Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Διακρατώντας Πίστη υπό την Καταδυνάστευση Ολοκληρωτικών Καθεστώτων

Διακρατώντας Πίστη υπό την Καταδυνάστευση Ολοκληρωτικών Καθεστώτων

Διακρατώντας Πίστη υπό την Καταδυνάστευση Ολοκληρωτικών Καθεστώτων

ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΜΙΚΑΪΛ ΝΤΑΣΕΒΙΤΣ

«Στη Γερμανία πυροβολούμε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Βλέπεις εκείνο το όπλο;» με ρώτησε ο αξιωματικός της Γκεστάπο καθώς έδειχνε ένα τουφέκι που βρισκόταν στη γωνιά. «Μπορώ να σε μαχαιρώσω με την ξιφολόγχη και να μη νιώσω καμιά ενοχή».

Ήμουν μόνο 15 χρονών όταν αντιμετώπισα αυτή την απειλή τότε που οι Ναζί είχαν υπό την κατοχή τους την πατρίδα μου το 1942.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το Νοέμβριο του 1926 σε ένα μικρό χωριό κοντά στο Στανισλάφ (τώρα ονομάζεται Ιβάνο-Φρανκόφσκ), που τότε ήταν μέρος της Πολωνίας. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, από το Σεπτέμβριο του 1939 μέχρι το Μάιο του 1945, η περιοχή μας περιήλθε αρχικά στην κατοχή της Σοβιετικής Ένωσης, κατόπιν για ένα διάστημα την κατέλαβε η Γερμανία και τελικά την ξανακατέλαβαν οι Σοβιετικοί. Μετά τον πόλεμο έγινε μέρος της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και όταν έπαψε να υπάρχει η Σοβιετική Ένωση το 1991 έγινε μέρος της Ουκρανίας.

Ο Πολωνός πατέρας μου και η Λευκορωσίδα μητέρα μου ήταν μέλη της Ελληνόρρυθμης Καθολικής Εκκλησίας. Κατόπιν όμως, το 1939, δυο γυναίκες που ανήκαν σε μια εκκλησία 30 Μαρτύρων του Ιεχωβά στο κοντινό χωριό Χοριχλιάντι μάς έδωσαν το βιβλιάριο Ο Παγκόσμιος Πόλεμος Εγγύς. Αυτό περιέγραφε γεγονότα που έβλεπα να γίνονται. Γι’ αυτό, όταν είδα στο βιβλιάριο το ερώτημα: «Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο τα έθνη βιάζονται να κάνουν πόλεμο;» έδωσα μεγάλη προσοχή στην εξήγηση που παρουσίαζε με βάση την Αγία Γραφή.

Ο πόλεμος δεν ήταν το μόνο πρόβλημά μας στην Ουκρανία. Υπήρχε μεγάλη πείνα. Η πολιτική του Σοβιετικού Προέδρου Ιωσήφ Στάλιν οδήγησε σε εκτοπίσεις στη Ρωσία. Τα παθήματα που είδα με έκαναν να εξετάσω την Αγία Γραφή προσεκτικά. Ζήτησα από έναν Μάρτυρα στο Χοριχλιάντι να μελετήσει την Αγία Γραφή μαζί μου.

Το χωριό μας, το Οντάγιβ, είναι στην άλλη όχθη του ποταμού Δνείστερου, απέναντι από το Χοριχλιάντι. Γι’ αυτό, αρκετές φορές την εβδομάδα, διέσχιζα το ποτάμι με μια μικρή βάρκα για να κάνω τη Γραφική μου μελέτη. Τον Αύγουστο του 1941, εγώ και η αδελφή μου η Άννα βαφτιστήκαμε σε εκείνον τον ποταμό μαζί με δυο άλλα άτομα.

Ανάκριση από την Γκεστάπο

Η γερμανική κατοχή άρχισε το 1941 και, παρά τη συνεχή απειλή για τιμωρία, δεν σταματήσαμε τη Χριστιανική μας δραστηριότητα. Τον επόμενο χρόνο άρχισα το σκαπανικό, χρησιμοποιώντας για τις μετακινήσεις μου ένα ποδήλατο. Σύντομα έλαβε χώρα η συνάντηση με τη γερμανική Γκεστάπο, την οποία ανέφερα στην εισαγωγή. Να τι συνέβη.

