Ζανγκάδες—Τα Παράξενα Ιστιοφόρα της Βραζιλίας
Ζανγκάδες—Τα Παράξενα Ιστιοφόρα της Βραζιλίας
ΑΠΟ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ
ΕΔΩ και αιώνες, θαρραλέοι ψαράδες που ονομάζονται ζανγκαδέιρος οργώνουν τις ηλιόλουστες, βορειοανατολικές ακτές της Βραζιλίας με τις απλές, αλλά όμορφες, ζανγκάδες τους. Επιτρέψτε μου να σας πω τι έμαθα για αυτά τα παράξενα ιστιοφόρα.
Με την πρώτη ματιά, η ζανγκάδα μπορεί να σας θυμίσει σκάφος φτιαγμένο βιαστικά από ναυαγούς. Αλλά μην ξεγελαστείτε. Οι ζανγκάδες μπορούν να φτάσουν την ταχύτητα των 12 χιλιομέτρων την ώρα, και συμμετέχουν σε ιστιοπλοϊκούς αγώνες. Αν και έχουν απλή κατασκευή, μπορούν να μείνουν στη θάλασσα αρκετές ημέρες και μπορούν να βρεθούν δίπλα σε μεγάλα υπερωκεάνια ακόμη και σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από την ακτή. a
Η ζανγκάδα χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στη Βραζιλία ως αλιευτικό σκάφος για ανοιχτές θάλασσες στα τέλη του 17ου αιώνα, όταν οι Πορτογάλοι άποικοι πρόσθεσαν ένα τριγωνικό πανί στα πρόχειρα σκάφη που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι. Το όνομα ζανγκάδα, που σημαίνει «ενωμένα μαζί», αποδίδεται στους Πορτογάλους. Προτού φτάσουν στη Βραζιλία, είχαν πάει στην Ινδία, από όπου δανείστηκαν αυτή τη λέξη από τη γλώσσα τάμιλ.
Από εκείνον τον παλιό καιρό, η ζανγκάδα έχει υποστεί μερικές αλλαγές. Αρχικά, το κύτος της αποτελούνταν από πέντε ως οχτώ κορμούς ελαφρού ξύλου τύπου μπάλσα, όπως αυτό του δέντρου πιούβα, οι οποίοι στερεώνονταν με φυσικά σχοινιά, χωρίς ούτε μία βίδα ή ένα καρφί. Σήμερα, τα περισσότερα κύτη κατασκευάζονται από ξυλεία παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική, και έτσι γίνονται πιο ανθεκτικά. Μια άλλη επινόηση είναι ένα ξύλινο κουτί επενδυμένο με τσίγκο και πολυστυρόλιο, όπου φυλάσσονται τα ψάρια. Το μέγεθος της ζανγκάδας παραμένει το ίδιο—έχει μήκος
από 5 ως 8 μέτρα και πλάτος 1,8 μέτρα.Τις πρόσφατες δεκαετίες ο ανταγωνισμός με τα σύγχρονα αλιευτικά σκάφη έχει αναγκάσει πολλούς ζανγκαδέιρος να αναζητήσουν άλλη απασχόληση, όπως τη διοργάνωση εκδρομών με ζανγκάδες για τουρίστες. Υπάρχουν ακόμη μερικοί μικροί παραδοσιακοί αλιευτικοί οικισμοί σε παράκτιες περιοχές της βορειοανατολικής Βραζιλίας. Η ζωή εκεί είναι απλή. Σε πολλούς από αυτούς, ενώ οι άντρες βρίσκονται στη θάλασσα, οι γυναίκες συμπληρώνουν το οικογενειακό εισόδημα φτιάχνοντας λεπτές δαντέλες.
Είμαι έτοιμος να κάνω το πρώτο μου ταξίδι με ζανγκάδα ξεκινώντας από έναν αλιευτικό οικισμό στην παραλία Μουκουρίπε.
Γίνομαι Ζανγκαδέιρο για μια Ημέρα
Στην παραλία, στις 4:00 π.μ., συστήνομαι στα άλλα τέσσερα μέλη του πληρώματος. Καπετάνιος μας είναι ο Ασίς. Αφού υψώνεται το πανί, η πρώτη μου δουλειά είναι να σπρώξω μαζί με τους άλλους τη ζανγκάδα, η οποία βρίσκεται πάνω σε κορμούς από φοίνικα καρναούμπα, για να πέσει στη θάλασσα. Σχεδόν αμέσως η ζανγκάδα γεμίζει νερά και φαίνεται ότι θα βυθιστεί. Ευτυχώς, είναι απλώς ιδέα μου. Στην πραγματικότητα, οι ζανγκάδες είναι αβύθιστες. Μερικές φορές αναποδογυρίζουν, μου λέει το πλήρωμα, αλλά ένας έμπειρος ναύτης και καλός κολυμβητής μπορεί να τις επαναφέρει στη θέση τους. Όπως και αν έχει, καθώς προχωράμε στα βαθιά, τα κύματα βρέχουν διαρκώς το κατάστρωμα.
