Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Διδάχτηκα από Παιδί να Αγαπώ τον Θεό

Διδάχτηκα από Παιδί να Αγαπώ τον Θεό

Διδάχτηκα από Παιδί να Αγαπώ τον Θεό

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΑΤΟΛΙ ΜΕΛΝΙΚ

Πολλοί με αποκαλούν χαϊδευτικά παππού. Η λέξη αυτή αγγίζει την καρδιά μου επειδή μου θυμίζει το δικό μου παππού, τον οποίο αγαπούσα πολύ και στον οποίο νιώθω βαθιά υπόχρεος. Θα ήθελα να σας μιλήσω για αυτόν και για το πώς εκείνος και η γιαγιά μου άσκησαν μεγάλη επίδραση στη ζωή των μελών της οικογένειάς τους, καθώς και σε πολλούς άλλους.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στο χωριό Χλίνα, στα βόρεια της Μολδαβίας. Τη δεκαετία του 1920, περιοδεύοντες διάκονοι, γνωστοί ως πίλγκριμ, ήρθαν από τα σύνορα της Ρουμανίας στην όμορφη λοφώδη περιοχή μας. Οι γονείς της μητέρας μου ανταποκρίθηκαν αμέσως στα καλά νέα που άκουσαν να κηρύττονται από την Αγία Γραφή. Το 1927 έγιναν Σπουδαστές της Γραφής, όπως αποκαλούνταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1939, υπήρχε ήδη μια εκκλησία Μαρτύρων του Ιεχωβά στο μικρό χωριό μας.

Το 1936, το έτος κατά το οποίο γεννήθηκα, όλοι οι συγγενείς μου ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά εκτός από τον πατέρα μου, ο οποίος παρέμενε μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, άρχισε να συλλογίζεται το σκοπό της ζωής και τελικά αφιερώθηκε στον Δημιουργό μας, τον Ιεχωβά Θεό, συμβολίζοντάς το αυτό με το βάφτισμα. Ο παππούς μου συνέβαλε πολύ στην πνευματική ανάπτυξη της οικογένειάς μας. Είχε ισχυρή αγάπη για την Αγία Γραφή και γνώριζε απέξω εκατοντάδες εδάφια. Μπορούσε να στρέψει οποιαδήποτε συζήτηση στη Γραφή.

Καθόμουν συχνά στα γόνατα του παππού μου και τον άκουγα να λέει Βιβλικές ιστορίες. Εκείνος ενστάλαξε μέσα μου αγάπη για τον Θεό. Του είμαι πολύ ευγνώμων για αυτό! Σε ηλικία οχτώ ετών, πήγα να κηρύξω για πρώτη φορά με τον παππού μου. Χρησιμοποιώντας τη Γραφή, δείχναμε στους συγχωριανούς μας ποιος είναι ο Ιεχωβά και πώς μπορούμε να τον πλησιάσουμε.

Καταδυνάστευση από τους Κομμουνιστές

Το 1947, υπό την επιρροή της κομμουνιστικής πολιτικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι αρχές εξαπέλυσαν διωγμό εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Μολδαβία. Πράκτορες της Κα-Γκε-Μπε, όπως ονομάστηκε αργότερα, καθώς και η τοπική αστυνομία, έρχονταν στο σπίτι μας και μας ρωτούσαν ποιοι πρωτοστατούσαν στο έργο κηρύγματος που διεξήγαμε, από πού έρχονταν τα έντυπα και πού συναθροιζόμασταν για λατρεία. Έλεγαν ότι θα έβαζαν τέρμα στη δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά οι οποίοι, όπως ισχυρίζονταν, «εμποδίζουν την ανάπτυξη του κομμουνισμού στη χώρα».

Στο μεταξύ, ο πατέρας μου, ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, είχε αναπτύξει και αυτός βαθιά αγάπη για τη Γραφική αλήθεια. Τόσο εκείνος όσο και ο παππούς μου ήξεραν πώς να απαντούν στους ανακριτές ώστε να μην προδώσουν τους Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές μας. Και οι δύο ήταν θαρραλέοι και στοργικοί άνθρωποι που φρόντιζαν για την ευημερία των ομοπίστων τους. Όπως αυτοί, η μητέρα μου παρέμενε πάντοτε ήρεμη και ατάραχη.

Το 1948 συνέλαβαν τον πατέρα μου και τον πήραν μακριά. Ποτέ δεν μάθαμε ποιες κατηγορίες τού απαγγέλθηκαν. Καταδικάστηκε να εκτίσει εφτά χρόνια σε φυλακή υψίστης ασφαλείας και άλλα δύο χρόνια στην εξορία. Τελικά, τον έστειλαν στην περιοχή του Μαγκαντάν, στο βορειοανατολικό άκρο της Ρωσίας, 7.000 και πλέον χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας. Δεν συναντηθήκαμε για εννιά χρόνια. Ήταν δύσκολο να ζούμε χωρίς πατέρα, αλλά ο παππούς ήταν πραγματικό στήριγμα για εμένα.

