ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βρήκα Αληθινή Ασφάλεια Δείχνοντας Εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά
ΟΤΑΝ με ρωτούν για τη ζωή μου, πολλές φορές λέω: «Είμαι αποσκευή στα χέρια του Ιεχωβά!» Εννοώ ότι, όπως εγώ πηγαίνω τις αποσκευές μου οπουδήποτε επιλέξω, έτσι θέλω να κάνουν ο Ιεχωβά και η οργάνωσή του με εμένα—να με κατευθύνουν πού να πάω και πότε. Έχω δεχτεί διορισμούς που περιλάμβαναν κακουχίες, ενίοτε δε και κινδύνους. Αλλά έμαθα ότι η εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά είναι το μυστικό για να βρει κανείς αληθινή ασφάλεια.
ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΣΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ
Γεννήθηκα το 1948 σε ένα μικρό χωριό στα νοτιοδυτικά της Νιγηρίας. Εκείνον τον καιρό, ο θείος Μουσταφά, ο μικρότερος αδελφός του πατέρα μου, και αργότερα ο Γουαχάμπι, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, βαφτίστηκαν ως Μάρτυρες του Ιεχωβά. Όταν ήμουν εννιά χρονών, ο πατέρας μου πέθανε. Ο πόνος μου ήταν αβάσταχτος. Ο Γουαχάμπι μού είπε ότι θα ξαναδούμε τον πατέρα μας στην ανάσταση. Αυτή η παρηγορητική σκέψη με υποκίνησε να μελετήσω την Αγία Γραφή. Βαφτίστηκα το 1963. Σύντομα βαφτίστηκαν και οι άλλοι τρεις αδελφοί μου.
Το 1965, πήγα να μείνω στο Λάγος με τον αδελφό μου τον Γουίλσον, που ήταν επίσης μεγαλύτερός μου, και απόλαυσα στενή συναναστροφή με τακτικούς σκαπανείς στην Εκκλησία Ιγκμπόμπι. Η χαρά και ο ζήλος τους με υποκίνησαν να ενταχθώ και εγώ στις τάξεις των σκαπανέων, πράγμα που έκανα τον Ιανουάριο του 1968.
Ένας αδελφός που υπηρετούσε στο Μπέθελ, ο Άλμπερτ Ολουγκμπέμπι, κανόνισε μια συνάντηση με νεαρούς αδελφούς και μας μίλησε για την ανάγκη που υπήρχε για ειδικούς σκαπανείς στη βόρεια Νιγηρία. Θυμάμαι ακόμα την ενθουσιώδη έκκληση του αδελφού Ολουγκμπέμπι: «Είστε νέοι, και μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον χρόνο και τις δυνάμεις σας για τον Ιεχωβά. Ο αγρός είναι ανοιχτός!» Ησ. 6:8.
Αδημονώντας να μιμηθώ το πρόθυμο πνεύμα του προφήτη Ησαΐα, υπέβαλα αίτηση.—Τον Μάιο του 1968, διορίστηκα ειδικός σκαπανέας στην πόλη Κάνο, στη βόρεια Νιγηρία. Αυτό συνέβη στη διάρκεια του Πολέμου της Μπιάφρας (1967-1970), ο οποίος είχε ρημάξει εκείνη την περιοχή προτού οι εχθροπραξίες μεταφερθούν στα ανατολικά της Νιγηρίας. Ένας καλοπροαίρετος αδελφός προσπάθησε να με πείσει να μην πάω. Αλλά εγώ του είπα: «Σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Ωστόσο, αν ο Ιεχωβά θέλει να τον υπηρετήσω σε αυτόν τον διορισμό, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα είναι μαζί μου».
ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΠΑΡΑΣΣΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΠΕΡΙΟΧΗ
Η κατάσταση στο Κάνο ήταν πολύ θλιβερή. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε ρημάξει αυτή τη μεγάλη πόλη. Όταν βγαίναμε στο έργο, μερικές φορές βλέπαμε πτώματα ανθρώπων που είχαν σφαγιαστεί κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Αν και προηγουμένως υπήρχαν αρκετές εκκλησίες στο Κάνο, οι περισσότεροι αδελφοί είχαν φύγει για να σωθούν. Απέμεναν λιγότεροι από 15 ευαγγελιζόμενοι, οι οποίοι ήταν φοβισμένοι και αποθαρρυμένοι. Εκείνοι οι αδελφοί και οι αδελφές καταχάρηκαν όταν πήγαμε εμείς οι έξι ειδικοί σκαπανείς και ανταποκρίθηκαν στην ενθάρρυνση που τους δώσαμε. Τους βοηθήσαμε να ξαναμπούν στο πνευματικό τους πρόγραμμα και να ξαναρχίσουν να στέλνουν εκθέσεις υπηρεσίας αγρού και παραγγελίες εντύπων στο γραφείο τμήματος.
