Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Ουρουγουάη

Ουρουγουάη

Ουρουγουάη

ΟΤΑΝ οι Ισπανοί ήρθαν για πρώτη φορά στην Ουρουγουάη το 1516 δεν βρήκαν χρυσάφι ή ασήμι, ούτε το πέρασμα που αναζητούσαν για την Ανατολή. Αλλά με τον καιρό κατάλαβαν ότι το λοφώδες έδαφος και το ήπιο κλίμα ήταν ιδανικά για την κτηνοτροφία. Αυτή ήταν μια ευκαιρία για να κερδίσουν πολλά χρήματα. Χρησιμοποιώντας μεθόδους οι οποίες πολύ συχνά χαρακτήριζαν τις αποικιακές δυνάμεις, η Ισπανία εξαπέλυσε μια άγρια στρατιωτική εκστρατεία για να εξαλείψει τους ιθαγενείς Ινδιάνους Τσαρούα και να καταλάβει τη χώρα. Στη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα, οι Ισπανοί στην ουσία αντικατέστησαν τον ντόπιο ινδιάνικο πληθυσμό. Αργότερα, ήρθαν επίσης χιλιάδες μετανάστες από την Ιταλία και από άλλες χώρες. Έτσι, οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ουρουγουάη σήμερα είναι απόγονοι των Ευρωπαίων μεταναστών, και επίσημη γλώσσα είναι η ισπανική.

Παρά το γεγονός ότι μεταξύ των τριών και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων υπερισχύει το ευρωπαϊκό στοιχείο, περίπου το 10 τοις εκατό κατάγεται από ιθαγενείς Ινδιάνους και λιγότερο από το 3 τοις εκατό είναι απόγονοι σκλάβων που μεταφέρθηκαν εδώ από την Αφρική. Η θρησκεία δεν απασχολεί σοβαρά την πλειονότητα των Ουρουγουανών. Η Καθολική Εκκλησία δεν ασκεί τόσο ισχυρή επιρροή στο λαό, όπως σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής. Μάλιστα, από τις αρχές του 20ού αιώνα, υπάρχει σαφής διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους. Ωστόσο, μολονότι υπάρχουν αρκετοί που δεν ασπάζονται τα θρησκευτικά δόγματα, καθώς επίσης αγνωστικιστές και αθεϊστές, ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων εξακολουθούν να πιστεύουν στον Θεό. Μια δήλωση που ακούγεται συχνά αποκαλύπτει ποια είναι η άποψή τους: «Πιστεύω στον Θεό. Απλώς δεν πιστεύω στη θρησκεία».

Πώς θα ανταποκρίνονταν αυτοί οι άνθρωποι αν, αντί να διδάσκονται τα δόγματα του Χριστιανικού κόσμου, μάθαιναν για τον αληθινό Θεό, του οποίου ο στοργικός σκοπός και η γεμάτη καλοσύνη πολιτεία του με τους ανθρώπους εκτίθενται στην Αγία Γραφή; Θα αποδεικνυόταν άραγε ότι ανήκουν στα «επιθυμητά πράγματα» τα οποία ο Θεός καλοδέχεται στον πνευματικό οίκο της λατρείας του;—Αγγαίος 2:7.

Ένα Μικρό Ξεκίνημα

Το 1924, κάποιος άντρας που ονομαζόταν Χουάν Μιούνιθ, από την Ισπανία, ήρθε για να αναζητήσει άτομα που είχαν ειλικρινή καρδιά και τα οποία θα γίνονταν λάτρεις του Ιεχωβά. Ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ, ο τότε πρόεδρος της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, του ζήτησε να πάει στη Νότια Αμερική για να επιβλέπει το κήρυγμα των καλών νέων στην Αργεντινή, στην Ουρουγουάη, στην Παραγουάη και στη Χιλή. Λίγο μετά την άφιξή του στην Αργεντινή, διέπλευσε το Ρίο δε λα Πλάτα για να κηρύξει στο λαό της Ουρουγουάης.

Στη διάρκεια των επόμενων 43 ετών, μέχρι το θάνατό του το 1967, ο Χουάν Μιούνιθ υπήρξε άφοβος δάσκαλος του Λόγου του Θεού και συνέβαλε καθοριστικά στη διάδοση των καλών νέων σε αρκετές χώρες της Νότιας Αμερικής, περιλαμβανομένης και της Ουρουγουάης. Πολλοί Μάρτυρες του Ιεχωβά εκείνης της περιόδου θυμούνται ότι μπορούσε να κρατάει την προσοχή του ακροατηρίου επί δύο με τρεις ώρες χωρίς να βασίζεται σε σημειώσεις, απλώς και μόνο χρησιμοποιώντας την Αγία Γραφή του.

Απάντηση στην Έκκληση για Περισσότερους Εργάτες

Λίγο μετά την άφιξή του στη Νότια Αμερική, ο Χουάν Μιούνιθ διέκρινε μεγάλες δυνατότητες σε σχέση με το έργο μαθήτευσης και αντιλήφθηκε ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη για εργάτες. Πρέπει να ένιωσε όπως και ο Ιησούς: «Ο . . . θερισμός είναι πολύς, αλλά οι εργάτες είναι λίγοι. Γι’ αυτό, παρακαλέστε τον Κύριο του θερισμού να στείλει εργάτες στο θερισμό του». (Ματθ. 9:37, 38) Έτσι, σε αρμονία με τις προσευχές του στον Ιεχωβά, «τον Κύριο του θερισμού», ο αδελφός Μιούνιθ διαβίβασε τις ανησυχίες του στον αδελφό Ρόδερφορντ.

Στη διάρκεια μιας συνέλευσης που έγινε στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας το 1925, ο αδελφός Ρόδερφορντ, ανταποκρινόμενος στο αίτημα του αδελφού Μιούνιθ, ρώτησε ένα Γερμανό σκαπανέα αν θα ήταν πρόθυμος να βοηθήσει στη Νότια Αμερική. Το όνομά του ήταν Καρλ Οτ. Ο αδελφός Οτ δέχτηκε το διορισμό και έγινε γνωστός ως Κάρλος Οτ ανάμεσα στους ισπανόφωνους αδελφούς. Αφού υπηρέτησε για λίγο στην Αργεντινή, διορίστηκε στο Μοντεβιδέο, την πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, το 1928. Υπηρέτησε στην Ουρουγουάη τα επόμενα δέκα χρόνια.

Ο Κάρλος άρχισε αμέσως δουλειά. Όπως αποδείχτηκε ήταν και επιμελής και ευρηματικός. Σύντομα βρήκε ένα μέρος στην οδό Ρίο Νέγκρο όπου μπορούσε να μένει και να διεξάγει τακτικές συναθροίσεις για μελέτη της Αγίας Γραφής με λίγα ενδιαφερόμενα άτομα. Διευθέτησε επίσης να μεταδίδονται Γραφικές ομιλίες από το ραδιόφωνο. Ένας ραδιοφωνικός σταθμός δέχτηκε μάλιστα να μεταδίδει τις ομιλίες δωρεάν.

Μερικές φορές, ο Κάρλος έμπαινε σε κάποιο εστιατόριο και πλησίαζε τους ανθρώπους στα τραπέζια τους ενώ έτρωγαν. Μια μέρα, καθώς έδινε μαρτυρία από τραπέζι σε τραπέζι, συνάντησε τον Χοσέ Γκάγιεκ, ένα Γερμανό καταστηματάρχη ο οποίος ασπάστηκε τη Βιβλική αλήθεια γρήγορα. Σύντομα, ο Χοσέ ακολούθησε τον Κάρλος και έγινε ένας από τους πρώτους διαγγελείς των καλών νέων στην Ουρουγουάη.

Αποφασισμένος να συμμετάσχει ολοχρόνια στη διάδοση των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού, ο αδελφός Γκάγιεκ πούλησε το μπακάλικό του και άρχισε σκαπανικό. Αυτός και ο αδελφός Οτ κάλυψαν μεγάλο τμήμα της χώρας, κηρύττοντας από σπίτι σε σπίτι και παρουσιάζοντας Γραφικές ομιλίες σε πολλές πόλεις και χωριά. Ο αδελφός Γκάγιεκ έσπειρε το σπόρο με αφθονία στις καρδιές πολλών Ουρουγουανών μέχρι το θάνατό του το 1953. Πολλά άτομα με τα οποία έκανε Γραφική μελέτη έγιναν μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας και παραμένουν πιστά μέχρι σήμερα.

Ρώσοι Γνωρίζουν την Αλήθεια

Στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αρκετές οικογένειες Ρώσων μετανάστευσαν στην Ουρουγουάη και εγκαταστάθηκαν στα βόρεια της χώρας. Εκεί ίδρυσαν αγροτικούς οικισμούς οι οποίοι άκμασαν. Διατηρούσαν επίσης τον πατροπαράδοτο σεβασμό τους για την Αγία Γραφή, διαβάζοντάς την τακτικά. Σκληρά εργαζόμενοι και επιφυλακτικοί ως χαρακτήρες, σχημάτισαν μια αυστηρή κοινότητα η οποία είχε λίγες επαφές με την κοινωνία της Ουρουγουάης. Σε αυτό το σημείο, ήρθε στο προσκήνιο ένας ακόμα από τους πρώτους ευαγγελιζομένους των καλών νέων στην Ουρουγουάη. Το όνομά του ήταν Νικιφόρ Τκατσιένκα.

Στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βεσσαραβία, ο Νικιφόρ ήταν φανατικός κομμουνιστής. Ωστόσο, αφού μετανάστευσε στη Βραζιλία, πήρε το βιβλιάριο με τίτλο Πού Είναι οι Νεκροί;, το οποίο είναι έκδοση της Εταιρίας Σκοπιά. Διέκρινε αμέσως ότι αυτή είναι η αλήθεια και έγινε ένθερμος μελετητής της Αγίας Γραφής. Σύντομα άρχισε να κηρύττει στους ρωσόφωνους που ζούσαν στην περιοχή του Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Παρακινημένος από την επιθυμία του να κηρύξει στη δική του γλώσσα στους συμπατριώτες του που ζούσαν στην Ουρουγουάη, ταξίδεψε περίπου 2.000 χιλιόμετρα. Έτσι, το 1938, ο αδελφός Τκατσιένκα έφτασε σε μια ρωσική κοινότητα που ονομαζόταν Αποικία Πάλμα, στη βόρεια Ουρουγουάη, και υπηρέτησε με τέτοιο ζήλο ώστε σύντομα το απόθεμα των ρωσικών Γραφικών εντύπων που είχε εξαντλήθηκε.

Οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Ολόκληρες οικογένειες άρχισαν να μελετούν και ασπάστηκαν την αλήθεια. Αποδείχτηκε ότι αυτοί ανήκαν στα «επιθυμητά πράγματα» που είχαν προσκληθεί στον οίκο του Ιεχωβά. Οι οικογένειες Τκατσιένκα, Στάνκα, Σατλεαρένκα, Γκαρντένκα, Σεκλένοφ και Σίκαλα είναι μόνο λίγες από τις οικογένειες των οποίων τα εγγόνια και τα δισέγγονα αποτέλεσαν τη βάση για μερικές εκκλησίες στο βορρά όπως είναι η Μπέγια Γιουνιόν, η Σάλτο και η Παϊσανδού. Μερικά άτομα από αυτές τις οικογένειες είναι ειδικοί σκαπανείς, πρεσβύτεροι, επίσκοποι περιοχής και ιεραπόστολοι. Όσο για τον αδελφό Τκατσιένκα, αυτός παρέμεινε πιστός ως το θάνατό του το 1974.

