Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Γουιάνα

Γουιάνα

Γουιάνα

«Γη των Νερών»—αυτή είναι η σημασία του ονόματος της «Γουιάνας», μιας νοτιοαμερικανικής χώρας της οποίας τα νότια σύνορα βρίσκονται μόλις 130 χιλιόμετρα πάνω από τον ισημερινό. Τι ταιριαστό όνομα, εφόσον 40 και πλέον ποταμοί και αμέτρητοι παραπόταμοι τροφοδοτούνται με νερά από τα βροχερά δάση και τις ζούγκλες που καλύπτουν μεγάλο μέρος των 215.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων της Γουιάνας! Μερικοί από αυτούς τους ποταμούς αποτελούν τα φυσικά σύνορα της Γουιάνας με τις γειτονικές της χώρες—τη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία και το Σουρινάμ. Οι ποταμοί δίνουν, επίσης, ζωή στην ενδοχώρα, όπου υπάρχουν χωριά και αγροκτήματα διάσπαρτα στις όχθες τους. Όντως, το εμπόριο και η ιστορία της Γουιάνας—περιλαμβανομένης και της ιστορίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά—είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις υδάτινες οδούς της.

Από δυσμάς προς ανατολάς, οι τέσσερις κύριοι ποταμοί είναι ο Εσεκίμπο, ο Ντεμεράρα, ο Μπερμπίς και ο Κουραντίν. Ο μακρύτερος, ο Εσεκίμπο, με μήκος 1.000 χιλιόμετρα και πλάτος 30 χιλιόμετρα στις εκβολές του, έχει 365 νησιά. Σε ένα από αυτά, το Φορτ Άιλαντ, είχε την έδρα της η κυβέρνηση κατά την περίοδο της ολλανδικής αποικιοκρατίας. Ξεκινώντας από τις πηγές τους στα βουνά της ενδοχώρας στο νότο, αυτοί οι μεγάλοι ποταμοί ρέουν προς βορράν προτού αρχίσουν τους ελιγμούς τους στη στενή παράκτια πεδιάδα και χυθούν τελικά στον Ατλαντικό. Στην πορεία, τα νερά τους σχηματίζουν μερικούς από τους πιο εντυπωσιακούς καταρράκτες του κόσμου, όπως οι Καταρράκτες Κάιετερ, όπου ο ποταμός Ποτάρο, ο οποίος έχει πλάτος 120 μέτρα και χύνεται στον Εσεκίμπο, πέφτει κατά 226 μέτρα στην πρώτη του κατακρήμνιση.

Η Γουιάνα με τα πολλά φυσικά της αξιοθέατα αποτελεί τον παράδεισο του φυσιολάτρη. Τα νερά της φιλοξενούν γιγάντιες ενυδρίδες των ποταμών, μαύρους κροκόδειλους καϊμάν και πιραρούκου, ή αλλιώς Αραπαΐμα, τα οποία συγκαταλέγονται στα μεγαλύτερα ψάρια του γλυκού νερού που έχουν ανακαλυφτεί ποτέ. Αυτοί οι σαρκοφάγοι γίγαντες, που είναι σε θέση να αναπνέουν αέρα, μπορούν να φτάσουν σε μήκος τα 3 μέτρα και σε βάρος τα 220 κιλά. Ιαγουάροι περιφέρονται αθόρυβα αναζητώντας τη λεία τους στα σκιερά δάση, ενώ πίθηκοι μυκητές κραυγάζουν πάνω στα δέντρα όπου συγκατοικούν με 700 και πλέον είδη πουλιών, μεταξύ των οποίων είναι οι αετοί άρπυια, καθώς και μακάο και τουκάν με εντυπωσιακά χρώματα.

Η Γουιάνα έχει περίπου 770.000 κατοίκους. Σε αυτούς περιλαμβάνονται Ινδοί, των οποίων οι πρόγονοι ήρθαν από την Ινδία ως συμβασιούχοι εργάτες, μαύροι που κατάγονται από Αφρικανούς σκλάβους, Αμερινδοί (Αραουάκ, Καραΐβες, Γουαπισιάνα και Γουαραού) και μιγάδες. Μολονότι σε όλη τη χώρα μιλιέται μια κρεολή γλώσσα, επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική, κάτι που καθιστά τη Γουιάνα το μοναδικό αγγλόφωνο κράτος στη Νότια Αμερική.

Τα Νερά της Αλήθειας Φτάνουν στη Γουιάνα

Γύρω στο 1900, το ζωογόνο «νερό» που σβήνει την πνευματική δίψα των ανθρώπων άρχισε να εισρέει σιγά σιγά στη Γουιάνα. (Ιωάν. 4:14) Κάποιος ονόματι Πέτερ Γιόχασεν που εργαζόταν σε μια κατασκήνωση υλοτόμων στον ποταμό Κουραντίν πήρε ένα αντίτυπο του περιοδικού Η Σκοπιά της Σιών και Κήρυξ της του Χριστού Παρουσίας. Το περιοδικό αυτό το έδωσε και σε κάποιον κ. Έλτζιν, και εκείνος έγραψε στην Εταιρία Σκοπιά ζητώντας περισσότερα Γραφικά έντυπα, περιλαμβανομένου και του βιβλίου Το Σχέδιον των Αιώνων. Μολονότι ο Έλτζιν δεν προσκολλήθηκε στις αλήθειες που είχε μάθει, έκανε άλλους να ενδιαφερθούν για αυτές. Έτσι σχηματίστηκε ένας μικρός όμιλος στο Νιου Άμστερνταμ, στις εκβολές του ποταμού Μπερμπίς.

Στο μεταξύ, στο Τζόρτζταουν, πρωτεύουσα της Γουιάνας, ο Έντουαρντ Φίλιπς προμηθεύτηκε έντυπα που εξέδιδαν οι Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Λαχταρώντας να μεταδώσει και σε άλλους αυτά που μάθαινε, ο Φίλιπς καλούσε συγγενείς και φίλους στο σπίτι του και διεξήγε τακτικές ανεπίσημες Γραφικές συζητήσεις. Το 1908 έγραψε στην Εταιρία Σκοπιά ζητώντας της να στείλει έναν εκπρόσωπο στη Γουιάνα, που ονομαζόταν τότε Βρετανική Γουιάνα. * Τέσσερα χρόνια αργότερα, έφτασε ο Εβάντερ Τζ. Κάουαρντ και εκφώνησε Γραφικές διαλέξεις σε εκατοντάδες άτομα που συγκεντρώθηκαν στα δημαρχεία του Τζόρτζταουν και του Νιου Άμστερνταμ.

Ο γιος του Φίλιπς, ο Φρέντερικ, θυμάται την επίσκεψη του Κάουαρντ και γράφει: «Ο αδελφός Κάουαρντ δεν άργησε να γίνει δημοφιλές πρόσωπο στο Τζόρτζταουν, και με το άγγελμα που κήρυττε άρχισαν να προστίθενται ενδιαφερόμενοι στον όμιλό μας των Σπουδαστών της Γραφής. Εκείνες τις μέρες, εξετάζαμε τα βιβλία Το Σχέδιον των Αιώνων, Η Νέα Κτίσις και άλλα. Σε λίγο καιρό, το σπίτι μας ήταν πια πολύ μικρό και γι’ αυτό το 1913 νοικιάσαμε ένα ανώγειο στο Σόμερσετ Χάουζ του Τζόρτζταουν. Εκεί συναθροιζόταν η εκκλησία ως το 1958». Το 1914 ο Έντουαρντ Φίλιπς διέθεσε και πάλι το σπίτι του, αυτή τη φορά για να στεγάσει το πρώτο γραφείο τμήματος της Γουιάνας. Ο ίδιος διορίστηκε επίσκοπος τμήματος και παρέμεινε σε αυτή την υπηρεσία ως το θάνατό του, το 1924.

Το 1916 δόθηκε μεγάλη ώθηση στο έργο κηρύγματος με τις προβολές του «Φωτοδράματος της Δημιουργίας», μιας παραγωγής που συνδύαζε διαφάνειες και κινηματογραφική ταινία. «Εκείνη την περίοδο απολαμβάναμε ειρήνη και θαυμάσια πνευματική ευημερία», γράφει ο Φρέντερικ. «Μάλιστα ο τοπικός τύπος δημοσίευσε μια σειρά ομιλιών του Κάρολου Τ. Ρώσσελ, ηγετικού στελέχους των Σπουδαστών της Γραφής».

Το 1917, η κατάσταση στη Γουιάνα είχε αλλάξει. Η χώρα είχε καταληφθεί από την υστερία του πολέμου, και ένας εξέχων ντόπιος κληρικός παρότρυνε το κοινό να προσεύχεται για τους Βρετανούς και τους συμμάχους τους. Με επιστολή του προς τον τύπο, ο Κάουαρντ εξέτασε την παγκόσμια κατάσταση υπό το φως των Βιβλικών προφητειών. Επίσης, εκφώνησε στο Δημαρχείο του Τζόρτζταουν μια δυναμική διάλεξη με τίτλο «Γκρεμίζοντας τα Τείχη της Βαβυλώνας».

«Ο κλήρος εξαγριώθηκε τόσο πολύ», αναφέρει μια έκθεση στη Σκοπιά 1 Οκτωβρίου 1983 (στην αγγλική), «ώστε έπεισαν τις αρχές να απελάσουν τον αδελφό Κάουαρντ και να απαγορεύσουν αρκετά από τα έντυπά μας—απαγόρευση που διήρκεσε ως το 1922». Εντούτοις, πολλοί σέβονταν τον Κάουαρντ για τη θαρραλέα μαρτυρία του. Μάλιστα, όταν έφευγε, παρατάχθηκαν κατά μήκος της προκυμαίας και φώναζαν: «Αυτός ήταν ο μόνος που κήρυξε την αλήθεια». Ακόμη και οι λιμενεργάτες απείλησαν να απεργήσουν διαμαρτυρόμενοι για την απέλαση του Κάουαρντ, αλλά οι αδελφοί τούς συμβούλεψαν να μην κάνουν κάτι τέτοιο.

Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι Σπουδαστές της Γραφής αντιμετώπισαν μια πιο ύπουλη δοκιμασία η οποία παρεμπόδισε για κάποιο διάστημα τη διάδοση της αλήθειας της Βασιλείας. Ένας πρώην αδελφός που είχε υπηρετήσει ως μέλος του προσωπικού των κεντρικών γραφείων στο Μπρούκλιν αλλά είχε γίνει αποστάτης επισκέφτηκε τη Γουιάνα αρκετές φορές προσπαθώντας να απομακρύνει τους Σπουδαστές της Γραφής από την οργάνωση.

«Για ένα διάστημα», λέει η προαναφερθείσα Σκοπιά, «οι Σπουδαστές της Γραφής στη χώρα ήταν χωρισμένοι σε τρεις παρατάξεις: η μια ομάδα ήταν όσια στην οργάνωση, η άλλη ομάδα ήταν αντίπαλη και η τρίτη αποτελούνταν από τους αναποφάσιστους. Ωστόσο, η ευλογία του Ιεχωβά βρισκόταν μόνο στην όσια ομάδα, και αυτή ευημέρησε τελικά». Μεταξύ των οσίων ήταν και οι Μάλκολμ Χολ και Φίλιξ Παουλέτ, που βαφτίστηκαν το 1915 και το 1916 αντίστοιχα. Και οι δύο παρέμειναν ζηλωτές υπηρέτες του Ιεχωβά και πέθαναν μετά τα 90 τους.

Για να ενθαρρύνει περαιτέρω τους πιστούς αδελφούς, το 1922 ήρθε στη Γουιάνα από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία ο Τζορτζ Γιανγκ και έμεινε περίπου τρεις μήνες. «Ήταν ακούραστος εργάτης», ανέφερε ο Φίλιξ Παουλέτ. Η Γραφική γνώση του Γιανγκ, η βροντερή φωνή του, οι εκφραστικές χειρονομίες του και τα οπτικά βοηθήματα που χρησιμοποιούσε υποκίνησαν πολλούς να ερευνήσουν πιο διεξοδικά το Λόγο του Θεού. Βασιζόμενη στις εκθέσεις του Γιανγκ, Η Σκοπιά 1 Ιανουαρίου 1923 ανέφερε ότι παρατηρούνταν «μεγάλη αύξησις του ενδιαφέροντος του εκεί κόσμου προς την αλήθειαν, πάσαι αι αίθουσαι των κηρυγμάτων υπερπληρούνται κόσμου, ο δε ζήλος των αδελφών και η αφοσίωσις αυτών προς την αλήθειαν είναι μέγας». Στο Σόμερσετ Χάουζ, λόγου χάρη, παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις κατά μέσο όρο 100 άτομα, αν και υπήρχαν μόνο 25 ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας εκείνη την εποχή.

Το 1923 οι αδελφοί είχαν αρχίσει επίσης την προσπάθεια να προσεγγίσουν τους ανθρώπους που ζούσαν βαθύτερα στην ενδοχώρα. Συνήθως, το μόνο που έπαιρναν μαζί τους ήταν αιώρες και έντυπα, εφόσον βασίζονταν στους φιλόξενους ανθρώπους για να τους δώσουν κάτι να φάνε. Αν κάποιος τους πρόσφερε στέγη, τότε διανυκτέρευαν μαζί του. Αλλιώς, κρεμούσαν τις αιώρες τους κάτω από τα κλαδιά κάποιου δέντρου και κοιμούνταν εκεί, πολλές φορές έχοντας να αντιμετωπίσουν σμήνη κουνουπιών. Το επόμενο πρωί εξέταζαν το εδάφιο της ημέρας από το Ημερήσιον Ουράνιον Μάννα, ένα βιβλίο που εξέδιδε η οργάνωση του Ιεχωβά, και κατόπιν ακολουθούσαν κάποιο μονοπάτι ή τους έπαιρνε κάποια περαστική βάρκα ώσπου να φτάσουν στην επόμενη κοινότητα.

Οι προσπάθειες που γίνονταν για την προσέγγιση ανθρώπων οι οποίοι ζούσαν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές συνεχίστηκαν μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν άρχισε η διανομή της βενζίνης με δελτίο, πράγμα που περιόρισε τα ταξίδια. Στο μεταξύ, οι Σπουδαστές της Γραφής υιοθέτησαν το όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1931. Οι μικροί όμιλοι Σπουδαστών της Γραφής που ήταν διάσπαρτοι στις ακτές δέχτηκαν με ενθουσιασμό τη νέα ονομασία και έδειξαν το ζήλο τους εντείνοντας τη δράση τους στην υπηρεσία. Αργότερα, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι ευαγγελιζόμενοι άρχισαν να χρησιμοποιούν στη διακονία φωνογράφους με ηχογραφημένες Γραφικές διαλέξεις. Ο Φρέντερικ Φίλιπς, υπεύθυνος του γραφείου τμήματος εκείνη την εποχή, γράφει: «Στα χωριά δεν υπήρχαν ραδιόφωνα τότε, και το πρώτο σημάδι της άφιξής μας στο χωριό ήταν ο ήχος της μουσικής που έβγαινε από τα μεγάφωνά μας μέσα στον ήρεμο, τροπικό αέρα. Μετά τη μουσική ακολουθούσαν οι ηχογραφημένες διαλέξεις. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι συνωστίζονταν γύρω μας, μερικοί με τις πιτζάμες τους».

Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί συνέβαλλαν και αυτοί στη διάδοση των καλών νέων. Ένας σταθμός στη Γουιάνα μετέδιδε το άγγελμα της Βασιλείας κάθε Κυριακή και Τετάρτη. Φυσικά, όλη αυτή η δραστηριότητα δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Σατανά, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τον εθνικιστικό παροξυσμό του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου για να παρεμποδίσει το έργο.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μεταπολεμική Δραστηριότητα

Το 1941, στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, υπήρχαν 52 δραστήριοι διαγγελείς της Βασιλείας στη Γουιάνα. Την ίδια χρονιά απαγορεύτηκαν τα περιοδικά Η Σκοπιά και Παρηγορία (σημερινό Ξύπνα!). Το 1944 η απαγόρευση αυτή επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε όλα τα έντυπα που εξέδιδε ο λαός του Ιεχωβά. «Απαγορεύτηκε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά να έχουν ακόμη και αντίτυπα της Αγίας Γραφής που δεν περιείχαν σχόλια της Σκοπιάς αλλά ήταν απλώς εκδόσεις άλλων Βιβλικών εταιριών», αναφέρει μια έκθεση στη Σκοπιά 1 Ιουλίου 1946 (στην αγγλική).

Τον Απρίλιο του 1946 επισκέφτηκε τη Γουιάνα ο Νάθαν Νορ από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία. Τον συνόδευε ο Γουίλιαμ Τρέισι, που είχε αποφοιτήσει πρόσφατα από τη Γαλαάδ. Στόχος τους ήταν να ενθαρρύνουν τους αδελφούς και να ζητήσουν από την κυβέρνηση να άρει την απαγόρευση. Σε μια συνάθροιση στο Τζόρτζταουν, ο αδελφός Νορ εξήγησε στους 180 αδελφούς και ενδιαφερομένους που είχαν συγκεντρωθεί ότι οι πρώτοι μαθητές του Ιησού δεν ήταν εφοδιασμένοι με Γραφές και βιβλία ως βοηθήματα για τη διακονία τους. Ωστόσο, ο Ιεχωβά τούς ευλόγησε με μεγάλη αύξηση. Γιατί; Διότι εξακολούθησαν να κηρύττουν. Άρα, δεν θα έκανε το ίδιο ο Θεός και για τους σύγχρονους υπηρέτες του που συνέχιζαν απτόητοι το έργο; Και βέβαια θα έκανε το ίδιο!

Στο μεταξύ, οι αδελφοί εξακολουθούσαν να επιδιώκουν με νομικά μέσα την άρση της απαγόρευσης. Λόγου χάρη, προτού περάσει ένας χρόνος από τη λήξη του πολέμου, συγκέντρωσαν 31.370 υπογραφές σε μια αίτησή τους κατά της απαγόρευσης. Η αίτηση υποβλήθηκε κατόπιν στην κυβέρνηση. Επιπρόσθετα, για να ενημερωθεί πλήρως ο λαός της Γουιάνας, η οργάνωση του Ιεχωβά εξέδωσε ένα φυλλάδιο που παρουσίαζε τα γεγονότα. Ο τίτλος του ήταν: «Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΤΙΘΕΤΑΙ ΥΠΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΓΟΥΙΑΝΑ—31.000 ΑΤΟΜΑ ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ με σκοπό την αποκατάσταση της ελευθερίας λατρείας για όλους τους κατοίκους της αποικίας, ανεξαρτήτως δόγματος».

Επίσης, ο αδελφός Νορ συναντήθηκε με το γραμματέα της αποικιοκρατικής αρχής, Γ. Λ. Χιπ, σε μια προσπάθεια άρσης της απαγόρευσης. Όταν τελείωσε η 30λεπτη συνάντηση, ο αδελφός Νορ έδωσε στον κ. Χιπ ένα αντίτυπο του βιβλίου «Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς» και του ζήτησε να το διαβάσει προσεκτικά. Ο κ. Χιπ είπε ότι θα το διάβαζε. Μάλιστα πληροφόρησε τον αδελφό Νορ ότι το ζήτημα της απαγόρευσης των εντύπων μας επανεξεταζόταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή από τα εννιά μέλη της εκτελεστικής επιτροπής! Αυτό αποδείχτηκε αληθινό, διότι τον Ιούνιο του 1946 ο κυβερνήτης εξέδωσε μια διακήρυξη που ήρε την απαγόρευση.