Αρχίσαμε να μαθαίνουμε τη γλώσσα χάουσα. Πολλοί ντόπιοι έδιναν προσοχή όταν άκουγαν το άγγελμα της Βασιλείας στη δική τους γλώσσα. Ωστόσο, τα μέλη της επικρατούσας θρησκείας δεν έβλεπαν ευνοϊκά το έργο μας, οπότε έπρεπε να προσέχουμε πολύ. Σε μια περίπτωση, κάποιος κυνήγησε εμένα και τον συνεργάτη μου με μαχαίρι. Ευτυχώς, δεν κατάφερε να μας προφτάσει! Παρά τους κινδύνους, ο Ιεχωβά φρόντισε “να κατοικούμε με ασφάλεια”, και οι ευαγγελιζόμενοι άρχισαν να αυξάνονται. (Ψαλμ. 4:8) Σήμερα, πάνω από 500 ευαγγελιζόμενοι υπηρετούν σε 11 εκκλησίες στο Κάνο.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ ΣΤΟΝ ΝΙΓΗΡΑ
Αργότερα, τον Αύγουστο του 1968, έπειτα από λίγους μόνο μήνες στο Κάνο, στάλθηκα στο Νιαμέι,
την πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Νίγηρα, μαζί με άλλους δύο ειδικούς σκαπανείς. Σύντομα διαπιστώσαμε από πρώτο χέρι ότι ο Νίγηρας, στη Δυτική Αφρική, είναι μια από τις θερμότερες περιοχές στη γη. Εκτός από το να συνηθίσουμε τη ζέστη, έπρεπε να μάθουμε και την επίσημη γλώσσα, τη γαλλική. Παρά αυτές τις δυσκολίες, θέσαμε την εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά και αρχίσαμε να κηρύττουμε στην πρωτεύουσα μαζί με τους ελάχιστους ευαγγελιζομένους που ζούσαν εκεί. Μέσα σε λίγο καιρό, σχεδόν όλοι όσοι ήξεραν να διαβάζουν στο Νιαμέι είχαν πάρει το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, που χρησιμοποιούνταν τότε ως βοήθημα μελέτης της Αγίας Γραφής. Μάλιστα κάποιοι έψαχναν να μας βρουν για να πάρουν το βιβλίο!Σύντομα διαπιστώσαμε ότι οι αρχές δεν είχαν ευνοϊκή στάση προς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τον Ιούλιο του 1969, συγκεντρωθήκαμε για την πρώτη συνέλευση περιοχής που έγινε ποτέ στη χώρα. Παρευρέθηκαν γύρω στα 20 άτομα. Επρόκειτο να βαφτιστούν δύο καινούριοι ευαγγελιζόμενοι. Ωστόσο, την πρώτη ημέρα της συνέλευσης, ήρθε η αστυνομία και διέκοψε το πρόγραμμα. Οδήγησαν τους ειδικούς σκαπανείς και τον επίσκοπο περιοχής στο αστυνομικό τμήμα. Αφού μας ανέκριναν, μας διέταξαν να παρουσιαστούμε ξανά εκεί την επόμενη ημέρα. Καταλαβαίνοντας ότι προμηνύονταν δυσκολίες, κανονίσαμε να γίνει μια ομιλία βαφτίσματος σε κάποιο ιδιωτικό σπίτι και έπειτα βαφτίσαμε διακριτικά τους υποψηφίους σε ένα ποτάμι.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, το Υπουργείο Εσωτερικών απέλασε εμένα και άλλους πέντε ειδικούς σκαπανείς. Μας έδωσαν 48 ώρες διορία για να εγκαταλείψουμε τη χώρα, και έπρεπε να βρούμε μόνοι μας τρόπο να φύγουμε. Υπακούσαμε και πήγαμε κατευθείαν στο γραφείο τμήματος στη Νιγηρία, όπου λάβαμε νέους διορισμούς.
Εγώ διορίστηκα στο χωριό Ορισουνμπάρι, στη Νιγηρία, όπου η διακονία μας με τον μικρό όμιλο των ευαγγελιζομένων που ζούσαν εκεί ήταν πολύ παραγωγική. Αλλά έξι μήνες αργότερα, το γραφείο τμήματος με κάλεσε να επιστρέψω στον Νίγηρα μόνος μου. Έπειτα από την αρχική μου έκπληξη αλλά και την ανησυχία που ομολογώ πως ένιωσα, αδημονούσα να ξαναδώ τους αδελφούς στον Νίγηρα!
