Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Μπελίζ

Μπελίζ

Μπελίζ

ΣΤΗ χερσόνησο Γιουκατάν, ανάμεσα στο Μεξικό, στη Γουατεμάλα και στην Καραϊβική Θάλασσα, βρίσκεται το τροπικό διαμάντι που είναι γνωστό ως Μπελίζ. Αυτή η μικρή χώρα, η οποία ονομαζόταν παλιότερα Βρετανική Ονδούρα, είναι ένα χωνευτήρι πολιτισμών, γλωσσών, εθίμων, φαγητών και θρησκειών.

Με πληθυσμό περίπου 300.000 άτομα, η Μπελίζ είναι αραιοκατοικημένη σε σύγκριση με την υπόλοιπη Κεντρική Αμερική. Οι τροπικές ζούγκλες της με την οργιώδη βλάστηση φιλοξενούν πανέμορφα πουλιά και εντυπωσιακά ζώα, όπως τον ακριβοθώρητο ιαγουάρο. Εδώ επίσης θα βρείτε πολλά αρχαία ερείπια των Μάγια και επιβλητικά βουνά στολισμένα με πανύψηλους φοίνικες και κλιμακωτούς καταρράκτες. Ένα συναρπαστικό χαρακτηριστικό αυτής της χώρας είναι το τεράστιο δίκτυο των σπηλαίων της, μερικά από τα οποία συνδέονται μεταξύ τους μέσω ελικοειδών ποταμών με καθαρά νερά. Το Κοραλλιογενές Φράγμα της Μπελίζ, το οποίο εκτείνεται κατά μήκος ολόκληρης της ακτογραμμής, περιέχει εντυπωσιακές συστοιχίες κοραλλιών και είναι διάσπαρτο με χαμηλές νησίδες καλυμμένες από λευκές αμμουδερές παραλίες και κοκκοφοίνικες.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Οι Αραουάκ και οι Καραΐβες, οι οποίοι μετανάστευσαν από τη Νότια Αμερική, ήταν οι πρώτοι έποικοι της Μπελίζ. Αιώνες προτού έρθουν οι Ευρωπαίοι στον επονομαζόμενο Νέο Κόσμο, η Μπελίζ φαίνεται ότι ήταν η καρδιά του πολιτισμού των Μάγια, με ακμάζοντα τελετουργικά κέντρα και μεγαλοπρεπείς ναούς.

Οι αρχικές προσπάθειες των Ευρωπαίων για την αποίκιση της Μπελίζ δεν είναι πολύ καλά τεκμηριωμένες. Αυτό που γνωρίζουμε, όμως, είναι ότι οι απόπειρες που έκαναν οι Ισπανοί να υποτάξουν τους Μάγια απέτυχαν. Το 1638, Βρετανοί πειρατές εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μπελίζ. Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, είχαν ιδρυθεί οικισμοί για την εκμετάλλευση του αιματόξυλου (από το οποίο εξαγόταν μια πολύτιμη βαφή).

Οι Βρετανοί έφεραν στη χώρα σκλάβους από την Τζαμάικα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και απευθείας από την Αφρική, για να συλλέγουν αιματόξυλο και μαόνι. Παρότι οι επιστάτες των σκλάβων δεν χρησιμοποιούσαν το μαστίγιο τόσο συχνά στη βιομηχανία ξυλείας όσο σε άλλα μέρη της Αμερικής, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες και η κακομεταχείριση διαδεδομένη. Πολλοί σκλάβοι επαναστάτησαν, αυτοκτόνησαν ή δραπέτευσαν και δημιούργησαν ανεξάρτητες κοινότητες στο εσωτερικό της Μπελίζ. Το 1862, η Μπελίζ ανακηρύχτηκε βρετανική αποικία, ενώ το 1981 απέκτησε την ανεξαρτησία της. *

ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΡΙΖΩΝΟΥΝ

Ένας από τους πρώτους Μάρτυρες που έφτασαν στην Μπελίζ, οι οποίοι αποκαλούνταν τότε Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής, ήταν ο Τζέιμς Γκόρντον, ο οποίος είχε βαφτιστεί στην Τζαμάικα το 1918. Το 1923 αυτός ο λεπτοκαμωμένος νεαρός με τη χαμηλή φωνή άφησε την Τζαμάικα για να ζήσει στην Μπελίζ. Εγκαταστάθηκε σε ένα απομακρυσμένο χωριό των Μάγια που λεγόταν Μπόμπα, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Αν και απομονωμένος από τους Χριστιανούς αδελφούς του, μετέδιδε τα καλά νέα στους φίλους και στους γείτονές του.

Πώς έφτασαν τα καλά νέα της Βασιλείας στις υπόλοιπες περιοχές αυτής της βρετανικής αποικίας; Το 1931, η Φρίντα Τζόνσον, μια μικρόσωμη γυναίκα από τις Ηνωμένες Πολιτείες που πλησίαζε τα 60, άρχισε να κηρύττει σε διάφορα μέρη της Κεντρικής Αμερικής. Ταξιδεύοντας μόνη, μερικές φορές πάνω σε άλογο, κήρυττε σε πόλεις, χωριά και διάσπαρτες μπανανοφυτείες στις ακτές της Καραϊβικής.

Φτάνοντας στην Πόλη της Μπελίζ το 1933, η Φρίντα νοίκιασε ένα μικρό δωμάτιο από την κυρία Μπικς. Εκείνη άκουγε τη Φρίντα να διαβάζει από την Αγία Γραφή και να ψέλνει έναν ύμνο κάθε πρωί προτού φύγει από το σπίτι. Πολλά άτομα πρόσεξαν τον αμείωτο ζήλο που έδειχνε η Φρίντα, λόγου χάρη όταν δεν σταματούσε για τη συνηθισμένη μεσημεριανή ανάπαυση όπως έκαναν οι περισσότεροι στις τροπικές περιοχές. Κατά τη διάρκεια της εξάμηνης παραμονής της στη χώρα, κέντρισε το ενδιαφέρον ενός Τζαμαϊκανού αρτοποιού ονόματι Θάντιους Χότζσον. Παρότι επικέντρωσε τις προσπάθειές της στην Πόλη της Μπελίζ, η Φρίντα επισκέφτηκε επίσης μερικές αγροτικές περιοχές και ήρθε σε επαφή με τον Τζέιμς Γκόρντον στο χωριό Μπόμπα. Το εξαιρετικό έργο της Φρίντα έδωσε τη δυνατότητα σε εκείνους που είχαν τις ίδιες πεποιθήσεις να γνωριστούν μεταξύ τους και να αρχίσουν να διεξάγουν συναθροίσεις.

ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Παρότι η επικοινωνία ήταν πολύ δύσκολη εκείνον τον καιρό, ο Τζέιμς και ο Θάντιους διατήρησαν επαφή ενώ συνέχιζαν το έργο κηρύγματος στην περιοχή όπου ζούσε ο καθένας. Το 1934, ο Θάντιους έγραψε στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν, ζητώντας εξοπλισμό αναπαραγωγής ήχου και ηχογραφημένες Γραφικές ομιλίες.

Τα σαββατόβραδα, ο Θάντιους έπαιζε ηχογραφημένες ομιλίες μπροστά στο κτίριο του Ανώτατου Δικαστηρίου, σε ένα μικρό πάρκο που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν ως πεδίο ασκήσεων για τη στρατιωτική φρουρά. Το πάρκο αυτό, που ήταν γνωστό ως «το Πεδίο της Μάχης», δικαίωσε το όνομά του. Από τη μια πλευρά ο Θάντιους έπαιζε ηχογραφημένες ομιλίες του αδελφού Ρόδερφορντ και από την άλλη έπαιζε η μπάντα του Στρατού της Σωτηρίας, υπό τους εκκωφαντικούς ήχους ενός μεγάλου τυμπάνου το οποίο χτυπούσε ο Μπόμοντ Μπόμαν. Σύντομα, όμως, ο Μπόμοντ ανταποκρίθηκε στο άγγελμα της Βασιλείας και συμπαρατάχθηκε με τον Θάντιους σε αυτό το πεδίο της μάχης. «Ευχαριστώ τον Θεό μου, τον Ιεχωβά», είπε ο Μπόμοντ, «που με έκανε να παρατήσω εκείνο το τύμπανο!»

Ένα άλλο καλό μέρος για δημόσιο κήρυγμα ήταν ο μικρός χώρος μπροστά στην υπαίθρια αγορά ο οποίος ήταν γνωστός ως Πάρκο των Μουλαριών, επειδή άφηναν εκεί τις άμαξες με τις οποίες μετέφεραν αγαθά μέσα και γύρω από την πόλη. Σε αυτόν το χώρο ακουγόταν συχνά η φωνή του Θάντιους, ο οποίος ήταν ψηλός, μελαμψός, εμφανίσιμος άντρας και είχε τη φήμη πολύ δυναμικού ομιλητή. Παρά την ισχυρή επιρροή που ασκούσαν οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου στους κατοίκους της Μπελίζ, οι οποίοι αγαπούσαν την Αγία Γραφή, πολλοί ειλικρινείς άνθρωποι, όπως ο Τζέιμς Χάιατ και ο Άρθουρ Ράνταλ​—Τζαμαϊκανοί και οι δύο—​ανταποκρίθηκαν στα καλά νέα.

Στη βόρεια πλευρά της Πόλης της Μπελίζ, ο Θάντιους άρχισε να διεξάγει συναθροίσεις στο αρτοποιείο του. Κάθε φορά έπρεπε να παραμερίζει τον πάγκο εξυπηρέτησης και να τοποθετεί τάβλες πάνω σε καρέκλες για να φτιάχνει πρόχειρα παγκάκια. Στη νότια πλευρά της πόλης, διεξάγονταν συναθροίσεις στο σπίτι της Κόρα Μπράουν. Η δε Νόρα Φαγιάντ θυμάται πως, όταν ήταν μικρή, οι λίγοι Μάρτυρες στην περιοχή της συναθροίζονταν στην αυλή του Άρθουρ Ράνταλ, δίπλα στο σπίτι της.

ΤΟ ΕΝΤΑΤΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΦΕΡΝΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών από εκείνους τους πρώτους Μάρτυρες ήταν το ακούραστο κήρυγμά τους. Για παράδειγμα, ο Τζέιμς (Τζίμσι) Τζένκινς, παρότι τυφλός, περπατούσε σε όλη την Πόλη της Μπελίζ, ανιχνεύοντας με το μπαστούνι του το δρόμο μπροστά του. Η Μόλι Τίλετ λέει ότι μπορούσε να τον ακούσει να κηρύττει στην αγορά, ακόμα και από δύο τετράγωνα μακριά! Τον θυμούνται επίσης για την αμέριστη προσοχή με την οποία παρακολουθούσε τις συναθροίσεις, γέρνοντας ελαφρά πάνω στο μπαστούνι του για να μη χάνει ούτε λέξη. Απομνημόνευε πολλά Γραφικά εδάφια, τα οποία χρησιμοποιούσε στο έργο κηρύγματος.

Εν τω μεταξύ, ο Τζέιμς Γκόρντον ήταν γνωστός στα χωριά γύρω από το Μπόμπα επειδή κήρυττε σε όποιον συναντούσε, κουβαλώντας με το ένα χέρι τα έντυπά του σε μια ξύλινη θήκη και με το άλλο χέρι το μηχάνημα αναπαραγωγής ήχου. Κάθε Κυριακή προτού χαράξει η μέρα, έμπαινε στο κανό του, που ήταν φτιαγμένο από κορμό δέντρου, κωπηλατούσε αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού, και κατόπιν συνέχιζε με τα πόδια όλη μέρα καλύπτοντας πολλά χιλιόμετρα στη γύρω περιοχή. Το δειλινό, καθώς χανόταν το φως της μέρας, ανηφόριζε κατάκοπος το μονοπάτι από το ποτάμι προς το σπίτι του. Μετά το δείπνο, ο Τζέιμς έκανε Γραφική μελέτη με τα έξι παιδιά του, μέχρι που δεν μπορούσε πια να κρατήσει το βιβλίο του από την κούραση.

Εκείνον τον καιρό, η σύζυγος του αδελφού Γκόρντον δεν ήταν ακόμη Μάρτυρας. Μάλιστα, μια μέρα που εκείνος έλειπε, έκαψε πολλά από τα Γραφικά του έντυπα. Όταν ο Τζέιμς επέστρεψε και είδε τι είχε κάνει η σύζυγός του, παρέμεινε ήρεμος. Με σταθερή φωνή, είπε απλά: «Μην το ξανακάνεις αυτό ποτέ!» Τα παιδιά του εντυπωσιάστηκαν από την αυτοκυριαρχία του, επειδή καταλάβαιναν πόσο πολύ του κόστισε αυτό.

ΕΛΚΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ

Κάποιο κυριακάτικο πρωινό, ο Τζέιμς κήρυξε στην Ντερίν Λάιτμπερν, μια αφοσιωμένη Αγγλικανή, η οποία δέχτηκε το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού. Επειδή ο Τζέιμς μιλούσε με χαμηλή φωνή, η Ντερίν δεν μπορούσε να ακούσει όλα όσα της έλεγε, και έτσι αναρωτιόταν για ποιο πράγμα μιλούσε. Αργότερα, όταν πήγε να μείνει για λίγο στη θεία της την Αλφονσίνα Ρομπάτο στην Πόλη της Μπελίζ, κάποιος κύριος ήρθε στην αυλόπορτα και ζήτησε την άδεια να μπει μέσα.

«Μοιάζει ακριβώς με τον κύριο που μου έφερε εκείνο το ωραίο βιβλίο για το οποίο σου έλεγα», είπε η Ντερίν στη θεία της.

Τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν, όχι ο Τζέιμς Γκόρντον, αλλά ο Τζέιμς Χάιατ. Ο αδελφός ζήτησε από τις δύο γυναίκες να ακούσουν ένα ηχογραφημένο άγγελμα και έδωσε την Κιθάρα του Θεού στην Αλφονσίνα. Παρότι η Αλφονσίνα και η αδελφή της, η Οκτάμπελ Φλάουερς, ασχολούνταν έντονα με την πολιτική, αναζητούσαν την αλήθεια. Αυτά που άκουσε η Αλφονσίνα εκείνη τη μέρα την υποκίνησαν να πει με ενθουσιασμό στην Οκτάμπελ: «Ξέρεις, ήρθε εδώ ένας κύριος και μας μίλησε για τη Βασιλεία του Θεού. Νομίζω πως βρήκαμε αυτό που ψάχνουμε!» Η Οκτάμπελ φρόντισε να είναι εκεί όταν ξαναπήγε ο αδελφός. Και οι τρεις γυναίκες​—η Αλφονσίνα, η Οκτάμπελ και η Ντερίν—​ενστερνίστηκαν την αλήθεια και βαφτίστηκαν το 1941.

Εκείνη την εποχή είχε πεθάνει η μητέρα της Αλφονσίνα και της Οκτάμπελ, και η μικρότερη αδελφή τους, η Αμίμπελ Άλεν, προσευχόταν στον Θεό να πεθάνει και η ίδια για να πάει στον ουρανό με τη μητέρα της. Η Οκτάμπελ προσκάλεσε την Αμίμπελ να ακούσει την ομιλία «Πού Είναι οι Νεκροί;» Η Αμίμπελ δέχτηκε την πρόσκληση και έκτοτε παρακολουθούσε ανελλιπώς τις συναθροίσεις.

«Εκείνοι οι άνθρωποι ελκύστηκαν από το πνεύμα του Ιεχωβά απλώς και μόνο διαβάζοντας τα έντυπα και πηγαίνοντας στις συναθροίσεις», λέει η Όλγκα Νάιτ, κόρη της Ντερίν. «Ένιωθαν τέτοιον ενθουσιασμό για την αλήθεια ώστε σύντομα άρχισαν να λένε σε άλλους αυτά που είχαν μάθει».

Για παράδειγμα, ο πατέρας της Όλγκα, ο Χέρμαν Λάιτμπερν, δέχτηκε την αλήθεια αφού διάβασε το βιβλίο Τέκνα ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος με όσα μάθαινε ώστε κάθε Παρασκευή νοίκιαζε ένα φορτηγάκι για να πηγαίνει τη μικρή ομάδα των ευαγγελιζομένων για κήρυγμα στα γύρω χωριά. Έκανε επίσης πολύ έργο στην αγροτική περιοχή του Μπλακ Κρικ, όπου είχε μια φάρμα.

«Οι γονείς μου κήρυτταν κατά μήκος του ποταμού Μπελίζ», θυμάται η Όλγκα, «και οι άνθρωποι έρχονταν το βράδυ με τα φανάρια τους για να ακούσουν. Όταν κάναμε διακοπές στη φάρμα, κάθε πρωί οι γονείς μου, η θεία Αμίμπελ, η κόρη της η Μόλι Τίλετ και εγώ​—όλοι μας ανεβασμένοι στα άλογα του πατέρα μου, ο ένας πίσω από τον άλλον—​πηγαίναμε στο Κρούκεντ Τρι. Εκεί αφήναμε τα άλογα να βόσκουν και εμείς μελετούσαμε τη Γραφή με τους ενδιαφερομένους. Κάποιες από αυτές τις οικογένειες γνώρισαν τελικά την αλήθεια».

