μαγδεμβούργου της Ανατολικής Γερμανίας έφτασαν τους 16.960.

Υπήρχε μεγάλη δίψα για την αλήθεια τής Αγίας Γραφής. Οι περιοδεύοντες επίσκοποι αναφέρουν ότι συχνά ήταν παρόντα στις δημόσιες συναθροίσεις 100–150 άτομα σε εκκλησίες που είχαν μόνο 30–40 ευαγγελιζόμενους. Στις μεγάλες πόλεις οι παρόντες στις ομιλίες συχνά έφταναν και ξεπερνούσαν τα χίλια άτομα. Υπήρχαν επίσης πολλές Γραφικές μελέτες· σε μια εκκλησία οι ευαγγελιζόμενοι είχαν κατά μέσον όρο 3,8 Γραφικές μελέτες. Οι περιοδεύοντες επίσκοποι συχνά αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο έργο τους. Μερικοί απ’ αυτούς κυκλοφορούσαν με παλιά δανεισμένα ποδήλατα, μερικά από τα οποία δεν είχαν ούτε καν λάστιχα αλλά μόνο τη μεταλλική στεφάνη. Και είχαν μεγάλες αποστάσεις να ταξιδεύουν. Υπήρχε επίσης το πρόβλημα των δελτίων τροφίμων. Ένας επίσκοπος περιοχής αναφέρει ότι το πιστοποιητικό που του είχε προμηθεύσει ένα γραφείο εργασίας και που τον χαρακτήριζε σαν «κήρυκα» δεν παρατάθηκε, πράγμα που σήμαινε ότι έμεινε χωρίς δελτίο τροφίμων.

Ένας άλλος επίσκοπος περιοχής αναφέρει τα εξής: «Υπήρχαν μερικοί κατάσκοποι σε κάθε ομιλία. Κάποτε οι αδελφοί δεν ήταν βέβαιοι για έναν άντρα ο οποίος παρουσιάστηκε με πολιτικά ρούχα. Πριν αρχίσει η ομιλία τον πλησίασα και τον ρώτησα: ‘Με συγχωρείτε κύριε αξιωματικέ μπορείτε να μου πείτε την ακριβή ώρα;’ Βεβαίως μου την είπε και επειδή δεν φάνηκε να εκπλήσσεται που τον είχα ονομάσει έτσι καταλάβαμε ότι ήταν αστυνομικός με πολιτικά ρούχα».

Η εχθρότητα των Ρώσων και των Γερμανών Κομμουνιστών αξιωματούχων συνέχισε να μεγαλώνει. Και πάλι προγραμματίστηκε μια συνέλευση περιφερείας για τους αδελφούς που ζούσαν στην Ανατολική Γερμανία η οποία θα γινόταν στο Βαλτμπύνε του Βερολίνου από τις 29 ως τις 31 Ιουλίου 1949. Αυτή η συνέλευση έγινε κάτω από την σκιά των νεφών τού διωγμού που όλο και μεγάλωναν, αλλά έδειχνε και την απόφαση των αδελφών μας να εξακολουθήσουν να υπηρετούν τον Ιεχωβά ολοκάρδια. Οι προετοιμασίες έγιναν όσο το δυνατόν πιο ήσυχα και αθόρυβα. Ήδη είχαν γίνει μερικές επιθέσεις Κομμουνιστών εναντίον της θρησκευτικής ελευθερίας στην Ανατολική Γερμανία. Για παράδειγμα, μια συνέλευση περιοχής στη Σαξονία ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή και η βία που ξέσπασε άφησε μερικούς από τους Μάρτυρες τραυματισμένους.

Είχαμε καταφέρει να μας διαθέσουν οχτώ ειδικά τρένα. Περίπου 8.000 άτομα είχαν ήδη πληρώσει περισσότερα από 100.000 Γερμανικά μάρκα για εισιτήρια όταν μόλις λίγες ώρες πριν από την αναχώρηση, η αναχώρηση ακυρώθηκε. Η διεύθυνση των σιδηροδρόμων αρνήθηκε να επιστρέψει τα χρήματα των εισιτηρίων παρά μόνο ύστερα από δυο εβδομάδες. Χιλιάδες Μάρτυρες περίμεναν στους σταθμούς για τα ειδικά τρένα, μόνο για να ακούσουν ότι είχαν ακυρωθεί. Η αστυνομία έκλεισε όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στο Βερολίνο και ερευνούσε όλα τα αυτοκίνητα, τα λεωφορεία και τα φορτηγά για να βρει όσους πήγαιναν στη συνέλευση. Αλλά το βράδι τής πρώτης μέρας τής συνέλευσης υπήρχαν τουλάχιστον 16.000 άτομα παρόντα. Στη δημόσια ομιλία τής Κυριακής παραβρέθηκαν περισσότεροι από 33.000. Οι μοχθηρές επιθέσεις και προσπάθειες του εχθρού το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να δοθεί μια τεράστια μαρτυρία εναντίον τους.

Τα δικτατορικά μέτρα που πήραν εναντίον μας σύντομα έγιναν γνωστά και, μολονότι δε ζητήθηκε από τον τύπο, παρουσιάστηκαν πολλοί δημοσιογράφοι για να γράψουν εντυπωσιακές ιστορίες για τις προσπάθειες των Κομμουνιστών να εμποδίσουν τους Μάρτυρες να φτάσουν στο Βερολίνο. Το Σάββατο το βράδι ο επίσκοπος τμήματος, ο Έριχ Φροστ, διάβασε μια απόφαση προς τα συγκεντρωμένα πλήθη, η οποία μεταδόθηκε το ίδιο βράδι από τον RIAS, τον Αμερικανικό ραδιοσταθμό τού Βερολίνου. Ο Αδελφός Φροστ υπογράμμισε τη θαρραλέα τους στάση με τα λόγια: «Είναι ο Μπολσεβικισμός καλύτερος από τα άλλα συστήματα; Μήπως οι Κομμουνιστές πιστεύουν ότι πρέπει να τελειώσουν ό,τι άρχισε ο Χίτλερ; Δε φοβόμαστε τους Κομμουνιστές όπως δεν φοβηθήκαμε και τους Ναζί!»

Η απόφαση που ψηφίστηκε στη συνέλευση περιφέρειας του Βερολίνου περιλάμβανε μια έντονη διαμαρτυρία εναντίον των αντιδημοκρατικών και αντισυνταγματικών περιορισμών και απαγορεύσεων των θρησκευτικών υπηρεσιών στη Σαξονία και την κατάσχεση των χώρων που χρησιμοποιούνταν γι’ αυτό το σκοπό. Αυτή η απόφαση μαζί με ένα συνοδευτικό γράμμα με ημερομηνία 3 Αυγούστου στάλθηκε στην ανώτατη Σοβιετική στρατιωτική διοίκηση της Γερμανίας στο Βερολίνο. Αντίγραφα στάλθηκαν επίσης σε 4.176 εξέχοντες δημόσιους αξιωματούχους ή σε άτομα που είχαν σχέση με εφημερίδες, ραδιοσταθμούς, πρακτορεία ειδήσεων κ.ο.κ., τόσο στο Βερολίνο όσο και στην Δυτική και Ανατολική Γερμανία. Έτσι όλοι πληροφορήθηκαν για τις μεθόδους των Κομμουνιστών και για τη σταθερότητα των αληθινών Χριστιανών. Τον Αύγουστο, ένα μήνα μετά τη συνέλευση, οι μάρτυρες του Ιεχωβά της Ανατολικής Γερμανίας έφτασαν σε ένα νέο ανώτατο όριο ευαγγελιζομένων, με 568 περισσότερους από κάθε άλλη φορά!

Η υποκίνηση της εκστρατείας εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά εξακολούθησε να αυξάνει όλο και περισσότερο. Οι θρησκευτικές ελευθερίες περιορίζονταν όλο και περισσότερο. Επιβλήθηκαν απαγορεύσεις στη διεξαγωγή Γραφικών μελετών, οι αστυνομικοί διέκοπταν τις θρησκευτικές συναθροίσεις, οι αδελφοί απολύονταν από τις δημόσιες ή τις δημοτικές υπηρεσίες εξαιτίας τής θρησκείας τους. Μια αίτηση που ζητούσε την εγγύηση αληθινής θρησκευτικής ελευθερίας υποβλήθηκε στην κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας στις 18 Φεβρουαρίου 1950. Το αποτέλεσμα ήταν περισσότερες περιπτώσεις αντισυνταγματικής διάλυσης θρησκευτικών συναθροίσεων, κατάσχεσης εντύπων και σύλληψης αρκετών ηγετικών διακόνων. Στις 27 Ιουνίου 1950, υποβλήθηκε στην κυβέρνηση μια άλλη αίτηση από τους μάρτυρες του Ιεχωβά της Ανατολικής Γερμανίας, που απευθυνόταν στον Πρωθυπουργό Όττο Γκρότεβολ. Αλλά τότε το σκληρό χέρι τού Κομμουνισμού κατάφερε σκληρό πλήγμα.

Νωρίς το πρωί της 30ής Αυγούστου 1950, Κομμουνιστικές αστυνομικές δυνάμεις κάτω από την διοίκηση δύο Ρώσων αξιωματικών όρμησαν στο Μπέθελ του Μαγδεμβούργου. Συνέλαβαν όλους τούς άντρες αδελφούς εκτός από έναν, τον οποίον άφησαν σαν «επιστάτη». Το γράμμα από το Υπουργείο Εσωτερικών που ειδοποιούσε την Εταιρία Σκοπιά του Μαγδεμβούργου για την απαγόρευση είχε ημερομηνία 31 Αυγούστου. Αλλά η αστυνομία δεν έδωσε αυτό το γράμμα στον μοναδικό αδελφό που είχε απομείνει, τον «επιστάτη», παρά μόνο στις 3 Σεπτεμβρίου.

Αδελφές τού Μπέθελ που ήταν αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν τι συνέβη το πρωί της 30ής Αυγούστου: «Γύρω στις 5 το πρωί χτύπησε το κουδούνι του συναγερμού. Ντύθηκα γρήγορα. . . . Καθώς άνοιξα την πόρτα για να κατεβώ τη σκάλα, βρέθηκα μπροστά σε δύο αστυνομικούς που είπαν ότι έπρεπε να μείνω στο δωμάτιό μου. Ύστερα ο ένας από τους αξιωματικούς ήρθε μέσα και μου είπε να ανοίξω την ντουλάπα. Αρνήθηκα μέχρις ότου μου έδειξε την ταυτότητά του. Καταξέσχισαν τα πάντα. . . .» Πώς μπόρεσε η αστυνομία να μπει στο Μπέθελ; Μια άλλη αδελφή μάς λέει: «Κοιτούσα έξω από το παράθυρο του δωματίου 23 και είδα έναν αστυνομικό να σκαρφαλώνει πάνω από την κεντρική πόρτα. Άλλοι αστυνομικοί είχαν ήδη μπει μέσα. Ο νυχτερινός φύλακας είχε αρνηθεί να τους ανοίξει. Υπολογίζω ότι υπήρχαν τουλάχιστον 25 με 30 αστυνομικοί και κανένας απ’ αυτούς δε φορούσε στολή».

Η Αδελφή Μπέντερ, η οποία υπηρετούσε εκείνο τον καιρό στο Μπέθελ τού Μαγδεμβούργου, αναφέρει την πείρα της: «Στις 30 Αυγούστου 1950, μεταξύ 4 και 5 το πρωί ήρθε η αστυνομία τής Ανατολικής Γερμανίας στο Μπέθελ. Όλοι υποχρεώθηκαν να μείνουν στα δωμάτιά τους, αλλά εγώ γύρω στις 10 η ώρα γλίστρησα απαρατήρητη έξω από το Μπέθελ κατεβαίνοντας από τη σκάλα κινδύνου από το μπαλκόνι τού πρώτου ορόφου και σκαρφαλώνοντας πάνω από το φράχτη που υπήρχε ανάμεσα στο Μπέθελ και στο γειτονικό σπίτι. Μολονότι είδα την αστυνομία στο δρόμο, βγήκα από το διπλανό σπίτι αδιάφορα και πήγα στο σπίτι ενός αδελφού όπου φυλάσσονταν μερικά έγγραφα της Εταιρίας. Τα πήρα κι ένας αδελφός με πήγε με το αυτοκίνητο στο Βερολίνο». Μ’ αυτό τον τρόπο σώθηκαν μερικά από τα αρχεία.

Όλα τα έντυπα κατασχέθηκαν και τα πήραν μαζί με το φορτηγό της Εταιρίας. Το ίδιο συνέβη και με το απόθεμα τροφίμων που υπήρχε στην κουζίνα. Μόνο στις αδελφές επέτρεψαν να κρατήσουν τα δελτία τους τροφίμων. Μια αυτόπτης μάρτυς αναφέρει: «Στο μεταξύ, καθώς εμείς παρατηρούσαμε αυτοί είχαν πάρει αθόρυβα τους αδελφούς δυο⁠–⁠δυο. . . .»

Είχε αρχίσει ένα κύμα διωγμού. Όταν ήρθαν να τον συλλάβουν, ένας αδελφός υποδέχτηκε την αστυνομία ντυμένος με τα ριγέ «ρούχα της ζέβρας» που είχε αναγκαστεί να φοράει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί! Έγιναν μερικές παρωδίες δίκης και για μια ακόμη φορά το έργο των μαρτύρων του Ιεχωβά βρέθηκε κάτω από την επιφάνεια.

Ο Λόθαρ Βάγκνερ ήταν ένας από τους αδελφούς που καταδικάστηκε σε μακροχρόνια φυλάκιση το 1950. Ο ίδιος περιγράφει ζωηρά πώς μπόρεσε να κρατήσει την ακεραιότητά του στη διάρκεια των επτά ετών φυλάκισης στην απομόνωση:

«Στις 30 Αυγούστου 1950, με συνέλαβαν στο Πλάου του Μέκλενμπουργκ και στις 4 Οκτωβρίου 1950 καταδικάστηκα από το ανώτατο δικαστήριο της Λαϊκής Δημοκρατίας τής Γερμανίας στο Βερολίνο σε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση. Λόγω της αναταραχής στην Ουγγαρία το 1956 η ποινή μειώθηκε στα δέκα χρόνια.

«Αυτά τα δέκα χρόνια (και έξι εβδομάδες κράτησης μέχρι την ανάκριση που δεν αφαιρέθηκαν από την ποινή) τα πέρασα στη φυλακή του Βραδεμβούργου⁠–⁠Γκέρντεν. Από κει απελευθερώθηκα στις 3 Οκτωβρίου 1960.

«Απ’ αυτά τα χρόνια τα εφτά τα πέρασα στην απομόνωση. Τα πρώτα τρία χρόνια η μόνη επαφή που είχα με τον έξω κόσμο ήταν ένα γράμμα σε μισή σελίδα χαρτιού που αποτελούνταν από 15 γραμμές, που μου επέτρεπαν να γράφω και να παίρνω κάθε μήνα​—​με την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενο θα το ενέκρινε η αστυνομία. Μέχρι το 1958 η εργασία θεωρούνταν προνόμιο​—​και έτσι δε μου επιτρεπόταν να εργαστώ. Από το 1958 η εργασία θεωρούνταν ποινή​—​και από τότε με υποχρέωναν να εργαστώ.

«Όταν είναι κανείς σε απομόνωση για τόσα πολλά χρόνια υπάρχει ένας κύριος εχθρός, ανάμεσα στις άλλες ανησυχίες, εναντίον τού οποίου έχεις να παλέψεις​—​ο χρόνος. Ο χρόνος πρέπει να νικηθεί.

«Έλυσα αυτό το πρόβλημα του χρόνου με τον εξής τρόπο: Η ενότητα ισχυροποιεί, αυτό ισχύει επίσης και για το χρόνο. Αν ολόκληρο το διάστημα της φυλάκισης που ήταν συνολικά δεκαπέντε χρόνια θεωρηθεί σαν μια μονάδα, μπορεί κανείς σχεδόν να συντριφτεί από αυτόν τον όγκο τού χρόνου, επειδή απλώς είναι πέρα από τη φαντασία μας και βλέπουμε αυτό το τεράστιο διάστημα του χρόνου σαν ένα τέρας. Πρέπει κανείς να προσπαθήσει να επιβληθεί και να υποτάξει το χρόνο. Όταν οι κυβερνήτες αυτού του κόσμου προσπαθούν να κυβερνήσουν ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων και δεν μπορούν να τα καταφέρουν, τότε συχνά ακολουθούν την αρχή: διαίρει και βασίλευε!

