ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Δεν Ήμουν Ποτέ Μόνος»
ΠΟΛΛΕΣ περιστάσεις στη ζωή μπορούν να μας κάνουν να νιώσουμε μοναξιά: η απώλεια αγαπημένων προσώπων, το άγνωστο περιβάλλον και το να βρεθούμε κάπου ολομόναχοι. Εγώ τα έχω βιώσει όλα αυτά. Ωστόσο, καθώς αναλογίζομαι τη ζωή μου, τώρα αντιλαμβάνομαι ότι ποτέ δεν ήμουν πραγματικά μόνος. Θα ήθελα να σας πω τι με οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΜΟΥ
Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν αφοσιωμένοι Καθολικοί. Αλλά όταν έμαθαν από την Αγία Γραφή ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά, έγιναν και οι δύο ζηλωτές Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο πατέρας μου έπαψε να λαξεύει ομοιώματα του Ιησού. Αντί για αυτό, χρησιμοποίησε την τέχνη του ως ξυλουργός για να μετατρέψει το ισόγειο του σπιτιού μας στην πρώτη Αίθουσα Βασιλείας στο Σαν Χουάν ντελ Μόντε, ένα προάστιο της Μανίλα, της πρωτεύουσας των Φιλιππίνων.
Γεννήθηκα το 1952. Οι γονείς μου μού έδωσαν τη θαυμάσια πνευματική εκπαίδευση που έδιναν και στα μεγαλύτερα αδέλφια μου, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια. Καθώς μεγάλωνα, ο πατέρας μου με παρότρυνε να διαβάζω ένα κεφάλαιο της Αγίας Γραφής κάθε μέρα, και μελέτησε πολλά και διάφορα θεοκρατικά έντυπα μαζί μου. Κατά καιρούς, οι γονείς μου προσκαλούσαν περιοδεύοντες επισκόπους και εκπροσώπους από το γραφείο τμήματος να μείνουν στο σπίτι μας. Ως οικογένεια, παίρναμε μεγάλη χαρά και ενθάρρυνση από τις εμπειρίες που μας έλεγαν αυτοί οι αδελφοί, πράγμα που μας υποκίνησε όλους να κάνουμε τη διακονία προτεραιότητα στη ζωή μας.
Οι γονείς μου μού άφησαν μια κληρονομιά πίστης. Μετά τον θάνατο της αγαπημένης μου μητέρας εξαιτίας μιας ασθένειας, ο πατέρας μου και εγώ αρχίσαμε το σκαπανικό μαζί το 1971. Αλλά το 1973, όταν ήμουν 20 χρονών, ο πατέρας μου πέθανε. Η απώλεια και των δύο γονέων μου δημιούργησε ένα τεράστιο κενό μέσα μου και με έκανε να νιώθω μόνος. Αλλά η «σίγουρη και σταθερή» ελπίδα που βρίσκεται στη Γραφή ήταν σαν άγκυρα για εμένα και με κράτησε συναισθηματικά και πνευματικά σταθερό. (Εβρ. 6:19) Λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα μου, διορίστηκα ειδικός σκαπανέας στο απομονωμένο νησί Κορόν, στην επαρχία Παλάουαν.
ΜΟΝΟΣ ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΟΥΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥΣ
Ήμουν 21 χρονών όταν πήγα στο Κορόν. Επειδή ήμουν παιδί της πόλης, έμεινα κατάπληκτος όταν διαπίστωσα ότι το ηλεκτρικό ρεύμα, το τρεχούμενο
νερό και τα μηχανοκίνητα οχήματα σπάνιζαν σε εκείνο το νησί. Αν και υπήρχαν μερικοί αδελφοί εκεί, δεν είχα συνεργάτη στο σκαπανικό και μερικές φορές ήμουν αναγκασμένος να κηρύττω μόνος. Τον πρώτο μήνα, μου έλειπαν τρομερά οι δικοί μου και οι φίλοι μου. Τις νύχτες, κοίταζα τον έναστρο ουρανό και τα δάκρυά μου έτρεχαν ποτάμι. Μου ερχόταν να παρατήσω τον διορισμό μου και να επιστρέψω στο σπίτι μου.Σε εκείνες τις στιγμές μοναξιάς, άνοιγα την καρδιά μου στον Ιεχωβά. Έφερνα στον νου μου ενθαρρυντικές σκέψεις που είχα διαβάσει στη Γραφή και στα έντυπά μας. Συχνά θυμόμουν το εδάφιο Ψαλμός 19:14. Συνειδητοποίησα ότι ο Ιεχωβά θα ήταν “ο Βράχος μου και ο Λυτρωτής μου” αν στοχαζόμουν πράγματα που τον ευαρεστούσαν, όπως τις ενέργειές του και τις ιδιότητές του. Ένα άρθρο στη Σκοπιά με τίτλο «Δεν Είσθε Ποτέ Μόνος» a με βοήθησε αφάνταστα. Το διάβαζα ξανά και ξανά. Κατά μία έννοια, έμενα μόνος με τον Ιεχωβά σε τέτοιες στιγμές, και αυτό μου έδινε πολύτιμες ευκαιρίες να προσεύχομαι, να μελετώ και να στοχάζομαι.
