Ο Πόλεμος Δεν Σταμάτησε το Έργο Μας
Ο Πόλεμος Δεν Σταμάτησε το Έργο Μας
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΙΟΝΤΕΓΚΑΡΙΟ ΜΠΑΡΛΑΑΝ
Το 1942, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η Ιαπωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες πολεμούσαν διεκδικώντας την πατρίδα μου, τις Φιλιππίνες. Βρισκόμουν στο ορεινό χωριό Ταμπόναν, όπου με είχαν συλλάβει οι ντόπιοι αντάρτες που πολεμούσαν τους Ιάπωνες. Με χτύπησαν, με κατηγόρησαν ότι ήμουν κατάσκοπος και με απείλησαν ότι θα με εκτελέσουν. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση και πώς επέζησα.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στις 24 Ιανουαρίου 1914 στην πόλη Σαν Κάρλος της επαρχίας Παγκασινάν. Τη δεκαετία του 1930, ο πατέρας μου με έστειλε σε μια γεωργική σχολή. Τις Κυριακές πήγαινα στη Θεία Λειτουργία, και ο ιερέας μάς μιλούσε για τα Ευαγγέλια—του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη. Έτσι λοιπόν, μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να τα διαβάσω.
Μια μέρα πήγα σε κάποιο μοναστήρι να αγοράσω ένα αντίτυπο των Ευαγγελίων με τα χρήματα που είχα μαζέψει πουλώντας λαχανικά. Αλλά αντί για αυτό, μου έδωσαν ένα βιβλιάριο με τίτλο Η Οδός προς τον Ουρανό (The Way to Heaven), το οποίο δεν περιείχε τα Ευαγγέλια. Αυτό με απογοήτευσε. Αργότερα, θέλοντας να αποκτήσω οπωσδήποτε τα Ευαγγέλια, ταξίδεψα στη Μανίλα. Εκεί ο θείος μου, ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά, μου έδωσε ολόκληρη την Αγία Γραφή.
Στη Μανίλα συνάντησα αρκετούς Μάρτυρες, οι οποίοι με εντυπωσίασαν με την ικανότητα που είχαν να παραθέτουν εδάφια. Αυτοί μου έδωσαν
ικανοποιητικές απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα. Τελικά, ο θείος μου, ο Ρικάρντο Ούσον, με πήγε σε μια συνάθροιση που διεξάχθηκε στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Καθώς πλησιάζαμε, άναψα ένα τσιγάρο. «Πέταξέ το», είπε ο θείος μου. «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν καπνίζουν». Έτσι, πέταξα το τσιγάρο και δεν ξανακάπνισα ποτέ. Γνώρισα τον Τζόζεφ Ντος Σάντος, τον επίσκοπο τμήματος, καθώς και μερικούς άλλους Μάρτυρες. Σήμερα, πολλές δεκαετίες αργότερα, εξακολουθώ να θυμάμαι εκείνους τους θαυμάσιους Χριστιανούς αδελφούς.Ήθελα να Υπηρετήσω τον Θεό
Τον Οκτώβριο του 1937, όταν φοιτούσα στο Αγροτικό Κολέγιο του Λος Μπάνιος, δεν πήγαινα πια στη Θεία Λειτουργία. Αντίθετα, διάβαζα τη Γραφή μαζί με τα έντυπα που μου είχε δώσει ο θείος μου. Μια ομάδα Μαρτύρων του Ιεχωβά επισκέφτηκαν το κολέγιο, και έπειτα από τις συζητήσεις που είχα με κάποια από αυτούς, την Ελβίρα Άλινσοντ, η επιθυμία μου να υπηρετήσω τον Ιεχωβά Θεό ισχυροποιήθηκε.
Όταν είπα στους καθηγητές μου ότι σκεφτόμουν να σταματήσω τις σπουδές, εκείνοι με ρώτησαν: «Ποιος θα σε συντηρεί;» Τους εξήγησα ότι ήμουν βέβαιος πως, αν υπηρετούσα τον Θεό, εκείνος θα με συντηρούσε. Αφού σταμάτησα τις σπουδές, πήγα στο γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά και προσφέρθηκα οικειοθελώς, εξηγώντας: «Διάβασα τα έντυπα Πιστότης (Loyalty), Πλούτη και Πού Είναι οι Νεκροί; Τώρα θέλω να υπηρετήσω τον Ιεχωβά ολοχρόνια». Μου είπαν να πάω στην επαρχία Σεμπού για να συνεργαστώ με άλλους τρεις σκαπανείς, όπως ονομάζονται οι ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Αρχίζω να Κηρύττω
Στις 15 Ιουλίου 1938, έφτασα στο νησί Σεμπού, όπου με συνάντησε στην προκυμαία ο Σαλβαντόρ Λίγουαγκ. Την επομένη, άρχισα τη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Κανένας δεν με εκπαίδευσε. Έδειχνα απλώς στον οικοδεσπότη μια κάρτα μαρτυρίας η οποία εξηγούσε το έργο μας. Στην πραγματικότητα, το μόνο που ήξερα να πω στην κεμπουάνο, την τοπική γλώσσα, ήταν δύο λέξεις. Έτσι άρχισε η πρώτη μου μέρα στη διακονία.
