Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Η Ζωή μου ως Καλλιτέχνιδας

Η Ζωή μου ως Καλλιτέχνιδας

Η Ζωή μου ως Καλλιτέχνιδας

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΙΖΟΥΚΟ ΚΑΒΑΜΠΑΤΑ

«Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ο Θαυμάσιος Λαός που Κηρύττει τα Καλά Νέα σε Όλο τον Κόσμο» ήταν ο τίτλος ενός από τους πίνακές μου που εκτίθονταν σε κάποια έκθεση τέχνης στις Βερσαλίες της Γαλλίας το 1999.

ΛΙΓΟΤΕΡΟ από μία εβδομάδα πριν από την έκθεση, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γαλλία είχαν διανείμει σε όλη τη χώρα 12 εκατομμύρια φυλλάδια που έστρεφαν την προσοχή στην άδικη αντιμετώπισή τους από την κυβέρνηση. Για τον πίνακά μου, ο οποίος εκθείαζε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, μου δόθηκε ένα ειδικό βραβείο. Αργότερα, εκείνος που μου το απένειμε είπε: «Έχεις θάρρος, αλλά έχω και εγώ θάρρος. Γι’ αυτόν το λόγο σού δίνω το ειδικό βραβείο».

Πολλοί καλλιτέχνες προσπαθούν να μεταφέρουν αισθήματα και συναισθήματα στους πίνακές τους. Το ίδιο προσπαθώ να κάνω και εγώ. Ζωγραφίζω αυτό που νιώθω, και οι πίνακές μου είναι φωτεινοί, αντανακλώντας τη χαρά και την ευτυχία μου. Από την παιδική μου ηλικία ανακάλυψα πόση χαρά νιώθει κανείς συνδυάζοντας τη δημιουργικότητα με τη ζωγραφική.

Γιατί Άρχισα να Ζωγραφίζω

Γεννήθηκα το 1920 από ευκατάστατους γονείς στη Μοριόκα της Ιαπωνίας. Η μεγαλύτερη αδελφή μου και εγώ είχαμε παιδαγωγούς οι οποίοι μας μάθαιναν ιαπωνικό χορό, ανθοδετική, την τελετουργία του τσαγιού, το μουσικό όργανο κότο (ιαπωνικό τσίτερ), πιάνο, τραγούδι και άλλα παρόμοια. Τα μισούσα όλα αυτά. Όταν έρχονταν οι παιδαγωγοί, συχνά το έσκαγα και κρυβόμουν. Οι υπηρέτες με έψαχναν και με έφερναν πίσω με το ζόρι.

Εκείνο που απεχθανόμουν σε αυτά τα μαθήματα ήταν η ακαμψία που τα χαρακτήριζε. Άνθρωποι τους οποίους δεν είχα ξαναδεί ποτέ αποφάσιζαν πώς θα έπρεπε να χορεύω, να κάνω συνθέσεις με λουλούδια και να σερβίρω το τσάι. Ένιωθα πιεσμένη, σαν να μην υπήρχε τρόπος να σκεφτώ από μόνη μου κάποια πράγματα και να θέσω προσωπικούς στόχους. Όταν ζωγράφιζα πίνακες, όμως, δεν είχα κανέναν από πάνω μου να κοιτάει. Κανένας δεν μου έλεγε τι να κάνω. Σε αυτή τη δραστηριότητα έβρισκα την ελευθερία που λαχταρούσα.

Εφόσον δεν είχα παιδαγωγό για τη ζωγραφική, μπορούσα να είμαι δημιουργική και να αυτοσχεδιάζω, χωρίς να μου ασκεί κάποιος κριτική. Σταδιακά γινόμουν όλο και πιο τολμηρή. Σε ηλικία περίπου 12 χρονών, άρχισα να παίρνω τις μεταξωτές γραβάτες του πατέρα μου και να ζωγραφίζω απευθείας πάνω σε αυτές. Λίγο καιρό αργότερα, αρχίσαμε να φτιάχνουμε φορέματα στο σχολείο. Η δασκάλα έμεινε έκπληκτη όταν είδε ότι είχα κόψει το μισό από το μπροστινό μέρος του φορέματος και το είχα αντικαταστήσει με λευκό ύφασμα. Ωστόσο, όπως και ο πατέρας μου, δεν είπε τίποτα.

