Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Πίστη υπό Δοκιμασία στην Πολωνία

Πίστη υπό Δοκιμασία στην Πολωνία

Πίστη υπό Δοκιμασία στην Πολωνία

ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΓΙΑΝ ΦΕΡΕΝΤΣ

ΗΜΟΥΝ ακόμη παιδί όταν μαινόταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Θυμάμαι πολύ καλά έναν θείο μου ο οποίος ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Ερχόταν στο σπίτι μας και μας διάβαζε από την Αγία Γραφή. Οι γονείς μου δεν ενδιαφέρονταν, αλλά ο αδελφός μου ο Γιούζεφ, η αδελφή μου η Γιανίνα και εγώ ενδιαφερόμασταν πραγματικά. Σύντομα ο καθένας μας συμβόλισε την αφιέρωσή του στον Ιεχωβά με το βάφτισμα. Όταν βαφτίστηκα, ήμουν μόνο 14 ετών.

Οι γονείς μας, παρατηρώντας τη θαυμάσια επίδραση που είχε η μελέτη της Αγίας Γραφής στη ζωή μας, άρχισαν να δίνουν προσοχή. Όταν ο πατέρας μου συνειδητοποίησε ότι η Γραφή καταδικάζει την ειδωλολατρία, είπε: «Αν αυτό λέει ο Λόγος του Θεού, οι ιερείς μάς κρατούσαν σε άγνοια. Παιδί μου, πάρε όλες τις εικόνες από τους τοίχους και πέταξέ τες!» Περίπου δύο χρόνια αργότερα, οι γονείς μου βαφτίστηκαν. Υπηρέτησαν πιστά τον Ιεχωβά μέχρι το θάνατό τους.

Προβλήματα που Αντιμετωπίσαμε

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αντιμετώπισαν δύσκολους καιρούς μετά το τέλος του πολέμου. Για παράδειγμα, έγινε επιδρομή στο γραφείο της Λουτζ από την Υπηρεσία Ασφάλειας και όσοι εργάζονταν εκεί συνελήφθησαν. Στην ανατολική Πολωνία, αντάρτες των Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων, υπό την επιρροή του Καθολικού κλήρου, επιτίθονταν άγρια σε Μάρτυρες του Ιεχωβά. a

Επίσης, εκείνον περίπου τον καιρό, οι κομμουνιστικές αρχές απέσυραν την άδεια που μας είχαν δώσει προηγουμένως για να διεξαγάγουμε τις συνελεύσεις μας και προσπάθησαν να διακόψουν όσες συνελεύσεις διεξάγονταν ήδη. Εντούτοις, το μόνο που κατάφερε η κλιμακούμενη εναντίωση ήταν να μας κάνει πιο αποφασισμένους να συνεχίσουμε το κήρυγμα της Βασιλείας του Θεού. Το 1949 έδωσαν έκθεση έργου πολύ περισσότεροι από 14.000 Μάρτυρες στην Πολωνία.

Σύντομα, έγινα σκαπανέας, ένας ολοχρόνιος διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο πρώτος μου διορισμός απείχε περίπου 500 χιλιόμετρα από το σπίτι μου. Ωστόσο, αργότερα διορίστηκα να υπηρετώ ως περιοδεύων επίσκοπος σε μια περιοχή ανατολικά του Λιούμπλιν, όχι μακριά από το μέρος που ζούσαν οι γονείς μου.

Συλλαμβάνομαι και Διώκομαι

Τον Ιούνιο του 1950, με συνέλαβαν οι κομμουνιστικές αρχές με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών. Με έριξαν σε ένα υγρό μπουντρούμι. Το βράδυ με έβγαλαν για να με ανακρίνει ένας αξιωματικός. «Το θρησκευτικό σωματείο στο οποίο ανήκεις είναι αίρεση και εχθρός του Κράτους μας», μου είπε. «Το γραφείο σας εργάζεται για την αμερικανική κατασκοπεία. Μπορούμε να το αποδείξουμε! Οι αδελφοί σου έχουν ήδη ομολογήσει ότι ταξίδευαν σε όλη τη χώρα και συγκέντρωναν στοιχεία για στρατιωτικές εγκαταστάσεις και εργοστάσια».

Βέβαια, αυτές οι κατηγορίες ήταν εντελώς ψεύτικες. Παρ’ όλα αυτά, ο αξιωματικός με συμβούλεψε να υπογράψω μια δήλωση με την οποία θα αποκήρυττα αυτό που αποκάλεσε «επαίσχυντη οργάνωσή σου». Προσπάθησε επανειλημμένα να με κάνει να υπογράψω. Προσπάθησε ακόμη να με κάνει να γράψω τα ονόματα και τις διευθύνσεις όλων των Μαρτύρων που γνώριζα καθώς και τα μέρη από τα οποία διανέμονταν τα έντυπά μας. Οι προσπάθειές του αποδείχτηκαν μάταιες.

