ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αποφασισμένος να Μην Αφήσω τα Χέρια μου να Ατονήσουν
«ΜΠΑΜΠΑ», «ΠΑΤΕΡΟΥΛΗ», «ΘΕΙΕ». Έτσι με φωνάζουν πολλοί νεαροί στο Μπέθελ. Και επειδή είμαι 89 χρονών, μου αρέσει. Θεωρώ αυτές τις εκφράσεις στοργής ανταμοιβή από τον Ιεχωβά για τα 72 χρόνια που έχω αφιερώσει στην ολοχρόνια υπηρεσία. Και με την πείρα που έχω αποκτήσει υπηρετώντας τον Θεό, μπορώ να διαβεβαιώσω αυτούς τους νεαρούς από καρδιάς: “Θα ανταμειφθείτε για τις ενέργειές σας—αν δεν ατονήσουν τα χέρια σας”.—2 Χρον. 15:7, υποσ.
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΟΥ
Οι γονείς μου μετανάστευσαν στον Καναδά από την Ουκρανία. Εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη Ρόσμπερν της επαρχίας Μανιτόμπα. Η στοργική μητέρα μου έκανε 16 γέννες—8 αγόρια και 8 κορίτσια. Εγώ ήμουν το νούμερο 14. Ο πατέρας μου αγαπούσε τη Γραφή και μας τη διάβαζε τα πρωινά της Κυριακής. Ωστόσο, θεωρούσε τη θρησκεία επιχείρηση και συχνά ρωτούσε χαριτολογώντας: «Ποιος πλήρωνε τον Ιησού για να κηρύττει και να διδάσκει;»
Οχτώ από τα αδέλφια μου—τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια—γνώρισαν τελικά την αλήθεια. Η αδελφή μου η Ρόουζ έκανε σκαπανικό μέχρι τον θάνατό της. Τις τελευταίες μέρες της ζωής της πρότρεπε όλους γύρω της να δώσουν προσοχή στον Λόγο του Θεού λέγοντας: «Θέλω να σας δω στον νέο κόσμο». Ένας από τους μεγαλύτερους αδελφούς μου, ο Τεντ, αρχικά έκανε πύρινα κηρύγματα για την κόλαση. Κάθε Κυριακή πρωί κήρυττε από το ραδιόφωνο, σφυροκοπώντας τους ακροατές του με την απειλή ότι οι αμαρτωλοί θα καίγονται αιωνίως στην άσβεστη φωτιά της κόλασης. Αργότερα όμως, έγινε πιστός και ζηλωτής υπηρέτης του Ιεχωβά.
ΠΩΣ ΑΡΧΙΣΑ ΤΗΝ ΟΛΟΧΡΟΝΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Κάποια μέρα τον Ιούνιο του 1944, γυρίζοντας από το σχολείο βρήκα πάνω στο τραπέζι μας το βιβλιάριο Η Μέλλουσα Παλιγγενεσία του Κόσμου. * Διάβασα την πρώτη σελίδα, έπειτα τη δεύτερη, και μετά δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Όταν τελείωσα ολόκληρο το βιβλιάριο, είχα πάρει την απόφασή μου—ήθελα να υπηρετώ τον Ιεχωβά όπως είχε κάνει και ο Ιησούς.