Όνειρα και Πραγματικότητα

Από τότε που ήμουν στο δημοτικό έλεγα πως όταν θα μεγάλωνα θα γινόμουν καλλιτέχνιδα. Ο στόχος μου δεν άλλαξε και ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω καλές τέχνες, αλλά οι γονείς μου δεν μου το επέτρεψαν. Είπαν ότι στην Ιαπωνία μια απόφοιτος σχολής καλών τεχνών δεν θα ήταν επιθυμητή ως σύζυγος. Έτσι πήγα σε μια οικοκυρική σχολή.

Μου άρεσε η ξένη ποίηση και τα ξένα βιβλία και διάβαζα πολύ. Εκείνον τον καιρό, όμως, αυτά λογοκρίνονταν επειδή θεωρούνταν λογοτεχνικά έργα που προέρχονταν από εχθρούς. Ήταν επικίνδυνο ακόμη και να έχει κάποιος στην κατοχή του τέτοια βιβλία. Στο σχολείο μάθαινα τη γαλλική γλώσσα επί πέντε χρόνια υπό την επίβλεψη μιας γαλλόφωνης καθηγήτριας, αλλά οι καταστάσεις άλλαξαν στην Ιαπωνία με αποτέλεσμα να θεωρείται ύποπτο ακόμη και το ενδιαφέρον κάποιου για τις ξένες γλώσσες. Δεν μας αναγνωριζόταν η ελευθερία λόγου.

Το 1943, καθώς μαινόταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένιωσα κολακευμένη όταν έμαθα ότι ένας άντρας με είχε επιλέξει για πιθανή σύζυγό του, ανάμεσα σε 40 νεαρές γυναίκες που ήταν σε ηλικία γάμου και τις οποίες είχε δει σε φωτογραφίες. Αργότερα έμαθα ότι η μητέρα του με μια φίλη της είχαν επισκεφτεί τη γειτονιά μας χωρίς να το ξέρω για να με δουν. Έπειτα, η οικογένειά τους έκανε επίσημη πρόταση γάμου στην οικογένειά μας και με έπεισαν να τη δεχτώ. Συναντήθηκα με εκείνον τον άντρα μόνο μία φορά πριν παντρευτούμε.

Μετά το γάμο μας, η ζωή μας απειλούνταν καθημερινά από μαζικές αεροπορικές επιδρομές, και τελικά το σπίτι μας έγινε στάχτες μαζί με ολόκληρη την πόλη. Οι επιζώντες αναζητήσαμε καταφύγιο στα βουνά, αλλά ακόμη και από εκεί μπορούσαμε να ακούμε τις σειρήνες και να βλέπουμε τα πολεμικά αεροπλάνα. Ήταν κάτι τρομακτικό. Όλοι υπέφεραν. Τα πρώτα δέκα χρόνια μετά τον πόλεμο ήταν επίσης πολύ επώδυνα.

Εκτός από τα τρία παιδιά μας, μαζί μας έμεναν η πεθερά μου και έξι από τα αδέλφια του συζύγου μου. Μολονότι είχαμε υπηρέτες, όλοι έπρεπε να εργαζόμαστε στους αγρούς για να έχουμε να τρώμε. Εκείνη την περίοδο ήμουν πολύ λυπημένη και τίποτα δεν με έκανε να γελάω. Αλλά φοβόμουν ότι αν εξέφραζα τα αισθήματά μου με λόγια αυτό θα προκαλούσε παρεξήγηση. Ωστόσο, σταδιακά διέκρινα ότι μπορούσα να εκφράζω τα αισθήματά μου μέσω των έργων μου.

Κερδίζω Αναγνώριση ως Καλλιτέχνιδα

Ακόμη και ένα άτομο με καλλιτεχνική φλέβα πρέπει να καταβάλει τρομερές προσπάθειες ώσπου να πετύχει αξιόλογα αποτελέσματα. Αγόρασα βιβλία σχετικά με την τέχνη και σπούδασα υπό την επίβλεψη αρκετών κορυφαίων καλλιτεχνών της Ιαπωνίας. Κανένας τους δεν μου πρότεινε να αλλάξω το στιλ που είχα ήδη αναπτύξει ως νεαρή.