Το 1941 η πρώτη ομάδα νέων ευαγγελιζομένων βαφτίστηκε στα νερά της Καραϊβικής στην Πόλη της Μπελίζ. Ανάμεσά τους ήταν και ο Τζορτζ Λόνγκσγουερθ, ο οποίος έκανε σκαπανικό από εκείνο το έτος ως το θάνατό του σε ηλικία 87 ετών το 1967. Κήρυττε κυρίως στην ενδοχώρα, όπου άνοιξε νέους τομείς σε πόλεις και χωριά, καλύπτοντας πολλά χιλιόμετρα με το άλογό του. Ο αμείωτος ζήλος του Τζορτζ για τη διακονία και η τακτική του παρουσία στις συναθροίσεις ενθάρρυναν ιδιαίτερα τα καινούρια άτομα. Ο Ιεχωβά χρησιμοποιούσε εκείνους τους ζηλωτές και πιστούς υπηρέτες με δυναμικό τρόπο για να ελκύσει στην οργάνωσή του τα άτομα που είχαν ειλικρινή καρδιά.

ΦΤΑΝΟΥΝ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΙ

Στις 5 Οκτωβρίου 1945 έφτασαν ο Έλμερ Άιριγκ και ο Τσαρλς Χέιεν, απόφοιτοι της πρώτης τάξης της Γαλαάδ. Την προηγούμενη μέρα, όμως, ένας τυφώνας έπληξε μια περιοχή περίπου 160 χιλιόμετρα νότια της Πόλης της Μπελίζ. Ο δρόμος από το αεροδρόμιο μέχρι την πόλη, μια απόσταση 16 χιλιομέτρων, είχε πλημμυρίσει, γι’ αυτό οι δύο ιεραπόστολοι μεταφέρθηκαν με μεγάλα στρατιωτικά φορτηγά. Ο Θάντιους Χότζσον έβαλε μέσα στα νερά που βρίσκονταν μπροστά στο σπίτι του τσιμεντόλιθους και ξύλινα κιβώτια για να μπουν οι ιεραπόστολοι χωρίς να βραχούν τα πόδια τους.

Οι αδελφοί στην Μπελίζ περίμεναν με ανυπομονησία την άφιξη των πρώτων ιεραποστόλων. Ο Τζέιμς Γκόρντον, ο Λεόν Ρεκένια και ο Ραφαέλ Μεντίνα ήταν πρόθυμοι να ταξιδέψουν από τα βόρεια της χώρας προς την Πόλη της Μπελίζ για να συναντήσουν τους νέους ιεραποστόλους​—μεγάλη πρόκληση για εκείνον τον καιρό! «Δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος που να συνδέει το βόρειο τμήμα της χώρας με την Πόλη της Μπελίζ», εξηγεί ο Ισμαέλ Μεντίνα, εγγονός του Ραφαέλ. «Υπήρχαν μόνο πικάντος, αυλακωμένα μονοπάτια για άμαξες που τις έσερναν μουλάρια. Δεν υπήρχαν σπίτια κατά μήκος του δρόμου, γι’ αυτό κοιμούνταν οπουδήποτε τους έβρισκε η νύχτα, αψηφώντας τα φίδια. Αφού συνάντησαν τους ιεραποστόλους και έλαβαν οδηγίες και έντυπα, οι τρεις αδελφοί γύρισαν πίσω κάνοντας ξανά όλη τη διαδρομή με τα πόδια. Τους πήρε αρκετές μέρες!»

Η πρώτη φορά που οι ιεραπόστολοι ήρθαν σε επαφή με το κοινό ήταν στο Πάρκο των Μουλαριών, και μάλιστα με πολύ ασυνήθιστο τρόπο. Ο Τζέιμς Χάιατ άρχισε το πρόγραμμα με μια καυστική επίθεση κατά του κλήρου για τις ψεύτικες διδασκαλίες του, η οποία εξώθησε κάποιους παρατηρητές να ξεσπάσουν σε αισχρολογίες. Στο τέλος της ομιλίας του, έδειξε απότομα τους δύο καινούριους ιεραποστόλους και είπε: «Σας παρουσιάζω αυτούς τους δύο κυρίους!» Με αυτά τα λίγα λόγια, σύστησε τους δύο νεοφερμένους αδελφούς στο κοινό!

Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι εκείνοι οι πρώτοι αδελφοί είχαν εξαιρετική αγάπη για τον Ιεχωβά και τη Γραφική αλήθεια, αλλά και ακλόνητο μίσος για τις ψεύτικες θρησκευτικές διδασκαλίες. Ήταν επίσης σαφές ότι οι ιεραπόστολοι είχαν να μεταδώσουν πολύτιμη πείρα στους πρόθυμους ευαγγελιζομένους, η οποία θα τους βοηθούσε να γίνουν πιο αποτελεσματικοί κήρυκες.

Οι δύο ιεραπόστολοι ξεκίνησαν το έργο τους στην Πόλη της Μπελίζ, η οποία εκείνον τον καιρό είχε περίπου 26.700 κατοίκους. Ήταν χτισμένη σε μια επιχωματωμένη περιοχή που βρισκόταν μόλις 30 εκατοστά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα να μην αποστραγγίζονται σωστά τα νερά. Εκτός αυτού, το κλίμα ήταν θερμό και υγρό. Τα σπίτια δεν είχαν υδροδότηση, αλλά σχεδόν σε κάθε αυλή υπήρχε ένας μεγάλος ξύλινος κάδος για τη συλλογή βρόχινου νερού κατά την εποχή των βροχών. Μερικές φορές, όμως, η βροχή ερχόταν με εκδικητική μανία, όπως το 1931 όταν ένας τυφώνας ισοπέδωσε την πόλη και σκότωσε πάνω από 2.000 ανθρώπους.

ΠΡΟΟΔΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ

Παρότι δεν υπήρξε ποτέ απαγόρευση του έργου των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Μπελίζ, η κυβέρνηση επέβαλε απαγόρευση στα έντυπά μας για κάποιο διάστημα στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Εντούτοις, λίγο πριν από την άφιξη των ιεραποστόλων, οι περιορισμοί άρθηκαν.

Παρ’ όλα αυτά, Η Σκοπιά 15 Ιουλίου 1946 (στην αγγλική), αναφερόμενη στη δραστηριότητα των δύο ιεραποστόλων στην Μπελίζ, δήλωσε: «Στην ενδοχώρα, ένας Ρωμαιοκαθολικός ιερέας προσπαθεί ακόμη να επιβάλει την απαγόρευση των εντύπων που λαμβάνονται δι’ αλληλογραφίας. Ο Ρωμαιοκαθολικός κλήρος δυσανασχετεί με την παρουσία αυτών των δύο ιεραποστόλων των μαρτύρων του Ιεχωβά, ενώ κάποιος Ιρλανδοαμερικανός ιερέας . . . εξοργίστηκε που η Βρετανική Αποικιοκρατική Κυβέρνηση τους άφησε να μπουν στη χώρα. . . . Οι δύο [ιεραπόστολοι] υπενθύμισαν στον ιερέα τους ισχυρισμούς του ότι ήταν Αμερικανός, και τον έκαναν να τραπεί σε φυγή όταν του έδειξαν από στατιστικές για τις αμερικανικές φυλακές ότι το Ρωμαιοκαθολικό σύστημα δεν ήταν πραγματικός θεματοφύλακας της ηθικής στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Η πρώτη ακριβής έκθεση ευαγγελιζομένων στην Μπελίζ συντάχθηκε το 1944, όταν έδωσαν έκθεση έργου εφτά ευαγγελιζόμενοι. Για να κηρύττουν πιο αποτελεσματικά, οι ευαγγελιζόμενοι άρχισαν να χρησιμοποιούν κάρτες μαρτυρίας στο έργο από πόρτα σε πόρτα. Μέσα σε έναν χρόνο από την άφιξη των ιεραποστόλων, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων αυξήθηκε στους 16.

Το 1946, ο Νάθαν Ο. Νορ και ο Φρέντερικ Γ. Φρανς, από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία, επισκέφτηκαν τη χώρα και ίδρυσαν γραφείο τμήματος. Ο αδελφός Νορ εκφώνησε μια ομιλία σχετικά με την οργάνωση, εξηγώντας για ποιο λόγο έπρεπε να αναφέρεται η έκθεση υπηρεσίας αγρού στο δελτίο που υπήρχε γι’ αυτόν το σκοπό. Ο αδελφός Φρανς παρότρυνε την εκκλησία να εκδηλώνει έλεος στους ανθρώπους συνεχίζοντας το κήρυγμα του αγγέλματος της Βασιλείας. Αργότερα την ίδια εβδομάδα, ο αδελφός Νορ εκφώνησε μια ομιλία σε κοινό 102 ατόμων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και πολλοί ενδιαφερόμενοι, και εξήγησε γιατί οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να χαίρονται που είναι με το λαό του Ιεχωβά. Τους προσκάλεσε να μελετούν τακτικά τη Γραφή με τους Μάρτυρες.

Το ίδιο έτος έφτασαν ο Τσαρλς και η Άνι Ρουθ Πάρις, καθώς επίσης ο Κόρντις και η Μίλντρεντ Σόρελ. Ο Τρούμαν Μπρούμπακερ και ο Τσαρλς και η Φλόρενς Χομόλκα ήρθαν το 1948. Οι αδελφοί τούς δέχτηκαν με μεγάλη χαρά, διότι υπήρχε πολύ έργο να γίνει.

ΠΟΛΥ ΕΡΓΟ ΕΝΟΨΕΙ

«Τότε υπήρχε μόνο εκείνη η μικρή εκκλησία», έγραψε ο Έλμερ Άιριγκ, «και καθόλου εκκλησίες στις περιφέρειες της επαρχίας. Επισκεπτόμουν συχνά εκείνα τα μέρη, μένοντας μια δυο εβδομάδες κάθε φορά, και ασχολούμουν με το έργο σποράς, δίνοντας βιβλία, κάνοντας συνδρομητές και εκφωνώντας ομιλίες». Στη διάρκεια εκείνου του πρώτου έτους, ο Τσαρλς Χέιεν ταξίδεψε με φορτηγό στο Όραντζ Γουόκ, όπου επεξεργάστηκε τον τομέα και παρότρυνε τους αδελφούς να διεξάγουν τακτικές συναθροίσεις.

Ο μόνος τρόπος για να πάει κανείς στις νότιες πόλεις ήταν με πλοίο. Έτσι λοιπόν, ο Έλμερ και ο Τσαρλς επιβιβάστηκαν στο πλοίο Χέρον Χ για να φτάσουν στις παραθαλάσσιες πόλεις Σταν Κρικ (τώρα λέγεται Ντανγκρίγκα) και Πούντα Γκόρντα, δύο οικισμούς των Γκαρινάγκου, και να ξεκινήσουν εκεί το έργο κηρύγματος. Εκείνον τον καιρό, η πρόσβαση στην Πούντα Γκόρντα μέσω πλοίου ήταν εφικτή μόνο από την Πόλη της Μπελίζ​—ένα ταξίδι 30 ωρών. Ο Έλμερ έκανε αυτό το ταξίδι και κατόπιν εκφώνησε μια δημόσια ομιλία σε περίπου 20 άτομα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου όπου έμεινε.

Η Όλγκα Νάιτ θυμάται ότι ο Έλμερ συνόδευε την οικογένειά της στο απομονωμένο χωριό Κρούκεντ Τρι, όπου ο πατέρας της διεξήγε συναθροίσεις στις δεντρόφυτες όχθες του ποταμού. Οι ντόπιοι αδελφοί εκτιμούσαν το σκληρό έργο και την ταπεινή στάση των ιεραποστόλων.

Το 1948, υπήρχαν κατά μέσο όρο 38 ευαγγελιζόμενοι και είχαν σχηματιστεί τέσσερις νέες εκκλησίες σε περιοχές εκτός της Πόλης της Μπελίζ. Αυτές οι μικρές εκκλησίες αποτελούνταν από μια χούφτα ευαγγελιζομένους σε αγροτικές κοινότητες, όπως η οικογένεια Λάιτμπερν στο Μπλακ Κρικ, η οικογένεια Γκόρντον στο χωριό Μπόμπα, οι οικογένειες Αλντάνα και Χιουμζ στο Σαντάνα και οι αδελφοί Ρεκένια και Μεντίνα στο Όραντζ Γουόκ. Οι ιεραπόστολοι και οι ειδικοί σκαπανείς επικέντρωναν τις προσπάθειές τους στην Πόλη της Μπελίζ, σύμφωνα με την προτροπή που είχαν λάβει. Ο Ιεχωβά ευλόγησε τις επιμελείς τους προσπάθειες, και έτσι ολοένα και περισσότερα ειλικρινή άτομα γίνονταν υπηρέτες Του.

Η επόμενη επίσκεψη του αδελφού Νορ, το Δεκέμβριο του 1949, ήταν επίκαιρη και ενθαρρυντική. Έμεινε ένα βράδυ στον ιεραποστολικό οίκο και μίλησε στους αδελφούς για τις προκλήσεις του ιεραποστολικού έργου. Πολλοί καινούριοι ευαγγελιζόμενοι ήθελαν να υπηρετούν τον Ιεχωβά, αλλά δεν είχαν καταλάβει ότι έπρεπε να αφιερώσουν τη ζωή τους σε αυτόν και να συμβολίσουν την αφιέρωσή τους με το βάφτισμα. Ο αδελφός Νορ υπενθύμισε στους ιεραποστόλους ότι χρειαζόταν να έχουν υπομονή, εγκαρτέρηση και αγάπη για τους ανθρώπους. Τους υπενθύμισε επίσης ότι είχαν ήδη δρέψει καλά αποτελέσματα.

ΔΕΝ ΔΙΝΕΤΑΙ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΑΛΛΟΥΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ

Το 1957 οι αδελφοί συνειδητοποίησαν ότι η κυβέρνηση είχε υπό στενή παρακολούθηση τις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Μπελίζ. Για παράδειγμα, κατά την προβολή μιας από τις ταινίες της Εταιρίας στο Όραντζ Γουόκ, ένας αστυνομικός ρώτησε τους αδελφούς από το γραφείο τμήματος σχετικά με την ώρα άφιξής τους στο χωριό και την ώρα που θα αναχωρούσαν. Είπε ότι επρόκειτο να αναφέρει αυτά τα στοιχεία στον αστυνομικό διευθυντή και επισήμανε ότι σε μια πρόσφατη συνέλευση ήταν παρών κάποιος αστυνομικός με πολιτικά για να κάνει παρόμοια αναφορά.

Από το 1951 ως το 1957, είχε δοθεί άδεια σε δέκα επιπλέον ιεραποστόλους να εισέλθουν στη χώρα. Ξαφνικά, τον Ιούνιο του 1957, οι αδελφοί έλαβαν μια επιστολή από την αστυνομία και την υπηρεσία αλλοδαπών, η οποία δήλωνε: «Η Κυβέρνηση της Βρετανικής Ονδούρας [σημερινή Μπελίζ] αποφάσισε ότι, από τώρα και στο εξής, δεν θα επιτραπεί η είσοδος άλλων Διακόνων της Εταιρίας σας από το εξωτερικό στη Βρετανική Ονδούρα». Για να εξακριβωθεί ο λόγος αυτής της απόφασης, υποβλήθηκε αίτημα για συνάντηση με τον κυβερνήτη, το οποίο όμως απορρίφθηκε.

Παρότι και για κάποιες άλλες θρησκευτικές ομάδες δεν επιτρεπόταν να φέρουν καινούριους ιεραποστόλους, τους δινόταν όμως η άδεια να αντικαθιστούν ιεραποστόλους που έφευγαν. Αυτή η παραχώρηση δεν ίσχυσε για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι ήθελαν να αντικαταστήσουν δύο ιεραποστόλους. Το 1960, οι αδελφοί έγραψαν στις αρμόδιες αρχές τόσο της Μπελίζ όσο και του Λονδίνου, επισημαίνοντας ότι το αίτημά τους δεν αφορούσε νέους ιεραποστόλους, αλλά απεναντίας αντικαταστάτες.

Η απάντηση που έλαβαν δήλωνε κοφτά: «Η αμετάκλητη απόφαση του Γενικού Κυβερνήτη είναι να μην επιτρέψει την είσοδο άλλων ιεραποστόλων της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά στη Βρετανική Ονδούρα».

Όταν οι αδελφοί ζήτησαν ακρόαση, τους ειπώθηκε: «Ο Γενικός Κυβερνήτης έλαβε το 1957 την αμετάκλητη απόφαση να μην επιτρέψει την είσοδο άλλων ιεραποστόλων της Εταιρίας σας στη Βρετανική Ονδούρα. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η Αυτού Μεγαλειότης θεωρεί ότι οποιαδήποτε συνάντηση μαζί σας δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν σκοπό». Φαινόταν ότι οι αδελφοί είχαν φτάσει σε αδιέξοδο.