Καθώς επέστρεφα στο σπίτι από τη διακονία μια μέρα, επισκέφτηκα δυο συγχριστιανές μου, μια μητέρα με την κόρη της. Ο σύζυγος της κόρης εναντιωνόταν στην πίστη μας και έκανε το παν για να ανακαλύψει από πού προμηθευόταν τα Γραφικά της έντυπα. Εκείνη τη μέρα, εκτός από μερικά έντυπα, είχα μαζί μου και εκθέσεις σχετικά με το έργο των συγχριστιανών μου. Ο σύζυγός της με είδε να φεύγω από το σπίτι.

«Σταμάτα!» ούρλιαξε. Εγώ άρπαξα την τσάντα μου και έτρεξα.

«Σταμάτα! Κλέφτης!» φώναξε εκείνος. Μερικοί εργάτες από τα χωράφια νόμισαν ότι είχα κλέψει κάτι, γι’ αυτό με ανάγκασαν να σταματήσω. Ο άνθρωπος αυτός με πήγε στο αστυνομικό τμήμα, όπου βρισκόταν ένας αξιωματικός της Γκεστάπο.

Βλέποντας τα έντυπα στην τσάντα μου, ο αξιωματικός ξεφώνισε στα γερμανικά: «Ρόδερφορντ! Ρόδερφορντ!» Δεν χρειάστηκα μεταφραστή για να καταλάβω τι τον αναστάτωσε. Το όνομα του Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, ο οποίος ήταν ο πρόεδρος της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, εμφανιζόταν στο εσώφυλλο των βιβλίων που εξέδιδαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο σύζυγος τότε με κατηγόρησε ότι ήμουν εραστής της γυναίκας του. Η αστυνομία και ο αξιωματικός της Γκεστάπο καταλάβαιναν ότι αυτό ήταν παράλογο, επειδή η γυναίκα του ήταν τόσο μεγάλη ώστε θα μπορούσε να είναι μητέρα μου. Μετά άρχισαν να με ανακρίνουν.

Ήθελαν να μάθουν ποιος ήμουν και από πού προερχόμουν, κυρίως δε από πού είχα προμηθευτεί τα βιβλία. Αλλά εγώ δεν τους έλεγα. Με χτύπησαν μερικές φορές και με κορόιδευαν. Μετά με έκλεισαν σε ένα υπόγειο. Τις επόμενες τρεις μέρες με ανέκριναν. Κατόπιν με πήγαν στο γραφείο του αξιωματικού της Γκεστάπο, ο οποίος απείλησε ότι θα με μαχαίρωνε με την ξιφολόγχη του. Προς στιγμή δεν ήξερα αν θα εκτελούσε την απειλή του. Έσκυψα το κεφάλι μου, και στη συνέχεια επικράτησε μια σιωπή που μου φάνηκε ατέλειωτη. Τότε εκείνος είπε απότομα: «Μπορείς να φύγεις».

Όπως καταλαβαίνετε, το κήρυγμα τότε ήταν πραγματική πρόκληση για εμάς, ενώ το ίδιο ίσχυε και για τη διεξαγωγή των συναθροίσεών μας. Γιορτάσαμε την ετήσια Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού στις 19 Απριλίου 1943, χρησιμοποιώντας δυο δωμάτια ενός σπιτιού στο Χοριχλιάντι. (Λουκάς 22:19) Όταν ήμασταν έτοιμοι να αρχίσουμε τη συνάθροισή μας, ακούστηκε μια φωνή που έλεγε ότι η αστυνομία πλησίαζε στο σπίτι. Μερικοί κρυφτήκαμε στον κήπο, αλλά η αδελφή μου η Άννα και τρεις άλλες γυναίκες πήγαν στο υπόγειο. Η αστυνομία τις βρήκε και τις έσυρε έξω τη μία μετά την άλλη για ανάκριση. Υπέστησαν βάναυση μεταχείριση επί ώρες και μια από αυτές τραυματίστηκε σοβαρά.

