Τα Παιδιά Αξίζουν το Ενδιαφέρον και την Αγάπη Μας
Τα Παιδιά Αξίζουν το Ενδιαφέρον και την Αγάπη Μας
«ΔΩΣΕ λίγη αγάπη σε ένα παιδί, και θα πάρεις πίσω πολλά». Αυτά τα λόγια τα έγραψε ο Άγγλος συγγραφέας και κριτικός του 19ου αιώνα Τζον Ράσκιν. Πιθανώς πολλοί γονείς θα συμφωνήσουν ότι αξίζει να αγαπάει κανείς τα παιδιά του, όχι μόνο γιατί παίρνει αγάπη σε ανταπόδοση αλλά, κάτι που είναι πιο σπουδαίο, επειδή αυτή η αγάπη θα έχει θετική επίδραση πάνω τους.
Για παράδειγμα, το βιβλίο Η Αγάπη και η Θέση της στη Φύση (Love and Its Place in Nature) παρατήρησε ότι χωρίς αγάπη “τα παιδιά μαραζώνουν”. Και ο Άσλι Μόνταγκιου, ένας διακεκριμένος Βρετανός ανθρωπολόγος, προχώρησε περισσότερο λέγοντας: “Το παιδί που δεν έχει γνωρίσει την αγάπη είναι βιοχημικά, φυσιολογικά και ψυχολογικά πολύ διαφορετικό από εκείνο που την έχει γνωρίσει. Μάλιστα, το πρώτο αναπτύσσεται διαφορετικά από το δεύτερο”.
Η εφημερίδα Τορόντο Σταρ (Toronto Star) παρουσίασε μια μελέτη που κατέληγε σε παρόμοια συμπεράσματα. Το δημοσίευμα ανέφερε: «Τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς να τα αγκαλιάζουν ή να τα χαϊδεύουν τακτικά . . . έχουν ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα ορμονών του στρες». Μάλιστα, η σωματική παραμέληση κατά τη βρεφική ηλικία «μπορεί να έχει σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες στη μάθηση και στη μνήμη».
Αυτές οι διαπιστώσεις τονίζουν πόσο αναγκαία είναι η παρουσία των γονέων. Διαφορετικά, πώς θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ισχυροί δεσμοί ανάμεσα στο γονέα και στο παιδί; Δυστυχώς όμως, ακόμη και σε εύπορα μέρη του κόσμου, η τάση που επικρατεί σήμερα είναι να ικανοποιούνται οι ανάγκες του παιδιού χωρίς την παρουσία των γονέων του. Στέλνουν τα παιδιά στο σχολείο, τα στέλνουν στο κατηχητικό, τα στέλνουν στη δουλειά, τα στέλνουν στην κατασκήνωση, καθώς επίσης τους δίνουν χρήματα και τα στέλνουν να διασκεδάσουν. Εκτοπισμένα από τον οικογενειακό πυρήνα και «διαγράφοντας τροχιές» μακριά από αυτόν, σαν να λέγαμε, εκατομμύρια παιδιά είναι φυσικό να νιώθουν—έστω και υποσυνείδητα—παραμελημένα και ανεπιθύμητα, να νιώθουν ότι δεν τα αγαπούν και ότι περιβάλλονται από έναν εχθρικό κόσμο ενηλίκων. Αυτό το κυρίαρχο αίσθημα ανάμεσα στα παιδιά ίσως είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν περίπου 3.000 παιδιά του δρόμου στο Βερολίνο. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι ο νεαρός Μίχα, ο οποίος είπε: «Κανένας δεν με ήθελε πια». Παρόμοια, ένα εννιάχρονο αγόρι από τη Γερμανία παραπονέθηκε: «Θα προτιμούσα να είμαι ο σκύλος μας».