Οι κριτικοί της τέχνης άρχισαν να παρατηρούν το έργο μου, ωστόσο εγώ ζωγράφιζα για δική μου ικανοποίηση, και όχι για να δείχνω τους πίνακές μου σε άλλους. Με τον καιρό, όμως, άρχισα να αναρωτιέμαι τι σκέφτονταν οι άνθρωποι για τους πίνακές μου. Έτσι λοιπόν, το 1955, έκανα την πρώτη μου έκθεση στην Γκίνζα του Τόκιο. Είχε το θέμα «Σιωπηλή Πάλη, Σιωπηλά Λόγια, το Ημερολόγιό Μου», και παρουσίαζε την καθημερινή ζωή σε εικόνες. Η έκθεση είχε επιτυχία.

Γνωρίζω τους Μάρτυρες

Το 1958 η οικογένειά μας μετακόμισε στο Τόκιο επειδή ο σύζυγός μου και εγώ θέλαμε να πάνε τα παιδιά μας σε καλά σχολεία και να λάβουν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση. Η δική μου ζωή περιστρεφόταν γύρω από τη ζωγραφική. Μου είχε γίνει συνήθεια να δαπανώ περίπου πέντε ώρες τη μέρα ζωγραφίζοντας. Τα βράδια έβγαινα έξω με φίλους μου καλλιτέχνες, και ο σύζυγός μου έβγαινε έξω με άλλους. Δεν ξέραμε καθόλου πώς να αναθρέψουμε τα παιδιά μας.

Η εργασία του συζύγου μου τον κρατούσε μακριά από το σπίτι πολύ καιρό, και έτσι η ανατροφή των παιδιών έγινε δική μου ευθύνη, αλλά εγώ έχασα την εμπιστοσύνη μου στις δυνάμεις μου. Όταν ήμουν παιδί, πήγαινα σε σχολείο της Καθολικής ιεραποστολής, και γι’ αυτό αναρωτιόμουν αν θα βοηθούσε κάποιο είδος εκπαίδευσης από τη Γραφή. Απέναντι από το σπίτι μας στο Όμορι του Τόκιο, υπήρχε μια Λουθηρανική εκκλησία και πρότεινα στα παιδιά να πηγαίνουμε εκεί. Αλλά ποτέ δεν πήγαμε σε εκείνη την εκκλησία.

Αντιθέτως, την επόμενη κιόλας μέρα​—στις αρχές του 1959—​επισκέφτηκε το σπίτι μας μια Μάρτυρας του Ιεχωβά. Συγκέντρωσα γρήγορα τα παιδιά και καθήσαμε όλοι για να ακούσουμε. Εκείνη εξήγησε από την Αγία Γραφή ότι ζούμε σε έναν ξεχωριστό καιρό κατά τον οποίο ο Θεός σύντομα θα καθαρίσει τη γη από την πονηρία. Παρήγγειλα τέσσερις Γραφές μαζί με Γραφικά έντυπα και δέχτηκα πρόθυμα την προσφορά της να έρχεται κάθε εβδομάδα για να μας διδάσκει. Ρώτησα πόσο θα κόστιζε το μήνα αυτή η εκπαίδευση και έμεινα έκπληκτη όταν έμαθα ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν δέχονται χρήματα για τη διδασκαλία τους. Πόσο διαφορετικοί ήταν από όλους τους παιδαγωγούς που είχα γνωρίσει!

Οι κόρες μου δέχτηκαν πρόθυμα τις Γραφικές αλήθειες, και μάλιστα άρχισε να διεξάγεται μια τακτική ομαδική μελέτη στο σπίτι μας κάθε εβδομάδα. Αλλά έπειτα από μερικές μελέτες άρχισα να αισθάνομαι άβολα. Η ώρα της μελέτης ήταν μια δύσκολη στιγμή για εμένα, και γι’ αυτό μερικές φορές προσπαθούσα να κρυφτώ ή να φύγω όταν ερχόταν η ώρα για τη δική μου Γραφική μελέτη.

Το πρόβλημά μου ήταν ότι καταλάβαινα πως όσα έλεγε η Γραφή ήταν σωστά και ότι θα έπρεπε να συμμορφωθώ με την κατεύθυνσή της. Παράλληλα, ωστόσο, ήμουν αποφασισμένη να γίνω αξιόλογη καλλιτέχνιδα, και πίστευα ότι έπρεπε να διατηρήσω έναν ανεξάρτητο τρόπο σκέψης προκειμένου να είμαι δημιουργική. Ως αποτέλεσμα της αναστάτωσης που ένιωθα, η ποιότητα της ζωγραφικής μου έπεσε. Οι πίνακές μου εκτοπίζονταν στα πιο απόμακρα σημεία των εκθεσιακών χώρων.