Η Παγκόσμια Σκηνή Αλλάζει

Το καλοκαίρι του 1944, οι Γερμανοί υποχώρησαν και οι Σοβιετικοί επέστρεψαν στην περιοχή μας. Ως υπηρέτες του Ιεχωβά, παραμείναμε προσκολλημένοι στις ίδιες Γραφικές αρχές με βάση τις οποίες ζούσαμε όταν ήμασταν υπό τη ναζιστική κατοχή. Αρνηθήκαμε να έχουμε οποιαδήποτε ανάμειξη σε στρατιωτικές ή πολιτικές δραστηριότητες. Η οσιότητά μας σε αυτές τις Γραφικές αρχές σύντομα δοκιμάστηκε.​—Ησαΐας 2:4· Ματθαίος 26:52· Ιωάννης 17:14.

Μέσα σε λίγες μέρες, οι Σοβιετικοί άρχισαν να καλούν όλους τους νεαρούς άντρες για στρατιωτική υπηρεσία. Κάτι που έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα ήταν ότι δεν έψαχναν μόνο οι Σοβιετικοί για νεοσύλλεκτους. Οι Ουκρανοί αντάρτες χτένιζαν την περιοχή αναζητώντας νεαρούς άντρες, τους οποίους έπαιρναν μέσα στο δάσος για να τους εκπαιδεύσουν ως πολεμιστές. Κατά συνέπεια, εμείς οι Μάρτυρες βρισκόμασταν σε δύσκολη θέση καθώς χρειαζόταν να αποδεικνύουμε την ουδετερότητά μας σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις—στους Σοβιετικούς και στους αντάρτες.

Αυτές οι ομάδες συγκρούστηκαν στο χωριό μας, αφήνοντας δύο αντάρτες σκοτωμένους στο δρόμο έξω από το σπίτι μας. Οι σοβιετικές αρχές ήρθαν στο σπίτι μας για να μάθουν αν γνωρίζαμε τους νεκρούς. Οι αξιωματικοί που ήρθαν αποφάσισαν να με πάρουν μαζί τους και να με εντάξουν στο στρατό τους, στις τάξεις του οποίου σχηματιζόταν ένα σύνταγμα από Πολωνούς στρατιώτες. Επειδή είχα πολωνική καταγωγή, έπρεπε να καταταχθώ σε εκείνο το σύνταγμα.

Εγώ και τέσσερις άλλοι Μάρτυρες αρνηθήκαμε να καταταχθούμε, και γι’ αυτό μας μετέφεραν σιδηροδρομικώς στο Ντνιεπροπετρόφσκ, μια πόλη περίπου 700 χιλιόμετρα στα ανατολικά. Εκεί, αφού εξηγήσαμε ότι δεν μπορούσαμε να υπηρετήσουμε στο στρατό λόγω των βασισμένων στη Γραφή πεποιθήσεών μας, μας έθεσαν υπό κράτηση ενώ ετοίμαζαν τις κατηγορίες εναντίον μας. Όταν εμφανιστήκαμε στο δικαστήριο μάθαμε ότι ο ανακριτής, ο οποίος δεν ανήκε στο στρατό, ήταν Εβραίος. Στην υπεράσπισή μας, την οποία άκουσε προσεκτικά ο ανακριτής, εξηγήσαμε τα πιστεύω μας. Αναφέραμε πράγματα που ξέραμε ότι θα τον ενδιέφεραν, περιλαμβανομένης της καταδυνάστευσης των Ισραηλιτών και της απελευθέρωσής τους από την Αίγυπτο μέσω του Μωυσή.

Στη διάρκεια των μηνών που πέρασαν μέχρι να βγει η δικαστική απόφαση, μας είχαν σε ένα κελί με περίπου 25 άλλους τρόφιμους. Όταν εκείνοι έμαθαν ότι αρνηθήκαμε να καταταχθούμε στο στρατό, αναφώνησαν: «Είστε αδελφοί μας!» Σύντομα, ωστόσο, ανακαλύψαμε ότι δεν ήταν Μάρτυρες αλλά Βαπτιστές. Είχαν δεχτεί να καταταχθούν, αλλά συνελήφθησαν όταν αρνήθηκαν να πάρουν όπλα.

Το Μάιο του 1945, ενώ ήμασταν ακόμα υπό κράτηση στο Ντνιεπροπετρόφσκ, ξυπνήσαμε μέσα στη νύχτα από πυροβολισμούς και φωνές που προέρχονταν από τους στρατώνες και τους δρόμους. Αναρωτιόμασταν αν γινόταν εξέγερση, μάχη ή γιορτή. Το επόμενο πρωί στο πρόγευμα, ακούσαμε τα νέα από το κουρείο: Ο πόλεμος είχε τελειώσει! Λίγο αργότερα, το δικαστήριο ανακοίνωσε τις ποινές μας. Η ίδια ποινή επιβλήθηκε στους Βαπτιστές και σε εμάς—δέκα χρόνια σε σωφρονιστικά στρατόπεδα.

Σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο στη Ρωσία

Εμάς τους πέντε Μάρτυρες μας έστειλαν σε σωφρονιστικό στρατόπεδο στη Ρωσία. Τελικά, έπειτα από ένα ταξίδι δύο εβδομάδων με το τρένο, αποβιβαστήκαμε στο Σουκχομπεζβόντνογιε, περίπου 400 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Το Σουκχομπεζβόντνογιε ήταν το διοικητικό κέντρο 32 στρατοπέδων εργασίας που βρίσκονταν κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Κάθε στρατόπεδο στέγαζε χιλιάδες τρόφιμους. Ύστερα από έξι μήνες στο Σουκχομπεζβόντνογιε, με έστειλαν στο Στρατόπεδο Αρ. 18. Εκεί οι περισσότεροι τρόφιμοι ήταν εγκληματίες ή πολιτικοί κρατούμενοι.

Οι αρχές μάς έβαλαν να κόβουμε δέντρα, μια πολύ δύσκολη εργασία. Μερικές φορές έπρεπε να περπατάμε με δυσκολία μέσα στο χιόνι που έφτανε μέχρι τη μέση μας, να κόβουμε τα δέντρα με πριόνι και μετά να τραβάμε τους κορμούς μέσα στο χιόνι. Μια φορά την εβδομάδα, την Κυριακή μετά το πρωινό, είχα την ευκαιρία να συζητώ κάτι από την Αγία Γραφή με τους άλλους τέσσερις Μάρτυρες στο στρατόπεδο. Αυτές ήταν οι συναθροίσεις μας. Επίσης, γιορτάζαμε την Ανάμνηση. Μάλιστα, μια χρονιά τη γιορτάσαμε στα λουτρά του στρατοπέδου. Χρησιμοποιούσαμε χυμό από βατόμουρα, επειδή δεν είχαμε κρασί, ως έμβλημα για το αίμα του Ιησού.

Το αίσθημα της απομόνωσης ήταν συντριπτικό. Άνοιξα την καρδιά μου στον Ιεχωβά, ο οποίος με ενίσχυσε όπως είχε ενισχύσει και τον προφήτη Ηλία όταν ήταν καταβαρημένος από παρόμοια αισθήματα. (1 Βασιλέων 19:14, 18) Ο Θεός με βοήθησε να διακρίνω ότι δεν ήμασταν μόνοι. Πραγματικά Εκείνος ήταν ένας σταθερός, ασάλευτος στύλος στη ζωή μου, ακόμη και κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες.

Στο καθένα από τα άλλα στρατόπεδα κοντά στο Σουκχομπεζβόντνογιε υπήρχαν λίγοι Μάρτυρες, και μπορούσαμε να επικοινωνούμε κάπου κάπου μαζί τους μέσω ενός αδελφού που η δουλειά του τού επέτρεπε να επισκέπτεται όλα τα στρατόπεδα. Εκείνος ενεργούσε ως σύνδεσμός μας, μεταφέροντας κρυφά κάποια έντυπα μέσα και έξω από τα στρατόπεδα. Αυτό μας επέτρεπε να μοιραζόμαστε τα λίγα έντυπα που είχαμε. Πόση ενθάρρυνση λαβαίναμε έτσι!

Πίσω στην Ουκρανία

Μέσω αμνηστίας που χορήγησε το κράτος, η ποινή μου μειώθηκε από δέκα χρόνια σε πέντε. Έτσι λοιπόν, τον Απρίλιο του 1950 επέστρεψα στην εκκλησία μου στο Χοριχλιάντι. Το έργο μας στην Ουκρανία ήταν ακόμη υπό απαγόρευση και ο κίνδυνος όταν συμμετείχαμε στη διακονία ήταν μεγάλος. Αλλά μεγάλες ήταν και οι ανταμοιβές.