Σύντομα, 130 σκονισμένα χαρτοκιβώτια με 11.798 βιβλία και βιβλιάρια αποδεσμεύτηκαν και δόθηκαν στους αδελφούς. Ενθουσιασμένοι που μπορούσαν και πάλι να προσφέρουν έντυπα, οι διαγγελείς της Βασιλείας, οι οποίοι ήταν τώρα 70 τον αριθμό, διένειμαν ολόκληρη την ποσότητα σε δέκα μόνο εβδομάδες. Τον Αύγουστο οι αδελφοί άρχισαν και το έργο δρόμου, με εξαιρετικά αποτελέσματα. «Διανέμαμε τα περιοδικά με την ίδια ταχύτητα με την οποία πουλιούνταν οι τοπικές εφημερίδες», αναφέρει το γραφείο τμήματος.

Ακόμη και στη διάρκεια της απαγόρευσης, οι αδελφοί εξακολουθούσαν να λαβαίνουν πολύτιμη πνευματική τροφή, εν μέρει χάρη σε έναν αδελφό ο οποίος εργαζόταν στο κεντρικό ταχυδρομείο του Τζόρτζταουν. Ο αδελφός αυτός γράφει: «Ένιωθα υποχρεωμένος να φροντίζω ώστε να φτάνουν στο γραφείο τμήματος αντίτυπα της Σκοπιάς. Οι αδελφές βοηθούσαν στη δακτυλογράφηση ή στην πολυγράφηση των άρθρων μελέτης, τα οποία μοιράζονταν στις οικογένειες για να τα χρησιμοποιούν στις συναθροίσεις».

Καινούριοι Ιεραπόστολοι Δίνουν Ώθηση στο Έργο

Όταν ένα αυτοκίνητο που επιταχύνει αλλάζει ταχύτητα, μπορεί να τρέξει περισσότερο. Η Γουιάνα «άλλαξε ταχύτητα» όσον αφορά το έργο κηρύγματος όταν, στα μέσα της δεκαετίας του 1940, έφτασαν ιεραπόστολοι που είχαν εκπαιδευτεί στη Γαλαάδ. Ανάμεσά τους ήταν ο Γουίλιαμ Τρέισι, απόφοιτος της τρίτης τάξης, καθώς και ο Τζον και η Ντέιζι Χέμαγουεϊ και οι Ρουθ και Άλις Μίλερ, απόφοιτοι της πέμπτης τάξης. Αυτοί οι ζηλωτές Μάρτυρες μοιράστηκαν με τους ντόπιους αδελφούς τα πολύτιμα πράγματα που είχαν μάθει στη Γαλαάδ και έθεσαν θαυμάσιο παράδειγμα στον αγρό.

Ο αδελφός Τρέισι ενδιαφερόταν για τα άτομα που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές. «Εξερεύνησα όλη τη χώρα», έγραψε, «κάνοντας αρκετά ταξίδια κατά μήκος της ακτής και στην ενδοχώρα μέσω των ποταμών προκειμένου να επικοινωνήσω με απομονωμένους ενδιαφερομένους και να βρω καινούριο ενδιαφέρον. Ταξίδεψα με τον παράκτιο σιδηρόδρομο, με λεωφορεία, με το ποδήλατο, με μεγάλα ποταμόπλοια, με μικρές βάρκες, ακόμη και με κανό».

Οι ιεραπόστολοι βοήθησαν, επίσης, τους ντόπιους σκαπανείς να οργανωθούν για να μπορέσουν να καλύψουν τον τομέα συστηματικά και, ανάλογα με τις περιστάσεις τους, να επεκτείνουν τη δράση τους σε ανέπαφους τομείς. Σημειώστε ότι το 1946 η Γουιάνα είχε μόλις πέντε εκκλησίες και ο ανώτατος αριθμός των διαγγελέων της Βασιλείας ήταν 91. Αλλά καμιά δυσκολία δεν είναι αξεπέραστη για όσους ενισχύονται από το πνεύμα του Θεού.—Ζαχ. 4:6.

Αρχικά, πολλοί από τους σκαπανείς που συνεργάζονταν με τους ιεραποστόλους ήταν ηλικιωμένοι. Παρά την ηλικία τους, όμως, εκδήλωναν θαυμάσιο πνεύμα για το έργο. Ανάμεσά τους ήταν ο Άιζαακ Γκρέιβς, ο Τζορτζ Χέντλι, ο Λέσλι Μάγιερς, ο Ρόκλιφ Πόλαρντ και ο Τζορτζ Γίργουντ. Μερικές αδελφές ήταν η Μάργκαρετ Ντούκνι, η Άιβι Χάιντς, η Φράνσις Τζόρνταν, η Φλόρενς Τομ, η Αταλάντα Γουίλιαμς και η Πρίνσες Γουίλιαμς (δεν είχαν συγγένεια). Εφοδιασμένοι με βιβλία, βιβλιάρια και περιοδικά, ταξίδευαν μεταδίδοντας το άγγελμα της Βασιλείας σε μακρινά μέρη.

Η Άιβι Χάιντς (σήμερα Γουάιατ) και η Φλόρενς Τομ (σήμερα Μπρισέτ) διορίστηκαν στην κωμόπολη Μπαρτίκα στον ποταμό Εσεκίμπο, περίπου 80 χιλιόμετρα μέσα στην ενδοχώρα. Η πόλη αποτελεί την πύλη προς τα χρυσωρυχεία και τα αδαμαντωρυχεία στο εσωτερικό της χώρας. Εκεί ζούσε μόνο ένας αδελφός. Ο Τζον Πόντινγκ, που υπηρετούσε τότε ως επίσκοπος τμήματος και επίσκοπος περιοχής, γράφει: «Μέσα σε δύο μήνες παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις 20 άτομα, και στην Ανάμνηση οι παρόντες ήταν 50». Ένα άτομο που δέχτηκε την αλήθεια ήταν κάποιος Τζέρομ Φλάβιους. Αυτός ήταν εντελώς τυφλός. «Προτού περάσει πολύς καιρός, εκφωνούσε ομιλίες χωρίς καμία βοήθεια, βασιζόμενος στην ύλη που του είχε διαβάσει αρκετές φορές η Άιβι Χάιντς», λέει ο Τζον.

Αν και κόντευαν τα 70, οι σκαπάνισσες Έστερ Ρίτσμοντ και Φράνσις Τζόρνταν έμαθαν ποδήλατο για να μπορούν να καλύπτουν περισσότερο τομέα. «Η Μάργκαρετ Ντούκνι, που δεν θυμόταν καν πόσα χρόνια ήταν σκαπάνισσα, κουραζόταν τόσο πολύ από το περπάτημα ώστε μερικές φορές τη βρίσκαμε να κοιμάται στο παγκάκι κάποιου πάρκου», λέει ο αδελφός Πόντινγκ. «Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε άτομα σαν και αυτά».

Ενθαρρυνόμενοι από το παράδειγμα των ιεραποστόλων και των ηλικιωμένων σκαπανέων, πολλοί νεότεροι άρχισαν να προστίθενται στις τάξεις των σκαπανέων. Χάρη στη δραστηριότητά τους, γνώρισαν την αλήθεια και άλλα άτομα, και σχηματίστηκαν όμιλοι και εκκλησίες σε διάφορα μέρη της χώρας. Το 1948 υπήρχαν 220 ευαγγελιζόμενοι στη Γουιάνα. Το 1954 ο αριθμός τους ανήλθε σε 434. Στο μεταξύ, ο όμιλος των αδελφών από το Κίτι-Νιούταουν που συναθροιζόταν στο Σόμερσετ Χάουζ μεγάλωσε τόσο πολύ ώστε σχηματίστηκε ξεχωριστή εκκλησία, που ονομάστηκε Νιούταουν, η δεύτερη στην πρωτεύουσα. Σήμερα το Τζόρτζταουν έχει εννιά εκκλησίες.

Καρότσια με Μεγάφωνα, Ποδηλάτες και Γαϊδούρια

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, υπό την κατεύθυνση του γραφείου τμήματος, οι αδελφοί εκφωνούσαν υπαίθριες δημόσιες ομιλίες σε ολόκληρο το Τζόρτζταουν, συνήθως τα βράδια του Σαββάτου και τα απογεύματα της Κυριακής. Χρησιμοποιούσαν ένα ειδικό καρότσι το οποίο είχαν φτιάξει οι ίδιοι. Με αυτό μετέφεραν έναν δυνατό ενισχυτή, δύο μεγάλα μεγάφωνα, αναλόγια και καλώδια. Ο Άλμπερτ Σμολ, που βαφτίστηκε το 1949, λέει: «Στη διάρκεια της ημέρας, βάζαμε στον τόπο της συνάθροισης μια επιγραφή που έλεγε “Απαντήσεις στις Γραφικές Ερωτήσεις Σας” και έπειτα ανέφερε την ώρα της συνάθροισης. Αυτές τις συναθροίσεις τις παρακολουθούσαν πολλοί, και μερικοί γνώρισαν αργότερα την αλήθεια».

Προκειμένου να φανούν οι προοπτικές για περαιτέρω αύξηση, ο Νάθαν Νορ και ο γραμματέας του, ο Μίλτον Χένσελ, εκφώνησαν ομιλίες στον κινηματογράφο Γκλόουμπ του Τζόρτζταουν στις αρχές του 1954. Ο Τζον Πόντινγκ ήταν παρών και αναφέρει: «Γέμισαν και τα 1.400 καθίσματα, ενώ 700 άτομα άκουγαν από μεγάφωνα τοποθετημένα έξω ωσότου η δυνατή βροχή ανάγκασε πολλούς να στριμωχτούν μέσα. Διαφημίσαμε το πρόγραμμα οργανώνοντας μια παρέλαση με ποδηλάτες που φορούσαν πλακάτ. Όταν σκοτείνιασε, το διαφημίσαμε με μια μεγάλη φωτεινή επιγραφή την οποία έσερνε ένας γάιδαρος, ενώ δίπλα περπατούσε ένας αδελφός που έκανε τις ανακοινώσεις μέσω ενισχυτή».

Και Άλλα Ταξίδια στην Ενδοχώρα

Όταν υπηρετούσε ως επίσκοπος τμήματος, ο Γουίλιαμ Τρέισι παρότρυνε τους αδελφούς να προσεγγίσουν τους κατοίκους των απομακρυσμένων περιοχών. Ο ίδιος επισκέφτηκε διάφορα μέρη στις περιοχές των ποταμών Εσεκίμπο και Μπερμπίς, και διευθέτησε συνελεύσεις περιοχής για τους μικρούς ομίλους και τις εκκλησίες που υπήρχαν σε εκείνα τα μέρη. Οι συνελεύσεις γίνονταν συνήθως σε κινηματογράφους και δημόσια σχολεία, μάλιστα οι κινηματογράφοι ήταν συχνά τα μόνα μέρη που είχαν επαρκές μέγεθος. Το 1949 σε μια συνέλευση που έγινε στον κινηματογράφο του χωριού Σάντι, κοντά στις εκβολές του Εσεκίμπο, η δημόσια ομιλία με θέμα «Η Κόλαση Χρησιμοποιείται ως Φόβητρο» προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Ορισμένοι άρχισαν να αποκαλούν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά «εκκλησία χωρίς κόλαση».

To 1950 ο Γουίλιαμ Τρέισι, που είχε μόλις παντρευτεί, διορίστηκε και πάλι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τζον Πόντινγκ τον αντικατέστησε ως επίσκοπος τμήματος και περιοδεύων επίσκοπος. Ο Τζον βοήθησε επίσης στην κάλυψη μερικών παραποτάμιων περιοχών. Οι αδελφοί έπαιρναν τα πλοία της γραμμής. Όταν οι χωρικοί πλησίαζαν με τα κανό τους το πλοίο για να δώσουν και να πάρουν γράμματα από το κινητό ταχυδρομικό γραφείο, οι αδελφοί τούς ζητούσαν να τους βγάλουν στην ακτή, ευελπιστώντας ότι κάποιος θα τους πρόσφερε τροφή και στέγη. Έδιναν μαρτυρία στο χωριό και κατόπιν, τη νύχτα, απολάμβαναν τη φιλοξενία μιας οικογένειας ντόπιων. Την επομένη κάποιος τους πήγαινε με το κανό πιο κάτω στον ποταμό για να κηρύξουν στο επόμενο χωριό. Κάποιο απόγευμα επισκέφτηκαν ένα πριονιστήριο. Ο υπεύθυνος διέκοψε την εργασία, συγκέντρωσε τους άντρες και επέτρεψε στους αδελφούς να εκφωνήσουν μια 15λεπτη ομιλία. Όλοι πήραν έντυπα.

Ο Τόμας Μαρκεβίτς, απόφοιτος της 19ης τάξης της Γαλαάδ, διορίστηκε στη Γουιάνα τον Ιούλιο του 1952. Και αυτός επίσης ταξίδεψε με θάρρος σε ανέπαφους τομείς, και αναφέρει: «Νιώθεις ξεχωριστή χαρά όταν μεταδίδεις το άγγελμα της Βασιλείας σε κάποιον που δεν το έχει ξανακούσει. Αλλά καμιά φορά δοκιμάζεις και μεγάλες εκπλήξεις, πράγμα που συνέβη σε εμένα. Ταξίδεψα στον Ντεμεράρα με ποταμόπλοιο και κατόπιν συνέχισα με τα πόδια βαθιά μέσα στη ζούγκλα, όπου συνάντησα μια μικρή καλύβα. Ο οικοδεσπότης με χαιρέτησε, με κάλεσε μέσα, μου πρόσφερε κάθισμα και άκουσε όσα είχα να του πω. Καθώς κοιτούσα γύρω μου, παρατήρησα προς έκπληξή μου ότι οι τοίχοι της καλύβας ήταν καλυμμένοι με σελίδες από τεύχη της Σκοπιάς, όλα της δεκαετίας του 1940! Ήταν φανερό ότι ο οικοδεσπότης μου είχε ξανακούσει το άγγελμα της Βασιλείας, ίσως σε κάποιο ποταμόπλοιο ή στο Τζόρτζταουν ή στο Μακένζι».

Ο ιεραπόστολος Ντόναλντ Μπόλινγκερ ήταν ο πρώτος που έκανε το επίπονο ταξίδι προς τους Καταρράκτες Κάιετερ διά ξηράς. Καθώς κήρυττε στους Αμερινδούς, συνάντησε έναν κυβερνητικό υπάλληλο ο οποίος εργαζόταν εκεί με αυτούς. Τελικά, ο άνθρωπος αφιέρωσε τη ζωή του στον Ιεχωβά και ανέλαβε τη φροντίδα του ομίλου που σχηματίστηκε αργότερα εκεί. Ορισμένοι ευαγγελιζόμενοι μετακόμισαν σε απομονωμένες περιοχές, όπως ήταν οι περιοχές των αδαμαντωρυχείων ή των χρυσωρυχείων, λόγω της κοσμικής τους εργασίας. Παρά την απομόνωσή τους, συχνά μπορούσε να τους βρει κανείς να κηρύττουν από καλύβα σε καλύβα στους καταυλισμούς. Τι τους βοηθούσε να παραμείνουν πνευματικά ισχυροί; Διατηρούσαν ένα καλό πρόγραμμα μελέτης και κηρύγματος.

“Συναρπαστική και Ικανοποιητική” Υπηρεσία

Οι ιεραπόστολοι Τζον και Ντέιζι Χέμαγουεϊ υπηρέτησαν στη Γουιάνα από το 1946 ως το 1961. Μερικές φορές δαπανούσαν δύο εβδομάδες από τις διακοπές τους στη βορειοδυτική περιοχή, κοντά στη Βενεζουέλα, όπου υπήρχαν Καραΐβες, Αραουάκ και άλλες φυλές ιθαγενών. Σε μία περίπτωση διέθεσαν πολλά έντυπα στους Αραουάκ. Αυτό δεν πολυάρεσε στις Καθολικές μοναχές που διηύθυναν το τοπικό σχολείο. Μάλιστα οι μοναχές ρώτησαν τα παιδιά αν οι γονείς τους είχαν πάρει έντυπα. Όταν έμαθαν οι γονείς για αυτή την «ανάκριση», έγιναν έξαλλοι και είπαν στον ιερέα ότι ήταν δική τους δουλειά το τι θα διάβαζαν. Απτόητος, σε μια κυριακάτικη λειτουργία ο ιερέας επέκρινε το βιβλιάριο Μπορείτε να Ζήσετε για Πάντα με Ευτυχία Επάνω στη Γη; το οποίο είχαν δεχτεί πολλοί. Αλλά και αυτή η τακτική απέτυχε, διότι τη μέρα που το ζεύγος Χέμαγουεϊ έφευγε, πολλοί χωρικοί τούς πλησίασαν ζητώντας τους ένα αντίτυπο εκείνου ακριβώς του βιβλιαρίου.

Για να φτάσουν σε αυτή την περιοχή, που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 300 χιλιομέτρων μέσα στην ενδοχώρα, ο Τζον και η Ντέιζι ταξίδευαν με φέριμποτ, τρένο και φορτηγό. Έπαιρναν τις αναγκαίες προμήθειες, καθώς και έντυπα και ένα ποδήλατο, το οποίο ήταν απαραίτητο για να ταξιδεύουν στους χωματόδρομους και να φτάνουν στα ινδιάνικα μονοπάτια. «Αυτά τα μονοπάτια», εξηγεί ο Τζον, «οδηγούν προς όλες τις κατευθύνσεις, και πρέπει να έχεις καλή μνήμη ή να σπάζεις κάποια κλαδάκια στις διασταυρώσεις για να καταφέρεις να επιστρέψεις με ασφάλεια. Όταν συναντάς κάποιο αιλουροειδές στο μονοπάτι, αυτό που κάνεις είναι να σταθείς απολύτως ακίνητος κοιτώντας το κατάματα. Τελικά, το ζώο φεύγει ήσυχα από το δρόμο σου. Οι πίθηκοι κινούνται ψηλά στις κορυφές των δέντρων, εκφράζοντας με κραυγές τη διαμαρτυρία τους για τους εισβολείς, ενώ οι βραδύποδες κρέμονται ανάποδα και σε παρατηρούν βαριεστημένα καθώς περνάς. Εδώ και εκεί στα ξέφωτα, μπορείς να δεις τα πολύχρωμα τουκάν να τρώνε καρπούς παπάγιας».

Έπειτα από 15 χρόνια ιεραποστολικής υπηρεσίας στη Γουιάνα, ο αδελφός Χέμαγουεΐ συνόψισε τα συναισθήματά του ως εξής: «Πόσο συναρπαστικό, ναι, πόσο ικανοποιητικό είναι αυτό! Το να κάθεσαι στο χωματένιο δάπεδο μιας καλύβας από φοινικόκλαδα και να μιλάς στους Αμερινδούς για τη Βασιλεία του Θεού, διδάσκοντάς τους έναν νέο τρόπο ζωής, σου δίνει ασύγκριτη ικανοποίηση. Το να βλέπεις αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους να ανταποκρίνονται στη Γραφική διδασκαλία και κατόπιν να αφιερώνουν τη ζωή τους στον Θεό είναι μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ».

Ντόπιοι Σκαπανείς Πηγαίνουν στη Γαλαάδ

Αρκετοί ντόπιοι σκαπανείς απόλαυσαν και αυτοί το προνόμιο να πάνε στη Σχολή Γαλαάδ, και μερικοί διορίστηκαν και πάλι στη Γουιάνα. Μεταξύ αυτών ήταν η Φλόρενς Τομ (σήμερα Μπρισέτ) στην 21η τάξη του 1953, ο Άλμπερτ και η Σίλα Σμολ στην 31η τάξη του 1958, καθώς και ο Φρέντερικ Μακ Άλμαν στην 48η τάξη του 1970.