Λίγο καιρό αφότου πήγα στο Κορόν, διορίστηκα πρεσβύτερος. Καθώς ήμουν ο μοναδικός πρεσβύτερος, άρχισα να διεξάγω τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας, τη Συνάθροιση Υπηρεσίας, τη Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας και τη Μελέτη Σκοπιάς κάθε εβδομάδα. Επίσης, εκφωνούσα κάθε φορά τη δημόσια ομιλία. Ένα ήταν βέβαιο: δεν είχα πια χρόνο να νιώθω μοναξιά!
Η διακονία μου στο Κορόν ήταν παραγωγική. Μερικά άτομα με τα οποία έκανα Γραφική μελέτη τελικά βαφτίστηκαν. Αλλά υπήρχαν και δυσκολίες. Μερικές φορές, έπρεπε να περπατήσω μισή μέρα για να φτάσω στον τομέα, χωρίς να ξέρω πού θα κοιμηθώ εκείνο το βράδυ. Ο τομέας της εκκλησίας περιλάμβανε επίσης πολλά μικρότερα νησιά. Πολλές φορές, ταξίδευα με βενζινάκατο σε φουρτουνιασμένες θάλασσες για να πάω εκεί, παρότι δεν ήξερα κολύμπι! Σε όλες αυτές τις δυσκολίες, ο Ιεχωβά με προστάτευε και με στήριζε. Αργότερα, συνειδητοποίησα ότι ο Ιεχωβά με προετοίμαζε για ακόμα μεγαλύτερες δοκιμασίες στον επόμενο διορισμό μου.
ΠΑΠΟΥΑ-ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ
Το 1978, διορίστηκα στην Παπούα-Νέα Γουινέα, βόρεια της Αυστραλίας. Η Παπούα-Νέα Γουινέα είναι ορεινή χώρα και έχει σχεδόν την έκταση της Ισπανίας. Προς έκπληξή μου, διαπίστωσα ότι οι περίπου τρία εκατομμύρια κάτοικοί της μιλούσαν πάνω από 800 γλώσσες. Ευτυχώς, οι περισσότεροι ήξεραν τη μελανησιακή πίτζιν, που αποκαλείται κοινώς τοκ πίσιν.
Διορίστηκα προσωρινά σε αγγλική εκκλησία στην πρωτεύουσα, το Πορτ Μόρεσμπι. Αλλά έπειτα, διορίστηκα σε εκκλησία της γλώσσας τοκ πίσιν. Άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα για να μάθω τη γλώσσα, και ό,τι μάθαινα, το χρησιμοποιούσα στο έργο κηρύγματος. Αυτό με βοήθησε να μάθω τη γλώσσα πιο γρήγορα. Λίγο καιρό αργότερα, ήμουν σε θέση να εκφωνήσω δημόσια ομιλία στην τοκ πίσιν. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν, λιγότερο από έναν χρόνο μετά την άφιξή μου στην Παπούα-Νέα Γουινέα, διορίστηκα επίσκοπος περιοχής στις εκκλησίες της τοκ πίσιν σε αρκετές τεράστιες επαρχίες!