Οι Έξι Γερμανοί

Εξαιτίας του βίαιου διωγμού των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη ναζιστική Γερμανία, πολλοί Γερμανοί σκαπανείς έφυγαν από την πατρίδα τους για να υπηρετήσουν στη Νότια Αμερική. Στις αρχές του 1939, έξι από αυτούς τους σκαπανείς έφτασαν στο Μοντεβιδέο, απένταροι και με λίγα υπάρχοντα. Χάρηκαν όταν συνάντησαν τον Κάρλος Οτ, ο οποίος ήταν εκεί για να τους καλωσορίσει. Αυτοί οι έξι ήταν ο Γκουστάβο και η Μπέτι Μπέντερ, ο Αντόλφο και η Καρλότα Φος, ο Κουρτ Νίκελ και ο Ότο Χέλε. Μόλις τρεις μέρες μετά την άφιξή τους, κήρυτταν ήδη από σπίτι σε σπίτι. Επειδή δεν γνώριζαν τη γλώσσα, χρησιμοποιούσαν μια τυπωμένη κάρτα μαρτυρίας στα ισπανικά. Τα μόνα λόγια που μπορούσαν να πουν στα ισπανικά ήταν: «Πορ φαβόρ, λέα έστο» («Σας παρακαλώ, διαβάστε αυτό»). Παρότι είχε περιορισμένη γνώση της γλώσσας, η ομάδα των Γερμανών έμεινε στην Ουρουγουάη προκειμένου να φροντίζει για το έργο της Βασιλείας στη χώρα όταν ο αδελφός Οτ διορίστηκε ξανά στην Αργεντινή.

Οι πρώτοι λίγοι μήνες δεν ήταν εύκολοι. Το να μάθουν τη γλώσσα συνεπαγόταν δυσκολίες. Δεν ήταν ασυνήθιστο να προσκαλούν τους ανθρώπους στα ρινιόνες (νεφρά) αντί για τις ρεουνιόνες (συναθροίσεις)· μιλούσαν για τις αμπέχας (μέλισσες) αντί για τα οβέχας (πρόβατα)· και ζητούσαν αρένα (άμμο) αντί για αρίνα (αλεύρι). Ένας από αυτούς θυμάται: «Το να κηρύττω από σπίτι σε σπίτι και να διεξάγω Γραφικές μελέτες και συναθροίσεις χωρίς να γνωρίζω τη γλώσσα ήταν πολύ δύσκολο. Επιπλέον, δεν είχαμε καμιά οικονομική βοήθεια. Χρησιμοποιούσαμε τις συνεισφορές από τα έντυπα που δίναμε για να καλύπτουμε τα έξοδα για τη συντήρηση και τις μεταφορές μας. Ευτυχώς, μέχρι το τέλος του 1939, είχαμε κάνει 55 συνδρομές στα περιοδικά και είχαμε δώσει πάνω από 1.000 βιβλία και 19.000 βιβλιάρια».

Ποδήλατα και Σκηνές

Αυτοί οι έξι Γερμανοί δεν απογοητεύονταν εύκολα. Σύντομα άρχισαν να διαδίδουν τα καλά νέα στη χώρα χρησιμοποιώντας τον πιο οικονομικό τρόπο που υπήρχε—αγόρασαν έξι ποδήλατα. Ο Ότο Χέλε και ο Κουρτ Νίκελ ποδηλατούσαν αρκετές μέρες—διένυσαν 615 χιλιόμετρα—για να φτάσουν στην Αποικία Πάλμα προκειμένου να βοηθήσουν τον αδελφό Τκατσιένκα. Φανταστείτε την έκπληξή τους όταν ανακάλυψαν ότι αυτός δεν μιλούσε ούτε ισπανικά ούτε γερμανικά, και εκείνοι δεν καταλάβαιναν λέξη ρωσικά! Νιώθοντας τις συνέπειες των όσων είχαν λάβει χώρα στον Πύργο της Βαβέλ, αποφάσισαν να κηρύξουν με τα λίγα ισπανικά τους στη γειτονική πόλη Σάλτο ενώ ο αδελφός Τκατσιένκα συνέχισε να κηρύττει στους Ρώσους.—Γέν. 11:1-9.

Στο μεταξύ, προκειμένου να μεταδώσουν το Γραφικό άγγελμα σε πόλεις και χωριά στο νότο, οι Μπέντερ ξεκίνησαν ένα ταξίδι εκατοντάδων χιλιομέτρων σε χαλικοστρωμένους και σκονισμένους δρόμους. Στα ποδήλατά τους μετέφεραν μια σκηνή, μια μικρή εστία μαγειρέματος, κουζινικά, έντυπα, ένα φωνογράφο και δίσκους με Γραφικές ομιλίες, καθώς και τα ρούχα που ήταν απαραίτητα για μια περίοδο αρκετών μηνών. Ο εξοπλισμός σε κάθε ποδήλατο ζύγιζε περίπου όσο άλλο ένα άτομο! Με αυτά τα περιορισμένα εφόδια, αψηφούσαν το κρύο, τη ζέστη και τη βροχή. Σε μερικές περιπτώσεις, όταν διέσχιζαν πεζοί ορμητικά νερά, έπρεπε να μεταφέρουν τα πάντα στους ώμους τους για να μη βραχούν τα βιβλία και ο φωνογράφος.

Ένα βασικό μέρος του εξοπλισμού ήταν η σκηνή τους. Οι Μπέντερ είχαν κάνει μόνοι τους αδιάβροχο το ύφασμα της σκηνής καλύπτοντάς το με λάδι και σκόρδο για να μην πλησιάζουν τα έντομα. Ένα πρωί δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους όταν ξύπνησαν και αντίκρισαν τον ουρανό μέσα από δεκάδες τρύπες στο πάνω μέρος της σκηνής. Στη διάρκεια της νύχτας, τα μυρμήγκια απόλαυσαν ένα γεύμα από καραβόπανο καλυμμένο με λάδι και σκόρδο στο οποίο δεν μπορούσαν να αντισταθούν! Το ζευγάρι των Γερμανών είχε υποτιμήσει την ακόρεστη όρεξη των μυρμηγκιών.

«Κατάσκοποι των Ναζί»;

Το γεγονός ότι ήταν Γερμανοί υπήκοοι έγινε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για τον Γκουστάβο και την Μπέτι Μπέντερ ενώ κήρυτταν στο εσωτερικό της χώρας. Γιατί; Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν, και το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες της Ουρουγουάης παρουσίαζαν συγκλονιστικές ειδήσεις για τη γερμανική προέλαση στην Ευρώπη. Σε μια περίπτωση, ενώ οι Μπέντερ είχαν κατασκηνώσει στα περίχωρα μιας κωμόπολης, το ραδιόφωνο ανακοίνωσε ότι οι Γερμανοί είχαν ρίξει πίσω από τις γραμμές του εχθρού οπλισμένους αλεξιπτωτιστές οι οποίοι είχαν ποδήλατα. Αμέσως, οι πανικόβλητοι κάτοικοι συμπέραναν ότι το ζευγάρι των Γερμανών που είχε κατασκηνώσει έξω από την κωμόπολη ήταν κατάσκοποι των Ναζί! Η τοπική αστυνομία, ενισχυμένη από μια μεγάλη ομάδα οπλισμένων αντρών, κατευθύνθηκε εσπευσμένα προς το σημείο όπου είχαν κατασκηνώσει οι Μπέντερ για να διερευνήσει την κατάσταση.

Ανέκριναν τον Γκουστάβο και την Μπέτι. Οι αστυνομικοί παρατήρησαν ότι κάποια πράγματα ήταν σκεπασμένα με ένα κομμάτι λινάτσα. Έτσι ρώτησαν γεμάτοι ανησυχία: «Τι σκεπάζετε με τη λινάτσα;» Ο Γκουστάβο αποκρίθηκε: «Τα δυο μας ποδήλατα και Γραφικά έντυπα». Με μια έκφραση δυσπιστίας, κάποιος αστυνομικός τον διέταξε να τραβήξει τη λινάτσα. Δεν υπήρχαν πολυβόλα—παρά μόνο δυο ποδήλατα και αρκετά βιβλία, προς μεγάλη ανακούφιση των αστυνομικών. Οι αστυνομικοί προσκάλεσαν φιλικά τους Μπέντερ να μείνουν σε ένα πιο φιλόξενο μέρος—το αστυνομικό τμήμα—ενώ θα κήρυτταν στην κωμόπολη!

Οι έξι Γερμανοί κήρυξαν πιστά επί δεκαετίες στην Ουρουγουάη. Όταν ο Γκουστάβο Μπέντερ πέθανε το 1961, η σύζυγός του επέστρεψε στη Γερμανία, όπου συνέχισε τη δράση της ως σκαπάνισσα. Πέθανε το 1995. Ο Αντόλφο και η Καρλότα Φος υπηρέτησαν ως ιεραπόστολοι στην Ουρουγουάη μέχρι το θάνατό τους το 1993 και το 1960 αντίστοιχα. Και ο Κουρτ Νίκελ παρέμεινε επίσης στην Ουρουγουάη μέχρι το θάνατό του το 1984. Τον καιρό που γραφόταν αυτή η αφήγηση, ο Ότο Χέλε, στα 92 του χρόνια, εξακολουθούσε να υπηρετεί στην Ουρουγουάη.

Οι Σπόροι Καρποφορούν

Αυτοί οι πρώτοι διαγγελείς των καλών νέων στην Ουρουγουάη αναζητούσαν με ζήλο τους πιθανούς υπηκόους της Βασιλείας του Θεού. Το 1944 υπήρχαν ήδη 20 ευαγγελιζόμενοι και 8 σκαπανείς που έδιναν έκθεση έργου στην Ουρουγουάη. Ήταν ένα μικρό ξεκίνημα. Επρόκειτο να βρεθούν και άλλα «επιθυμητά πράγματα».

Η Μαρία ντε Μπερουέτα και τα τέσσερα παιδιά της—η Λίρα, η Σέλβα, ο Χερμινάλ και ο Λίμπερ—άρχισαν να παρακολουθούν τις Χριστιανικές συναθροίσεις το 1944. Έπειτα από λίγο, η Λίρα και η Σέλβα άρχισαν να κηρύττουν και, σε μερικούς μήνες, ανέλαβαν την υπηρεσία σκαπανέα. Συνόδευαν την Αΐντα Λαριέρα, η οποία ήταν από τα πρώτα άτομα που είχαν γίνει ευαγγελιζόμενοι στη χώρα και εκδήλωναν μεγάλο ζήλο. Ωστόσο, τα μέλη της οικογένειας Μπερουέτα δεν είχαν συμβολίσει ακόμα την αφιέρωσή τους με το βάφτισμα. Ο Χουάν Μιούνιθ, στη διάρκεια μιας επίσκεψής του από την Αργεντινή, αντιλήφθηκε αυτή την παρατυπία. Έτσι, ενώ ασχολούνταν ήδη έξι μήνες με την ολοχρόνια διακονία, η Λίρα και η Σέλβα βαφτίστηκαν μαζί με τον αδελφό τους, τον Λίμπερ, και τη μητέρα τους, τη Μαρία.