Η Κακομεταχείριση των Παιδιών Προσλαμβάνει Πολλές Μορφές
Η παραμέληση ενός παιδιού είναι μια μορφή κακομεταχείρισης που φανερώνει έλλειψη “στοργής”, μιας ιδιότητας που αναφέρεται στην Αγία Γραφή. (Ρωμαίους 1:31· 2 Τιμόθεο 3:3) Επιπλέον, η παραμέληση μπορεί να οδηγήσει σε πιο απαίσιες μορφές κακομεταχείρισης. Για παράδειγμα, από το Διεθνές Έτος του Παιδιού το 1979 και έπειτα, έχει δοθεί περισσότερη προσοχή στα προβλήματα της σωματικής κακομεταχείρισης και της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών. Βέβαια, είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν ακριβή στατιστικά στοιχεία, και αυτά διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Ωστόσο, ελάχιστοι αμφισβητούν το γεγονός ότι τα συναισθηματικά τραύματα των σεξουαλικά κακοποιημένων παιδιών, που συνεχίζουν να υπάρχουν και στην ενήλικη ζωή τους, είναι δύσκολο να επουλωθούν.
Ανεξάρτητα από το ποια μορφή προσλαμβάνει η κακομεταχείριση, το μήνυμα που μεταφέρει στα παιδιά είναι πως δεν τα αγαπούν και δεν τα θέλουν. Μάλιστα, φαίνεται ότι αυτό το πρόβλημα παίρνει διαστάσεις. Η γερμανική εφημερίδα Ντι Βελτ (Die Welt) ανέφερε ότι «ολοένα και περισσότερα παιδιά γίνονται κοινωνικά ανάπηροι ενήλικοι», προσθέτοντας: «Τα παιδιά δεν νιώθουν τη θαλπωρή του σπιτιού. Όπως είπε ο [Γκερτ Ρομάικε, διευθυντής ενός
κέντρου παροχής κατεύθυνσης σε παιδιά στο Αμβούργο], ο συναισθηματικός δεσμός ανάμεσα στα παιδιά και στους γονείς εξασθενεί, ή δεν υπάρχει εξαρχής. Αυτά τα παιδιά αισθάνονται παραμελημένα και δεν νιώθουν ποτέ ασφαλή».Όταν δεν ικανοποιείται το δικαίωμα που έχουν τα παιδιά να τα θέλουν οι άλλοι και να τα αγαπούν, τότε αυτά μπορεί να νιώθουν πικρία, ξεσπώντας εξαιτίας της απογοήτευσής τους σε εκείνους που τα παραμελούν ή ίσως στην κοινωνία ως σύνολο. Τουλάχιστον πριν από μια δεκαετία, η έκθεση κάποιας ομάδας Καναδών εμπειρογνωμόνων τόνισε την ανάγκη να γίνουν άμεσες ενέργειες ώστε να μη χαθεί μια ολόκληρη γενιά «η οποία πιστεύει ότι η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται για αυτήν».
Οι νέοι που οι οικείοι τους δεν τους θέλουν και δεν τους αγαπούν ίσως μπουν στον πειρασμό να φύγουν από το σπίτι για να γλιτώσουν από τα προβλήματά τους, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερα προβλήματα σε πόλεις που μαστίζονται από το έγκλημα, τα ναρκωτικά και την ανηθικότητα. Μάλιστα, πριν από 20 και πλέον χρόνια, η αστυνομία υπολόγισε ότι σε μία και μόνο μητροπολιτική περιοχή των ΗΠΑ ζούσαν 20.000 τέτοιοι φυγάδες κάτω των 16 χρόνων. Αυτά τα παιδιά περιγράφτηκαν ως «προϊόντα διαλυμένων σπιτιών και βαρβαρότητας, μιας βαρβαρότητας που συχνά εκδηλώνουν οι αλκοολικοί ή ναρκομανείς γονείς. Βγαίνουν στο δρόμο, πουλούν το σώμα τους για να ζήσουν και, στη συνέχεια, αφού υφίστανται τους ξυλοδαρμούς των σωματέμπορων και χάνουν τον αυτοσεβασμό τους, ζουν με το φόβο των αντιποίνων αν προσπαθήσουν να ξεφύγουν από την παρανομία». Δυστυχώς, αυτή η αξιοθρήνητη κατάσταση εξακολουθεί να υπάρχει παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες που καταβάλλονται για να αλλάξει.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν υπό τις περιστάσεις οι οποίες περιγράφτηκαν παραπάνω γίνονται μη ισορροπημένοι ενήλικοι, οι οποίοι συνήθως δεν είναι σε θέση να αναθρέψουν σωστά τα δικά τους παιδιά. Εφόσον οι ίδιοι ήταν ανεπιθύμητοι και δεν γνώρισαν την αγάπη, αναπαράγουν αργότερα το είδος τους—παιδιά που νιώθουν ότι οι άλλοι δεν τα θέλουν ούτε τα αγαπούν. Ένας Γερμανός πολιτικός το συνόψισε ως εξής: «Παιδιά χωρίς αγάπη γίνονται ενήλικοι γεμάτοι μίσος».