«Όσον αφορά λοιπόν το χρόνο εγώ εφάρμοσα αυτή την αρχή· διαίρεσα το χρόνο. Τον υπολόγισα όχι με χρόνια ή μήνες ούτε καν με εβδομάδες ή μέρες αλλά μόνο με ώρες. Το πρωί στις 7 η ώρα δε ρωτούσα τον εαυτό μου: Τι θα κάνω σήμερα; αλλά, Τι θα κάνω μέχρι τις 9 η ώρα;

«Ξαφνικά όλα φάνηκαν διαφορετικά. Μια ή δυο ώρες δεν ήταν τρομακτικές. Μπορούσα εύκολα να επιβληθώ σ’ αυτό το διάστημα. Αλλά υπήρχε κι ένα άλλο πρόβλημα: Με τι θα γέμιζα το χρόνο μου; Χαρτί και μολύβι δεν επιτρεπόταν. Η μόνη πραγματική απασχόληση ήταν να διατηρώ το κελί καθαρό και να τρώω. Κι αν ακόμη τα κάνει κανείς αυτά με μεγάλη επιμέλεια κι όσο πιο αργά γίνεται και πάλι δεν μπορεί να γεμίσει ολόκληρη τη μέρα μ’ αυτά. Φυσικά απασχολούσα στον μεγαλύτερο βαθμό που ήταν δυνατό τη σκέψη μου με κάθε είδους Θεοκρατική υπηρεσία, από την προσωπική μελέτη ως τις διεθνείς συνελεύσεις, από τη διακονία από σπίτι σε σπίτι ως τις δημόσιες ομιλίες. Αλλά παρ’ όλα αυτά υπήρχαν συχνά μια ή δυο ώρες τη μέρα που δεν υπήρχε τίποτα να κάνω και αυτές ήταν οι πιο επικίνδυνες γιατί από αμέλεια, από αποθάρρυνση ή από κακοκεφιά μπορούσε κανείς να γκρεμίσει εύκολα όλα όσα με κόπο είχε καταφέρει να οικοδομήσει ολόκληρη τη μέρα.

«Μια μέρα ανακάλυψα ένα ‘ρολόι’, που με βοήθησε για πολλά χρόνια να χρησιμοποιώ αυτόν τον επικίνδυνο και άκαρπο χρόνο με ωφέλιμο τρόπο. Ανακάλυψα ότι υπήρχαν ακόμη δυο ώρες ώσπου να έρθει η ώρα τού φαγητού. Περπατούσα πάνω κάτω στο κελί μου πέντε βήματα μπροστά και πέντε πίσω και καθώς περπατούσα έψαλλα ύμνους τής Βασιλείας. Όταν τέλειωσα τον 30ό ύμνο άνοιξε η πόρτα και μου έφεραν το φαγητό. Συγκεντρώθηκα τόσο πολύ στα λόγια των ύμνων ώστε ούτε κατάλαβα ότι είχε περάσει η ώρα. Αυτό ήταν μια ανακάλυψη που με έσωσε από την μονοτονία και την κατάθλιψη για πολλά χρόνια. Για αρκετές εβδομάδες ασχολήθηκα να συμπληρώσω τους ύμνους τής Βασιλείας που θυμόμουν. Όταν δεν ήξερα τα λόγια ακριβώς, απλώς τα συμπλήρωνα με μια ή δυο στροφές δικές μου. Χρησιμοποιούσα μελωδίες από κοσμικά τραγούδια που μου άρεσαν για να φτιάχνω ύμνους τής Βασιλείας και να σκέφτομαι θεοκρατικά λόγια. Έτσι τελικά είχα 100 ύμνους τής Βασιλείας στη συλλογή μου, όλους αριθμημένους που μπορούσα να τους ψάλλω. Ο ένας ύμνος διαρκούσε ακριβώς τέσσερα λεπτά και έτσι μπορούσα να υπολογίσω ακριβώς πόσους ύμνους έπρεπε να ψάλλω σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Όλα αυτά τα χρόνια έψαλλα τουλάχιστον δυο ώρες καθημερινά πράγμα που σημαίνει τριάντα ύμνους της Βασιλείας. Είχα επίσης τη δυνατότητα να ψάλλω ολόκληρη τη μέρα από το πρωί ως το βράδι όταν δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω. Τι αφθονία ενθαρρυντικών και εποικοδομητικών σκέψεων περιέχουν οι ύμνοι της Βασιλείας! Όταν κανείς χρησιμοποιεί τα λόγια κάθε ύμνου σαν βάση μπορεί εύκολα να κάνει μια ομιλία από κάθε ύμνο​—​να ένας ακόμη τρόπος να γεμίσεις το χρόνο χωρίς να υποφέρεις πνευματικά. Μπορεί κανείς να πει πραγματικά ότι οι ύμνοι της Βασιλείας είναι τροφή στον κατάλληλο καιρό.

«Είμαι πολύ ευγνώμων στον Ιεχωβά που με τη βοήθεια του πνεύματός του μπόρεσα να παραμείνω πνευματικά ισχυρός αυτά τα δέκα χρόνια που είχα αποχωριστεί από την οργάνωσή του. Θα ήθελα να ενθαρρύνω όλους να δείχνουν κατάλληλη εκτίμηση για κάθε είδους πνευματική τροφή που μας δίνεται αφού δεν ξέρουμε πώς ακριβώς θα μας χρησιμεύσει κάποια στιγμή. Εάν καταναλώνουμε τακτικά την πνευματική τροφή στον κατάλληλο καιρό, αυτό θα μας βοηθήσει σε καιρούς ειδικών δυσκολιών που συμβεί και μας απομονώσουν να θέτουμε την εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά και να παραμένουμε σταθεροί στο πλευρό του».

Από την 1η Σεπτεμβρίου 1955 ως την 31 Αυγούστου 1961, η Εταιρία διατηρούσε ένα όμορφο γραφείο τμήματος στο Δυτικό Βερολίνο, πράγμα που έδινε τη δυνατότητα να δίνεται καλύτερη προσοχή στις ειδικές συνθήκες αυτής της διαιρεμένης πόλης. Αποδείχτηκε επίσης καλή διευθέτηση να υπάρχουν στενοί οργανωτικοί δεσμοί ανάμεσα στο Δυτικό Βερολίνο και στην Ανατολική Γερμανία.

Αυτοί οι δεσμοί ανάμεσα στους μάρτυρες του Ιεχωβά που ζούσαν στην Ανατολική Γερμανία και στο Ανατολικό Βερολίνο και σ’ αυτούς που ζούσαν στη Δυτική Γερμανία επηρεάστηκαν δυσμενώς από ορισμένα γεγονότα το 1961 πάνω στα οποία οι Μάρτυρες προσωπικά δεν είχαν έλεγχο. Λίγο μετά τον πόλεμο, όλο και περισσότεροι πρόσφυγες εγκατέλειπαν την Ανατολική Γερμανία και πήγαιναν στο Δυτικό Βερολίνο και στη Δυτική Γερμανία ως επί το πλείστον από δυσαρέσκεια για την τακτική που χρησιμοποιούσε το καθεστώς. Επειδή οι αρχές τής Ανατολικής Γερμανίας δεν επέτρεπαν στους πολίτες τους να ταξιδεύουν έξω από τη χώρα, αυτοί διέσχιζαν τα «πράσινα σύνορα» μυστικά σαν πρόσφυγες. Οι αρχές προσπάθησαν να αναχαιτίσουν αυτό το ρεύμα των προσφύγων αυξάνοντας τους ελέγχους στα σύνορα, ερευνώντας τα άτομα στα τρένα και στους δρόμους καθώς επίσης και με αυστηρότερους νόμους εναντίον «της απόδρασης από τη δημοκρατία». Ένας σχετικά εύκολος τρόπος για να διασχίσει κανείς τα σύνορα προς τη Δύση ήταν από τον Ανατολικό τομέα τού Βερολίνου. Το πρώτο εξάμηνο του 1961 το ρεύμα των προσφύγων είχε αυξηθεί σε 20.000 άτομα το μήνα· τον Ιούλιο πέρασαν τους 30.000. Συνολικά περισσότεροι από τρία εκατομμύρια κάτοικοι, το ένα έκτο τού συνολικού πληθυσμού, είχαν αφήσει την περιουσία τους και τα υπάρχοντά τους στην Ανατολική Γερμανία και κατέφυγαν σαν πρόσφυγες στο Δυτικό Βερολίνο και τη Δυτική Γερμανία.

Για να εμποδίσουν μια περαιτέρω εγκατάλειψη της επικράτειάς τους οι Κομμουνιστικές αρχές πήραν αυστηρά μέτρα. Νωρίς το πρωί τής 13ης Αυγούστου 1961, άρχισαν να φτιάχνουν ένα τείχος από τσιμέντο και αγκαθωτά σύρματα, ένα «θανατηφόρο καλώδιο», αυτόματα συστήματα συναγερμού, βάζοντας επιπλέον φρουρούς έτοιμους να πυροβολήσουν, κατά μήκος των συνόρων των 50 χιλιομέτρων ανάμεσα στους Ανατολικούς και τους Δυτικούς τομείς της πόλης καθώς επίσης και κατά μήκος των συνόρων μήκους 120 χιλιομέτρων ανάμεσα στους τρεις Δυτικούς τομείς και την Ανατολική Γερμανία. Αυτό έσφιξε ακόμη περισσότερο τη θηλιά γύρω από το Δυτικό Βερολίνο και ξαφνικά σταμάτησε τη μεγάλη κυκλοφορία, που παρά τους ελέγχους, υπήρχε ανάμεσα στους δυο τομείς της πόλης. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά που ζούσαν στην Ανατολική Γερμανία δεν μπορούσαν πια να παίρνουν έντυπα ταξιδεύοντας στο Δυτικό Βερολίνο ή να επικοινωνούν με το γραφείο τμήματος εκεί, ούτε μπορούσαν να παρακολουθούν συνελεύσεις που γίνονταν στη Δυτική Γερμανία.

Φυσικά η εισαγωγή εντύπων δεν ήταν εύκολη ούτε και προηγουμένως. Η εισαγωγή εντύπων στην Ανατολική Γερμανία απαγορευόταν από τις Κομμουνιστικές αρχές και συνεπαγόταν τιμωρία. Όταν στη διάρκεια των ελέγχων που γίνονταν στα σύνορα ανακάλυπταν Βιβλικά έντυπα της Εταιρίας σε αδελφούς, οι αδελφοί αντιμετώπιζαν μεγάλες ποινές φυλάκισης. Αυτά τα ταξίδια λοιπόν απαιτούσαν ισχυρή πίστη και απόλυτη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά.

Από την αρχή του διωγμού το 1950 μέχρις ότου κατασκευάστηκε το 1961 το «Τείχος του Βερολίνου» οι αρχές τής Ανατολικής Γερμανίας είχαν συλλάβει 2.897 μάρτυρες του Ιεχωβά· απ’ αυτούς οι 2.202 ανάμεσα στους οποίους και 674 αδελφές, σύρθηκαν στα δικαστήρια και καταδικάστηκαν σε συνολική φυλάκιση 12.013 ετών ή κατά μέσο όρο πεντέμισι έτη για τον καθένα. Στη διάρκεια της φυλάκισής τους τριάντα εφτά αδελφοί και δεκατρείς αδελφές πέθαναν από κακομεταχείριση, ασθένειες, κακή διατροφή και γηρατειά. Δώδεκα αδελφοί αρχικά καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση, αλλά αργότερα αυτή μειώθηκε σε δεκαπέντε χρόνια.

Οι αδελφοί τής Ανατολικής Γερμανίας γρήγορα προσαρμόστηκαν στην καινούργια κατάσταση που δημιούργησε το «Τείχος του Βερολίνου». Χρησιμοποιούσαν άλλες μεθόδους για να εφοδιάζονται με την απαραίτητη πνευματική τροφή και εξακολούθησαν τη Χριστιανική τους διακονία με μεγάλο ζήλο. Προφανώς οι Κομμουνιστικές αρχές δεν το περίμεναν αυτό. Προσπάθησαν να εισχωρήσουν στην οργάνωση με κατασκόπους οι οποίοι επισκέπτονταν άτομα που ήταν γνωστά σαν μάρτυρες του Ιεχωβά και ισχυρίζονταν ότι ήταν αδελφοί σταλμένοι από την Εταιρία για να βοηθήσουν στην προσαρμογή τού έργου κάτω από τις καινούργιες συνθήκες. Αλλά οι αδελφοί ήταν καλά εκπαιδευμένοι· αμέσως καταλάβαιναν ότι αυτά τα άτομα ήταν κατάσκοποι.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια ο αριθμός των αδελφών που συλλαμβάνονταν και καταδικάζονταν όλο και λιγόστευε. Μόνο δεκαπέντε νέες συλλήψεις μαρτύρων του Ιεχωβά έγιναν το 1963, και το 1964 μόνο εννέα, ενώ αυτά τα δυο χρόνια αποφυλακίστηκαν, ύστερα από μακρόχρονη φυλάκιση, ενενήντα έξι και σαράντα οχτώ αδελφοί αντίστοιχα. Το καλοκαίρι του 1964 τέσσερις αδελφοί που είχαν φυλακιστεί για πολλά χρόνια είχαν μια απροσδόκητη έκπληξη. Είχαν καταδικαστεί αρχικά σε ισόβια φυλάκιση, αλλά ξαφνικά απελευθερώθηκαν και στάλθηκαν στη Δυτική Γερμανία. Έφτασαν ακριβώς στην ώρα για τη συνέλευση. Όλοι νόμιζαν ότι ονειρεύονταν. Μόλις λίγες μέρες προηγουμένως ήταν στις σκοτεινές φυλακές τής Ανατολικής Γερμανίας όπου το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να ονειρεύονται τη συνέλευση με τους αδελφούς που ήταν ελεύθεροι. Και να τώρα που ζούσαν την ξαφνική εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας που ήταν κρυμμένη στις καρδιές τους. Δύο από τους αδελφούς, ο Φρίντριχ Άντλερ και ο Βίλελμ Ένγκελ, ήταν μέλη τής οικογένειας Μπέθελ του Μαγδεμβούργου. Ο Φρίντριχ Άντλερ συνελήφθηκε και φυλακίστηκε το 1950, δύο μήνες πριν από την απαγόρευση του έργου, ενώ ο Βίλελμ Ένγκελ ήταν ένας από εκείνους που συνελήφθηκαν όταν καταλήφθηκε το Μπέθελ στις 30 Αυγούστου 1950. Ο Αδελφός Ένγκελ παραδόθηκε στον Ερυθρό Σταυρό στα σύνορα του Τομέα τού Βερολίνου εξαιτίας της κακής υγείας του. Αμέσως τον μετέφεραν σε νοσοκομείο όπου πέθανε μερικές εβδομάδες αργότερα. Αυτοί οι αδελφοί είχαν ήδη μείνει στη φυλακή μέχρι εννιά χρόνια κάτω από το καθεστώς τού Χίτλερ και έτσι είχαν μείνει συνολικά στη φυλακή είκοσι τρία χρόνια εξαιτίας της πίστης τους. Ο Φρίντριχ Άντλερ ανέλαβε και πάλι υπηρεσία Μπέθελ αυτή τη φορά στο Βισμπάντεν. Μπορούσε να αναπολεί μια μακρόχρονη και πολυτάραχη ζωή στην ολοχρόνια υπηρεσία, αφού ήδη είχε αρχίσει να υπηρετεί από τη δεκαετία του 1920 σαν πίλγκριμ. Εξασθενημένος από τη μακρόχρονη φυλάκισή του τελείωσε την επίγεια πορεία του το Δεκέμβριο του 1970.