Το Ταξίδι μου στο Παρίσι

Πίστευα ότι μια επίσκεψη στο Παρίσι θα με βοηθούσε να βελτιώσω τους πίνακές μου. Έτσι λοιπόν, το 1960 πήγα εκεί με αφορμή μια μεγάλη έκθεση η οποία έκανε γνωστή την ιαπωνική τέχνη στη Γαλλία. Ήμουν η μόνη γυναίκα ζωγράφος από την Ιαπωνία που συμμετείχε. Στο Παρίσι η διαφορά στις συνθήκες διαβίωσης, στο ντύσιμο, στις αντιλήψεις, στα χρώματα​—στα πάντα—​με συνάρπασε. Η έκθεση διήρκεσε τέσσερις μέρες, και προς έκπληξή μου, την επισκέφτηκε η ηγεσία της χώρας. Επίσης, μια άλλη έκπληξη ήταν το ότι οι γυναίκες γοητεύονταν από τα κιμονό που φορούσα. Αποφάσισα να μείνω περισσότερο.

Επειδή δεν ήξερα πώς θα μπορούσαν να μου στείλουν χρήματα από την Ιαπωνία, άρχισα να πουλάω τα κιμονό μου. Με αυτόν τον τρόπο, μπόρεσα να δαπανήσω τους επόμενους τρεις μήνες μελετώντας έργα τέχνης που εκτίθονταν σε γκαλερί. Συχνά έρχονταν στο μυαλό μου τα λόγια ενός καλλιτέχνη του οποίου ο πίνακας ήταν κρεμασμένος δίπλα στον δικό μου στην έκθεση: «Η δική μου ζωγραφική είναι φωτεινή σαν τον ήλιο. Ο δικός σου πίνακας είναι μουντός και σκοτεινός εφόσον είσαι επηρεασμένη από τους φιλοσόφους της Ανατολής».

Ένα αντρόγυνο από το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Παρίσι με επισκέφτηκε στο διαμέρισμά μου. Έπειτα από μερικές επισκέψεις, δέχτηκα τελικά να τους συνοδεύσω σε μια Χριστιανική συνάθροιση. Όταν έφτασα εκεί, έμεινα άναυδη με αυτό που είδα. Κάποια κυρία φορούσε ένα όμορφο κόκκινο καπέλο με μεγάλο γείσο. Κάποια άλλη φορούσε ένα φωτεινό πράσινο φόρεμα. Η αμφίεσή τους έδειχνε κομψότητα και καλό γούστο, και έτσι η άποψή μου για τους Μάρτυρες άλλαξε ολοκληρωτικά.

Επίσης, με εντυπωσίασε το πρόγραμμα. Βλέποντας ότι ακολουθούνταν οι ίδιες διαδικασίες σε Ανατολή και Δύση, με τις ίδιες διδασκαλίες, υποκινήθηκα να αναγνωρίσω ότι αυτή η ομάδα και η δραστηριότητά της δεν ήταν διόλου κάτι το συνηθισμένο. Η καρδιά μου επηρεάστηκε βαθιά, καθώς συνειδητοποίησα ότι συναναστρεφόμουν με ανθρώπους οι οποίοι καθοδηγούνταν από τον Θεό.

Παίρνω Αποφάσεις

Όταν επέστρεψα στην Ιαπωνία, άρχισα να μελετάω τη Γραφή σοβαρά. Ανακάλυψα ότι οι κατευθυντήριες αρχές του Δημιουργού μας παρέχουν περισσότερη ελευθερία από όση είχα φανταστεί. Στοργικά, μας έχει δώσει ξεχωριστές προσωπικότητες καθώς και ατομικά ταλέντα και την ελευθερία να τα καλλιεργούμε. Κατάλαβα, λοιπόν, πως το να γίνει κάποιος Μάρτυρας του Ιεχωβά δεν σήμαινε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την αγάπη του για τις τέχνες.