Επέστρεψα στο Νιαμέι. Την επόμενη ημέρα, ένας Νιγηριανός επιχειρηματίας κατάλαβε ότι ήμουν Μάρτυρας και άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις για την Αγία Γραφή. Μελετήσαμε μαζί και, αφού έκοψε το κάπνισμα και έπαψε να πίνει υπερβολικά, βαφτίστηκε. Έπειτα, είχα τη χαρά να συμμετάσχω στην αργή αλλά σταθερή αύξηση που σημειώθηκε σε διάφορες περιοχές του Νίγηρα. Όταν πρωτοπήγα, υπήρχαν 31 Μάρτυρες σε εκείνη τη χώρα. Όταν έφυγα, υπήρχαν 69.
«ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΣΤΗ ΓΟΥΙΝΕΑ»
Στα τέλη του 1977, επέστρεψα στη Νιγηρία για εκπαίδευση. Στο τέλος της σειράς μαθημάτων, η οποία διήρκεσε τρεις εβδομάδες, ο συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος, ο Μάλκολμ Βάιγκο, μου
έδωσε να διαβάσω μια επιστολή από το γραφείο τμήματος της Σιέρα Λεόνε. Οι αδελφοί αναζητούσαν έναν υγιή, άγαμο σκαπανέα που να μιλάει αγγλικά και γαλλικά για να υπηρετήσει ως επίσκοπος περιοχής στη Γουινέα. Ο αδελφός Βάιγκο με ενημέρωσε ότι εκπαιδευόμουν για αυτόν τον διορισμό. Τόνισε ότι δεν επρόκειτο για εύκολο διορισμό. «Σκέψου το πριν δεχτείς», με συμβούλεψε. Αμέσως απάντησα: «Αφού με στέλνει ο Ιεχωβά, θα πάω».Πήγα αεροπορικώς στη Σιέρα Λεόνε και συναντήθηκα με τους αδελφούς στο γραφείο τμήματος. Ένα μέλος της Επιτροπής του Τμήματος μου είπε: «Δεν ξέρουμε πολλά για το έργο της Βασιλείας στη Γουινέα». Αν και εκείνο το γραφείο τμήματος ήταν υπεύθυνο για το έργο κηρύγματος στη γειτονική Γουινέα, η επικοινωνία με τους ευαγγελιζομένους δεν ήταν εφικτή λόγω της τεταμένης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε εκεί. Επίσης, παρότι έγιναν επανειλημμένα προσπάθειες, το γραφείο τμήματος δεν είχε καταφέρει να στείλει έναν εκπρόσωπο στη χώρα. Γι’ αυτό, μου ζήτησαν να πάω στην πρωτεύουσα της Γουινέας, το Κόνακρι, και να προσπαθήσω να πάρω άδεια παραμονής.
«Αφού με στέλνει ο Ιεχωβά, θα πάω»
Όταν έφτασα στο Κόνακρι, πήγα στη νιγηριανή πρεσβεία και συναντήθηκα με τον πρέσβη. Του είπα ότι επιθυμούσα να κηρύξω στη Γουινέα. Εκείνος με πρότρεψε να μη μείνω, γιατί κινδύνευα με σύλληψη ή και χειρότερα. «Γύρνα στη Νιγηρία και κήρυξε εκεί», μου είπε. Εγώ απάντησα: «Είμαι αποφασισμένος να μείνω». Έτσι λοιπόν, ο πρέσβης έγραψε μια επιστολή στον υπουργό εσωτερικών της Γουινέας ζητώντας του να με βοηθήσει, και ο υπουργός με δέχτηκε πολύ φιλικά.
Σύντομα έπειτα από αυτό, επέστρεψα στο γραφείο τμήματος στη Σιέρα Λεόνε και ενημέρωσα τους αδελφούς για την απόφαση του υπουργού. Οι αδελφοί φώναξαν από χαρά όταν άκουσαν πώς είχε ευλογήσει ο Ιεχωβά το ταξίδι μου. Μου είχε χορηγηθεί άδεια παραμονής στη Γουινέα!
Από το 1978 ως το 1989, υπηρέτησα στο έργο περιοχής στη Γουινέα, στη Σιέρα Λεόνε και ως αναπληρωτής επίσκοπος περιοχής στη Λιβερία. Στην αρχή, αρρώσταινα αρκετά συχνά. Μερικές φορές, αυτό συνέβαινε σε απομονωμένες περιοχές. Αλλά οι αδελφοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να με πάνε σε νοσοκομείο.