Όταν αρχίζαμε να δίνουμε μαρτυρία σε μια καινούρια πόλη, συνηθίζαμε να πηγαίνουμε πρώτα στο δημαρχείο. Εκεί ο αδελφός Λίγουαγκ έδινε μαρτυρία στο δήμαρχο, ο Πάμπλο Μπαουτίστα στον αρχηγό της αστυνομίας και ο Κονράντο Ντακλάν στο δικαστή. Εγώ μιλούσα στο διευθυντή του ταχυδρομείου. Κατόπιν πηγαίναμε στο σταθμό των λεωφορείων, στο κτίριο της αστυνομίας, στα καταστήματα και στα σχολεία. Επίσης, επισκεπτόμασταν τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Παρουσιάζαμε ένα βοήθημα μελέτης της Γραφής, το βιβλίο Εχθροί. Μιμούμενος τον τρόπο με τον οποίο έδιναν μαρτυρία οι συνεργάτες μου, σιγά σιγά μπορούσα να εκφράζομαι στην κεμπουάνο, και έτσι άρχισα να δίνω βιβλία. Μέσα σε τρεις μήνες καλύψαμε ολόκληρη την επαρχία Σεμπού—54 πόλεις. Τότε ρώτησα τον αδελφό Λίγουαγκ: «Μπορώ να βαφτιστώ τώρα;»
«Όχι ακόμη, αδελφέ», απάντησε εκείνος. Έτσι, πήγαμε σε ένα άλλο νησί, το Μποχόλ, και κηρύξαμε εκεί ενάμιση μήνα, καλύπτοντας άλλες 36 πόλεις. Ζήτησα πάλι να βαφτιστώ. «Όχι ακόμη, αδελφέ Μπαρλάαν», μου είπαν. Έτσι, αφού καλύψαμε το Μποχόλ και κατόπιν το νησί Κάμιγκουιν, πήγαμε στο Μιντανάο, ένα μεγάλο νησί, και κηρύξαμε στην πόλη Καγκαγιάν ντε Όρο.
Στο μεταξύ, είχε έρθει στην ομάδα μας και ο Βιρχίνιο Κρουζ. Αυτός ήταν δάσκαλος και είχε παραιτηθεί για να γίνει σκαπανέας. Μετακινηθήκαμε σε άλλες πόλεις και τελικά φτάσαμε στη λίμνη Λανάο. Ενώ βρισκόμασταν εκεί ρώτησα πάλι αν θα μπορούσα να βαφτιστώ. Τελικά, στις 28 Δεκεμβρίου 1938, έπειτα από περίπου έξι μήνες σκαπανικού, ο αδελφός Κρουζ με βάφτισε στα νερά της λίμνης Λανάο στην πόλη Λουμπάταν.
Η Εμπιστοσύνη μου στον Θεό Ανταμείβεται
Αργότερα συνεργάστηκα με τρεις σκαπανείς στο Νέγκρος Οκσιντεντάλ. Αυτοί ήταν ο Φουλχένσιο ντε Χισούς, η Εσπεράνζα ντε Χισούς και η Νατιβιντάντ Σάντος, την οποία φωνάζαμε Νέιτι. Κηρύτταμε μαζί σε πολλές πόλεις εκείνης της επαρχίας. Πραγματικά, χρειαζόταν να δείχνουμε πλήρη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, εφόσον μερικές φορές οι πόροι μας ήταν πενιχροί. Κάποια φορά θέλαμε να βρούμε ψάρια για να τα φάμε μαζί με το ρύζι μας. Είδα έναν άντρα στην παραλία και τον ρώτησα αν μπορούσα να αγοράσω
μερικά, αλλά τα είχε δώσει όλα στην αγορά. Ωστόσο, μου πρόσφερε ένα που το είχε ξεχωρίσει για τον εαυτό του. Τον ρώτησα πόσο έκανε. «Τίποτα», είπε. «Πάρ’ το».Τον ευχαρίστησα. Καθώς όμως έφευγα, σκέφτηκα ότι ένα ψάρι δεν θα έφτανε για τέσσερις ανθρώπους. Περνώντας δίπλα από μια μικρή ρεματιά, παραξενεύτηκα βλέποντας πάνω σε μια πέτρα ένα ψάρι που δεν είχε ακόμη στεγνώσει από τα νερά. Σκέφτηκα: “Μάλλον θα είναι ψόφιο”. Πήγα να το σηκώσω και διαπίστωσα έκπληκτος ότι ήταν ζωντανό. Καθώς το άρπαξα, κρατώντας το σφιχτά, θυμήθηκα αμέσως την υπόσχεση του Ιησού: «Εξακολουθήστε, λοιπόν, να επιζητείτε πρώτα τη βασιλεία και τη δικαιοσύνη του, και όλα αυτά τα άλλα πράγματα θα σας προστεθούν».—Ματθαίος 6:33.