«Με τη βοήθεια της παρ’ αξία καλοσύνης του Ιεχωβά ποτέ δεν προδώσαμε εκείνη την αφιέρωση», λέει η Λίρα. Το 1950 προσκλήθηκε στη Σχολή Γαλαάδ. Ο ιεραποστολικός της διορισμός ήταν η Αργεντινή όπου υπηρέτησε 26 χρόνια. Το 1976 επέστρεψε στην Ουρουγουάη. Η Σέλβα επίσης παρακολούθησε τη Σχολή Γαλαάδ, το 1953, μαζί με το σύζυγό της. Διορίστηκαν στην Ουρουγουάη, όπου εκείνος υπηρέτησε ως επίσκοπος περιοχής. Η Σέλβα συνέχισε πιστά την υπηρεσία της μέχρι το θάνατό της το 1973. Ο Λίμπερ παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Και αυτός απόλαυσε πολλά προνόμια υπηρεσίας. Μέχρι το θάνατό του το 1975, ήταν πρόεδρος του νομικού σωματείου των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουρουγουάη, το οποίο ονομαζόταν Σοσιεντάντ Λα Τόρε ντελ Βίχια. Τι απέγινε ο Χερμινάλ; Σταμάτησε να συναναστρέφεται με το λαό του Ιεχωβά. Εντούτοις, έπειτα από 25 χρόνια περίπου, ο σπόρος της αλήθειας φύτρωσε ξανά στην καρδιά του. Σήμερα, είναι πρεσβύτερος σε μια από τις εκκλησίες του Μοντεβιδέο.

Έρχονται οι Ιεραπόστολοι της Γαλαάδ

Το Μάρτιο του 1945, ο Νάθαν Ο. Νορ και ο Φρέντερικ Γ. Φρανς από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία της Εταιρίας επισκέφτηκαν για πρώτη φορά την Ουρουγουάη. Αποτέλεσαν πηγή ενθάρρυνσης για όλους. Υπήρχε επίσης και ένας άλλος αδελφός, ο Ράσελ Κορνίλιους, ο οποίος έφτασε στην Ουρουγουάη περίπου την ίδια περίοδο. Ο αδελφός Κορνίλιους δεν ήταν απλώς επισκέπτης. Προς μεγάλη χαρά των αδελφών, ήταν ο πρώτος απόφοιτος της Γαλαάδ που διορίστηκε στην Ουρουγουάη. Εκείνη την εποχή δεν ήξερε παρά μόνο λίγες λέξεις στα ισπανικά, αλλά ήταν αποφασισμένος να μάθει τη γλώσσα. Σε έξι εβδομάδες μπόρεσε να εκφωνήσει την πρώτη του δημόσια ομιλία στα ισπανικά! Όπως αποδείχτηκε, πρόσφερε ανεκτίμητη βοήθεια στο έργο της Βασιλείας στην Ουρουγουάη.

Το ίδιο εκείνο έτος, η Εταιρία έστειλε 16 ακόμη ιεραποστόλους. Ήταν όλες νεαρές αδελφές. Η παρουσία τους έγινε σύντομα αισθητή στο Μοντεβιδέο, και μια εφημερίδα έγραψε ότι «ξανθοί καλλωπισμένοι άγγελοι» είχαν κατεβεί από τον ουρανό στο Μοντεβιδέο! Οι αδελφές άρχισαν αμέσως να κηρύττουν με ζήλο και ενθουσιασμό. Τα αποτελέσματα της διακονίας τους έγιναν φανερά. Ο αριθμός των παρόντων στην Ανάμνηση αυξήθηκε κατακόρυφα από 31 άτομα το 1945 σε 204 το επόμενο έτος. Αργότερα, αρκετές από αυτές τις ιεραποστόλους στάλθηκαν σε πόλεις στο εσωτερικό της χώρας. Ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειές τους καθώς κήρυτταν σε περιοχές όπου δεν είχαν φτάσει ποτέ προηγουμένως τα καλά νέα.

Στα χρόνια που πέρασαν, πάνω από 80 ιεραπόστολοι έχουν υπηρετήσει στην Ουρουγουάη. Εκείνοι που είναι ακόμα στο διορισμό τους είναι οι εξής: Έθελ Φος, Μπίρντεν Χόφστετερ, Τόβε Χόενσεν, Γκούντερ Σένχαρντ, Λίρα Μπερουέτα και Φλόρενς Λάτιμερ. Το καθένα από αυτά τα άτομα έχει αφιερώσει πάνω από 20 χρόνια στο διορισμό του. Ο σύζυγος της αδελφής Λάτιμερ, ο Γουίλιαμ, πέθανε στο διορισμό του έπειτα από 32 χρόνια ιεραποστολικής υπηρεσίας, πολλά από τα οποία τα δαπάνησε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου.

Συνάθροιση με Ισχυρή Προστασία

Ο Τζακ Πάουερς, απόφοιτος της πρώτης τάξης της Γαλαάδ, άρχισε να υπηρετεί στην Ουρουγουάη την 1η Μαΐου 1945. Αυτός και η σύζυγός του, η Τζέιν, εργάστηκαν ακούραστα, προωθώντας τα συμφέροντα της Βασιλείας εδώ μέχρι το 1978, όταν αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα για να φροντίσουν τους άρρωστους γονείς τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τζακ θυμάται ένα αλησμόνητο περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα ενώ ήταν στην Ουρουγουάη. Το 1947, ο Τζακ έφτασε στη Ριβέρα, μια πόλη στα βόρεια της χώρας, κοντά στα σύνορα με τη Βραζιλία. Μολονότι δεν υπήρχαν ντόπιοι ευαγγελιζόμενοι, με τη βοήθεια κάποιου αδελφού από τη Βραζιλία, αφιέρωσε ένα μήνα κηρύττοντας σε ολόκληρη την πόλη, δίνοντας πάνω από 1.000 αντίτυπα του βιβλιαρίου Ένας Κόσμος, Μία Κυβέρνησις, στα ισπανικά.

Ως εντυπωσιακό επίλογο για αυτόν το γεμάτο δραστηριότητα μήνα αποφάσισε να διεξαγάγει μια δημόσια συνάθροιση στην Πλάζα Ιντερνασιονάλ (Διεθνή Πλατεία). Όπως αποκαλύπτει και το όνομά της, η Πλάζα Ιντερνασιονάλ βρισκόταν σε κεντρικό μέρος, ακριβώς στα διεθνή σύνορα Βραζιλίας και Ουρουγουάης. Αφού διαφήμισαν τη συνάθροιση επί αρκετές μέρες, οι δύο αδελφοί πήραν τη θέση τους στην πλατεία περιμένοντας τα πλήθη που, όπως έλπιζαν, θα συνέρρεαν για να ακούσουν την ομιλία. Σύντομα έφτασαν 50 οπλισμένοι αστυνομικοί προκειμένου να φροντίσουν για τη διατήρηση της τάξης κατά τη διάρκεια της συνάθροισης. Πόσοι παρευρέθηκαν; Συνολικά 53 άτομα—οι δύο αδελφοί, ένα άτομο που ήρθε επειδή ενδιαφερόταν για το θέμα της ομιλίας, και οι 50 αστυνομικοί. Η συνάθροιση διεξάχθηκε με τάξη και είχε πράγματι ισχυρή προστασία!

Το επόμενο έτος, η Εταιρία διόρισε πέντε ιεραποστόλους στη Ριβέρα. Λίγο μετά την άφιξη των ιεραποστόλων, ο Νάθαν Ο. Νορ και ο Μίλτον Τζ. Χένσελ, από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας, διεξήγαγαν στη Ριβέρα μια συνάθροιση στην οποία παρευρέθηκαν 380 άτομα. Με το πέρασμα των ετών, βρέθηκαν στη Ριβέρα πολλοί άνθρωποι που ήταν δεκτικοί στο άγγελμα της Βασιλείας. Τώρα, υπάρχουν δύο δραστήριες εκκλησίες σε εκείνη την περιοχή.

Δύο Περίεργες Γειτόνισσες

Μια από τις μεγαλύτερες πόλεις στο εσωτερικό της Ουρουγουάης είναι η Σάλτο, η οποία βρίσκεται στην ανατολική όχθη του ποταμού Ουρουγουάη. Αυτή είναι μια εύφορη αγροτική περιοχή, διάσημη για τα πορτοκάλια της και άλλα εσπεριδοειδή. Η Σάλτο αποδείχτηκε επίσης παραγωγική από πνευματική άποψη, εφόσον υπάρχουν πέντε εκκλησίες στην περιοχή. Ωστόσο, το 1947 οι ιεραπόστολοι στη Σάλτο είχαν μόλις αρχίσει να αναζητούν τα «επιθυμητά πράγματα» του Ιεχωβά.

Εκείνο το έτος, η Μέιμπελ Τζόουνς, μια από τις 16 ιεραποστόλους που είχαν έρθει το 1945, πήγε στη Σάλτο μαζί με άλλους ιεραποστόλους και έμειναν στην πόλη αρκετές εβδομάδες προκειμένου να δημιουργήσουν ενδιαφέρον για τη συνέλευση που επρόκειτο να διεξαχθεί εκεί. Δύο γειτόνισσες, η Καρόλα Μπελτραμέλι και η φίλη της Καταλίνα Πομπόνι παρακολουθούσαν τη Μέιμπελ με περιέργεια. Ένα Σάββατο απόγευμα, καθώς η Μέιμπελ επέστρεφε στο σπίτι αφού είχε συμμετάσχει στη διακονία αγρού, οι δύο περίεργες γειτόνισσες την πλησίασαν και της έκαναν Γραφικές ερωτήσεις. Η Καταλίνα Πομπόνι θυμάται: «Ανέκαθεν είχα πολλές θρησκευτικές ανησυχίες. Γι’ αυτό άρχισα να διαβάζω την Αγία Γραφή μόνη μου. Έμαθα πολλά πράγματα. Για παράδειγμα, έμαθα ότι οι προσευχές προς τον Θεό πρέπει να γίνονται κατ’ ιδίαν, και όχι για να τις παρατηρούν οι άλλοι. Έπειτα από αυτό, πολλές φορές γονάτιζα και προσευχόμουν στον Θεό να μου δώσει κατανόηση. Όταν η Μέιμπελ Τζόουνς μάς μίλησε για πρώτη φορά, νιώσαμε σαν να αφαιρέθηκε από τα μάτια μας ένα κάλυμμα. Γύρισα σπίτι, και ευχαρίστησα τον Θεό γονατιστή. Την επομένη, η Καρόλα και εγώ παρακολουθήσαμε τη δημόσια συνάθροιση στη συνέλευση».