Το Νοέμβριο του 1964 οι Κομμουνιστικές αρχές κατάφεραν στους αδελφούς της Ανατολικής Γερμανίας ένα καινούργιο χτύπημα. Λίγο νωρίτερα είχε επιβληθεί η αναγκαστική στράτευση για όλους τους πολίτες. Οι νεαροί αδελφοί είχαν αρνηθεί τη στρατιωτική υπηρεσία, αλλά γενικά τους μεταχειρίζονταν με λεπτότητα και η στάση τους ήταν σεβαστή. Αλλά τώρα ξαφνικά, πριν ακόμη ξημερώσει, μέσα στο πρωινό σκοτάδι, 142 αδελφοί συνελήφθηκαν. Αυτή η απροσδόκητη αλλαγή στο χειρισμό των περιπτώσεών τους αποτέλεσε μια δοκιμασία πίστης για τους νεαρούς αδελφούς. Τους έβαλαν σ’ ένα στρατόπεδο εργασίας. Στην αρχή έγιναν προσπάθειες να τους αναγκάσουν να εργαστούν σαν «στρατιώτες κατασκευών», κάποιο είδος βοηθητικής στρατιωτικής υπηρεσίας, αλλά όλοι οι αδελφοί το αρνήθηκαν. Παρά την τιμωρία παρέμειναν σταθεροί, και αυτές οι προσπάθειες να τους εξαναγκάσουν να υπηρετήσουν εγκαταλείφθηκαν. Οι αδελφοί υποχρεώθηκαν να κάνουν σκληρή εργασία σε κατασκευές σιδηροδρομικών γραμμών και να εργάζονται από τις τέσσερις το πρωί μέχρι τις εννιά το βράδι. Όταν δεν εργάζονταν τους έκαναν μαθήματα καθοδήγησης που είχαν σκοπό να τους πείσουν ότι οι υπεύθυνοι άντρες ανάμεσα στους μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν πράκτορες των Δυτικών. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους νεαρούς αδελφούς είχαν γνωρίσει την αλήθεια μετά την απαγόρευση του έργου και οι αρχές διαπίστωσαν με κατάπληξη ότι υπήρχαν νεαροί που άφοβα έπαιρναν θέση υπέρ των αρχών της αληθινής Χριστιανοσύνης παρά τη μαζική διδασκαλία των νέων με Κομμουνιστικές αθεϊστικές ιδέες.

Το 1965 αυξήθηκε πάρα πολύ η παρακολούθηση και παρενόχληση των αδελφών μας από κατασκόπους και μυστικούς πράκτορες του υπουργείου εθνικής ασφάλειας. Πολλά σπίτια των αδελφών ερευνήθηκαν και σταματούσαν τους αδελφούς στους δρόμους και τους ανέκριναν. Τοποθετούσαν επίσης μυστικά κατασκοπευτικά συστήματα στα αυτοκίνητα και στα σπίτια ακόμη και στα υπνοδωμάτια των αδελφών. Οι αρχές προσπάθησαν να δώσουν στους αδελφούς την εντύπωση ότι κάθε κίνηση που έκαναν ήταν γνωστή στις αρχές.

Φυσικά, μ’ αυτούς τους τρόπους οι αρχές μπόρεσαν να σταχυολογήσουν πολλές λεπτομέρειες «παρακολουθώντας» τις συζητήσεις των ανυποψίαστων αδελφών. Όταν η μυστική αστυνομία έκανε ανακρίσεις προσπαθούσε να δείξει ότι οι πληροφορίες που είχε μαζέψει για το έργο προέρχονταν από τον «καπιταλιστικό κόσμο», δημιουργώντας έτσι υπόνοιες για κάποια απερισκεψία ανάμεσα στους αδελφούς εκεί. Έτσι προσπαθούσαν να σπείρουν τους σπόρους της αμφιβολίας και της καχυποψίας προς το Κυβερνών Σώμα και τους αδελφούς στα γραφεία της Εταιρίας. Αλλά οι αδελφοί δεν σκανδαλίζονταν απ’ αυτό και με τον καιρό άρχισαν να καταλαβαίνουν όλο και περισσότερο πόσο σφιχτό ήταν το κατασκοπευτικό δίχτυ που είχε απλωθεί ολόγυρά τους.

Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα όταν μια μέρα του Νοεμβρίου του 1965, νωρίς το πρωί, σπίτια αδελφών σ’ ολόκληρη τη χώρα καταλήφθηκαν από ομάδες οχτώ αξιωματικών και ερευνήθηκαν επί πολλές ώρες. Δεκαπέντε αδελφοί που θεωρούνταν «αρχηγοί» συνελήφθηκαν και κρατήθηκαν στη φυλακή από εννιά ως δεκατρείς μήνες μέχρις ότου μηνύθηκαν και πέρασαν από δίκη. Το 1966 καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης μέχρι δώδεκα χρόνια κατά μέσον όρο περισσότερο από επτά χρόνια για τον καθένα.

Και ενώ αυτοί οι αδελφοί είχαν τη μεταχείριση που έχουν οι κακούργοι, η μυστική αστυνομία κυνηγούσε άλλους που κήρυτταν τα καλά νέα και συγκεντρώνονταν μαζί για να λατρεύουν τον Ιεχωβά σε μικρούς ομίλους όπως ακριβώς έκαναν και οι αδελφοί τους που είχαν καταδικαστεί. Πρότειναν στους αδελφούς ότι αν συμπλήρωναν μια έκθεση για τη δραστηριότητά τους και έδιναν τα ονόματα εκείνων που συμμετείχαν στη διακονία​—​κι αυτό για λόγους εθνικής ασφάλειας​—​θα μπορούσαν να συνεχίσουν να συγκεντρώνονται μαζί σε μικρούς ομίλους, να έχουν τα Βιβλικά τους έντυπα και να έχουν επαφή με τους αδελφούς τους σε άλλες χώρες. Αλλά οι αδελφοί απέρριψαν αυτή την ανειλικρινή προσφορά των αρχών. Ένας από τους αξιωματικούς είπε αναστενάζοντας: «Νομίζαμε ότι είχαμε πιάσει τους αρχηγούς σας, αλλά τώρα βλέπουμε ότι το μόνο που πετύχαμε ήταν να μη μπορούμε να παρακολουθούμε το έργο σας».

Στη διάρκεια του 1969, ύστερα από τέσσερα σχεδόν χρόνια φυλάκισης, δεκατέσσερις από τους δεκαπέντε αδελφούς που συνελήφθηκαν το 1965 απελευθερώθηκαν ξαφνικά. Οι περισσότεροι απελάθηκαν στη Δυτική Γερμανία. Ο τελευταίος απ’ αυτή την ομάδα κρατήθηκε αυθαίρετα στη φυλακή για ένα ακόμη χρόνο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1970.

Από τότε η μυστική αστυνομία έχει αλλάξει την τακτική της και προς το παρόν χρησιμοποιούν δυνάμεις τής τακτικής αστυνομίας και των άλλων οργάνων τού κράτους για να δημιουργούν προβλήματα στους αδελφούς. Σε μερικές περιοχές η αστυνομία έχει επιβάλει στους αδελφούς να πληρώνουν βαριά πρόστιμα για δήθεν διατάραξη της ειρήνης όταν κηρύττουν ή όταν συναθροίζονται. Πολλοί αδελφοί μπόρεσαν να ακυρώσουν αυτά τα πρόστιμα επικαλούμενοι τη συνταγματική εγγύηση της θρησκευτικής ελευθερίας και απαιτώντας να παρουσιαστούν οι μάρτυρες των οποίων την ειρήνη διατάραξαν. Τέτοιοι μάρτυρες φυσικά δεν υπήρχαν.

Σε άλλες περιοχές οι αρχές προσπάθησαν να πιέσουν τους αδελφούς βγάζοντάς τους από τα σπίτια τους και βάζοντάς τους σε χειρότερα σπίτια, δίνοντάς τους χαμηλόμισθες κοσμικές εργασίες και στερώντας τούς αδελφούς από ειδίκευση σε διάφορα επαγγέλματα.

Από τότε που το έργο τής Ανατολικής Γερμανίας αποκόπηκε από τον έξω κόσμο όταν κατασκευάστηκε το «Τείχος του Βερολίνου» το 1961, πολλές χιλιάδες άτομα άκουσαν τα καλά νέα, έμαθαν την αλήθεια, και αφιερώθηκαν και έχουν βαφτιστεί. Όλοι αυτοί είναι μια ζωντανή απόδειξη του γεγονότος ότι το πνεύμα τού Ιεχωβά δεν μπορεί να εμποδιστεί, ούτε ακόμη και με ανθρωποποίητα τείχη και φρούρια. Έτσι οι μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ανατολική Γερμανία που εργάζονται και ζουν κάτω από απαγόρευση και μεγάλες δυσκολίες για περισσότερο από είκοσι τρία χρόνια τώρα, μπορούν να πουν μαζί με το Βασιλιά Δαβίδ: «Και διά του Θεού μου θέλω υπερπηδήσει τείχος».​—⁠Ψαλμ. 18:29.

ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΕΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ

Στη διάρκεια όλου αυτού του καιρού, στη Δυτική Γερμανία το άγγελμα της Βασιλείας κηρυσσόταν στους ανθρώπους με δύναμη ξανά και ξανά. Η εκστρατεία τού 1949 για την Σκοπιά έβαλε τις βάσεις για να μπαίνει πνευματική τροφή στα σπίτια δεκάδων χιλιάδων ατόμων τακτικά. Σ’ όλους όσοι παρακολουθούσαν τη μελέτη της Σκοπιάς και σ’ όλα τα ενδιαφερόμενα άτομα έπρεπε να προταθεί να γίνουν συνδρομητές στη Σκοπιά. Πετύχαμε το στόχο μας; Το υπηρεσιακό έτος 1949 είχαμε 59.475 συνδρομές.

Το έργο με τα περιοδικά στους δρόμους ήταν ένας άλλος τρόπος με τον οποίο στρεφόταν η προσοχή του κοινού στο ζωτικό άγγελμα της βασιλείας τού Θεού. Αυτή η δραστηριότητα ήταν επίσης και ένα αγκάθι στα μάτια του κλήρου. Στην Καθολική Βαυαρία έγιναν προσπάθειες να εμποδιστεί το έργο με περιοδικά στους δρόμους, με ψήφιση νόμων και διατάξεων κυκλοφορίας. Ισχυρίζονταν ότι ορισμένες θρησκευτικές ομάδες ένιωθαν ενοχλημένες. Αλλά αναγκάστηκαν να σωπάσουν όταν τα κρατίδια τής Βαυαρίας και της Έσσης έστειλαν το 1954 σ’ όλα τα αστυνομικά τμήματα μια εγκύκλιο, ότι η διακονία όπως τη διεξάγουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν υπόκειται σε νομικούς περιορισμούς.

Τους καλοκαιρινούς μήνες του Ιουλίου και Αυγούστου του 1956, σχεδιάσαμε μια ειδική εκστρατεία για να φτάσει το άγγελμα της Βασιλείας σ’ όλους τους μη ανατεθειμένους τομείς. Οι αδελφοί εργάστηκαν με έναν χωρίς προηγούμενο ενθουσιασμό, και κάλυψαν το 80 τα εκατό όλων των μη ανατεθειμένων τομέων. Εκείνο το έτος υπήρχαν στη Γερμανία πολύ λίγα άτομα που δεν τα επισκέφθηκε κάποιος διάκονος των καλών νέων. Ωστόσο, υπήρχε συχνά και εναντίωση, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, όπως μπορούμε να δούμε από την ακόλουθη είδηση: «Ολόκληρο το χωριό ήταν σε αναστάτωση. Οι νεαροί μάς ακολουθούσαν από σπίτι σε σπίτι και μας σύστηναν με το σκοπό να κάνουν τους ανθρώπους να μας διώξουν αμέσως. Στάθηκε αδύνατο να δώσουμε έστω και ένα βιβλίο σ’ ολόκληρο το χωριό».

Μια εβδομάδα αργότερα η ίδια αυτή εκκλησία εργαζόταν σε ένα άλλο χωριό στην ίδια περιοχή. Οι ευαγγελιζόμενοι συναντήθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό, εξέτασαν το εδάφιο της ημέρας μαζί και ύστερα άρχισαν να συζητούν τρόπους που θα χρησιμοποιούσαν στο έργο της μαρτυρίας. Σε μια στιγμή πλησίασε τους ευαγγελιζομένους ένας άντρας που άκουγε προσεκτικά. Του έδωσαν μαρτυρία όπως θα έκανε κάποιος μάρτυς του Ιεχωβά σε μια πόρτα. Όταν ο αδελφός τελείωσε, ο ξένος έβγαλε το πορτοφόλι του και είπε: «Θα ήθελα να αγοράσω αυτά τα βιβλία». Και όπως αποδείχτηκε αυτός ο άντρας ζούσε στο χωριό όπου την προηγούμενη εβδομάδα δεν είχαν δώσει ούτε ένα βιβλίο. Παρά την εναντίωση στις αγροτικές περιοχές όπου ο κλήρος είχε ακόμη κάποια επιρροή στους χωρικούς, στη διάρκεια αυτών των δύο μηνών δόθηκαν 166 τα εκατό περισσότερα βιβλία και 60 τα εκατό περισσότερα περιοδικά από ό,τι στη διάρκεια των ίδιων μηνών το προηγούμενο έτος.

Εκτός απ’ αυτές τις εκστρατείες υπήρχαν και άλλες με φυλλάδια και βιβλιάρια. Στη διεθνή συνέλευση της Νέας Υόρκης του 1958 με θέμα «Το Θείο Θέλημα» υιοθετήθηκε μια εντυπωσιακή απόφαση. Έγιναν σχέδια να μοιραστεί παγκόσμια το Δεκέμβριο, και τυπώθηκαν εβδομήντα εκατομμύρια αντίτυπα σε πενήντα γλώσσες· στη Γερμανική γλώσσα τυπώθηκαν εφτά εκατομμύρια. Αυτά τα φυλλάδια επρόκειτο να δοθούν προσωπικά στον κάθε οικοδεσπότη ύστερα από μια πολύ σύντομη εισαγωγή. Όταν οι ιερείς στις Καθολικές περιοχές κατάλαβαν τι επρόκειτο να διανεμηθεί άρχισαν να προειδοποιούν τους χωρικούς. Αλλά ύστερα από τέσσερις εβδομάδες δράσης γεμάτης ζήλο είχαμε πολλούς λόγους να είμαστε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι επειδή, λόγω του ότι αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να βγουν στη διακονία τού αγρού και οι νέοι, οι περισσότερες από τις εκκλησίες μπόρεσαν να αναφέρουν αύξηση σε ευαγγελιζομένους από 10 ως 50 τα εκατό και σ’ ολόκληρη τη χώρα πετύχαμε μια αύξηση 11,6 τα εκατό.

ΤΟΥΣ ΔΟΘΗΚΕ «ΓΛΩΣΣΑ ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΩΝ»

Καθώς οι πρόθυμοι εργάτες συνέχισαν να συρρέουν στην οργάνωση του Ιεχωβά, εκείνος έκανε προμήθεια μέσω της τάξης τού ‘πιστού δούλου’ για να δώσει σ’ όλους αυτούς νέους και ηλικιωμένους την απαραίτητη εκπαίδευση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι δούλοι του έφτασαν να έχουν «γλώσσαν πεπαιδευμένων». (Ησ. 50:4) Αυτό έχει συμβάλει στην αύξηση. Και ο κόσμος έχει επίσης προσέξει το αποτέλεσμα που είχε αυτή η εκπαίδευση στους Μάρτυρες. Για παράδειγμα μια εφημερίδα έγραψε ότι ο εντεκάχρονος Ίνγκο Ρύκερ κέρδισε ένα διαγωνισμό ανάγνωσης στο Ρεκλινγκχάουζεν. «Μόνο αυτοί που δεν είναι μάρτυρες του Ιεχωβά θα εκπλήσσονταν, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να μη νικήσει. Ο εντεκάχρονος Ίνγκο Ρύκερ προετοιμαζόταν γι’ αυτό το διαγωνισμό επί τρία χρόνια: Στη σχολή διακονίας των μαρτύρων του Ιεχωβά . . . Ήταν ο καλύτερος αναγνώστης στη σχολή Γιόζεφ, μολονότι υπήρξε μεγάλος συναγωνισμός μέχρι το τέλος ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ ένα κοριτσάκι που επίσης παρακολουθεί τη σχολή διακονίας». Ένας επίσκοπος περιοχής έγραψε μετά την επίσκεψή του στην εκκλησία Λώραχ: «Κάτι ξεχωριστό συνέβη την Τρίτη το βράδι. Καθώς άρχισαν οι ομιλίες από τις αδελφές ανέβηκε στο βήμα μια ηλικιωμένη αδελφή. Όχι μόνο έκανε μια ελεύθερη συζήτηση, χωρίς καθόλου σημειώσεις έχοντας μόνο τη Γραφή στο χέρι, αλλά επίσης τήρησε και όλους τους κανόνες μιας καλής ομιλίας. Όταν ρωτήσαμε την αδελφή για την ηλικία της, μας είπε ότι μόλις πριν από μερικές εβδομάδες είχε φτάσει τα ενενήντα».