Αλλά πώς βρέθηκε το βιβλιάριο στο τραπέζι μας; Ο Στιβ, ένας από τους μεγαλύτερους αδελφούς μου, είπε ότι είχαν έρθει στο σπίτι μας δύο κύριοι που «πουλούσαν» βιβλία και βιβλιάρια. «Πήρα αυτό επειδή έκανε μόνο πέντε σεντς», είπε. Την επόμενη Κυριακή, οι δύο κύριοι ξαναήρθαν. Μας είπαν ότι
ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά και ότι απαντούσαν στα ερωτήματα των ανθρώπων μέσα από την Αγία Γραφή. Αυτό μας άρεσε επειδή από παιδιά οι γονείς μας μάς είχαν μάθει να σεβόμαστε τον Λόγο του Θεού. Οι επισκέπτες μάς είπαν επίσης ότι σε λίγο καιρό οι Μάρτυρες θα έκαναν μια συνέλευση στο Γουίνιπεγκ, την πόλη όπου έμενε η αδελφή μου η Έλσι. Αποφάσισα να πάω.Διένυσα με το ποδήλατο τα σχεδόν 320 χιλιόμετρα μέχρι το Γουίνιπεγκ. Έκανα μια στάση στην πόλη Κέλγουντ, όπου έμεναν οι δύο Μάρτυρες που μας είχαν επισκεφτεί. Εκεί παρακολούθησα μια συνάθροιση και έμαθα τι είναι η εκκλησία. Κατανόησα επίσης ότι κάθε άνθρωπος, είτε άντρας είτε γυναίκα είτε νεαρό άτομο, όφειλε να διδάσκει από σπίτι σε σπίτι όπως ο Ιησούς.
Στο Γουίνιπεγκ, συνάντησα έναν από τους μεγαλύτερους αδελφούς μου, τον Τζακ, που είχε έρθει από το βόρειο Οντάριο για τη συνέλευση. Την πρώτη μέρα, ένας αδελφός ανακοίνωσε ότι θα γινόταν βάφτισμα. Ο Τζακ και εγώ αποφασίσαμε να βαφτιστούμε σε εκείνη τη συνέλευση. Ήμασταν και οι δύο αποφασισμένοι να αρχίσουμε το σκαπανικό όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μετά το βάφτισμά μας. Ο Τζακ ξεκίνησε την ολοχρόνια υπηρεσία αμέσως μετά τη συνέλευση. Εγώ, επειδή ήμουν 16 χρονών και έπρεπε πρώτα να τελειώσω το σχολείο, άρχισα το σκαπανικό τον επόμενο χρόνο.
ΠΑΙΡΝΩ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
Ξεκίνησα το σκαπανικό στην κωμόπολη Σούρις στην επαρχία της Μανιτόμπα με συνεργάτη τον Σταν Νίκολσον. Σύντομα έμαθα ότι ο δρόμος του σκαπανικού δεν ήταν πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα. Βλέπαμε τις οικονομίες μας να εξανεμίζονται, αλλά εμείς συνεχίζαμε απτόητοι. Κάποια φορά που ήμασταν όλη μέρα στο έργο, γυρίσαμε σπίτι πεθαίνοντας από την πείνα και χωρίς δεκάρα στην τσέπη. Φανταστείτε την έκπληξή μας όταν βρήκαμε μια μεγάλη τσάντα με τρόφιμα στην πόρτα μας! Μέχρι σήμερα, δεν ξέρουμε ποιος μας την άφησε. Εκείνο το βράδυ, φάγαμε σαν βασιλιάδες. Τι ανταμοιβή για το ότι δεν ατόνησαν τα χέρια μας! Μάλιστα, στο τέλος εκείνου του μήνα, ζύγιζα περισσότερο από όσο ποτέ προηγουμένως.
Λίγους μήνες αργότερα, διοριστήκαμε στο Γκίλμπερτ Πλέινς, μια κωμόπολη περίπου 240 χιλιόμετρα βόρεια του Σούρις. Εκείνη την εποχή, κάθε εκκλησία είχε στο βήμα έναν μεγάλο πίνακα που έδειχνε τη μηνιαία δράση της εκκλησίας στο έργο. Κάποια φορά που η δράση του μήνα ήταν πεσμένη, έκανα μια ομιλία τονίζοντας ότι οι αδελφοί και οι αδελφές έπρεπε να τα πάνε καλύτερα. Μετά τη συνάθροιση, μια ηλικιωμένη σκαπάνισσα που ο σύζυγός της δεν ήταν στην αλήθεια μού είπε με δάκρυα στα μάτια: «Προσπάθησα, αλλά ειλικρινά δεν μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο». Τώρα ήταν η σειρά μου να βάλω τα κλάματα, και της ζήτησα συγνώμη.