Παρά την εναντίωση που δέχτηκαν από τους συζύγους τους, οι δύο γειτόνισσες της Μέιμπελ σημείωσαν γοργή πρόοδο και βαφτίστηκαν. Αργότερα, η Καταλίνα Πομπόνι διορίστηκε ειδική σκαπάνισσα. Σε όλη τη διάρκεια της καρποφόρας σταδιοδρομίας της, των 40 και πλέον χρόνων ολοχρόνιας υπηρεσίας, έχει βοηθήσει 110 άτομα να γίνουν βαφτισμένοι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η Καρόλα Μπελτραμέλι αποδείχτηκε επίσης ζηλώτρια διαγγελέας της Βασιλείας, βοηθώντας πάνω από 30 άτομα να βαφτιστούν. Οι δυο γιοι της Καρόλα έγιναν σκαπανείς. Ο μεγαλύτερος γιος, ο Ντέλφος, είχε το προνόμιο να παρακολουθήσει τη Σχολή Γαλαάδ, και από το 1970 βοηθάει στην επίβλεψη του τμήματος.

Στη Χώρα του Ματέ

Καθώς οι ιεραπόστολοι κάλυπταν τις αγροτικές περιοχές, επισκέπτονταν διάφορες εστάνσιας, μεγάλες εγκαταστάσεις εκτροφής βοοειδών και προβάτων. Οι άνθρωποι που ζουν στις εστάνσιας είναι απλοί και φιλόξενοι. Είναι πολύ συνηθισμένο να καλωσορίζουν τους Μάρτυρες προσφέροντάς τους το παραδοσιακό ρόφημα, το ματέ. Το ματέ είναι ζεστό αφέψημα το οποίο πίνεται από ένα κύπελλο φτιαγμένο από κολοκύθα χρησιμοποιώντας ένα μπομπίγια, δηλαδή ένα μεταλλικό καλαμάκι που στη μια άκρη του έχει σουρωτήρι. Για τους Ουρουγουανούς, η προετοιμασία και το σερβίρισμα του ματέ αποτελεί σχεδόν τελετουργία. Αφού ετοιμαστεί το αφέψημα, το κύπελλο περνάει από τον έναν στον άλλον, και όλοι πίνουν από το ίδιο μπομπίγια.

Φανταστείτε την αντίδραση των ιεραποστόλων όταν τους προσκάλεσαν για πρώτη φορά να πιουν και αυτοί ματέ μαζί με τους άλλους. Καθώς οι ιεραπόστολοι έπιναν το πράσινο και πικρό αφέψημα έκαναν διάφορους μορφασμούς, γεγονός που διασκέδαζε πολύ τους οικοδεσπότες τους. Μετά την πρώτη δοκιμή, μερικοί αποφάσισαν ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία τους. Αρνούνταν ευγενικά τις μετέπειτα προσκλήσεις για ματέ.

“Αν Έχετε Εικόνες, Δεν θα Ξανάρθω”

Μια ομάδα ιεραποστόλων διορίστηκαν στην πόλη Τακουαρεμπό, στη βόρεια Ουρουγουάη. Η πόλη περιβάλλεται από μεγάλες εστάνσιας και άλλες αγροτικές εγκαταστάσεις. Το 1949, ο Χεράρντο Εσκριμπάνο, ένας νεαρός αγρότης που είχε πολλά ερωτήματα για τη ζωή, έλαβε μια πρόσκληση να παρακολουθήσει κάποια δημόσια ομιλία στην Αίθουσα Βασιλείας. Δέχτηκε την πρόσκληση με έναν όρο: «Αν έχετε εικόνες ή αν μου ζητήσετε να επαναλάβω προσευχές, δεν θα ξανάρθω».

Ο Χεράρντο χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν εικόνες ούτε γίνονταν τελετουργίες στην Αίθουσα Βασιλείας. Απεναντίας, απόλαυσε μια Γραφική ομιλία, η οποία αναζωογόνησε το ενδιαφέρον του για την Αγία Γραφή. Συνέχισε να παρακολουθεί συναθροίσεις και αργότερα έγινε αφιερωμένος και βαφτισμένος υπηρέτης του Ιεχωβά. Στο διάβα των ετών, έχει απολαύσει πολλά προνόμια υπηρεσίας, όπως το ειδικό σκαπανικό, καθώς και το έργο περιοχής και περιφερείας. Ο αδελφός Εσκριμπάνο και η σύζυγός του, η Ραμόνα, έχουν συνολικά 83 και πλέον χρόνια στην ολοχρόνια υπηρεσία. Από το 1976, ο αδελφός Εσκριμπάνο είναι μέλος της Επιτροπής του Τμήματος μαζί με τον Ντέλφος Μπελτραμέλι και τον Γκούντερ Σένχαρντ, έναν ιεραπόστολο από τη Γερμανία ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια έχει συμβάλει σημαντικά στην πνευματική εποικοδόμηση των εκκλησιών που υπάρχουν στα περίχωρα του τμήματος.

Ο Θερισμός Αυξάνει

«Ο . . . θερισμός είναι πολύς, αλλά οι εργάτες είναι λίγοι», είπε ο Ιησούς. (Ματθ. 9:37, 38) Αυτά τα λόγια απέκτησαν ιδιαίτερο νόημα στη ζωή των ιεραποστόλων που υπηρετούσαν στην Ουρουγουάη, οι οποίοι είχαν τόσο τεράστιο τομέα να καλύψουν. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, έγινε εμφανές ότι ο Ιεχωβά υποστήριζε και ευλογούσε τις προσπάθειες των εργατών του.

Το 1949, όταν οι αδελφοί Νορ και Χένσελ επισκέφτηκαν για δεύτερη φορά την Ουρουγουάη, 592 άτομα συγκεντρώθηκαν στο Μοντεβιδέο για να ακούσουν την ομιλία του αδελφού Νορ με τίτλο «Είναι Αργότερα Από Όσο Νομίζετε!» Σε εκείνη την περίσταση, βαφτίστηκαν 73 άτομα. Τότε υπήρχαν 11 εκκλησίες στη χώρα. Δέκα χρόνια αργότερα, στη διάρκεια της τέταρτης επίσκεψής του, ο αδελφός Νορ μίλησε σε ένα ακροατήριο 2.000 και πλέον ατόμων στο Μοντεβιδέο. Τότε υπήρχαν ήδη 1.415 ευαγγελιζόμενοι και 41 εκκλησίες στην Ουρουγουάη.

Η δεκαετία του 1950 χαρακτηρίστηκε από αύξηση στον αριθμό των εκκλησιών σε ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, πολλές εκκλησίες έπρεπε να συναθροίζονται σε ιδιωτικά σπίτια. Σε κάποια περίπτωση, ο οικοδεσπότης είχε την έξυπνη ιδέα να βάλει ροδάκια σε όλα τα έπιπλα του σαλονιού του. Έτσι, όταν ερχόταν η ώρα να δημιουργήσει χώρο προκειμένου να διεξαχθεί η συνάθροιση, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σπρώχνει τα έπιπλα στην άκρη. Σε μια άλλη περίπτωση, η εκκλησία συναθροιζόταν σε ένα μικρό δωμάτιο στο μπροστινό μέρος κάποιας ιδιωτικής κατοικίας. Καθώς η εκκλησία αύξανε, γκρέμιζαν τους μεσότοιχους για να χωράνε περισσότερα άτομα. Τελικά, γκρέμισαν τους περισσότερους τοίχους και η οικογένεια δέχτηκε να ζει σε μικρότερο χώρο στο πίσω μέρος του σπιτιού.

Ένα εξαιρετικό μέσο το οποίο βοήθησε το λαό της Ουρουγουάης να εξοικειωθεί με το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν η ταινία Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει. Αυτή η ταινία έφτασε στην Ουρουγουάη το 1955. Εκείνο το έτος ο Λίμπερ Μπερουέτα ταξίδεψε στο εσωτερικό της χώρας και πρόβαλε την ταινία σε περισσότερα από 4.500 άτομα. Αυτή η ταινία υποκίνησε πολλούς οι οποίοι στο παρελθόν είχαν δείξει περιορισμένο ενδιαφέρον για το έργο μας να μελετήσουν την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Νέο Γραφείο Τμήματος

Καθώς ο αριθμός των ευαγγελιζομένων συνέχισε να αυξάνει γοργά, έγινε φανερή η ανάγκη για κατάλληλες εγκαταστάσεις οι οποίες θα στέγαζαν το γραφείο τμήματος και τον ιεραποστολικό οίκο. Στο διάβα των ετών, είχαν νοικιαστεί διάφορα κτίρια για να αντιμετωπιστεί αυτή η ανάγκη. Αλλά είχε φτάσει ο καιρός να αγοραστεί κάποια έκταση για να οικοδομήσει η Εταιρία ιδιόκτητες εγκαταστάσεις. Ωστόσο, τα οικόπεδα στο κέντρο της πρωτεύουσας, του Μοντεβιδέο, ήταν πολύ ακριβά. Φαινόταν ότι δεν υπήρχε άλλη εκλογή από το να αγοραστεί μια έκταση κάπου πιο μακριά, στα περίχωρα της πόλης. Έτσι, αγοράστηκε ένα αρκετά μεγάλο οικόπεδο το 1955. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια εγκρίθηκαν, και τα συνεργεία ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν τις εργασίες στο χώρο. Τότε, οι αδελφοί συγκλονίστηκαν όταν έμαθαν ότι η τοπική αυτοδιοίκηση είχε αποφασίσει να επεκτείνει μια από τις κεντρικές λεωφόρους, η οποία θα περνούσε μέσα ακριβώς από το οικόπεδο που είχε αγοραστεί πρόσφατα!

Τι μπορούσαν να κάνουν; Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τις αρχές. Ως λύση, οι αξιωματούχοι προσφέρθηκαν να αγοράσουν το χώρο της Εταιρίας. Ωστόσο, το ποσό που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν ήταν μικρότερο από εκείνο που είχαν πληρώσει αρχικά οι αδελφοί. Τα χρήματα δεν θα έφταναν για να αγοράσουν μια παρόμοια έκταση.

«Σε κάποια στιγμή, συμπεράναμε ότι ίσως δεν ήταν ο καιρός του Ιεχωβά για να οικοδομήσουμε», θυμάται ο Τζακ Πάουερς. «Αλλά σύντομα κατανοήσαμε καλύτερα τα λόγια του Παύλου στο εδάφιο Ρωμαίους 11:34: “Ποιος έχει γνωρίσει το νου του Ιεχωβά, ή ποιος έχει γίνει σύμβουλός του;” Ένας από τους αξιωματούχους πρότεινε να ανταλλάξουμε την ιδιοκτησία μας με κάποιο κρατικό οικόπεδο το οποίο δεν χρησιμοποιούνταν. Μας πρόσφερε ένα οικόπεδο παρόμοιου μεγέθους, το οποίο βρισκόταν σε ιδανική τοποθεσία, ακριβώς στο κέντρο του Μοντεβιδέο, στην οδό Φρανσίσκο Μπαουσά. Χωρίς δισταγμό, δεχτήκαμε την προσφορά. Άλλωστε, το οικόπεδο είχε πολλαπλάσια αξία από εκείνο που είχαμε αγοράσει προηγουμένως—και δεν χρειαζόταν να πληρώσουμε τίποτα παραπάνω! Πράγματι, το χέρι του Ιεχωβά κατηύθυνε τα πράγματα υπέρ του λαού του!»