Ασφαλώς, εκατομμύρια γονείς κάνουν το καλύτερο που μπορούν για να διαβεβαιώνουν τα παιδιά τους ότι τα θέλουν και τα αγαπούν. Όχι μόνο τους το λένε, αλλά και το αποδεικνύουν δίνοντας στα παιδιά τους τη στοργική φροντίδα και την προσωπική προσοχή που αξίζει κάθε παιδί. Εντούτοις, τα προβλήματα παραμένουν—προβλήματα τα οποία είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να λύσουν οι γονείς μόνοι τους. Για παράδειγμα, σε μερικά μέρη του κόσμου, τα ατελή ανθρώπινα οικονομικά και πολιτικά συστήματα δεν παρέχουν στα παιδιά ικανοποιητική ιατρική περίθαλψη, κατάλληλη εκπαίδευση και επαρκή τροφή, όπως επίσης και προστασία από τη μάστιγα της παιδικής εργασίας και από τις οικτρές συνθήκες διαβίωσης. Πολύ συχνά δε, αυτές οι συνθήκες επιδεινώνονται από άπληστους, διεφθαρμένους, ιδιοτελείς και απερίσκεπτους ενηλίκους.
Ο Κόφι Ανάν, γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, ανέφερε μερικά από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα παιδιά όταν έγραψε: «Εκατομμύρια παιδιά εξακολουθούν να υπομένουν την τρομερή ταπείνωση της φτώχειας, εκατοντάδες χιλιάδες υφίστανται τις συνέπειες των συρράξεων και του οικονομικού χάους, δεκάδες χιλιάδες ακρωτηριάζονται σε πολέμους, ενώ πολύ
περισσότερα μένουν ορφανά ή πεθαίνουν εξαιτίας του AIDS».Αλλά δεν είναι άσχημα όλα τα νέα! Διάφορες υπηρεσίες του ΟΗΕ, όπως το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά (UNICEF) και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, έχουν εργαστεί σκληρά προκειμένου να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής των παιδιών. Ο Ανάν τόνισε: «Τα παιδιά που γεννιούνται υγιή και εμβολιάζονται, που μπορούν να διαβάζουν και να γράφουν, που είναι ελεύθερα να μαθαίνουν, να παίζουν και να ζουν απλώς σαν παιδιά είναι περισσότερα από ό,τι θα πιστεύαμε ακόμη και πριν από μία μόλις δεκαετία». Ωστόσο, προειδοποίησε: «Δεν είναι καιρός να επαναπαυτούμε στις επιτυχίες του παρελθόντος».
Εκείνα που Χρειάζονται Ιδιαίτερη Προσοχή
Μερικά παιδιά χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο κόσμος συγκλονίστηκε ακούγοντας εκθέσεις από δώδεκα και πλέον χώρες σχετικά με τη γέννηση χιλιάδων παιδιών της θαλιδομίδης, όπως ονομάστηκαν. Οι έγκυες γυναίκες που έπαιρναν το ηρεμιστικό και υπνωτικό χάπι θαλιδομίδη παρουσίασαν μια απρόσμενη επιπλοκή με αποτέλεσμα να γεννήσουν παιδιά με παράλυτα ή ανύπαρκτα άκρα. Συνήθως τα χέρια και τα πόδια τους έμοιαζαν απλώς με πτερύγια.