Στις 13 Νοεμβρίου 1960 άρχισε η πρώτη τάξη τής Σχολής Διακονίας της Βασιλείας σαν μια ακόμη σημαντική προμήθεια γι’ αυτή την προοδευτική εκπαίδευση, η οποία θα παρείχε προχωρημένη εκπαίδευση για επισκόπους εκκλησιών, και τέτοιες σχολές λειτούργησαν στο Βισμπάντεν, στο Αμβούργο και στο Μόναχο.

1948—ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Υπήρξαν χρόνια μεγάλων αυξήσεων στους διαγγελείς των καλών νέων, αλλά επίσης και μερικά χρόνια χωρίς καμιά αύξηση. Το υπηρεσιακό έτος 1948 τέλειωσε με αύξηση 83 τα εκατό. Ο μηνιαίος μέσος όρος ωρών ήταν 16 για κάθε ευαγγελιζόμενο. Η αύξηση συνεχίστηκε στη διάρκεια των επόμενων ετών· το 1949 είχαμε αύξηση 33 τα εκατό, το 1950 αύξηση 23 τα εκατό, και το 1951 αύξηση 26 τα εκατό.

Στο μεταξύ οι οικονομικές και άλλες δυσκολίες συνεχίστηκαν και οι άνεργοι έφτασαν τα δύο και πλέον εκατομμύρια στα μέσα του Φεβρουαρίου 1950. Στο τέλος τού Σεπτεμβρίου 1952 οι άνεργοι ήταν ακόμη 1.249.000. Από τότε κι έπειτα η ανεργία άρχισε να μειώνεται αργά στην αρχή και ύστερα πιο γρήγορα.

Άρχισε να γίνεται αισθητή και μια άλλη αλλαγή. Οι αριθμοί των δραστήριων ευαγγελιζομένων στις εκκλησίες συνέχισαν να αυξάνουν από χρόνο σε χρόνο, αλλά οι αριθμοί των ολοχρόνιων κηρύκων των καλών νέων δε συμβάδιζαν. Αντίθετα το 1955 υπήρχαν 200 λιγότεροι σκαπανείς από ό,τι το 1950, ενώ υπήρχαν 21.641 περισσότεροι ευαγγελιζόμενοι, σχεδόν διπλάσιοι από το 1950. Τον μικρότερο αριθμό σ’ αυτό τον τομέα τον είχαμε το 1956· ενώ το 1950 ήταν στην ολοχρόνια υπηρεσία το 4,4 τα εκατό όλων των ευαγγελιζομένων, τώρα πέσαμε στο 1,6 τα εκατό.

Με τον καιρό η Γερμανία έγινε ένα έθνος αφθονίας. Υπήρχε πλήρης απασχόληση εργασίας και είχε αρχίσει το παγκόσμια γνωστό «οικονομικό θαύμα». Αυτό επηρέασε τη σκέψη μερικών οι οποίοι συνδέονταν με τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Από τον Απρίλιο του 1963 ως τον Ιούλιο υπήρξε μια μείωση στους ευαγγελιζομένους και στις ώρες που δαπανήθηκαν στην υπηρεσία του αγρού. Τον Ιούλιο υπήρξαν 6.000 λιγότεροι ευαγγελιζόμενοι στην υπηρεσία και πάνω από 40.000 λιγότερες ώρες στο κήρυγμα από ό,τι τον Απρίλιο.

Οι περισσότεροι αδελφοί, φυσικά, παρέμειναν στη διακονία και απολάμβαναν την ευλογία τού έργου τους. Από το 1965 ως το 1967 βαφτίστηκαν 9.325 άτομα, αλλά ακόμη ο μέσος όρος των ευαγγελιζομένων το 1967 ήταν μόνο 400 περισσότεροι από ό,τι το 1965, ενώ το ανώτατο όριο σε ευαγγελιζομένους ήταν 437 λιγότεροι! Ήταν φανερό ότι μερικοί ευαγγελιζόμενοι, στην επιθυμία τους να αποκτήσουν υλικά πράγματα, είχαν χαλαρώσει τις προσπάθειές τους, είχαν χάσει το ζήλο τους και είχαν αφήσει να αναπτυχθεί η επιθυμία γι’ αυτά που μπορούσε να προσφέρει ο κόσμος. Μερικοί έγιναν ακόμη και αδρανείς. Επίσης, το υπηρεσιακό έτος 1964, για παράδειγμα, αποκόπηκαν 569 άτομα, οι περισσότεροι για ανηθικότητα. Μόνο 95 απ’ αυτά τα άτομα ζήτησαν να επανενταχθούν.

Στο υπηρεσιακό έτος 1968 άρχισε κάποια αλλαγή. Ο σκληρός αγώνας εναντίον του υλισμού βοήθησε ώστε οι απώλειες να μην είναι τόσο μεγάλες όσο προηγουμένως. Σε όλους τους τομείς αρχίσαμε να έχουμε καλές αυξήσεις. Είχαμε τώρα 466 ειδικούς σκαπανείς, ο αριθμός των τακτικών σκαπανέων είχε φτάσει τους 2.651 και φτάσαμε σε ένα ανώτατο όριο 7.163 ευαγγελιζομένων που υπηρέτησαν στο ολοχρόνιο έργο κηρύγματος σε κάποιο διάστημα στη διάρκεια του έτους. Το υπηρεσιακό έτος τέλειωσε με αύξηση 3 τα εκατό ύστερα από τρία υπηρεσιακά έτη στα οποία δεν είχαμε καμιά αύξηση. Τα πράγματα άρχισαν και πάλι να προχωρούν.

Από τις 4 Ιουλίου ως τις 11 Αυγούστου 1968, είχαμε έντεκα συνελεύσεις περιφερείας. Πήραμε το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή. Χάρη στη βοήθεια του γραφείου τού Μπρούκλυν, μπορέσαμε να δώσουμε σε κάθε ευαγγελιζόμενο το προσωπικό του αντίτυπο και επιπλέον πέντε αντίτυπα για διανομή. Στην εκστρατεία του Αυγούστου δώσαμε 139.471 βιβλία, ένα νέο ανώτατο όριο. Η ζήτηση ήταν μεγάλη. Μέχρι το τέλος τού Μαρτίου 1973 τυπώσαμε στο εργοστάσιό μας στο Βισμπάντεν 2.900.115 αντίτυπα στα Γερμανικά και 1.715.338 σε τέσσερις άλλες γλώσσες. Λόγω της επίδρασής του και του μπλε χρώματός του το βιβλίο σύντομα χαρακτηρίστηκε από πολλούς σαν «η μπλε βόμβα».

Ενδιαφέρουσες πείρες σχετικά με την αποτελεσματικότητα αυτού του βιβλίου μπορέσαμε να ακούσουμε στις επόμενες συνελεύσεις περιοχής. Μια αδελφή ανέφερε: «Όταν πήραμε το βιβλίο Αλήθεια, πολύ λίγο συναισθανόμουν τι πολύτιμο βοήθημα μελέτης της Αγίας Γραφής παίρναμε στα χέρια μας. Αμέσως άρχισα να ρωτώ τους ανθρώπους στην πόλη μου στη διάρκεια του έργου από πόρτα σε πόρτα αν ενδιαφέρονταν να μάθουν μέσα σε λίγο διάστημα τις αρχές τής Αγίας Γραφής με τη βοήθεια αυτού του βιβλίου. Πόσο εκπλάγηκα όταν μια πολύ θρησκευόμενη κυρία, που ήξερα ότι αυτή και η αδελφή της είναι στη χορωδία τής εκκλησίας, είπε: ‘Πάντοτε ήταν επιθυμία μου να εξοικειωθώ με την Αγία Γραφή. Ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να το κάνω και τώρα είμαι ευτυχισμένη που είστε πρόθυμη να με βοηθήσετε’. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τώρα μελετάει τακτικά επί δύο μήνες και κάνει θαυμάσια πρόοδο. . . . Μια πολύ εξέχουσα και ευκατάστατη κυρία ήταν επίσης πρόθυμη να μελετήσει την Αγία Γραφή μαζί μου. Την προηγούμενη εβδομάδα μου είπε: ‘Αυτό το βιβλίο πραγματικά μιλάει μόνο του. Ποτέ δεν ξαναδιάβασα τόσο κατανοητό βιβλίο’. Τώρα έχει αρχίσει μια τακτική αλυσιδωτή αντίδραση. Γεμάτη από ζήλο πήγα στη γειτόνισσά μου για να βοηθήσω και αυτήν επίσης. Μια γυναίκα έχει αρχίσει να μελετά αυτό το μήνα και τουλάχιστον τέσσερα άτομα περιμένουν μέχρις ότου έρθουν καινούργια βιβλία και μπορέσουμε και διευθετήσουμε τον κατάλληλο χρόνο για μελέτη. . . . Μπορώ να σας πω ότι εκείνο που ακούγεται συχνά στην πόλη μας είναι ότι αυτό που συνηθίζεται πάρα πολύ σήμερα είναι να μελετά κανείς την Αγία Γραφή με τους μάρτυρες του Ιεχωβά».

Μ’ αυτό το καινούργιο βιβλίο η έναρξη Γραφικών μελετών ήταν πολύ πιο εύκολη όπως φαίνεται από το γεγονός ότι το 1969 ο αριθμός των Γραφικών μελετών έφτασε τις 47.691. Στη διάρκεια εκείνου του έτους βαφτίστηκαν 6.678 άτομα, ο καλύτερος αριθμός από το 1955. Το Μάιο του 1970 φτάσαμε τους 86.222 ευαγγελιζομένους, που ήταν όχι μόνο το πέμπτο διαδοχικό ανώτατο όριο σε ευαγγελιζομένους αλλά και η πρώτη φορά που είχαμε περισσότερους ευαγγελιζομένους το Μάιο από ό,τι τον προηγούμενο μήνα Απρίλιο. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους φτάσαμε σε ένα άλλο ανώτατο όριο με 86.489 ευαγγελιζομένους. Αυτό σημαίνει αύξηση 7.718 ευαγγελιζομένων σε σύγκριση με τον αριθμό των ευαγγελιζομένων του 1968. Αυτή η γοργή αύξηση καθρεφτίζει την ευλογία τού Ιεχωβά πάνω στους επίγειους δούλους του. Ασφαλώς το βιβλίο Αλήθεια έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στην επίτευξη αυτών των αυξήσεων.

ΟΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Οι συνελεύσεις έχουν παίξει πολύ σπουδαίο ρόλο στο να γίνει γνωστό το όνομα του Ιεχωβά και στην αύξηση του αριθμού των ευαγγελιζομένων τής Βασιλείας στη Γερμανία. Από την πρώτη συνέλευση μετά τον πόλεμο, που έγινε στη Νυρεμβέργη με 9.000 παρόντες και τη συνέλευση του 1948 στο Κάσσελ, μέχρι τις συνελεύσεις των ημερών μας στις οποίες παρευρίσκονται πάνω από 100.000 άτομα, έχουν γίνει πολλές οργανωτικές αλλαγές, έχουν επιλυθεί προβλήματα και έχουν αναπτυχθεί νέες ιδέες.

Από τις 24 ως τις 26 Αυγούστου 1951 συγκεντρώθηκαν στην Φρανκφούρτη⁠/⁠Μάιν αντιπρόσωποι από 24 έθνη για τη συνέλευση «Καθαρή Λατρεία». Αλλά πριν μπορέσουν τα 34.542 άτομα να συγκεντρωθούν την Παρασκευή το πρωί, περάσαμε πολλές ώρες αγωνίας για να λύσουμε προβλήματα. Τι είδους προβλήματα; Ένα μεγάλο μαγειρείο στην πόλη μάς είχε υποσχεθεί να μαγειρέψει τα φαγητά μας, αλλά καθώς η ώρα τής συνέλευσης πλησίαζε έδειχναν όλο και μεγαλύτερη απροθυμία να μας εξυπηρετήσουν. Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Η Εταιρία αγόρασε 51 μεγάλες χύτρες αερίου, κάρβουνου και ατμού που η καθεμιά χωρούσε 300 λίτρα και φτιάξαμε τη δική μας κουζίνα. Επειδή όμως δεν υπήρχαν τα απαραίτητα υλικά για να μετατρέψουμε όλες τις χύτρες σε χύτρες αερίου, έπρεπε όλες να τις μετατρέψουμε σε χύτρες ατμού. Χρειάστηκαν μέρες για να συγκολλήσουμε τους σωλήνες που τους είχαμε αγοράσει από εμπόρους παλιοσιδερικών με τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Μερικές από τις χύτρες είχαν πάρα πολύ λεπτά τοιχώματα και έπρεπε να τα ενισχύσουμε. Το επόμενο μεγάλο πρόβλημα ήταν πού θα βρίσκαμε τον απαραίτητο ατμό. Διαπραγματευτήκαμε με την εταιρία σιδηροδρόμων της Φρανκφούρτης και μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε τη χρήση μιας ατμομηχανής που δεν την χρησιμοποιούσαν. Ωστόσο, αυτή η ατμομηχανή δεν μπορούσε να παραγάγει ατμό χαμηλής πίεσης, και έτσι έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο για να μειώσουμε την πίεση του ατμού στο ένα εικοστό τέταρτο. Το πρόβλημα λύθηκε τελικά, ο ατμός άρχισε να βγαίνει και μέσα σε δεκαπέντε λεπτά οι κατσαρόλες ατμού ήταν έτοιμες να χρησιμοποιηθούν. Ο τύπος εντυπωσιάστηκε από ό,τι είχαμε κάνει. Οι ειδήσεις που έγραφε καθημερινά μαζί με το γεμάτο ζήλο κήρυγμα των αδελφών μας, συνέβαλαν στο να έχουμε 47.432 άτομα παρόντα για να ακούσουν την δημόσια ομιλία τού Αδελφού Νορρ με τίτλο «Θα Αντιμετωπίσει η Θρησκεία την Παγκόσμια Κρίση;»

Το μεγάλο γεγονός του 1953 ήταν αναμφίβολα η συνέλευση «Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου» στη Νέα Υόρκη. Πόσο ενθουσιάστηκαν οι 284 αδελφοί της Γερμανίας που μπόρεσαν να παραβρεθούν! Ανάλογες συνελεύσεις έγιναν και στη Γερμανία, η μια στη Νυρεμβέργη για τη Δυτική Γερμανία και η άλλη μια εβδομάδα αργότερα στο Βερολίνο για τους αδελφούς τού Βερολίνου και για τους αδελφούς της Ανατολικής Γερμανίας. Στη Νυρεμβέργη υπήρχαν τριάντα οχτώ σκηνές για μαζικά καταλύματα και περισσότερες από χίλιες ιδιωτικές σκηνές. Έγιναν επίσης προσπάθειες να πάρουμε ιδιωτικά δωμάτια, πράγμα που δημιούργησε προβλήματα στους κληρικούς της πόλης. Η εφημερίδα Νυρνμπέργκερ Ευαγγέλισεν Γκεμάιντεμπλατ δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Προσοχή στη Συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά». Το άρθρο έλεγε εν μέρει τα εξής: «Ένα ειδικό πρόβλημα έχει δημιουργηθεί από το γεγονός ότι μερικά μέλη των Ευαγγελικών εκκλησιών με καλή πίστη προμήθευσαν δωρεάν καταλύματα για τους επισκέπτες μάρτυρες του Ιεχωβά. Εκείνοι που το έχουν κάνει αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις πιέστηκαν από τους αξιωματούχους τής εκκλησίας να ακυρώσουν την πρόσκλησή τους». Αλλά αυτό αποδείχτηκε ότι στράφηκε εναντίον τους γιατί εξαιτίας αυτού πολλά άτομα έγιναν ακόμη πιο πρόθυμα να μας προσφέρουν καταλύματα. Ο κλήρος πραγματικά είχε πρόβλημα!