Η Απόφαση Κάποιου Αρχιτέκτονα

Η οικοδόμηση του γραφείου τμήματος προχωρούσε καλά υπό την επίβλεψη του Χουστίνο Απόλο, ενός πολύ γνωστού αρχιτέκτονα. Ο Χουστίνο είχε μόλις αρχίσει να μελετάει την Αγία Γραφή με έναν από τους ιεραποστόλους. «Ανέκαθεν ήθελα να βρω την αλήθεια για τον Θεό», θυμάται ο Χουστίνο. «Ανατράφηκα ως Καθολικός, αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια απογοητευόμουν ολοένα και περισσότερο. Είναι ακόμα χαραγμένη στο νου μου η μέρα που πήγα στην εκκλησία προκειμένου να κάνω τις διευθετήσεις για το γάμο μου. Ο ιερέας με ρώτησε: “Πόσα φώτα θέλεις να ανάψουμε στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της γαμήλιας τελετής; Όσο περισσότερα φώτα είναι αναμμένα, τόσο περισσότερο θα σου κοστίσει, αλλά να είσαι σίγουρος ότι θα εντυπωσιάσεις τους φίλους σου”. Ασφαλώς, ήθελα έναν ωραίο γάμο. Έτσι του ζήτησα να ανάψει πολλά φώτα. Ο ιερέας με ρώτησε κατόπιν: “Θέλεις κόκκινο ή άσπρο χαλί;” Ποια ήταν η διαφορά; “Μα ασφαλώς το κόκκινο χαλί θα κάνει το νυφικό να ξεχωρίζει ακόμα περισσότερο”, μου εξήγησε, “αλλά κοστίζει τα διπλά χρήματα”. Έπειτα ήρθε η σειρά του εκκλησιαστικού ύμνου “Άβε Μαρία”. “Θέλεις να τον ψάλει ένα άτομο ή θέλεις χορωδία;” Ο ιερέας συνέχισε πουλώντας μου τη μια εκδήλωση μετά την άλλη.

»Παντρεύτηκα όντως στην εκκλησία. Αλλά ήμουν πολύ εκνευρισμένος από το εμπορικό πνεύμα που χαρακτήριζε τη θρησκεία. Όταν άρχισα να μελετάω με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, η διαφορά ήταν εμφανής. Γρήγορα κατάλαβα ότι είχα βρει την αλήθεια».

Έπειτα από πολλούς μήνες μελέτης της Αγίας Γραφής, και ενώ παράλληλα εργαζόταν στην οικοδόμηση του Μπέθελ και συναναστρεφόταν με τους Μάρτυρες, ο Χουστίνο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Αφού ολοκληρώθηκε το κτίριο, προς τα τέλη του 1961, ο αρχιτέκτονας πήρε τη σωστή απόφαση και βαφτίστηκε. Τώρα ο Χουστίνο υπηρετεί ως πρεσβύτερος και έχει βοηθήσει να οικοδομηθούν πάνω από 60 Αίθουσες Βασιλείας στην Ουρουγουάη.

Η Επέκταση του Τμήματος Συνεχίζεται

Στις 28 Οκτωβρίου 1961, έγινε η χαρωπή αφιέρωση του όμορφου νέου κτιρίου. Το πρώτο πάτωμα είχε ευρύχωρες εγκαταστάσεις γραφείων, μια αποθήκη εντύπων και μια άνετη Αίθουσα Βασιλείας. Στον επάνω όροφο υπήρχαν εννέα υπνοδωμάτια, στα οποία έμεναν οι ιεραπόστολοι και το προσωπικό του γραφείου.

Οι 1.570 ευαγγελιζόμενοι που έδιναν τότε έκθεση υπηρεσίας αγρού στη χώρα πίστευαν ότι το νέο Μπέθελ θα μπορούσε να φροντίσει για την αναμενόμενη αύξηση αρκετά χρόνια ακόμα. Ωστόσο, η αύξηση ήταν πιο γρήγορη από ό,τι ανέμεναν. Το 1985, προστέθηκαν δύο όροφοι διπλασιάζοντας έτσι το μέγεθος του τμήματος.

Πιο πρόσφατα η Εταιρία αγόρασε άλλη μια θαυμάσια έκταση στα περίχωρα του Μοντεβιδέο. Η οικοδόμηση των εγκαταστάσεων του νέου τμήματος καθώς και μιας Αίθουσας Συνελεύσεων έχει προχωρήσει πολύ. Χάρη στη βοήθεια μιας διεθνούς ομάδας εθελοντών, το πρόγραμμα οικοδόμησης αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 1999.

Εκπαίδευση για Επισκόπους

Για να υπάρχει φροντίδα για την αύξηση των “επιθυμητών πραγμάτων” στην Ουρουγουάη, δεν χρειάζονταν μόνο εγκαταστάσεις τμήματος αλλά και στοργικοί ποιμένες. Μεταξύ των ετών 1956 και 1961, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων διπλασιάστηκε και σχηματίστηκαν 13 νέες εκκλησίες. Τι στοργική και επίκαιρη προμήθεια αποδείχτηκε η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας! Όταν άρχισε η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας το 1961, πολλοί αδελφοί που είχαν υπεύθυνες θέσεις μέσα στην εκκλησία έκαναν διευθετήσεις για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα που θα διαρκούσαν ένα μήνα. Αρκετοί από αυτούς έπρεπε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις, και μερικοί διακινδύνευσαν την εργασία τους για να παρακολουθήσουν ολόκληρη τη σχολή.

Για παράδειγμα, ο Οράσιο Λεγκισαμόν ζούσε στην πόλη Ντολόρες, 300 χιλιόμετρα μακριά από το Μοντεβιδέο, όπου διεξαγόταν η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας. Όταν ζήτησε από τον εργοδότη του ένα μήνα άδεια, εκείνος του είπε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Ο αδελφός Λεγκισαμόν εξήγησε πόσο σημαντική ήταν αυτή η εκπαίδευση για εκείνον, καθώς επίσης ότι ήθελε να την παρακολουθήσει ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα έχανε την εργασία του. Λίγες μέρες αργότερα, έμεινε έκπληκτος όταν άκουσε ότι ο εργοδότης του είχε αποφασίσει να κάνει μια εξαίρεση, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τη σχολή χωρίς να χάσει την εργασία του.

Άξιζε η σχολή όλο αυτόν τον κόπο; «Δεν είχαμε ξαναζήσει κάτι παρόμοιο», θυμάται ένας από τους πρώτους σπουδαστές. «Το να βρισκόμαστε ανάμεσα σε ώριμους αδελφούς από ολόκληρη τη χώρα μάς έκανε να αισθανόμαστε σαν να ζούσαμε για ένα μήνα στο νέο κόσμο. Στη σχολή εξοπλιστήκαμε κατάλληλα για να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες που παρουσιάζει η αποτελεσματική ποίμανση του ποιμνίου, έχοντας τη στοργική υποστήριξη της ορατής οργάνωσης του Ιεχωβά».

Η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας βοήθησε εκατοντάδες ώριμους Χριστιανούς να εξοπλιστούν καλύτερα, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των εκκλησιών, ιδιαίτερα σε έναν καιρό που τα προβλήματα του παλιού συστήματος πραγμάτων εντείνονταν.

Φτωχοί—Και Όμως Πλούσιοι Πνευματικά

Σύμφωνα με τους Ουρουγουανούς ιστορικούς, στη δεκαετία του 1960 σημειώθηκε η έναρξη της οικονομικής επιδείνωσης της χώρας. Οι τιμές για τα παραδοσιακά εξαγόμενα προϊόντα, όπως το μοσχαρίσιο κρέας, το δέρμα και το μαλλί, έπεσαν στη διεθνή αγορά. Αρκετές τράπεζες και μεγάλες βιομηχανίες χρεοκόπησαν, αφήνοντας χιλιάδες ανέργους. Οι άνθρωποι ανησυχούσαν για τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, την απότομη υποτίμηση του νομίσματος, την αύξηση των φόρων και τις δυσκολίες στην ανεύρεση τροφής και άλλων αναγκαίων αγαθών.

Η οικονομική κρίση είχε φοβερές κοινωνικές συνέπειες. Η εξαθλίωση της πολυπληθούς μεσαίας τάξης κατέληξε σε αξιοσημείωτη αύξηση του εγκλήματος. Η δυσαρέσκεια οδήγησε σε συχνές, και μερικές φορές βίαιες, διαδηλώσεις εναντίον των αρχών. Χιλιάδες Ουρουγουανοί, ιδιαίτερα νέοι, μετανάστευσαν σε άλλες χώρες σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από τη γοργά επιδεινούμενη κρίση.

Από την άλλη μεριά, στην οργάνωση του Ιεχωβά η δεκαετία του 1960 έφερε μια πνευματική αύξηση η οποία θυμίζει τα λόγια των εδαφίων Ησαΐας 35:1, 2: «Η έρημος και η άνυδρη περιοχή θα νιώσουν αγαλλίαση, και η έρημη πεδιάδα θα χαρεί και θα ανθίσει σαν το σαφράνι. Εξάπαντος θα ανθίσει, και μάλιστα θα χαρεί με χαρά και με κραυγές ευφροσύνης». Δεκαπέντε νέες εκκλησίες σχηματίστηκαν μεταξύ του 1961 και του 1969, και ο συνολικός αριθμός των ευαγγελιζομένων στη χώρα έφτασε για πρώτη φορά τους 2.940.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1965, η κυβέρνηση ενέκρινε το καταστατικό του νομικού μας σωματείου που είναι γνωστό ως Σοσιεντάντ Λα Τόρε ντελ Βίχια. Αυτό το σωματείο κατέστησε εφικτή την απόκτηση ειδικών αδειών και φοροαπαλλαγών για την εκτύπωση, την εισαγωγή και τη διανομή Αγίων Γραφών καθώς και βασισμένων στην Αγία Γραφή εντύπων. Επίσης, η νομική υπόσταση κατέστησε εφικτή την αγορά οικοπέδων και την οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας.

Η «Μεγάλη Συνέλευση»

Οι αδελφοί θα θυμούνται πάντα το έτος 1967 ως το έτος της “μεγάλης συνέλευσης”. Μια ομάδα περίπου 400 Μαρτύρων από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, περιλαμβανομένου του Φ. Γ. Φρανς και του Μ. Τζ. Χένσελ, ήρθε για να παρευρεθεί στη συνέλευση. Ένα ακροατήριο 3.958 ατόμων απόλαυσε για πρώτη φορά την παρουσίαση ενός Βιβλικού δράματος με στολές. Επίσης, για πρώτη φορά, οι αδελφοί μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν το Παλάσιο Πεϊνιαρόλ, ένα ευρύχωρο κλειστό στάδιο όπου λάβαιναν χώρα οι σημαντικές κοινωνικές, καλλιτεχνικές και αθλητικές εκδηλώσεις του Μοντεβιδέο.

Πολλοί από τους ντόπιους αδελφούς κατέβαλαν εξαιρετικές προσπάθειες για να εξοικονομήσουν χρήματα για το ταξίδι και το κατάλυμά τους. Επί έξι μήνες μια αδελφή έπλενε στο χέρι ξένα ρούχα προκειμένου να μαζέψει αρκετά χρήματα για το ταξίδι. Κάποια άλλη αδελφή, της οποίας ο σύζυγος ήταν εναντιούμενος, εξοικονόμησε τα απαραίτητα χρήματα παρασκευάζοντας αναψυκτικά και πουλώντας τα στους γείτονες.