Τελικά, έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια συνεχών προσπαθειών, το γραφείο τμήματος έλαβε τον Οκτώβριο του 1961 μια επιστολή από τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα στην Μπελίζ, η οποία έλεγε: «Σας ενημερώνω ότι η Κυβέρνηση της Βρετανικής Ονδούρας εξέτασε τα πιο πρόσφατα αιτήματά σας και αποφάσισε ότι, επί του παρόντος, θα επιτρέψει την είσοδο άλλων ιεραποστόλων στη χώρα προς αντικατάσταση των ιεραποστόλων που βρίσκονται ήδη εδώ». Ως αποτέλεσμα, το 1962, δόθηκε άδεια στον Μάρτιν και στην Άλις Τόμπσον από την Τζαμάικα να έρθουν στη χώρα ως ιεραπόστολοι.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΑ

Ήταν φανερό ότι οι θρησκευτικοί εναντιούμενοι είχαν προσπαθήσει να επιβραδύνουν το έργο μας, αλλά πέτυχαν άραγε το στόχο τους; Η έκθεση για το υπηρεσιακό έτος 1957 έδειξε έναν ανώτατο αριθμό 176 ευαγγελιζομένων σε εφτά εκκλησίες. Η Μπελίζ εκείνον τον καιρό είχε 75.000 κατοίκους, πράγμα που σημαίνει ότι η αναλογία των ευαγγελιζομένων ήταν 1 στους 400. Η έκθεση για το υπηρεσιακό έτος 1961 έδειξε μια αύξηση 34 τοις εκατό​—οι ευαγγελιζόμενοι ήταν τώρα 236, με αναλογία 1 στους 383! Η υπόσχεση του Ιεχωβά προς το λαό του αποδείχτηκε αληθινή: «Οποιοδήποτε όπλο κατασκευαστεί εναντίον σου δεν θα έχει επιτυχία, και όποια γλώσσα και αν εγερθεί εναντίον σου στην κρίση, θα την καταδικάσεις». (Ησ. 54:17) Το έργο κηρύγματος συνεχίστηκε ανεμπόδιστα.

Πολλά ζευγάρια που μελετούσαν τη Γραφή συζούσαν χωρίς να έχουν παντρευτεί νόμιμα, και μερικοί δεν είχαν σταθερό σύντροφο. Αλλά μόλις έμαθαν τους υψηλούς κανόνες του Ιεχωβά, πολλοί έκαναν μεγάλες προσπάθειες και θυσίες για να νομιμοποιήσουν τη σχέση τους. Ορισμένοι από αυτούς ήταν πάνω από 80 ετών!

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΕΑ ΑΙΘΟΥΣΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

Το Δεκέμβριο του 1949, οι αδελφοί προπλήρωσαν το ποσό που απαιτούνταν για τη μίσθωση της αίθουσας Λίμπερτι Χολ στην Πόλη της Μπελίζ, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσουν για την εκφώνηση τεσσάρων ειδικών ομιλιών τον Ιανουάριο του 1950. Μία μόλις μέρα πριν από την τελευταία ομιλία, το ραδιόφωνο ανακοίνωσε ότι την επομένη η αίθουσα θα χρησιμοποιούνταν για την επικήδεια τελετή ενός σημαίνοντος προσώπου. Παρά τις εκκλήσεις των αδελφών προς τους ιδιοκτήτες της αίθουσας, η ειδική ομιλία διακόπηκε όταν μια θορυβώδης ομάδα ανθρώπων μπήκαν στην αίθουσα και άρχισαν να κάνουν προετοιμασίες για την τελετή. Τελικά, οι αδελφοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν την επέμβαση της αστυνομίας. Ήταν σαφές πλέον ότι χρειάζονταν τη δική τους Αίθουσα Βασιλείας. Όλες οι διαθέσιμες αίθουσες χρησιμοποιούνταν ως νυχτερινά κέντρα και αίθουσες χορού, το δε ενοίκιο ήταν πολύ υψηλό.

«Την περασμένη Κυριακή στη Μελέτη Σκοπιάς είχαμε 174 παρόντες», ανέφερε ο Ντόναλντ Σνάιντερ, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως επίσκοπος τμήματος. «Η αίθουσα δεν μπορεί να χωρέσει τόσο κόσμο, και έτσι πολλοί πρέπει να μένουν όρθιοι. Λόγω του συνωστισμού, η ζέστη είναι ανυπόφορη». Το γραφείο τμήματος και ο ιεραποστολικός οίκος χρειάστηκε να μεταφερθούν αρκετές φορές από τον έναν νοικιασμένο χώρο στον άλλον.

Το Σεπτέμβριο του 1958, ξεκίνησε η κατασκευή ενός διώροφου κτιρίου. Ο πρώτος όροφος στέγαζε ένα μικρό γραφείο τμήματος και τον ιεραποστολικό οίκο, ενώ ολόκληρος ο δεύτερος όροφος ήταν χώρος συναθροίσεων. Το κτίριο ολοκληρώθηκε το 1959, και έτσι η Εκκλησία της Πόλης της Μπελίζ είχε επιτέλους τη δική της Αίθουσα Βασιλείας!

ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΟΝ ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΟ ΑΓΡΟ

Ο λαός του Ιεχωβά στην Μπελίζ έχει γνωρίσει αξιοσημείωτη πνευματική αύξηση στον ισπανόφωνο τομέα. Το 1949 υπήρχαν ορισμένες περιοχές όπου μιλιούνταν η ισπανική, αλλά τότε κανένας από τους ιεραποστόλους δεν μιλούσε αυτή τη γλώσσα. Αργότερα, όμως, στάλθηκαν κάποιοι που ήξεραν την ισπανική. Ένας από αυτούς ήταν ο Λέσλι Πίτσερ, ο οποίος ήρθε το 1955. Διορίστηκε στο Μπένκε Βιέχο, μια πόλη με ισπανόφωνο πληθυσμό που βρίσκεται στη δυτική Μπελίζ, κοντά στα σύνορα με τη Γουατεμάλα. Όταν έφτασε εκεί, κάποιοι από τους ντόπιους τον περίμεναν ήδη. Γιατί;

Περίπου έναν χρόνο νωρίτερα, στην πόλη Σαν Μπενίτο, η οποία βρίσκεται πιο δυτικά, στη Γουατεμάλα, η Νατάλια Κοντρέρας είχε γνωρίσει την αλήθεια και είχε βαφτιστεί. Η Νατάλια πέρασε τα σύνορα προς την Μπελίζ για να δώσει μαρτυρία στους συγγενείς της που ζούσαν στο Μπένκε Βιέχο. Ένας από αυτούς, ο Σερβιλιάνο Κοντρέρας, έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα όσα είπε εκείνη από τη Γραφή για τη λατρεία των ειδώλων, με αποτέλεσμα να δεχτεί την αλήθεια. Ο Σερβιλιάνο υπήρξε πιστός Μάρτυρας μέχρι το θάνατό του το 1998 σε ηλικία 101 ετών. Πολλά από τα παιδιά και τα εγγόνια του είναι Μάρτυρες. Εκείνα τα παλιά χρόνια, ο τομέας της μικρής ομάδας ευαγγελιζομένων του Μπένκε Βιέχο εκτεινόταν πέρα από τα σύνορα, μέχρι την πόλη Μέλχορ ντε Μένκος της Γουατεμάλας, όπου και διεξάγονταν συναθροίσεις. Τελικά, σχηματίστηκε εκκλησία σε εκείνη την πόλη, η δε Εκκλησία του Μπένκε Βιέχο εξακολουθεί να είναι γνωστή για το ζήλο της.

Ήδη από το 1956, παρουσιάζονταν στην ισπανική διάφορα μέρη του προγράμματος των συνελεύσεων περιοχής και περιφερείας. Αλλά ολοκληρωμένο πρόγραμμα συνέλευσης περιοχής στην ισπανική παρουσιάστηκε το Φεβρουάριο του 1968, στην Αίθουσα Βασιλείας του Όραντζ Γουόκ. Οι παρόντες ήταν 85 και βαφτίστηκαν 4 άτομα.

Ο Μαρσέλο Ντομίνγκες και ο Ραφαέλ Μεντίνα, δύο ισπανόφωνοι αδελφοί, καθώς και άλλοι ισπανόφωνοι Μάρτυρες, όπως ο Ντιονίσιο και η Καταλίνα Τεκ, παρακολουθούσαν πιστά τις συναθροίσεις και τις συνελεύσεις στην αγγλική, παρότι δεν καταλάβαιναν καλά τη γλώσσα. Η πρώτη ισπανόφωνη εκκλησία σχηματίστηκε μόλις τον Οκτώβριο του 1964, στο Όραντζ Γουόκ. Αποτελούνταν από 20 ευαγγελιζομένους, οι οποίοι μέχρι τότε ήταν συνταυτισμένοι με την αγγλική εκκλησία.

Τη δεκαετία του 1980, μαίνονταν εμφύλιοι πόλεμοι στις γειτονικές χώρες του Ελ Σαλβαδόρ και της Γουατεμάλας, αναγκάζοντας πολλούς ανθρώπους να καταφύγουν στην Μπελίζ. Ανάμεσά τους ήταν και αρκετές ισπανόφωνες οικογένειες Μαρτύρων με πρεσβυτέρους, διακονικούς υπηρέτες και σκαπανείς. Τόσο αυτοί όσο και μερικοί δίγλωσσοι ιεραπόστολοι από άλλες ισπανόφωνες χώρες έδωσαν μεγάλη ώθηση στον ισπανόφωνο αγρό.

«ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΗΡΥΤΤΟΥΝ ΑΠΟ ΠΟΡΤΑ ΣΕ ΠΟΡΤΑ»

Μια μέρα, δύο άγνωστες χτύπησαν την πόρτα της Μαργκαρίτα Σαλασάρ στο Όραντζ Γουόκ και ρώτησαν: «Μήπως γνωρίζετε κάποια Μάρτυρα του Ιεχωβά με το όνομα Μαργκαρίτα Σαλασάρ;» Οι επισκέπτριες, η 23χρονη Τεόφιλα Μάι και η μητέρα της, ήταν από το Όγκαστ Πάιν Ριτζ, ένα χωριό 34 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Όραντζ Γουόκ. Γιατί αναζητούσαν τη Μαργκαρίτα;

«Πριν από έναν περίπου χρόνο», εξηγεί η Τεόφιλα, «ο μόλις εννιά μηνών γιος μου ήταν πολύ άρρωστος. Τον πήρα, λοιπόν, για να τον πάω στο χωριό Μπότεζ και να κάνω τάμα σε μια παρθένα αγία, τη Σάντα Κλάρα, ώστε να τον κάνει καλά. Ταξίδευα στην μπροστινή θέση ενός φορτηγού και ο οδηγός, ο οποίος ζούσε στα μέρη μας, άρχισε να μου δίνει μαρτυρία. Αφού με ρώτησε γιατί πήγαινα το μωρό μου στο Μπότεζ, μου είπε ότι η Αγία Γραφή δεν επιδοκιμάζει τη λατρεία ειδώλων. Αυτό μου κίνησε πολύ το ενδιαφέρον. Με τον καιρό, αυτός ο άνθρωπος μου μετέδωσε πολλές Γραφικές αλήθειες, τις οποίες είχε μάθει από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά».

Η Τεόφιλα συνεχίζει: «Σε ένα ταξίδι, ο οδηγός του φορτηγού μού είπε ότι οι αληθινοί Χριστιανοί κηρύττουν από πόρτα σε πόρτα. Εξήγησε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κήρυτταν στους ανθρώπους και ότι τους διάβαζαν εδάφια όπως το Σοφονίας 1:14 και 2:2, 3. Έτσι λοιπόν, πήρα το μικρό μου γιο από το χέρι και το μωρό μου στην αγκαλιά και πήγα από πόρτα σε πόρτα στο Όγκαστ Πάιν Ριτζ, διαβάζοντας αυτά τα εδάφια στους γείτονές μου. Αργότερα, ο άνθρωπος αυτός μου είπε ότι, αν ήθελα πράγματι να γνωρίσω την αλήθεια, έπρεπε να μελετήσω τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μου μίλησε για την οικογένεια Σαλασάρ και μου είπε πού ακριβώς μπορούσα να τους βρω στο Όραντζ Γουόκ. Δεν είχα ξαναπάει εκεί, και έτσι, μαζί με τη μητέρα μου, πήγα για να τους αναζητήσω».

Η Μαργκαρίτα θυμάται εκείνο το πρωινό που η Τεόφιλα και η μητέρα της την επισκέφτηκαν για πρώτη φορά. «Έκαναν πολλές Γραφικές ερωτήσεις», αφηγείται, «και είχαμε μια μακροσκελή συζήτηση. Ήθελαν να μάθουν αν ήταν αλήθεια πως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά βοηθούσαν τους ανθρώπους να κατανοήσουν τη Γραφή, όσο μακριά και αν έπρεπε να πάνε για να τους διδάξουν. Τη διαβεβαίωσα ότι αυτό ήταν αλήθεια και υποσχέθηκα ότι θα πηγαίναμε στο χωριό τους κάθε δύο εβδομάδες για να μελετούμε τη Γραφή μαζί τους».

Όταν η Μαργκαρίτα και ο σύζυγός της, ο Ραμόν, έφτασαν στο Όγκαστ Πάιν Ριτζ, η Τεόφιλα είχε καλέσει για τη Γραφική μελέτη έξι ενήλικα μέλη της οικογένειάς της. Έκτοτε, κάποιοι σκαπανείς από το Όραντζ Γουόκ συνόδευαν τακτικά τους Σαλασάρ διανύοντας τα 34 χιλιόμετρα του στενού, κακοτράχαλου χωματόδρομου για να κηρύξουν στο χωριό, ενόσω η Τεόφιλα και η οικογένειά της έκαναν τη Γραφική τους μελέτη. Συχνά η Αμίμπελ Άλεν διανυκτέρευε στο χωριό ώστε να μπορεί να διεξάγει εκεί Γραφικές μελέτες. Η Τεόφιλα βαφτίστηκε το 1972, πέντε μήνες μετά την πρώτη της Γραφική μελέτη. Το 1980 σχηματίστηκε μια εκκλησία στο Όγκαστ Πάιν Ριτζ, και με την πάροδο των ετών, 37 μέλη της οικογένειας της Τεόφιλα γνώρισαν την αλήθεια.

ΟΙ ΕΞΟΡΜΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ ΑΠΟΦΕΡΟΥΝ ΚΑΡΠΟ

Παρότι η Πόλη της Μπελίζ και οι μεγαλύτερες πόλεις της χώρας καλύπτονταν διεξοδικά, ο αγροτικός τομέας δεν καλλιεργούνταν τακτικά. Κάποιοι από τους πρώτους ιεραποστόλους είχαν κάνει ταξίδια με πλοίο στις νότιες πόλεις, αλλά αργότερα κατασκευάστηκε ένας δρόμος που συνέδεε τις νότιες περιφέρειες του Σταν Κρικ και του Τολέδο με την υπόλοιπη χώρα. Τότε, στις αρχές του 1971, το γραφείο τμήματος οργάνωσε ετήσιες εκστρατείες κηρύγματος, οι οποίες αποκαλούνταν εξορμήσεις στη ζούγκλα. Σκοπός τους ήταν να μεταδοθεί το άγγελμα της Βασιλείας στις φυλετικές ομάδες Μόπαν και Κέκτσι των Μάγια, σε απομονωμένα μέρη του βροχερού δάσους της Μπελίζ.

Χρησιμοποιώντας νοικιασμένα οχήματα και μονόξυλα κανό, οι αδελφοί και οι αδελφές μπορούσαν να φτάνουν σε χωριά και πόλεις από την Ντανγκρίγκα ως την Πούντα Γκόρντα και, ακόμη νοτιότερα, ως το Μπαράνκο, κοντά στα σύνορα με τη Γουατεμάλα. Σε μερικές εξορμήσεις, μια ομάδα αδελφών ταξίδευαν με φορτηγάκι και τους συνόδευαν δύο ως τέσσερις μοτοσικλετιστές. Κάθε νύχτα σταματούσαν σε διαφορετικό χωριό, και την ημέρα η μεγαλύτερη ομάδα έκανε έργο στο χωριό, ενώ οι μοτοσικλετιστές πήγαιναν ανά δύο σε απομονωμένα αγροκτήματα.

Στην περιοχή της Πούντα Γκόρντα, οι αδελφοί πεζοπορούσαν από χωριό σε χωριό. Συχνά, πριν κηρύξουν στους υπόλοιπους χωρικούς, έπρεπε να πάνε στο καμπίλντο, τον τόπο συνάντησης των γερόντων του χωριού, και να μιλήσουν στον αλκάλντε (αρχηγό).