Δυο χρόνια αργότερα έγινε η μεγάλη διεθνής συνέλευση «Θριαμβεύουσα Βασιλεία» στην ίδια πόλη και στον ίδιο χώρο στα Λιβάδια Τσέπελιν. Ήταν μια πολύ εντυπωσιακή συνέλευση· αντιπροσωπεύτηκαν εξήντα δύο έθνη. Μια καταπληκτική εξέδρα δέσποζε στα τεράστια Λιβάδια Τσέπελιν. Το πέτρινο βήμα είχε μήκος 300 μέτρα και μια σκάλα με 75 σκαλοπάτια πλάι σ’ αυτό το μακρύ βήμα οδηγούσε σε μια αίθουσα με 144 κολόνες που διέτρεχαν ολόκληρο το μήκος των 300 μέτρων.

Εκτός από τα καταλύματα που είχαμε σε ξενοδοχεία και σε ιδιωτικά σπίτια υπήρχε και μια τεράστια εγκατάσταση σκηνών που προμήθευσαν μαζικά καταλύματα για 37.000 άτομα. Είχαν στηθεί τεράστιες σκηνές που η καθεμιά χωρούσε 600 άτομα για ύπνο. Σάκοι γεμάτοι με άχυρο χρησίμευσαν για στρώματα.

Την Παρασκευή το πρωί έγινε μεγάλο βάφτισμα και 4.333 άτομα συμβόλισαν την αφιέρωσή τους με το βάφτισμα στο νερό. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους νέους αδελφούς ήταν και μερικοί από την Ανατολική Γερμανία, γιατί είχαμε από εκεί 4.000 άτομα. Την Παρασκευή το βράδι εκείνοι που παρακολουθούσαν τη συνέλευση άκουσαν από ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα που ελεγχόταν από τους Κομμουνιστές την απειλή ότι όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά από τα Ανατολικά κράτη που παρακολουθούσαν τις συνελεύσεις τής Νυρεμβέργης ή του Βερολίνου, θα συλλαμβάνονταν όταν θα επέστρεφαν. Αλλά χιλιάδες αδελφοί δεν άφησαν το φόβο να τους καταλάβει.

Πόσοι παρακολούθησαν την πολυδιαφημισμένη ομιλία τού Αδελφού Νορρ; Το περιοδικό Νόυε Ιλουστρίτε, με ημερομηνία 20 Αυγούστου έγραψε τα εξής: «Τα ‘Λιβάδια Τσέπελιν’, πάνω στα οποία κάποτε ο Χίτλερ διακήρυξε ότι θα εξάλειφε ‘τους μάρτυρες του Ιεχωβά’, ήταν ασφυκτικά γεμάτα». Και πράγματι αυτό ήταν αλήθεια αφού 107.423 άτομα παρακολούθησαν προσεκτικά το θέμα «Προσεχής Κατάκτησις του Κόσμου​—​από τη Βασιλεία του Θεού». Περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες κάτοικοι της Νυρεμβέργης ήταν παρόντες. Μόλις ο πρόεδρος άρχισε τα τελικά σχόλια άρχισε και μια καταρρακτώδης βροχή, αλλά το ακροατήριο παρέμεινε στις θέσεις του και την ώρα που ο Αδελφός Νορρ είχε τελειώσει, σταμάτησε και να βρέχει. Τότε συνέβη κάτι που εκείνοι που ήταν παρόντες δεν πρόκειται να ξεχάσουν ποτέ. Εμφανίστηκε στον ουρανό ένα τεράστιο ουράνιο τόξο. Τι συναρπαστικό θέαμα! Αποχαιρετώντας ο Αδελφός Νορρ κούνησε το μαντήλι του και σε απάντηση ολόκληρο το γήπεδο φάνηκε σαν γεμάτο από άσπρα λουλούδια που κυμάτιζαν. Πολλοί είχαν δάκρυα στα μάτια τους. Ενισχυμένοι στην πίστη και καλύτερα εφοδιασμένοι για περαιτέρω υπηρεσία, χιλιάδες που παρακολούθησαν ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής.

Η επόμενη μεγάλη διεθνής συνέλευση έγινε το 1961 στο Αμβούργο, το μεγαλύτερο λιμάνι της Γερμανίας. Και εδώ δεν είχαμε λίγα προβλήματα. Το κύριο πρόβλημα ήταν ο χώρος τής συνέλευσης που δεν ήταν παρά ένα τεράστιο οικόπεδο με γρασίδι (80.000 τετραγωνικά μέτρα) που βρισκόταν στο μεγαλύτερο πάρκο τού Αμβούργου. Η συνέλευση άρχισε με τη συνοδεία βροχής και τα λιβάδια σύντομα μετατράπηκαν σε λασπότοπους. Και η βροχή συνεχίστηκε από την πρώτη στιγμή ως την τελευταία! Ήταν ενισχυτικό να βλέπεις δεκάδες χιλιάδες να συρρέουν στους χώρους τής συνέλευσης κάθε μέρα και να παρακολουθούν το πρόγραμμα κάτω από μια σκεπή από ομπρέλες. Πραγματικά προς μεγάλη έκπληξη των δημοσιογράφων και των φωτορεπόρτερς που ήρθαν να παρακολουθήσουν, η συνέλευση δεν επηρεάστηκε σοβαρά από τη βροχή και τη λάσπη. Η εφημερίδα Χάμπουργκερ Μόργκενποστ έγραψε: «Σχεδόν όλοι τους φαίνονταν ευτυχισμένοι, ακόμη και στη λάσπη και στη βροχή, κάτι που αξίζει τον έπαινό μας. Είναι πολύχρωμα ντυμένοι. Υπάρχει ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός νέων ανάμεσά τους. . . .» Ένας αξιωματούχος τής αστυνομίας είπε σε έναν αντιπρόσωπο από το γραφείο τής συνέλευσης: «Μολονότι είναι η μεγαλύτερη συνέλευση που έγινε ποτέ στο Αμβούργο, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι όλα θα διεξαχθούν ομαλά. Ξέρουμε ότι θα μπορούσατε εύκολα να κάνετε και χωρίς εμάς, αλλά νομίζουμε ότι είναι καλή εκπαίδευση για τους άντρες μας και ελπίζουμε ότι δε θα έχετε αντίρρηση να βρισκόμαστε ανάμεσά σας».

Αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία για τους αδελφούς μας από την Ανατολική Γερμανία να παρακολουθήσουν μια συνέλευση, και πράγματι παραβρέθηκαν 13.000. Μερικές μέρες αργότερα χτίστηκε το «Τείχος τού Βερολίνου» και το Σιδηρούν Παραπέτασμα κλείστηκε ακόμη πιο ερμητικά.

Η βροχή προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στο γρασίδι τού πάρκου, αλλά όταν τέλειωσε η συνέλευση, ολόκληρη η περιοχή καλύφθηκε με νέο χώμα από τους αδελφούς και το γρασίδι ξαναφυτεύτηκε. Τώρα το πάρκο έγινε ακόμη πιο όμορφο από ό,τι προηγουμένως και αυτό προς όφελος των αξιωματούχων και των κατοίκων του Αμβούργου. Ο τρόπος με τον οποίο ξαναφυτεύτηκε το πάρκο τους και ο τρόπος με τον οποίο οι αδελφοί μας υπέμειναν στη διάρκεια της βροχής έκανε βαθιά εντύπωση στους κατοίκους τού Αμβούργου.

Το 1963 έγιναν σ’ ολόκληρο τον κόσμο οι συνελεύσεις με θέμα «Αιώνιο Ευαγγέλιο» και εδώ στη Γερμανία έγινε στο Μόναχο, την πρωτεύουσα της Βαυαρίας. Τα Λιβάδια της Θηρεσίας μάς χρησίμευσαν σαν «Αίθουσα Βασιλείας».

Οι εργασίες προετοιμασίας καθώς και η ίδια η συνέλευση έκαναν βαθιά εντύπωση στο Μόναχο και στους επιχειρηματίες και στους αξιωματούχους της πόλης. Ένας αστυνομικός που ήταν διορισμένος στο χώρο της συνέλευσης είπε σ’ έναν αδελφό: «Ξέρετε, μου αρέσει να βρίσκομαι εδώ. Αισθάνομαι άνετα. Μου αρέσει η ειλικρίνεια και η ευθύτητα των ανθρώπων σας. Είναι ακριβώς το αντίθετο με τη συνέλευση των Ευχαριστικών που έγινε εδώ πριν από δύο χρόνια». Τέτοιες συγκρίσεις γίνονταν συχνά από παρατηρητές οι οποίοι ήταν ειλικρινείς στις παρατηρήσεις τους. Τέτοιες εντυπώσεις διαρκούν για πολύ. Τρία χρόνια αργότερα ένας επιχειρηματίας τού Μονάχου είπε σε έναν αδελφό ότι οι συνάδελφοί του σε ένα μεγάλο κατάστημα του Μονάχου παρατήρησαν ότι οποτεδήποτε γίνονταν μεγάλες συνελεύσεις στο Μόναχο πάντοτε υπήρχε μια αύξηση στις κλοπές στο κατάστημα. Στη διάρκεια της συνέλευσής μας προετοιμάστηκαν για μια τέτοια αύξηση των κλοπών αλλά έμειναν κατάπληκτοι όταν πρόσεξαν ότι η συνέλευση δεν είχε καμιά τέτοια δυσμενή επίδραση. Είχαν μείνει πραγματικά έκπληκτοι. Έτσι και αυτή η συνέλευση «Το Αιώνιο Ευαγγέλιο», όπως και οι προηγούμενες συνελεύσεις, χρησίμευσε στο να κάνει γνωστό το όνομα του Ιεχωβά, το σκοπό του και το λαό του.

ΤΑ ΚΑΛΑ ΝΕΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΗΡΥΧΤΟΥΝ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

Η Γερμανία είναι μόνο ένα μέρος του παγκόσμιου αγρού στον οποίο πρέπει να κηρυχτούν τα καλά νέα. (Μάρκ. 13:10) Η Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς είχε μεγάλη επιτυχία στην εκπαίδευση ιεραποστόλων και στην αποστολή τους σε διάφορα μέρη του παγκόσμιου αυτού αγρού. Ο πρώτος απόφοιτος της Γαλαάδ που στάλθηκε στη Γερμανία, ο Φίλιπ Χόφμαν, έφτασε το 1949.

Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη το 1951. Αναπολώντας τα παλιά, τώρα συχνά γελούν για το πώς ο Αδελφός Φροστ πρέπει να αισθάνθηκε όταν παρουσιάστηκαν μπροστά του στο Μπέθελ. Είχε ζητήσει από τον Αδελφό Νορρ να διορίσει μερικούς απόφοιτους στη Γερμανία για να βοηθήσουν στο έργο. Αλλά όταν είδε αυτούς τους τέσσερις θα πρέπει να του φάνηκαν πάρα πολύ νεαροί, γιατί όλοι τους μόλις είχαν περάσει τα είκοσι. Στα χρόνια που ακολούθησαν διορίστηκαν συνολικά στη Γερμανία δεκατρείς ξένοι ιεραπόστολοι. Έντεκα απ’ αυτούς βρίσκονται ακόμη στην ολοχρόνια διακονία σε διάφορες χώρες (μια αδελφή πέθανε στο διορισμό της το 1972 ύστερα από είκοσι χρόνια πιστής υπηρεσίας) και οι εννιά απ’ αυτούς τους έντεκα είναι ακόμη πολυάσχολοι στο έργο στη Γερμανία είτε στο Μπέθελ είτε σαν περιοδεύοντες διάκονοι. Τρεις απ’ αυτούς ήρθαν από την Ελβετία το 1956 όταν το μεταφραστικό τμήμα μεταφέρθηκε από τη Βέρνη στο Βισμπάντεν και ακόμη υπηρετούν σ’ αυτόν το διορισμό.

Η Άλλις Μπέρνερ ανήκει σ’ αυτήν την ομάδα των παλαίμαχων υπηρετών. Ας την ακούσουμε να μας λέει με συντομία την πραγματικά ενδιαφέρουσα καριέρα της: «Άρχισα την ολοχρόνια υπηρεσία μου στην Ελβετία τον Ιανουάριο του 1924 σαν σκαπάνισσα. Αλλά ύστερα από έξι περίπου μήνες με κάλεσαν στο Μπέθελ της Ζυρίχης. Σύντομα μεταφερθήκαμε στο νέο Μπέθελ στη Βέρνη. Εκεί, καθώς περνούσαν τα χρόνια, εγώ απασχολήθηκα σε πολλά διαφορετικά τμήματα. Το 1932 ένας νέος διορισμός με έφερε στο Παρίσι από όπου είχα μια διακοπτόμενη υπηρεσία καθώς μερικές φορές αναγκαζόμουν να φύγω από τη χώρα και να κάνω κάποια υπηρεσία σκαπάνισσας στο Βέλγιο εξαιτίας τού ότι οι αρχές τής Γαλλίας δε μου έδιναν άδεια παραμονής. Μ’ αυτό τον τρόπο έμεινα περίπου τρία χρόνια στο Παρίσι. Το 1935 η Εταιρία πήρε μέρος στη Διεθνή Έκθεση στις Βρυξέλλες όπου είχα το προνόμιο να υπηρετήσω στο περίπτερο των εντύπων. Από εκεί με κάλεσαν πάλι πίσω στη Βέρνη, όπου εργάστηκα ξανά για δέκα χρόνια μέχρις ότου πήρα τη μεγάλη πρόσκληση το 1946 να παρακολουθήσω την 8η τάξη τής Γαλαάδ. Στη συνέχεια ξαναπήγα στην Ελβετία για άλλα δέκα χρόνια χαρούμενης υπηρεσίας, οπότε τρεις από μας πήραμε ένα νέο διορισμό για τη Γερμανία. Θέλω να ευχαριστήσω τον Ιεχωβά για όλη του την καλοσύνη προς εμένα, που με άφησε να δαπανήσω μια ευτυχισμένη και πλούσια ζωή γεμάτη με θαυμάσιες ευκαιρίες στην υπηρεσία του».

Οι ιεραπόστολοι που στάλθηκαν στη Γερμανία ήταν μια παρακίνηση για πολλούς Γερμανούς αδελφούς να παρακολουθήσουν τη Σχολή Γαλαάδ και να πάνε στο ιεραποστολικό έργο. Μέχρι το 1974, 183 αδελφοί και αδελφές από τη Γερμανία είχαν αποφοιτήσει από τη σχολή Γαλαάδ. Απ’ αυτούς είκοσι εννέα επέστρεψαν στην πατρίδα τους σαν ειδικοί σκαπανείς, περιοδεύοντες διάκονοι ή μέλη της οικογένειας Μπέθελ, ενώ οι άλλοι στάλθηκαν σε άλλες χώρες διασκορπισμένες σ’ ολόκληρη τη γη.

Για εκείνους που ενδιαφέρονταν να παρακολουθήσουν τη Σχολή Γαλαάδ έγινε μια ειδική διευθέτηση για να τους βοηθήσει να βελτιώσουν τις γνώσεις τους στην Αγγλική γλώσσα. Την άνοιξη του 1973 υπήρχαν δεκαέξι Αγγλόφωνες εκκλησίες στη Γερμανία που είχαν συνολικά 450 ευαγγελιζομένους και 130 ολοχρόνιους υπηρέτες. Αυτοί που προετοιμάζονταν για τη Γαλαάδ διορίζονταν σ’ αυτές τις εκκλησίες όπου μπορούσαν να συμμετέχουν στις συναθροίσεις και να πηγαίνουν στη διακονία τού αγρού σε Αγγλόφωνες περιοχές. Από τον σχηματισμό τής πρώτης Αγγλικής εκκλησίας στο Βισμπάντεν το 1967, έχουν βαφτιστεί περίπου 250 άτομα.

Στη διάρκεια των περασμένων λίγων ετών περίπου ενενήντα πέντε ειδικοί σκαπανείς από τη Γερμανία έχουν σταλεί σε Ευρωπαϊκές ή Αφρικανικές χώρες για να συνεχίσουν εκεί το ειδικό σκαπανικό τους έργο. Μερικοί ήταν πρόθυμοι να υπηρετήσουν σε άλλες χώρες μολονότι δε γνώριζαν την ξένη γλώσσα που χρειάζονταν. Ήταν, ωστόσο, πρόθυμοι να καταβάλουν ειδικές προσπάθειες για να μάθουν μια νέα γλώσσα για να μπορέσουν να υπηρετήσουν σε χώρες που χρειάζονταν την βοήθειά τους. Τέσσερις ειδικοί σκαπανείς, για παράδειγμα, έκαναν εντατικά μαθήματα μιας εβδομάδας στα Γαλλικά στο Μπέθελ του Βισμπάντεν πριν σταλούν στο Τσαντ της Αφρικής. Φυσικά έπρεπε να συνεχίσουν να μελετούν τη γλώσσα και εκεί, αλλά σύντομα μπορούσαν να μιλούν σ’ αυτή τη γλώσσα και μπορούσαν να συνεχίζουν τη διακονία τους κάτω από τον καυτό Αφρικανικό ήλιο.