Λίγο μετά την επιστροφή μου, μίλησα με κάποιον άντρα ονόματι Κοζάκ που ζούσε στο Ζχαμποκρούκρι, ένα χωριό περίπου 20 χιλιόμετρα από το σπίτι μου. Τον ρώτησα πώς ήταν η ζωή για αυτόν και την οικογένειά του. Γνώριζα ότι οι εργάτες στα συνεταιριστικά αγροκτήματα αγωνίζονταν να τα βγάλουν πέρα. Ήξερα, λοιπόν, ότι μια τέτοια ερώτηση ήταν ένας καλός τρόπος για να ανοίξω συζήτηση. Εξήγησα ότι, σύμφωνα με τις προρρήσεις της Αγίας Γραφής, στην εποχή μας θα υπήρχαν πείνες και πόλεμοι. (Ματθαίος 24:3-14) Εκείνος ήθελε να μάθει περισσότερα, και γι’ αυτό τον επανεπισκέφτηκα. Κάθε εβδομάδα περπατούσα περίπου 40 χιλιόμετρα προς και από το Ζχαμποκρούκρι για να κάνω Γραφική μελέτη με την οικογένεια Κοζάκ. Οι κίνδυνοι, για να μην αναφέρουμε τον πολύ χρόνο που περιλαμβανόταν, ξεχάστηκαν όταν οι Κοζάκ βαφτίστηκαν τον Αύγουστο του 1950.

Λίγο μετά το βάφτισμά τους, οι Κοζάκ εξορίστηκαν μαζί με χιλιάδες άλλους Μάρτυρες. Ένοπλοι στρατιώτες τούς μάζεψαν αιφνιδιαστικά στις αρχές Απριλίου του 1951 και​—χωρίς δίκη—​τους εκτόπισαν στη Σιβηρία. Εκεί οι Κοζάκ και πολλοί άλλοι φίλοι μου αναγκάστηκαν να φτιάξουν το καινούριο σπιτικό τους. a

Από τις 15 οικογένειες των Μαρτύρων στο Χοριχλιάντι, μόνο 4 εκτοπίστηκαν. Ωστόσο, σε άλλες εκκλησίες η αναλογία των Μαρτύρων που εκτοπίστηκαν ήταν πολύ μεγαλύτερη. Πώς οργανώθηκαν αυτές οι μαζικές εκτοπίσεις; Οι αρχές είχαν καταλόγους με τους Μάρτυρες και έτσι μπόρεσαν να μαζέψουν πάρα πολλούς κατά βούληση. Από ό,τι φαίνεται, οι λίστες είχαν καταρτιστεί το 1950, όταν ήμουν ακόμα στη φυλακή στη Ρωσία, και γι’ αυτό έλειπε το όνομά μου. Έναν μήνα νωρίτερα, το Μάρτιο του 1951, είχα παντρευτεί τη Φένια, μια κοπέλα που υπηρετούσε όσια τον Ιεχωβά. Ολόκληρη η οικογένεια της Φένιας εξορίστηκε, η ίδια όμως γλίτωσε επειδή με παντρεύτηκε και πήρε το όνομά μου, που δεν ήταν στη λίστα.

Δύσκολες Δοκιμασίες της Πίστης

Μετά τις εκτοπίσεις, όσοι μείναμε πίσω έπρεπε να αναδιοργανώσουμε το έργο. Μου ζητήθηκε να φροντίζω τις εκκλησίες στη γειτονική περιοχή του Ιβάνο-Φρανκόφσκ, όπου, ακόμα και μετά τις εκτοπίσεις, εξακολουθούσαν να υπάρχουν περίπου 30 Μάρτυρες σε καθεμιά από τις 15 εκκλησίες. Ως αυτοαπασχολούμενος ξυλουργός, είχα ευέλικτο πρόγραμμα, και έτσι μπορούσα να συναντώ κρυφά τους αδελφούς κάθε εκκλησίας μια φορά το μήνα.