Οι κόρες μου και εγώ προοδεύσαμε στη Γραφική μας μελέτη. Η μία κόρη μου συμβόλισε την αφιέρωσή της στον Ιεχωβά με το βάφτισμα το 1961, και η άλλη το 1962. Μέχρι σήμερα και οι δύο συνεχίζουν να υπηρετούν πιστά τον Θεό. Ωστόσο, εγώ εξακολουθούσα να διστάζω. Το 1965, ο Λόιντ Μπάρι, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε την επίβλεψη του έργου κηρύγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ιαπωνία, με ενθάρρυνε με τα εξής λόγια: «Φαντάσου τι όμορφους πίνακες θα ζωγραφίζουν οι τέλειοι άνθρωποι στον Παράδεισο!» Τον επόμενο χρόνο βαφτίστηκα.

Επίδραση στη Ζωγραφική Μου

Κοιτάζοντας πίσω, μπορώ να δω πώς έχουν επηρεάσει τη ζωγραφική μου οι αλλαγές που έκανα στη ζωή μου και στην προσωπικότητά μου. Οι πρώτοι μου πίνακες ήταν μουντοί και σκοτεινοί, αντανακλώντας τον πόνο, τη δυστυχία και την απελπισία που ένιωθα. Έπειτα όμως έμαθα από τη Γραφή για τον Δημιουργό μας, για τις θαυμάσιες ιδιότητές του, για την ευτυχία που νιώθει κάποιος όταν τον αινεί και για τους ορθούς κανόνες βάσει των οποίων πρέπει να ζει. Όσο άλλαζαν τα αισθήματά μου, τόσο άλλαζαν και οι πίνακές μου.

Τώρα διαθέτω πολύ χρόνο μεταδίδοντας το Γραφικό άγγελμα σε άλλους, και το κάνω αυτό σε τακτική βάση. Το να μιλάω με τους ανθρώπους για τις ιδιότητες του Θεού, καθώς και για το θαυμάσιο σκοπό που έχει να κάνει αυτή τη γη παράδεισο κάτω από τη διακυβέρνηση του Γιου του, του Ιησού Χριστού, μου φέρνει μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Αυτή η δραστηριότητα, η οποία βασίζεται στη Γραφή, με εμπνέει, ωθώντας με να παίρνω το πινέλο μου και να εκφράζω τα αισθήματά μου. Και καθώς η ευτυχία μου συνεχίζει να αυξάνεται όσο περνούν τα χρόνια, οι πίνακές μου έχουν γίνει πιο φωτεινοί.

Δίνω Έμφαση στη Γραφή

Από όλο τον κόσμο​—από το Σίντνεϊ, τη Βιέννη, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη—​λαβαίνω προσκλήσεις για να παρουσιάσω τα έργα μου σε εκθέσεις. Αλλά οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που θαυμάζουν περισσότερο τους πίνακές μου. Ειδικοί από τη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λούβρου στο Παρίσι ρώτησαν: «Πώς γίνεται να έχει επηρεαστεί μια Γιαπωνέζα τόσο πολύ από τη Γραφή και τη Χριστιανοσύνη ώστε οι πίνακές της να εκφράζουν μια χαρά που δεν ήταν ποτέ έκδηλη στη θρησκευτική τέχνη τόσων αιώνων;»

Ο Βιβλικός ψαλμωδός Δαβίδ εξέφραζε τα αισθήματά του μέσω της μουσικής και χρησιμοποιούσε τα μουσικά ταλέντα του για να διδάσκει σε άλλους τα θαυμαστά πράγματα του Θεού. Τον ίδιο στόχο έχω και εγώ. Θέλω να αινώ τον Ιεχωβά. Η έντονη επιθυμία μου είναι να νιώθουν όσοι βλέπουν τους πίνακές μου τη χαρά που μπορεί να βρει όποιος γνωρίζει τον Ιεχωβά και τις θαυμάσιες ιδιότητές του. Ένας κριτικός τέχνης είπε για τους τίτλους των έργων μου: «Η καλλιτέχνιδα αποφεύγει με επιδέξιο τρόπο να χρησιμοποιεί τα δικά της λόγια, αλλά αφήνει να μιλήσει η ίδια η Γραφή». Ενθουσιάζομαι όταν οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τη δύναμη που ασκεί η Γραφή στους πίνακές μου.