Η Φλόρενς Μπρισέτ αφηγείται: «Έλπιζα να με διορίσουν στο εξωτερικό, αλλά ο διορισμός μου στο Σκέλντον της Γουιάνας αποδείχτηκε ευλογία από τον Ιεχωβά. Πολλοί από τους πρώην συμμαθητές, δασκάλους, φίλους και γνωστούς μου δέχονταν την προσφορά Γραφικής μελέτης επειδή με γνώριζαν. Μάλιστα ορισμένοι μου ζητούσαν οι ίδιοι μελέτη! Ένας από αυτούς ήταν ο Έντουαρντ Κινγκ, του οποίου η σύζυγος μελετούσε ήδη μαζί μου. Αξίζει να πούμε ότι ο Αγγλικανός ιερέας έμαθε πως η σύζυγος του Έντουαρντ έκανε μελέτη. Τον κάλεσε, λοιπόν, και του ζήτησε να τη σταματήσει. Αλλά αντί να υπακούσει, ο Έντουαρντ άρχισε να μελετάει και αυτός».

Μετά την επιστροφή του ζεύγους Σμολ από τη Γαλαάδ, ο Άλμπερτ υπηρέτησε ως μέλος της Επιτροπής του Τμήματος και επίσκοπος περιοχής επί πολλά χρόνια. Τώρα, αυτός και η Σίλα, παρά τα προβλήματα υγείας, εξακολουθούν να υπηρετούν ως ειδικοί σκαπανείς σε μια τοπική εκκλησία, όπου ο αδελφός Σμολ υπηρετεί ως πρεσβύτερος. Φυσικά, δεν ξαναδιορίστηκαν στη Γουιάνα όλοι όσοι κατάγονταν από εκεί. Λόγου χάρη, η Λινέτ Πίτερς, απόφοιτος της 48ης τάξης, διορίστηκε στη Σιέρα Λεόνε και εξακολουθεί να υπηρετεί πιστά στο διορισμό της στο εξωτερικό.

Μια Ταινία Προκαλεί το Ενδιαφέρον

Τη δεκαετία του 1950, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χρησιμοποίησαν εκτεταμένα μια ταινία με τίτλο Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει. Αυτή επικεντρωνόταν κυρίως στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία του Μπρούκλιν και σε μια μεγάλη συνέλευση που έγινε στο Στάδιο Γιάνκι της Πόλης της Νέας Υόρκης το 1953. Η ταινία βοήθησε όλους—Μάρτυρες και άλλους—να κατανοήσουν καλύτερα την οργάνωση του Ιεχωβά και την έκτασή της. Ασφαλώς, η ταινία έκανε μεγάλη εντύπωση στους ανθρώπους που ζούσαν βαθιά μέσα στο βροχερό δάσος, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ξαναδεί καμία απολύτως ταινία!

Συνήθως, η ταινία προβαλλόταν στο ύπαιθρο σε κάποιον μεγάλο περιφραγμένο χώρο. Οι άνθρωποι περπατούσαν χιλιόμετρα για να πάνε να τη δουν. “Αλλά”, θα ρωτήσετε, “πώς μπορούσαν οι αδελφοί να προβάλλουν μια ταινία σε μέρη χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα;” Ο Άλαν Τζόνστον, απόφοιτος της Γαλαάδ που έφτασε το 1957 και υπηρετούσε ως επίσκοπος περιοχής, πρόβαλε την ταινία σε αρκετές περιπτώσεις. Ο ίδιος γράφει: «Εκεί όπου δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, χρησιμοποιούσαμε γεννήτριες που μας δάνειζαν ευγενικά οι ντόπιοι, οι οποίοι τις χρησιμοποιούσαν για να φωτίζουν τα καταστήματά τους τη νύχτα. Τεντώναμε καλά ένα μεγάλο σεντόνι ανάμεσα σε δύο δέντρα και έτσι στήναμε την οθόνη μας».

Ύστερα από μια τέτοια προβολή, ο Τζον και η Ντέιζι Χέμαγουεϊ επιβιβάστηκαν σε ένα ατμόπλοιο για να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Πολλοί από τους επιβάτες είχαν ακούσει για την ταινία και ήθελαν να τη δουν. Έτσι λοιπόν, με την έγκριση του καπετάνιου, το ζεύγος Χέμαγουεϊ έστησε την οθόνη στο κατάστρωμα και τη μηχανή προβολής σε μια καμπίνα που είχε παράθυρο στο σωστό σημείο. «Στο πλοίο επέβαιναν επίσης Καθολικοί και Αγγλικανοί ιερείς», γράφει ο Τζον. «Αν και δεν είχαν δεχτεί να δουν την ταινία στη στεριά, τώρα την παρακολούθησαν πάνω στο πλοίο, ήθελαν δεν ήθελαν. Μάλιστα η προβολή έγινε από την καμπίνα τους. Αργότερα, οι επιβάτες άρχισαν να τους βομβαρδίζουν με ερωτήματα στα οποία μόνο ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά μπορούσε να απαντήσει».

Σχολιάζοντας την ισχυρή επίδραση που είχε αυτή η ταινία, ο Τζον Πόντινγκ γράφει: «Η προβολή της ταινίας εκείνα τα χρόνια ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική εκεί όπου οι Μάρτυρες ήταν λιγοστοί και θεωρούνταν ασήμαντοι. Οι σκεπτικιστές είδαν μια τεράστια πολυφυλετική, παγκόσμια οργάνωση και άρχισαν να μας σέβονται περισσότερο. Αποδείχτηκε σημείο καμπής για πολλούς οι οποίοι δέχτηκαν κατόπιν μια Γραφική μελέτη. Μερικοί από αυτούς έγιναν αργότερα πρεσβύτεροι. Μέσα σε δύο μόνο εβδομάδες, ένας επίσκοπος περιοχής πρόβαλε την ταινία 17 φορές, κυρίως στο ύπαιθρο, με 5.000 παρόντες.

»Σε μια άλλη περιοδεία, που απαίτησε διήμερο ταξίδι σε ένα ποτάμι με ορμητικά ρεύματα και έπειτα πεζοπορία σε ένα μονοπάτι στη ζούγκλα, κάποιος επίσκοπος περιοχής ανταμείφθηκε με το παραπάνω για τις προσπάθειές του όταν πλήθος Αμερινδών απόλαυσαν την ταινία—την πρώτη ταινία που είχαν δει ποτέ. Την επομένη, πολλοί από τους χωρικούς, ως επί το πλείστον Πρεσβυτεριανοί, πήραν τα περιοδικά μας. Χάρη σε αυτή την επίσκεψη, η στάση ολόκληρου του χωριού απέναντι στο λαό του Ιεχωβά βελτιώθηκε σημαντικά».

Από το 1953 ως το 1966, η Γουιάνα αντιμετώπισε πολιτικές και φυλετικές αναταραχές. Τα έτη 1961 ως 1964 ήταν τα χειρότερα, μιας και συνέβησαν εξεγέρσεις, λεηλασίες, σκοτωμοί και μια γενική απεργία. Οι δημόσιες συγκοινωνίες παρέλυσαν και ο φόβος έζωσε τους πάντες. Οι αδελφοί δεν υπέστησαν άμεσο διωγμό, αλλά ορισμένοι υπέφεραν εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούσαν. Παραδείγματος χάρη, δύο αδελφοί ξυλοκοπήθηκαν και δύο άλλοι, ένας εκ των οποίων ήταν ο Άλμπερτ Σμολ, χτυπήθηκαν από σκάγια και χρειάστηκε να πάνε στο νοσοκομείο για να τους τα βγάλουν. Η κατάσταση επιδεινώθηκε τόσο πολύ ώστε επενέβησαν τα βρετανικά στρατεύματα.

Πόσο κατάλληλο ήταν το γεγονός ότι, σε εκείνη την ταραγμένη εποχή, η ταινία Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει έδειχνε έναν λαό από όλα τα έθνη να εκδηλώνει αληθινή ειρήνη και ενότητα! Εκτός αυτού, οι αδελφοί δεν επέτρεψαν στην κατάρρευση των δημόσιων συγκοινωνιών να τους κάνει να σταματήσουν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις και να συμμετέχουν στη διακονία. Απλώς περπατούσαν λίγο περισσότερο από ό,τι συνήθως ή πήγαιναν με ποδήλατα. Πάνω από όλα, εκδήλωναν πραγματική Χριστιανική αγάπη μεταξύ τους. «Νοιάζονταν ο ένας για τον άλλον και μοιράζονταν τα πράγματά τους», ανέφερε ο Άλμπερτ Σμολ.

Αδελφές Πρωτοστατούν στο Έργο

Και οι αδελφές επίσης μετέφεραν το άγγελμα της Βασιλείας σε απομακρυσμένα μέρη. Η Άιβι Χάιντς και η Φλόρενς Τομ, λόγου χάρη, διορίστηκαν ειδικές σκαπάνισσες στην Μπαρτίκα, στις παρυφές της ζούγκλας. Εκεί ζούσε ο Μαχάντεο, ένας απομονωμένος ευαγγελιζόμενος, μαζί με τη σύζυγό του την Τζαμέλα. Όπως οι περισσότερες Ινδές κοπέλες εκείνη την εποχή, η Τζαμέλα δεν είχε την ευκαιρία να πάει σχολείο και δεν μπορούσε ούτε να διαβάσει ούτε να γράψει. Ωστόσο, ήθελε να διαβάζει η ίδια τη Γραφή και να διδάξει τους δύο μικρούς γιους τους. «Με την ευλογία του Ιεχωβά και τη δική μου βοήθεια», ανέφερε η Φλόρενς, «έμαθε πολύ γρήγορα να διαβάζει, να γράφει και να δίνει μαρτυρία σε άλλους».

Δύο μήνες μετά την άφιξή τους, η Φλόρενς και η Άιβι δεν είχαν καταφέρει να βρουν κατάλληλο μέρος για να μείνουν. Χρειάζονταν επίσης έναν χώρο για τις συναθροίσεις εφόσον διεξήγαν ήδη πάνω από δέκα Γραφικές μελέτες. Η κατάσταση έγινε επείγουσα όταν ειδοποιήθηκαν ότι πλησίαζε η επίσκεψη του επισκόπου περιοχής. Μάλιστα η επίσκεψη θα γινόταν την εβδομάδα κατά την οποία θα συνέρρεαν στην Μπαρτίκα εργάτες από την ενδοχώρα και πολλές πόρνες από το Τζόρτζταουν, τριπλασιάζοντας έτσι τον πληθυσμό της κωμόπολης!

Αλλά το χέρι του Ιεχωβά δεν σμικρύνεται. Η Φλόρενς θυμάται: «Την προηγουμένη της άφιξης του επισκόπου περιοχής, αργά το απόγευμα, συναντήσαμε έναν ιδιοκτήτη που συμφώνησε να μας νοικιάσει ένα μικρό σπίτι με δύο υπνοδωμάτια στο κέντρο της πόλης. Εργαστήκαμε σκληρά τρίβοντας και βάφοντας τους τοίχους και γυαλίζοντας κατόπιν τα πατώματα. Κρεμάσαμε κουρτίνες και φέραμε έπιπλα, και τελειώσαμε τις πρώτες πρωινές ώρες. Τι νύχτα και αυτή! Ο Τζον Πόντινγκ, ο επίσκοπος περιοχής, δεν μας πίστευε όταν του τα διηγηθήκαμε όλα αυτά. Την πρώτη βραδιά της επίσκεψής του είχαμε 22 παρόντες, μια πρόγευση της Εκκλησίας Μπαρτίκα που ιδρύθηκε σύντομα».

«Οργώνοντας» τα Ποτάμια με τους Διαγγελείς της Βασιλείας

Τα πρώτα χρόνια, οι αδελφοί χρησιμοποιούσαν όποια σκάφη και κανό ήταν διαθέσιμα για να πηγαίνουν στους παραποτάμιους οικισμούς. Αργότερα, απέκτησαν δικά τους σκάφη τα οποία ονόμασαν Διαγγελέας της Βασιλείας Α΄, Διαγγελέας της Βασιλείας Β΄, και ούτω καθεξής έως το Διαγγελέα της Βασιλείας Ε΄. (Τα πρώτα δύο δεν χρησιμοποιούνται πια.)

Ο Φρέντερικ Μακ Άλμαν αφηγείται: «Κωπηλατώντας με τη φουσκονεριά, κηρύτταμε στην ανατολική όχθη του ποταμού Πόμερουν μέχρι το Χάκνι, που απείχε έντεκα χιλιόμετρα από τις εκβολές. Εκεί απολαμβάναμε έναν καλό ύπνο στο σπίτι της αδελφής Ντε Κάμπρα, η οποία εργαζόταν στην περιοχή ως μαία εκείνον τον καιρό. Νωρίς το επόμενο πρωί, συνεχίζαμε ως τις εκβολές του ποταμού προτού περάσουμε στη δυτική όχθη. Κατόπιν γυρίζαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση και διανύαμε 34 χιλιόμετρα μέχρι το Τσάριτι». Επί πέντε χρόνια, οι αδελφοί ανέβαιναν και κατέβαιναν τον ποταμό Πόμερουν κωπηλατώντας, μέχρι που αγόρασαν μια μεταχειρισμένη εξωλέμβια μηχανή έξι ίππων.

Συνήθως η πλεύση στους ποταμούς δεν παρουσίαζε κινδύνους, αλλά οι αδελφοί έπρεπε να προσέχουν, διότι κυκλοφορούσαν και άλλα σκάφη. Μάλιστα τα σκάφη Διαγγελέας της Βασιλείας Α΄ και Β΄, που ήταν κωπήλατα, δεν πήγαιναν γρήγορα. Ο Φρέντερικ λέει: «Επιστρέφοντας σπίτι από τη μαρτυρία στον ποταμό Πόμερουν κάποιο σαββατιάτικο απόγευμα, έπεσε πάνω μου ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο που έπλεε ολοταχώς. Ο καπετάνιος και το πλήρωμα δεν πρόσεχαν επειδή είχαν μεθύσει πίνοντας ρούμι. Εξαιτίας της πρόσκρουσης έπεσα από το Διαγγελέα της Βασιλείας Α΄ μέσα στο ποτάμι και βρέθηκα κάτω από το σκάφος τους. Βυθίστηκα και αγωνιζόμουν να μείνω ζωντανός μέσα στα σκοτεινά νερά, χτυπώντας διαρκώς το κεφάλι μου στην καρίνα του σκάφους τους λίγα εκατοστά μακριά από την ισχυρή προπέλα. Βλέποντας την τραγική μου κατάσταση, ένας νεαρός από το σκάφος έπεσε στο ποτάμι και με έσωσε. Επί αρκετές εβδομάδες είχα συνεχείς πόνους από τα τραύματα, αλλά ήμουν ευγνώμων που είχα επιζήσει!»

Εκείνη η περιπέτεια δεν αποθάρρυνε τον Φρέντερικ. «Ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω», εξηγεί, «λόγω του ενδιαφέροντος που έδειχναν για τη Γραφή οι άνθρωποι κατά μήκος του ποταμού. Έντεκα χιλιόμετρα από το Τσάριτι, στο Σιρίκι, γινόταν μια Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας, και εκείνοι οι άνθρωποι βασίζονταν σε εμένα».

Μια Εβδομάδα με τον Επίσκοπο Περιοχής

Για να υπηρετήσει κανείς ως περιοδεύων επίσκοπος στην ύπαιθρο της Γουιάνας χρειάζεται μεγάλη αντοχή. Εκτός του ότι πρέπει να ταξιδεύουν σε ποτάμια, χωματόδρομους και μονοπάτια της ζούγκλας, οι επίσκοποι περιοχής και οι σύζυγοί τους έρχονται μερικές φορές αντιμέτωποι με κουνούπια και άλλα έντομα, με μεγάλα αιλουροειδή, με νεροποντές και, σε ορισμένες περιοχές, με ληστές. Αντιμετωπίζουν επίσης τον κίνδυνο της ελονοσίας, του τυφοειδούς πυρετού και άλλων τροπικών ασθενειών.

Ένας περιοδεύων επίσκοπος περιγράφει την επίσκεψή του σε κάποιους απομονωμένους ευαγγελιζομένους στον ποταμό Ντεμεράρα: «Αφού επισκεφτήκαμε την Εκκλησία Μακένζι, ταξιδέψαμε τη Δευτέρα με βενζινάκατο για να επισκεφτούμε έναν αδελφό στο χωριό Γιαρούνι, που βρίσκεται και αυτό στον Ντεμεράρα, περίπου 25 χιλιόμετρα από το Μακένζι. Όταν φτάσαμε, κηρύξαμε και στις δύο πλευρές του ποταμού με κανό, ακολουθώντας το ρεύμα προς το Μακένζι.

»Οι άνθρωποι ήταν πολύ φιλόξενοι και μας έδιναν φρούτα ή ακόμη μας καλούσαν για φαγητό. Την Παρασκευή κωπηλατήσαμε στο ποτάμι για να επιβιβαστούμε σε ένα ατμόπλοιο. Στο Σούζνταϊκ, αφήσαμε το ατμόπλοιο και βγήκαμε στην ακτή με κανό. Ένας αδελφός μάς συνάντησε και μας πέρασε στην άλλη όχθη του Ντεμεράρα, στο σπίτι του στο χωριό Τζόρτζια. Όταν βράδιασε, κάναμε μια συνάθροιση με την οικογένειά του.

»Την επομένη, περάσαμε όλοι στην απέναντι όχθη του Ντεμεράρα, στο Σούζνταϊκ, όπου καλύψαμε τον τοπικό τομέα καθώς και την κατοικημένη περιοχή κοντά στο Αεροδρόμιο Τιμέρι. Επίσης, πήγαμε στους αμμόλοφους, όπου κάποιοι εργάτες φόρτωναν φορτηγά με άμμο για το Τζόρτζταουν. Το σαββατόβραδο κάναμε άλλη μια συνάθροιση με την οικογένεια στο χωριό Τζόρτζια. Την επομένη, περάσαμε όλοι ξανά στην απέναντι όχθη του ποταμού, στο Σούζνταϊκ, όπου ασχοληθήκαμε με την υπηρεσία αγρού το πρωί, ενώ το απόγευμα εκφωνήθηκε μια δημόσια ομιλία στην ανοιχτή βεράντα του ταχυδρομείου. Έτσι τέλειωσε η εβδομάδα μας». Το σκληρό έργο αυτών των αφοσιωμένων επισκόπων περιοχής και των συζύγων τους απέφερε καρπούς, εφόσον το Σούζνταϊκ έχει τώρα μια ακμάζουσα εκκλησία. Οι αδελφοί έχουν τη δική τους Αίθουσα Βασιλείας, η οποία αποπερατώθηκε το 1997.

Οι επίσκοποι περιοχής είχαν και τα ατυχήματά τους. Ταξιδεύοντας με μοτοσικλέτα, ο Τζέρι και η Ντέλμα Μάρεϊ έφτασαν σε ένα κανάλι με μια γέφυρα που αποτελούνταν από λίγες σανίδες δεμένες μεταξύ τους. Η Ντέλμα κατέβηκε και περίμενε τον Τζέρι να περάσει τη γέφυρα με τη μοτοσικλέτα. Αλλά κάτι πήγε στραβά, και ο Τζέρι μαζί με τη μοτοσικλέτα και τη βαλίτσα έπεσαν από τη γέφυρα και εξαφανίστηκαν μέσα στα θολά νερά. Η Ντέλμα έβγαλε μια κραυγή και οι χωρικοί έτρεξαν για βοήθεια. Λίγο αργότερα η αγωνία μετατράπηκε σε γέλια όταν, όπως έγραψε ένας αδελφός, «αυτός ο λευκός βγήκε τσαλαβουτώντας στην όχθη, τυλιγμένος με υδρόβια φυτά και με τα παπούτσια του γεμάτα λάσπες».