Έπειτα από αυτό, οι αξιωματικοί άρχισαν να με χτυπούν με ένα ρόπαλο ώσπου έχασα τις αισθήσεις μου. Μετά, μου έριξαν νερό για να με συνεφέρουν και η ανάκριση ξανάρχισε. Το επόμενο βράδυ, με χτύπησαν ανελέητα στις φτέρνες. Παρακάλεσα τον Θεό δυνατά να μου δώσει δύναμη να αντέξω. Ένιωσα ότι το έκανε. Αυτού του είδους οι νυχτερινές ανακρίσεις επαναλαμβάνονταν τακτικά επί έναν σχεδόν χρόνο.

Εγώ αποφυλακίστηκα τον Απρίλιο του 1951, αλλά πολλοί Μάρτυρες εξακολουθούσαν να είναι φυλακισμένοι. Πήγα σε έναν υπεύθυνο Μάρτυρα και ζήτησα νέο διορισμό. «Δεν φοβάσαι μήπως σε ξανασυλλάβουν;» με ρώτησε. «Είμαι ακόμη πιο αποφασισμένος να εργαστώ εκεί όπου η ανάγκη είναι μεγαλύτερη», απάντησα. Ξανάρχισα το έργο του περιοδεύοντα επισκόπου και αργότερα μου ζητήθηκε να οργανώσω την εκτύπωση και τη διανομή των εντύπων μας στην Πολωνία.

Εκείνη την εποχή, χρησιμοποιούσαμε πρωτόγονους πολύγραφους και κέρινες μεμβράνες για να φτιάχνουμε αντίγραφα της Σκοπιάς. Η εκτύπωση που κάναμε ήταν κακής ποιότητας και πληρώναμε εξωφρενικές τιμές για χαρτί, στο οποίο τότε υπήρχε έλλειψη. Η εργασία αυτή έπρεπε να γίνεται σε απομονωμένα μέρη, όπως σε στάβλους, υπόγεια και σοφίτες. Όσους ανακάλυπταν τους φυλάκιζαν.

Θυμάμαι ένα ξερό πηγάδι που χρησιμοποιούσαμε. Στο τοίχωμά του, περίπου 10 μέτρα κάτω από το έδαφος, υπήρχε ένα άνοιγμα που οδηγούσε σε ένα μικρό δωμάτιο όπου πολυγραφούσαμε τα περιοδικά. Για να φτάσουμε εκεί, έπρεπε να μας κατεβάζουν με σχοινί. Μια μέρα, καθώς με κατέβαζαν στο πηγάδι μέσα σε έναν πελώριο ξύλινο κουβά, κόπηκε ξαφνικά το σχοινί. Έπεσα στον πάτο και έσπασα το πόδι μου. Αφού έμεινα για λίγο στο νοσοκομείο, ξανάρχισα να χειρίζομαι τον πολύγραφο.

Περίπου αυτή την περίοδο γνώρισα την Ντανούτα, μια ζηλώτρια σκαπάνισσα. Παντρευτήκαμε το 1956, και τα επόμενα τέσσερα χρόνια υπηρετήσαμε μαζί στη διακονία στην κεντρική Πολωνία. Το 1960 είχαμε ήδη δύο παιδιά και αποφασίσαμε να σταματήσει η Ντανούτα την ολοχρόνια διακονία για να τα φροντίζει. Προτού περάσει πολύς καιρός, με ξανασυνέλαβαν, και αυτή τη φορά με έβαλαν σε ένα κελί γεμάτο αρουραίους. Ύστερα από εφτά μήνες, καταδικάστηκα σε διετή φυλάκιση.

Μπαινοβγαίνω στη Φυλακή

Υπήρχαν περισσότεροι από 300 κρατούμενοι στη φυλακή του Μπίντγκοστς, και εγώ προσευχήθηκα στον Ιεχωβά να μπορέσω να μεταδώσω το άγγελμα της Βασιλείας σε όσους είχαν ειλικρινή καρδιά. Μίλησα στο διευθυντή της φυλακής και του πρότεινα να εργαστώ ως κουρέας. Προς έκπληξή μου, συμφώνησε. Σε λίγο καιρό ξύριζα τους κρατούμενους, τους κούρευα και έδινα μαρτυρία σε όσους φαίνονταν να έχουν ευνοϊκή διάθεση.

Ο κρατούμενος που εργαζόταν ως κουρέας μαζί μου σύντομα ανταποκρίθηκε στις συζητήσεις που κάναμε. Μάλιστα άρχισε να μεταδίδει σε άλλους τα πράγματα που μάθαινε από την Αγία Γραφή. Σύντομα, ο διευθυντής της φυλακής μάς διέταξε να σταματήσουμε να διαδίδουμε αυτό που χαρακτήρισε ως «ανατρεπτική προπαγάνδα». Ο συνεργάτης μου έμεινε σταθερός και έδωσε την ακόλουθη εξήγηση: «Παλιότερα έκλεβα, αλλά τώρα σταμάτησα. Ήμουν εθισμένος στη νικοτίνη, αλλά έκοψα το κάπνισμα. Βρήκα σκοπό στη ζωή μου και θέλω να γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά».

