Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Από Πολιτικός Ακτιβιστής, Ουδέτερος Χριστιανός

Από Πολιτικός Ακτιβιστής, Ουδέτερος Χριστιανός

Από Πολιτικός Ακτιβιστής, Ουδέτερος Χριστιανός

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΝΤΙΣΛΑΦ ΣΜΕΪΚΑΛ

Μετά την καταδίκη μου, οδηγήθηκα πίσω στο κελί μου. Αμέσως, άρχισα να χτυπώ απαλά τον τοίχο στέλνοντας σήματα Μορς σε έναν φίλο που βρισκόταν δύο ορόφους πιο πάνω. Περίμενε να ακούσει την ποινή μου.

«Δεκατέσσερα χρόνια», απάντησα με σήματα Μορς.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Γι’ αυτό ρώτησε: «Δεκατέσσερις μήνες;»

«Όχι», απάντησα. «Δεκατέσσερα χρόνια».

ΗΤΑΝ το έτος 1953, στο Λίμπερετς της Τσεχοσλοβακίας (σημερινή Τσεχία). Τότε ήμουν ένας 19χρονος ακτιβιστής που επιδίωκε πολιτική αλλαγή. Εμείς οι ακτιβιστές διαδίδαμε τις απόψεις μας διανέμοντας φυλλάδια που επέκριναν το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο βρισκόταν τότε στην εξουσία. Η δράση μας κρίθηκε ως εσχάτη προδοσία​—γι’ αυτό και καταδικάστηκα σε τόσο μεγάλη ποινή.

Ήμουν ήδη προφυλακισμένος σχεδόν έναν χρόνο προτού μου απαγγελθεί η ποινή. Πριν από την καταδίκη, οι φυλακισμένοι κρατούνταν ανά δύο σε κάθε κελί, και κατά καιρούς τούς πήγαιναν με δεμένα μάτια για ανάκριση. Δεν μας επέτρεπαν να μιλάμε στα κελιά μας, και έτσι ψιθυρίζαμε ή επικοινωνούσαμε με σήματα Μορς.

Σύντομα έμαθα ότι πολλοί φυλακισμένοι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στη φυλακή μας συνηθιζόταν να αλλάζουν οι κρατούμενοι κελιά κάθε έναν ή δύο μήνες. Ενδιαφερόμουν για τη Γραφή, και γι’ αυτό χάρηκα όταν με έβαλαν στο ίδιο κελί με έναν Μάρτυρα. Έπειτα από κάποιο διάστημα, άρχισα να μελετώ τη Γραφή με τους Μάρτυρες.

Οι συζητήσεις μας έμοιαζαν με Γραφική μελέτη, παρ’ όλο που δεν είχαμε Γραφή ή Γραφικά έντυπα. Στην πραγματικότητα, ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει Αγία Γραφή. Αλλά μπορούσαμε να συζητάμε​—ο Μάρτυρας μου εξηγούσε από μνήμης διάφορα Γραφικά θέματα—​και εγώ κρατούσα σημειώσεις από όσα έλεγε. Όλα αυτά συνέβαιναν ενώ καθόμασταν κοντά και ψιθυρίζαμε.

Τα μόνα εφόδια που είχαμε ήταν χαρτί τουαλέτας και μια χτένα. Χρησιμοποιούσα τη χτένα για να κρατάω σημειώσεις πάνω στο χαρτί τουαλέτας. Έμαθα απέξω πολλά από τα εδάφια που συζητούσαμε. Οι Μάρτυρες που μελετούσαν μαζί μου με έμαθαν επίσης ύμνους της Βασιλείας. Ένας Μάρτυρας μου είπε: «Τώρα είσαι στη φυλακή για πολιτικά εγκλήματα, αλλά στο μέλλον μπορεί να φυλακιστείς επειδή θα είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά».

Τελικά, έπειτα από ατέλειωτες ανακρίσεις, καταδικάστηκα και στάλθηκα σε ένα στρατόπεδο εργασίας κοντά στην πόλη Γιάχιμοβ. Στο μεταξύ, ήμουν βέβαιος ότι κάποια μέρα θα γινόμουν Μάρτυρας του Ιεχωβά.

Πολλά Χρόνια στη Φυλακή

Όταν έφτασα στο στρατόπεδο όπου υπήρχαν ορυχεία ουρανίου, άρχισα αμέσως να ψάχνω για Μάρτυρες. Σύντομα όμως έμαθα ότι τους είχαν μεταφέρει αλλού. Ωστόσο, ένας Μάρτυρας παρέμεινε επειδή ήταν μάγειρας. Μου δάνεισε μια πολύ φθαρμένη Γραφή που είχε περάσει από πολλές κρυψώνες. Έτσι λοιπόν, μπορούσα να διαβάσω εδάφια που ήξερα ήδη από μνήμης. Καθώς διάβαζα, έλεγα μέσα μου: “Ναι, είναι όπως ακριβώς με δίδαξαν οι αδελφοί”.