Κηρύττοντας στο Μέσο του Πολέμου
Όταν η ομάδα των σκαπανέων μας έγινε εννιαμελής, χωρίστηκε στα δύο. Η δική μας ομάδα διορίστηκε στο Σεμπού. Τώρα ήταν Δεκέμβριος του 1941, και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη στις Φιλιππίνες. Ενώ ήμασταν στην πόλη Τουμπουράν, ένας Φιλιππινέζος υπολοχαγός ήρθε στο σπίτι μας τα μεσάνυχτα. «Παιδιά, ξυπνήστε», είπε. «Οι στρατιώτες σάς ψάχνουν». Υποπτεύονταν ότι ήμασταν Ιάπωνες κατάσκοποι και έτσι μας ανέκριναν όλη την υπόλοιπη νύχτα.
Κατόπιν μας έβαλαν στην τοπική φυλακή. Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ στην πόλη Σεμπού μάς ζήτησαν να τους δώσουμε αντίτυπα όλων των βιβλίων μας για να εξακριβώσουν αν ήμασταν Ιάπωνες κατάσκοποι. Πολλοί ντόπιοι μάς επισκέπτονταν στη φυλακή, περίεργοι να δουν ποιοι ήταν αυτοί που κατηγορούνταν ως Ιάπωνες κατάσκοποι. Μερικοί έκαναν ερωτήσεις, και εμείς τους δώσαμε μαρτυρία για τη Βασιλεία του Θεού.
Έπειτα από πέντε μέρες στη φυλακή, ο διοικητής της αστυνομίας έλαβε ένα τηλεγράφημα από το αρχηγείο του στρατού των ΗΠΑ με τη διαταγή να ελευθερώσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εντούτοις, μας παρήγγειλε να πάψουμε να κηρύττουμε επειδή τώρα ήταν περίοδος πολέμου. Εμείς εξηγήσαμε ότι δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε το κήρυγμά μας επειδή είχαμε λάβει από τον Θεό την αποστολή να κάνουμε αυτό το έργο. (Πράξεις 5:28, 29) Ο διοικητής είπε θυμωμένος: «Αν συνεχίσετε να κηρύττετε, θα αφήσω τον κόσμο να σας σκοτώσει».
Τις επόμενες μέρες, ο διοικητής της αστυνομίας έκανε ενέργειες ώστε να μας ξανασυλλάβουν. Τελικά, ένα απόσπασμα Αμερικανών στρατιωτών μάς σταμάτησε, και κάποιος υπολοχαγός ονόματι Σοριάνο ρώτησε την αδελφή Σάντος: «Θα σταματήσετε να κηρύττετε;»
«Όχι», απάντησε εκείνη.
«Και τι θα κάνατε αν σας στήναμε μπροστά σε ένα εκτελεστικό απόσπασμα;» ρώτησε.
«Η απόφασή μας δεν θα άλλαζε», εξήγησε η αδελφή.
Τότε, μας έβαλαν όλους σε ένα φορτηγό και μας πήγαν στην πόλη Σεμπού, όπου εμφανιστήκαμε ενώπιον του συνταγματάρχη Έντμουντ. Ο υπολοχαγός Σοριάνο μάς παρουσίασε λέγοντας: «Αυτοί είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Είναι Ιάπωνες κατάσκοποι!»
«Μάρτυρες του Ιεχωβά;» ρώτησε ο συνταγματάρχης.