Όταν αποφυλακίστηκα, στάλθηκα στο Πόζναν για να επιβλέπω ένα «αρτοποιείο», όπως αποκαλούσαμε τα μυστικά τυπογραφεία μας. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, η εκτύπωσή μας είχε βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Μάθαμε πώς να σμικρύνουμε τις σελίδες φωτογραφικά​—ένα ορόσημο στην τεχνολογία μας—​και πώς να χειριζόμαστε τα πιεστήρια όφσετ Ρόταπριντ. Το 1960 αρχίσαμε επίσης να τυπώνουμε και να δένουμε βιβλία.

Λίγο καιρό αργότερα, ένας γείτονας κατήγγειλε τη δράση μας και με συνέλαβαν για άλλη μια φορά. Αφού αποφυλακίστηκα το 1962, έλαβα το διορισμό να υπηρετήσω στο Στσέτσιν μαζί με αρκετούς άλλους. Εντούτοις, προτού φύγουμε, λάβαμε την οδηγία από κάποιους τους οποίους θεωρούσαμε όσιους Χριστιανούς αδελφούς να μην πάμε στο Στσέτσιν αλλά στο Κιέλτσε. Ωστόσο, εκεί μας συνέλαβαν και εγώ καταδικάστηκα και πάλι σε φυλάκιση ενάμισι έτους. Μας είχαν προδώσει κάποιοι απατεώνες που ανήκαν στις τάξεις μας. Με τον καιρό, όμως, αποκαλύφτηκαν και απομακρύνθηκαν.

Όταν τελικά αποφυλακίστηκα, διορίστηκα να επιβλέπω τις εκτυπωτικές εργασίες μας σε όλη την Πολωνία. Το 1974, αφού είχα καταφέρει να αποφύγω τη σύλληψη επί δέκα χρόνια, με εντόπισαν και με συνέλαβαν στο Οπόλε. Σύντομα έπειτα από αυτό στάλθηκα στη φυλακή στο Ζάμπρζε. «Τα καθήκοντά σου ως επισκόπου αποτελούν πια παρελθόν», μου είπε ο διευθυντής της φυλακής. «Αν συνεχίσεις το προπαγανδιστικό σου έργο, θα πας στην απομόνωση».

Κηρύττω στη Φυλακή

Βέβαια, το έργο μου ως διακόνου δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση παρελθόν. Μάλιστα, άρχισα Γραφική μελέτη με δύο συγκρατούμενούς μου. Τελικά, αυτοί προόδευσαν μέχρι του σημείου να τους βαφτίσω σε μια μεγάλη μπανιέρα στη φυλακή.

Και άλλοι φυλακισμένοι επίσης ανταποκρίθηκαν στο κήρυγμά μας, και τον Απρίλιο του 1977 συναθροιστήκαμε για να γιορτάσουμε την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. (Λουκάς 22:19) Έπειτα από δύο μήνες, τον Ιούνιο του 1977, αποφυλακίστηκα και δεν με συνέλαβαν ξανά.

Οι αρχές είχαν γίνει τότε πιο ανεκτικές με το έργο μας. Χωρίς αμφιβολία, οι επισκέψεις μελών του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό. Το 1977, τρεις από αυτούς τους αδελφούς μίλησαν με επισκόπους, σκαπανείς και παλιούς Μάρτυρες σε διάφορες πόλεις. Τον επόμενο χρόνο, δύο από αυτούς έκαναν μια φιλική επίσκεψη στο Γραφείο Θρησκευτικών Υποθέσεων. Ωστόσο, χρειάστηκε να φτάσει το 1989 για να αρθεί η απαγόρευση του έργου μας. Τώρα, περίπου 124.000 Μάρτυρες είναι δραστήριοι στην Πολωνία.

Λόγω κακής υγείας, η Ντανούτα δεν μπορεί να με συνοδεύει τα πρόσφατα χρόνια, αλλά με ενθαρρύνει και θέλει να συνεχίσω να επισκέπτομαι τις εκκλησίες. Θα είμαι πάντοτε ευγνώμων για την ενισχυτική βοήθειά της στη διάρκεια των πολλών φυλακίσεών μου.

Η απόφαση που πήρα πριν από 50 χρόνια να υπηρετήσω τον Ιεχωβά Θεό ήταν σίγουρα σωστή. Βρήκα μεγάλη χαρά υπηρετώντας τον ολόψυχα. Η σύζυγός μου και εγώ έχουμε διαπιστώσει πόσο αληθινά είναι τα λόγια του εδαφίου Ησαΐας 40:29: «[Ο Ιεχωβά] δίνει ισχύ στον κουρασμένο· και σε εκείνον που δεν έχει δυναμική ενέργεια κάνει να είναι άφθονη η κραταιά δύναμη».

[Υποσημείωση]

a Βλέπε Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1994, σελίδες 213-222.

[Εικόνες στη σελίδα 20]

Χρησιμοποιούσαμε έναν πολύγραφο και αργότερα ένα πιεστήριο όφσετ Ρόταπριντ για να τυπώνουμε τα έντυπα

[Εικόνες στη σελίδα 21]

Η σύζυγός μου, η Ντανούτα, και εγώ