Αμερινδοί Ανταποκρίνονται στα Καλά Νέα

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ κήρυττε στην αγορά του Τσάριτι, ο Φρέντερικ Μακ Άλμαν έδωσε τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! σε μια Αμερινδή ονόματι Μόνικα Φιτσάλαν. (Βλέπε πλαίσιο στη σελίδα 176.) Η Μόνικα, που ζούσε σε έναν καταυλισμό Αμερινδών, πήρε τα περιοδικά στο σπίτι της. Όταν προσβλήθηκε από κάποια αρρώστια, τα διάβασε και διέκρινε ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Σύντομα έγινε ευαγγελιζόμενη των καλών νέων—η μοναδική στον καταυλισμό—και βαφτίστηκε το 1974.

Η Μόνικα θυμάται: «Κήρυττα με ζήλο από σπίτι σε σπίτι και χαιρόμουν να μεταδίδω στους ανθρώπους της περιοχής μου τη γνώση που είχα μόλις αποκτήσει. Ωστόσο, για να πηγαίνω στα σπίτια τους, έπρεπε να κωπηλατώ σε ποτάμια και ρέματα. Καθώς αυξάνονταν οι ενδιαφερόμενοι, άρχισα να διεξάγω συναθροίσεις μαζί τους, διαβάζοντας και εξετάζοντας ύλη από το βοήθημα μελέτης της Γραφής Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή».

Καρποφόρησε το σκληρό έργο της Μόνικα; Και βέβαια, εφόσον τώρα απολαμβάνει τη συντροφιά 13 ακόμη ευαγγελιζομένων, περιλαμβανομένου και του συζύγου της, του γιου της και της συζύγου του, καθώς και της εγγονής της. Μέχρι πρόσφατα, ο μικρός αυτός όμιλος χρειαζόταν να ταξιδεύει 12 ώρες με κανό ως το Τσάριτι όπου βρισκόταν η πλησιέστερη εκκλησία. Αλλά τώρα διεξάγουν τις συναθροίσεις στον τόπο τους, και οι παρόντες είναι τριπλάσιοι των ευαγγελιζομένων!

Στο μεταξύ, η εκκλησία του Τσάριτι μεγάλωσε και αυτή. Τώρα έχει 50 ευαγγελιζομένους, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούν τον ποταμό Πόμερουν για να πάνε στις συναθροίσεις. Ο μέσος όρος παρόντων ξεπερνάει τους 60 και οι παρόντες στην Ανάμνηση του 2004 ήταν 301. Επίσης, η Εκκλησία Τσάριτι έχει τώρα καινούρια Αίθουσα Βασιλείας.

Αξιοσημείωτη Αύξηση στην Μπαραμίτα

Άλλη μια περιοχή της Γουιάνας όπου πολλοί ιθαγενείς έχουν ανταποκριθεί στο άγγελμα της Βασιλείας είναι η Μπαραμίτα. Στην Μπαραμίτα, στα βορειοδυτικά της χώρας, υπάρχει μια κοινότητα Ινδιάνων Καραΐβων. Οι Καραΐβες ήταν από τους πρώτους που κατοίκησαν στην περιοχή της Καραϊβικής, η οποία πήρε το όνομά της από αυτούς. Η γλώσσα τους ονομάζεται και αυτή καραϊβική.

Η Ρούμπι Σμιθ, μια από αυτούς τους ιθαγενείς, ενδιαφέρθηκε για την αλήθεια το 1975 όταν έλαβε ένα φυλλάδιο από τη γιαγιά της. (Βλέπε πλαίσιο στη σελίδα 181.) Η Ρούμπι ήταν τότε 16 χρονών. Προόδευσε πνευματικά και βαφτίστηκε το 1978 στη Συνέλευση Περιφερείας «Νικηφόρος Πίστις». Λίγο καιρό αργότερα, η οικογένειά της μετακόμισε στο Τζόρτζταουν για επαγγελματικούς λόγους. Εκεί παντρεύτηκε τον Γιούστας Σμιθ. Ο Γιούστας δεν μιλούσε την καραϊβική, αλλά αυτός και η Ρούμπι ήταν πρόθυμοι να μετακομίσουν στην Μπαραμίτα για να μεταδώσουν το άγγελμα της Βασιλείας στους συγγενείς της Ρούμπι και σε άλλους. Η Ρούμπι αφηγείται: «Ο Ιεχωβά είδε τι είχαμε στην καρδιά μας και απάντησε στις προσευχές μας, γιατί το 1992 πήγαμε στην Μπαραμίτα».

Η Ρούμπι συνεχίζει: «Όταν φτάσαμε, άρχισα αμέσως να κηρύττω στους ντόπιους. Διεξήγαμε συναθροίσεις κάτω από το μικρό μας σπίτι, το οποίο ήταν υπερυψωμένο από το έδαφος κατά ενάμισι περίπου μέτρο. Σύντομα το πλήθος έγινε τόσο μεγάλο ώστε δεν χωρούσε, και γι’ αυτό δανειστήκαμε σκηνές. Καθώς μαθευόταν ότι διεξήγαμε συναθροίσεις, οι παρόντες αυξάνονταν και τελικά φτάσαμε τους 300 περίπου! Επειδή μιλούσα την καραϊβική πολύ καλά, μου ανατέθηκε να μεταφράζω προφορικά τη Σκοπιά. Πώς κατάφερναν να ακούνε όλοι; Χρησιμοποιούσαμε ένα φτηνό ασύρματο μικρόφωνο που εξέπεμπε στα FM, ενώ πολλοί ακροατές έφερναν το ραδιόφωνό τους και απλώς το συντόνιζαν στη σωστή συχνότητα.

»Τότε, ο Γιούστας και εγώ συνειδητοποιήσαμε ότι ο όμιλος χρειαζόταν πραγματικά μια Αίθουσα Βασιλείας. Αφού, λοιπόν, υπολογίσαμε το κόστος και συζητήσαμε το ζήτημα με άλλους, ξεκινήσαμε τις εργασίες. Ο αδελφός μου, ο Σέσιλ Μπέιρντ, συνεισέφερε μεγάλο μέρος των οικοδομικών υλικών, ενώ άλλοι βοήθησαν με προσωπική εργασία. Το έργο ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1992 και ολοκληρώθηκε στις αρχές της επόμενης χρονιάς, μόλις πριν από την Ανάμνηση. Μείναμε έκπληκτοι όταν είδαμε 800 άτομα να παρακολουθούν την ομιλία, την οποία εκφώνησε ο Γκόρντον Ντάνιελς, περιοδεύων επίσκοπος.

»Ο όμιλος της Μπαραμίτα έγινε εκκλησία την 1η Απριλίου 1996, και η αφιέρωση της Αίθουσας Βασιλείας έλαβε χώρα στις 25 Μαΐου. Αργότερα επεκτάθηκε και τώρα χωράει άνετα 500 καθίσματα, κάτι που δίνει τη δυνατότητα στους αδελφούς να τη χρησιμοποιούν για συνελεύσεις περιοχής και ημέρες ειδικής συνέλευσης. Πράγματι, αυτό που ξεκίνησε ως μικρός όμιλος είναι τώρα μια εκκλησία με σχεδόν 100 ευαγγελιζομένους, ενώ ο μέσος όρος των παρόντων στη Δημόσια Συνάθροιση είναι 300. Την Ανάμνηση την έχουν παρακολουθήσει μέχρι και 1.416 άτομα!»

Ένας Πολύ Μεγάλος Γάμος!

Στην περιοχή της Μπαραμίτα, δεκάδες ανύπαντρα ζευγάρια που συζούσαν νομιμοποίησαν το γάμο τους υπακούοντας στους Γραφικούς κανόνες. Ωστόσο, μερικοί δυσκολεύονταν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά, όπως πιστοποιητικό γέννησης. Εντούτοις, με πολλή προσπάθεια και με τη βοήθεια των αδελφών προκειμένου να εξακριβωθούν οι ημερομηνίες γέννησης και άλλες λεπτομέρειες, αυτά τα ζευγάρια κατάφεραν να παντρευτούν.

Σε μια περίπτωση, 79 ζευγάρια παντρεύτηκαν στην ίδια τελετή. Την ομιλία γάμου εκφώνησε ο Άντεν Σιλς, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος. Τρεις μέρες αργότερα, 41 άτομα, κυρίως νεόνυμφοι, εξέφρασαν την επιθυμία να γίνουν αβάφτιστοι ευαγγελιζόμενοι.

Στην Μπαραμίτα έχουν ενδιαφερθεί για το Λόγο του Θεού τόσο πολλά άτομα ώστε έχει παρατηρηθεί αξιοσημείωτη βελτίωση σε ολόκληρη την τοπική κοινωνία. Στην αφιέρωση της Αίθουσας Βασιλείας, ένας από τους πρεσβυτέρους δήλωσε: «Η Μπαραμίτα είναι τώρα τόπος γαλήνης και ειρήνης. Αυτό συμβαίνει διότι δεν είναι ασυνήθιστο να παρακολουθεί τακτικά τις συναθροίσεις το 90 και πλέον τοις εκατό των κατοίκων».

Το 1995 η περιοχή της Μπαραμίτα επλήγη από σοβαρή ξηρασία. Πώς τα κατάφερε ο λαός του Ιεχωβά; Η Γκίλιαν Παρσάντ ήταν τότε δασκάλα στην Μπαραμίτα. Όταν άκουσε ένα ελαφρύ αεροσκάφος να προσγειώνεται στο κοντινό μικρό αεροδρόμιο, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να προλάβει τον πιλότο προτού απογειωθεί και πάλι. Τον έπεισε να την πάρει στο Τζόρτζταουν, όπου πήγε κατευθείαν στο γραφείο τμήματος προκειμένου να ενημερώσει για τη δύσκολη θέση των αδελφών.

Ο Τζέιμς Τόμσον, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος τότε, αφηγείται: «Το Κυβερνών Σώμα μάς επέτρεψε να στείλουμε αεροπορικώς στην Μπαραμίτα τρόφιμα και άλλα εφόδια. Μπορέσαμε επίσης να διευθετήσουμε να μεταφερθούν αεροπορικώς 36 ευαγγελιζόμενοι στο Τζόρτζταουν για να παρακολουθήσουν τη συνέλευση περιφερείας. Για πολλούς, εκείνη ήταν η πρώτη συνέλευση περιφερείας που είχαν παρακολουθήσει ποτέ».

Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης

Αφότου ξεκίνησε η Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης το 1987, πολλές χώρες ωφελήθηκαν από το έργο ανύπαντρων πρεσβυτέρων και διακονικών υπηρετών οι οποίοι παρακολούθησαν τη σχολή. Η Γουιάνα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Αφού παρακολούθησαν τη σχολή στο γειτονικό Τρινιδάδ, πολλοί ντόπιοι αδελφοί μπόρεσαν να υποστηρίξουν πληρέστερα το έργο της Βασιλείας στη Γουιάνα. Μερικοί υπηρετούν τώρα ως τακτικοί σκαπανείς, ειδικοί σκαπανείς και πρεσβύτεροι. Όσοι επέστρεψαν στις εκκλησίες τους συμβάλλουν πολύ στην παροχή φροντίδας για τα πρόβατα του Ιεχωβά.

Αρκετοί απόφοιτοι της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης μπόρεσαν να αναλάβουν επιπρόσθετες ευθύνες. Λόγου χάρη, οι Φλόιντ και Λαγουάνι Ντάνιελς, σαρκικοί αδελφοί, διορίστηκαν ειδικοί σκαπανείς σε εκκλησίες που χρειάζονταν επειγόντως πρεσβυτέρους. Ο Ντέιβιντ Παρσάντ είχε το προνόμιο να υπηρετήσει ως επίσκοπος περιοχής. Ο συμμαθητής του ο Έντσελ Χέιζελ διορίστηκε στην Επιτροπή του Τμήματος της Γουιάνας. Ένας επίσκοπος περιοχής είπε για ορισμένους που παρακολούθησαν τη σχολή: «Είδα όλα αυτά τα άτομα να προοδεύουν πνευματικά, ιδίως αφότου παρακολούθησαν τη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης».

Υπηρεσία Εκεί Όπου η Ανάγκη Είναι Μεγαλύτερη

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η ακτή του Ατλαντικού δυτικά του ποταμού Εσεκίμπο είχε περίπου 30.000 κατοίκους και μόνο 30 ευαγγελιζομένους. Γι’ αυτό, το γραφείο τμήματος διόριζε περιστασιακά ειδικούς σκαπανείς για να καλύπτουν τμήματα αυτού του τομέα επί έναν μήνα κάθε φορά. Κάποιος αδελφός που είχε υπό την ευθύνη του μια ομάδα μαρτυρίας ανέφερε: «Οι αδελφοί κατάφεραν να καλύψουν όλο τον τομέα και να διαθέσουν 1.835 βιβλία, έκαναν πολλές επανεπισκέψεις και ξεκίνησαν αρκετές Γραφικές μελέτες».

Ένας άλλος αδελφός είπε: «Κωπηλατήσαμε δύο ώρες με τη μικρή μας βάρκα καλύπτοντας 27 χιλιόμετρα. Μερικές φορές έπρεπε να τραβάμε ή να σπρώχνουμε τη βάρκα μέσα στη λάσπη που μας έφτανε ως το γόνατο, αλλά οι προσπάθειές μας ανταμείφθηκαν επειδή οι οικοδεσπότες ήταν φιλόξενοι. Ένας δάσκαλος μουσικής χρησιμοποιούσε το υμνολόγιό μας για να διδάσκει μουσική. “Μου αρέσει πολύ ο τρόπος με τον οποίο είναι διασκευασμένη η μουσική”, είπε. Κατόπιν μας έπαιξε δύο ύμνους και πήρε έξι βιβλία».

Άλλοι αδελφοί και αδελφές προσφέρθηκαν να βοηθήσουν σε περιοχές όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Ας δούμε το παράδειγμα του Σέρλοκ και της Τζούλιετ Παχάλαν. Ο Σέρλοκ γράφει: «Το 1970, η Τζούλιετ και εγώ προσκληθήκαμε να βοηθήσουμε στην Εκκλησία Έκελζ, δεκατρία χιλιόμετρα νότια του Τζόρτζταουν στον ποταμό Ντεμεράρα. Υπήρχαν προβλήματα στην εκκλησία, και χρειάστηκε να αποκοπούν μερικά άτομα. Έτσι έμειναν μόνο 12 δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι στην εκκλησία μαζί με τα αβάφτιστα παιδιά τους. Για κάποιο διάστημα ήμουν ο μόνος πρεσβύτερος. Επιπλέον, η εκκλησία είχε υπό τη φροντίδα της έναν μικρό όμιλο στο Μόκα, ένα απομονωμένο χωριό. Το βράδυ της Δευτέρας διεξήγα τη Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας πρώτα στο Μόκα και κατόπιν στο Έκελζ.

»Επίσης, έπρεπε να διεξάγω τη Μελέτη Σκοπιάς. Επειδή σπάνια είχαμε αρκετά περιοδικά για όλους, διαβάζαμε πρώτα την κάθε παράγραφο και κατόπιν κάναμε την ερώτηση, σε αντίθεση με τη συνήθη διαδικασία που ακολουθούνταν τότε. Επειδή κοβόταν συχνά το ρεύμα, παίρναμε κεριά στις συναθροίσεις. Την εποχή των βροχών έπρεπε να υπομένουμε τα σμήνη των κουνουπιών. Εκείνον τον καιρό, οι περισσότεροι αδελφοί πήγαιναν στις συναθροίσεις και στον τομέα με τα πόδια ή με ποδήλατο. Οι ευαγγελιζόμενοι από το Μόκα έρχονταν στο Έκελζ με τον ίδιο τρόπο. Μετά τις συναθροίσεις, έβαζα όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα στο μικρό μου φορτηγάκι και τους πήγαινα στο σπίτι τους στο Μόκα».

Άξιζαν τον κόπο όλες αυτές οι προσπάθειες; Αναπολώντας το παρελθόν, ο αδελφός Παχάλαν γράφει: «Όταν ήμασταν στο Έκελζ, η σύζυγός μου και εγώ κάναμε Γραφική μελέτη με αρκετούς ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους είναι ακόμη στην αλήθεια μαζί με τις οικογένειές τους. Μερικοί δε από τους άντρες υπηρετούν τώρα ως πρεσβύτεροι. Τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτές τις ευλογίες!»

Υπηρεσία στον “Παράδεισο του Σκαπανέα”!

Τα περασμένα λίγα χρόνια, περίπου 50 αδελφοί και αδελφές—κυρίως σκαπανείς—από τη Βρετανία, τη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιρλανδία και τον Καναδά πήγαν στη Γη των Νερών για να προσθέσουν και τη δική τους φωνή στην πρόσκληση: «Έλα! . . . Όποιος θέλει ας πάρει νερό ζωής δωρεάν». (Αποκ. 22:17) Ορισμένοι μπόρεσαν να μείνουν μερικούς μήνες. Άλλοι έμειναν χρόνια. Όταν τέλειωσαν οι οικονομίες τους, πολλοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους, εργάστηκαν για λίγο και ξαναγύρισαν. Οι περισσότεροι θεωρούν ευλογία το ότι υπηρέτησαν στη Γουιάνα. Αυτό που έχουν εκτιμήσει ιδιαίτερα είναι το ότι είχαν τη δυνατότητα να συζητούν για πνευματικά ζητήματα με άτομα που, εν γένει, τρέφουν μεγάλο σεβασμό για τη Γραφή. Ακόμη και πολλοί που δεν είναι Χριστιανοί απολαμβάνουν τις συζητήσεις με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Επιπλέον, οι οικοδεσπότες καλούν μερικές φορές τους αδελφούς για φαγητό. «Άρα, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Γουιάνα είναι ο παράδεισος του σκαπανέα», λέει ο Ρικάρντο Χάιντς, ο σημερινός συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος.

Η Αρλίν Χέιζελ, που υπηρετεί τώρα στο γραφείο τμήματος με το σύζυγό της τον Έντσελ, θυμάται μερικές από τις εμπειρίες που είχαν στην ύπαιθρο της Γουιάνας: «Το 1997, αφού ήρθαμε σε επαφή με το γραφείο τμήματος, λάβαμε διορισμό να υπηρετήσουμε στο Λέθεμ, μια πόλη βαθιά στην ενδοχώρα, κοντά στα σύνορα με τη Βραζιλία. Υπηρετήσαμε εκεί με τους συμπατριώτες μας Καναδούς Ρόμπερτ και Τζοάνα Γουέλτς και μια Αμερικανίδα αδελφή, τη Σάρα Ντιόν, που είχαν φτάσει στο Λέθεμ λίγους μήνες νωρίτερα. Τότε σε αυτή την περιοχή έμενε ένας και μόνο βαφτισμένος αδελφός, ο κτηνίατρος Ρίτσαρντ Άτσι. Το γραφείο τμήματος μας έδωσε έναν κατάλογο με 20 άτομα που είχαν κάνει μελέτη στο παρελθόν, αλλά διαπιστώσαμε ότι οι περισσότεροι στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρονταν. Ωστόσο, δύο ήθελαν να γίνουν αβάφτιστοι ευαγγελιζόμενοι.

»Διεξαγάγαμε την πρώτη μας συνάθροιση κάτω από ένα δέντρο μάνγκο, ενώ οι παρόντες ήταν 12, μαζί με εμάς τους 6 σκαπανείς. Λίγους μήνες αργότερα, 60 άτομα παρακολούθησαν την πρώτη μας Ανάμνηση. Στο μεταξύ, είχαμε μείνει μόνο τρεις σκαπανείς. Ωστόσο, προσπαθούσαμε να φροντίζουμε για 40 Γραφικές μελέτες! Όταν ήρθε ο επίσκοπος περιοχής, μας συμβούλεψε να σταματήσουμε να μελετάμε με όσους δεν παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις. Αυτή η συμβουλή αποδείχτηκε καλή, διότι τα άτομα με τα οποία συνεχίσαμε να μελετάμε προόδευσαν θαυμάσια».

Πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, το Λέθεμ έγινε εκκλησία με 14 ευαγγελιζομένους. Οι παρόντες στις ημέρες ειδικής συνέλευσης στο Λέθεμ έχουν φτάσει τους 100. Αυτή η ξεκάθαρη απόδειξη της ευλογίας του Ιεχωβά στις προσπάθειες των υπηρετών του αντισταθμίζει με το παραπάνω όλες τις δυσκολίες που μπορεί να υπομένουν.

Νοικιασμένες Αίθουσες και «Πιλοτές»

Από το ξεκίνημα του έργου στη Γουιάνα, η ανεύρεση κατάλληλων χώρων λατρείας ήταν δύσκολη. Το 1913, οι ελάχιστοι αδελφοί του Τζόρτζταουν νοίκιασαν ένα δωμάτιο στο Σόμερσετ Χάουζ, που εξυπηρέτησε καλά τις ανάγκες τους επί 45 χρόνια. Το 1970, μόνο δύο εκκλησίες είχαν δική τους Αίθουσα Βασιλείας—η Εκκλησία Τσάρλσταουν στο Τζόρτζταουν και η Εκκλησία Παλμίρα στο Μπερμπίς. Εντούτοις, πριν από τρία χρόνια, η Γουιάνα ξεπέρασε το όριο των 1.000 ευαγγελιζομένων! Οι περισσότερες εκκλησίες, λοιπόν, συναθροίζονταν σε νοικιασμένα κτίρια, τα οποία συχνά ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικά.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, λόγου χάρη, η Εκκλησία Βίζμαρ, που βρισκόταν στον ποταμό Ντεμεράρα, μεγάλωσε τόσο πολύ ώστε οι αδελφοί χρειάστηκε να βρουν μια κατάλληλη αίθουσα. Τους επιτράπηκε να χρησιμοποιούν έναν χώρο που ονομαζόταν Η Αίθουσα του Νησιώτη. Συναθροίζονταν στα μέσα της εβδομάδας για τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας και τη Συνάθροιση Υπηρεσίας και την Κυριακή το βράδυ για τη Δημόσια Συνάθροιση και τη Μελέτη Σκοπιάς. Αλλά η προετοιμασία του χώρου για τις συναθροίσεις απαιτούσε καλό προγραμματισμό και συντονισμένες προσπάθειες. Πρώτα πρώτα, οι αδελφοί διέσχιζαν τον Ντεμεράρα από το Μακένζι μέχρι το Βίζμαρ με ένα πλοιάριο. Ένας αδελφός έπαιρνε ένα χαρτοκιβώτιο με περιοδικά, κάποιος άλλος ένα χαρτοκιβώτιο με έντυπα και κάποιος τρίτος μετέφερε τα διάφορα υπηρεσιακά έντυπα και τα κουτιά συνεισφορών. Φυσικά, όλα αυτά έπρεπε να είναι στις θέσεις τους πριν από τη συνάθροιση. Στο τέλος, επαναλαμβανόταν όλη η διαδικασία αντίστροφα.

Διεξάγονταν συναθροίσεις και σε πιλοτές. Λόγω της πιθανότητας πλημμύρας, τα σπίτια στη Γουιάνα χτίζονται συνήθως σε αρκετό ύψος από το έδαφος, πάνω σε κολόνες από ξύλο ή μπετόν. Αυτός ο τρόπος κατασκευής αφήνει ωφέλιμο χώρο, λόγου χάρη για συναθροίσεις. Στη Γουιάνα, όμως, πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι, αν μια θρησκεία δεν έχει τη δυνατότητα να συναθροίζεται σε κατάλληλο χώρο, τότε δεν έχει την ευλογία του Θεού.

Επιπλέον, οι συναθροίσεις που διεξάγονταν σε πιλοτές διακόπτονταν μερικές φορές, πράγμα που μείωνε την αξιοπρέπεια της περίστασης. Σε κάποια περίπτωση, μια κότα που τρόμαξε από έναν σκύλο πέταξε μέσα στο χώρο της συνάθροισης και προσγειώθηκε πάνω σε ένα εξάχρονο κοριτσάκι. Το κοριτσάκι έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή, τρομάζοντας τους πάντες. Μετά τη συνάθροιση, το περιστατικό προξένησε κάποια γέλια, αλλά φάνηκε και πάλι η ανάγκη για καλύτερο χώρο λατρείας. Επιπλέον, η διεξαγωγή των συναθροίσεων σε Αίθουσες Βασιλείας που στεγάζονταν σε πιλοτές δεν προσέλκυε τους ενδιαφερομένους να τις παρακολουθήσουν.

Οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας

«Στα 32 χρόνια που ανήκω στην Εκκλησία Τσάριτι», θυμάται ο Φρέντερικ Μακ Άλμαν, «νοικιάσαμε πέντε διαφορετικές πιλοτές. Επειδή βρισκόμασταν στο χαμηλό χώρο που υπήρχε κάτω από το σπίτι, έπρεπε να προσέχουμε να μη χτυπήσουμε τα κεφάλια μας στις ξύλινες δοκούς. Μια αδελφή που είχε στην αγκαλιά της το παιδί της δεν υπολόγισε σωστά το ύψος μιας δοκού και χτύπησε το κεφάλι του παιδιού. Αργότερα το ανέφερε αυτό στον πατέρα της, που δεν ήταν Μάρτυρας. Οι γονείς της έκριναν ότι η εκκλησία χρειαζόταν δικό της χώρο λατρείας. Μάλιστα η μητέρα της προσφέρθηκε να δωρίσει στην εκκλησία ένα οικόπεδο και ο πατέρας της είπε ότι θα κάλυπτε τα έξοδα της οικοδόμησης μιας Αίθουσας Βασιλείας. Αυτό ακριβώς έγινε. Σήμερα, εκείνη η αρχική Αίθουσα Βασιλείας, αφού ανακαινίστηκε αρκετές φορές, εξακολουθεί να αποτελεί το κέντρο της αληθινής λατρείας στην κοινότητα. Εξυπηρετεί, επίσης, ως μικρή Αίθουσα Συνελεύσεων για την τοπική περιοχή».

Παλιά, χρειάζονταν πολλοί μήνες για να αποπερατωθούν οι Αίθουσες Βασιλείας. Αυτό συνέβη και με την αίθουσα στο Έκελζ. Ο Σέρλοκ Παχάλαν, που υπηρετούσε τότε ως πρεσβύτερος στο Έκελζ, αφηγείται: «Οι συναθροίσεις μας γίνονταν σε ένα σχολείο. Γνωρίζαμε ότι θα είχαμε μεγαλύτερη αύξηση αν διαθέταμε δική μας Αίθουσα Βασιλείας. Αλλά οι λιγοστοί ευαγγελιζόμενοι του Έκελζ ήταν φτωχοί. Παρ’ όλα αυτά, συμφώνησαν με την πρόταση για οικοδόμηση αίθουσας. Έψαξα για κατάλληλο οικόπεδο στην περιοχή, αλλά μάταια.

»Στο μεταξύ, οι αδελφοί στο Τζόρτζταουν μας δάνεισαν δύο καλούπια και μας έμαθαν πώς να φτιάχνουμε τσιμεντόλιθους. Αρχικά, χρειαστήκαμε αρκετές ώρες για να φτιάξουμε 12 μόνο τσιμεντόλιθους, αλλά με την εξάσκηση αποκτήσαμε αρκετή επιδεξιότητα, ιδίως οι αδελφές. Μια άλλη δυσκολία ήταν η προμήθεια τσιμέντου, το οποίο μοιραζόταν με δελτίο εκείνη την εποχή. Χρειαζόταν να κάνω αίτηση για να παίρνω μια μικρή ποσότητα. Κατόπιν, για να είμαι σίγουρος ότι θα μας έδιναν την ποσότητα που μας αναλογούσε, πήγαινα στην αποβάθρα νωρίς το πρωί και περίμενα στην ουρά. Κατόπιν έπρεπε να βρίσκω ένα φορτηγό που να πηγαίνει στο Έκελζ και να έχει αρκετό χώρο για το τσιμέντο. Ο Ιεχωβά μάς βοηθούσε κάθε φορά. Αλλά εξακολουθούσε να μας λείπει το οικόπεδο».

Ο Σέρλοκ συνεχίζει: «Το 1972, η Τζούλιετ και εγώ κάναμε διακοπές στον Καναδά και επισκεφτήκαμε έναν εξάδελφό μου, που δεν είναι Μάρτυρας. Εκείνος μας είπε ότι είχε δύο οικόπεδα στο Έκελζ, αλλά οι συγγενείς που τα φρόντιζαν ήταν αμελείς. Γι’ αυτό, ζήτησε τη βοήθειά μου. Του είπα ότι θα βοηθούσα μετά χαράς, προσθέτοντας ότι όλως τυχαίως έψαχνα τότε για οικόπεδο στο Έκελζ για να χτίσουμε Αίθουσα Βασιλείας. Χωρίς δισταγμό, μου είπε να διαλέξω το ένα από τα δύο οικόπεδα.

»Στη διάρκεια της οικοδόμησης, είδαμε επιπρόσθετες αποδείξεις της βοήθειας του Θεού. Μολονότι υπήρχε έλλειψη και σε πολλά άλλα οικοδομικά υλικά, εκτός από το τσιμέντο, εμείς τα αντικαθιστούσαμε με άλλα και αυτοσχεδιάζαμε, βρίσκοντας πάντοτε τρόπο να κάνουμε τη δουλειά μας. Εκτός αυτού, ήταν λίγοι οι αδελφοί που είχαν τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις, και χρειαζόταν πολύς προγραμματισμός για να φέρνουμε τους εθελοντές στο εργοτάξιο. Στην πραγματικότητα, το μικρό μου φορτηγάκι ταξίδεψε εκατοντάδες χιλιόμετρα μεταφέροντας αδελφούς προς και από το εργοτάξιο. Τελικά, η Αίθουσα Βασιλείας μας αποπερατώθηκε. Μάλιστα την ομιλία αφιέρωσης την εκφώνησε ένα μέλος του Κυβερνώντος Σώματος, ο Καρλ Κλάιν. Τι ευλογία ήταν αυτή!»

Αίθουσες Βασιλείας Ταχείας Ανέγερσης

Ακόμη και το 1995, πάνω από τις μισές εκκλησίες της Γουιάνας εξακολουθούσαν να συναθροίζονται σε νοικιασμένους χώρους ή πιλοτές. Γι’ αυτό, το γραφείο τμήματος οργάνωσε μια επιτροπή οικοδόμησης για όλη τη χώρα, προκειμένου να καλυφτεί η ανάγκη. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, οι αδελφοί οικοδόμησαν την πρώτη τους Αίθουσα Βασιλείας ταχείας ανέγερσης στο Μαχαϊκόνι, περίπου 50 χιλιόμετρα ανατολικά του Τζόρτζταουν στον ποταμό Μαχαϊκόνι. Ένας γείτονας, όταν του λέχθηκε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα οικοδομούσαν μια Αίθουσα Βασιλείας σε τέσσερα σαββατοκύριακα, είπε: «Αν μιλάτε για κοτέτσι, τότε εντάξει, αλλά αν πρόκειται για ολοκληρωμένο κτίριο—αδύνατον». Περιττό να πούμε ότι ο άνθρωπος αυτός σύντομα άλλαξε άποψη.

Σε μια χώρα όπου οι φυλετικές εντάσεις συχνά είναι σφοδρότατες, τα προγράμματα οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας δείχνουν σε όλους ότι, άσχετα με τη φυλή ή την εθνικότητα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνεργάζονται με αληθινή Χριστιανική ενότητα. Μάλιστα μια ηλικιωμένη που παρακολούθησε την οικοδόμηση στο Μαχαϊκόνι είπε έκπληκτη σε έναν επίσκοπο περιοχής: «Είδα έξι διαφορετικές φυλές να συνεργάζονται στο εργοτάξιο!»

Οικοδόμηση Γραφείου Τμήματος

Το 1914, το πρώτο γραφείο τμήματος της Γουιάνας στεγαζόταν στο σπίτι της οικογένειας Φίλιπς, όπου και παρέμεινε ως το 1946. Εκείνη τη χρονιά υπήρχαν 91 ευαγγελιζόμενοι. Το 1959, ο αριθμός τους είχε φτάσει τους 685 και το έργο εξακολουθούσε να επεκτείνεται. Τον Ιούνιο του 1960, λοιπόν, οι αδελφοί απέκτησαν κάποιο οικόπεδο στην οδό Μπρίκνταμ 50, στο Τζόρτζταουν. Με λίγες μετατροπές, τα ήδη υπάρχοντα κτίρια στέγασαν και το γραφείο τμήματος και έναν ιεραποστολικό οίκο. Αλλά το 1986, και αυτό το συγκρότημα ήταν πια ανεπαρκές. Έτσι λοιπόν, με την έγκριση του Κυβερνώντος Σώματος, οικοδομήθηκε ένα νέο γραφείο τμήματος στον ίδιο χώρο. Διεθνείς υπηρέτες με τη βοήθεια των ντόπιων αδελφών αποπεράτωσαν το έργο το 1987.

Σαν τις κόρες του Σαλλούμ που βοήθησαν τον πατέρα τους να ανοικοδομήσει μέρος του τείχους της Ιερουσαλήμ, οι αδελφές πρόσφεραν ανεκτίμητη βοήθεια στην οικοδόμηση του γραφείου τμήματος. (Νεεμ. 3:12) Λόγου χάρη, 120 αδελφές, χωρισμένες σε δέκα περίπου ομάδες, έφτιαξαν τους 12.000 τσιμεντόλιθους που χρειάζονταν για το έργο. Χρησιμοποιώντας 16 καλούπια, τέλειωσαν σε 55 μέρες. Και δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά! Το μείγμα έπρεπε να έχει τη σωστή αναλογία—αρκετά υγρό ώστε το τσιμέντο να πήζει καλά, αλλά όχι τόσο υγρό ώστε να διαλύονται οι τσιμεντόλιθοι όταν τους έβγαζαν από το καλούπι.

Ντόπιοι αδελφοί υπηρέτησαν ως νυχτοφύλακες, και συχνά έρχονταν στο εργοτάξιο κατευθείαν από τη δουλειά τους. Άλλοι εργάστηκαν μαζί με τους διεθνείς υπηρέτες, οι οποίοι τους μετέδωσαν πολύτιμες τεχνικές γνώσεις. Ένας από αυτούς τους νεαρούς αδελφούς, ο Χαρίναραϊν (Ιντάλ) Παρσάντ, θυμάται: «Μου ανέθεσαν να τοποθετήσω τις γωνιακές κορνίζες στο περβάζι ενός παραθύρου—κάτι που δεν είχα ξανακάνει ποτέ. Κουράστηκα πολύ ωσότου τελικά τις τοποθέτησα σωστά. Αφού τις έλεγξε, ο υπεύθυνος αδελφός είπε, φανερά ευχαριστημένος με την προσπάθειά μου: “Τώρα πρέπει να κάνεις το ίδιο σε όλο το κτίριο”». Σήμερα, αυτός ο νεαρός αδελφός μεταδίδει σε άλλους τις τεχνικές του γνώσεις σε προγράμματα οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας.

Επειδή οι αδελφοί έπρεπε να εισαγάγουν ορισμένα υλικά, χρειάζονταν τη συνεργασία των κρατικών αρχών. Ως αποτέλεσμα, πολλοί αξιωματούχοι ήρθαν στο εργοτάξιο, περιλαμβανομένου και του Προέδρου Φορμπς Λ. Μπέρναμ με τη συνοδεία του. Όλοι εντυπωσιάστηκαν από την ποιότητα της εργασίας, όπως και ένας ντόπιος ξυλουργός, ο οποίος είπε: «Κάνετε πρώτης τάξης εργασία στο κτίριό σας». Στις 14 Ιανουαρίου 1988, ο εκπρόσωπος του Μπρούκλιν Ντον Άνταμς, που υπηρετούσε ως επίσκοπος ζώνης, εκφώνησε την ομιλία αφιέρωσης.

Στις 12 Φεβρουαρίου 2001, άρχισαν ξανά ετοιμασίες για οικοδόμηση—αυτή τη φορά σε νέο χώρο. Και πάλι εργάστηκαν στην οικοδόμηση διεθνείς υπηρέτες βοηθούμενοι από ντόπιους αδελφούς. Η αφιέρωση του νέου γραφείου τμήματος έγινε το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2003. Ο Ρίτσαρντ Κέλσι, από το γραφείο τμήματος της Γερμανίας, εκφώνησε την ομιλία αφιέρωσης ενώπιον 332 παρόντων.

Πολλοί παλιοί ιεραπόστολοι επέστρεψαν στη Γουιάνα για το πρόγραμμα, μερικοί μάλιστα για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες! Κατόπιν, την Κυριακή, 4.752 άτομα από 12 χώρες—υπερδιπλάσιοι των ευαγγελιζομένων της Γουιάνας—παρακολούθησαν μια ειδική συνάθροιση.

Οι Συνελεύσεις Απαιτούν Ευρηματικότητα

Για τις συνελεύσεις περιοχής και τις ημέρες ειδικής συνέλευσης, οι αδελφοί νοικιάζουν συνήθως κάποιες εγκαταστάσεις. Στην ύπαιθρο, μπορεί ακόμη και να κατασκευάσουν έναν χώρο για αυτές τις συνάξεις. Ο Τόμας Μαρκεβίτς, που υπηρέτησε στη Γουιάνα από το 1952 ως το 1956, λέει: «Η συνέλευσή μας γινόταν στις όχθες του ποταμού Ντεμεράρα, γύρω στα 60 χιλιόμετρα από το Τζόρτζταουν. Περίπου διακόσιοι Μάρτυρες από την πόλη ήθελαν να παρακολουθήσουν τη συνέλευση για να υποστηρίξουν τους ντόπιους αδελφούς. Γι’ αυτό, αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια προσωρινή Αίθουσα Συνελεύσεων χρησιμοποιώντας τοπικά υλικά—μπαμπού για τα δοκάρια και τα καθίσματα και μπανανόφυλλα για τη σκεπή.

»Συγκεντρώσαμε τα υλικά, τα φορτώσαμε σε ένα μικρό σιδηροδρομικό βαγόνι και αρχίσαμε να το σπρώχνουμε σε μια κατηφόρα. Αλλά δυστυχώς το βαγόνι μάς ξέφυγε σε μια στροφή, έγειρε και άδειασε όλο το φορτίο μέσα στο ποτάμι. Σε λίγο, όμως, η καταστροφή μετατράπηκε σε πλεονέκτημα, μιας και το φορτίο άρχισε να επιπλέει και έφτασε έτσι εύκολα εκεί ακριβώς όπου θα φτιάχναμε την Αίθουσα! Όταν άρχισε η συνέλευση, οι επισκέπτες αδελφοί ενθουσιάστηκαν βλέποντας αρκετές εκατοντάδες χωρικούς να παρακολουθούν και αυτοί το τριήμερο πρόγραμμα».

Ο Τόμας προσθέτει: «Μετά τη συνέλευση, πήγαμε όλοι να καλύψουμε μερικούς κοντινούς μη ανατεθειμένους τομείς. Σε ένα χωριό εκφωνήθηκε μια δημόσια ομιλία, και την παρακολούθησε όλο το χωριό—ακόμη και η μαϊμού ενός χωρικού. Αφού η μαϊμού άκουσε λίγη ώρα, αποφάσισε να βρει ένα μέρος με καλύτερη ορατότητα. Κάνοντας μερικά άλματα, προσγειώθηκε στον ώμο μου. Επιθεώρησε για λίγο την κατάσταση και ξαναγύρισε πηδώντας στο αφεντικό της για να ακούσει την υπόλοιπη ομιλία, προς μεγάλη μου ανακούφιση!»