«Ήξερα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά πολύ καλά στην Αμερική. Δεν είναι κατάσκοποι! Είναι ουδέτεροι». Κατόπιν απευθύνθηκε σε εμάς και είπε: «Επειδή είστε ουδέτεροι, δεν θα σας αφήσουμε ελεύθερους». Αργότερα, αφού μας κράτησαν σε μια αποθήκη για κάποιο διάστημα, ο συνταγματάρχης Έντμουντ μας μίλησε πάλι και μας ρώτησε: «Εξακολουθείτε να είστε ουδέτεροι;»«Ναι, κύριε, εξακολουθούμε», απαντήσαμε.
«Τότε δεν θα σας αφήσουμε ελεύθερους», είπε, «επειδή αν σας ελευθερώσουμε, θα συνεχίσετε να κηρύττετε και εκείνοι που αλλάζουν πίστη θα γίνονται και αυτοί ουδέτεροι. Αν το κάνουν αυτό όλοι, τότε κανένας δεν θα πολεμάει».
Ελεύθεροι να Κηρύττουμε και Πάλι
Αργότερα, μεταφερθήκαμε στις φυλακές της πόλης Σεμπού. Στις 10 Απριλίου 1942, οι Ιάπωνες εισέβαλαν στην πόλη. Παντού έπεφταν βόμβες, και ξέσπασε μεγάλη φωτιά! Ο φύλακας είδε την αδελφή Σάντος, της οποίας το κελί βρισκόταν κοντά στην είσοδο της φυλακής. «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι ακόμη μέσα!» φώναξε. «Ανοίξτε την πόρτα και αφήστε τους να φύγουν!» Ευχαριστήσαμε τον Ιεχωβά για την προστασία Του.
Αμέσως πήγαμε προς τα βουνά για να βρούμε τους ομοπίστους μας. Εντοπίσαμε έναν αδελφό στην πόλη Κομποστέλα. Παλιότερα είχε αναλάβει την ηγεσία στο έργο κηρύγματος, αλλά τώρα αποφάσισε να σταματήσει το κήρυγμα και να πάει στην πόλη Σεμπού για να ανοίξει μια επιχείρηση πώλησης διαφόρων ειδών. Η δική μας απόφαση, όμως, ήταν να συνεχίσουμε να κηρύττουμε για τη Βασιλεία του Θεού ό,τι και αν συνέβαινε.
Είχαμε πολλά αντίτυπα του βιβλιαρίου Παρηγορήστε Όλους Όσους Πενθούν (Comfort All That Mourn) και κάναμε μεγάλες προσπάθειες να τα δώσουμε στους ανθρώπους. Πολλοί, όμως, προσπαθούσαν να μας φοβίσουν λέγοντας ότι, αν μας έβλεπαν οι Ιάπωνες, θα μας έκοβαν τα κεφάλια. Λίγο καιρό αργότερα, οργανώθηκε ένα ανταρτικό κίνημα κατά των Ιαπώνων, το οποίο συνέλαβε εκείνον που είχε πάψει να κηρύττει και είχε φύγει για να ανοίξει επιχείρηση στην πόλη Σεμπού. Λυπηθήκαμε όταν μάθαμε πως τον κατηγόρησαν ως Ιάπωνα κατάσκοπο και τον εκτέλεσαν.
Μας Κατηγορούν ως Κατασκόπους
Στο μεταξύ, συνεχίσαμε να κηρύττουμε στα βουνά. Μια μέρα μάθαμε ότι υπήρχε μια ενδιαφερόμενη γυναίκα, αλλά για να τη συναντήσουμε έπρεπε να περάσουμε από πολλά φυλάκια ανταρτών. Φτάσαμε στο χωριό Μανγκάμπον, όπου έμενε η γυναίκα, αλλά ένα στρατιωτικό απόσπασμα μας βρήκε εκεί και φώναξε: «Για ποιο λόγο ήρθατε εδώ;»
«Είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά», απάντησα. «Θέλετε να ακούσετε το άγγελμα που μεταδίδουμε μέσω του φωνογράφου;» Εκείνοι συμφώνησαν και εγώ έβαλα στο φωνογράφο την ομιλία Η Αξία της Γνώσης (The Value of Knowledge). Κατόπιν
μας έκαναν σωματική έρευνα, μας ανέκριναν και μας οδήγησαν στο αρχηγείο των ανταρτών στο χωριό Ταμπόναν. Προσευχηθήκαμε για την προστασία του Ιεχωβά επειδή ήταν γνωστό πως σχεδόν όλους όσους πήγαιναν εκεί τους εκτελούσαν.Μας έθεσαν υπό φρούρηση και μας κακομεταχειρίστηκαν. Τότε έγιναν αυτά που περιέγραψα στην αρχή—με χτύπησαν και ο υπολοχαγός γύρισε και μου είπε: «Είσαι κατάσκοπος!» Για κάποιο διάστημα συνεχίστηκε η κακομεταχείριση, αλλά αντί να μας εκτελέσουν μας καταδίκασαν σε καταναγκαστικά έργα.