Τι εντύπωση έκανε η συνέλευση στους υπεύθυνους του σταδίου; Ένας από αυτούς δήλωσε ότι «το Παλάσιο Πεϊνιαρόλ δεν ήταν ποτέ τόσο καθαρό και απαλλαγμένο από άσχημες μυρωδιές!» Οι υπεύθυνοι εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ από την τάξη και την καλή οργάνωση των Μαρτύρων ώστε επέτρεψαν στους αδελφούς που είχαν αναλάβει τη διοργάνωση της συνέλευσης να χρησιμοποιήσουν τα προσωπικά τους γραφεία. Έπειτα από αυτό, το στάδιο χρησιμοποιήθηκε για πολλές συνελεύσεις περιφερείας μέχρι το 1977. Ωστόσο, εκείνο το έτος η κυβέρνηση άλλαξε στάση απέναντι στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και επί αρκετά χρόνια δεν τους επέτρεπε να διεξάγουν συνελεύσεις.

«Προσεκτικοί σαν τα Φίδια»

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η οικονομική κατάσταση στην Ουρουγουάη επιδεινώθηκε. Οι πράξεις απείθειας κατά των αρχών έγιναν πιο συνηθισμένες. Εργατικές και φοιτητικές διαδηλώσεις μετατρέπονταν σε βίαιες και καταστροφικές αναταραχές. Οπλισμένες συμμορίες από αντάρτες άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε μεγάλες πόλεις. Ο τρόμος μεγάλωνε καθώς αυτές οι συμμορίες εμπλέκονταν σε ληστείες, βομβιστικές ενέργειες, επιθέσεις και απαγωγές. Μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση, οι ένοπλες δυνάμεις αποκτούσαν περισσότερη ισχύ και τελικά κατέλαβαν την εξουσία το 1973.

Οι στρατιωτικοί κυβερνούσαν με σιδερένια πυγμή. Απαγορεύτηκε ολοκληρωτικά η πολιτική και η συνδικαλιστική δραστηριότητα. Άρχισε να εφαρμόζεται αυστηρή λογοκρισία του τύπου. Δημόσιες συγκεντρώσεις δεν μπορούσαν να διεξαχθούν χωρίς να υπάρχει άδεια από τις αρχές. Οι ατομικές ελευθερίες περιορίστηκαν δραστικά. Πώς μπόρεσαν οι αδελφοί να “κηρύξουν το λόγο”, ακόμα και σε εκείνον το δυσμενή καιρό;—Παράβαλε 2 Τιμόθεο 4:2.

Ο αδελφός Εσκριμπάνο θυμάται: «Εκείνες τις μέρες, έπρεπε να εφαρμόζουμε περισσότερο παρά ποτέ προηγουμένως τα λόγια του Ιησού που είναι καταγραμμένα στο εδάφιο Ματθαίος 10:16: “Δείτε! Σας αποστέλλω σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους· γι’ αυτό, να αποδειχτείτε προσεκτικοί σαν τα φίδια και εντούτοις αθώοι σαν τα περιστέρια”. Γι’ αυτό η Εταιρία κατηύθυνε αμέσως όλους τους πρεσβυτέρους να δώσουν την απαραίτητη εκπαίδευση στους ευαγγελιζομένους για να συνεχίσουν με ζήλο το έργο κηρύγματος—αλλά τώρα με προσοχή και καλή κρίση».

Ορισμένα μέλη του κλήρου και διάφορες θρησκευτικές ομάδες είχαν υποστηρίξει τους στασιαστές. Ως εκ τούτου, η νέα στρατιωτική κυβέρνηση έβλεπε με μεγάλη καχυποψία όλα τα θρησκευτικά κινήματα, περιλαμβανομένων και των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ως αποτέλεσμα, πολλοί συνελήφθησαν σε όλη τη χώρα ενώ ενασχολούνταν στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις αφήνονταν ελεύθεροι αμέσως μόλις έδειχναν τα Γραφικά τους έντυπα και εξηγούσαν τη φύση του έργου τους. Έπειτα από αυτό το πρώτο κύμα συλλήψεων, οι αδελφοί θεώρησαν σοφό να κάνουν την παρουσία τους λιγότερο εμφανή βγαίνοντας στο έργο σε μικρότερες ομάδες.

Σε μερικές περιπτώσεις, οι στρατιωτικοί έδιναν σιωπηλά τη συγκατάθεσή τους στο έργο που έκαναν οι Μάρτυρες από σπίτι σε σπίτι. Κάποτε, προσπάθησαν μάλιστα να βοηθήσουν—με το δικό τους τρόπο. Μια ομάδα στρατιωτών περιπολούσε σε περιοχή όπου κήρυττε κάποια αδελφή. Σε ένα σπίτι, αφού η αδελφή χτύπησε το κουδούνι, η οικοδέσποινα βγήκε στο παράθυρο του δεύτερου ορόφου και με πολύ αγενή τρόπο είπε στην αδελφή να φύγει. Ένας από τους στρατιώτες που είδε τι είχε συμβεί αντέδρασε αμέσως στρέφοντας το πολυβόλο του προς την οικοδέσποινα και διατάζοντάς την να κατέβει κάτω και να υποδεχτεί κατάλληλα την αδελφή. Η οικοδέσποινα υπάκουσε.

Ένας Χώρος για Συνελεύσεις

Τον Ιούνιο του 1974, το γραφείο τμήματος έλαβε μια ειδοποίηση από την κυβέρνηση που απαιτούσε να παρουσιαστούν οι υπεύθυνοι αδελφοί στο γραμματέα του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ο αδελφός Μπελτραμέλι ήταν ένας από αυτούς. Ο ίδιος θυμάται: «Ήμασταν ανήσυχοι. Γνωρίζαμε ότι η στρατιωτική κυβέρνηση είχε τη δύναμη να απαγορεύσει το έργο μας αμέσως, αν το ήθελε. Αλλά τι ανακούφιση νιώσαμε όταν ο αξιωματούχος μάς εξήγησε ότι η κυβέρνηση ήθελε να αγοράσει ένα κτίριο το οποίο χρησιμοποιούσαμε ως Αίθουσα Βασιλείας! Προσφέρθηκαν μάλιστα να μας βοηθήσουν να αγοράσουμε ένα άλλο κατάλληλο μέρος για Αίθουσα Βασιλείας. Ως αποτέλεσμα, μπορέσαμε να αγοράσουμε τον κινηματογράφο Λουτέσια, στο Μοντεβιδέο. Βρισκόταν σε ιδανική τοποθεσία, σε μια κεντρική λεωφόρο. Και τα χρήματα που πήραμε από την κυβέρνηση ήταν υπεραρκετά για να μετατρέψουμε τον κινηματογράφο σε καινούρια Αίθουσα Βασιλείας».

«Ήμασταν πεπεισμένοι ότι ο Ιεχωβά τα είχε κατευθύνει όλα αυτά», λέει ο αδελφός Μπελτραμέλι αναπολώντας: «Η μεγάλη αίθουσα σε αυτόν τον κινηματογράφο χωρούσε σχεδόν 1.000 άτομα. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο ως Αίθουσα Βασιλείας για την περιοχή αλλά επίσης ως Αίθουσα Συνελεύσεων, την οποία είχαμε απελπιστικά ανάγκη εξαιτίας των νέων απαγορεύσεων σε σχέση με τις συνελεύσεις περιοχής και περιφερείας».

Έτσι, επί αρκετά χρόνια ο πρώην κινηματογράφος, αν και επίσημα ήταν Αίθουσα Βασιλείας για την τοπική εκκλησία, στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνταν για συνελεύσεις περιοχής σε εβδομαδιαία βάση. Οι αδελφοί έμαθαν να είναι προσεκτικοί σε σχέση με αυτές τις μεγάλες συνάξεις. Έμπαιναν και έβγαιναν από το κτίριο προσπαθώντας να περνάνε όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητοι, και στάθμευαν τα αυτοκίνητά τους σε διαφορετικά μέρη σε όλη τη γειτονιά.

Καιρός να Χτίσουμε

Ακόμα και στη διάρκεια αυτής της ταραγμένης περιόδου, η συνεχής αύξηση στον αριθμό των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας, σε συνδυασμό με το σχηματισμό καινούριων εκκλησιών, ήταν πηγή μεγάλης χαράς. Το 1976, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων είχε αυξηθεί κατά 100 και πλέον τοις εκατό σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Αλλά αυτό δημιουργούσε επίσης μια μεγάλη δυσκολία: Πώς θα χωρούσαν τόσο πολλά καινούρια άτομα στις παλιές Αίθουσες Βασιλείας, οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν νοικιασμένες; «Για το καθετί υπάρχει προσδιορισμένος καιρός», έγραψε ο Βασιλιάς Σολομών κάτω από θεϊκή έμπνευση. Με 85 εκκλησίες και μόνο 42 Αίθουσες Βασιλείας, φαινόταν ξεκάθαρα ότι είχε φτάσει ο “καιρός να χτίσουμε” Αίθουσες Βασιλείας.—Εκκλ. 3:1-3.

Εντούτοις, ολόκληρη η χώρα βρισκόταν στην καρδιά μιας οικονομικής κρίσης, και οι εκκλησίες δεν είχαν τους απαραίτητους πόρους για να χτίσουν. Πού θα βρίσκονταν τα χρήματα; Ο Ντέλφος Μπελτραμέλι, ο συντονιστής του τμήματος, θυμάται: «Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου νιώσαμε το χέρι του Ιεχωβά και την αγάπη του λαού του σε δράση. Οι γενναιόδωρες συνεισφορές από τους αδελφούς σε όλο τον κόσμο έδωσαν στο τμήμα τη δυνατότητα να δανείσει στις εκκλησίες της Ουρουγουάης τα χρήματα που χρειάζονταν».

Υπήρχε επίσης ανάγκη για ειδικευμένους εργάτες, και οι Μάρτυρες στην Ουρουγουάη ανταποκρίθηκαν σε αυτή την ανάγκη. Πολλοί συνεχίζουν να διαθέτουν τον εαυτό τους και να βοηθούν στην οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας στο ένα μέρος μετά το άλλο. Ο Αβελίνο Φιλιπόνι ήταν ένας από αυτούς τους ακούραστους εθελοντές. Αφού συμμετείχε στην οικοδόμηση του τμήματος το 1961, ο αδελφός Φιλιπόνι και η σύζυγός του, η Έλντα, υπηρέτησαν ως ειδικοί σκαπανείς, και από το 1968 ο αδελφός υπηρετεί ως επίσκοπος περιοχής. Είχε επίσης διοριστεί να βοηθάει επί αρκετά χρόνια στην οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας παρέχοντας επαγγελματικές υπηρεσίες και κατεύθυνση για τα προγράμματα οικοδόμησης.