Επειδή οι εκκλησίες απείχαν πολύ η μια από την άλλη, έπρεπε να διοργανώνω αρκετές συνελεύσεις περιοχής και να ταξιδεύω πολύ. Αρχικά, ένιωθα
πολύ απομονωμένος σε εκείνο το άγνωστο περιβάλλον—καινούρια χώρα, καινούρια γλώσσα και καινούρια έθιμα. Δεν μπορούσα να ταξιδεύω από εκκλησία σε εκκλησία διά ξηράς επειδή τα μέρη ήταν ορεινά και δύσβατα. Γι’ αυτό, ήμουν αναγκασμένος να ταξιδεύω αεροπορικώς σχεδόν κάθε εβδομάδα. Μερικές φορές, ήμουν ο μοναδικός επιβάτης σε ένα σαραβαλιασμένο μονοκινητήριο αεροπλάνο. Εκείνα τα ταξίδια με άγχωναν εξίσου με τα ταξίδια που έκανα διά θαλάσσης!Ελάχιστοι άνθρωποι είχαν τηλέφωνο, γι’ αυτό επικοινωνούσα με τις εκκλησίες μέσω επιστολών. Πολλές φορές, έφτανα σε ένα μέρος πριν από την επιστολή μου και έπρεπε να ρωτήσω για να βρω τους ντόπιους αδελφούς. Κάθε φορά που τους έβρισκα όμως, με καλωσόριζαν με τέτοια εκτίμηση ώστε θυμόμουν γιατί κατέβαλλα όλες αυτές τις προσπάθειες. Γεύτηκα την υποστήριξη του Ιεχωβά με πολλούς τρόπους, και η σχέση μου μαζί του αναπτύχθηκε απίστευτα.
Στην πρώτη μου συνάθροιση στο παράκτιο νησί Μπουγκενβίλ, ένα αντρόγυνο με πλησίασε χαμογελώντας ως τα αφτιά και με ρώτησε: «Μας θυμάσαι;» Θυμήθηκα ότι τους είχα δώσει μαρτυρία όταν είχα πρωτοφτάσει στο Πορτ Μόρεσμπι. Είχα αρχίσει Γραφική μελέτη μαζί τους, την οποία κατόπιν έδωσα σε έναν ντόπιο αδελφό. Τώρα ήταν και οι δύο βαφτισμένοι! Αυτή ήταν μία από τις πολλές ευλογίες που γεύτηκα τα τρία χρόνια που έμεινα στην Παπούα-Νέα Γουινέα.
ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΛΛΑ ΠΟΛΥΑΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Προτού φύγω από το Κορόν το 1978, είχα γνωρίσει μια γοητευτική, αυτοθυσιαστική αδελφή, την Αντέλ. Έκανε τακτικό σκαπανικό ενώ μεγάλωνε τα δύο της παιδιά, τον Σαμουέλ και τη Σίρλεϊ. Ταυτόχρονα, φρόντιζε την ηλικιωμένη μητέρα της. Τον Μάιο του 1981, επέστρεψα στις Φιλιππίνες για να παντρευτώ την Αντέλ. Μετά τον γάμο μας, κάναμε τακτικό σκαπανικό και φροντίζαμε την οικογένεια μαζί.
Παρότι είχα ολόκληρη οικογένεια, το 1983 διορίστηκα ξανά ειδικός σκαπανέας, αυτή τη φορά στο νησί Λινάπακαν, στην επαρχία Παλάουαν. Μετακομίσαμε οικογενειακώς σε αυτό το απομονωμένο μέρος όπου δεν υπήρχαν καθόλου Μάρτυρες. Η μητέρα της Αντέλ πέθανε περίπου έναν χρόνο αργότερα. Ωστόσο, παραμείναμε δραστήριοι στη διακονία, πράγμα που μας βοήθησε να υπομείνουμε την απώλειά μας. Αρχίσαμε τόσο πολλές προοδευτικές Γραφικές μελέτες στο Λινάπακαν ώστε σύντομα χρειαζόμασταν μια μικρή Αίθουσα Βασιλείας. Γι’ αυτό, χτίσαμε μία μόνοι μας. Μόλις τρία χρόνια μετά την άφιξή μας, είχαμε τη χαρά να δούμε 110 άτομα να παρευρίσκονται στην Ανάμνηση, πολλά από τα οποία προόδευσαν ως το βάφτισμα αφού φύγαμε.