Μας Στέλνουν στην Εξορία

Τη νύχτα της 6ης Ιουνίου 1949, δύο στρατιώτες και ένας αξιωματικός εισέβαλαν στο σπίτι μας. Είπαν ότι μέσα σε δύο ώρες έπρεπε να εγκαταλείψουμε το σπίτι και να επιβιβαστούμε στο όχημά τους. Δεν μας έδωσαν καμία άλλη εξήγηση. Μας είπαν απλώς ότι μας πήγαιναν στην εξορία και ότι δεν θα γυρίζαμε ποτέ. Έτσι λοιπόν, μαζί με τη μητέρα μου, τον παππού, τη γιαγιά και άλλους ομοπίστους, με έστειλαν στη Σιβηρία. Ήμουν μόλις 13 ετών. Έπειτα από λίγες εβδομάδες, βρεθήκαμε στα βαλτώδη εδάφη της τάιγκας, μέσα σε αδιαπέραστα δάση. Πόσο διαφορετικό ήταν αυτό το μέρος από τον τόπο μου, τον οποίο αγαπούσα τόσο πολύ! Μερικές φορές κλαίγαμε. Ωστόσο, είχαμε την πεποίθηση ότι ο Ιεχωβά ποτέ δεν θα μας εγκατέλειπε.

Το μικρό χωριό στο οποίο οδηγηθήκαμε αποτελούνταν από δέκα ξύλινες καλύβες. Άλλοι Μάρτυρες εξορίστηκαν σε διαφορετικά χωριά σε όλη την περιοχή της τάιγκας. Για να φοβίσουν τους ντόπιους, αλλά και για να τους προδιαθέσουν εναντίον μας, οι αρχές είπαν ότι οι Μάρτυρες ήταν κανίβαλοι. Σύντομα, όμως, οι άνθρωποι κατάλαβαν πως αυτό ήταν ψέμα και πως δεν υπήρχε λόγος να μας φοβούνται.

Τους πρώτους δύο μήνες μετά την άφιξή μας, μείναμε σε μια παλιά καλύβα. Αλλά έπρεπε να χτίσουμε ένα πιο κατάλληλο μέρος για να μείνουμε προτού φτάσει ο δριμύς χειμώνας. Ο παππούς και η γιαγιά βοήθησαν τη μητέρα μου και εμένα να φτιάξουμε ένα πρόχειρο καταφύγιο, το μισό πάνω από το έδαφος και το μισό κάτω από αυτό. Ζήσαμε εκεί τρία και πλέον χρόνια. Μας απαγόρευαν να φεύγουμε από το χωριό χωρίς άδεια, και άδεια δεν μας έδιναν ποτέ.

Αργότερα, μου επέτρεψαν να πάω στο σχολείο. Εφόσον οι θρησκευτικές μου απόψεις διέφεραν από των υπολοίπων, οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές μού έκαναν συχνά ερωτήσεις. Τα μάτια του παππού έλαμπαν όταν επέστρεφα στο σπίτι και του έλεγα για τις ευκαιρίες που είχα να εξηγήσω τις πεποιθήσεις μας.

Λίγο Περισσότερη Ελευθερία

Μετά το θάνατο του δικτάτορα Στάλιν το 1953, η ζωή μας βελτιώθηκε κάπως. Μας επέτρεπαν να φεύγουμε από το χωριό. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσαμε να συναναστρεφόμαστε με ομοπίστους μας και να παρακολουθούμε συναθροίσεις στα χωριά όπου είχαν εξοριστεί άλλοι Μάρτυρες. Για να μην τραβάμε την προσοχή, συναθροιζόμασταν σε μικρές ομάδες. Προκειμένου να πάμε εκεί, περπατούσαμε μέχρι και 30 χιλιόμετρα, μερικές φορές με το χιόνι να φτάνει ως τα γόνατα και με θερμοκρασία 40 βαθμούς υπό το μηδέν. Την επόμενη μέρα, αρχίζαμε το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Στο δρόμο, τρώγαμε μία πίκλα και λίγους κύβους ζάχαρη. Παρ’ όλα αυτά, πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν, όπως και ο Δαβίδ των αρχαίων χρόνων!​—Ψαλμός 122:1.