Συνελεύσεις Περιφερείας

Στις αρχές του περασμένου αιώνα, μεγάλες συνάξεις διεξάγονταν συνήθως σε συνδυασμό με την επίσκεψη ειδικών εκπροσώπων από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία, λόγου χάρη των αδελφών Κάουαρντ και Γιανγκ. Το 1954 ήρθαν στη Γουιάνα ο Νάθαν Νορ και ο Μίλτον Χένσελ για τη Συνέλευση Κοινωνία του Νέου Κόσμου, την οποία παρακολούθησαν 2.737 άτομα.

Δεκαετίες αργότερα, το 1999, πάνω από 7.100 εκπρόσωποι παρακολούθησαν τις δύο συνελεύσεις περιφερείας στη Γουιάνα. Η μία έγινε στο Τζόρτζταουν και η άλλη στο Μπερμπίς. Η συνέλευση του Τζόρτζταουν απαίτησε κάποιες σημαντικές αλλαγές της τελευταίας στιγμής, οι οποίες δυσκόλεψαν πολύ τους αδελφούς. «Ήρθε από την Ινδία ένας διάσημος αστέρας του κινηματογράφου με τη χορευτική του ομάδα, και η Επιτροπή του Εθνικού Πάρκου θεώρησε ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν την ημερομηνία του σόου, μολονότι εμείς είχαμε κάνει την κράτησή μας νωρίτερα», αναφέρει το γραφείο τμήματος.

«Αμέσως κάναμε διευθετήσεις για άλλον χώρο—το γήπεδο του κρίκετ—και ειδοποιήσαμε αμέσως τις εκκλησίες. Η συνέλευση θα γινόταν σε οχτώ μόλις μέρες! Αλλά τα προβλήματα δεν τέλειωσαν εκεί. Στην Καραϊβική το άθλημα του κρίκετ είναι εξαιρετικά σημαντικό και τα γήπεδα του κρίκετ θεωρούνται σχεδόν ιερά. Γι’ αυτό, η διεύθυνση του γηπέδου δεν δεχόταν με τίποτα να μας επιτρέψει να πατήσουμε στο γκαζόν. Αλλά πώς θα παρουσιάζαμε το δράμα; Και πού θα βάζαμε τη σκηνή;

»Παρ’ όλα αυτά, εμείς προχωρήσαμε με την πεποίθηση ότι ο Ιεχωβά θα μας παρείχε λύσεις. Και πράγματι έτσι έγινε! Μας δόθηκε η άδεια να χρησιμοποιήσουμε το γκαζόν, υπό τον όρο ότι θα φτιάχναμε την εξέδρα και το διάδρομο που οδηγούσε σε αυτήν σε κάποιο ύψος από το έδαφος. Για να γίνει η απαραίτητη εργασία, δούλεψαν όλοι εντατικά μέρα νύχτα. Ακόμη και ο καιρός ήταν εναντίον μας, εφόσον έβρεχε στο μεγαλύτερο διάστημα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, το πρόγραμμα άρχισε σχεδόν στην ώρα του.

»Η συνέλευση εξελισσόταν ομαλά, και δεν έβρεξε παρά μόνο την τελευταία μέρα, την Κυριακή. Ξυπνήσαμε με τον ήχο της βροχής. Προτού περάσει πολλή ώρα, το γήπεδο του κρίκετ είχε πλημμυρίσει και η στάθμη του νερού είχε φτάσει τα πέντε εκατοστά κάτω από το διάδρομο και την εξέδρα. Η βροχή σταμάτησε ακριβώς προτού αρχίσει το πρόγραμμα. Ευτυχώς, τα ηλεκτρικά καλώδια δεν είχαν τοποθετηθεί στο έδαφος, αλλά είχαν στερεωθεί κάτω από τις σανίδες. Άρα, το γεγονός ότι αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε την υπερυψωμένη εξέδρα και το διάδρομο αποδείχτηκε τελικά ευλογία!»

Όταν άρχισε το δράμα, όλοι οι 6.088 παρόντες το απόλαυσαν κάτω από το λαμπερό ήλιο. Δύο εβδομάδες αργότερα, 1.038 άτομα παρακολούθησαν τη δεύτερη συνέλευση που έγινε στο Μπερμπίς. Ο συνολικός αριθμός των 7.126 παρόντων και στις δύο συνελεύσεις ήταν ο μεγαλύτερος που είχε καταγραφεί στη Γουιάνα μέχρι τότε. Πιο πρόσφατα, οι παρόντες έφτασαν σχεδόν τους 10.000.

Λαμπρές Προοπτικές για το Μέλλον

Στην προφητεία του, ο Ιεζεκιήλ είδε τον αποκαταστημένο και ένδοξο ναό του Ιεχωβά. Από αυτόν έρρεε ένα ποτάμι που πλάταινε και βάθαινε καθώς προχωρούσε, ωσότου έγινε «διπλάσιος σε μέγεθος χείμαρρος», ο οποίος έφερε ζωή ακόμη και στα αλμυρά, χωρίς ζωή νερά της Νεκράς Θαλάσσης.—Ιεζ. 47:1-12.

Με την πρόοδο της αγνής λατρείας από το 1919, ο λαός του Θεού έχει δει αυτή την προφητεία να εκπληρώνεται. Σήμερα, ένας πραγματικός ποταμός πνευματικών προμηθειών—Γραφών, βοηθημάτων μελέτης της Γραφής, συναθροίσεων και συνελεύσεων—σβήνει την πνευματική δίψα εκατομμυρίων ανθρώπων παγκόσμια.

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γουιάνα το θεωρούν προνόμιό τους να συμμετέχουν στην εκπλήρωση αυτής της προφητείας. Επιπλέον, θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν με κατά γράμμα έννοια τους ποταμούς για να μεταφέρουν ζωογόνα πνευματική τροφή σε όλους όσους έχουν «τη σωστή διάθεση για αιώνια ζωή», άσχετα με το πού μπορεί να ζουν τέτοια άξια άτομα σε αυτή τη Γη των Νερών.—Πράξ. 13:48.

[Υποσημείωση]

^ παρ. 8 Όταν η Βρετανική Γουιάνα ανεξαρτητοποιήθηκε το Μάιο του 1966, το όνομα της χώρας έγινε Γουιάνα. Θα χρησιμοποιούμε αυτό το όνομα εκτός και αν τα συμφραζόμενα απαιτούν κάτι διαφορετικό.

[Πλαίσιο στη σελίδα 140]

Συνοπτική Εικόνα της Γουιάνας

Η χώρα: Το έδαφος της παράκτιας ζώνης, μεγάλο μέρος της οποίας βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας και προστατεύεται από αναχώματα μήκους 230 χιλιομέτρων, το αποτελούν αποθέσεις ποταμών. Δάση καλύπτουν περίπου το 80 τοις εκατό της χώρας, περιλαμβανομένων και των υψιπέδων της ενδοχώρας από όπου πηγάζουν οι περισσότεροι ποταμοί της Γουιάνας.

Οι κάτοικοι: Περίπου οι μισοί είναι ινδικής καταγωγής, το 40 και πλέον τοις εκατό είναι μαύροι αφρικανικής καταγωγής ή μιγάδες, και περίπου το 5 τοις εκατό είναι Αμερινδοί. Περίπου το 40 τοις εκατό δηλώνουν Χριστιανοί, το 34 τοις εκατό Ινδουιστές και το 9 τοις εκατό Μουσουλμάνοι.

Η γλώσσα: Επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική, ενώ σε όλη τη χώρα μιλιέται και μια κρεολή γλώσσα.

Οι πόροι διαβίωσης: Περίπου το 30 τοις εκατό του εργατικού δυναμικού ασχολείται με τη γεωργία. Άλλοι τομείς παραγωγής περιλαμβάνουν την αλιεία, τη δασοκομία και την εξόρυξη μεταλλευμάτων.

Η τροφή: Στα κύρια προϊόντα συγκαταλέγονται το ρύζι, το κακάο (ή κόκκοι κακάο), τα εσπεριδοειδή, οι καρύδες, ο καφές, το καλαμπόκι, η μανιόκα (ή κασσάβα), η ζάχαρη και άλλοι τροπικοί καρποί και λαχανικά. Τα ζώα που εκτρέφονται για τροφή περιλαμβάνουν βοοειδή, γουρούνια, κοτόπουλα και πρόβατα. Οι βασικές τροφές από τη θάλασσα είναι τα ψάρια και οι γαρίδες.

Το κλίμα: Η Γουιάνα είναι τροπική χώρα και το κλίμα της αλλάζει ελάχιστα με τις εποχές. Η παράκτια ζώνη δέχεται περίπου 150-200 εκατοστά ετήσιας βροχόπτωσης. Μολονότι βρίσκεται κοντά στον ισημερινό, η Γουιάνα έχει ήπιο κλίμα χάρη στους αληγείς ανέμους που φυσούν διαρκώς από τον Ατλαντικό Ωκεανό.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 143-145]

Κανείς Δεν Μπόρεσε να του Κλείσει το Στόμα

Μάλκολμ Χολ

Έτος Γέννησης: 1890

Έτος Βαφτίσματος: 1915

Ιστορικό: Γεννήθηκε στο νησί Λεγκουάν. Ήταν από τους πρώτους που κήρυξαν τα καλά νέα σε εκείνη την περιοχή και φρόντισε τον όμιλο που δημιουργήθηκε εκεί.

Όπως το αφηγήθηκε η Ιβόν Χολ, εγγονή του αδελφού του.

Ένας αξιωματούχος υπεύθυνος για τις εκλογές είπε κάποτε στο θείο μου: «Είναι αλήθεια ότι δεν ψηφίζεις; Αν ισχύει αυτό, θα σε κλείσουμε στη φυλακή και θα σου κατάσχουμε τη Γραφή». Εκείνος τον κοίταξε κατάματα και απάντησε: «Αλλά τι θα κάνετε με το στόμα μου; Μπορείτε να μου κλείσετε το στόμα για να μη λέω την αλήθεια που σας κρύβουν τόσον καιρό οι θρησκευτικοί σας ηγέτες;» Το μόνο που μπόρεσε να απαντήσει ο αξιωματούχος ήταν: «Θα τα ξαναπούμε αργότερα».

Ο θείος μου βαφτίστηκε το 1915 και ήταν ένας από τους πρώτους κήρυκες της Βασιλείας στη Γουιάνα. Ήταν «πραγματικός μαχητής υπέρ της αλήθειας», είπε ένας αδελφός. Ο θείος μου ήρθε σε επαφή με την αλήθεια της Βασιλείας όταν ζούσε και εργαζόταν στο Τζόρτζταουν. Αφού άκουσε μία μόνο δημόσια ομιλία στο Σόμερσετ Χάουζ, κατάλαβε ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Μάλιστα πήγε σπίτι και έλεγξε όλα τα εδάφια από τη δική του Γραφή.

Κατόπιν, επέστρεψε στη γενέτειρά του το Λεγκουάν και άρχισε αμέσως να κηρύττει σε άλλους. Οι δύο σαρκικές αδελφές του και μερικοί από τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανιψιούς του ήταν από τους πρώτους που δέχτηκαν το άγγελμα της Βασιλείας. Αυτοί αποτέλεσαν τον πυρήνα του ομίλου που συναθροιζόταν στο σπίτι του θείου μου.

Τα παλιά χρόνια, οι κληρικοί ασκούσαν ασφυκτική επιρροή στους νησιώτες, και χρειαζόταν σκληρός αγώνας για να κάνεις τους ανθρώπους να ανταποκριθούν στα καλά νέα. Οι κληρικοί έλεγαν ότι ο θείος μου ήταν «τρελός, μανιακός με τη Γραφή». Αλλά αυτό δεν μείωσε το ζήλο του. Για παράδειγμα, τα κυριακάτικα πρωινά έστηνε το φωνογράφο του στην μπροστινή βεράντα και έπαιζε ηχογραφημένες Γραφικές ομιλίες. Πολλές φορές, οι άνθρωποι στέκονταν έξω στο δρόμο και άκουγαν.

Με τον καιρό, κάποιοι άρχισαν να ανταποκρίνονται με εκτίμηση. Αυτό γινόταν φανερό κυρίως το βράδυ της Ανάμνησης, όταν ολόκληρος ο πρώτος όροφος του σπιτιού του θείου μου ήταν κατάμεστος από ανθρώπους. Ο ίδιος ήταν ο εισηγητής, ο ομιλητής και ο μόνος που έπαιρνε από τα εμβλήματα. Ένα από τα άτομα που μελετούσαν τη Γραφή μαζί του, ο Λιρόι Ντένμποου, άρχισε το σκαπανικό και υπηρέτησε μάλιστα ως επίσκοπος περιοχής για κάποιο διάστημα.

Αφού πήρε σύνταξη από την εργασία του—ήταν λογιστής σε κάποιο πλοίο στον ποταμό Εσεκίμπο—ο θείος μου άρχισε το σκαπανικό καλύπτοντας το νησί Λεγκουάν και το γειτονικό Γουεϊκνάμ. Ξεκινούσε την ημέρα του στις 4:30 π.μ., αρμέγοντας τις αγελάδες του και φροντίζοντας τα γουρούνια του. Γύρω στις 7:30 πλενόταν και ντυνόταν, διάβαζε το εδάφιο της ημέρας και μια Γραφική περικοπή, έτρωγε το πρωινό του και κατόπιν ετοιμαζόταν για τη διακονία. Τον θυμάμαι ακόμη να φουσκώνει τα λάστιχα του ποδηλάτου του προτού ξεκινήσει. Κάλυπτε τουλάχιστον 20 χιλιόμετρα την ημέρα.

Ο θείος μου τέλειωσε την επίγεια πορεία του στις 2 Νοεμβρίου 1985 αφού υπηρέτησε πιστά τον Ιεχωβά επί 70 περίπου χρόνια. Όλο αυτόν τον καιρό, κανείς δεν μπόρεσε να του κλείσει το στόμα. Πράγματι, υπάρχει τώρα εκκλησία τόσο στο νησί Λεγκουάν όσο και στο νησί Γουεϊκνάμ.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 155-158]

Οι Απαντήσεις σε Ερωτήματα που Είχα από Παιδί Άλλαξαν τη Ζωή Μου

Άλμπερτ Σμολ

Έτος Γέννησης: 1921

Έτος Βαφτίσματος: 1949

Ιστορικό: Άρχισε το σκαπανικό το 1953. Μαζί με τη σύζυγό του, τη Σίλα, φοίτησε στη Γαλαάδ το 1958 και ξαναδιορίστηκε στη Γουιάνα.

«Σε έφτιαξε ο Θεός»—αυτό μου έλεγαν συνέχεια όταν ήμουν μικρός. Όταν, λοιπόν, η μητέρα μου μού είπε ότι ήμουν το χειρότερο από τα τέσσερα παιδιά της, σκέφτηκα ότι ο Θεός είχε φτιάξει τα τρία από αυτά καλά και το ένα κακό.

Όταν ήμουν περίπου δέκα χρονών, ρώτησα τον κατηχητή μου: «Ποιος έφτιαξε τον Θεό;» αλλά δεν πήρα απάντηση. Παρ’ όλα αυτά, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι τότε, όταν μεγάλωσα αρκετά συνταυτίστηκα με κάποια εκκλησία—στη δική μου περίπτωση με τους Πρεσβυτεριανούς. Αλλά πολλές ερωτήσεις μου παρέμεναν αναπάντητες. Λόγου χάρη, στην εκκλησία ψέλναμε έναν ύμνο που έλεγε εν μέρει: «Ο πλούσιος είναι στο κάστρο του και ο φτωχός στην πύλη του. Ο Θεός τούς έκανε τον έναν τρανό και τον άλλον ταπεινό, και όρισε τη θέση τους». “Στ’ αλήθεια, ο Θεός είχε «ορίσει τη θέση τους»;” αναρωτιόμουν. Κάποτε ρώτησα έναν ιερέα: «Αν ο Θεός έφτιαξε τον Αδάμ και την Εύα, από πού προήλθαν οι διάφορες φυλές;» Εκείνος μου απάντησε εν ολίγοις ότι η αφήγηση της Γένεσης είναι μύθος.

Κατόπιν, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μας παρότρυναν να προσευχόμαστε για τους Βρετανούς στρατιώτες. Αυτό με έπεισε τελικά ότι οι διδασκαλίες της εκκλησίας μου ήταν αντίθετες με όσα είχα διαβάσει στη Γραφή. Εντούτοις, αναρωτιόμουν: “Πού να πάω;” Γι’ αυτό, έμεινα στην εκκλησία. Όταν έγινα 24 χρονών παντρεύτηκα τη Σίλα.

Κάποια μέρα, μόλις γύρισα από την εκκλησία, με επισκέφτηκε ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά. Συνηθίζαμε να αποκαλούμε τους Μάρτυρες «εκκλησία χωρίς κόλαση», και εγώ δεν είχα χρόνο για αυτούς. Εκείνοι διεξήγαν τις συναθροίσεις τους σε ιδιωτικά σπίτια και δεν φορούσαν άμφια. Και το κυριότερο, ορισμένα πράγματα που είχαν συμβεί στη ζωή μου, όπως ο γάμος μου με μια εξαίρετη γυναίκα, με είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο Θεός ενδιαφερόταν για εμένα.

Όταν ο Μάρτυρας, ο Νέσιμπ Ρόμπινσον, μου συστήθηκε, έφτιαχνα το λάστιχο στο ποδήλατό μου. «Με έχει πιάσει λάστιχο», είπα. «Αν είσαι Χριστιανός, βοήθα με να το φτιάξω». Μετά μπήκα απότομα στο σπίτι. Την επόμενη εβδομάδα, την ώρα που έβγαινα για να πάω στην εκκλησία με τη Γραφή μου στο χέρι, ο Νέσιμπ ανέβαινε τα σκαλιά. «Δεν με ενδιαφέρει η θρησκεία σου», του είπα. «Είναι μέσα η γυναίκα μου. Μίλησε σε εκείνη». Και έφυγα.

Μετάνιωσα που του το είπα αυτό, γιατί στην εκκλησία, αντί να ακούω τον ιερέα, σκεφτόμουν: “Αν ο κ. Ρόμπινσον και η γυναίκα μου έπιασαν την κουβέντα, τότε εκείνη δεν θα πρόλαβε να μαγειρέψει την τόσο ωραία κυριακάτικη σούπα μας”. Αλλά άδικα ανησυχούσα. Όταν έφτασα στο σπίτι, η σούπα ήταν έτοιμη. Από περιέργεια, ρώτησα τη Σίλα: «Μίλησες με αυτόν τον Ρόμπινσον;» «Ναι», απάντησε εκείνη. «Κάθησε και μου κήρυττε ενώ εγώ μαγείρευα».

Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Σίλα δέχτηκε να κάνει Γραφική μελέτη. Γέννησε επίσης το πρώτο μας παιδί, αλλά το μωρό γεννήθηκε νεκρό. Ρώτησα τον κ. Ρόμπινσον γιατί συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Εκείνος απάντησε ότι δεν έφταιγε ο Θεός, αλλά η ανυπακοή του Αδάμ και της Εύας, καθώς και η ατέλεια που κληρονομήσαμε από εκείνους. Η απάντηση αυτή με ικανοποίησε.