Το 1995 το Παγκόσμιο Συμβούλιο Τεχνών, ένας διεθνής οργανισμός με αντικείμενο την τέχνη ο οποίος έχει τα κεντρικά γραφεία του στο Τόκιο, με βράβευσε με το πρώτο βραβείο ανάμεσα στους κορυφαίους καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο. Το συμβούλιο ανέφερε σχετικά με τους πίνακές μου: «Η καλλιτέχνιδα παραθέτει λόγια της Γραφής για τους τίτλους των έργων της . . . Όλοι οι πίνακές της απεικονίζουν τη Γραφή, αλλά αυτή ακριβώς είναι η ζωή για έναν καλλιτέχνη που περπατάει με τον Θεό».

Αυτή ήταν μια αναφορά στο γεγονός ότι συχνά περιλαμβάνω την εικόνα μιας ανοιχτής Γραφής στα έργα μου. Τον τελευταίο καιρό συνδυάζω τυπωμένες σελίδες της Γραφής με τους πίνακές μου. Έτσι λοιπόν, το μάτι του παρατηρητή πέφτει στον τίτλο που έχω επιλέξει καθώς και στα λόγια της Γραφής και έπειτα στον τρόπο με τον οποίο απεικονίζω αυτά τα λόγια στους πίνακές μου.

Το 1999 μερικοί πίνακές μου εκτέθηκαν στην Μπανγκόκ της Ταϋλάνδης. Ένας πίνακας είχε τον τίτλο: «Πόσο Όμορφα Δημιούργησε ο Ιεχωβά Θεός τη Γη, Δίνοντάς την στον Άνθρωπο ως Τόπο Κατοικίας», και ένας άλλος: «Προσευχή του Βασιλιά Δαβίδ: “Ιεχωβά, ας Είναι η Καρδιά Αυτού του Λαού Ένα Μαζί Σου”». Προσκλήθηκα στο παλάτι του βασιλιά της Ταϋλάνδης μαζί με μερικούς άλλους καλλιτέχνες. Ο βασιλιάς ήθελε να συζητήσουμε για τους πίνακές μου και μου έκανε αρκετές ερωτήσεις. Του μίλησα πολλή ώρα, και σχολίασα τα πιστεύω μου τα οποία βασίζονται στη Γραφή. Έπειτα του δώρισα έναν πίνακά μου.

Τα τελευταία 35 χρόνια συμμετέχω επίσης σε μια επιτροπή που αξιολογεί τα έργα άλλων καλλιτεχνών. Μου αρέσουν οι πίνακες που εκφράζουν αισθήματα. Για εμένα, ένας πίνακας είναι καλός όταν μου αφήνει μια ευχάριστη αίσθηση, κάνοντάς με να νιώθω εσωτερική ειρήνη. Θαυμάζω πολύ τις εικόνες που εμφανίζονται στα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, οι οποίες επιτυγχάνουν το σκοπό τους απεικονίζοντας πιστά το άγγελμα της Γραφής.

Ευλογούμαι Καθώς Υπηρετώ τον Θεό

Χάρη στη ζωγραφική μου, έχω απολαύσει μοναδικές ευκαιρίες κατά τις οποίες έδωσα μαρτυρία για τον Ιεχωβά Θεό και για τους μεγαλειώδεις σκοπούς του σχετικά με τη γη. Το έχω κάνει αυτό στη διάρκεια συνεντεύξεων που έδωσα για άρθρα περιοδικών και σε τηλεοπτικές εκπομπές. Στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το πού πηγαίνω ή σε ποιον μιλάω, προσπαθώ να κάνω γνωστό ότι εκείνο που μου δίνει τη δύναμη να δημιουργώ τους πίνακές μου είναι η πίστη, η χαρά και η ευτυχία που νιώθω υπηρετώντας τον Ιεχωβά Θεό.

Είμαι πεπεισμένη ότι, αν ποτέ έχανα την πίστη μου, δεν θα μπορούσα να ζωγραφίζω όπως τώρα. Αλλά επειδή είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά και επειδή η αλήθεια του Λόγου του Θεού με γεμίζει χαρά και ευτυχία, για αυτούς τους λόγους μπορώ να ζωγραφίζω.

[Εικόνα στη σελίδα 21]

Όταν ήμουν στο Παρίσι

[Εικόνα στη σελίδα 22]

Με τις δύο κόρες μου σήμερα