Το 1986, διορίστηκα στο νησί Κουλιόν, όπου υπήρχε μια αποικία λεπρών. Έπειτα από αυτό, διορίστηκε και η Αντέλ ειδική σκαπάνισσα. Αρχικά, μας άγχωνε η προοπτική να κηρύξουμε σε ανθρώπους που είχαν παραμορφωθεί από τη λέπρα. Αλλά οι ντόπιοι ευαγγελιζόμενοι μας διαβεβαίωσαν ότι εκείνοι οι ασθενείς είχαν λάβει θεραπευτική αγωγή και ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερος κίνδυνος μετάδοσης. Μερικοί παρακολουθούσαν συναθροίσεις στο σπίτι μιας αδελφής. Σύντομα προσαρμοστήκαμε, και βρίσκαμε βαθιά ικανοποίηση μεταδίδοντας τη Βιβλική ελπίδα μας σε άτομα που Λουκ. 5:12, 13.
ένιωθαν ότι τους είχαν απορρίψει και ο Θεός και οι άνθρωποι. Ήταν υπέροχο να βλέπουμε ανθρώπους που είχαν αντιμετωπίσει μια τόσο σοβαρή ασθένεια να βρίσκουν χαρά στην προοπτική να έχουν κάποια μέρα τέλεια υγεία.—Πώς προσαρμόστηκαν τα παιδιά μας στη ζωή στο Κουλιόν; Η Αντέλ και εγώ προσκαλέσαμε δύο νεαρές αδελφές από το Κορόν να έρθουν εκεί για να έχουν καλή παρέα τα παιδιά μας. Ο Σαμουέλ, η Σίρλεϊ και αυτές οι δύο νεαρές αδελφές είχαν πολύ παραγωγική διακονία. Έκαναν μελέτη με πολλά παιδιά ενώ η Αντέλ και εγώ μελετούσαμε με τους γονείς τους. Μάλιστα, κάποια στιγμή μελετούσαμε με 11 οικογένειες. Μέσα σε λίγο καιρό, είχαμε τόσο πολλές προοδευτικές Γραφικές μελέτες ώστε μπορέσαμε να ιδρύσουμε μια καινούρια εκκλησία!
Αρχικά, ήμουν ο μοναδικός πρεσβύτερος στην περιοχή. Γι’ αυτό, το γραφείο τμήματος μου ζήτησε να διεξάγω τις εβδομαδιαίες συναθροίσεις για τους οχτώ ευαγγελιζομένους στο Κουλιόν και έπειτα να κάνω το ίδιο για τους εννιά ευαγγελιζομένους που υπήρχαν σε ένα χωριό, το Μαριλί, το οποίο απείχε τρεις ώρες με πλοιάριο. Αφού κάναμε τις συναθροίσεις εκεί, πηγαίναμε οικογενειακώς σε ένα άλλο χωριό, το Χάλσι, για να κάνουμε κάποιες Γραφικές μελέτες. Για να φτάσουμε στο Χάλσι, περπατούσαμε πολλές ώρες σε μια ορεινή περιοχή.
Τελικά, είχαμε τόσο άφθονο θερισμό στο Μαριλί και στο Χάλσι ώστε χτίσαμε Αίθουσες Βασιλείας και στις δύο τοποθεσίες. Όπως και στο Λινάπακαν, οι αδελφοί και οι ενδιαφερόμενοι πρόσφεραν τα περισσότερα υλικά και έκαναν τις περισσότερες εργασίες. Η αίθουσα στο Μαριλί χωρούσε 200 άτομα και είχε δυνατότητα προέκτασης, πράγμα που μας επέτρεπε να κάνουμε συνελεύσεις εκεί.
ΘΛΙΨΗ, ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΧΑΡΑ
Το 1993, όταν τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει, η Αντέλ και εγώ αρχίσαμε το έργο περιοχής στις Φιλιππίνες. Έπειτα, το 2000, παρακολούθησα τη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης ώστε να προετοιμαστώ για να υπηρετήσω ως εκπαιδευτής σε εκείνη τη σχολή. Ένιωθα ανεπαρκής, αλλά η Αντέλ πάντοτε με ενθάρρυνε. Μου υπενθύμιζε ότι ο Ιεχωβά θα μου έδινε τη δύναμη για να επιτελέσω αυτόν τον καινούριο διορισμό. (Φιλιπ. 4:13) Η Αντέλ μιλούσε εκ πείρας, επειδή επιτελούσε τον διορισμό της παρότι αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.