Ο καπετάνιος μας παίρνει τη θέση του στην πρύμνη, από όπου ελέγχει το πανί και το τιμόνι. Ένας άλλος ζανγκαδέιρο στέκεται στην πλώρη. Τα άλλα δύο μέλη του πληρώματος, δεμένοι από δοκάρια, γέρνουν για να αντισταθμίσουν την κλίση της ζανγκάδας. Ως παρατηρητής, σκέφτομαι ότι το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να πιαστώ γερά από τα δοκάρια. Η ναυτία είναι κοινό πρόβλημα για αρχάριους ναύτες σαν εμένα, αλλά προσπαθώ να υπομείνω τη ζαλάδα όσο καλύτερα μπορώ.
Έπειτα από ταξίδι δύο περίπου ωρών, φτάνουμε στον προορισμό μας. Το πλήρωμα κατεβάζει γρήγορα το πανί, ρίχνει άγκυρα—μια πέτρα κλεισμένη σε ένα ξύλινο πλαίσιο—και αρχίζει το ψάρεμα. Οι ναύτες χρησιμοποιούν πετονιές, όχι καλάμια. Γι’ αυτό τα χέρια τους είναι γεμάτα ουλές και κάλους. Εκτός από αυτό το είδος ψαρέματος, μερικές φορές πιάνουν αστακούς με μια παγίδα που ονομάζεται μανζουά, η οποία γίνεται από μπαμπού και νάιλον σχοινί. Για να προστατευτούν από τον ήλιο, μερικοί φορούν πλατιά ψάθινα καπέλα ενώ άλλοι χρησιμοποιούν απλώς τραγιάσκα.
Για τους ζανγκαδέιρος, η ζωή είναι μια σκληρή ρουτίνα γεμάτη αλμύρα, ιδρώτα και ήλιο. Ολοένα και λιγότεροι νέοι αποφασίζουν να μάθουν αυτό το επάγγελμα, το οποίο επί αιώνες μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο.
Νωρίς το απόγευμα αρχίζουμε το ταξίδι της επιστροφής μαζί με αρκετές άλλες ζανγκάδες. Με τα κομψά άσπρα πανιά τους, στο φόντο της ανοιχτοπράσινης θάλασσας και του γαλάζιου ουρανού, νικούν τη μανία των κυμάτων—ένα πραγματικά εκπληκτικό θέαμα που έχει εμπνεύσει πολλά ποιήματα και τραγούδια.
Όταν φτάνουμε στη στεριά, σπρώχνω μαζί με τους άλλους τη ζανγκάδα πάνω στη βάση της στην άμμο. Συνήθως μια ζανγκάδα ζυγίζει γύρω στα 300 κιλά, αλλά για τα κουρασμένα μας χέρια φαίνεται πολύ πιο βαριά. Οι ζανγκαδέιρος πουλούν τα ψάρια που έπιασαν σε έναν έμπορο, και εκείνος τα πουλάει κατόπιν στους πελάτες. Το ταξίδι μας ήταν μικρό, και πιάσαμε μόνο λίγα κιλά ψάρια. Αλλά μια ζανγκάδα μπορεί να μεταφέρει ως και 1.000 κιλά ψάρια. Ευχαριστώ το πλήρωμα και επιστρέφω στο σπίτι κουρασμένος αλλά ικανοποιημένος. Τη νύχτα, ξαγρυπνώντας, μπορώ ακόμη να νιώσω το λίκνισμα της ζανγκάδας, του απλού αλλά παράξενου ιστιοφόρου της Βραζιλίας.
[Υποσημείωση]
a Το 1941, τέσσερις ζανγκαδέιρος διένυσαν 3.000 χιλιόμετρα από την πόλη Φορταλέζα ως το Ρίο ντε Τζανέιρο. Η ιστορία τους παρουσιάστηκε στο ντοκιμαντέρ Και Όμως Είναι Αλήθεια (It’s All True) που το σκηνοθέτησε ο Όρσον Γουέλς.
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Παροπλισμένη παραδοσιακή ξύλινη ζανγκάδα
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Συνήθως μια ζανγκάδα ζυγίζει γύρω στα 300 κιλά