«Ελ Πλομίτο»

Ο αδελφός Φιλιπόνι θυμάται μερικές εμπειρίες σχετικά με την οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας: «Σε κάθε τόπο όπου χτίζαμε μια Αίθουσα Βασιλείας, οι γείτονες και οι περαστικοί εντυπωσιάζονταν πάντοτε πάρα πολύ από τον ενθουσιασμό και το ζήλο που εκδήλωναν οι Μάρτυρες οι οποίοι εργάζονταν εκεί. Σε κάποιο εργοτάξιο, ένα εξάχρονο αγοράκι από τη γειτονιά, το οποίο δεν ήταν Μάρτυρας, μας επισκεπτόταν κάθε μέρα, παρακαλώντας να το αφήσουμε να εργαστεί στην οικοδόμηση. Ήταν τόσο επίμονο ώστε έγινε γνωστό με το παρατσούκλι «ελ πλομίτο», μια τοπική έκφραση που σημαίνει “το μικρό ζιζάνιο”. Πέρασαν χρόνια, και δεν ξανακούσαμε τίποτα για αυτό το αγόρι. Αλλά σε μια συνέλευση με πλησίασε ένας αδελφός και με ρώτησε: “Αδελφέ Φιλιπόνι! Θυμάσαι τον «ελ πλομίτο»; Εγώ είμαι! Βαφτίστηκα πριν από δυο χρόνια”». Προφανώς ο σπόρος της αλήθειας είχε ριζώσει σε αυτό το μικρό αγόρι όταν χτιζόταν η Αίθουσα Βασιλείας.

Τώρα υπάρχει μία Αίθουσα Βασιλείας για κάθε 129 ευαγγελιζομένους—ένα σύνολο από 81 Αίθουσες Βασιλείας. Αναμφίβολα, ο Ιεχωβά έχει ευλογήσει την οικοδόμηση κατάλληλων τόπων λατρείας για το λαό του στην Ουρουγουάη.

Συνελεύσεις που Βοηθούσαν τους Γείτονές Μας

Στρατιωτικό καθεστώς είχε επιβληθεί επίσης και στην Αργεντινή, τη χώρα με την οποία συνορεύουμε προς τα δυτικά. Εκεί, η κυβέρνηση έκλεισε το γραφείο τμήματος της Εταιρίας και τις Αίθουσες Βασιλείας. Έτσι, οι αδελφοί στην Αργεντινή άρχισαν να συναθροίζονται σε μικρούς ομίλους. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο μπορούσαν να διεξάγουν συνελεύσεις δημόσια χωρίς την παρέμβαση της κυβέρνησης. Πώς τα κατάφερναν; Περνώντας τα σύνορα και διεξάγοντας τις συνελεύσεις τους στην Ουρουγουάη! Αυτές τις μεγάλες συνάξεις τις οργάνωναν οι Ουρουγουανοί αδελφοί, αλλά πολλά μέρη του προγράμματος τα παρουσίαζαν αδελφοί από την Αργεντινή. Ήταν ιδιαίτερο προνόμιο να παρέχουμε καταλύματα στους χιλιάδες αδελφούς που έρχονταν από την Αργεντινή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια ενισχυτική για την πίστη «ανταλλαγή ενθάρρυνσης».—Ρωμ. 1:12.

Μια αξέχαστη συνέλευση έλαβε χώρα στο Παλάσιο Πεϊνιαρόλ από τις 13 ως τις 16 Ιανουαρίου 1977. Εκεί υπήρχε ένα μεικτό ακροατήριο περίπου 7.000 Ουρουγουανών και Αργεντινών αδελφών. Στο τέλος αυτής της συνέλευσης, όλοι οι παρόντες έψαλαν μαζί αίνους στον Ιεχωβά. Όσοι ήταν στο ακροατήριο έψαλλαν εναλλάξ—ενώ οι αδελφοί από την Αργεντινή έψαλλαν μια στροφή οι αδελφοί από την Ουρουγουάη παρέμεναν σιωπηλοί, και το αντίθετο. Τελικά, όλοι μαζί έψαλαν την τελευταία στροφή. Τα ανάμεικτα συναισθήματα της χαράς για το ότι ήταν μαζί στη συνέλευση, καθώς και της λύπης επειδή έπρεπε να αποχαιρετήσουν τους αγαπητούς αδελφούς τους, έκαναν πολλά άτομα να κλάψουν.

Ωστόσο, στις 13 Ιανουαρίου 1977, ενώ εκείνη η μεγάλη συνέλευση λάβαινε χώρα στο Παλάσιο Πεϊνιαρόλ, μια γνωστή εφημερίδα που είχε την τάση να μεροληπτεί υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας δημοσίευσε ένα πρωτοσέλιδο άρθρο με τίτλο: «Μάρτυρες του Ιεχωβά: Η Έγκρισή τους Εξετάζεται Εξονυχιστικά». Το άρθρο καταδίκαζε τη στάση των Μαρτύρων σε σχέση με τα εθνικά σύμβολα. Τόνιζε ότι στην Αργεντινή η κυβέρνηση είχε θέσει το έργο μας υπό απαγόρευση και ότι το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί στην Ουρουγουάη. Λίγο μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου, η κυβέρνηση σταμάτησε να δίνει άδειες για τη διεξαγωγή των συνελεύσεών μας περιοχής και περιφερείας.

Οι Απαγορεύσεις Εντείνονται

Το 1975, η στρατιωτική κυβέρνηση είχε εξαπολύσει μια εκστρατεία με σκοπό να εξάρει τον πατριωτισμό και τον εθνικισμό. Αυτή η εθνικιστική ευφορία δημιούργησε δυσκολίες σε πολλούς αδελφούς καθώς αγωνίζονταν να διατηρήσουν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα. Προσπαθούσαν να “αποδίδουν αυτά που είναι του Καίσαρα στον Καίσαρα, αλλά αυτά που είναι του Θεού στον Θεό”. (Μάρκ. 12:17) Αρκετοί νεαροί Μάρτυρες αποβλήθηκαν από το σχολείο επειδή για λόγους συνείδησης απείχαν από την απόδοση λατρευτικού σεβασμού στα εθνικά σύμβολα. Πολλοί αδελφοί υπέμειναν μεγάλο χλευασμό και κακομεταχείριση στον τόπο της εργασίας τους. Μερικοί Μάρτυρες έχασαν ακόμα και τη δουλειά τους λόγω της ουδέτερης στάσης τους.

Σε μικρές πόλεις και χωριά στο εσωτερικό της χώρας, οι τοπικές αρχές παρακολουθούσαν τους Μάρτυρες πολύ στενά. Σε μερικές περιπτώσεις κυβερνητικοί κατάσκοποι πήγαιναν στις Αίθουσες Βασιλείας, προφασιζόμενοι ότι είναι ενδιαφερόμενα άτομα. Γι’ αυτόν το λόγο, οι αδελφοί διέκριναν την ανάγκη να είναι πιο προσεκτικοί. Στις συναθροίσεις, απέφευγαν να συζητούν το θέμα της ουδετερότητας, αποτρέποντας έτσι οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τις αρχές.

Σε μια περίπτωση ένας τέτοιος κατάσκοπος πήγε στην Αίθουσα Βασιλείας ακριβώς πριν από την έναρξη της συνάθροισης. Ρώτησε έναν από τους αδελφούς: «Τι ώρα θα ψάλει η εκκλησία τον ύμνο σήμερα;» Η λέξη ίμνο στα ισπανικά μπορεί να αναφέρεται είτε στον εθνικό ύμνο είτε σε κάποιο θρησκευτικό ύμνο. Ο αδελφός, γνωρίζοντας ότι ο άντρας ήταν κατάσκοπος, απάντησε: «Τρεις φορές—στην αρχή της συνάθροισης, στη μέση και στο τέλος». Βέβαια ο αδελφός αναφερόταν στους ύμνους της Βασιλείας που ψάλλουμε. Ο κατάσκοπος έφυγε αμέσως, πλήρως ικανοποιημένος με το συμπέρασμά του ότι οι αδελφοί θα έψαλλαν τον εθνικό ύμνο τρεις φορές στη διάρκεια της συνάθροισης.

Τους Συλλαμβάνουν—Αλλά Δεν Χάνουν τη Χαρά Τους

Μερικές φορές η αστυνομία έκανε έφοδο στις Αίθουσες Βασιλείας ενώ διεξαγόταν η συνάθροιση και συνελάμβανε όλους τους παρόντες. Κατόπιν ανέκριναν όλους τους αδελφούς και τις αδελφές. Αυτό αποτελούσε έξοχη ευκαιρία για να δίνουν οι αδελφοί μαρτυρία σε αρκετούς αστυνομικούς. Αφού ανέκριναν τους πάντες—μια διαδικασία η οποία συνήθως κρατούσε αρκετές ώρες—τους άφηναν όλους ελεύθερους.—Παράβαλε Πράξεις 5:41.

Στην Εκκλησία Φλόριντα, η οποία βρίσκεται βόρεια του Μοντεβιδέο, η αδελφή Σέλι Ασάντρι ντε Νούνιες επρόκειτο να κάνει μια ομιλία σπουδαστή στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας. Προσκάλεσε τη γειτόνισσά της, τη Μέιμπελ, να έρθει και να ακούσει την ομιλία της. Η Μέιμπελ δεν είχε ξαναπάει σε κάποια Αίθουσα Βασιλείας. Εκείνη τη νύχτα η αστυνομία έκανε έφοδο στη διάρκεια της συνάθροισης και συνέλαβε τους πάντες, περιλαμβανομένης και της Μέιμπελ. Αφού η Μέιμπελ ήταν υπό κράτηση αρκετές ώρες, ο σύζυγός της κανόνισε να αφεθεί ελεύθερη. Αυτή η τρομερή εμπειρία την έκανε να εκδηλώσει γνήσιο ενδιαφέρον για τις διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Σύντομα έπειτα από αυτό, άρχισε να μελετάει την Αγία Γραφή και να παρακολουθεί συναθροίσεις. Τώρα η Μέιμπελ είναι αφιερωμένη και βαφτισμένη Μάρτυρας του Ιεχωβά.

Παρά τα σχεδόν 12 χρόνια απαγορεύσεων από το στρατιωτικό καθεστώς, τα άτομα που είχαν ειλικρινή καρδιά συνέχισαν να συρρέουν με σταθερό ρυθμό στην οργάνωση του Ιεχωβά. Το 1973 υπήρχαν 3.791 ευαγγελιζόμενοι στη χώρα. Το 1985, όταν τελείωσε αυτή η δύσκολη περίοδος, ο αριθμός είχε φτάσει τους 5.329, μια αύξηση πάνω από 40 τοις εκατό! Χωρίς αμφιβολία, ο Ιεχωβά ευλογούσε το λαό του στη διάρκεια εκείνου του καιρού στενοχώριας.

Συνελεύσεις Χωρίς Απαγορεύσεις

Το Μάρτιο του 1985 εγκαθιδρύθηκε μια δημοκρατική κυβέρνηση, και άρθηκαν όλες οι απαγορεύσεις. Από τότε και έπειτα, ο λαός του Ιεχωβά μπορούσε να ενασχολείται ελεύθερα στο κήρυγμα και στη διδασκαλία όσον αφορά τη Βασιλεία. Οι αδελφοί ήταν τώρα ελεύθεροι να διεξάγουν συνελεύσεις περιοχής και περιφερείας. Οι αδελφοί και οι αδελφές χάρηκαν πολύ με την ευκαιρία που είχαν να συναντήσουν ξανά ομοπίστους τους από μακρινά μέρη της χώρας. Πόσο ενθαρρυντικό ήταν να βλέπουν ότι και οι αδελφοί τους είχαν παραμείνει σταθεροί και εξακολουθούσαν να υπηρετούν πιστά τον Ιεχωβά!