Συχνά συναντιόμασταν τη νύχτα σε ένα νεκροταφείο όπου ήταν σίγουρο ότι θα ήμασταν μόνοι. Ένα κύριο θέμα συζήτησης ήταν το πώς θα φροντίζαμε ώστε όλες οι εκκλησίες να έχουν κάποια Γραφικά έντυπα. Μερικές φορές λαβαίναμε το τρέχον περιοδικό Σκοπιά στην πολωνική ή στη ρουμανική και το μεταφράζαμε στην ουκρανική. Ωστόσο, οι αρχές συνεχώς μας παρακολουθούσαν, προσπαθώντας να εντοπίσουν και να καταστρέψουν τους πρωτόγονους πολύγραφους που χρησιμοποιούσαμε.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημά μας ήταν ότι ήμασταν απομονωμένοι από τους Χριστιανούς αδελφούς μας άλλων χωρών, περιλαμβανομένων και αυτών που υπηρετούσαν στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και αναλάμβαναν την ηγεσία στις Χριστιανικές μας δραστηριότητες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι εκκλησίες μας βασανίζονταν συχνά από έλλειψη ενότητας, φημολογίες και δολοπλοκίες. Μερικοί Μάρτυρες εγκατέλειψαν την οργάνωση και δημιούργησαν ομάδες εναντιουμένων. Κυκλοφόρησαν μάλιστα ψευδείς και αρνητικές ιστορίες για τα άτομα που αναλάμβαναν την ηγεσία στο Μπρούκλιν.

Έτσι λοιπόν, πολλοί από εμάς καταλάβαμε ότι οι πιο δύσκολες δοκιμασίες της πίστης μας δεν ήταν αποτέλεσμα του διωγμού από τους εναντιουμένους αλλά των συγκρούσεων μέσα στις εκκλησίες. Έστω και αν μερικοί επέλεξαν να μην είναι πια συλλάτρεις μας, εμείς μάθαμε ότι ήταν ζωτικό να προσκολλούμαστε στην οργάνωση και να περιμένουμε τον Ιεχωβά να τακτοποιήσει τα ζητήματα. Ευτυχώς, η πλειονότητα των Μαρτύρων στην περιοχή μας έκανε ακριβώς αυτό. Επίσης, μπορώ να πω με χαρά ότι πολλοί από εκείνους που εγκατέλειψαν την οργάνωση αναγνώρισαν το λάθος τους και αργότερα επέστρεψαν για να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά μαζί μας.

Ακόμη και στη διάρκεια εκείνων των δύσκολων καιρών της απομόνωσης, ήμασταν πολυάσχολοι στη δημόσια διακονία και ευλογηθήκαμε πλούσια. Και τι ανταμοιβές έχουμε δει! Τώρα, κάθε φορά που παρακολουθώ τη Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας, θυμάμαι τις ευλογίες του Ιεχωβά. Όλοι όσοι ανήκουν στον όμιλό μας, που ξεπερνούν τους 20, βοηθήθηκαν να μάθουν την αλήθεια από μέλη της οικογένειάς μου.

Οι γονείς μου και η αδελφή μου η Άννα έχουν πεθάνει, έχοντας μείνει πιστοί στον Ιεχωβά. Η Φένια και εγώ εξακολουθούμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο δραστήριοι στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Ο καιρός πραγματικά πέρασε γρήγορα. Στη διάρκεια των περασμένων 30 ετών, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ουκρανία έζησαν συναρπαστικά γεγονότα που είναι αδύνατον να τα εξιστορήσω σε αυτή τη σύντομη αφήγηση. Αλλά νιώθω ικανοποίηση όταν αναπολώ την πολυετή υπηρεσία που έχω προσφέρει στον Ιεχωβά, και είμαι πεπεισμένος ότι Αυτός θα παραμείνει ο σταθερός στύλος και το στήριγμά μου, εφόσον λέει για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά· δεν έχω αλλάξει».​—Μαλαχίας 3:6.

[Υποσημείωση]

a Βλέπε τα άρθρα «Υπό Κομμουνιστική Απαγόρευση επί 40 και Πλέον Χρόνια», στη Σκοπιά 1 Μαρτίου 1999, σελίδες 24-29, και «Εξόριστος στη Σιβηρία!», στο Ξύπνα! 22 Απριλίου 1999, σελίδες 20-25.

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 21]

Ήθελαν να μάθουν ποιος ήμουν και από πού προερχόμουν, κυρίως δε από πού είχα προμηθευτεί τα βιβλία. Αλλά εγώ δεν τους έλεγα

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 22]

Το αίσθημα της απομόνωσης ήταν συντριπτικό. Άνοιξα την καρδιά μου στον Ιεχωβά, ο οποίος με ενίσχυσε

[Εικόνα στη σελίδα 20]

Η Φένια και εγώ το 1952

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Με τη Φένια σήμερα