Ο αδελφός μου ο Μπερνάμπε ήταν ένας από τους σκαπανείς που φυλακίστηκαν στο Ταμπόναν. Κάθε πρωί ζητούσαν από εμάς τους φυλακισμένους να τραγουδάμε τον πατριωτικό ύμνο «Ο Θεός ας Ευλογεί την Αμερική» και «Ο Θεός ας Ευλογεί τις Φιλιππίνες». Οι Μάρτυρες, όμως, έψαλλαν τον ύμνο: «Στου Κυρίου Ποίος Είναι το Πλευρόν;» Κάποια φορά, ο επικεφαλής φώναξε: «Όποιος δεν τραγουδήσει “Ο Θεός ας Ευλογεί την Αμερική”, θα τον κρεμάσουμε σε εκείνη την ακακία!» Αλλά παρά τις απειλές, κανένας μας δεν θανατώθηκε. Αργότερα μεταφερθήκαμε σε άλλα στρατόπεδα. Τελικά, τον Ιούλιο του 1943, πήρα το αποφυλακιστήριό μου. Στο μεταξύ, είχα μείνει στη φυλακή οχτώ μήνες και δέκα μέρες.
Μια Ζωή στο Έργο Κηρύγματος
Θέλοντας να συναντήσουμε κάποια ενδιαφερόμενα άτομα στα οποία είχαμε κηρύξει παλιότερα, ταξιδέψαμε με οτοστόπ 60 χιλιόμετρα για να πάμε στην πόλη Τολέιντο. Αρχίσαμε να διεξάγουμε εκεί τακτικές συναθροίσεις, και αργότερα πολλά άτομα βαφτίστηκαν. Τελικά, ο πόλεμος τερματίστηκε το 1945. Δύο χρόνια αργότερα, σχεδόν εννιά χρόνια μετά το βάφτισμά μου, μπόρεσα να παρακολουθήσω την πρώτη μου συνέλευση, η οποία διεξάχθηκε στη Σάντα Άνα Ρέιστρακ, στη Μανίλα. Συγκεντρώθηκαν περίπου 4.200 άτομα για να παρακολουθήσουν τη δημόσια ομιλία «Η Χαρά Όλων των Λαών».
Πριν από τον πόλεμο, υπήρχαν γύρω στους 380 Μάρτυρες στις Φιλιππίνες, αλλά το 1947 είχαν φτάσει περίπου τους 2.700! Έκτοτε συνεχίζω να απολαμβάνω πολλά προνόμια στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Από το 1948 ως το 1950 υπηρέτησα ως περιοδεύων επίσκοπος στην περιοχή Σουριγκάο. Το 1951 παντρεύτηκα τη Νατιβιντάντ Σάντος, η οποία κήρυττε με θάρρος μαζί με την ομάδα μας στη διάρκεια του πολέμου. Μετά το γάμο μας υπηρετήσαμε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου σε όλο το Μιντανάο από το 1954 ως το 1972.
Προκειμένου να είμαστε κοντά στους ηλικιωμένους γονείς μας και να τους προσφέρουμε βοήθεια, γίναμε ειδικοί σκαπανείς το 1972. Μολονότι και οι δύο είμαστε πάνω από 80 χρονών, συνεχίζουμε να κάνουμε σκαπανικό, έχοντας δαπανήσει συνολικά πάνω από 120 χρόνια στην ολοχρόνια διακονία. Πόσο χαιρόμαστε βλέποντας τον αριθμό εκείνων που διαγγέλλουν τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού στις Φιλιππίνες να έχει αυξηθεί σε πάνω από 130.000 άτομα! Επιθυμία μας είναι να βοηθήσουμε πολύ περισσότερους να καταλάβουν ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η μόνη ελπίδα για να απολαύσουν οι άνθρωποι αληθινή ειρήνη και ευτυχία στη γη.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 22]
Υποπτεύονταν ότι ήμασταν Ιάπωνες κατάσκοποι και έτσι μας ανέκριναν όλη την υπόλοιπη νύχτα
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Το 1963, με τους φίλους μας στο νησί Μποχόλ. Η σύζυγός μου είναι η τέταρτη και εγώ ο πέμπτος από δεξιά
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Με τη σύζυγό μου σήμερα
[Ευχαριστίες για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 20]
Φωτογραφία στο φόντο: U.S. Signal Corps photo