Αλλά πού θα βρίσκαμε χώρους συνέλευσης οι οποίοι θα μπορούσαν να στεγάσουν παρόντες που αναμενόταν ότι θα ξεπερνούσαν τις 10.000; Κανένας από τους χώρους που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως δεν θα ήταν κατάλληλος τώρα. Ξανά, ο Ιεχωβά απάντησε στις προσευχές μας. Ενόσω ήταν στην εξουσία η στρατιωτική κυβέρνηση, χτίστηκε ένα καινούριο στάδιο ποδοσφαίρου, το Εστάντιο Τσαρούα, στο Πάρκε Ριβέρα, ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα του Μοντεβιδέο. Μολονότι το στάδιο χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε αποκλειστικά για αθλητικές εκδηλώσεις, μπορέσαμε να το νοικιάσουμε για μια πανεθνική συνέλευση που διεξάχθηκε το Δεκέμβριο του 1985. Από τότε, οι τοπικές αρχές είναι πολύ συνεργατικές και μας επιτρέπουν να χρησιμοποιούμε το στάδιο κάθε χρόνο για τις συνελεύσεις μας, στις οποίες πολλές φορές οι παρόντες ξεπερνούν τις 13.000.

Σημαντική μαρτυρία δόθηκε στη διάρκεια μιας συνέλευσης περιοχής η οποία διεξάχθηκε στο στάδιο της πόλης Τρέιντα η Τρες, το Δεκέμβριο του 1990. Το στάδιο, που ήταν κατάμεστο από Μάρτυρες του Ιεχωβά, φαινόταν καθαρά από το εσωτερικό ενός Καθολικού ναού. Κάποιο πρωί, ο ιερέας έδειξε τη θέα από το παράθυρο και είπε στους ενορίτες του: «Βλέπετε πόσο πολλούς ανθρώπους συγκεντρώνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Πώς μαζεύουν τόσο πολλούς ανθρώπους; Έχουν κάτι που εσείς οι Καθολικοί δεν έχετε—το ευαγγελιστικό πνεύμα! Οι αριθμοί μας μειώνονται μέρα με τη μέρα επειδή δεν βγαίνουμε να κηρύξουμε όπως κάνουν αυτοί. Αν δεν αρχίσουμε να κηρύττουμε το ευαγγέλιο όπως κάνουν οι Μάρτυρες, η Εκκλησία μας θα πεθάνει».

Καλύπτουμε Απομονωμένους Τομείς

Στη δεκαετία του 1980, καταβάλαμε ειδικές προσπάθειες να φτάσουμε στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας με τα καλά νέα. Στη διάρκεια της ετήσιας επίσκεψής μας σε μια τοποθεσία στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, μια ομάδα αδελφών έδωσε αρκετά βιβλία σε ένα χωριό που λέγεται Κουτσίγια ντε Καραγκουατά. Το επόμενο έτος, οι Μάρτυρες επισκέφτηκαν εκεί έναν άντρα ο οποίος δεν ήθελε να ακούσει το άγγελμά τους, ισχυριζόμενος ότι είχε την αλήθεια. «Είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά!», τους δήλωσε. Εκείνος έλειπε από το χωριό όταν είχαν πάει οι Μάρτυρες το προηγούμενο έτος. Αλλά όταν επέστρεψε, διάβασε τα έντυπα που είχαν αφήσει και έκρινε ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Γύρισε ολόκληρο το χωριό λέγοντας σε όλους ότι τώρα ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Σήμερα σε εκείνο το χωριό υπάρχει μια μικρή εκκλησία.

Μολονότι η Μπέρτα ντε Χέρμπιγκ ζούσε στην απομακρυσμένη κωμόπολη Ντολόρες, εκτιμούσε τη σπουδαιότητα της τακτικής παρακολούθησης των συναθροίσεων. Περπατούσε 11 χιλιόμετρα μαζί με τα έξι παιδιά της για να φτάσει στην Αίθουσα Βασιλείας. Τις περισσότερες φορές, έφτανε σχεδόν μια ώρα προτού αρχίσει η συνάθροιση. Το καλό παράδειγμα υπομονής και αποφασιστικότητας που έθεσε ως μητέρα είχε ισχυρή επίδραση στα παιδιά της. Τώρα, έπειτα από χρόνια πιστής υπηρεσίας από μέρους της, τέσσερα από τα παιδιά της είναι δραστήρια στην αλήθεια. Ένα από αυτά, ο Μιγκέλ Άνκελ, ο οποίος αργότερα έγινε σκαπανέας, διένυε 58 χιλιόμετρα με ποδήλατο προκειμένου να φτάσει σε έναν απομονωμένο όμιλο στη Λα Τσαρκεάντα-Σεμπογιατί. Ένας άλλος γιος, ο Ντάνιελ, υπηρετεί τώρα ως ειδικός σκαπανέας στην πόλη Τρέιντα η Τρες.

Καλύτερη Σχέση

Χρόνια ολόκληρα, πολλοί γιατροί στην Ουρουγουάη έβλεπαν υποτιμητικά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά επειδή δεν καταλάβαιναν τη στάση τους σχετικά με την αποχή από τη χρήση αίματος. (Πράξ. 15:28, 29) Ένας μεγάλος αριθμός νοσοκομείων της χώρας αρνούνταν να δεχτεί Μάρτυρες του Ιεχωβά. Άλλα δέχονταν Μάρτυρες για εγχειρήσεις, και κατόπιν, επειδή εκείνοι δεν ήθελαν αίμα, τους έδιωχναν ακριβώς πριν από την εγχείρηση. Ωστόσο, στη διάρκεια των περασμένων λίγων ετών, η σχέση μεταξύ του ιατρικού κόσμου και των Μαρτύρων έχει βελτιωθεί σημαντικά.

Το 1986, το Νοσοκομείο Σεντράλ ντε λας Φουέρσας Αρμάντας διοργάνωσε ένα συνέδριο με θέμα τις εναλλακτικές θεραπείες για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, στο οποίο παρευρέθηκαν αρκετές εξέχουσες προσωπικότητες στον τομέα της ιατρικής και της χειρουργικής, καθώς και δικηγόροι που ειδικεύονται σε ιατρικά θέματα. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά παρείχαν πληροφορίες και εισηγήσεις στη διεύθυνση του νοσοκομείου. Ως αποτέλεσμα αυτής της ειδικής συγκέντρωσης, πολλοί γιατροί στην Ουρουγουάη άλλαξαν στάση απέναντι στους Μάρτυρες και τώρα είναι πρόθυμοι να αναλάβουν Μάρτυρες ασθενείς και να σεβαστούν την άποψή τους που αφορά το αίμα και είναι βασισμένη στην Αγία Γραφή.

Στη συνέχεια, διεξάχθηκαν αρκετές συναντήσεις, στις οποίες δόθηκε ευρεία δημοσιότητα, πρώτα στο Μοντεβιδέο και έπειτα σε άλλες πόλεις. Εξέχοντες ειδικοί έχουν αναγνωρίσει ότι, με τη βοήθεια των Μαρτύρων του Ιεχωβά, έχουν μάθει νέες τεχνικές αναίμακτης ιατρικής θεραπείας. Κάποιος καθηγητής χημειοθεραπείας δήλωσε: «Έχουμε μάθει πολλά και έχουμε προσαρμόσει τον τρόπο σκέψης μας, χάρη στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στο παρελθόν είχαμε αρκετές αντιπαραθέσεις μαζί τους απλώς και μόνο επειδή δεν τους καταλαβαίναμε. Τώρα βλέπουμε ότι σε πολλούς τομείς είχαν πάντα δίκιο. Προφανώς έχουν αποφύγει πολλά προβλήματα με το να αρνούνται να βάλουν αίμα».

Το Έργο τους Δεν Είναι Μάταιο

Μπορεί να λεχθεί με κάθε βεβαιότητα ότι το σκληρό έργο που έκαναν οι ζηλωτές διαγγελείς της Βασιλείας στην Ουρουγουάη στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 μέχρι και τη δεκαετία του 1940 δεν ήταν μάταιο. Μια χούφτα ζηλωτές διαγγελείς της Βασιλείας από το εξωτερικό συγκέντρωσαν και εκπαίδευσαν χιλιάδες «επιθυμητά πράγματα» σε αυτή την όμορφη χώρα με τους κυματιστούς λόφους. (Αγγαίος 2:7) Στην Ουρουγουάη υπάρχουν τώρα πάνω από 10.000 ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας του Θεού. Στις 135 και πλέον εκκλησίες υπάρχουν κατά μέσο όρο σχεδόν πέντε πρεσβύτεροι ανά εκκλησία. Στην τελευταία Σχολή Διακονίας της Βασιλείας, που διεξάχθηκε το Μάρτιο του 1998, παρευρέθηκαν 656 πρεσβύτεροι και 945 διακονικοί υπηρέτες. Σχεδόν όλες οι εκκλησίες έχουν ιδιόκτητες Αίθουσες Βασιλείας, πολλές από τις οποίες χτίστηκαν από αδελφούς, με την οικονομική υποστήριξη της Εταιρίας.

Στη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων έχει υπερδιπλασιαστεί, και υπάρχουν καλές προοπτικές για μελλοντική αύξηση. Για όσο καιρό ο Ιεχωβά συγκρατεί τους ανέμους της επερχόμενης μεγάλης θλίψης, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ουρουγουάη θα συνεχίσουν να απευθύνουν σε άλλους την πρόσκληση: «Ελάτε να ανεβούμε στο βουνό του Ιεχωβά, στον οίκο του Θεού του Ιακώβ· και αυτός θα μας διδάξει τις οδούς του και εμείς θα περπατήσουμε στους δρόμους του».—Ησ. 2:3· Αποκ. 7:1.

[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 224]

[Εικόνα στη σελίδα 227]

Χουάν Μιούνιθ

[Εικόνα στη σελίδα 229]

Ζούσαν σε αυτοσχέδιες σκηνές και ταξίδευαν σε ολόκληρη την Ουρουγουάη με ποδήλατα για να δώσουν μαρτυρία (από αριστερά προς τα δεξιά): Κουρτ Νίκελ, Γκουστάβο και Μπέτι Μπέντερ, Ότο Χέλε

[Εικόνες στη σελίδα 235]

Από τους πρώτους Ουρουγουανούς ευαγγελιζομένους (από αριστερά προς τα δεξιά): Μαρία ντε Μπερουέτα, Καρόλα Μπελτραμέλι, Καταλίνα Πομπόνι

[Εικόνες στη σελίδα 237]

Ιεραπόστολοι που υπηρετούν ακόμα στην Ουρουγουάη: (1) Φλόρενς Λάτιμερ, (2) Έθελ Φος, (3) Μπίρντεν Χόφστετερ, (4) Λίρα Μπερουέτα, (5) Τόβε Χόενσεν, (6) Γκούντερ Σένχαρντ

[Εικόνα στη σελίδα 243]

Οι νέες εγκαταστάσεις τμήματος υπό κατασκευή το 1998

[Εικόνα στη σελίδα 245]

Επιτροπή του Τμήματος (από αριστερά προς τα δεξιά): Γκούντερ Σένχαρντ, Ντέλφος Μπελτραμέλι, Χεράρντο Εσκριμπάνο