Ο Νέσιμπ με επισκεπτόταν συχνά όταν ήμουν στο επιπλοποιείο μου. Οι συζητήσεις μας περιστρέφονταν γύρω από την εργασία μου, αλλά εκείνος κατάφερνε κάπως να πει και κάτι από τη Γραφή προτού φύγει. Με τον καιρό, συζητούσαμε λιγότερο για τα έπιπλα και περισσότερο για το Λόγο του Θεού. Κάποια μέρα αποφάσισα να του κάνω ένα δυο ερωτήματα που με απασχολούσαν όλη μου τη ζωή, σκεπτόμενος ότι θα τον έφερνα και εκείνον σε αμηχανία—στο κάτω κάτω, ούτε οι «κανονικοί» ιερείς δεν ήξεραν τις απαντήσεις.

Απαίτησα από τον Νέσιμπ να μου μιλήσει μόνο με βάση τη Γραφή και του έκανα το πρώτο μου ερώτημα: «Ποιος έφτιαξε τον Θεό;» Ο Νέσιμπ διάβασε το εδάφιο Ψαλμός 90:2, που λέει: «Προτού γεννηθούν τα βουνά και γεννήσεις σαν με πόνους τοκετού τη γη και τα παραγωγικά εδάφη, από τους αιώνες και μέχρι τους αιώνες εσύ είσαι ο Θεός». Με κοίταξε και μου είπε: «Βλέπεις τι λέει; Κανένας δεν έφτιαξε τον Θεό. Ο Θεός υπήρχε πάντοτε». Αυτή η ξεκάθαρη, λογική απάντηση με εξέπληξε. Με έκανε επίσης να παραμερίσω τους ενδοιασμούς μου, και άρχισα τότε να τον βομβαρδίζω με όλα τα ερωτήματα που είχα συσσωρευμένα μέσα μου χρόνια ολόκληρα. Οι Γραφικές απαντήσεις του Νέσιμπ, ιδίως όσον αφορά το σκοπό του Θεού να κάνει τη γη παράδεισο, έφεραν χαρά στην καρδιά μου, τέτοια που δεν είχα νιώσει ποτέ προηγουμένως.

Η πρώτη μου επίσκεψη στην Αίθουσα Βασιλείας μού έκανε μεγάλη εντύπωση. Γιατί; Έμεινα έκπληκτος όταν είδα το ακροατήριο να συμμετέχει στη συνάθροιση—κάτι που δεν είχα δει ποτέ στη δική μου εκκλησία. Η σύζυγός μου, η οποία δεν είχε πάει ακόμη σε συνάθροιση, έλειπε τότε. Όταν της μίλησα για αυτό, μου είπε: «Ας πάμε μαζί την άλλη φορά». Και εξακολουθούμε να πηγαίνουμε 55 χρόνια τώρα!

Η Σίλα και εγώ βαφτιστήκαμε στον Ατλαντικό Ωκεανό το 1949. Το 1953 άρχισα το σκαπανικό. Δύο χρόνια αργότερα ενώθηκε και η Σίλα μαζί μου σε μια 50χρονη σταδιοδρομία στην ολοχρόνια υπηρεσία. Το 1958 μας κάλεσαν να παρακολουθήσουμε την 31η τάξη της Γαλαάδ και ξαναδιοριστήκαμε στη Γουιάνα. Υπηρετήσαμε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου 23 χρόνια και κατόπιν ως ειδικοί σκαπανείς, ένα προνόμιο υπηρεσίας που έχουμε μέχρι σήμερα. Ναι, ευχαριστώ τον Ιεχωβά, όχι μόνο γιατί απάντησε στα ερωτήματα που είχα από παιδί, αλλά και γιατί επέτρεψε στη σύζυγό μου και σε εμένα να τον υπηρετούμε.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 163-166]

«Ορίστε Εγώ! Στείλε Εμένα»

Τζόσλιν Ραμάλιο (πρώην Ρόουτς)

Έτος Γέννησης: 1927

Έτος Βαφτίσματος: 1944

Ιστορικό: Αν και τώρα είναι χήρα, έχει δαπανήσει 54 χρόνια στην ολοχρόνια υπηρεσία, περιλαμβανομένου και του έργου περιοδεύοντα επισκόπου μαζί με το σύζυγό της.

Γεννήθηκα στο νησί Νέβις της Καραϊβικής από μεμονωμένη μητέρα, η οποία ήταν Μεθοδίστρια και νοσοκόμα. Εκείνη με δίδαξε να πιστεύω στον Θεό. Λόγω της εργασίας της μετακομίσαμε σε ένα χωριουδάκι του νησιού. Την επόμενη Κυριακή, πήγαμε στη Μεθοδιστική εκκλησία και καθήσαμε σε ένα από τα στασίδια. Λίγα λεπτά αργότερα, όμως, μας ενημέρωσαν ότι είχαν έρθει οι «κάτοχοι» του συγκεκριμένου στασιδιού και ότι έπρεπε να καθήσουμε κάπου αλλού. Μολονότι ένας άλλος ενορίτης προσφέρθηκε ευγενικά να μας δώσει το «δικό του» στασίδι, η μητέρα μου αποφάσισε να μην ξαναπάμε σε εκείνη την εκκλησία. Αρχίσαμε, λοιπόν, να πηγαίνουμε στην Αγγλικανική Εκκλησία.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, επισκεπτόμενη κάποια φίλη, η μητέρα μου συνάντησε ένα άτομο από το Σεντ Κιτς, Μάρτυρα του Ιεχωβά, που της έδωσε μερικά έντυπα. Όντας μανιώδης αναγνώστρια, διάβασε με ενθουσιασμό τα έντυπα και κατάλαβε ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε, και μετακομίσαμε όλοι στο Τρινιδάδ. Τα έντυπά μας ήταν τότε απαγορευμένα εκεί, αλλά μπορούσαμε να παρακολουθούμε τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας. Σύντομα, η μητέρα μου διέκοψε τους δεσμούς της με την Αγγλικανική Εκκλησία και άρχισε να υπηρετεί τον Ιεχωβά, όπως έκανε και ο πατριός μου, ο Τζέιμς Χάνλι.

Στο Τρινιδάδ συνάντησα μια νεαρή αδελφή ονόματι Ρόουζ Κάφι. Πού να ήξερα τότε ότι 11 χρόνια αργότερα η Ρόουζ θα ήταν μία από τις συντρόφους μου στον ιεραποστολικό αγρό. Στο μεταξύ, η επιθυμία μου να υπηρετώ τον Ιεχωβά εξακολουθούσε να μεγαλώνει. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που πήγα να δώσω μαρτυρία μόνη μου. Στην πρώτη πόρτα βγήκε ο οικοδεσπότης, και εγώ ξαφνικά έμεινα άφωνη. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν έτσι ωσότου άνοιξα τη Γραφή μου, του διάβασα το εδάφιο Δανιήλ 2:44 και έφυγα αμέσως!

Άρχισα το σκαπανικό το 1950, και μόλις δύο χρόνια αργότερα είχα τη μεγάλη χαρά να προσκληθώ για να παρακολουθήσω την 21η τάξη της Γαλαάδ. Τρεις σπουδάστριες από την τάξη μας διορίστηκαν στη Γουιάνα: Η Φλόρενς Τομ, που καταγόταν από τη Γουιάνα, η Λίντορ Λορέιλ, η οποία ήταν συγκάτοικός μου, και εγώ. Φτάσαμε το Νοέμβριο του 1953 και διοριστήκαμε στο Σκέλντον, μια πόλη περίπου 180 χιλιόμετρα από το Τζόρτζταουν, κοντά στις εκβολές του ποταμού Κουραντίν. Ο απομονωμένος όμιλος που βρισκόταν εκεί μας περίμενε με λαχτάρα.

Οι περισσότεροι άνθρωποι στην περιοχή του Σκέλντον κατάγονταν από την Ινδία και ήταν Ινδουιστές ή Μουσουλμάνοι. Πολλοί ήταν αγράμματοι και γι’ αυτό, όταν τους κηρύτταμε, συχνά απαντούσαν: «Μπρουκ αμ απ, σίστα», που σημαίνει: «Κάντο λιανά, πες το απλά, κυρία μου». Στην αρχή παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις 20 με 30 άτομα, αλλά αυτός ο αριθμός μειώθηκε όταν σταμάτησαν να έρχονται όσοι δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά.

Μια γυναίκα προόδευσε τόσο ώστε ήθελε να συμμετάσχει στην υπηρεσία αγρού. Αλλά όταν πήγα σπίτι της την καθορισμένη ώρα, ο 14χρονος γιος της ήταν εκείνος που με περίμενε, καλοντυμένος και ανυπόμονος να με συνοδεύσει. Η μητέρα του μου είπε: «Δεσποινίς Ρόουτς, μπορείς να πάρεις τον Φρέντερικ αντί για εμένα». Αργότερα μάθαμε ότι είχε δεχτεί πιέσεις από τον πατέρα της, που ήταν ένθερμος Αγγλικανός. Ωστόσο, ο γιος της, ο Φρέντερικ Μακ Άλμαν, έκανε θαυμάσια πνευματική πρόοδο και αργότερα παρακολούθησε τη Γαλαάδ.—Βλέπε πλαίσιο στη σελίδα 170.

Αργότερα διορίστηκα στην πόλη Χενριέτα όπου υπήρχε ένας απομονωμένος ευαγγελιζόμενος. Η περιοχή αυτή ανατέθηκε στην Εκκλησία Τσάριτι. Η νέα μου σύντροφος στο σκαπανικό ήταν η Ρόουζ Κάφι, που προανέφερα. Η Ρόουζ και εγώ δαπανούσαμε τέσσερις ημέρες την εβδομάδα στη Χενριέτα, και κάθε Παρασκευή ξεκινούσαμε νωρίς και διανύαμε με το ποδήλατο πάνω από 30 χιλιόμετρα σε χωματόδρομους προκειμένου να πάμε στο Τσάριτι για τις συναθροίσεις. Παίρναμε μαζί μας τρόφιμα, σεντόνια, κουβέρτες και κουνουπιέρες.

Στη διαδρομή δίναμε μαρτυρία και σταματούσαμε για να ενθαρρύνουμε μερικούς απομονωμένους ευαγγελιζομένους και μια αδρανή αδελφή. Συνήθως μελετούσαμε τη Σκοπιά μαζί τους. Την Κυριακή επιστρέφαμε στη Χενριέτα και διεξήγαμε τη Μελέτη Σκοπιάς ομαδικά με τα άτομα με τα οποία μελετούσαμε εκεί τη Γραφή. Ποτέ δεν είχαμε κάποιο σοβαρό ατύχημα, αν εξαιρέσουμε ότι μας έπιανε λάστιχο κάπου κάπου ή ότι γινόμασταν μούσκεμα όταν έβρεχε.

Ποτέ δεν χάσαμε τη χαρά μας. Μάλιστα μια γυναίκα μάς είπε κάποτε: «Είστε πάντα χαρούμενες. Ποτέ δεν φαίνεται να σας απασχολεί κάτι». Ο Ιεχωβά έκανε τη διακονία μας καρποφόρα, αυξάνοντας τη χαρά μας. Ακόμη και η αδρανής αδελφή που επισκεπτόμασταν ξανάρχισε να υπηρετεί τον Ιεχωβά. Σήμερα, περίπου 50 χρόνια αργότερα, είναι ακόμη πιστή.

Στις 10 Νοεμβρίου 1959 παντρεύτηκα τον σκαπανέα Ιμάνιουελ Ραμάλιο. Υπηρετήσαμε μαζί στο Σάντι, 23 χιλιόμετρα νότια της Χενριέτα. Εκεί έμεινα έγκυος, αλλά απέβαλα. Παραμένοντας δραστήρια στη διακονία, βοηθήθηκα να το ξεπεράσω. Αργότερα αποκτήσαμε δύο παιδιά. Μολαταύτα, καταφέραμε να συνεχίσουμε το σκαπανικό.

Το 1995 ο Ιμάνιουελ πέθανε. Είχαμε υπηρετήσει μαζί τον Ιεχωβά καλύπτοντας πολλούς και διάφορους τομείς. Είχαμε δει μερικούς εξαιρετικά μικρούς ομίλους να γίνονται ακμάζουσες εκκλησίες, με τους δικούς τους πρεσβυτέρους και διακονικούς υπηρέτες, ακόμη και τη δική τους Αίθουσα Βασιλείας! Απολαύσαμε, επίσης, το έργο περιοδεύοντα επισκόπου επί δέκα χρόνια. Αν και μου λείπει ο Ιμάνιουελ πάρα πολύ, η στοργική υποστήριξη του Ιεχωβά και της εκκλησίας εξακολουθεί να μου δίνει μεγάλη παρηγοριά.

Ο προφήτης Ησαΐας απάντησε ως εξής στην πρόσκληση του Ιεχωβά για υπηρεσία: «Ορίστε εγώ! Στείλε εμένα». (Ησ. 6:8) Ο εκλιπών σύζυγός μου και εγώ προσπαθήσαμε σκληρά να μιμηθούμε την εξαίρετη στάση του προφήτη. Είναι αλήθεια ότι, σαν τον Ησαΐα, περάσαμε δύσκολες, ακόμη και αποκαρδιωτικές περιόδους. Αλλά οι χαρές ήταν σίγουρα πολύ περισσότερες.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 170-173]

Ο Ιεραποστολικός μου Διορισμός Ήταν η Πατρίδα Μου

Φρέντερικ Μακ Άλμαν

Έτος Γέννησης: 1942

Έτος Βαφτίσματος: 1958

Ιστορικό: Μετά τη Γαλαάδ, διορίστηκε και πάλι στη Γουιάνα. Ο ίδιος και η σύζυγός του, η Μαρσαλίντ, υπηρετούν τώρα ως τακτικοί σκαπανείς.

Όταν ήμουν 12 χρονών, μια ιεραπόστολος ονόματι Τζόσλιν Ρόουτς (τώρα Ραμάλιο) άρχισε να μελετάει τη Γραφή με τη μητέρα μου. Εγώ συμμετείχα στις συζητήσεις. Η μητέρα μου σταμάτησε τη μελέτη, αλλά εγώ συνέχισα και άρχισα να παρακολουθώ όλες τις συναθροίσεις. Όταν ήμουν 14 χρονών, η αδελφή Ρόουτς και οι ιεραπόστολοι που τη συντρόφευαν, η Ρόουζ Κάφι και η Λίντορ Λορέιλ, με έπαιρναν μαζί τους με τα ποδήλατά τους όταν πήγαιναν να κηρύξουν. Το ιεραποστολικό τους πνεύμα με επηρέασε περισσότερο από όσο νόμιζα τότε.

Την εποχή που άρχισα να μελετάω με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, προετοιμαζόμουν παράλληλα και για το χρίσμα μου στην Αγγλικανική εκκλησία. Σε κάποια περίπτωση, ο ιερέας προσπάθησε να εξηγήσει την «αγία» Τριάδα. Αφού άκουσα για λίγο, τόλμησα να του πω ότι δεν πίστευα πως αυτό το δόγμα υπήρχε στη Γραφή. Εκείνος απάντησε: «Ξέρω ότι διαβάζεις κάποια βιβλία, και αυτά τα βιβλία είναι σκέτο δηλητήριο. Να μην τα διαβάζεις. Πρέπει να πιστεύεις στην Τριάδα». Έκτοτε, ποτέ δεν ξαναπήγα στην Αγγλικανική εκκλησία, αλλά συνέχισα τη μελέτη μου με τους Μάρτυρες. Βαφτίστηκα το 1958.

Το Σεπτέμβριο του 1963 πήρα μια επιστολή από το γραφείο τμήματος που με καλούσε να αναλάβω το έργο ειδικού σκαπανέα. Δέχτηκα την πρόσκληση. Ο νέος μου διορισμός ήταν η Εκκλησία Φάιραϊς στον ποταμό Κουραντίν, και συνεργάτης μου ήταν ο Γουόλτερ Μακ Μπιν. Υπηρετήσαμε μαζί έναν χρόνο, καλύπτοντας τον τομέα κατά μήκος του ποταμού. Αυτό μας προετοίμασε για το νέο μας διορισμό, την Εκκλησία Πάρανταϊς, η οποία είχε δέκα ευαγγελιζομένους όταν φτάσαμε το 1964. Εκεί κάναμε σκαπανικό επί τέσσερα και πλέον χρόνια και είδαμε τους ευαγγελιζομένους να φτάνουν τους 25.

Το 1969 προσκλήθηκα να παρακολουθήσω την 48η τάξη της Γαλαάδ. Την ίδια χρονιά είχα τη μεγάλη χαρά να φιλοξενηθώ στο Μπέθελ του Μπρούκλιν και έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω τη Διεθνή Συνέλευση «Επί Γης Ειρήνη» του 1969. Τι πνευματικό δώρο ήταν να συναντήσω τόσο πολλούς πιστούς αδελφούς και αδελφές! Ποτέ δεν θα ξεχάσω τότε που μας προσκάλεσε στο δωμάτιό του ο Φρέντερικ Γ. Φρανς, μέλος του Κυβερνώντος Σώματος. Είχε τόσο πολλά βιβλία ώστε απορούσα πού έβαζε το κρεβάτι του! Άλλος ένας υποδειγματικός σπουδαστής του Λόγου του Θεού ήταν ο Γιούλισες Γκλας, ένας από τους εκπαιδευτές μας στη Γαλαάδ. Τον θυμάμαι ακόμη να λέει: «Το μυστικό για να γράφετε και να διδάσκετε σωστά είναι η ακρίβεια, η συντομία και η σαφήνεια».

Πρέπει να ομολογήσω πως απογοητεύτηκα όταν έμαθα ότι διορίστηκα στη Γουιάνα. Η Γουιάνα ήταν η πατρίδα μου και όχι κάποιος διορισμός στο εξωτερικό. Ωστόσο, ο αδελφός Γκλας με καλοσύνη με πήρε παράμερα και με βοήθησε να δω τα πράγματα διαφορετικά. Μου υπενθύμισε ότι η φοίτηση στη Γαλαάδ είναι από μόνη της μεγάλο προνόμιο και ότι μάλλον θα με έστελναν σε κάποιο μέρος της Γουιάνας που μου ήταν άγνωστο. Αυτό και συνέβη, εφόσον διορίστηκα στην Εκκλησία Τσάριτι, στον ποταμό Πόμερουν. Τότε υπήρχαν μόνο πέντε ευαγγελιζόμενοι στο Τσάριτι.

Ο συνεργάτης μου, ο Άλμπερτ Τάλμποτ, και εγώ δεν είχαμε πείρα από ταξίδια σε ποτάμια, και έτσι έπρεπε να μάθουμε πώς να κουμαντάρουμε τη βάρκα μας. Αυτό ίσως ακούγεται εύκολο, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είναι. Αν δεν υπολογίσεις τα ρεύματα και τους ανέμους, απλώς μένεις εκεί χωρίς να μπορείς να προχωρήσεις ή στριφογυρίζεις άσκοπα. Ευτυχώς, είχαμε εξαιρετική βοήθεια, και μάλιστα ανάμεσα στους καλύτερους δασκάλους μας ήταν και μια ντόπια αδελφή.

Επί δέκα χρόνια, τα κουπιά και οι μύες μας φρόντιζαν για τις μετακινήσεις μας. Κατόπιν, ένας ντόπιος προσφέρθηκε να πουλήσει στην εκκλησία μια μηχανή, αλλά δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να την αγοράσουμε. Φανταστείτε λοιπόν πόσο χαρήκαμε όταν λάβαμε από το γραφείο τμήματος μια επιταγή συγκεκριμένα γι’ αυτόν το σκοπό. Προφανώς, αρκετές εκκλησίες είχαν μάθει για την ανάγκη μας και θέλησαν να βοηθήσουν. Αργότερα πήραμε και άλλα σκάφη, και όλα έφεραν την ονομασία Διαγγελέας της Βασιλείας μαζί με ένα γράμμα που προσδιόριζε το κάθε σκάφος.