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η πιο συχνή αιτία ακρωτηριασμού παιδιών είναι οι νάρκες ξηράς. a Κάποιοι υπολογίζουν ότι σχεδόν 60 εκατομμύρια έως και 110 εκατομμύρια ενεργές νάρκες είναι διασκορπισμένες σε όλο τον κόσμο. Περίπου 26.000 άνθρωποι σκοτώνονται ή ακρωτηριάζονται κάθε χρόνο—ανάμεσά τους και πολλά παιδιά. Από το 1997, όταν η Τζόντι Γουίλιαμς κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης για την εκστρατεία της υπέρ της απαγόρευσης των ναρκών ξηράς, έχει δοθεί μεγάλη προσοχή σε αυτό το πρόβλημα. Αλλά τα ναρκοπέδια εξακολουθούν να υπάρχουν. Ένας Γερμανός πολιτικός είπε αναφορικά με τις προσπάθειες που γίνονται να απαλλαχτεί ο κόσμος από τις νάρκες ξηράς: «Είναι σαν να προσπαθούμε να αδειάσουμε μια μπανιέρα με ένα κουταλάκι του γλυκού ενώ η βρύση είναι ανοιχτή».
Μια άλλη ομάδα παιδιών η οποία χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή είναι τα παιδιά που στερούνται τους γονείς τους. Ο σκοπός του Ιεχωβά Θεού, που είναι ο Δημιουργός του ανθρώπου, ήταν να μεγαλώνουν τα παιδιά με τη στοργική φροντίδα και του πατέρα και της μητέρας. Το παιδί χρειάζεται και αξίζει μια τέτοια ισορροπημένη γονική φροντίδα.
Τα ορφανοτροφεία και οι υπηρεσίες υιοθεσιών προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των παιδιών που στερούνται και τους δύο γονείς τους. Δυστυχώς, όμως, μερικά από τα μη προνομιούχα παιδιά τα οποία χρειάζονται επειγόντως υιοθεσία είναι και εκείνα που παραμελούνται πιο συχνά—τα άρρωστα παιδιά, καθώς και αυτά που έχουν διαταραχές της μάθησης ή κάποια σωματική αναπηρία, ή αυτά που γεννήθηκαν από αλλοδαπούς γονείς.
Έχουν ιδρυθεί οργανισμοί οι οποίοι ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να συνεισφέρουν χρήματα σε τακτική βάση και έτσι να «υιοθετήσουν» ένα παιδί που ζει σε κάποια λιγότερο εύπορη χώρα. Τα χρήματα που προσφέρονται χρησιμοποιούνται για την εκπαίδευση του παιδιού ή για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του. Αν το επιθυμούν οι δύο πλευρές, μπορούν ακόμη και να ανταλλάσσουν φωτογραφίες και γράμματα για να ενισχύεται αυτή η σχέση. Μολονότι αυτή η διευθέτηση είναι υποβοηθητική, δεν αποτελεί την ιδανική λύση.
Ένα άλλο ενδιαφέρον παράδειγμα που δείχνει τι έχει γίνει για να βοηθηθούν τα παιδιά που έχουν
στερηθεί τους γονείς τους είναι ένα κίνημα το οποίο συμπλήρωσε το 1999 μισό αιώνα δράσης.Τα Παιδικά Χωριά SOS
Το 1949, ο Χέρμαν Γκμάινερ ίδρυσε στο Ιμστ της Αυστρίας το Παιδικό Χωριό SOS, όπως το ονόμασε ο ίδιος. Από αυτό το μικρό ξεκίνημα, η οργάνωσή του επεκτάθηκε φτάνοντας στο σημείο να περιλαμβάνει περίπου 1.500 χωριά και παρόμοια ιδρύματα τα οποία βρίσκονται σε 131 χώρες, στην Αμερική, στην Ασία, στην Αφρική και στην Ευρώπη.