Το 2006, ενώ υπηρετούσα ως εκπαιδευτής, η Αντέλ διαγνώστηκε με τη νόσο του Πάρκινσον. Πάθαμε σοκ! Όταν πρότεινα να αφήσουμε τον διορισμό μας ώστε να φροντίσουμε την υγεία της, η Αντέλ απάντησε: «Βρες μου εσύ έναν γιατρό που μπορεί να με βοηθήσει με την αρρώστια μου, και ξέρω ότι ο Ιεχωβά θα μας βοηθήσει να συνεχίσουμε στον διορισμό μας». Τα επόμενα έξι χρόνια, η Αντέλ συνέχισε να υπηρετεί τον Ιεχωβά χωρίς να παραπονιέται. Όταν δεν μπορούσε πια να περπατήσει, κήρυττε από το αναπηρικό της αμαξίδιο. Όταν δυσκολευόταν πλέον να μιλήσει, απαντούσε στις συναθροίσεις με μία ή δύο λέξεις. Μέχρι που πέθανε το 2013, η Αντέλ λάβαινε τακτικά μηνύματα εκτίμησης για το υπέροχο παράδειγμα υπομονής που έθετε. Είχα περάσει πάνω από 30 χρόνια με την Αντέλ, μια πιστή και στοργική σύντροφο, και έτσι όταν κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου, με κατέκλυσαν και πάλι αισθήματα θλίψης και μοναξιάς.
Η Αντέλ ήθελε να συνεχίσω στον διορισμό μου, και αυτό έκανα. Φρόντιζα να μένω πολυάσχολος, και αυτό με βοηθούσε να διαχειρίζομαι τα αισθήματα μοναξιάς. Από το 2014 έως το 2017, είχα τον διορισμό να επισκέπτομαι εκκλησίες της γλώσσας ταγκαλόγκ σε χώρες όπου το έργο ήταν υπό περιορισμό. Έπειτα από αυτό, επισκεπτόμουν εκκλησίες της γλώσσας ταγκαλόγκ στην Ταϊβάν, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Το 2019, υπηρέτησα ως εκπαιδευτής σε αγγλόφωνες τάξεις της Σχολής για Ευαγγελιστές της Βασιλείας στην Ινδία και στην Ταϊλάνδη. Έχω βρει μεγάλη χαρά σε όλους αυτούς τους διορισμούς. Νιώθω τη μεγαλύτερη ευτυχία όταν είμαι πλήρως απορροφημένος στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΤΕ ΜΑΚΡΙΑ
Σε κάθε νέο διορισμό, δένομαι τόσο πολύ με τους αδελφούς και τις αδελφές ώστε μου είναι πολύ δύσκολο να τους αποχωριστώ. Σε τέτοιες στιγμές, έχω μάθει να εμπιστεύομαι απόλυτα στον Ιεχωβά. Έχω γευτεί επανειλημμένα τη στήριξή του, και αυτό με έχει βοηθήσει να αποδέχομαι ολόκαρδα οποιεσδήποτε αλλαγές προκύπτουν. Σήμερα, είμαι ειδικός σκαπανέας στις Φιλιππίνες. Νιώθω άνετα στην καινούρια μου εκκλησία, η οποία έχει γίνει μια υποστηρικτική και στοργική οικογένεια. Επίσης, καμαρώνω πολύ βλέποντας τον Σαμουέλ και τη Σίρλεϊ να μιμούνται την πίστη της μητέρας τους.—3 Ιωάν. 4.
Ναι, αντιμετώπισα πολλές δοκιμασίες στη ζωή μου. Μεταξύ άλλων, είδα την αγαπημένη μου σύζυγο να υποφέρει και να πεθαίνει από μια εξουθενωτική ασθένεια. Επίσης, χρειάστηκε επανειλημμένα να προσαρμοστώ σε καινούριες περιστάσεις. Εντούτοις, έχω διαπιστώσει ότι ο Ιεχωβά «δεν είναι μακριά από τον καθέναν μας». (Πράξ. 17:27) Το χέρι του Ιεχωβά «δεν είναι τόσο μικρό» ώστε να μην μπορεί να στηρίξει και να ενισχύσει τους υπηρέτες του, ακόμα και σε απομονωμένους τομείς. (Ησ. 59:1) Ο Ιεχωβά, ο Βράχος μου, ήταν μαζί μου σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου, και του είμαι τρομερά ευγνώμων. Δεν ήμουν ποτέ μόνος.
a Βλέπε Σκοπιά 1 Δεκεμβρίου 1972, σ. 713-719.