Όπως συνέβη και στη δική μου περίπτωση, οι δυναμικοί νεαροί αδελφοί είναι εύκολο να κάνουν τέτοια λάθη και κατόπιν να νιώθουν απογοητευμένοι με τον εαυτό τους. Αλλά έχω διαπιστώσει ότι, αντί να αφήσεις τα χέρια σου να ατονήσουν, είναι καλύτερο να μάθεις από το λάθος σου και να θυμάσαι αυτό το μάθημα στο μέλλον. Αν συνεχίσεις πιστά τη δράση σου, θα ανταμειφθείς.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΕΜΠΕΚ
Τι προνόμιο ήταν για εμένα να παρακολουθήσω τη Σχολή Γαλαάδ στα 21 μου χρόνια! Ήμουν στη 14η τάξη, η οποία αποφοίτησε τον Φεβρουάριο του 1950. Το ένα τέταρτο περίπου των συμμαθητών μου στάλθηκε στη γαλλόφωνη επαρχία του Κεμπέκ στον Καναδά, όπου οι Μάρτυρες αντιμετώπιζαν σφοδρότατο θρησκευτικό διωγμό. Εγώ διορίστηκα στο Βαλ-ντ’ Ορ, μια κωμόπολη στην περιοχή των χρυσωρυχείων. Κάποια μέρα, μερικοί από εμάς πήγαμε να κηρύξουμε στο γειτονικό χωριό Βαλ-Σενβίλ. Ο τοπικός ιερέας μάς απείλησε με βιαιοπραγία αν δεν φεύγαμε αμέσως από το χωριό. Καταλήξαμε στα δικαστήρια. Εγώ ήμουν ο ενάγων, και ο ιερέας αναγκάστηκε να πληρώσει πρόστιμο. *
Αυτό το περιστατικό και πολλά παρόμοια αποτέλεσαν τη «Μάχη του Κεμπέκ». Η επαρχία του Κεμπέκ βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επί 300 και πλέον χρόνια. Ο κλήρος και οι πολιτικοί του σύμμαχοι δίωκαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, και εμείς ήμασταν
μια χούφτα άνθρωποι, αλλά δεν αφήσαμε τα χέρια μας να ατονήσουν. Ειλικρινείς ντόπιοι ανταποκρίνονταν στο άγγελμα. Είχα το προνόμιο να μελετήσω με αρκετά άτομα που γνώρισαν την αλήθεια. Μεταξύ άλλων, μελέτησα και με μια δεκαμελή οικογένεια, η οποία άρχισε να υπηρετεί τον Ιεχωβά. Το θαρραλέο τους παράδειγμα υποκίνησε και άλλους να φύγουν από την Καθολική Εκκλησία. Συνεχίσαμε να κηρύττουμε, και τελικά κερδίσαμε τη μάχη!ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΥΜΕ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥΣ
Το 1956, διορίστηκα στην Αϊτή. Εκεί, οι περισσότεροι καινούριοι ιεραπόστολοι δυσκολεύονταν με τα γαλλικά, αλλά οι άνθρωποι τους άκουγαν. Ένας από αυτούς, ο Στάνλεϊ Μπόγκους, ανέφερε: «Μέναμε έκπληκτοι καθώς οι άνθρωποι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν να εκφραστούμε». Στην αρχή, εγώ ήμουν σε πιο πλεονεκτική θέση γιατί είχα μάθει γαλλικά στο Κεμπέκ. Αλλά σύντομα καταλάβαμε ότι οι περισσότεροι ντόπιοι αδελφοί μιλούσαν μόνο την κρεολή της Αϊτής. Επομένως, αν θέλαμε να είμαστε αποτελεσματικοί, έπρεπε να μάθουμε την τοπική γλώσσα. Αυτό ακριβώς κάναμε, και οι προσπάθειές μας ανταμείφθηκαν.