«Σε ένα χωριό», θυμάται ο ιεραπόστολος Ράινερ Τόμπσον, «οι αδελφοί έφτασαν όταν οι άντρες ήταν συγκεντρωμένοι στο καμπίλντο και συζητούσαν τη διαδικασία για τη συγκομιδή του καλαμποκιού. Μετά τη συγκέντρωση, οι άντρες ζήτησαν από τους αδελφούς να ψάλουν έναν ύμνο της Βασιλείας. Οι αδελφοί ήταν κουρασμένοι και πεινασμένοι και δεν είχαν υμνολόγιο». Ο αδελφός Τόμπσον προσθέτει: «Έψαλαν με όλη τους την καρδιά, πράγμα που ευχαρίστησε πολύ εκείνους τους άντρες». Με τον καιρό, σχηματίστηκαν εκκλησίες στο Μάνγκο Κρικ και αργότερα στο Σαν Αντόνιο, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά των Μάγια.

«Μερικές φορές περπατούσαμε από χωριό σε χωριό μέσα στη νύχτα για να μην ξεφύγουμε από το πρόγραμμά μας», εξηγεί ο Σαντιάγκο Σόσα. «Μάθαμε να περπατάμε ο ένας πίσω από τον άλλον στη μέση του δρόμου, όχι στις άκρες, επειδή οι θάμνοι κατά μήκος του δρόμου έκρυβαν φίδια. Επίσης, μάθαμε να πίνουμε νερό από αγριοκλήματα όταν τελείωναν τα αποθέματά μας».

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ομάδα χωριζόταν στα δύο ή στα τέσσερα για να κηρύξουν σε διαφορετικά μέρη του χωριού. Έπειτα συναντιούνταν όλοι ξανά το βράδυ. Δύο έμεναν πίσω για να φτιάξουν φαγητό. «Μερικές φορές το αποτέλεσμα ήταν σκέτη καταστροφή», θυμάται ο Σαντιάγκο χαμογελώντας, «επειδή κάποιοι δεν είχαν ιδέα από μαγειρική. Μια φορά, κοιτώντας το φαγητό που είχε φτιάξει ένας αδελφός, ρώτησα: “Τι είναι αυτό;” Ο μάγειρας είπε: “Δεν ξέρω, αλλά είναι φαγητό”. Εφόσον ούτε ο μάγειρας δεν ήξερε τι ήταν αυτό που έφτιαξε, σκεφτήκαμε ότι ήταν καλύτερα να το δοκιμάσει πρώτα ένα κοκαλιάρικο αδέσποτο σκυλί. Αλλά ούτε και το πεινασμένο σκυλί ήθελε να το φάει!»

ΟΙ ΚΕΚΤΣΙ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Ο Ροντόλφο Κόκομ και η σύζυγός του, η Οφίλια, μετακόμισαν από την Κοροσάλ στο Κρικ Σάρκο, ένα απομονωμένο χωριό των Κέκτσι στο νότο. Η Οφίλια είχε μεγαλώσει σε αυτό το χωριό, το οποίο οι Μάρτυρες επισκέπτονταν μόνο κατά τη διάρκεια των ετήσιων εξορμήσεων στη ζούγκλα. Όταν ήταν περίπου 14 ετών, η Οφίλια βρήκε το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή κάτω από μια πορτοκαλιά και άρχισε να το διαβάζει. Ήθελε να μάθει περισσότερα, αλλά μόνο μετά το γάμο της άρχισε μαζί με το σύζυγό της τον Ροντόλφο να μελετάει τη Γραφή στην Κοροσάλ με δύο ειδικούς σκαπανείς, τον Μαρθιάλ και τη Μανουέλα Κέι.

Όταν το ζεύγος Κόκομ μετακόμισαν στο Κρικ Σάρκο το 1981, ήθελαν να συνδεθούν και πάλι με τους Μάρτυρες, και έτσι ο Ροντόλφο πήγε στην Πούντα Γκόρντα για να τους αναζητήσει, ταξιδεύοντας επί έξι και πλέον ώρες πρώτα με τα πόδια και έπειτα με πλοίο σε ποτάμι και θάλασσα. Στην Πούντα Γκόρντα συνάντησε έναν σκαπανέα, τον Ντόναλντ Νίμπραχ, ο οποίος διευθέτησε να κάνει μελέτη με το ζευγάρι δι’ αλληλογραφίας. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Το Κρικ Σάρκο δεν είχε ταχυδρομείο.

«Στο ταχυδρομείο της Πούντα Γκόρντα, ρώτησα πώς θα μπορούσα να στέλνω επιστολές στο Κρικ Σάρκο», εξηγεί ο Ντόναλντ, «και μου είπαν ότι ο ιερέας πήγαινε εκεί μία φορά την εβδομάδα». Έτσι λοιπόν, επί έξι περίπου μήνες, ο ιερέας πηγαινοέφερνε την αλληλογραφία με τη Γραφική μελέτη χωρίς να γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε Μάρτυρες του Ιεχωβά.

«Όταν ο ιερέας ανακάλυψε τι μετέφερε», λέει ο Ντόναλντ, «ενοχλήθηκε πολύ και αρνήθηκε να μεταφέρει πια τα γράμματά μας».

Στη διάρκεια εκείνων των μηνών ο Ντόναλντ έκανε αρκετά ταξίδια στο Κρικ Σάρκο για να μελετήσει με το ζευγάρι. Όταν έγινε η επόμενη εξόρμηση στη ζούγκλα, ο Ροντόλφο άρχισε να συμμετέχει στην υπηρεσία αγρού. «Τον πήραμε μαζί μας για τέσσερις μέρες», συνεχίζει ο Ντόναλντ, «και κηρύξαμε σε αρκετά χωριά. Η συναναστροφή με τους αδελφούς σε εκείνη την εξόρμηση τον βοήθησε πολύ να κάνει πρόοδο».

«Η Οφίλια και εγώ πηγαίναμε μόνοι μας να κηρύξουμε στο χωριό μας για να μεταδώσουμε αυτά που είχαμε μάθει», εξηγεί ο Ροντόλφο. «Εκείνοι με τους οποίους μελετούσα αντιμετώπιζαν μεγαλύτερη εναντίωση από ό,τι εμείς. Μερικούς τους απέκλειαν από τη δωρεάν διανομή φαρμάκων, τροφίμων και ρουχισμού στο χωριό. Και η πεθερά μου επίσης εναντιώθηκε πολύ σε αυτό που κάναμε. Η Οφίλια και εγώ συνειδητοποιήσαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να προοδεύσουμε πνευματικά στο Κρικ Σάρκο. Χρειαζόμασταν τις συναθροίσεις. Γι’ αυτό, μετακομίσαμε στην Πούντα Γκόρντα ώστε να συνεχίσουμε τη μελέτη μας. Εκεί κάναμε πνευματική πρόοδο και βαφτιστήκαμε το 1985». Σήμερα η οικογένεια Κόκομ είναι συνταυτισμένη με την Εκκλησία Λέιντιβιλ, όπου ο Ροντόλφο υπηρετεί ως διακονικός υπηρέτης.

ΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΦΕΡΝΟΥΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΨΑΡΙΑ

Κάθε χρόνο διευθετούνταν θαλάσσια ταξίδια για να δοθεί μαρτυρία σε ανθρώπους που ζούσαν στις νησίδες και σε παράκτια χωριά. Τέτοια χωριά, όπως το Χόπκινς, το Σέιν Μπάιτ, η Πλασέντια και η Πούντα Νέγκρα, όπως επίσης το Μάνκι Ρίβερ, ήταν απροσπέλαστα από την ξηρά εκείνον τον καιρό. Την περίοδο που ήταν νεκρή για την αλιεία του αστακού, ο Πολίτο Μπέβενς έπαιρνε στο καΐκι του τέσσερις σκαπανείς και ιεραποστόλους και ξεκινούσαν για ένα ταξίδι δύο εβδομάδων από βορρά προς νότο, κάνοντας στάση σε κάθε οικισμό.

Ο Ντόναλντ Νίμπραχ, ο οποίος συμμετείχε τακτικά τόσο στις εξορμήσεις στη ζούγκλα όσο και στα θαλάσσια ταξίδια που γίνονταν κάθε χρόνο, θυμάται με ιδιαίτερη συγκίνηση ένα ταξίδι για το οποίο δανείστηκαν το ιστιοφόρο του Αμπρόνσιο Χερνάντεζ. Χάρη σε αυτό το ταξίδι, ο Αμπρόνσιο, γνωστός με το υποκοριστικό Μπότσο, ξεκίνησε Γραφική μελέτη.

«Το επόμενο έτος τέσσερις από εμάς σχεδιάζαμε να κάνουμε ένα θαλάσσιο ταξίδι δύο εβδομάδων για να καλύψουμε όλη την ακτή προς το νότο», θυμάται ο Ντόναλντ, «αλλά στο μεταξύ ο Μπότσο είχε πουλήσει το σκάφος του. Μας πρότεινε έναν άλλον ψαρά, ο οποίος ήταν πρόθυμος να μας πάει, παίρνοντας μαζί το συνέταιρό του και τον Μπότσο. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, το ταξίδι μας​—δύο ζευγάρια ειδικών σκαπανέων και τρεις ψαράδες. Κατά τη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού, ο Μπότσο άρχισε να συμμετέχει στην υπηρεσία αγρού. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι της Πλασέντια, υπήρχαν πολλές βάρκες αγκυροβολημένες, και έτσι κηρύξαμε από βάρκα σε βάρκα. Οι δύο ψαράδες που δεν ήταν αδελφοί μάς παρείχαν πολλή υποστήριξη κατά τη διάρκεια εκείνων των δύο εβδομάδων. Κάποια φορά, όταν επιστρέψαμε από ένα χωριό όπου κηρύτταμε όλη μέρα, εκείνοι οι ψαράδες είχαν αγοράσει κοτόπουλο και το είχαν μαγειρέψει για εμάς σε μια μικρή κουζίνα κηροζίνης». Έναν χρόνο αργότερα, όταν έγινε το επόμενο θαλάσσιο ταξίδι, ο Μπότσο είχε ήδη βαφτιστεί. Υπηρετεί ως πρεσβύτερος στην Πόλη της Μπελίζ εδώ και 18 χρόνια.

ΤΟΜΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ ΣΠΑΝΙΑ ΠΑΡΑΓΟΥΝ ΚΑΛΟ ΚΑΡΠΟ

Η Περιφέρεια του Τολέδο, στη νότια Μπελίζ, είναι μια περιοχή με κυματιστούς λόφους και πυκνό βροχερό δάσος. Εκεί υπάρχουν διάσπαρτα χωριά των Μόπαν και των Κέκτσι, οι οποίοι ζουν σε σπίτια με αχυροσκεπές και χωματένια δάπεδα. Ως επί το πλείστον, η ζωή είναι σκληρή για τους χωρικούς, οι οποίοι κάνουν βαριά αγροτική εργασία με απλά εργαλεία. Κατά την περίοδο της ξηρασίας είναι αναγκασμένοι να μεταφέρουν το νερό με τα χέρια για να καλλιεργήσουν καλαμπόκι, φασόλια και κακάο. Πολλές από τις γυναίκες κάνουν παραδοσιακά κεντήματα κέκτσι και πλέκουν καλάθια για τα τουριστικά καταστήματα που υπάρχουν σε όλη τη χώρα. Ολοένα και περισσότεροι νέοι εγκαταλείπουν τα χωριά για να σπουδάσουν ή να εργαστούν σε πιο πυκνοκατοικημένα κέντρα της χώρας.

Το 1995, ο Φρανκ και η Άλις Καρντόζα προσκλήθηκαν να υπηρετήσουν ως προσωρινοί ειδικοί σκαπανείς τους μήνες Απρίλιο και Μάιο για να βοηθήσουν να διανεμηθεί στην Περιφέρεια του Τολέδο το φυλλάδιο Νέα της Βασιλείας Αρ. 34, με θέμα «Γιατί Έχει η Ζωή Τόσο Πολλά Προβλήματα;» «Είχα ήδη συμμετάσχει σε μια ετήσια εξόρμηση στη ζούγκλα σε εκείνη την περιοχή», θυμάται ο Φρανκ, «και διέκρινα ότι θα ήταν ευκολότερο για τους Μάγια να ακούσουν τα καλά νέα αν κάποιος μετακόμιζε στην περιοχή τους. Το γραφείο τμήματος μου συνέστησε να νοικιάσω ένα μέρος για να μείνουμε, να ξεκινήσω έναν όμιλο μελέτης της Γραφής και να κάνω την ειδική ομιλία στο Σαν Αντόνιο. Είχαμε να διανείμουμε το φυλλάδιο Νέα της Βασιλείας τόσο σε αυτό όσο και σε άλλα οχτώ χωριά».

Οι Καρντόζα οργάνωσαν μια ομαδική μελέτη την οποία διεξήγαν μια φορά την εβδομάδα στη νοικιασμένη υπόγεια γκαρσονιέρα τους, και μέσα σε λίγες εβδομάδες άρχισαν να την παρακολουθούν τρεις με τέσσερις οικογένειες. Αυτά τα ενδιαφερόμενα άτομα πήγαιναν επίσης μαζί με τους Καρντόζα στην Πούντα Γκόρντα για τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας και τη Συνάθροιση Υπηρεσίας, ταξιδεύοντας επί μία ώρα σε χωματόδρομο γεμάτο αυλακιές πάνω σε ένα σαραβαλιασμένο φορτηγάκι. Τον πρώτο μήνα, ο Φρανκ εκφώνησε την ειδική ομιλία στο Σαν Αντόνιο. Ο Γεζούς Ιχ, ένας από αυτούς που παρευρέθηκαν για πρώτη φορά, άκουγε με αμέριστη προσοχή. Ως μέλος της Ναζαρηνής Εκκλησίας, εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα όταν έμαθε ότι η διδασκαλία της πύρινης κόλασης έχει ειδωλολατρικές ρίζες και ότι ο Άδης της Γραφής είναι ο κοινός τάφος. Μετά τη συνάθροιση πήρε τον Φρανκ παράμερα και άρχισε να τον κατακλύζει με ερωτήσεις για το θέμα. Ως αποτέλεσμα, ξεκίνησε Γραφική μελέτη και βαφτίστηκε έναν χρόνο αργότερα.

Στο τέλος του δίμηνου διορισμού τους ως προσωρινών ειδικών σκαπανέων, οι Καρντόζα έπρεπε να πάρουν μια σημαντική απόφαση. «Είχαμε αρχίσει τόσο πολλές μελέτες», θυμάται ο Φρανκ, «ώστε δεν τις προλαβαίναμε. Η καρδιά μας και η συνείδησή μας δεν μας επέτρεπαν να επιστρέψουμε πίσω στο άνετο σπίτι μας στη Λέιντιβιλ. Αν αποφασίζαμε να παραμείνουμε στο Σαν Αντόνιο, θα μπορούσαμε να νοικιάσουμε τον πάνω όροφο του σπιτιού όπου μέναμε αντί για το υπόγειο, ώστε να έχουμε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Θα μπορούσα να εγκαταστήσω έναν μικρό νεροχύτη, μια υδρορροή για να συλλέγουμε βρόχινο νερό και, με τον καιρό, ίσως μια τουαλέτα με καζανάκι, καθώς και ηλεκτρικό ρεύμα. Προσευχηθήκαμε για αυτό στον Ιεχωβά, πεπεισμένοι ότι με την ευλογία του ήταν δυνατόν να σχηματιστεί μια εκκλησία στην περιοχή. Τότε γράψαμε στο γραφείο τμήματος, κάνοντας γνωστό πως ήμασταν πρόθυμοι να μείνουμε στο Σαν Αντόνιο ως τακτικοί σκαπανείς».

Η ευλογία του Ιεχωβά στην απόφαση των Καρντόζα φάνηκε πολύ σύντομα. Μέσα σε έξι μόλις μήνες, το Νοέμβριο, διεξήγαγαν την πρώτη τους Δημόσια Συνάθροιση στο σπίτι που είχαν νοικιάσει. Τον Απρίλιο του επόμενου έτους, άρχισαν να διεξάγουν στο Σαν Αντόνιο τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας και τη Συνάθροιση Υπηρεσίας. Πόση ανακούφιση ένιωθε εκείνος ο μικρός όμιλος που δεν χρειαζόταν πια να κάνουν κάθε εβδομάδα το ταξίδι των 64 χιλιομέτρων για να παρακολουθούν τις συναθροίσεις στην Πούντα Γκόρντα!

«ΟΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΤΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΜΕ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ»

Ο όμιλος εκείνων των ειλικρινών σπουδαστών της Γραφής στο Σαν Αντόνιο άρχισε σύντομα να προοδεύει, και η αγάπη τους για την αλήθεια ήταν πραγματικά συγκινητική. «Σε αυτά τα χωριά», εξηγεί ο Φρανκ, «ιδίως οι γυναίκες είναι πολύ συνεσταλμένες και κατά παράδοση υποτάσσονται στους πατέρες και στους συζύγους τους. Δεν συνηθίζουν να μιλούν σε ξένους. Επομένως, ήταν πολύ δύσκολο για αυτές να συμμετέχουν στη διακονία από πόρτα σε πόρτα».