Το 1955, συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά με το βάφτισμα. Λίγο πριν από αυτό, σε μια συνάθροιση σε κάποιο γειτονικό χωριό, είχα γνωρίσει τη Λίντιγια, ένα σεμνό μελαχρινό κορίτσι. Όπως και εμείς, αυτή και η οικογένειά της ήταν Μάρτυρες που είχαν εξοριστεί από τη Μολδαβία. Είχε ωραία φωνή και ήξερε απέξω σχεδόν και τους 337 ύμνους του υμνολογίου που χρησιμοποιούσαμε τότε. Αυτό με εντυπωσίασε επειδή και εγώ αγαπούσα πολύ τη μουσική και τους ύμνους μας. Το 1956 αποφασίσαμε να παντρευτούμε.

Έγραψα στον πατέρα μου​—είχαμε μάθει ότι είχε εξοριστεί στο Μαγκαντάν—​και καθυστερήσαμε το γάμο ωσότου δώσει τη συγκατάθεσή του. Λίγο καιρό αργότερα, ο πατέρας μου απελευθερώθηκε και μπόρεσε να έρθει μαζί μας στην εξορία όπου ζούσαμε. Μας είπε πώς, με τη βοήθεια του Θεού, αυτός και άλλοι συγχριστιανοί μας είχαν επιβιώσει από τις απαίσιες συνθήκες που επικρατούσαν στα στρατόπεδα εργασίας. Τέτοιες αφηγήσεις ενίσχυσαν την πίστη μας.

Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του πατέρα μου, ενώ η μητέρα ετοίμαζε μια ποσότητα λαδιού το οποίο χρησιμοποιούσαμε σε μπογιές και σε βερνίκια, έγινε ένα φοβερό δυστύχημα. Το μεγάλο δοχείο με το βραστό λάδι αναποδογύρισε με κάποιον τρόπο, και το περιεχόμενό του χύθηκε πάνω της. Πέθανε στο νοσοκομείο. Μας κυρίευσε η θλίψη. Με τον καιρό, η θλίψη του πατέρα μου μετριάστηκε και αργότερα παντρεύτηκε την Τατιάνα, μια αδελφή από ένα γειτονικό χωριό.

Επέκταση της Διακονίας Μας

Το 1958, η Λίντιγια και εγώ μετακομίσαμε από το Κιζάκ, το χωριό όπου μέναμε, στο πολύ μεγαλύτερο χωριό του Λιμπιάιγε, περίπου 100 χιλιόμετρα μακριά. Είχαμε διαβάσει ότι οι Χριστιανοί σε άλλες χώρες κήρυτταν από σπίτι σε σπίτι. Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να το κάνουμε αυτό στο νέο μας τόπο. Βέβαια, Η Σκοπιά και το Ξύπνα! είχαν τεθεί υπό απαγόρευση, αλλά λαβαίναμε αντίτυπα που έφταναν κρυφά από άλλα μέρη. Τώρα ενημερωθήκαμε ότι θα λαβαίναμε τα περιοδικά μόνο στη ρωσική. Μέχρι τότε, λαβαίναμε αντίτυπα και στη μολδαβική. Έτσι λοιπόν, διαβάζαμε πολύ για να μάθουμε καλύτερα τη ρωσική. Ακόμη και σήμερα θυμάμαι όχι μόνο τους τίτλους εκείνων των άρθρων αλλά και μερικές από τις σκέψεις που περιείχαν.

Για να συντηρούμαστε, η Λίντιγια εργαζόταν σε ένα σιλό αποθήκευσης σιταριού και εγώ ξεφόρτωνα ξυλεία από βαγόνια. Η εργασία ήταν κουραστική, και ο μισθός πενιχρός. Αν και οι Μάρτυρες έχαιραν εκτίμησης ως ευσυνείδητοι εργάτες, δεν παίρναμε επιδόματα ούτε επιπρόσθετες αμοιβές. Οι υπεύθυνοι έλεγαν ανοιχτά: «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχουν θέση σε μια κομμουνιστική κοινωνία». Ωστόσο, εμείς χαιρόμασταν που τα λόγια του Ιησού για τους ακολούθους του έβγαιναν αληθινά στην περίπτωσή μας: «Δεν είναι μέρος του κόσμου, όπως εγώ δεν είμαι μέρος του κόσμου».​—Ιωάννης 17:16.