Για να βοηθήσουμε περαιτέρω τους αδελφούς, λάβαμε έγκριση από το Κυβερνών Σώμα να μεταφράζουμε τη Σκοπιά και άλλα έντυπα στην κρεολή της Αϊτής. Ο αριθμός των παρόντων στις συναθροίσεις αυξήθηκε κατακόρυφα σε όλη τη χώρα. Το 1950 υπήρχαν 99 ευαγγελιζόμενοι στην Αϊτή, αλλά το 1960 είχαν ξεπεράσει τους 800! Εκείνο το διάστημα, διορίστηκα στο Μπέθελ. Το 1961, είχα τη χαρά να συμμετάσχω στη διεξαγωγή της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας, όπου εκπαιδεύτηκαν 40 πρεσβύτεροι και ειδικοί σκαπανείς. Στη συνέλευση τον Ιανουάριο του 1962, παροτρύναμε ντόπιους αδελφούς που είχαν τα προσόντα να διευρύνουν τη διακονία τους. Μάλιστα μερικοί διορίστηκαν ως ειδικοί σκαπανείς. Αυτό αποδείχτηκε πραγματικά επίκαιρο καθώς η εναντίωση βρισκόταν προ των πυλών.
Στις 23 Ιανουαρίου 1962, αμέσως μετά τη συνέλευση, με συνέλαβαν στο γραφείο τμήματος μαζί με έναν ιεραπόστολο, τον Άντριου Ντ’ Αμίκο. Το απόθεμα του Ξύπνα! 8 Ιανουαρίου 1962 (στη γαλλική) κατασχέθηκε. Το Ξύπνα! περιείχε αναφορές από άρθρα γαλλικών εφημερίδων που ανέφεραν ότι στην Αϊτή ασκούνταν βουντού. Μερικοί δυσαρεστήθηκαν με * Αλλά οι εκπαιδευμένοι ντόπιοι αδελφοί συνέχισαν θαυμάσια το έργο. Σήμερα, βλέποντας την υπομονή που έδειξαν και την πνευματική πρόοδο που έκαναν, χαίρομαι και εγώ μαζί τους. Μάλιστα, τώρα έχουν και τη Μετάφραση Νέου Κόσμου στην κρεολή της Αϊτής—κάτι που τότε φάνταζε άπιαστο όνειρο.
αυτή τη δήλωση και ισχυρίζονταν ότι είχαμε γράψει το άρθρο στο γραφείο τμήματος. Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι ιεραπόστολοι απελάθηκαν.ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Μετά την Αϊτή, διορίστηκα να υπηρετήσω ως ιεραπόστολος στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία. Αργότερα, είχα το προνόμιο να υπηρετήσω εκεί ως περιοδεύων επίσκοπος και κατόπιν ως επίσκοπος τμήματος.