Η 20χρονη τότε Πρισίλιαν Σο ήταν αβάφτιστη ευαγγελιζόμενη και ήθελε πολύ να κηρύξει στους γείτονές της στη γύρω περιοχή. Σε μια περίπτωση, η Πρισίλιαν έκανε επανεπισκέψεις μαζί με μια από τις νύφες της, την Αμάλια Σο, όταν ξαφνικά αντιμετώπισαν μια ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση.

Η Πρισίλιαν θυμάται: «Δεν είχα πει στον πατέρα μου ότι κήρυττα δημόσια επειδή μου το είχε απαγορεύσει και τον φοβόμουν. Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό καθώς κηρύτταμε, είδαμε ξαφνικά τον πατέρα μου μπροστά στην εκκλησία των Βαπτιστών στην οποία ανήκε. Στην αρχή, σκύψαμε ανάμεσα στα χόρτα για να μη μας δει. Αλλά μετά είπα: “Ξέρεις, Αμάλια, ο Ιεχωβά μάς βλέπει. Δεν είναι σωστό να φοβόμαστε τον πατέρα μου. Τον Ιεχωβά πρέπει να φοβόμαστε”».

Ο πατέρας της Πρισίλιαν έγινε έξω φρενών, αλλά τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο αργότερα, όταν εκείνος εναντιώθηκε σφοδρά στην επιθυμία της να γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά. Η Πρισίλιαν προσευχόταν συνεχώς για αυτό το ζήτημα ώσπου, μία μέρα πριν από τη συνέλευση στην οποία επρόκειτο να βαφτιστεί, βρήκε τελικά το θάρρος να το πει στον πατέρα της.

«Αύριο, θα πάω στην Πόλη της Μπελίζ», του είπε.

«Τι θα κάνεις εκεί;» ρώτησε εκείνος.

«Θα βαφτιστώ», απάντησε η Πρισίλιαν. «Θα κάνω αυτό που θέλει ο Ιεχωβά από εμένα. Σε αγαπάω, αλλά οφείλω να αγαπάω και τον Ιεχωβά».

«Μιλάς σοβαρά τώρα;» απάντησε εκείνος θυμωμένα.

«Ναι», είπε η Πρισίλιαν. «Το εδάφιο Πράξεις 5:29 λέει ότι πρέπει να υπακούω στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους».

Ο πατέρας της Πρισίλιαν έφυγε εξοργισμένος. «Ένιωσα ασφαλής μόνο όταν βρέθηκα στο φορτηγάκι, έτοιμη να φύγω για τη συνέλευση», θυμάται η Πρισίλιαν. «Δεν ήξερα τι θα έκανε όταν θα γύριζα σπίτι μετά τη συνέλευση. Αλλά ήξερα ότι θα ήμουν πλέον βαφτισμένη, οπότε ακόμα και αν με σκότωνε, θα είχα κάνει το σωστό».

Παρότι ο πατέρας της Πρισίλιαν δεν της έκανε κακό όταν γύρισε σπίτι, αργότερα απείλησε να τη σκοτώσει. «Αλλά είδε ότι οι απειλές του δεν μπορούσαν να με σταματήσουν», λέει η ίδια, «και από τότε η στάση του έχει μαλακώσει απέναντί μου».

ΕΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΥΜΕΝΟΣ ΤΑΣΣΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ

Ο νεοσχηματισμένος όμιλος των ζηλωτών ευαγγελιζομένων στο Σαν Αντόνιο ευημερούσε πνευματικά, όταν ξαφνικά το τοπικό συμβούλιο του χωριού ενημέρωσε το ζεύγος Καρντόζα μέσω επιστολής ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν το Σαν Αντόνιο. Νωρίτερα, ο Φρανκ είχε υποβάλει αίτηση στο συμβούλιο, πληρώνοντας το ανάλογο ποσό, και είχε λάβει την άδεια να μείνει στο χωριό. Τώρα, ένα εξέχον μέλος του χωριού είχε βάλει στόχο να διώξει τους Καρντόζα. Σε μια από τις συναντήσεις του συμβουλίου, τρεις σπουδαστές με τους οποίους ο Φρανκ μελετούσε τη Γραφή μίλησαν υπέρ του. Κατόπιν μίλησε ο σπιτονοικοκύρης του Φρανκ, προειδοποιώντας το συμβούλιο ότι, αν έδιωχναν τους Καρντόζα, θα έπρεπε να του καταβάλλουν το ενοίκιο που πλήρωναν εκείνοι. Ο ίδιος ο Φρανκ παρουσίασε έπειτα μια επιστολή από το αρμόδιο υπουργείο, η οποία δήλωνε ότι ο ενοικιαστής ιδιωτικής ιδιοκτησίας δεν μπορούσε να υποχρεωθεί να φύγει. Τελικά, το συμβούλιο επέτρεψε στους Καρντόζα να μείνουν.

Ο άνθρωπος που ήθελε να διώξει τους Καρντόζα ήταν ο Μπασίλιο Εχ, ένας πρώην αλκάλντε (αρχηγός) ο οποίος εξακολουθούσε να έχει ενεργό ρόλο στην πολιτική. Ο Μπασίλιο χρησιμοποιούσε την επιρροή του για να εναντιώνεται στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Σαν Αντόνιο με όποιον τρόπο μπορούσε. Όταν ο μικρός όμιλος θέλησε να αποκτήσει ένα οικόπεδο για να χτίσει Αίθουσα Βασιλείας, εκείνος προειδοποίησε: «Ποτέ δεν θα χτίσετε Αίθουσα Βασιλείας σε αυτό το χωριό!» Και όμως, οι αδελφοί απέκτησαν ένα οικόπεδο και έχτισαν μια λιτή και ελκυστική Αίθουσα Βασιλείας. Όλως παραδόξως, ένας από τους παρόντες στην αφιέρωση της Αίθουσας Βασιλείας το Δεκέμβριο του 1998 ήταν και ο Μπασίλιο. Τι είχε συμβεί;

Δύο από τους παντρεμένους γιους του Μπασίλιο είχαν οικογενειακά προβλήματα. Ο Μπασίλιο είχε ζητήσει δύο φορές από την εκκλησία του να βοηθήσει τους γιους του, αλλά και τις δύο φορές δεν είχε λάβει καμιά απάντηση. Έπειτα οι γιοι του άρχισαν να μελετούν τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η σύζυγος του Μπασίλιο, η Μαρία, παρατηρούσε ότι οι γιοι της έκαναν αλλαγές προς το καλύτερο και ότι η οικογενειακή τους ζωή βελτιωνόταν. Γι’ αυτό, ζήτησε και η ίδια να μελετήσει τη Γραφή με τους Μάρτυρες.

«Ήθελα πραγματικά να γνωρίσω τον Ιεχωβά Θεό», λέει η Μαρία, «και είπα στον άντρα μου ότι έπρεπε να πάμε στην Αίθουσα Βασιλείας για να μάθουμε περισσότερα σχετικά με τον Θεό». Παρότι ο Μπασίλιο δεν υπερνίκησε εύκολα τα ισχυρά του αισθήματα κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά και του Φρανκ Καρντόζα, τον οποίο αποκαλούσε «εκείνος ο ξένος», ήταν εντυπωσιασμένος με τις θετικές αλλαγές που έκαναν οι γιοι του καθώς εφάρμοζαν τις Γραφικές αλήθειες στη ζωή τους. Ο Μπασίλιο αποφάσισε να αποκτήσει προσωπική γνώμη για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και ύστερα από μερικές συζητήσεις, συμφώνησε να κάνει Γραφική μελέτη​—με ποιον άραγε; Ναι, με “εκείνον τον ξένο”, τον Φρανκ Καρντόζα!

«Αυτά που διάβασα στην Αγία Γραφή με έκαναν να αλλάξω γνώμη», εξηγεί ο Μπασίλιο. «Ήμουν Καθολικός επί 60 χρόνια και έκαιγα θυμίαμα μπροστά στα είδωλα στην εκκλησία. Τώρα αυτά που μάθαινα για τον Ιεχωβά βρίσκονταν μέσα στο δικό του βιβλίο, την Αγία Γραφή. Ντρέπομαι για τον τρόπο με τον οποίο φέρθηκα στον Φρανκ Καρντόζα, που τώρα είναι αδελφός μου. Δεν φοβάμαι να πω ότι έσφαλα. Υποστήριζα με ζήλο ό,τι πίστευα πως ήταν σωστό για το χωριό μου και τη θρησκεία μου. Τελικά όμως, σταμάτησα να τηρώ τις παραδόσεις των Μάγια που σχετίζονται με πνευματιστικές θεραπείες και είναι κοινές στα χωριά μας. Έπαψα επίσης να αναμειγνύομαι στα πολιτικά κινήματα των Μάγια». Σήμερα ο Μπασίλιο και η Μαρία Εχ υπηρετούν χαρούμενα τον Ιεχωβά ως βαφτισμένοι ευαγγελιζόμενοι.

Οι υπηρέτες του Ιεχωβά είναι γνωστοί για το στοργικό, χαρούμενο και γεμάτο ζήλο πνεύμα τους. Σε απομονωμένες περιοχές της Μπελίζ, πολλοί ευαγγελιζόμενοι ανεβοκατεβαίνουν απότομους λόφους για να φτάσουν στους ανθρώπους, περπατώντας τρεις ώρες ή και περισσότερο. Επίσης, δεν τους αρέσει να χάνουν συναθροίσεις. Για παράδειγμα, ένα βράδυ η Άντρεα Ιχ είχε το διορισμό να είναι οικοδέσποινα στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας. Εκείνη τη μέρα είχε περπατήσει 4 με 5 χιλιόμετρα μέσα στη ζούγκλα για να μαζέψει αβοκάντο με τους γιους της. Στη διάρκεια αυτής της εργασίας δέχτηκε 23 τσιμπήματα από σφίγγες. Παρ’ όλα αυτά, γύρισε σπίτι, ετοίμασε φαγητό για την οικογένειά της, πήγε στη συνάθροιση και έκανε το μέρος της στο πρόγραμμα. Το πρόσωπό της, αν και πρησμένο από τα τσιμπήματα των εντόμων, ήταν χαρούμενο. Είναι πάντα ενθαρρυντικό να βλέπει κανείς στις συνελεύσεις τους αγαπητούς αδελφούς και αδελφές από το λαό των Μάγια να είναι πανευτυχείς που λατρεύουν ενωμένα τον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά, παρότι ίσως έχουν ταξιδέψει όλη μέρα μέσα σε φορτηγό ή λεωφορείο για να παρευρίσκονται εκεί.

ΕΝΤΟΝΑ ΚΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΠΛΗΤΤΟΥΝ ΤΗΝ ΜΠΕΛΙΖ

Τα προηγούμενα 115 χρόνια, η Μπελίζ χτυπήθηκε από 51 τυφώνες και τροπικές καταιγίδες. Από το 1930, 12 τυφώνες είτε έχουν πλήξει άμεσα την Μπελίζ είτε έχουν περάσει αρκετά κοντά ώστε να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές και απώλειες σε ζωές. Ένας από τους χειρότερους, ο τυφώνας Χάτι, χτύπησε νωρίς το πρωί στις 31 Οκτωβρίου 1961, προκαλώντας ανέμους που έπνεαν με ταχύτητα 300 χιλιομέτρων την ώρα και υψώνοντας παλιρροϊκό κύμα που προξένησε εκατοντάδες θανάτους. Η Πόλη της Μπελίζ, η οποία βρίσκεται μόλις 30 εκατοστά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, καλύφτηκε από 30 εκατοστά λάσπης. Μια έκθεση από το γραφείο τμήματος ανέφερε: «Ενώ τα σπίτια των περισσότερων αδελφών [στην Πόλη της Μπελίζ] έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές ή έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, δεν υπήρξαν σοβαροί τραυματισμοί. Τα ρούχα των αδελφών χάθηκαν ή καταστράφηκαν από το νερό.

»Οι μπουλντόζες καθαρίζουν τους δρόμους και οι άνθρωποι ανάβουν μεγάλες φωτιές για να κάψουν ό,τι απέμεινε από τα κατεστραμμένα σπίτια. Εδώ στον [ιεραποστολικό] οίκο, είχαμε περίπου εξήντα εκατοστά νερό, το οποίο προκάλεσε πολλή ζημιά. Το νερό έξω είχε φτάσει περίπου στα τρία μέτρα, . . . αλλά ευτυχώς ο ιεραποστολικός οίκος ήταν χτισμένος πάνω από το επίπεδο του δρόμου. . . . Ελάχιστα τρόφιμα είναι διαθέσιμα στην αγορά . . . , και ακόμα ανασύρονται πτώματα».

Δέκα μέρες αργότερα, το γραφείο τμήματος ανέφερε: «Οι συνθήκες [στην Ντανγκρίγκα] είναι χειρότερες από ό,τι εδώ [στην Πόλη της Μπελίζ]. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να δουλεύουν οχτώ ώρες τη μέρα για να παίρνουν κουπόνια ώστε να αγοράσουν οτιδήποτε. Ο στρατός ελέγχει τα πάντα, και τα χρήματα έχουν χάσει εντελώς την αξία τους». Δύο αγόρια πέθαναν, ενώ ο πατέρας τους υπέστη κατάγματα στα πόδια όταν το σπίτι τους κατέρρευσε. Και τα δύο αγόρια ήταν ενεργοί ευαγγελιζόμενοι, ο δε 12χρονος είχε εξαιρετική φήμη για τη μαρτυρία που έδινε στους δασκάλους του σχολείου του.

Το μάτι του τυφώνα πέρασε ανάμεσα στην Πόλη της Μπελίζ και στην Ντανγκρίγκα, όπου η πλειονότητα των αδελφών υπέστησαν είτε μερική είτε ολική απώλεια των σπιτιών και των αποκτημάτων τους. Στις μέρες που ακολούθησαν τον τυφώνα, ο κυβερνήτης κήρυξε την περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας και κάλεσε το βρετανικό στρατό για να διασφαλίσει την εφαρμογή αυτών των μέτρων και να πυροβολεί τους λεηλατητές. Όσοι άντρες, γυναίκες και παιδιά συλλαμβάνονταν να παραβιάζουν την απαγόρευση κυκλοφορίας οδηγούνταν σε κρατητήρια για να περάσουν τη νύχτα.

Παρά τις χαοτικές συνθήκες, το τακτικό πρόγραμμα των συναθροίσεων και της υπηρεσίας αγρού ξανάρχισε όσο πιο σύντομα γινόταν. Αυτό δεν ήταν εύκολο, δεδομένου ότι πολλοί ζούσαν σε καταφύγια και οι αυλές ήταν γεμάτες νερό και λάσπη. Αλλά οι άνθρωποι χρειάζονταν το παρηγορητικό άγγελμα των καλών νέων της Βασιλείας και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν πρόθυμοι να κάνουν θυσίες για να τους το μεταδώσουν.

Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες, αλλά η αγάπη και η γενναιοδωρία των Μαρτύρων του Ιεχωβά από άλλες χώρες αναπτέρωσαν πολύ το ηθικό των αδελφών στην Μπελίζ. Είκοσι πέντε κιβώτια με ρουχισμό και άλλα είδη στάλθηκαν από άλλα γραφεία τμήματος και διανεμήθηκαν στους Μάρτυρες αλλά και σε πολλούς γείτονές τους. Το γραφείο τμήματος και η Αίθουσα Βασιλείας ήταν ανάμεσα στα λίγα κτίρια που άντεξαν το σφυροκόπημα του τυφώνα. Συνεπώς, όταν η κυβέρνηση ζήτησε να χρησιμοποιηθεί η Αίθουσα Βασιλείας ως δημόσιο καταφύγιο, οι αδελφοί συμφώνησαν αμέσως. *

«ΘΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΕΙΣ ΓΙΑ ΕΜΑΣ, ΚΥΡΙΑ ΠΡΑΤ;»

Τον Οκτώβριο του 2000, επί τρεις μέρες οι κάτοικοι του Σαν Πέδρο στη νησίδα Αμπέργκρις σφυροκοπούνταν από τους ανέμους του τυφώνα Κιθ, ταχύτητας 205 χιλιομέτρων την ώρα, και από καταρρακτώδη βροχή. Η Λέιντιβιλ, 16 χιλιόμετρα βόρεια της Πόλης της Μπελίζ, δέχτηκε περίπου 80 εκατοστά βροχόπτωσης μέσα σε τρεις μέρες. Σαράντα δύο αδελφοί αναζήτησαν καταφύγιο στην Αίθουσα Συνελεύσεων στη Λέιντιβιλ. Σχεδόν όλα τα σπίτια στη νησίδα Κόρκερ καταστράφηκαν. Οι 57 ευαγγελιζόμενοι στις δύο νησίδες έχασαν όλα ή σχεδόν όλα τα υπάρχοντά τους, ενώ οι νησίδες έμειναν χωρίς ηλεκτρισμό, νερό και τηλέφωνο επί αρκετές εβδομάδες. Ο πρωθυπουργός κήρυξε τις περιφέρειες Μπελίζ, Όραντζ Γουόκ και Κοροσάλ, καθώς επίσης τις νησίδες Αμπέργκρις και Κόρκερ, κατεστραμμένες περιοχές. Σε μια προσπάθεια να σταματήσουν οι λεηλασίες, επιβλήθηκε υποχρεωτική απαγόρευση κυκλοφορίας σε όλες τις περιοχές που είχαν πληγεί.