Αφού συνεργάστηκα με αρκετούς συντρόφους στο σκαπανικό, συνάντησα το άτομο που θα γινόταν ισόβιος σύντροφός μου, τη Μαρσαλίντ Τζόνσον, μια ειδική σκαπάνισσα που είχε διοριστεί στην Εκκλησία Μακένζι. Ο εκλιπών πατέρας της, ο Γιούστας Τζόνσον, ήταν πασίγνωστος στη Γουιάνα, εφόσον υπηρέτησε ως επίσκοπος περιοχής δέκα περίπου χρόνια ωσότου πέθανε. Τώρα η Μαρσαλίντ και εγώ υπηρετούμε ως τακτικοί σκαπανείς και έχουμε δαπανήσει και οι δυο μαζί 72 χρόνια στην ολοχρόνια υπηρεσία, τα 55 εκ των οποίων ως ειδικοί σκαπανείς. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου μεγαλώσαμε έξι παιδιά.

Ο Ιεχωβά ευλόγησε επίσης τις προσπάθειές μας στη διακονία. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ κηρύτταμε κατά μήκος του Πόμερουν, συναντήσαμε έναν νεαρό ράφτη που δέχτηκε να κάνει Γραφική μελέτη και αποδείχτηκε θαυμάσιος σπουδαστής. Τον παροτρύναμε να μάθει τα ονόματα των βιβλίων της Γραφής. Όχι μόνο τα έμαθε όλα απέξω μέσα σε μία εβδομάδα, αλλά έμαθε και τους αριθμούς των σελίδων τους! Ο ίδιος, η σύζυγός του και εφτά από τα εννιά παιδιά τους ακολούθησαν έκτοτε την αλήθεια, ενώ εκείνος και εγώ υπηρετούμε ως συμπρεσβύτεροι στο Τσάριτι. Πιθανόν να μην είχα απολαύσει ποτέ ευλογίες σαν και αυτήν χωρίς το εξαίσιο παράδειγμα εκείνων των ζηλωτών, πρώτων ιεραποστόλων.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 176-177]

Μελέτησα το Λόγο του Θεού δι’ Αλληλογραφίας

Μόνικα Φιτσάλαν

Έτος Γέννησης: 1931

Έτος Βαφτίσματος: 1974

Ιστορικό: Όντας απομονωμένη, μελέτησε δύο χρόνια το Λόγο του Θεού δι’ αλληλογραφίας και έδωσε εκτεταμένη μαρτυρία στους συμπατριώτες της Αμερινδούς. Τώρα είναι τυφλή και απομνημονεύει εδάφια για τη διακονία.

Ζω σε έναν καταυλισμό Αμερινδών που ονομάζεται Γουαραμούρι και βρίσκεται στον ποταμό Μορούκα, στο βορειοδυτικό τμήμα της Γουιάνας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ήρθα σε επαφή με την αλήθεια, η πλησιέστερη εκκλησία ήταν στο Τσάριτι, στον ποταμό Πόμερουν, 12 ώρες απόσταση με μονόξυλο κανό.

Συνάντησα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά καθώς ψώνιζα στο Τσάριτι. Ο Φρέντερικ Μακ Άλμαν μού πρόσφερε τη Σκοπιά και το Ξύπνα! Εγώ τα δέχτηκα, τα πήρα σπίτι και τα έβαλα σε ένα μπαούλο, όπου παρέμειναν επί δύο χρόνια. Κατόπιν αρρώστησα, έμεινα στο κρεβάτι αρκετό καιρό και έπεσα σε βαριά κατάθλιψη. Τότε θυμήθηκα τα περιοδικά. Τα διάβασα και αμέσως κατάλαβα ότι περιείχαν την αλήθεια.

Εκείνον τον καιρό, ο σύζυγός μου ο Γιουτζίν άρχισε να ψάχνει για δουλειά και αποφάσισε να κατέβει το ποτάμι προς το Τσάριτι. Η υγεία μου είχε αρχίσει να βελτιώνεται και έτσι πήγα μαζί του. Ωστόσο, ο κύριος λόγος για τον οποίο πήγα ήταν ότι ήθελα να βρω Μάρτυρες του Ιεχωβά. Δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ, διότι μια κυρία που ήταν Μάρτυρας ήρθε στο σπίτι όπου μέναμε. «Είσαι και εσύ από τους ανθρώπους της Σκοπιάς;» τη ρώτησα. Όταν απάντησε καταφατικά, τη ρώτησα για τον άνθρωπο που είχα συναντήσει στην αγορά δύο χρόνια νωρίτερα. Εκείνη άρχισε αμέσως να ψάχνει τον Φρέντερικ Μακ Άλμαν, ο οποίος βρισκόταν τότε με μια ομάδα ευαγγελιζομένων που κάλυπταν κάποιον τομέα εκεί κοντά.

Όταν επέστρεψαν οι δυο τους, ο αδελφός Μακ Άλμαν μού έδειξε πώς γίνεται η Γραφική μελέτη με το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή. Συμφώνησα να μελετήσω. Εφόσον ο Γιουτζίν και εγώ έπρεπε να επιστρέψουμε σπίτι, χρειάστηκε να κάνω τη μελέτη δι’ αλληλογραφίας. Μελέτησα δύο βιβλία με αυτόν τον τρόπο—τα βιβλία Αλήθεια και «Πράγματα, εις τα Οποία Είναι Αδύνατον να Ψευσθή ο Θεός». Ενόσω μελετούσα το βιβλίο Αλήθεια, αποχώρησα επίσημα από την Αγγλικανική Εκκλησία και έγινα αβάφτιστη ευαγγελιζόμενη. Ο ιερέας μού έγραψε λέγοντας: «Μην ακούς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έχουν επιφανειακή κατανόηση της Γραφής. Θα έρθω και θα συζητήσω το ζήτημα μαζί σου». Αλλά ποτέ δεν ήρθε.

Ήμουν η μοναδική ευαγγελιζόμενη στον καταυλισμό και μετέδιδα στους γείτονές μου τη νεοαποκτημένη μου γνώση. Κήρυττα και στο σύζυγό μου, ο οποίος—το λέω με μεγάλη χαρά—βαφτίστηκε έναν χρόνο ύστερα από εμένα. Σήμερα ο Γιουτζίν είναι ένας από τους 14 ευαγγελιζομένους που έχουμε εδώ.

Στα πρόσφατα χρόνια, το γλαύκωμα και ο καταρράκτης μού έχουν αφαιρέσει την όραση, και έτσι τώρα απομνημονεύω εδάφια για τη διακονία. Ωστόσο, ευχαριστώ τον Ιεχωβά που μπορώ ακόμη να τον υπηρετώ.

[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 181-183]

Ο Ιεχωβά μού Έδωσε “τα Αιτήματα της Καρδιάς Μου”

Ρούμπι Σμιθ

Έτος Γέννησης: 1959

Έτος Βαφτίσματος: 1978

Ιστορικό: Ανήκει στους ιθαγενείς Καραΐβες και έχει παίξει ζωτικό ρόλο στο κήρυγμα των καλών νέων στην Μπαραμίτα, έναν καταυλισμό Αμερινδών στην ενδοχώρα της Γουιάνας.

Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1975 σε ηλικία 16 χρονών. Η γιαγιά μου έλαβε ένα φυλλάδιο από το θετό της γιο και μου ζήτησε να της το μεταφράσω, εφόσον εκείνη δεν μπορούσε να διαβάσει αγγλικά. Εντυπωσιασμένη από τις Γραφικές υποσχέσεις που ανέλυε το φυλλάδιο, συμπλήρωσα το κουπόνι και το ταχυδρόμησα στο γραφείο τμήματος. Όταν ήρθαν τα έντυπα που παρήγγειλα, τα μελέτησα και άρχισα να μιλάω και σε άλλους για τις Γραφικές αλήθειες που είχα μάθει. Ξεκίνησα από τη γιαγιά μου και τη θεία μου. Δυστυχώς, ο πατέρας μου δεν συμφωνούσε με τις ενέργειές μου.

Προτού περάσει πολύς καιρός, η γιαγιά μου και η θεία μου άρχισαν να κηρύττουν. Ανταποκρινόμενοι, ορισμένοι χωρικοί έρχονταν στο σπίτι μας για να μάθουν περισσότερα σχετικά με τη Γραφή. Στο μεταξύ, όσο περισσότερα μάθαινα, τόσο περισσότερο κατανοούσα ότι έπρεπε να κάνω αλλαγές στη ζωή μου για να ευαρεστώ τον Ιεχωβά. Ανάμεσα στα άλλα, έπρεπε να ομολογήσω στον πατέρα μου ότι είχα κλέψει κάτι από το εργαστήριό του και να αποκαταστήσω τις σχέσεις μου με έναν από τους αδελφούς μου. Αφού έκανα πολλές προσευχές, τα κατάφερα και τα δύο.

Στο μεταξύ, το γραφείο τμήματος διευθέτησε να επισκεφτεί την περιοχή μας ένας ειδικός σκαπανέας, ο Σικ Μπακς. Ωστόσο, ο αδελφός Μπακς δεν μπορούσε να μείνει πολύ, και γι’ αυτό ο ίδιος και ένας άλλος αδελφός, ο Γιούστας Σμιθ, που έγινε αργότερα σύζυγός μου, μελετούσαν μαζί μου δι’ αλληλογραφίας.

Το 1978 πήγα στο Τζόρτζταουν για τη Συνέλευση «Νικηφόρος Πίστις». Όταν έφτασα στην πρωτεύουσα, πήγα κατευθείαν στο γραφείο τμήματος για να τους γνωστοποιήσω την επιθυμία μου να βαφτιστώ. Εκείνοι διευθέτησαν να εξετάσει μαζί μου ο Άλμπερτ Σμολ τις ερωτήσεις που συζητούν οι πρεσβύτεροι με όσους θέλουν να βαφτιστούν. Πόσο ενθουσιασμένη ήμουν που επέστρεψα στην Μπαραμίτα ως βαφτισμένη δούλη του Ιεχωβά!

Γεμάτη ζήλο, άρχισα αμέσως να ασχολούμαι με το κήρυγμα. Πολλοί έδειξαν ενδιαφέρον, και έτσι ζήτησα από μερικούς να φτιάξουμε έναν απλό τόπο λατρείας. Εκεί, κάθε Κυριακή, μετέφραζα προφορικά την αγγλική Σκοπιά στην καραϊβική. Εντούτοις, ο πατέρας μου εναντιωνόταν στις δραστηριότητές μου και επέμενε να μένω σπίτι τις Κυριακές. Γι’ αυτό, ηχογραφούσα κρυφά τα άρθρα σε κασέτες και ένας από τους αδελφούς μου τις έπαιζε στις συναθροίσεις. Τότε οι τακτικοί παρόντες είχαν ήδη φτάσει τους 100.

Λίγο καιρό αργότερα, η οικογένειά μας μετακόμισε στο Τζόρτζταουν για επαγγελματικούς λόγους και η γιαγιά μου μετακόμισε στο Μάθιους Ριτζ. Η θεία μου έμεινε στην Μπαραμίτα, αλλά σταμάτησε να κηρύττει τα καλά νέα στους άλλους. Έτσι λοιπόν, το έργο της Βασιλείας αδράνησε για κάποιο διάστημα.

Στο Τζόρτζταουν συνάντησα προσωπικά τον Γιούστας Σμιθ και λίγο καιρό αργότερα παντρευτήκαμε. Αν και ο Γιούστας δεν μιλούσε την καραϊβική, και οι δυο μας θέλαμε να πάμε στην Μπαραμίτα για να καλλιεργήσουμε το ενδιαφέρον εκεί. Το 1992 η επιθυμία μας πραγματοποιήθηκε. Μόλις φτάσαμε, αρχίσαμε δραστήρια τη διακονία και οργανώσαμε συναθροίσεις. Σύντομα οι παρόντες έφτασαν περίπου τους 300!

Οργανώσαμε επίσης μια τάξη ανάγνωσης και γραφής, μετά τη Μελέτη Σκοπιάς. Η Γιολάντ, το πρώτο μας παιδί, βοηθούσε στα μαθήματα. Όταν άρχισε να βοηθάει, ήταν 11 χρονών και αβάφτιστη ευαγγελιζόμενη. Σήμερα, αυτή και η άλλη μας κόρη, η Μελίσα, υπηρετούν ως τακτικές σκαπάνισσες.

Το 1993 ο Ιεχωβά ευλόγησε την Μπαραμίτα με μια Αίθουσα Βασιλείας. Επίσης, μας προμήθευσε «δώρα σε μορφή ανθρώπων» που μιλούσαν την καραϊβική και ήταν σε θέση να αναλάβουν την ηγεσία στην εκκλησία. (Εφεσ. 4:8) Από την 1η Απριλίου 1996, αποτελούμε πλέον την Εκκλησία Μπαραμίτα. Με χαρά σάς λέω, επίσης, ότι η μητέρα μου, η γιαγιά μου και σχεδόν όλα τα αδέλφια μου ανήκουν σε αυτή την εκκλησία. Πραγματικά, ο Ιεχωβά μού έδωσε “τα αιτήματα της καρδιάς μου”.—Ψαλμ. 37:4.

[Εικόνα]

Ο Γιούστας και εγώ σήμερα

[Πίνακας/Εικόνα στη σελίδα 148-149]

ΓΟΥΙΑΝΑ—ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

1900: Κάποια άτομα αρχίζουν να διαβάζουν και να κάνουν συζητήσεις γύρω από τη Σκοπιά της Σιών και άλλα Γραφικά έντυπα.

1910

1912: Ο Ε. Τζ. Κάουαρντ εκφωνεί ομιλίες σε εκατοντάδες άτομα στο Τζόρτζταουν και στο Νιου Άμστερνταμ.

1913: Νοικιάζεται ένα δωμάτιο στο Σόμερσετ Χάουζ για να γίνονται οι συναθροίσεις. Ο χώρος αυτός χρησιμοποιείται μέχρι το 1958.

1914: Ιδρύεται το πρώτο γραφείο τμήματος στο Τζόρτζταουν.

1917: Υπό την πίεση του κλήρου, η κυβέρνηση απαγορεύει ορισμένα έντυπα.

1922: Αίρεται η απαγόρευση. Ο Τζορτζ Γιανγκ επισκέπτεται τη χώρα.

1940

1941: Τα περιοδικά Η Σκοπιά και Παρηγορία (σήμερα Ξύπνα!) τίθενται υπό απαγόρευση.

1944: Τίθενται υπό απαγόρευση όλα τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

1946: Αίρεται η απαγόρευση τον Ιούνιο. Φτάνουν οι πρώτοι ιεραπόστολοι της Γαλαάδ.

Δεκαετία του 1950: Προβάλλεται σε όλη τη Γουιάνα η ταινία Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει.

1960: Το γραφείο τμήματος αγοράζει ένα οικόπεδο στο Τζόρτζταουν. Τα ήδη υπάρχοντα κτίρια στεγάζουν τόσο το γραφείο τμήματος όσο και τον ιεραποστολικό οίκο.

1967: Ο αριθμός των ευαγγελιζομένων ξεπερνάει τους 1.000.

1970

1988: Γίνεται η αφιέρωση νέου γραφείου τμήματος στο ήδη υπάρχον οικόπεδο.

1995: Αποπερατώνεται η πρώτη Αίθουσα Βασιλείας ταχείας ανέγερσης.

2000

2003: Γίνεται η αφιέρωση του τωρινού γραφείου τμήματος σε νέο οικόπεδο.

2004: Υπάρχουν 2.163 δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι στη Γουιάνα.

[Γράφημα]

(Βλέπε έντυπο)

Σύνολο Ευαγγελιζομένων

Σύνολο Σκαπανέων

2.000

1.000

1910 1940 1970 2000

[Χάρτες στη σελίδα 141]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΓΟΥΙΑΝΑ

Μπαραμίτα

Χάκνι

Τσάριτι

Χενριέτα

Σάντι

ΤΖΟΡΤΖΤΑΟΥΝ

Μαχαϊκόνι

Σούζνταϊκ

Μπαρτίκα

Γιαρούνι

Νιου Άμστερνταμ

Μακένζι

Βίζμαρ

Σκέλντον

Μπερμπίς

Οριέλα

Λέθεμ

Εσεκίμπο

Ντεμεράρα

Μπερμπίς

Κουραντίν

ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ

ΒΡΑΖΙΛΙΑ

ΣΟΥΡΙΝΑΜ

[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 134]

[Εικόνα στη σελίδα 137]

Εβάντερ Τζ. Κάουαρντ

[Εικόνα στη σελίδα 138]

Το Σόμερσετ Χάουζ, στο Τζόρτζταουν της Γουιάνας, αποτέλεσε τόπο συναθροίσεων από το 1913 ως το 1958

[Εικόνα στη σελίδα 139]

Τζορτζ Γιανγκ

[Εικόνα στη σελίδα 146]

Φρέντερικ Φίλιπς, Νάθαν Νορ και Γουίλιαμ Τρέισι, 1946

[Εικόνα στη σελίδα 147]

Τον Ιούνιο του 1946 εκδόθηκε αυτή η διακήρυξη, η οποία τερμάτιζε επίσημα την απαγόρευση των εντύπων μας στη Γουιάνα

[Εικόνα στη σελίδα 152]

Νάθαν Νορ, Ρουθ Μίλερ, Μίλτον Χένσελ, Άλις Τρέισι (πρώην Μίλερ), και Ντέιζι και Τζον Χέμαγουεϊ

[Εικόνα στη σελίδα 153]

Τζον Πόντινγκ

[Εικόνα στη σελίδα 154]

Η Τζέραλντιν και ο Τζέιμς Τόμσον υπηρέτησαν στη Γουιάνα 26 χρόνια

[Εικόνα στη σελίδα 168]

Ομαδική μαρτυρία με βάρκα

[Εικόνα στη σελίδα 169]

Κήρυγμα κατά μήκος του ποταμού Μορούκα, με το σκάφος «Διαγγελέας της Βασιλείας Γ΄»

[Εικόνα στη σελίδα 175]

Τζέρι και Ντέλμα Μάρεϊ

[Εικόνα στη σελίδα 178]

Ο Φρέντερικ Μακ Άλμαν και ο Γιουτζίν με τη Μόνικα Φιτσάλαν μεταδίδουν τα καλά νέα σε κάποιον Αμερινδό που επισκευάζει το κανό του

[Εικόνα στη σελίδα 184]

Συνέλευση περιοχής στην Μπαραμίτα, 2003

[Εικόνες στη σελίδα 185]

Πολλά άτομα στην περιοχή της Μπαραμίτα έχουν ανταποκριθεί στη Γραφική αλήθεια

[Εικόνα στη σελίδα 186]

Μαρτυρία με μονόξυλο κανό

[Εικόνα στη σελίδα 188]

Σέρλοκ και Τζούλιετ Παχάλαν

[Εικόνες στη σελίδα 191]

Γουιάνα—«ο παράδεισος του σκαπανέα»

[Εικόνα στη σελίδα 194]

Αίθουσα Βασιλείας στην Οριέλα της Γουιάνας

[Εικόνα στη σελίδα 197]

Το προηγούμενο γραφείο τμήματος στην οδό Μπρίκνταμ 50, στο Τζόρτζταουν, αποπερατώθηκε το 1987

[Εικόνα στη σελίδα 199]

Επιτροπή του Τμήματος, από αριστερά προς τα δεξιά: Έντσελ Χέιζελ, Ρικάρντο Χάιντς και Άντεν Σιλς

[Εικόνα στη σελίδα 200, 201]

Το νεόχτιστο γραφείο τμήματος της Γουιάνας