Εκείνη την εποχή, πολλές Αίθουσες Βασιλείας ήταν εξαιρετικά λιτές. Έμαθα να μαζεύω άχυρο και να φτιάχνω αχυροσκεπές. Καθώς παιδευόμουν με την καινούρια μου τέχνη, σίγουρα πρόσφερα ένα διασκεδαστικό θέαμα στους περαστικούς. Από την άλλη όμως, αυτό υποκινούσε τους αδελφούς να συμμετέχουν πιο ενεργά στην κατασκευή και στη συντήρηση των Αιθουσών Βασιλείας. Οι θρησκευτικοί ηγέτες μάς χλεύαζαν επειδή οι εκκλησίες τους είχαν τσίγκινες οροφές ενώ οι δικές μας δεν είχαν. Απτόητοι, συνεχίσαμε να φτιάχνουμε λιτές Αίθουσες Βασιλείας με αχυροσκεπές. Οι κοροϊδίες κόπηκαν όταν μια ισχυρή θύελλα έπληξε την Μπάνγκι, την πρωτεύουσα. Ξεκόλλησε την τσίγκινη οροφή μιας εκκλησίας και την προσγείωσε με πάταγο στον κεντρικό δρόμο. Οι αχυροσκεπές των Αιθουσών Βασιλείας έμειναν στη θέση τους. Για να γίνεται καλύτερη επίβλεψη του έργου της Βασιλείας, χτίσαμε ένα καινούριο γραφείο τμήματος και έναν ιεραποστολικό οίκο μέσα σε πέντε μήνες ακριβώς. *
ΒΡΙΣΚΩ ΜΙΑ ΖΗΛΩΤΡΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΟ
Το 1976, το έργο της Βασιλείας απαγορεύτηκε στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, και πήρα διορισμό για την Ντζαμένα, την πρωτεύουσα του γειτονικού Τσαντ. Το θετικό σε αυτή την κατάσταση είναι ότι γνώρισα τη Χάπι, μια ζηλώτρια ειδική σκαπάνισσα από το Καμερούν. Παντρευτήκαμε την 1η Απριλίου 1978. Τον ίδιο μήνα, ξέσπασαν εμφύλιες συγκρούσεις στο Τσαντ και, όπως και πολλοί άλλοι, διαφύγαμε στα νότια της χώρας. Όταν σταμάτησαν οι εχθροπραξίες και γυρίσαμε πίσω, διαπιστώσαμε ότι το σπίτι μας είχε γίνει το αρχηγείο μιας ένοπλης ομάδας. Τα έντυπα, το νυφικό της Χάπι και τα δώρα του γάμου μας είχαν όλα κάνει φτερά. Αλλά δεν αφήσαμε τα χέρια μας να ατονήσουν. Είχαμε ο ένας τον άλλον και αποβλέπαμε σε περαιτέρω δράση.
Ύστερα από σχεδόν δύο χρόνια, η απαγόρευση στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία άρθηκε. Επιστρέψαμε και αναλάβαμε το έργο περιοδεύοντα επισκόπου. Το σπίτι μας ήταν ένα φορτηγάκι με ένα πτυσσόμενο κρεβάτι, ένα βαρέλι που χωρούσε 200 λίτρα νερό, ένα ψυγείο υγραερίου και μια γκαζιέρα. Οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες. Σε ένα και μόνο ταξίδι, μας σταμάτησαν ούτε λίγο ούτε πολύ σε 117 σημεία ελέγχου της αστυνομίας.
Η θερμοκρασία συχνά άγγιζε τους 50 βαθμούς Κελσίου. Στις συνελεύσεις, μερικές φορές ήταν δύσκολο να βρεθεί αρκετό νερό για το βάφτισμα. Γι’ αυτό, οι αδελφοί έσκαβαν σε ξερές κοίτες ποταμών και λίγο λίγο μάζευαν νερό για το βάφτισμα, το οποίο συνήθως γινόταν σε βαρέλι.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
Το 1980, διοριστήκαμε στη Νιγηρία. Εκεί, βοηθήσαμε για δυόμισι χρόνια με τις προετοιμασίες για την οικοδόμηση του νέου γραφείου τμήματος. Οι αδελφοί είχαν αγοράσει μια διώροφη αποθήκη που έπρεπε να αποσυναρμολογηθεί και κατόπιν να στηθεί στον χώρο του εργοταξίου μας. Ένα πρωινό, σκαρφάλωσα αρκετά ψηλά στο κτίριο για να βοηθήσω με την αποσυναρμολόγηση. Γύρω στο μεσημέρι, άρχισα να κατεβαίνω από το ίδιο σημείο από το οποίο είχα ανεβεί. Αλλά λόγω της αποσυναρμολόγησης, η διάταξη του χώρου είχε αλλάξει. Έκανα ένα βήμα στο κενό και μετά βρέθηκα φαρδύς πλατύς στο έδαφος. Η κατάστασή μου φαινόταν πολύ σοβαρή, αλλά αφού έκανα ακτινογραφίες και με εξέτασαν, ο γιατρός είπε στη Χάπι: «Μην ανησυχείτε. Απλώς μερικοί σύνδεσμοι έχουν πάθει ρήξη. Σε καμιά εβδομάδα θα είναι περδίκι».