Έπειτα από έναν μήνα περίπου, μεταφέρθηκα στο στρατόπεδο Μπίτιζ, κοντά στην πόλη Πρζίμπραμ. Εκεί συνάντησα άλλους Μάρτυρες. Στο Μπίτιζ λαβαίναμε τακτικά Γραφικά έντυπα που έμπαιναν κρυφά. Αν και η διοίκηση του στρατοπέδου προσπαθούσε να μάθει πώς έφταναν στα χέρια μας, ποτέ δεν τα κατάφερε. Ήμασταν 14 φυλακισμένοι που συμμετείχαμε ενεργά στην επίδοση μαρτυρίας σε άλλους. Οι μισοί ήταν βαφτισμένοι Μάρτυρες, και οι άλλοι μισοί ήταν σαν εμένα, είχαν δεχτεί τα πιστεύω των Μαρτύρων στη φυλακή.

Πολλοί από εμάς θέλαμε να συμβολίσουμε την αφιέρωσή μας στον Θεό με το βάφτισμα. Αλλά εξαιτίας της έλλειψης νερού​—ή, καλύτερα, της έλλειψης ενός χώρου με αρκετό νερό—​δεν ήταν εύκολο να γίνει πλήρης κατάδυση. Γι’ αυτό, εκείνον τον καιρό πολλοί χρειάστηκε να περιμένουν μέχρι να αποφυλακιστούν για να βαφτιστούν. Στο στρατόπεδο Μπίτιζ, όμως, υπήρχαν μεγάλοι πύργοι ψύξης για τους συμπιεστές του ορυχείου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, αρκετοί από εμάς βαφτίστηκαν στη δεξαμενή ενός από αυτούς τους πύργους.

Λίγα χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του 1960, με κάλεσε ένας αστυνομικός που ήταν υπεύθυνος για τους πολιτικούς κρατουμένους. Μου είπε ότι, αν του έδινα πληροφορίες για τη δράση των υπόλοιπων κρατουμένων, θα φρόντιζε να μειωθεί η ποινή μου. Όταν αρνήθηκα, άρχισε να φωνάζει και να με βρίζει. «Έχασες μια ευκαιρία για καλή ζωή», ούρλιαζε. «Θα φροντίσω να μη γυρίσεις ποτέ σπίτι! Θα πεθάνεις εδώ». Δύο μήνες αργότερα, όμως, μου δόθηκε αμνηστία και, έπειτα από συνολικά οχτώ χρόνια στη φυλακή, επέστρεψα στο σπίτι μου.

Σύντομη Περίοδος Ελευθερίας

Το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά είχε απαγορευτεί στην Τσεχοσλοβακία από τον Απρίλιο του 1949, και έτσι σύντομα κατάλαβα ότι το να υπηρετώ τον Θεό υπό συνθήκες δήθεν ελευθερίας δεν είχε και πολλές διαφορές από το να τον υπηρετώ στη φυλακή. Τώρα, μετά την αποφυλάκισή μου, αντιμετώπιζα ένα άλλο πρόβλημα. Εκείνον τον καιρό ήταν υποχρεωτικό για κάθε άντρα στη χώρα να υπηρετήσει στο στρατό δύο χρόνια.

Μερικοί άντρες που εργάζονταν σε ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις έπαιρναν απαλλαγή από τη στρατιωτική υπηρεσία. Λόγου χάρη, όσοι δούλευαν σε ανθρακωρυχεία απαλλάσσονταν. Εφόσον είχα δουλέψει στην εξόρυξη, βρήκα δουλειά σε ορυχείο. Εκεί με υποδέχτηκαν θερμά. «Μην ανησυχείς για το στρατό», μου είπαν. «Μπορούμε εύκολα να σε απαλλάξουμε».

Δύο μήνες αργότερα, όταν με κάλεσε η στρατολογία, οι υπεύθυνοι με καθησύχασαν: «Μην ανησυχείς, μάλλον έγινε κάποιο λάθος. Θα γράψουμε στο στρατό, και όλα θα τακτοποιηθούν». Αλλά δεν τακτοποιήθηκαν όλα. Λίγο αργότερα, ήρθε ένας υπεύθυνος και μου είπε απολογητικά: «Αυτό δεν έχει ξαναγίνει, αλλά πρέπει να παρουσιαστείς στο στρατό». Όταν αρνήθηκα να καταταχθώ για λόγους συνείδησης, με συνέλαβαν και με οδήγησαν στην πλησιέστερη στρατιωτική μονάδα.​—Ησαΐας 2:4.