Η Σεσίλια Πρατ, μια ειδική σκαπάνισσα στη νησίδα Κόρκερ, άκουσε τις προειδοποιήσεις για τον τυφώνα και ετοίμασε μια τσάντα σε περίπτωση που χρειαζόταν να αναζητήσει καταφύγιο. Εκείνη τη μέρα, είχε μόλις συγκεντρώσει τις εκθέσεις υπηρεσίας αγρού από 12 αδελφές και σκόπευε να πάει με το απογευματινό πλοίο στο ηπειρωτικό τμήμα της χώρας για να τις παραδώσει στο γραφείο τμήματος. Η Σεσίλια τύλιξε προσεκτικά τις εκθέσεις υπηρεσίας σε πλαστικό κάλυμμα και τις έβαλε στην τσάντα έκτακτης ανάγκης που είχε ετοιμάσει. Όντως, κατά τη διάρκεια της νύχτας, η Σεσίλια και κάποιες αδελφές χρειάστηκε να καταφύγουν σε ένα σχολικό κτίριο φτιαγμένο από μπετόν, ενώ η υπόλοιπη ομάδα βρήκε προστασία στο κέντρο υγείας.

«Ο αέρας ξήλωσε την τσίγκινη οροφή της πρώτης αίθουσας στην οποία βρισκόμασταν», αφηγείται η Σεσίλια. «Όλοι έπρεπε να πάρουμε τα πράγματά μας και να τρέξουμε σε άλλη αίθουσα. Ολόκληρο το κτίριο έμοιαζε να σείεται από τον άνεμο, παρότι ήταν φτιαγμένο από μπετόν. Όταν κοιτάξαμε έξω, φαινόταν σαν να μας είχε περικυκλώσει η θάλασσα​—δεν υπήρχε στεριά. Μείναμε κοντά η μια στην άλλη και προσευχόμασταν έντονα. Οι 40 άνθρωποι που υπήρχαν στην αίθουσα, όλοι από διαφορετικά θρησκεύματα, ήταν τρομοκρατημένοι. Μερικοί έλεγαν: “Οργή Θεού είναι αυτό”. Ένας Καθολικός ιεροκήρυκας ήρθε κοντά μου και με ρώτησε: “Θα προσευχηθείς για εμάς, κυρία Πρατ;” Εγώ απάντησα: “Δεν μπορώ. Είμαι γυναίκα και δεν έχω καπέλο”. Εκείνος αποκρίθηκε: “Έχω εγώ καπέλο”. Δεν ήξερα αν ήταν κατάλληλο να προσευχηθώ για όλους, αλλά ήθελα να μάθουν αυτοί οι άνθρωποι ότι δεν ήταν ο Ιεχωβά εκείνος που προξένησε τον τυφώνα. Έτσι λοιπόν, προσευχήθηκα με τη μικρή μας ομάδα με δυνατή φωνή ώστε να ακούσουν όλοι. Μόλις τελείωσα την προσευχή και όλοι στην αίθουσα είπαν “Αμήν”, ο άνεμος κόπασε! Εκείνη τη στιγμή το μάτι του τυφώνα περνούσε από πάνω μας. Ο Καθολικός ιεροκήρυκας είπε: “Ήταν μια καλή προσευχή. Ο Θεός σου είναι ο αληθινός Θεός”. Έπειτα από αυτό, εκείνοι οι άνθρωποι δεν ήθελαν να φύγουμε εμείς οι πέντε αδελφές από το καταφύγιο, και τις επόμενες τρεις μέρες μάς έδιναν τροφή και καφέ.

»Ανησυχούσα, όμως, για τις άλλες ευαγγελιζόμενες. Το επόμενο πρωί, όταν σταμάτησε ο άνεμος, βγήκα από το καταφύγιο για να τις αναζητήσω. Παντού υπήρχαν πεσμένα δέντρα και συντρίμμια. Μερικά σπίτια είχαν μετακινηθεί κατά 10 ή 15 μέτρα από τον άνεμο. Πρώτα κοίταξα στο πολιτιστικό κέντρο όπου βρήκα δύο αδελφές και τα παιδιά τους. Το σπίτι μιας άλλης αδελφής είχε καταστραφεί, αλλά εκείνη ήταν ζωντανή».

Εξαιτίας του τυφώνα, το γραφείο τμήματος δυσκολεύτηκε να συγκεντρώσει τις εκθέσεις υπηρεσίας αγρού από τις εκκλησίες που είχαν πληγεί. Αλλά οι εκθέσεις από τη νησίδα Κόρκερ ήταν οι πρώτες που έφτασαν. Η Σεσίλια τις είχε κρατήσει ασφαλείς στην τσάντα της με τα είδη έκτακτης ανάγκης και τις είχε παραδώσει προσωπικά στους αδελφούς που ήρθαν από το γραφείο τμήματος για να δουν αν είναι καλά.

Τις επόμενες εβδομάδες, οι αδελφοί στις πληγείσες νησίδες έλαβαν προμήθειες αλλά και πρακτική βοήθεια από εθελοντές που βοήθησαν στον καθαρισμό και στην επισκευή των σπιτιών τους και της Αίθουσας Βασιλείας που υπήρχε στη νησίδα Αμπέργκρις.

Ο Μερλ Ρίτσερτ, ο οποίος εργάστηκε με την ομάδα των εθελοντών στη νησίδα Κόρκερ, αναφέρει: «Πρώτα ετοιμάσαμε καταλύματα και φροντίσαμε να διανεμηθούν οι προμήθειες. Την επομένη αρχίσαμε να επισκευάζουμε τα σπίτια των ευαγγελιζομένων. Την Κυριακή το πρωί βγήκαμε όλοι στην υπηρεσία αγρού. Έπειτα διαμορφώσαμε έναν χώρο για συναθροίσεις στην αυλή μιας αδελφής, φτιάχνοντας πάγκους για το ακροατήριο και ένα βήμα από κάποιον παλιό κορμό κοκκοφοίνικα. Προσαρμόσαμε το πρόγραμμα της συνάθροισης λαβαίνοντας υπόψη την απαγόρευση της κυκλοφορίας στις 8:00 μ.μ. και είχαμε 43 παρόντες στη δημόσια ομιλία και στη Μελέτη Σκοπιάς».

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΔΑΧΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η διεξαγωγή συνελεύσεων έγινε εφικτή σε διάφορα μέρη της χώρας με τη χρήση μιας τέντας. Αλλά για να στηθεί μια μεγάλη τέντα, απαιτούνται μέρες σκληρής εργασίας. Ο Σαντιάγκο Σόσα εξηγεί: «Ξεκινούσαμε την εργασία στις αρχές της εβδομάδας​—στήναμε την τέντα, φέρναμε πάγκους από την Αίθουσα Βασιλείας και δανειζόμασταν καρέκλες. Εκείνα τα χρόνια είχαμε και καφετέρια στις συνελεύσεις, οπότε δανειζόμασταν διάφορα σκεύη και συχνά μέναμε όλη τη νύχτα για να μαγειρέψουμε και να ολοκληρώσουμε τις εργασίες. Μερικές φορές, μόλις τελειώναμε όλες τις ετοιμασίες, ξεσπούσε μια δυνατή θύελλα στη διάρκεια της νύχτας και τα γκρέμιζε όλα. Την επόμενη μέρα έπρεπε να στήσουμε τα πάντα από την αρχή. Αλλά κανένας δεν παραπονιόταν».

Η Τζιν Τόμπσον θυμάται μια συνέλευση περιφερείας που διεξάχθηκε σε ένα χωριό μεταξύ της Πόλης της Μπελίζ και του Όραντζ Γουόκ. Οι αδελφοί έπρεπε να κόψουν τη βλάστηση δίπλα από την Αίθουσα Βασιλείας για να στήσουν την τέντα και να τοποθετήσουν τους πάγκους. «Έβρεχε ασταμάτητα σε όλη τη διάρκεια της συνέλευσης», λέει η Τζιν, «και ο χώρος κάτω από την τέντα πλημμύρισε. Γι’ αυτό, ακουμπούσαμε τα πόδια μας στον μπροστινό πάγκο. Ούτε που φανταζόμασταν ότι η γύρω περιοχή ήταν γεμάτη κοραλλιόφιδα. Χάρη στη βροχή, αναγκαστήκαμε να μείνουμε κάτω από την τέντα και κοντά στην Αίθουσα Βασιλείας. Αν περιφερόμασταν στη ζούγκλα, θα διατρέχαμε κίνδυνο».

Στη δεκαετία του 1970, άρχισαν να διεξάγονται συνελεύσεις στο Μπερντς Άιλ, ένα μικρό τροπικό νησί που απέχει περίπου 120 μέτρα από το νοτιοανατολικό άκρο της Πόλης της Μπελίζ. Ο ιδιοκτήτης του είχε χτίσει μια αίθουσα με αχυροσκεπή, η οποία είχε ηλεκτρικό ρεύμα, νερό και τουαλέτες, με τη σκέψη να τη διαθέτει για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Οι αδελφοί έφτιαξαν μια ξύλινη γέφυρα από τη στεριά, και έτσι μπορούσαν εύκολα να πηγαίνουν σε αυτό το γαλήνιο και ήσυχο μέρος όπου διεξάχθηκαν πολλές συνελεύσεις.

Το Μάρτιο του 1983, μίσθωσαν μια κρατική έκταση στην πόλη Λέιντιβιλ για να γίνει εκεί Αίθουσα Συνελεύσεων. Αρχικά, έφτιαξαν μια προσωρινή κατασκευή για συνελεύσεις περιοχής και περιφερείας καθώς και για άλλες ειδικές περιστάσεις. Ύστερα, το 1988, αγόρασαν στη Γουατεμάλα ένα κτίριο από χάλυβα, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μόνιμη Αίθουσα Συνελεύσεων σε αυτό το οικόπεδο στη Λέιντιβιλ.

ΠΡΟΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΕΖΙΚΟ ΑΓΡΟ

Από τη δεκαετία του 1920, έχουν εγκατασταθεί στην Μπελίζ Κινέζοι μετανάστες, πολλοί από τους οποίους χαίρονται να διαβάζουν τα έντυπά μας στη γλώσσα τους. Για παράδειγμα, η Ρομπέρτα Γκονζάλες αφηγείται: «Ήθελα να δώσω μαρτυρία σε μια φιλική Ταϊβανέζα η οποία είχε αρτοποιείο, αλλά ήξερα ότι δεν ενδιαφερόταν για τη θρησκεία και ήταν πάντα πολυάσχολη. Ήξερα επίσης ότι είχε δύο παιδιά στην εφηβεία, και έτσι μια μέρα ενώ βρισκόμουν στο αρτοποιείο της, της έδωσα το βιβλίο Οι Νεαροί Ρωτούν στην κινεζική και της είπα ότι θα ήθελα να ακούσω την άποψή της. Μερικές μέρες αργότερα, καθώς περνούσα με το αμάξι μου έξω από το αρτοποιείο της, την είδα να μου κάνει εναγωνίως νοήματα για να σταματήσω. Τότε μου είπε γεμάτη ενθουσιασμό ότι, από τη μέρα που της έδωσα το βιβλίο, με περίμενε πώς και πώς. Είπε ότι οι περισσότεροι έφηβοι από τις ταϊβανέζικες οικογένειες είχαν προβλήματα μετά τη μετανάστευσή τους στην Μπελίζ. Πίστευε ότι έπρεπε να διαβάσουν όλοι το βιβλίο Οι Νεαροί Ρωτούν. Ζήτησε από το γιο της να μετρήσει τις ταϊβανέζικες οικογένειες της πόλης που είχαν εφήβους και έπειτα παρήγγειλε 16 βιβλία για να δωρίσει σε κάθε οικογένεια ένα αντίτυπο».

Τον Οκτώβριο του 2000, το γραφείο τμήματος διευθέτησε μια τρίμηνη σειρά μαθημάτων στη μανδαρινική γλώσσα για σκαπανείς και ευαγγελιζομένους που ήταν πρόθυμοι να φροντίσουν τις κινεζικές κοινότητες του τομέα τους. Ποια ήταν τα αποτελέσματα; Σχηματίστηκε ένας κινεζικός όμιλος με αρκετούς σκαπανείς, ο οποίος στη συνέχεια έγινε εκκλησία. Παρά την έντονη εναντίωση, μερικοί έχουν ανταποκριθεί στα καλά νέα και στην αγάπη που τους δείχνει η εκκλησία.

Για παράδειγμα, το 2006 ο Μόντζε Τσεν δέχτηκε να κάνει Γραφική μελέτη. Στην αρχή, η οικογένειά του δεν του έφερνε αντιρρήσεις, αλλά σύντομα άρχισαν να τον χλευάζουν και να του εναντιώνονται. Ξαφνικά, η οικογένεια πούλησε όλη της την περιουσία, περιλαμβανομένου και του καταστήματος που διαχειριζόταν ο Μόντζε, και του έδωσαν μία ώρα διορία για να εγκαταλείψει τη νέα του θρησκεία και να μετακομίσει μαζί τους σε άλλη χώρα. Ο Μόντζε αρνήθηκε να αποκηρύξει τις νέες του πεποιθήσεις, και έτσι η οικογένειά του έφυγε χωρίς να του αφήσει τίποτα. Ένας αδελφός πήρε τον Μόντζε στο σπίτι του, και εκείνος συνέχισε να μελετάει τη Γραφή και να παρακολουθεί τακτικά τις συναθροίσεις. «Ανέπτυξα στενή σχέση με τον Ιεχωβά», λέει ο Μόντζε, «και αυτός με φρόντισε. Η Γραφική μελέτη και ο στοχασμός γύρω από τις Γραφές, όπως και η ενθάρρυνση των αδελφών, με έχουν βοηθήσει».

Ο Μόντζε βαφτίστηκε το Νοέμβριο του 2008, και η στάση της οικογένειάς του βελτιώθηκε όταν είδαν την αλλαγή στη διαγωγή και στην ομιλία του. «Η υπακοή στον Ιεχωβά δεν με έκανε φτωχό», προσθέτει ο Μόντζε, «και σίγουρα μου έφερε ευτυχία. Ο Ιεχωβά δεν με εγκατέλειψε, αλλά μου επέτρεψε να ζω ανάμεσα σε μια ενωμένη, στοργική αδελφότητα».

ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΜΠΕΛΙΖ

Το Κυβερνών Σώμα, αφού εξέτασε προσεκτικά τις ανάγκες του έργου της Βασιλείας με τις Επιτροπές Τμήματος της Μπελίζ και του Μεξικού, αποφάσισε ότι το έργο στην Μπελίζ έπρεπε να περιέλθει στην επίβλεψη του γραφείου τμήματος του Μεξικού. Αυτό άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2001 και έχει φέρει οφέλη καθώς και χαρά στους αδελφούς μας σε αυτό το μέρος του κόσμου.

Έκτοτε, το γραφείο τμήματος του Μεξικού έχει επιβλέψει την κατασκευή αρκετών Αιθουσών Βασιλείας στην Μπελίζ. Στις 16 Μαρτίου 2002, έγινε η αφιέρωση μιας διπλής, απέριττης Αίθουσας Βασιλείας στην Πόλη της Μπελίζ. Την επόμενη μέρα, διεξάχθηκε το πρόγραμμα αφιέρωσης για τον καλαίσθητο νέο ιεραποστολικό οίκο και την ανακαινισμένη Αίθουσα Συνελεύσεων στη Λέιντιβιλ. Ανάμεσα σε εκείνους που απόλαυσαν την ομιλία αφιέρωσης, την οποία εκφώνησε ο Γκέριτ Λος από το Κυβερνών Σώμα, ήταν και πολλοί που έχουν υπηρετήσει πιστά τον Ιεχωβά επί πέντε ή έξι δεκαετίες. Μετά το σχηματισμό μιας Ομάδας Οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας έχει σημειωθεί καλή πρόοδος, δεδομένου ότι έχουν οικοδομηθεί 20 Αίθουσες Βασιλείας σε όλη τη χώρα.

Το 2007, ήρθαν στην Μπελίζ 325 σκαπανείς από το Μεξικό για να βοηθήσουν στο κήρυγμα σε τομείς που καλλιεργούνται σπάνια. Η επίσκεψή τους έδωσε θαυμάσια ώθηση στο ευαγγελιστικό πνεύμα στην Μπελίζ. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των σκαπανέων αυξήθηκε εντυπωσιακά.