Τα τελευταία χρόνια εγκαταστάθηκαν επίσης στη Γερμανία πάρα πολλά άτομα από άλλες χώρες. Λόγω της ανθηρής οικονομίας, η κυβέρνηση αποφάσισε να φέρει ξένους εργάτες και οι μεγάλοι μισθοί που προσφέρονταν δελέασαν πολλούς «φιλοξενούμενους εργάτες» να έρθουν. Το 1962 υπήρχαν ήδη 700.000 άτομα από την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, που εργάζονταν εδώ, και στις περισσότερες απ’ αυτές τις χώρες το έργο κηρύγματος διεξαγόταν με πολύ μεγάλες δυσκολίες. Αυτός ήταν ένας νέος αγρός δράσης για μας και συνέχισε να επεκτείνεται. Οι στατιστικές τού Σεπτεμβρίου του 1972 έδειχναν ότι εργάζονταν στη Γερμανία 2.352.392 ξένοι. Απ’ αυτούς, για παράδειγμα, 474.934 είναι από τη Γιουγκοσλαβία και 511.104 από την Τουρκία.

Πολλοί αδελφοί ήταν πρόθυμοι να μάθουν ξένες γλώσσες για να μπορέσουν να βοηθήσουν αυτούς τους ανθρώπους να ακούσουν και να καταλάβουν το άγγελμα της Βασιλείας. Η δίψα για την αλήθεια ήταν πραγματικά μεγάλη ανάμεσα σ’ αυτούς τους φιλοξενούμενους εργάτες και είχαμε πολλές ενδιαφέρουσες πείρες. Ένας επίσκοπος περιοχής ανέφερε ότι πήρε μερικά Ισπανικά έντυπα, και έδωσε πάνω από 100 βιβλιάρια και έξι βιβλία σε σχετικά σύντομο διάστημα. Είπε: «Οι περισσότεροι από τους Ισπανούς στους οποίους πρόσφερα τα βιβλιάρια πήραν και τα δεκαπέντε διαφορετικά που είχα διαθέσιμα».

Σύντομα σχηματίστηκαν ξενόγλωσσες εκκλησίες, και η πρώτη ήταν μια Ελληνική εκκλησία στο Μόναχο την 1η Μαΐου 1962. Το Μάιο του 1973 υπήρχαν 1.560 Ελληνόφωνες ευαγγελιζόμενοι διαιρεμένοι σε δυο περιοχές. Η πρώτη Ισπανική εκκλησία σχηματίστηκε στη Φρανκφούρτη το 1964 και η πρώτη Ιταλική εκκλησία στην Κολωνία. Το καλοκαίρι του 1973 η Ισπανική περιοχή είχε 660 ευαγγελιζομένους και η Ιταλική περιοχή ανέφερε 1.000 ευαγγελιζομένους και επιπλέον 45 ολοχρόνιους εργάτες. Έχουμε επίσης Τούρκικους και Γιουγκοσλάβικους ομίλους. Για πολλούς ο «οικονομικός παράδεισος» που αναζητούσαν στη Γερμανία αποδείχτηκε ότι είναι μάλλον ένας πολύ πιο πολύτιμος «πνευματικός παράδεισος».

Αφού έμαθαν την αλήθεια, πολλοί από τους νέους αδελφούς μας γύρισαν στις χώρες τους γεμάτοι με την επιθυμία να φέρουν την αλήθεια στους συγγενείς και στους γείτονες. Για παράδειγμα, ένας αδελφός από τη Σικελία βαφτίστηκε στην Κολωνία τον Οκτώβριο του 1965. Το Δεκέμβριο επισκέφθηκε την οικογένειά του και φυσικά τους μίλησε καθώς και σ’ όλους τους συγγενείς του και τους φίλους για την αλήθεια. Στο τέλος τού Απριλίου του 1966 αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στη Γερμανία για να σφραγιστεί το διαβατήριό του. Αλλά είπε ότι είχε βρει τέσσερα άτομα που ενδιαφέρονταν τόσο πολύ για την αλήθεια ώστε έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του αμέσως για να συνεχίσει να μελετά μαζί τους. Ο σκοπός του ήταν να αρχίσει μια μελέτη βιβλίου εκκλησίας εκεί. Ποτέ προηγουμένως δεν είχε ξαναγίνει κήρυγμα σ’ αυτό το χωριό. Ο πιο κοντινός μάρτυς τού Ιεχωβά ζούσε περίπου εκατό χιλιόμετρα μακριά.

ΕΠΕΚΤΑΣΗ—ΟΠΩΣ ΤΗ ΒΛΕΠΕΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΠΕΘΕΛ

Το γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Βισμπάντεν ήταν και είναι πάρα πολύ απασχολημένο σαν αποτέλεσμα του έργου που γίνεται από τους μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Πολυάριθμοι αδελφοί έρχονται να περιηγηθούν τον οίκο Μπέθελ και το εργοστάσιο επειδή ξέρουν ότι από εδώ προέρχονται τα έντυπά τους και ενδιαφέρονται πάρα πολύ να το επισκεφθούν. Ο αδελφός ο οποίος εργάζεται στο τμήμα υποδοχής μπορεί να σας πει πώς, ειδικά τις γιορτές, χιλιάδες επισκέπτες ξεναγούνται στο Μπέθελ και στο εργοστάσιο. Κάποτε έφτασαν 4.000 αδελφοί με πενήντα ένα λεωφορεία που στάθμευσαν μπροστά! Αλλά και αδελφοί από ξένες χώρες χαίρονται επίσης να μας επισκέπτονται. Πριν από μερικά χρόνια ξεναγήθηκε στο Μπέθελ ένας κύριος ο οποίος στη συνέχεια ενθαρρύνθηκε να αρχίσει μια μελέτη από την Αγία Γραφή. Ένας αδελφός από το Μπέθελ άρχισε μαζί του αλληλογραφία και αυτός ο κύριος ο οποίος αργότερα δέχτηκε την αλήθεια, βαφτίστηκε, ανέλαβε ολοχρόνια υπηρεσία και σήμερα υπηρετεί σαν επίσκοπος περιοχής.

Αυτοί που ζουν και εργάζονται στο Μπέθελ έχουν απολαύσει πολλές ευλογίες καθώς περνούν τα χρόνια. Έχουν δει τις εγκαταστάσεις της Εταιρίας να επεκτείνονται, νέες εργασίες να προστίθενται και να γίνονται προετοιμασίες για ειδικές δραστηριότητες​—​και είναι προνόμιό τους να βρίσκονται στο κέντρο όλης αυτής της δραστηριότητας. Κατά καιρούς προσκαλούνται και άλλοι επίσης να βοηθήσουν.

Το χειμώνα του 1951/52 για παράδειγμα, άρχισε η κατασκευή μιας νέας προσθήκης για να επεκταθούν οι εγκαταστάσεις του τμήματος. Σαν αποτέλεσμα οι αδελφοί, ήταν απασχολημένοι όλη την ημέρα και μερικές φορές μέχρι αργά τη νύχτα, με χιόνια, βροχές και ανέμους. Περίπου είκοσι αδελφοί προσκλήθηκαν στο Μπέθελ για να βοηθήσουν. Τα βράδια, ύστερα από την τακτική τους εργασία, πολλοί από τα μέλη τής οικογένειας Μπέθελ συμμετείχαν επίσης στο έργο κατασκευής.

Όλοι χαρήκαμε πάρα πολύ όταν έφτασε από το γραφείο τμήματος της Ελβετίας στη Βέρνη ένα περιστροφικό πιεστήριο. Αλλά αυτό δεν ήταν οποιοδήποτε περιστροφικό πιεστήριο! Ήταν το πρώτο πιεστήριο που χρησιμοποιήθηκε για να εκτυπώνει βιβλία στο γραφείο τμήματος του Μαγδεμβούργου το 1928. Μετά την απαγόρευση των Ναζί μεταφέρθηκε στην Πράγα, της Τσεχοσλοβακίας, από όπου μεταφέρθηκε λίγα χρόνια αργότερα στη Βέρνη για να μην πέσει στα χέρια των Ναζί. Τώρα είναι και πάλι πίσω στο γραφείο τμήματος της Γερμανίας και σήμερα, παρά την ηλικία του, λειτουργεί ακόμη τυπώνοντας βιβλία ή μέχρι 7.000 περιοδικά την ώρα.

Μια άλλη αιτία χαράς ήταν η εμφάνιση του Γερμανικού Ξύπνα! με 32 σελίδες στις 8 Ιανουαρίου 1953. Μ’ αυτό το τεύχος άρχισε η διανομή αυτού του περιοδικού στη Γερμανία. Αυτό συνετέλεσε πολύ στην αύξηση του ζήλου των αδελφών για το έργο περιοδικού.

Το Μπέθελ στο Βισμπάντεν συνέχισε να επεκτείνεται. Το 1956 υπήρξε ένα ανώτατο όριο από 50.530 ευαγγελιζομένους οι οποίοι διέθεσαν περίπου 1.300.000 έντυπα. Το επόμενο υπηρεσιακό έτος το ανώτατο όριο ήταν 56.883. Ο Αδελφός Νορρ έφτασε στο Βισμπάντεν στο τέλος του Νοεμβρίου 1956 για μια σύντομη επίσκεψη διάρκειας λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Ο λόγος; Ο ίδιος τον εξηγεί στην Αγγλική Σκοπιά της 1ης Μαΐου 1957. «Και εδώ επίσης ο σκοπός τής επίσκεψης ήταν να συζητήσουμε το πρόβλημα της επέκτασης. Το Μπέθελ και το σημερινό εργοστάσιο είναι πολύ μικρά και καλέσαμε έναν αρχιτέκτονα αδελφό. Μαζί του εργαστήκαμε όλη την ημέρα σχεδιάζοντας ένα μεγαλύτερο εργοστάσιο και οίκο Μπέθελ. Η Εταιρία μπόρεσε να αγοράσει κάποιο ακίνητο από την πόλη του Βισμπάντεν, και ύστερα από πολλές συζητήσεις οι αρχές τής πόλης συγκατατέθηκαν να αλλάξουμε τη θέση ενός δρόμου και έτσι να μπορέσουμε να φτιάξουμε το νέο μας κτίριο ακριβώς πλάι στο υπάρχον, ξαναχαράσσοντας το δρόμο λίγο πιο πέρα από το νέο μας κτίριο. . . . Το κτίριο ήταν αρκετά μεγάλο για να περιλάβει μερικά νέα πιεστήρια, και η ψηλή οροφή του μας έδινε άφθονο χώρο».

Αντί να κάνουμε την παραδοσιακή «Ρίχτφεστ» με τα ποτά της (που γίνεται όταν ολοκληρωθεί ο σκελετός ενός κτιρίου), προετοιμάστηκε ένα νόστιμο γεύμα για τους εργάτες και τους αξιωματούχους της πολεοδομίας και σερβιρίστηκε στην τραπεζαρία του Μπέθελ. Όλοι εξυπηρετήθηκαν από τους αδελφούς μας και κάθησαν σε τραπέζια που ήταν σκεπασμένα με λευκά τραπεζομάντηλα. Άκουσαν μια ομιλία που εξηγούσε το σκοπό τού κτιρίου, τη δράση των μαρτύρων του Ιεχωβά γενικά, και το πώς χρηματοδοτήθηκε η ανέγερση του κτιρίου. Τα μέλη της οικογένειας Μπέθελ παρουσίασαν ένα μουσικό πρόγραμμα. Οι περισσότεροι από τους φιλοξενούμενους επισκέπτες απόκτησαν μια εντελώς διαφορετική άποψη για τους μάρτυρες του Ιεχωβά και τη δράση τους. Το νόστιμο φαγητό που σερβιρίστηκε και ο τρόπος που μεταχειρίστηκαν όλους σαν ίσους ήταν ένα ζήτημα συζήτησης ανάμεσα στους εργάτες οικοδομών στο Βισμπάντεν για χρόνια αργότερα. Στο τέλος δόθηκε στον καθένα απ’ αυτούς ένα βιβλίο και ένα βιβλιάριο σαν δώρο. Μερικοί από τους εργάτες που από προκατάληψη δεν παραβρέθηκαν στο φαγητό ήρθαν την άλλη μέρα και ζήτησαν αν μπορούσαν τουλάχιστον να πάρουν το δωρεάν βιβλίο. Είχαν χάσει το φαγητό από δικό τους σφάλμα· τώρα όμως εναπόκειτο σ’ αυτούς να πάρουν πνευματική τροφή με τη βοήθεια του βιβλίου που τους προσφέρθηκε.

Τον Ιανουάριο του 1959 άρχισαν να μεταφέρονται στο νέο κτίριο τα διάφορα τμήματα.

Στο μεταξύ όπως αναφέρει ο επίσκοπος εργοστασίου Γκύντερ Κουντς, «συνεχίσαμε να εφοδιαζόμαστε με καλύτερα μηχανήματα για την παραγωγή βιβλίων, περιοδικών και άλλων εντύπων. Το 1958 πήραμε τα βιβλιοδετικά μηχανήματα που ήταν προηγουμένως στη Βέρνη της Ελβετίας. Μ’ αυτά μπορούσαμε να δένουμε μέχρι 5.000 βιβλία την ημέρα. Με το πέρασμα των χρόνων ο Αδελφός Νορρ μάς έδωσε την άδεια να αντικαταστήσουμε τα περισσότερα απ’ αυτά τα μηχανήματα που ήταν ήδη σε χρήση για σαράντα περίπου χρόνια». Μ’ αυτόν τον τρόπο μέχρι το 1973 έγινε δυνατό να αυξηθεί η παραγωγή των βιβλίων πάρα πολύ.

Οι αδελφοί στο γραφείο παραγωγής κάποτε υπολόγισαν ότι τους τελευταίους μήνες το 1966, οπότε τυπώθηκαν 61.622 αντίτυπα του βιβλίου Βαβυλών, 500.796 αντίτυπα του βιβλίου «Πράγματα εις τα Οποία Είναι Αδύνατον να Ψευσθή ο Θεός» και 98.885 Βιβλία του Έτους, αν τα βάζαμε το ένα πάνω στο άλλο θα μας έκαναν έναν πύργο που θα έφτανε δεκαπέντε χιλιόμετρα στον ουρανό. Αυτό ήταν ένα συγκινητικό επίτευγμα. Η παραγωγή συχνά έφτανε στο ανώτατο όριο απόδοσης για να μπορούν οι εκκλησίες να προμηθεύονται τα απαραίτητα έντυπα. Την άνοιξη του 1968 προσκλήθηκαν προσωρινά στο Μπέθελ είκοσι δύο ακόμη εργάτες για να βοηθήσουν να τελειώσει το βιβλίο Προήλθε ο Άνθρωπος από Εξέλιξη ή από Δημιουργία; Το βιβλιοδετείο εργαζόταν με δύο βάρδιες και 10.000 βιβλία δένονταν καθημερινά. Στη συνέχεια στέλνονταν αμέσως στις εκκλησίες ώστε αυτό το νέο βιβλίο να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διάρκεια της εκστρατείας τού Μαΐου για να πληροφορήσει τους ανθρώπους την αλήθεια πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Η σκληρή εργασία απέδωσε αφού δώσαμε 136.525 βιβλία, ο μεγαλύτερος αριθμός από το 1963.