Ενώπιον Ειδικής Επιτροπής

Μετά τη φυλάκισή μου στην πόλη Κλάντνο τον Ιανουάριο του 1961, έγιναν προσπάθειες για να πειστώ να καταταχθώ στο στρατό. Κάποιος υπεύθυνος αξιωματικός οργάνωσε μια συνάντηση. Με οδήγησαν σε μια αίθουσα συνεδριάσεων με ένα μεγάλο, στρογγυλό τραπέζι και άνετες, δερμάτινες πολυθρόνες. Σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν αξιωματικοί και να κάθονται γύρω από το τραπέζι. Ο επικεφαλής με σύστησε σε όλους έναν προς έναν. Κατόπιν κάθησε και είπε: «Τώρα, πες μας για την πίστη σου».

Έπειτα από μια γρήγορη, σιωπηλή προσευχή, άρχισα να μιλάω στους αξιωματικούς που με άκουγαν με προσοχή. Σύντομα η συζήτηση στράφηκε στην εξέλιξη, και παρουσιάστηκε ο ισχυρισμός ότι η εξέλιξη είναι επιστημονικό γεγονός. Σε ένα στρατόπεδο εργασίας που είχα βρεθεί παλιότερα, είχα μελετήσει το βιβλιάριο Η Εξέλιξις Εναντίον του Νέου Κόσμου (Evolution Versus the New World). a Έτσι, προς έκπληξη εκείνων των στρατιωτικών, μπόρεσα να παραθέσω αποδείξεις που πιστοποιούσαν ότι η εξέλιξη ήταν μη αποδεδειγμένη θεωρία.

Κατόπιν, ένας αξιωματικός, που φαινόταν ξεκάθαρα πως είχε κάποια σχέση με την Καθολική θρησκεία, πήρε το λόγο. «Ποια είναι η άποψή σας για την Παρθένο Μαρία;» ρώτησε. «Και πώς βλέπετε τη Θεία Λειτουργία;» Απάντησα στις ερωτήσεις του και έπειτα είπα: «Κύριε, θα πρέπει να είστε θρησκευόμενος, διότι οι ερωτήσεις σας είναι διαφορετικές από των υπολοίπων».

«Όχι! Όχι! Όχι! Δεν είμαι θρησκευόμενος!» διαμαρτυρήθηκε έντονα. Στο Κομμουνιστικό Κράτος, οι καθ’ ομολογία Χριστιανοί σπάνια, αν όχι ποτέ, έχαιραν σεβασμού ή είχαν υπεύθυνες θέσεις. Έπειτα, λοιπόν, από αυτή τη στιχομυθία, ο ταγματάρχης δεν συμμετείχε πια στη συζήτηση. Ήμουν πολύ ευγνώμων που είχα την ευκαιρία να εξηγήσω σε εκείνους τους ανθρώπους τις πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Επιπρόσθετες Ευκαιρίες για Μαρτυρία

Λίγες ημέρες αργότερα, με πήγαν σε κάποιες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Πράγα και με έθεσαν υπό φρούρηση. Ο πρώτος ένοπλος στρατιώτης που διορίστηκε να με φρουρεί είχε ξαφνιαστεί από τα ειδικά μέτρα ασφαλείας. «Αυτή είναι η πρώτη φορά που χρειάζεται να φρουρούμε κάποιον προσωπικά», μου είπε. Έτσι λοιπόν, του εξήγησα γιατί είχα φυλακιστεί. Αυτό του φάνηκε τόσο ενδιαφέρον ώστε κάθησε​—με το όπλο ανάμεσα στα γόνατά του—​και άκουγε. Έπειτα από δύο ώρες τον αντικατέστησε ένας άλλος στρατιώτης, ο οποίος έκανε παρόμοιες ερωτήσεις με αποτέλεσμα να γίνει και με αυτόν Γραφική συζήτηση.

Τις επόμενες ημέρες, όταν μου έδιναν την άδεια οι υπεύθυνοι για τη φύλαξή μου, είχα την ευκαιρία να μιλάω και στους φρουρούς μου και σε άλλους κρατουμένους. Μάλιστα οι φρουροί άνοιγαν τα κελιά και άφηναν τους κρατουμένους να συγκεντρώνονται για Γραφικές συζητήσεις! Άρχισα να ανησυχώ μήπως η ελευθερία που μου έδιναν οι φρουροί να μιλάω με άλλους φυλακισμένους γινόταν γνωστή και υπήρχαν δυσμενείς συνέπειες. Αλλά το ζήτημα έμεινε μυστικό.