Σε αντίθεση με τους εκκλησιαστικούς ηγέτες οι οποίοι προσεύχονται κάθε χρόνο για την προστασία της Μπελίζ από τους τυφώνες, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έλαβαν πρακτικές οδηγίες για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης προτού αρχίσει η περίοδος των τυφώνων το 2007. Πόσο ευγνώμονες ήταν για αυτές τις οδηγίες όταν τον Αύγουστο χτύπησε ο τυφώνας Ντιν, κατηγορίας 5! Όλοι οι αδελφοί που βρίσκονταν σε απειλούμενες περιοχές εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και φιλοξενήθηκαν από αδελφούς σε ασφαλέστερες περιοχές. Αφού πέρασε ο τυφώνας, Μάρτυρες από όλη τη χώρα βοήθησαν στην επισκευή των σπιτιών και των Αιθουσών Βασιλείας, γεγονός που υποκίνησε έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό να επαινέσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως παράδειγμα άξιο μίμησης.

ΕΝΩΝΟΝΤΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

Με την ευλογία του Ιεχωβά, υπάρχουν τώρα στην Μπελίζ πάνω από 1.800 ευαγγελιζόμενοι​—μια αναλογία 1 προς 149 κατοίκους. Και εφόσον το 2009 παρακολούθησε την Ανάμνηση 1 στους 39 κατοίκους, οι προοπτικές για αύξηση είναι θαυμάσιες!

Τα περασμένα 80 χρόνια, το έργο μαθήτευσης στην Μπελίζ έχει παραγάγει μια όμορφη ποικιλία πνευματικών ατόμων που είναι ενωμένοι μέσω της “καθαρής γλώσσας”​—της αλήθειας σχετικά με τον Θεό και τους σκοπούς του. «Ώμο προς ώμο» με τους πνευματικούς αδελφούς και αδελφές τους σε όλη τη γη, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Μπελίζ κάνουν καλή χρήση της καθαρής γλώσσας για να δίνουν δημόσια μαρτυρία φέρνοντας τιμή στον Ιεχωβά, τον στοργικό μας Θεό.​—Σοφ. 3:9.

[Υποσημειώσεις]

^ παρ. 1 Παρότι η Μπελίζ αποκαλούνταν Βρετανική Ονδούρα μέχρι το 1973, θα αναφερόμαστε σε αυτή τη χώρα ως Μπελίζ, εκτός αν τα συμφραζόμενα απαιτούν κάτι διαφορετικό.

^ παρ. 3 Εξαιτίας αυτού του τυφώνα, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Πόλη της Μπελίζ στο Μπελμοπάν, στην ενδοχώρα.

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 224]

«Ο οδηγός του φορτηγού μού είπε ότι οι αληθινοί Χριστιανοί κηρύττουν από πόρτα σε πόρτα»

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 234]

«Δεν είναι σωστό να φοβόμαστε τον πατέρα μου. Τον Ιεχωβά πρέπει να φοβόμαστε»

[Πλαίσιο στη σελίδα 208]

Συνοπτική Εικόνα της Μπελίζ

Χώρα

Η χαμηλή παράκτια πεδιάδα δίνει τη θέση της στα όρη Μάγια προς το νότο. Τα δάση φιλοξενούν ιαγουάρους, πούμα, μαύρους πιθήκους μυκητές, αγριόχοιρους πεκάρι, πράσινα ιγκουάνα, κροκόδειλους, καθώς και μέχρι 60 είδη φιδιών, όπως το πολύ δηλητηριώδες φίδι βόθρωψ. Υπάρχουν σχεδόν 600 είδη πουλιών, μεταξύ των οποίων και το απειλούμενο με εξαφάνιση κόκκινο μακάο και το πανέμορφο τουκάν ραμφαστός. Η πολυποίκιλη θαλάσσια ζωή περιλαμβάνει κοράλλια, σφουγγάρια, ψάρια παπαγάλους, αλλά και μανάτους, μπαρακούντα και φαλαινοκαρχαρίες.

Κάτοικοι

Ο πληθυσμός αποτελείται από Μάγια (Κέκτσι, Μόπαν και Γιουκατέκ), Κρεολούς (μικτής αφρικανικής και ευρωπαϊκής καταγωγής), Μεστίσο (μιγάδες απόγονοι Ισπανών και Μάγια), Γκαρινάγκου (μιγάδες απόγονοι Αφρικανών και Καραΐβων), Ινδούς, Λιβανέζους, Κινέζους και Ευρωπαίους, συμπεριλαμβανομένων Γερμανών και Ολλανδών Μενονιτών.

Γλώσσα

Επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική, αλλά μιλιούνται επίσης η κρεολή της Μπελίζ, η ισπανική, η γκαριφούνα, η κέκτσι, η μάγια, η γερμανική και η μανδαρινική.

Πόροι διαβίωσης

Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασχολείται με την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου και τροπικών οπωροφόρων, καθώς και με την εξαγωγή των προϊόντων τους. Η αλιεία και ο τουρισμός είναι επίσης πηγή εισοδήματος για πολλούς.

Τροφή

Η συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών στη χώρα έχει διαμορφώσει μια εύγευστη κουζίνα με μεγάλη ποικιλία. Ένα αγαπημένο παραδοσιακό πιάτο περιλαμβάνει ρύζι με φασόλια μαγειρεμένα σε γάλα καρύδας και σερβίρεται συχνά με τηγανητό ή μαγειρευτό κοτόπουλο, βοδινό ή ψάρι και τηγανισμένο ώριμο πλαντάγο. Τα πεντανόστιμα θαλασσινά είναι άφθονα και πολύ δημοφιλή.

Κλίμα

Δεδομένης της θέσης της στην Καραϊβική ακτή της Κεντρικής Αμερικής, η Μπελίζ έχει ζεστό, υγρό, υποτροπικό κλίμα και είναι ευάλωτη στους τυφώνες.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 215]

Οι Γκαρινάγκου Ανταποκρίνονται στην Αλήθεια

ΜΠΕΒΕΡΛΙ ΑΝ ΦΛΟΡΕΣ

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1961

ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1993

ΙΣΤΟΡΙΚΟ Όντας Γκαριφούνα στην καταγωγή, δέχτηκε την αλήθεια και τώρα βοηθάει το λαό της να μάθει για τον Ιεχωβά.

◼ ΟΙ Γκαρινάγκου (πληθυντικός της λέξης Γκαριφούνα) ανάγουν την καταγωγή τους στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν έγιναν επιγαμίες σκλάβων με αυτόχθονες Καραΐβες. Η γκαριφούνα είναι μια αραουακανική γλώσσα με στοιχεία από τη γαλλική και τη σουαχίλι.

Η θρησκεία των Γκαρινάγκου είναι ένα κράμα αφρικανικών και αμερινδιάνικων παραδόσεων, με ισχυρές Καθολικές επιρροές. Η ντούγκου, για παράδειγμα, είναι μια περίπλοκη ιεροτελεστία κατά την οποία προσφέρουν φαγητό και ποτό στους νεκρούς προγόνους για να τους εξευμενίσουν. «Η μητέρα μου δεν συμφωνούσε με την ιεροτελεστία ντούγκου», λέει η Μπέβερλι. «Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να θέλει ο Θεός να θάβεται όλο αυτό το φαγητό. Συνήθιζε να λέει: “Το φαγητό είναι για να το τρώνε οι άνθρωποι! Και αν οι νεκροί είναι αγαπημένα μας πρόσωπα, γιατί να επιστρέψουν και να μας βλάψουν;”»

Η Μπέβερλι εξηγεί κατόπιν τι συνέβη όταν γνώρισε την αλήθεια. «Επειδή είμαι Γκαριφούνα στην καταγωγή, υποκινήθηκα να πάω στην Ντανγκρίγκα για να κηρύξω στο λαό μου. Ήξερα ότι οι περισσότεροι Γκαρινάγκου θα ανταποκρίνονταν καλύτερα σε κάποιον δικό τους άνθρωπο. Πολλοί δίνουν προσοχή όταν μιλάω στη γλώσσα γκαριφούνα και αρκετοί έχουν αρχίσει να συναναστρέφονται με την εκκλησία. Έχουν καταλάβει ότι μπορούν να απελευθερωθούν από αντιγραφικές παραδόσεις χωρίς να κινδυνεύουν να θανατωθούν από τα κακά πνεύματα».

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 218]

«Ο Ιεχωβά Πάντα μας Φρόντιζε»

ΛΙΛΙ ΜΙΛΕΡ

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1928

ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1960

ΙΣΤΟΡΙΚΟ Ανέθρεψε μόνη της έξι παιδιά και είναι στην ολοχρόνια υπηρεσία επί 47 χρόνια.

◼ «ΤΟ 1959, η Αμίμπελ Άλεν μού μίλησε για την Αγία Γραφή», θυμάται η γλυκομίλητη Λίλι. «Στην εκκλησία μάς είχαν προειδοποιήσει για όλους εκείνους τους “ψευδοπροφήτες” που πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα. Συμφώνησα να μελετήσω χρησιμοποιώντας μόνο τη Γραφή, δέχτηκα την αλήθεια και βαφτίστηκα την επόμενη χρονιά.

»Στην αρχή, μου ήταν δύσκολο να κηρύττω. Τα χέρια μου έτρεμαν τόσο πολύ ώστε με δυσκολία κρατούσα τη Γραφή μου. Αλλά η επιθυμία που είχα να μεταδώσω τα όσα μάθαινα ήταν “σαν φωτιά που έκαιγε, κλεισμένη μέσα στα κόκαλά μου”, όπως είπε ο Ιερεμίας, και μου ήταν αδύνατον να μη μιλάω, είτε άκουγαν οι άνθρωποι είτε όχι».​—Ιερ. 20:9.

Πώς μπόρεσε η Λίλι να αναθρέψει μόνη της τα έξι παιδιά της και συγχρόνως να κάνει σκαπανικό; «Προσευχόμουν στον Ιεχωβά και εκείνος με βοήθησε να τα καταφέρω», λέει η Λίλι. «Τρεις φορές την εβδομάδα, σηκωνόμουν στις 3:30 π.μ. για να φτιάξω μπισκότα. Οι κόρες μου και εγώ τα ψήναμε σε μια ξυλόσομπα, και οι άνθρωποι έκαναν ουρά για να τα αγοράσουν έτσι όπως έβγαιναν ζεστά από το φούρνο. Αφού πουλούσαμε όλα τα μπισκότα, τα παιδιά μου έφευγαν για το σχολείο και εγώ πήγαινα στην υπηρεσία αγρού. Ο Ιεχωβά πάντα μας φρόντιζε».

Από το 1969, η Λίλι κάνει σκαπανικό στην Κοροσάλ. Ο μεγαλύτερος γιος της και δύο από τις κόρες της έχουν αναλάβει την ολοχρόνια υπηρεσία, ενώ η ίδια έχει συμβάλει στο να γνωρίσουν 69 άτομα την αλήθεια.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 227, 228]

Εξορμήσεις στη Ζούγκλα​—Κήρυγμα στο Βροχερό Δάσος

«Το Μάρτιο του 1991, 23 αδελφοί και αδελφές από όλη τη χώρα συγκεντρωθήκαμε στην Πούντα Γκόρντα για μια δεκαήμερη εκστρατεία κηρύγματος στα βάθη του βροχερού δάσους», αφηγείται η Μάρθα Σίμονς. «Στα σακίδιά μας μεταφέραμε, όχι μόνο ρούχα, κουβέρτες και αιώρες, αλλά και έντυπα στην αγγλική, στην ισπανική και στην κέκτσι. Επίσης κουβαλούσαμε τρόφιμα, στα οποία περιλαμβάνονταν 200 πακέτα μπισκότα.

»Το επόμενο πρωί μπήκαμε σε ένα μονόξυλο κανό φτιαγμένο από τον κορμό μιας μεγάλης κεΐβης (είδος βόμβακα) και αρχίσαμε να ταξιδεύουμε στα ταραγμένα νερά. Στο χωριό Κρικ Σάρκο, ξεφορτώσαμε τις αποσκευές μας και κατασκηνώσαμε. Ενώ οι αδελφοί έστηναν τις αιώρες, οι αδελφές μαγείρεψαν ένα από τα αγαπημένα μας φαγητά​—χοιρινή ουρά μαγειρεμένη μαζί με κασσάβα, γλυκοπατάτες, πράσινο πλαντάγο, καρύδα και βραστά αβγά. Η άφιξή μας έγινε αντιληπτή, και σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν οι κάτοικοι αυτού του χωριού των Κέκτσι για να μας χαιρετήσουν. Ως εκ τούτου, μπορέσαμε να δώσουμε μαρτυρία σε ολόκληρο το χωριό μέσα σε δύο ώρες. Εκείνη τη νύχτα, οι αδελφοί κοιμήθηκαν σε αιώρες κάτω από το ανυψωμένο σε πασσάλους κτίσμα όπου στεγαζόταν το αστυνομικό τμήμα, ενώ οι αδελφές κοιμήθηκαν μέσα σε ένα καμπίλντο, τον τόπο συνάντησης των γερόντων του χωριού.

»Την άλλη μέρα φορτώσαμε πάλι το κανό μας και πλεύσαμε ακόμη πιο βαθιά στη ζούγκλα, όπου σε κάποια σημεία το ποτάμι καλυπτόταν από ρίζες μαγκρόβιων δέντρων που έκαναν το τοπίο σκοτεινό και τρομακτικό. Έπειτα από περίπου μισή ώρα, αφήσαμε το κανό μας και περπατήσαμε άλλη μιάμιση ώρα μέσα στη ζούγκλα ως το χωριό Σάντεϊγουντ. Οι άνθρωποι εκεί ήταν μικροκαμωμένοι με σκουρόχρωμο δέρμα και ίσια μαύρα μαλλιά. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ξυπόλητοι και οι γυναίκες φορούσαν παραδοσιακές φούστες και κοσμήματα με χάντρες. Τα σπίτια ήταν με αχυροσκεπές και χωμάτινα δάπεδα και δεν είχαν εσωτερικούς τοίχους ούτε έπιπλα εκτός από αιώρες. Κοντά στα σπίτια υπήρχε μια κοινόχρηστη εστία μαγειρέματος.

»Οι άνθρωποι ήταν πολύ φιλικοί και βρήκαμε μεγάλο ενδιαφέρον. Εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα από το γεγονός ότι είχαμε έντυπα στη γλώσσα κέκτσι και μπορούσαμε να τους δείξουμε εδάφια από τη Γραφή στη γλώσσα τους.

»Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε από τους κόκορες, τα πουλιά του δάσους και τους πιθήκους μυκητές. Έπειτα από ένα πλούσιο πρόγευμα, κάναμε επανεπισκέψεις σε όλους όσους είχαν δείξει ενδιαφέρον την προηγούμενη μέρα. Αρχίσαμε αρκετές Γραφικές μελέτες και τους παροτρύναμε όλους να συνεχίσουν να μελετούν μόνοι τους ωσότου επιστρέψουμε την επόμενη χρονιά. Κάπως έτσι κύλησαν και οι υπόλοιπες μέρες, καθώς προχωρούσαμε βαθιά μέσα στο βροχερό δάσος για να προσεγγίσουμε απομονωμένα χωριά.

»Έπειτα από δέκα χαρούμενες μέρες στο δάσος, η σκέψη μας ταξίδεψε πίσω στις μακρινές αποστάσεις που διανύσαμε, στα πολλά χωριά που επισκεφτήκαμε και σε όλους τους ανθρώπους που συναντήσαμε. Προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά να προστατέψει τους σπόρους της αλήθειας τους οποίους φυτέψαμε ωσότου επιστρέψουμε την επόμενη χρονιά. Τα πόδια μας πονούσαν και το σώμα μας ήταν κουρασμένο, αλλά η καρδιά μας ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη προς τον Ιεχωβά που μας έδωσε τη χαρά να συμμετάσχουμε σε αυτή την ετήσια εξόρμηση στη ζούγκλα».

[Πλαίσιο/​Εικόνες στη σελίδα 235, 236]

Κάποιοι Μάγια που Αγαπούν τον Ιεχωβά

ΧΟΡΧΕ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΟ (ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥΣ, ΤΗΝ ΠΡΙΣΙΛΙΑΝ)

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ 1969 και 1971

ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΑΝ 1997

ΧΡΗΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Οι παραδόσεις των Μάγια δίνουν έμφαση στο σεβασμό και στην πλήρη υπακοή προς τους γονείς, ακόμα και όταν πρόκειται για παντρεμένους ενηλίκους.

◼ ΟΤΑΝ ο Νίκολας και ο Χόρχε γνώρισαν και αγάπησαν τον Ιεχωβά, ο πατέρας τους εναντιώθηκε σφοδρά στις Χριστιανικές τους δραστηριότητες.