Ο Γκμάινερ βάσισε το εγχείρημά του σε τέσσερις κατευθυντήριες αρχές—τη μητέρα, τα αδέλφια, το σπίτι και το χωριό. Η «μητέρα» αποτελεί τη βάση της «οικογένειας» που έχει πέντε ή έξι—ίσως και περισσότερα—παιδιά. Μένει μαζί τους και προσπαθεί να τους δείχνει την αγάπη και την προσοχή που αναμένονται από μια πραγματική μητέρα. Τα παιδιά παραμένουν μαζί στην ίδια «οικογένεια» και με την ίδια «μητέρα» ωσότου έρθει ο καιρός να φύγουν από το «σπίτι». Στην «οικογένεια» περιλαμβάνονται παιδιά διαφορετικών ηλικιών. Έχοντας μεγαλύτερα και μικρότερα «αδέλφια», τα παιδιά μαθαίνουν να φροντίζουν το ένα το άλλο, πράγμα που τα βοηθάει να μη γίνονται εγωκεντρικά. Καταβάλλονται προσπάθειες να εντάσσονται τα παιδιά στην «οικογένεια» σε όσο το δυνατόν πιο μικρή ηλικία. Τα σαρκικά αδέλφια μένουν πάντα μαζί, στην ίδια «οικογένεια».
Τα χωριά αποτελούνται από περίπου 15 «οικογένειες», η καθεμιά από τις οποίες μένει στο δικό της σπίτι. Όλα τα παιδιά εκπαιδεύονται να βοηθούν τη «μητέρα» τους να κάνει τις απαραίτητες δουλειές του νοικοκυριού. Αν και η διευθέτηση δεν περιλαμβάνει την παρουσία πατέρα, υπάρχει αντρική υποστήριξη για να δίνει πατρικές συμβουλές και να επιβάλλει την απαραίτητη πειθαρχία. Τα παιδιά πηγαίνουν σε τοπικά σχολεία. Κάθε «οικογένεια» λαβαίνει ένα συγκεκριμένο μηνιαίο επίδομα για να καλύπτει τα έξοδά της. Το φαγητό και τα ρούχα τα αγοράζουν στην περιοχή όπου ζουν. Ο σκοπός είναι να μπουν τα παιδιά στο πνεύμα της συνηθισμένης οικογενειακής ζωής με όλα τα προβλήματα και τις χαρές της, πράγμα που θα τους επιτρέψει να ζήσουν μια όσο το δυνατόν πιο φυσιολογική ζωή. Αυτή η διαδικασία τα προετοιμάζει να οικοδομήσουν σωστά τις δικές τους οικογένειες όταν ενηλικιωθούν.
Η Αναζήτηση της Ιδανικής Λύσης Συνεχίζεται
Οι υπηρεσίες υιοθεσιών, τα ορφανοτροφεία, τα Παιδικά Χωριά SOS, η UNICEF και παρόμοιοι οργανισμοί ή ομάδες εξυπηρετούν έναν καλό σκοπό καθώς προσπαθούν να παρέχουν υποστήριξη στα μη προνομιούχα παιδιά. Κανένας όμως από αυτούς τους οργανισμούς και τις ομάδες δεν μπορεί να ανατρέψει το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι είναι μη προνομιούχοι. Όσο και αν το θέλουν, δεν μπορούν να προσφέρουν σε ένα ακρωτηριασμένο παιδί υγιή άκρα, δεν μπορούν να αποκαταστήσουν τις νοητικές λειτουργίες ενός διανοητικά ανάπηρου παιδιού, δεν μπορούν να ξαναενώσουν ένα παιδί με τους χωρισμένους ή διαζευγμένους γονείς του ούτε μπορούν να το φέρουν και πάλι στη στοργική αγκαλιά του γονέα που έχει πεθάνει.
Όσο και αν προσπαθούν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να δώσουν την ιδανική λύση στα προβλήματα των παιδιών. Αλλά τα προβλήματα θα λυθούν! Ναι, και μάλιστα ίσως νωρίτερα από ό,τι μπορεί να περιμένετε. Με ποιον τρόπο;
[Υποσημείωση]
a Βλέπε τη σειρά άρθρων «Νάρκες Ξηράς—Τι Μπορεί να Γίνει;» που εμφανίστηκε στο τεύχος μας με ημερομηνία 8 Μαΐου 2000.
[Εικόνες στη σελίδα 8, 9]
Το παιδί χρειάζεται και αξίζει την αγάπη και των δύο γονέων