Τελικά, όταν οδηγήθηκα στο δικαστήριο, με ενθάρρυναν εκείνοι στους οποίους είχα μιλήσει για τις πεποιθήσεις μου. Καταδικάστηκα δύο χρόνια, τα οποία προστέθηκαν στα έξι χρόνια της αρχικής μου ποινής που δεν είχα εκτίσει λόγω της αμνηστίας. Αυτό σήμαινε ότι είχα μπροστά μου περίπου οχτώ χρόνια φυλακή.

Ένιωθα τη Βοήθεια του Θεού

Συχνά ένιωθα τη βοήθεια του Θεού καθώς μεταφερόμουν από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και από φυλακή σε φυλακή στην Τσεχοσλοβακία. Όταν έφτασα στη φυλακή στο Βάλντιτσε, ο διοικητής με ρώτησε γιατί βρισκόμουν εκεί. «Αρνήθηκα τη στρατιωτική υπηρεσία», απάντησα. «Η συμμετοχή στον πόλεμο έρχεται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις μου».

«Θα ήταν ωραίο αν έκαναν όλοι το ίδιο», απάντησε με κατανόηση. Αλλά αφού σκέφτηκε για λίγο, είπε: «Ωστόσο, εφόσον οι περισσότεροι σήμερα δεν σκέφτονται έτσι, πρέπει να σε τιμωρήσουμε​—και μάλιστα αυστηρά!»

Με έβαλαν στο τμήμα κοπής γυαλιού, στο οποίο εργάζονταν οι ποινικοί κρατούμενοι. Βλέπετε, αν και είχα καταδικαστεί επειδή αρνήθηκα τη στρατιωτική υπηρεσία ως Μάρτυρας του Ιεχωβά, εξακολουθούσα να θεωρούμαι πολιτικός κρατούμενος, και γι’ αυτό μου ανέθεταν δυσκολότερες εργασίες. Η κοπή γυαλιού για πολυελαίους και άλλα γυάλινα είδη πολυτελείας ήταν αρκετά δύσκολη εργασία επειδή αυτά τα προϊόντα έπρεπε να μην έχουν κανένα ελάττωμα. Συνήθως οι φυλακισμένοι παρέδιδαν την εργασία τους τελειωμένη, μόνο και μόνο για να τους επιστραφεί την επομένη η μισή για επισκευή. Ήταν, λοιπόν, πολύ δύσκολο να ανταποκριθεί κανείς στις προδιαγραφές κατασκευής.

Την ημέρα που μπήκα στο τμήμα κοπής γυαλιού, έπρεπε πρώτα να περιμένω τον υπεύθυνο του τμήματος. Όταν έφτασε, άρχισε να φωνάζει στους φυλακισμένους που, κατά τη γνώμη του, δεν εργάζονταν αρκετά σκληρά. Πέρασε από μπροστά τους, ήρθε στο μέρος μου και είπε: «Εσύ; Γιατί δεν εργάζεσαι;»

Εξήγησα ότι μόλις είχα έρθει σε αυτό το τμήμα. Με πήρε στο γραφείο του και έκανε τις συνηθισμένες ερωτήσεις όσον αφορά το γιατί είχα φυλακιστεί. Αφού του εξήγησα την κατάστασή μου, είπε: «Ώστε είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά;»

«Ναι», απάντησα.

Η στάση του άλλαξε. «Μην ανησυχείς», είπε. «Υπάρχουν πολλοί Μάρτυρες του Ιεχωβά εδώ. Τους σεβόμαστε όλους, επειδή είναι φιλόπονοι και αξιοπρεπείς. Θα σε βάλω σε μια δουλειά που να μπορείς να τη φέρεις σε πέρας».

Η αλλαγμένη στάση του υπευθύνου ήταν εντελώς απρόσμενη για εμένα. Ήμουν ευγνώμων στον Ιεχωβά και στους άγνωστους ομοπίστους στους οποίους οφειλόταν η θαυμάσια φήμη των Μαρτύρων σε εκείνη τη φυλακή. Στην πραγματικότητα, ένιωθα τη στοργική βοήθεια του Ιεχωβά σε όλη τη διάρκεια της φυλάκισής μου.