«Εξήγησα στον πατέρα μου ότι μάθαινα ωφέλιμα πράγματα», λέει ο Νίκολας, «αλλά εκείνος ήταν μέλος της Εκκλησίας των Βαπτιστών και δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό μου. Σταμάτησα αρκετές φορές τη Γραφική μου μελέτη επειδή δεν ήθελα να τον πληγώνω. Αλλά γνώριζα επίσης ότι, μεθώντας με τον πατέρα μου, δεν έθετα καλό παράδειγμα για τα παιδιά μου. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου ήταν τόσο δυστυχισμένοι ώστε δεν χαμογελούσαν ποτέ.

»Μόλις άρχισα να μελετάω την Αγία Γραφή και να παρακολουθώ τακτικά τις Χριστιανικές συναθροίσεις, η αλήθεια με βοήθησε να ελευθερωθώ από την κακή διαγωγή. Τώρα πια, η οικογένειά μου ωφελούνταν πλήρως από το εισόδημα που έβγαζα εργαζόμενος σκληρά. Σήμερα, ως οικογένεια, είμαστε πολυάσχολοι στην υπηρεσία του Ιεχωβά και υπάρχει χαρά και γέλιο στο σπίτι μας».

Η κατάσταση του Χόρχε ήταν παρόμοια. Η συνήθεια που είχε να μεθάει και η άσχημη γλώσσα του προκαλούσαν προβλήματα στην οικογένειά του και δεν ήταν ποτέ στο σπίτι τα σαββατοκύριακα. Αλλά η Γραφική του μελέτη τον βοήθησε να βελτιώσει σημαντικά τη διαγωγή του.

«Καθώς σημείωνα πρόοδο», αφηγείται ο Χόρχε, «ο πατέρας μου εναντιωνόταν όλο και περισσότερο. Μας αποκαλούσε ψευδοπροφήτες. Μάλιστα μας απείλησε με το μεγάλο του μαχαίρι, και όχι μόνο μια φορά. Ο αδελφός Καρντόζα, με τον οποίο μελετούσα τη Γραφή, είχε προσπαθήσει να μας προετοιμάσει πολύ νωρίτερα. “Τι θα κάνατε αν ο πατέρας σας σάς έλεγε να φύγετε από το πατρικό σπίτι;” μας ρωτούσε. “Ο πατέρας μου με αγαπάει”, του έλεγα, “και δεν θα κάνει κάτι τέτοιο”. Αλλά δυστυχώς, αυτό ακριβώς έκανε.

»Εντούτοις», συνεχίζει ο Χόρχε, «αγαπούσα αυτά που μάθαινα και η ζωή μου βελτιωνόταν. Η οικογένειά μου ωφελούνταν από τη νέα μου Χριστιανική προσωπικότητα. Σεβόμασταν ο ένας τον άλλον και ήμασταν ευτυχισμένοι. Σήμερα, το έργο κηρύγματος μου φέρνει πολλή χαρά και, με τη βοήθεια του Ιεχωβά, είμαι τακτικός σκαπανέας».

[Εικόνα]

Ο Φρανκ Καρντόζα έδωσε μαρτυρία στον Χόρχε

[Πλαίσιο/​Εικόνες στη σελίδα 238, 239]

Υπηρετούν Χαρούμενα Εκεί Όπου η Ανάγκη Είναι Μεγαλύτερη

Το να μετακομίσει κανείς σε μια χώρα όπου υπάρχει ανάγκη για περισσότερους διαγγελείς της Βασιλείας είναι μεγάλο βήμα. Αλλά το να παραμένει σε ξένο αγρό το ένα έτος μετά το άλλο απαιτεί συχνά μεγάλη προσπάθεια και αυτοθυσία. Πολλοί αδελφοί και αδελφές μας έχουν αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις με μεγάλο σθένος και χαρά.

Ο Άρθουρ και η Ρομπέρτα Γκονζάλες, για παράδειγμα, ήρθαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να υπηρετήσουν στην Μπελίζ με τον τρίχρονο γιο τους, τον Ντάλτον, το 1989. «Η μεγαλύτερη πρόκληση», παραδέχεται η Ρομπέρτα, «ήταν να αφήσω μια σίγουρη, καλοαμειβόμενη εργασία για να ζήσω σε μια χώρα όπου τόσο πολλοί άνθρωποι είναι άνεργοι».

«Πράγματι», επιβεβαιώνει ο Άρθουρ, «πρέπει να εμπιστεύεσαι στον Ιεχωβά. Όταν διαβάζω στη Γραφή για τον Αβραάμ, με εντυπωσιάζει το ότι άφησε το σπίτι του, την οικογένειά του και όλα όσα γνώριζε. Αλλά ο Ιεχωβά τον φρόντισε καλά. Μια πρόκληση που αντιμετωπίσαμε ήταν το να εξοικειωθούμε με την κρεολή της Μπελίζ. Αλλά βασιστήκαμε στον Ιεχωβά και εκείνος μας φρόντισε».

Ο Φρανκ και η Άλις Καρντόζα ήρθαν από την Καλιφόρνια το 1991 για να κάνουν σκαπανικό στην Μπελίζ. «Διαβάζοντας το βιβλίο των Πράξεων», λέει ο Φρανκ, «ανέπτυξα την επιθυμία να γίνω ιεραπόστολος. Αλλά επειδή έχουμε τέσσερα παιδιά, ήξερα ότι δεν θα πληρούσαμε ποτέ τις προϋποθέσεις για τη Σχολή Γαλαάδ. Έτσι λοιπόν, όταν η μικρότερη κόρη μας τελείωσε το σχολείο, είδαμε ότι είχαμε την ευκαιρία να μετακομίσουμε σε άλλη χώρα. Όταν διαβάσαμε στη Σκοπιά σχετικά με την Μπελίζ, το αποφασίσαμε».

«Συμφώνησα να το δοκιμάσουμε για τρία χρόνια», λέει η Άλις. «Τώρα είμαστε εδώ επί 18 χρόνια, και μου αρέσει πολύ!»

«Αγαπάμε τους ανθρώπους και μας αρέσει να είμαστε πολυάσχολοι», προσθέτει ο Φρανκ, «έτσι λοιπόν, μας είναι εύκολο να πλησιάσουμε εκείνους που αγαπούν τον Ιεχωβά. Το ότι είχαμε τόσο πολλές μελέτες ώστε δεν τις προλαβαίναμε και βλέπαμε τους ανθρώπους να ανταποκρίνονται στην αλήθεια έχει κάνει αυτά τα χρόνια τα καλύτερα της ζωής μας. Δεν θα εγκαταλείπαμε αυτό το προνόμιο για όλα τα χρήματα του κόσμου».

Ο Καρλ και η Μάρθα Σίμονς μετακόμισαν από το Τέξας στην Μπελίζ το 1988. «Τα δύο παιδιά μας ήταν δέκα και οχτώ ετών όταν μετακομίσαμε», λέει η Μάρθα. «Στην Μπελίζ περνούσαμε μέρες ολόκληρες κηρύττοντας μαζί με την εκκλησία σε χωριά μέσα στη ζούγκλα. Επίσης εργαστήκαμε στην οικοδόμηση της Αίθουσας Συνελεύσεων, και το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο από αδελφούς και αδελφές που έμεναν μαζί μας κατά τη διάρκεια των συνελεύσεων. Είμαστε ευγνώμονες που μπορέσαμε να αναθρέψουμε τα παιδιά μας εδώ, επειδή συναναστρέφονταν με ειδικούς σκαπανείς και ιεραποστόλους. Ναι, υπήρχαν στιγμές που θέλαμε να ανεβούμε σε ένα αεροπλάνο και να φύγουμε​—που δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό, μπαταρίες και τηλέφωνο. Αλλά αν έπρεπε να κάνουμε πάλι το ίδιο, με όλες τις καλές και τις κακές στιγμές, θα το κάναμε. Η ζωή μας εμπλουτίστηκε λόγω της υπηρεσίας μας εκεί όπου η ανάγκη είναι μεγαλύτερη».

[Εικόνες]

Από αριστερά προς τα δεξιά: ο Ντάλτον, η Ρομπέρτα, ο Άρθουρ και η μητέρα του, η Μάρθα Γκονζάλες

Άλις και Φρανκ Καρντόζα

Καρλ και Μάρθα Σίμονς

[Πλαίσιο στη σελίδα 250]

«Έχουμε Κάποιον που μας Νοιάζεται!»

ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΚΑ (ΜΠΕΚΙ) ΛΑΚΑΓΙΟ

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ 1950 και 1949

ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΑΝ 1966 και 1959

ΙΣΤΟΡΙΚΟ Αφού αποφοίτησαν από τη Γαλαάδ το 1972, υπηρέτησαν ως ιεραπόστολοι στο Ελ Σαλβαδόρ, στην Μπελίζ, στη Νικαράγουα, στο Μεξικό και στην Ονδούρα. Τώρα υπηρετούν στο έργο περιοχής στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ποτέ δεν ξέχασαν την περίοδο που συμμετείχαν στο έργο παροχής βοήθειας στην Μπελίζ.

◼ «ΕΙΜΑΣΤΕ στο έλεος του τυφώνα Κιθ!» έγραψε η Μπέκι τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2000. «Βρέχει αδιάκοπα εδώ και δυόμισι μέρες».

Την επόμενη μέρα, αφού κόπασε ο αέρας και η βροχή, ο Αλεχάντρο και ο ειδικός σκαπανέας Ντόναλντ Νίμπραχ κατάφεραν να μεταφέρουν κάποιες προμήθειες στη νησίδα Αμπέργκρις. Μαζί με δύο ντόπιους πρεσβυτέρους επισκέφτηκαν κάθε ευαγγελιζόμενο στις δύο εκκλησίες για να δουν αν είναι καλά.

«Την Τετάρτη», θυμάται η Μπέκι, «αδελφοί από διαφορετικά μέρη της χώρας έφεραν στο γραφείο τμήματος τρόφιμα, νερό και ρουχισμό για τους αδελφούς στα νησιά. Σύντομα η ρεσεψιόν και η βιβλιοθήκη είχαν γεμίσει με προμήθειες».

Στο μεταξύ, ο Αλεχάντρο και τρεις άλλοι μετέφεραν προμήθειες στη νησίδα Κόρκερ, έδωσαν την αναγκαία ενθάρρυνση και προσευχήθηκαν μαζί με τον όμιλο. Τόσο οι Μάρτυρες όσο και άλλα άτομα συγκινήθηκαν βαθιά από την αγάπη και το ενδιαφέρον των αδελφών. «Χρόνια ολόκληρα έκανα δωρεές στην εκκλησία μου», παραπονέθηκε μια γυναίκα, «αλλά κανένας δεν έχει έρθει να ρωτήσει πώς είμαι».

«Κοιτάξτε τους άλλους ανθρώπους», είπε μια αδελφή με δάκρυα χαράς στα μάτια, «και κοιτάξτε εμάς! Εμείς έχουμε κάποιον που μας νοιάζεται!»

[Πίνακας/​Γράφημα στη σελίδα 244, 245]

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ—Μπελίζ

192 3Ο Τζέιμς Γκόρντον κηρύττει στο χωριό Μπόμπα.

1930

1933 Η Φρίντα Τζόνσον κηρύττει στην Πόλη της Μπελίζ.

1934 Ο Θάντιους Χότζσον διεξάγει συναθροίσεις στο αρτοποιείο του.

1940

1941 Οι πρώτοι ευαγγελιζόμενοι βαφτίζονται στην Πόλη της Μπελίζ.

1945 Φτάνουν οι πρώτοι ιεραπόστολοι.

1946 Ιδρύεται γραφείο τμήματος.

1950

1957 Δεν επιτρέπεται η είσοδος άλλων ιεραποστόλων.

1959 Οικοδομείται γραφείο τμήματος, ιεραποστολικός οίκος και Αίθουσα Βασιλείας.

1960

1961 Επιτρέπεται ξανά η είσοδος ιεραποστόλων.

1961 Ο τυφώνας Χάτι σαρώνει την Μπελίζ.

1971 Το Μπερντς Άιλ χρησιμοποιείται πρώτη φορά για συνελεύσεις.

1980

1988 Χτίζεται Αίθουσα Συνελεύσεων στη Λέιντιβιλ.

1990

2000

2000 Ο τυφώνας Κιθ πλήττει την Μπελίζ.

2001 Η επίβλεψη της Μπελίζ ανατίθεται στο γραφείο τμήματος του Μεξικού.

2002 Γίνεται η αφιέρωση μιας διπλής Αίθουσας Βασιλείας (αριστερά), ενός ιεραποστολικού οίκου και μιας ανακαινισμένης Αίθουσας Συνελεύσεων.

2010

[Γράφημα]

(Βλέπε έντυπο)

Σύνολο Ευαγγελιζομένων

Σύνολο Σκαπανέων

1.800

1.200

400

1930 1940 1950 1960 1980 1990 2000 2010

[Εικόνα]

Πλοιάριο γεμάτο αδελφούς που πηγαίνουν σε συνέλευση

[Χάρτες στη σελίδα 209]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΜΕΞΙΚΟ

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ

Μέλχορ ντε Μένκος

ΚΑΡΑΪΒΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΜΠΕΛΙΖ

Νησίδα Αμπέργκρις

Σαν Πέδρο

Νησίδα Κόρκερ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΟΡΟΣΑΛ

Κοροσάλ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΟΡΑΝΤΖ ΓΟΥΟΚ

Όραντζ Γουόκ

Όγκαστ Πάιν Ριτζ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΜΠΕΛΙΖ

Μπόμπα

Σαντάνα

Κρούκεντ Τρι

Μπλακ Κρικ

Λέιντιβιλ

Πόλη της Μπελίζ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΑΓΙΟ

ΜΠΕΛΜΟΠΑΝ

Μπένκε Βιέχο

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΤΑΝ ΚΡΙΚ

Κοιλάδα Σταν Κρικ

Ντανγκρίγκα

Χόπκινς

Σέιν Μπάιτ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΟΛΕΔΟ

Μάνγκο Κρικ

Πλασέντια

Μάνκι Ρίβερ

Πούντα Νέγκρα

Σαν Αντόνιο

Πούντα Γκόρντα

Σάντεϊγουντ

Μπαράνκο

Κρικ Σάρκο

Ποταμός Μπελίζ

ΟΡΗ ΜΑΓΙΑ

[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 200]

[Εικόνα στη σελίδα 206]

Η Αλφονσίνα Ρομπάτο και η Αμίμπελ Άλεν μαζί με τρεις ειδικούς σκαπανείς

[Εικόνα στη σελίδα 207]

Ο Χέρμαν και η Ντερίν Λάιτμπερν με το γιο τους, τον Στίβεν

[Εικόνα στη σελίδα 210]

Ομάδα Μαρτύρων με τροχήλατο ηχητικό εξοπλισμό, στην Πόλη της Μπελίζ, τη δεκαετία του 1940. (1) Θάντιους Χότζσον, (2) Τζορτζ Λόνγκσγουερθ

[Εικόνα στη σελίδα 213]

Ο Έλμερ Άιριγκ επέκτεινε τη διακονία του στις περιφέρειες της επαρχίας

[Εικόνα στη σελίδα 214]

Ο Τσαρλς Χέιεν παρότρυνε τους αδελφούς να διεξάγουν τακτικές συναθροίσεις

[Εικόνα στη σελίδα 221]

Το γραφείο τμήματος, ο ιεραποστολικός οίκος και η Αίθουσα Βασιλείας στην Πόλη της Μπελίζ

[Εικόνα στη σελίδα 223]

Η πρώτη συνέλευση περιοχής που παρουσιάστηκε εξ ολοκλήρου στην ισπανική, στην Αίθουσα Βασιλείας του Όραντζ Γουόκ, το 1968

[Εικόνα στη σελίδα 229]

Οι ειδικοί σκαπανείς Μαρθιάλ και Μανουέλα Κέι

[Εικόνα στη σελίδα 230]

Χαρακτηριστικό χωριό των Μάγια, Περιφέρεια Τολέδο

[Εικόνα στη σελίδα 240]

Μαρία και Μπασίλιο Εχ

[Εικόνα στη σελίδα 246]

Σεσίλια Πρατ

[Εικόνα στη σελίδα 249]

Αδελφοί παρακολουθούν συνέλευση περιοχής κάτω από την τέντα, στην Πούντα Γκόρντα τη δεκαετία του 1960

[Εικόνα στη σελίδα 251]

Μπέκι και Αλεχάντρο Λακάγιο

[Εικόνες στη σελίδα 252, 253]

Το κτίριο από χάλυβα που φαίνεται κάτω χρησιμοποιείται τώρα ως Αίθουσα Συνελεύσεων (δεξιά)

Η ανακαινισμένη Αίθουσα Συνελεύσεων

[Εικόνα στη σελίδα 254]

Αδελφοί και αδελφές στο εργοτάξιο της διπλής Αίθουσας Βασιλείας στην Πόλη της Μπελίζ