Το 1986, διοριστήκαμε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου στην Ακτή Ελεφαντοστού. Στα πλαίσια αυτού του έργου φτάναμε ως τη γειτονική Μπουρκίνα Φάσο. Πού να το φανταζόμουν ότι έπειτα από χρόνια αυτή η χώρα θα γινόταν το σπίτι μας για κάποιο διάστημα!
Είχα φύγει από τον Καναδά το 1956, αλλά το 2003, έπειτα από 47 χρόνια απουσίας, επέστρεψα μαζί με τη Χάπι. Πήραμε διορισμό για το Μπέθελ. Στα χαρτιά ήμασταν Καναδοί, αλλά η καρδιά μας είχε μείνει στην Αφρική.
Το 2007, όταν ήμουν 79 χρονών, ξαναφύγαμε για την Αφρική! Διοριστήκαμε στην Μπουρκίνα Φάσο, όπου βοήθησα ως μέλος της Επιτροπής Χώρας. Το τοπικό γραφείο έγινε αργότερα απομακρυσμένο μεταφραστικό γραφείο υπό την επίβλεψη του γραφείου τμήματος του Μπενίν, οπότε τον Αύγουστο του 2013 διοριστήκαμε στο Μπέθελ του Μπενίν.
Παρά τους σωματικούς μου περιορισμούς, εξακολουθώ να αγαπώ τη διακονία. Τα τελευταία τρία χρόνια, με την καλοσυνάτη βοήθεια των πρεσβυτέρων και τη στοργική υποστήριξη της γυναίκας μου, είχα τη χαρά να δω δύο από τους σπουδαστές μου, τον Ζεντεόν και τον Φρεζίς, να βαφτίζονται. Τώρα υπηρετούν με ζήλο τον Ιεχωβά.
Στο μεταξύ, η γυναίκα μου και εγώ μεταφερθήκαμε στο γραφείο τμήματος της Νότιας Αφρικής, όπου η οικογένεια Μπέθελ φροντίζει με καλοσύνη για την υγεία μου. Αυτή είναι η έβδομη αφρικανική χώρα όπου έχω το προνόμιο να υπηρετώ. Ο Οκτώβριος του 2017 μας επιφύλασσε μια εξαιρετική ευλογία. Παρευρεθήκαμε στην αφιέρωση των παγκόσμιων κεντρικών γραφείων στο Γουόργουικ της Νέας Υόρκης. Τι αλησμόνητη εμπειρία!
Το Βιβλίο Έτους 1994 αναφέρει στη σελίδα 255: «Σε όλους εκείνους που έχουν εγκαρτερήσει στο έργο επί πολλά χρόνια, δίνουμε την εξής προτροπή: “Να είστε θαρραλέοι, και μην αφήσετε τα χέρια σας να καμφτούν, γιατί υπάρχει ανταμοιβή για τη δραστηριότητά σας”.—2 Χρον. 15:7». Η Χάπι και εγώ είμαστε αποφασισμένοι να ακολουθούμε αυτή την προτροπή και να παρακινούμε και άλλους να κάνουν το ίδιο.
^ παρ. 9 Εκδόθηκε από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1944. Δεν τυπώνεται πλέον.
^ παρ. 18 Βλέπε το άρθρο «Ιερεύς του Κεμπέκ Κατεδικάσθη Λόγω Επιθέσεως Εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά» στο Ξύπνα! 8 Απριλίου 1954, σελ. 12, 13.
^ παρ. 23 Για λεπτομέρειες βλέπε Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1994, σελ. 148-150.
^ παρ. 26 Βλέπε το άρθρο «Οικοδομούντες επί Στερεού Θεμελίου» στο Ξύπνα! 22 Σεπτεμβρίου 1966, σελ. 30, 31.