Άσχετα με το πόσο δύσκολη ήταν η κατάστασή μου, πάντα πίστευα ότι τελικά θα κατάφερνα να συναντήσω τους Χριστιανούς αδελφούς μου. Τότε θα μπορούσα να δω τα ευχάριστα χαμόγελά τους και να αντλήσω ενθάρρυνση από αυτούς. Χωρίς εκείνους, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να αντέξω τη φυλακή.

Το μόνο που σκέφτονταν πολλοί φυλακισμένοι ήταν πώς να πάρουν εκδίκηση για την κακομεταχείριση που υφίσταντο. Αλλά εγώ ποτέ δεν ένιωσα έτσι. Καταλάβαινα ότι υπέφερα επειδή υπάκουα στις δίκαιες αρχές του Θεού. Έτσι λοιπόν, γνώριζα ότι για κάθε ημέρα που περνούσα στη φυλακή, ο Ιεχωβά μπορούσε να μου δώσει αναρίθμητες άλλες όμορφες ημέρες ζωής στην παραδεισένια νέα γη του.​—Ψαλμός 37:29· 2 Πέτρου 3:13· Αποκάλυψη 21:3, 4.

Ευγνώμων για τις Τωρινές μου Ευλογίες

Το Μάιο του 1968, έπειτα από 15 και πλέον χρόνια στη φυλακή, επιτέλους απελευθερώθηκα. Στην αρχή, δίσταζα να μιλήσω με ανθρώπους, πράγμα συνηθισμένο για όσους έχουν περάσει μεγάλο μέρος της ζωής τους δίπλα σε ανθρώπους που φορούσαν τα ρούχα της φυλακής ή τις στολές των φρουρών. Σύντομα, όμως, οι Χριστιανοί αδελφοί μου με βοήθησαν να συμμετάσχω στο έργο κηρύγματος, το οποίο, φυσικά, εξακολουθούσε να διεξάγεται υπό απαγόρευση.

Λίγες εβδομάδες μετά την αποφυλάκισή μου, γνώρισα την Εύα. Παρά τη σφοδρή οικογενειακή εναντίωση, αυτή και ο αδελφός της είχαν ταχθεί θαρραλέα υπέρ της Γραφικής αλήθειας περίπου τρία χρόνια νωρίτερα. Σύντομα αρχίσαμε να συμμετέχουμε μαζί στο έργο κηρύγματος. Επίσης, εργαστήκαμε για την παραγωγή των Γραφικών μας εντύπων. Αυτή η εργασία γινόταν κρυφά σε υπόγεια τυπογραφεία. Αργότερα, το Νοέμβριο του 1969, παντρευτήκαμε.

Το 1970 γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί, η Γιάννα. Κατόπιν, άρχισα να υπηρετώ εκκλησίες τα σαββατοκύριακα ως περιοδεύων διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, κάνοντας επισκέψεις σε αυτές για να προσφέρω πνευματική ενθάρρυνση. Ενώ έκανα αυτό το έργο το 1975, με συνέλαβαν και με οδήγησαν πάλι στη φυλακή. Αυτή τη φορά, όμως, έμεινα μόνο μερικούς μήνες. Έπειτα, το 1977, γεννήθηκε ο γιος μας, ο Στεπάν.

Τελικά, την 1η Σεπτεμβρίου 1993, η Τσεχία αναγνώρισε επίσημα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Την επόμενη χρονιά η κόρη μας η Γιάννα παντρεύτηκε τον Ντάλιμπορ Ντράζαν, έναν Χριστιανό πρεσβύτερο. Κατόπιν, το 1999, ο γιος μας ο Στεπάν, που είναι διακονικός υπηρέτης, παντρεύτηκε την Μπλάνκα, η οποία συμμετέχει στην ολοχρόνια διακονία. Όλοι μας ανήκουμε τώρα σε εκκλησίες της Πράγας. Αποβλέπουμε όλοι μαζί στον καιρό που θα έρθει ο νέος κόσμος​—αλλά εγώ λαχταρώ ιδιαίτερα τον καιρό κατά τον οποίο δεν θα υπάρχουν πουθενά τοίχοι φυλακής.

[Υποσημείωση]

a Εκδόθηκε από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1950.

[Εικόνες στη σελίδα 20]

Χρησιμοποιούσα μια χτένα για να σημειώνω Γραφικά εδάφια

[Εικόνα στη σελίδα 21]

Το στρατόπεδο Μπίτιζ, όπου φυλακίστηκα και αργότερα βαφτίστηκα

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Την ημέρα του γάμου μας

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Η Εύα και εγώ, με τον Στεπάν και την Μπλάνκα αριστερά και τη Γιάννα και τον Ντάλιμπορ δεξιά