Σε μια περίπτωση, αρρώστησα βαριά με ελονοσία, ενώ είχα και εντερικά παράσιτα. Όταν τελικά ανέρρωσα, έμαθα ότι οι αδελφοί είχαν συζητήσει πού θα με θάψουν! Παρά αυτά τα περιστατικά κατά τα οποία κινδύνεψε η ζωή μου, ποτέ δεν σκέφτηκα να εγκαταλείψω τους διορισμούς μου. Είμαι δε πεπεισμένος ότι η αληθινή και διαρκής ασφάλεια έρχεται από τον Θεό που μπορεί να μας αναστήσει από τους νεκρούς.
ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ ΩΣ ΑΝΤΡΟΓΥΝΟ
Το 1988, γνώρισα την Ντόρκας, μια πολύ ταπεινή σκαπάνισσα με πνευματικό φρόνημα. Παντρευτήκαμε και αρχίσαμε να υπηρετούμε μαζί στον διορισμό μου στο έργο περιοχής. Η Ντόρκας έχει αποδειχτεί στοργική και αυτοθυσιαστική σύζυγος. Μαζί περπατούσαμε ως και 25 χιλιόμετρα από τη μία εκκλησία στην άλλη, κουβαλώντας τις αποσκευές μας. Για τις πιο μακρινές εκκλησίες, χρησιμοποιούσαμε όποιο μέσο μεταφοράς μπορούσαμε να
βρούμε για να ταξιδεύουμε σε χωματόδρομους γεμάτους λακκούβες.Η Ντόρκας είναι πολύ γενναία. Για παράδειγμα, κάποιες φορές χρειαζόταν να διασχίσουμε νερά γεμάτα κροκοδείλους. Κάποτε, στη διάρκεια ενός πενθήμερου ταξιδιού, οι ξύλινες γέφυρες ενός ποταμού ήταν χαλασμένες και έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε κανό. Όταν η Ντόρκας σηκώθηκε όρθια για να βγει από το κανό, έπεσε σε βαθιά νερά. Κανείς από τους δυο μας δεν ήξερε κολύμπι, και σε εκείνα τα νερά υπήρχαν κροκόδειλοι. Ευτυχώς, κάποιοι νεαροί βούτηξαν και την έσωσαν. Για κάποιο διάστημα, βλέπαμε και οι δύο εφιάλτες για αυτό το περιστατικό, αλλά δεν εγκαταλείψαμε την αποστολή μας.
Στις αρχές του 1992, προς μεγάλη μας έκπληξη, μάθαμε ότι η Ντόρκας ήταν έγκυος. Θα σήμαινε αυτό το τέλος της σταδιοδρομίας μας στην ολοχρόνια υπηρεσία; Είδαμε το ζήτημα ως εξής: «Ο Ιεχωβά μάς έκανε ένα δώρο!» Γι’ αυτό, αποφασίσαμε να ονομάσουμε την κόρη μας Τζάγκιφτ (που σημαίνει «δώρο του Γιαχ» στα αγγλικά). Τέσσερα χρόνια μετά την Τζάγκιφτ, ακολούθησε ο αδελφός της ο Έρικ. Και τα δύο παιδιά μας έχουν αποδειχτεί πνευματικά δώρα για εμάς. Η Τζάγκιφτ υπηρέτησε κάποιο διάστημα στο απομακρυσμένο μεταφραστικό γραφείο στο Κόνακρι, και ο Έρικ είναι διακονικός υπηρέτης.
Αν και η Ντόρκας χρειάστηκε να σταματήσει το ειδικό σκαπανικό, συνέχισε να υπηρετεί ως τακτική σκαπάνισσα, ακόμα και ενόσω μεγάλωνε τα παιδιά μας. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά, εγώ παρέμεινα στην ειδική ολοχρόνια υπηρεσία. Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά μας, η Ντόρκας μπόρεσε να ξαναρχίσει το ειδικό σκαπανικό. Τώρα υπηρετούμε και οι δύο στο Κόνακρι ως ιεραπόστολοι στον αγρό.
Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Ανέκαθεν πήγαινα οπουδήποτε με έστελνε ο Ιεχωβά. Επανειλημμένα, η σύζυγός μου και εγώ έχουμε νιώσει την προστασία και την ευλογία του. Η εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά μάς έχει γλιτώσει από πολλές στενοχώριες που βασανίζουν όσους θέτουν την εμπιστοσύνη τους στα υλικά πράγματα. Η Ντόρκας και εγώ έχουμε μάθει από προσωπική πείρα ότι η Πηγή της αληθινής ασφάλειας είναι “ο Θεός της σωτηρίας μας”, ο Ιεχωβά. (1 Χρον. 16:35) Είμαι βέβαιος ότι η ζωή όλων όσων θέτουν την εμπιστοσύνη τους σε εκείνον «θα είναι τυλιγμένη με ασφάλεια στον σάκο της ζωής κοντά στον Ιεχωβά».—1 Σαμ. 25:29.