Το 1968 ο Αδελφός Νορρ επισκέφθηκε δύο φορές το Βισμπάντεν. Η πρώτη του επίσκεψη έγινε τον Ιούνιο και για μεγάλη χαρά τής οικογένειας, ανακοίνωσε ότι αγοράστηκαν για το εργοστάσιό μας ένα νέο περιστροφικό πιεστήριο και τρεις νέες μηχανές για το βιβλιοδετείο. Λίγο αργότερα οι δύο απ’ αυτές τις μηχανές εγκαταστάθηκαν και άρχισαν να λειτουργούν. Στη διάρκεια της επίσκεψής του το Νοέμβριο ο Αδελφός Νορρ έκανε πολλές διευθετήσεις για να αυξηθεί η εργασία στο εργοστάσιο. Οι αδελφοί άρχισαν να εργάζονται σε δύο βάρδιες, και γύρω στους δεκαπέντε με είκοσι εργάζονταν τη νύχτα. Ο Αδελφός Νορρ μάς επέστησε την προσοχή στη σπουδαιότητα τού να διατηρούμαστε ισχυροί πνευματικά, και έτσι σχηματίστηκε μια ειδική εκκλησία για την ωφέλεια των αδελφών της νυχτερινής βάρδιας, οι οποίοι διαφορετικά δε θα μπορούσαν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις. Οι συναθροίσεις τους γίνονταν στη διάρκεια της ημέρας. Η παραγωγή των βιβλίων αυξήθηκε πάρα πολύ και μπορέσαμε να αναλάβουμε την παραγωγή των βιβλίων για τους Ολλανδούς, τους Δανούς, τους Νορβηγούς και τους Σουηδούς αδελφούς. Με μερικά νέα μηχανήματα ακόμη μπορέσαμε να παράγουμε καθημερινά με τις δύο βάρδιες περίπου 20.000 βιβλία. Το έτος 1969 ήταν ένα ακόμη δραστήριο και παραγωγικό έτος και η παραγωγή έφτασε στα ύψη και σε ανώτατα όρια που δεν είχαμε πετύχει ποτέ προηγουμένως.

«Είναι Αργότερα απ’ Όσο Νομίζετε» ήταν ο τίτλος τού ειδικού Γερμανικού Ξύπνα! με ημερομηνία 8 Απριλίου 1969. Οι παραγγελίες από τις εκκλησίες έφταναν συνεχώς και έπρεπε να τυπώνουμε όλο και περισσότερα περιοδικά. Πράγματι, το εργοστάσιό μας τύπωσε 10.241.250 αντίτυπα. Οι αδελφοί και στις δυο βάρδιες ήταν ακόμη πρόθυμοι να εργαστούν και υπερωριακά, γιατί εκτός από τα περιοδικά έπρεπε να τυπωθούν και πολλά βιβλία (μέχρι το τέλος τού υπηρεσιακού έτους 1969, 3.343.304 βιβλία, έξι φορές περισσότερα από το 1966). Οι μηχανές μας λειτουργούσαν κυριολεκτικά όλο το 24ωρο. Για αρκετούς μήνες εργαζόμασταν σε δυο βάρδιες, τρώγαμε σε δύο βάρδιες και κοιμόμασταν σε δύο βάρδιες. Ήταν μια πολύ δραστήρια αλλά επίσης και ανταμειφτική και ευτυχισμένη εποχή.

Ο αδελφός του γραφείου για τους σκαπανείς χάρηκε πάρα πολύ όταν είδε ότι τον Απρίλιο εργάστηκαν 11.454 προσωρινοί σκαπανείς εκτός από τους 1.959 τακτικούς σκαπανείς.

Στη διάρκεια του υπηρεσιακού έτους 1969 τυπώθηκαν περίπου σαράντα εκατομμύρια έντυπα​—​περιοδικά, βιβλία και βιβλιάρια. Η αποστολή περίπου 2.000 τόννων περιοδικών και βιβλίων, εκτός από τα άλλα έντυπα, είναι φυσικά δαπανηρή. Για να περιορίσουμε αυτά τα έξοδα αρχίσαμε να παραδίνουμε τα έντυπα με τα δικά μας φορτηγά από την 3η Δεκεμβρίου 1959. Ο Άλμπερτ Καμ, ο οποίος είναι σ’ αυτό το τμήμα από την αρχή που λειτούργησε, λέει τα εξής: «Οι άνθρωποι παντού ενδιαφέρονται να μάθουν τι έχουμε στα φορτηγά μας: Οι αστυνομικοί, οι υπάλληλοι στα βενζινάδικα, οι αξιωματούχοι των τελωνείων, ακόμη και άτομα που σταματούμε για να ρωτήσουμε διευθύνσεις. Και πάντοτε μένουν έκπληκτοι όταν τους λέμε ότι το φορτηγό είναι γεμάτο από περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! Όταν καθώς συζητάς τους λες ότι έχουμε πέντε τέτοια μεγάλα φορτηγά και δύο κάπως μικρότερα και ότι είναι όλα γεμάτα με περιοδικά, μπορείς να δεις την κατάπληξη στα πρόσωπά τους. Και έτσι μπορεί κανείς να δώσει συχνά καλή μαρτυρία. Όταν ξαναπηγαίνουμε δυο εβδομάδες αργότερα, πολλοί ακόμη δε μπορούν να καταλάβουν το γεγονός ότι Η Σκοπιά είναι πάλι εδώ».

Το Βισμπάντεν βρίσκεται σε κεντρική περιοχή και έτσι τα φορτηγά μας έχουν να ακολουθήσουν έντεκα διαφορετικές κατευθύνσεις στη Γερμανία. Τα μεγάλα ταξίδια καλύπτουν κάπου 1.200 ως 1.600 χιλιόμετρα. Κάθε φορτηγό ταξιδεύει γύρω στα 70.000 με 80.000 χιλιόμετρα κάθε χρόνο. Βιβλία που τυπώνονται στο Βισμπάντεν παραδίνονται επίσης στο Λουξεμβούργο, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, στην Ελβετία και στην Αυστρία.

Και ενώ το εργοστάσιο δουλεύει με τη μεγαλύτερη απόδοσή του, το 1969 έγιναν επιπρόσθετες εργασίες επέκτασης. Ο χώρος τής σοφίτας τού παλιού τμήματος του κτιρίου μετατράπηκε σε δεκατρία νέα δωμάτια. Το έργο έγινε από αδελφούς που ήταν χαρούμενοι να προσφέρουν το χρόνο τους, τις δυνάμεις τους και τις ικανότητές τους στο Μπέθελ, προσωρινά, βέβαια. Τα έπιπλα για τα δωμάτια αυτά, όπως τα κρεβάτια, οι ντουλάπες και τα σχετικά κατασκευάστηκαν στο ξυλουργείο μας.

Παρ’ όλες αυτές τις κατασκευές ο οίκος Μπέθελ ήταν ακόμη πολύ μικρός. Το Μάιο του 1970 ο Αδελφός Νορρ και ο Αδελφός Λάρσον, ο επίσκοπος εργοστασίου τού Μπρούκλυν, μας επισκέφθηκαν για μια περίπου εβδομάδα. Ενώ εξέταζε τον οίκο και το εργοστάσιο ο Αδελφός Νορρ αποφάσισε ότι μια επέκταση θα ήταν πάρα πολύ ωφέλιμη για το έργο. Αυτό σήμαινε πάρα πολλή εργασία για τον Ρίτσαρντ Κέλσι, ο οποίος είχε αρχίσει να υπηρετεί σαν νέος επίσκοπος τμήματος το φθινόπωρο του 1969. Έγινε ένα συμβόλαιο με μια εταιρία που θα έκανε το κύριο έργο κατασκευής, ενώ το εσωτερικό έργο θα γινόταν από αδελφούς. Στο ξυλουργείο ο Φερδινάνδος Ράιτερ προετοίμασε τα πάντα για να φτιάξει τα έπιπλα για την επίπλωση των νέων δωματίων. Αυτό δεν ήταν κάτι καινούργιο γι’ αυτόν γιατί το 1947 είχε ήδη βοηθήσει στο να επενδυθεί ο σκελετός τού σημερινού παλιού κτιρίου με παράθυρα και πόρτες. Στο μεταξύ έχει, βέβαια, λιγάκι μεγαλώσει αλλά, παρά τα 80 χρόνια του (ο δεύτερος πιο ηλικιωμένος αδελφός τής οικογένειας), είναι ακόμη αρκετά δυνατός και εργάζεται καθημερινά, δίνοντας ένα καλό παράδειγμα. Οι νεαροί αδελφοί πολλές φορές λένε, «Είναι δύσκολο να συμβαδίσεις με το ρυθμό τού Φερδινάνδου».

Αυτή η επέκταση ήταν πραγματικά αναγκαία. Τον Απρίλιο του 1971 είχαμε ένα νέο ανώτατο όριο από 89.706 ευαγγελιζομένους και παρακολούθησαν την Ανάμνηση 145.419. Τον Ιούνιο είχαμε την καλύτερη αναλογία σε ώρες από το 1954. Μέχρι το τέλος τού υπηρεσιακού έτους 1971 είχαμε δώσει δεκαεννέα εκατομμύρια Γραφές, βιβλία, βιβλιάρια και περιοδικά. Αυτό σήμαινε, κατά μέσο όρο ένα βοήθημα μελέτης της Αγίας Γραφής για κάθε οικογένεια της Δυτικής Γερμανίας και του Δυτικού Βερολίνου.

Η 11η Φεβρουαρίου 1972, ήταν μια αξιομνημόνευτη μέρα. Γιατί; Στις 10 η ώρα το πρωί έφτασαν από το Μπρούκλυν τα πρώτα αντίτυπα της Γερμανικής έκδοσης της Μετάφρασης Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών. Πόσο χαρήκαμε! Έγιναν αμέσως διευθετήσεις να κάνουμε μια εκστρατεία για την Αγία Γραφή στη διάρκεια του Μαΐου και του Ιουνίου. Αυτές οι νέες εκδόσεις δόθηκαν στις εφημερίδες από τις εκκλησίες τής περιοχής τους. Αυτά τα άρθρα βοήθησαν στο να μάθουν όλοι για τη Μετάφραση Νέου Κόσμου. Μερικές επικεφαλίδες εφημερίδων έγραφαν «Τρέξτε να Πάρετε μια Νέα Μετάφραση της Αγίας Γραφής», «96.000 Διάκονοι Κάνουν μια ‘Βιβλική Εκστρατεία’», «οι Μάρτυρες του Ιεχωβά Φέρνουν σε Κάθε Οικογένεια μια Γραφή». Ακόμη και οι θρησκευτικές εφημερίδες και τα περιοδικά αντέδρασαν και βοήθησαν, με τον τρόπο τους βέβαια, να μάθουν τα μέλη των εκκλησιών τους γι’ αυτή την Αγία Γραφή. Για παράδειγμα, η Ευαγγέλισε Γκεμάιντεμπλατ της Βιττεμβέργης, έγραψε: «Η πρώτη έκδοση της Γερμανικής μετάφρασης έχει τυπωθεί στην ασυνήθιστη ποσότητα του 1 εκατομμυρίου αντιτύπων. Η ζήτηση της Λουθηρανικής Γραφής εδώ στη Γερμανία φτάνει στις 500.000 αντίτυπα κάθε χρόνο. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά ασφαλώς δεν τα έχουν τυπώσει αυτά μόνο για τις δικές τους ανάγκες σε Γραφές για τα επόμενα χρόνια. Με την ασυνήθιστη δραστηριότητά τους πρέπει να περιμένουμε ότι θα χρησιμοποιήσουν αυτή τη νέα έκδοση για μια εκτεταμένη εκστρατεία. . . . Εκτός από την Αγία Γραφή, η οποία στοιχίζει μόνο 5 Γερμανικά μάρκα, . . . οι αγοραστές ενθαρρύνονται να έχουν και μια Γραφική μελέτη και οι πωλητές προσφέρονται να διεξάγουν αυτή την μελέτη στο σπίτι τού αγοραστή». Η Κατόλισε Σόνταγκσμπλατ δημοσίευσε το ίδιο άρθρο. Η κυκλοφορία της Μετάφρασης Νέου Κόσμου και η διανομή της ήταν πραγματικά ένα εξέχον χαρακτηριστικό του υπηρεσιακού έτους 1972.

Στις αρχές του υπηρεσιακού έτους 1973 υπήρχαν 95.975 διαγγελείς των καλών νέων στη Δυτική Γερμανία και στο Δυτικό Βερολίνο, και η παραγωγή των εντύπων για τις ανάγκες όλων αυτών έφτασε σε νέα αποκορυφώματα. Στη διάρκεια αυτού του υπηρεσιακού έτους τυπώθηκαν και δέθηκαν στο εργοστάσιο του Βισμπάντεν δεκαεφτά νέα βιβλία· μερικά απ’ αυτά προορίζονταν για τη Γερμανία, και άλλα προορίζονταν για τις Σκανδιναβικές χώρες και για τις Κάτω Χώρες. Μπορείτε να φανταστείτε τη συγκίνηση στην οικογένεια Μπέθελ όταν υπολόγισαν τη συνολική παραγωγή​—​περισσότερα από 3.500.000 βιβλία σε ένα μόνο έτος!

Τα καλά αποτελέσματα άρχισαν αμέσως να φαίνονται στη ζωή εκείνων που έπαιρναν αυτές τις εκδόσεις. Ένα δωδεκάχρονο αγοράκι για παράδειγμα, συγκινήθηκε τόσο πολύ απ’ αυτά που έμαθε ώστε ζήτησε από τους Μάρτυρες που μελετούσαν μαζί του και μαζί με τη μητέρα του να τον πάρουν στη διακονία τού αγρού. Ο Μάρτυς εξήγησε, βέβαια, ότι πρώτα έπρεπε να βγει από τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη, και να διαγράψει το όνομά του από τον κατάλογο των μελών της εκκλησίας. Την άλλη κιόλας μέρα στη διάρκεια του σχολικού διαλείμματος το αγόρι, νιώθοντας το επείγον του ζητήματος, πήγε στο δημοτικό γραφείο για να συμπληρώσει την απαιτούμενη αίτηση. Ο υπεύθυνος του είπε ότι έπρεπε να έρθει κάποια άλλη ώρα, επειδή δεν μπορούσε να τον εξυπηρετήσει σ’ αυτό το ζήτημα αμέσως. Το ίδιο απόγευμα όταν τέλειωσε το σχολείο το αγόρι ξαναπήγε στο γραφείο. Και πάλι ο υπεύθυνος προσπάθησε να τον διώξει, λέγοντας ότι έπρεπε να υπογράψει η μητέρα του την αίτηση, και ότι έπρεπε να έρθει γι’ αυτό μια άλλη φορά. Το αγόρι παρακάλεσε θερμά τον υπεύθυνο να τηλεφωνήσει στη μητέρα του και να της ζητήσει να έρθει αμέσως. Ο υπεύθυνος έκανε το τηλεφώνημα αλλά απλώς είπε στη μητέρα τού παιδιού να έρθει κάποια κατάλληλη ώρα με το παιδί για να φροντίσουν γι’ αυτό το ζήτημα. Αμέσως το αγόρι διαμαρτυρήθηκε έντονα από το τηλέφωνο: «Όχι, μαμά, έλα αμέσως τώρα!» Η μητέρα του ήρθε φέρνοντας και το μικρότερο γιο της. Οι αιτήσεις συμπληρώθηκαν και υπογράφτηκαν. Τότε εκείνη είπε: «Λοιπόν, αφού είμαστε και εμείς εδώ, μπορούμε και εμείς επίσης να διαγραφούμε».

Στο γραφείο της Εταιρίας οι αδελφοί παρακολουθούσαν με ζωηρό ενδιαφέρον τις εκθέσεις που έφταναν στη διάρκεια του έτους. Στην Ανάμνηση παραβρέθηκαν 150.313 στη Δυτική Γερμανία και 7.911 στο Δυτικό Βερολίνο. Μήνα με το μήνα υπήρχε μια σημαντική αύξηση στον αριθμό των βαφτισμένων. Τον Ιούλιο οι βαφτισμένοι ήταν 5.209 σε σύγκριση με τους 3.812 για τον ίδιο μήνα τού προηγούμενου έτους. Στο τέλος του υπηρεσιακού έτους 1973, αυτός ο αριθμός έφτασε το μεγάλο σύνολο των 6.472 περισσοτέρων ατόμων που είχαν πάρει τη στάση τους με το μέρος τού Ιεχωβά. Τον ίδιο καιρό, στη Δυτική Γερμανία και στο Δυτικό Βερολίνο συμμετείχαν στη δημόσια διακήρυξη της βασιλείας του Θεού σαν την ελπίδα τού ανθρώπινου γένους 98.551 άτομα.

ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ​—ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Το 1939 ο Αδόλφος Χίτλερ είχε διαλέξει τη λέξη «Ειρήνη» σαν το θέμα για την ετήσια συνέλευση του Ράιχ. Κυκλοφόρησαν αναμνηστικά νομίσματα και ειδικά γραμματόσημα γι’ αυτή την «Ημέρα Ειρήνης τού Ράιχ». Αλλά ο εορτασμός ματαιώθηκε από το ξέσπασμα του πολέμου. Τριάντα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1969, έγινε στα Λιβάδια Τσέπελιν της Νυρεμβέργης, δηλαδή, στον ίδιο χώρο όπου επρόκειτο να εορταστεί πριν από τριάντα χρόνια η «Ημέρα Ειρήνης τού Ράιχ», η Διεθνής Συνέλευση «Επί Γης Ειρήνη» των Μαρτύρων τού Ιεχωβά.

Ένα τεράστιο σύνολο 130.000 παρόντων φιλοξενήθηκαν σ’ αυτή τη συνέλευση. Για να γίνει αυτό δυνατό, οι Μάρτυρες νοίκιασαν ένα χρόνο προηγουμένως πάνω από 60.000 τετραγωνικά μέτρα σκηνών, ώστε να μπορέσουν να στήσουν σαράντα οχτώ μεγάλες σκηνές. Περίπου ενάμισι χρόνο προηγουμένως είχαν επίσης ζητήσει από την πόλη τής Νυρεμβέργης να τους νοικιάσει όλα τα σχολεία και τους αθλητικούς χώρους τής πόλης για να χρησιμοποιηθούν σαν χώροι ύπνου. Στις αρχές τού φθινοπώρου του προηγούμενου έτους άρχισε επίσης το προπαρασκευαστικό έργο για την καφετήρια.

Όταν άρχισε η συνέλευση, υπήρχαν αντιπρόσωποι από εβδομήντα οχτώ διαφορετικές χώρες. Το πρόγραμμα της συνέλευσης παρουσιάστηκε όχι μόνο στα Γερμανικά, αλλά επίσης και στα Ελληνικά, στα Κροατικά, στα Ολλανδικά, στα Σλοβενικά και στα Τούρκικα. Εδώ οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν μαζί από όλα τα μέρη του κόσμου και κατοικούσαν μαζί με ειρήνη, απολαμβάνοντας τους θερμούς δεσμούς τής Χριστιανικής αδελφότητας.

Από την τεράστια πέτρινη εξέδρα, όπου οι αρχηγοί του Ναζιστικού κόμματος είχαν κάποτε ονειρευτεί μια «χιλιετή βασιλεία», ο Αδελφός Νορρ έκανε σε 150.645 ακροατές τη δημόσια ομιλία «Η Πλησιάζουσα Ειρήνη των Χιλίων Ετών». Αλλά δεν ενθάρρυνε το ακροατήριό του να ονειρεύεται γι’ αυτά που οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι μπορούν να κάνουν. Αναφέρθηκε στο μόνο μέσον με το οποίο θα έρθει η ειρήνη πάνω στο ανθρώπινο γένος, δηλαδή, στη βασιλεία του Θεού στα χέρια τού Γιου του Ιησού Χριστού. Και έδειξε από τις Γραφές ότι η έλευση αυτής της εποχής τής ειρήνης είναι πάρα πολύ κοντά!

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΝΙΚΗ

Με τη σταθερή πεποίθηση ότι ο καιρός είναι ακριβώς μπροστά μας οπότε ο Θεός θα νικήσει όλους τους εχθρούς του, οι μάρτυρες του Ιεχωβά προγραμμάτισαν μια σειρά διεθνών συνελεύσεων για το 1973 με θέμα «Θεία Νίκη». Δύο απ’ αυτές τις συνελεύσεις έγιναν στη Γερμανία με εκπροσώπους από εβδομήντα πέντε τουλάχιστον χώρες. Την τελευταία μέρα όταν έγινε η ομιλία «Θεία Νίκη​—​η Σημασία της για την Πάσχουσα Ανθρωπότητα» στο Στάδιο Ράιν του Ντύσελντορφ ήταν παρόντα 67.950 άτομα. Στην ίδια ομιλία παραβρέθηκαν 78.792 άτομα στην πενθήμερη συνέλευση στο Ολύμπια Παρκ του Μονάχου. Συνολικό ακροατήριο 146.742 άτομα!

Το Μόναχο ήταν η πόλη όπου πενήντα χρόνια προηγουμένως ο Χίτλερ είχε αρπάξει την εξουσία στο «Μπηρ Χωλ πουτς». Τώρα αυτός και το Ναζιστικό του καθεστώς έχουν χαθεί, αλλά οι μάρτυρες του Ιεχωβά, που αυξάνουν όλο και περισσότερο, συνεχίζουν να τονίζουν με πεποίθηση το θρίαμβο της βασιλείας τού Θεού.

Η πόλη του Μονάχου ήταν επίσης εκείνη όπου συγκεντρώθηκαν αθλητές από πολλές χώρες για να συναγωνιστούν στους Ολυμπιακούς Αγώνες τού 1972. Το γεγονός ονομάστηκε «Γιορτή Ειρήνης», αλλά καθώς ο κόσμος ξαναθυμάται τα παλιά, αυτό που μπορεί να θυμηθεί πιο ζωηρά είναι η αιματοχυσία που έγινε και που αντανακλά την εθνικιστική διαμάχη του κόσμου. Αναπολώντας όλα αυτά, ένας δημοσιογράφος έγραψε στην Μύνχνερ Αντζάιγκερ: «Καθώς στεκόμουν στις άδειες κερκίδες του σταδίου μια μέρα πριν από την έναρξη της συνέλευσης ‘Θεία Νίκη’ και είχα εντυπωσιαστεί από την προθυμία αυτών που εργάζονταν για να βοηθήσουν εδώ (συνολικά υπήρχαν 7.000) αυτόματα σκέφτηκα την 5η Σεπτεμβρίου 1972. Εκείνη την ημέρα εισέδυσαν στους αθλητικούς χώρους η βία και ο φόνος. Αυτές τις μέρες όμως οι πιστοί είναι εκείνοι οι οποίοι, σύμφωνα με την πεποίθησή τους, προσπαθούν να διεγείρουν την καλοσύνη και την ευγένεια των συνανθρώπων τους». Οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είχαν έρθει στο Ολύμπια Παρκ για να ανταγωνιστούν, προσπαθώντας ο καθένας να αποδείξει ότι αυτός ή το έθνος του είναι καλύτεροι από τους άλλους. Αντίθετα, «βαδίζουν στο όνομα του Ιεχωβά» του «Θεού που δίνει ειρήνη». Η αγάπη γι’ αυτόν είναι εκείνο που τους έφερε από πολλά έθνη σ’ αυτή τη συνέλευση και αυτή η ίδια αγάπη είναι εκείνη που τους υποκινεί να μεγαλύνουν ενωμένα το όνομα του Θεού και να αποβλέπουν στην ημέρα που θα διεκδικηθεί από κάθε μομφή.​—Μιχ. 4:5· Ρωμ. 15:33.

Τονίστηκε ότι σ’ αυτές τις συνελεύσεις εκείνο που είναι ζωτικό για τον καθένα είναι να ‘σπεύδει στην παρουσία τής ημέρας τού Ιεχωβά’, της «ημέρας» οπότε ο Θεός θα εκτελέσει κρίση πάνω στους πονηρούς και θα ανταμείψει τους δούλους του, της «ημέρας» της θείας νίκης. (2 Πέτρ. 3:11, 12) Σ’ όλους υπενθυμίστηκε, ότι μιμούμενοι τον Ιησού Χριστό, πρέπει προσωπικά να αποδειχτούν νικητές πάνω στον κόσμο αν πρόκειται να απολαύσουν τη θεία εύνοια όταν θα έρθει εκείνη «η ημέρα του Ιεχωβά». (Ιωάν. 16:33) Δεν πρέπει να επιτρέψουν στον εαυτό τους να διαμορφωθεί σύμφωνα με το πρότυπο του κόσμου, κάνοντας τα έργα του, ούτε πρέπει να επιτρέψουν στην προσωπική αδιαφορία ή στο φόβο για την αντίδραση του κόσμου να τους κάνει να αποσυρθούν και να μην κάνουν το έργο του Θεού.

Οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έφυγαν από τη συνέλευση με το αίσθημα ότι αυτός είναι ο καιρός για να επιβραδύνουν το κήρυγμά τους, αφού η Θεία Νίκη είναι τόσο κοντά. Αντίθετα, ενθαρρύνθηκαν να κάνουν πλήρη χρήση του χρόνου που απομένει και εξαρτίστηκαν κατάλληλα γι’ αυτό το έργο. Προγραμματίστηκε ένα πρόγραμμα για εντατική διανομή παγκόσμια του φυλλαδίου με τίτλο «Τελειώνει ο Καιρός του Ανθρωπίνου Γένους;» Πήραν ένα νέο βιβλίο με το συναρπαστικό τίτλο «Η Χιλιετής Βασιλεία τού Θεού Έχει Πλησιάσει». Πήραν επίσης το βιβλίο Αληθινή Ειρήνη και Ασφάλεια​—​Από ποια Πηγή;, που τονίζει το μεγάλο ζήτημα της παγκόσμιας κυριαρχίας, ένα ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσει κάθε νοήμον πλάσμα. Ήδη μοιράζονται αυτές τις πληροφορίες με άλλους ανθρώπους. Ανεξάρτητα από τις συνθήκες που μπορεί να δημιουργηθούν σ’ αυτόν τον ταραγμένο κόσμο πριν να έρθει το τέλος, οι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν πάρει την απόφασή τους να αγωνιστούν προωθώντας το θεόδοτο έργο τους να κηρύξουν τα καλά νέα τής Βασιλείας του Θεού.

Το 1975 ήδη για πρώτη φορά το ανώτατο όριο ευαγγελιζομένων ξεπέρασε τους εκατό χιλιάδες φτάνοντας τις 100.351 και το 1983 το ανώτατο όριο ήταν 106.834 ευαγγελιζόμενοι με άλλους 4.968 στο Δυτικό Βερολίνο. Τα περασμένα χρόνια, οι μάρτυρες του Ιεχωβά της Γερμανίας, όπως και σ’ άλλα μέρη, δοκιμάστηκαν. Αλλά αυτό δεν τους προκάλεσε έκπληξη. Ξέρουν ότι ο Κύριός τους, ο Ιησούς Χριστός, υπέστη διωγμό στα χέρια των πονηρών ανθρώπων, και περιμένουν το ίδιο και εκείνοι. (Ιωάν. 15:20) Οι μάρτυρες του Ιεχωβά καταλαβαίνουν απόλυτα το ζήτημα. Ξέρουν ότι ο Σατανάς ο Διάβολος έχει αμφισβητήσει την ορθότητα της κυριαρχίας τού Ιεχωβά. Έχει φανερά κατηγορήσει όλους εκείνους που υπηρετούν το Θεό ότι το κάνουν αυτό, όχι από αγάπη για το Θεό, αλλά από ιδιοτέλεια, με προσδοκία προσωπικού οφέλους. Ο Σατανάς έχει ισχυριστεί ότι, αν βρεθούν κάτω από πίεση, κανένας δε θα αποδειχτεί πιστός υποστηρικτής τής κυριαρχίας του Ιεχωβά, και αυτός ο εχθρός του Θεού και των ανθρώπων χρησιμοποιεί ανθρώπους που υποκύπτουν σ’ αυτόν για να προσπαθήσει να αποδείξει τον ισχυρισμό του πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.​—⁠Λουκ. 22:31.

Αντίθετα, οι μάρτυρες του Ιεχωβά εκτιμούν ότι όλα όσα έχουν και όλες οι ελπίδες τους για το μέλλον οφείλονται στην παρ’ αξία καλοσύνη του Ιεχωβά. Υποκινούμενοι από γνήσια αγάπη για το Δημιουργό τους, θεωρούν προνόμιό τους να δείξουν ακεραιότητα σ’ αυτόν, άσχετα με το τι θα τους κοστίσει προσωπικά. Επειδή αρνούνται να συμβιβαστούν με τον ασεβή κόσμο, πολλοί έχασαν την εργασία τους και τα σπίτια τους. Μερικοί έχασαν τα παιδιά τους και τους ή τις συζύγους τους. Άλλοι χτυπήθηκαν μέχρι αναισθησίας με συρματένια μαστίγια, πέθαναν από την πείνα ή εκτελέστηκαν από εκτελεστικά αποσπάσματα.

Αλλά σ’ όλα αυτά ποιος έχει αποδειχτεί νικητής; Όχι ο Διάβολος. Ούτε ο κόσμος που βρίσκεται κάτω από την εξουσία του. Νικητές βγήκαν οι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι έχουν θέσει την πίστη τους στο μόνο αληθινό Θεό και στο Γιο του. Όπως έγραψε ο απόστολος Ιωάννης: «Διότι παν ό,τι εγεννήθη εκ του Θεού νικά τον κόσμον· και αύτη είναι η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών. Τις είναι ο νικών τον κόσμον ειμή ο πιστεύων ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού;» (1 Ιωάν. 5:4, 5) Είναι αλήθεια, ότι μερικοί απ’ αυτούς πέθαναν από τα χέρια των εχθρών του Θεού, αλλά έχοντας την ελπίδα να είναι συγκληρονόμοι με το Χριστό στην ουράνια βασιλεία του και ζώντας στη διάρκεια του καιρού της παρουσίας του, αναστήθηκαν «εν μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού», σε ουράνια ζωή​—​νικητές του κόσμου. (1 Κορ. 15:51, 52) Άλλοι, με την ελπίδα επίγειας ζωής στη νέα τάξη τού Θεού, αναπαύθηκαν προσωρινά με την πεποίθηση ότι ο Θεός, ο οποίος δεν μπορεί να ψευστεί, θα τους ξαναφέρει στη ζωή κάτω από τη δίκαιη διακυβέρνηση της βασιλείας του. Χιλιάδες άλλοι με τη βοήθεια του Θεού, έχουν επιζήσει από τις σκληρές επιθέσεις του Σατανά και των ορατών του οργάνων. Πολλοί απ’ αυτούς είναι ακόμη ζωντανοί, κηρύττουν ακόμη τα καλά νέα, αποδεικνύουν ακόμη την αφοσίωσή τους στον Ιεχωβά. Και είναι απόφασή τους να συνεχίζουν να βαδίζουν σ’ αυτή την πιστή πορεία άσχετα με το τι δοκιμασίες μπορεί να αντιμετωπίσουν στις μέρες που είναι μπροστά.

Είθε όλοι που διαβάζουν αυτή την αφήγηση να ενθαρρυνθούν ώστε να εγκαρτερήσουν πιστά. Να θυμάστε τα ακόλουθα θεόπνευστα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Καυχώμεθα εις τας θλίψεις, γινώσκοντες ότι η θλίψις εργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς δεν καταισχύνει, διότι η αγάπη του Θεού είναι εκκεχυμένη εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος εις ημάς». (Ρωμ. 5:3–5) Είθε η ανταπόκρισή σας στην αγάπη του Θεού να σας υποκινεί να κάνετε το θέλημα του Θεού το κύριο πράγμα στη ζωή σας, έχοντας πλήρη πεποίθηση στη Θεία Νίκη που βρίσκεται τώρα τόσο κοντά.

[Εικόνα στη σελίδα 192]

Στρατόπεδο Συγκέντρωσης στο Σάξενχαουζεν

Καταλύματα Ες–Ες

Τόπος Προσκλητηρίου

Κελιά

Απομόνωση

[Εικόνα στη σελίδα 193]

Κρεματόρια

Τόπος Εκτελέσεων

Σταθμοί Απολύμανσης

[Εικόνα στη σελίδα 214]

Το κτίριο που απέκτησε η Εταιρία Σκοπιά στο Βισμπάντεν

[Εικόνα στη σελίδα 243]

Ο οίκος Μπέθελ και το τυπογραφείο της Εταιρίας Σκοπιά στο Βισμπάντεν, το 1973

[Εικόνα στη σελίδα 250]

Τη συνέλευση «Θεία Νίκη» στο Ντύσελντορφ (επάνω) την παρακολούθησαν 67.950 άτομα· στο Μόναχο (κάτω), την παρακολούθησαν 78.792 άτομα