Νέες Προκλήσεις

Το 1959 γεννήθηκε η κόρη μας η Βαλεντίνα. Λίγο καιρό αργότερα, άρχισε νέο κύμα διωγμού. Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The Encyclopædia Britannica) αναφέρει: «Μια νέα αντιθρησκευτική κίνηση εγκαινιάστηκε από τον Πρωθυπουργό Νικίτα Χρουστσόφ την περίοδο 1959-1964». Μέλη της κρατικής ασφάλειας μας είπαν ότι ο στόχος της σοβιετικής κυβέρνησης ήταν να εξαλείψει κάθε θρησκεία, ιδιαίτερα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Όταν η Βαλεντίνα ήταν σχεδόν ενός έτους, με κάλεσαν στο στρατό. Δεν πήγα, και ως αποτέλεσμα καταδικάστηκα σε πέντε χρόνια φυλάκιση λόγω της ουδετερότητάς μου. Κάποτε, όταν ήρθε να με επισκεφτεί η Λίντιγια, ένας συνταγματάρχης της Κα-Γκε-Μπε της είπε: «Έχουμε λάβει ειδοποίηση από το Κρεμλίνο ότι μέσα σε δύο χρόνια δεν θα απομένει ούτε ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά στη Σοβιετική Ένωση». Κατόπιν προειδοποίησε: «Πρέπει να αρνηθείς την πίστη σου, αλλιώς θα βρεθείς στη φυλακή». Ο συνταγματάρχης πίστευε ότι τέτοιες απειλές θα έκαναν τις γυναίκες να σωπάσουν, ισχυριζόμενος πως «αυτές είναι αδύναμη ομάδα».

Μέσα σε λίγο καιρό, οι περισσότεροι άρρενες Μάρτυρες βρέθηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα εργασίας. Ωστόσο, οι θαρραλέες Χριστιανές αδελφές συνέχισαν το έργο κηρύγματος. Επιπρόσθετα, με μεγάλο κίνδυνο, έφερναν έντυπα κρυφά στις φυλακές και στα στρατόπεδα εργασίας. Η Λίντιγια αντιμετώπισε τέτοιες δοκιμασίες και επίσης της γίνονταν συχνά ανεπιθύμητες προτάσεις από άντρες που επιδίωκαν να εκμεταλλευτούν την απουσία μου. Επιπλέον, της είπαν ότι δεν επρόκειτο να απελευθερωθώ ποτέ. Ωστόσο, απελευθερώθηκα!

Απελευθέρωση και Μετακόμιση στο Καζακστάν

Η υπόθεσή μου επανεξετάστηκε το 1963, και αργότερα απελευθερώθηκα​—έπειτα από τρία χρόνια στη φυλακή. Αλλά δεν μπορέσαμε να πάρουμε πουθενά άδεια παραμονής, και έτσι δεν κατάφερα να βρω εργασία. Ένας κρατικός νόμος έλεγε: «Χωρίς μόνιμη κατοικία, δεν επιτρέπεται η εργασία». Προσευχηθήκαμε ένθερμα, εκλιπαρώντας τον Ιεχωβά να μας βοηθήσει. Κατόπιν αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στο Πετροπάβλ, στα βόρεια του Καζακστάν. Οι τοπικές αρχές, ωστόσο, είχαν ήδη ειδοποιηθεί για εμάς και αρνήθηκαν να μας αφήσουν να μείνουμε ή να εργαστούμε εκεί. Περίπου 50 Μάρτυρες σε αυτή την πόλη υφίσταντο παρόμοιο διωγμό.

Μαζί με ένα άλλο αντρόγυνο Μαρτύρων, προχωρήσαμε ακόμη πιο νότια στη μικρή πόλη Στσουτσίνσκ. Εκεί δεν ζούσαν άλλοι Μάρτυρες, και οι αρχές δεν γνώριζαν τίποτα για το έργο κηρύγματος που διεξήγαμε. Επί μία εβδομάδα, ο Ιβάν και εγώ​—οι δύο άντρες—​αναζητούσαμε εργασία ενώ οι σύζυγοί μας παρέμεναν στο σταθμό του τρένου, όπου κοιμόμασταν τη νύχτα. Τελικά βρήκαμε εργασία σε κάποιο υαλουργείο. Νοικιάσαμε ένα μικρό δωμάτιο για τις οικογένειές μας στο οποίο χωρούσαν δύο κρεβάτια και ελάχιστα άλλα πράγματα. Ωστόσο, ήμασταν ικανοποιημένοι.

Ο Ιβάν και εγώ αφοσιωθήκαμε στην εργασία μας, και οι εργοδότες μας ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Όταν με κάλεσαν ξανά για στρατιωτική υπηρεσία, ο διευθυντής του εργοστασίου είχε μάθει ότι η Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδησή μου δεν μου επέτρεπε να δεχτώ στρατιωτική εκπαίδευση. Προς έκπληξή μου, επικοινώνησε με το στρατιωτικό διοικητή και του είπε ότι ο Ιβάν και εγώ ήμασταν ικανοί εργάτες και ότι το εργοστάσιο δεν μπορούσε να συνεχίσει τη λειτουργία του χωρίς εμάς. Έτσι λοιπόν, μας επιτράπηκε να μείνουμε.

Ανατρέφοντας Παιδιά και Υπηρετώντας Άλλους

Η δεύτερη κόρη μας, η Λίλια, γεννήθηκε το 1966. Έναν χρόνο αργότερα μετακομίσαμε στο Μπέλιε Βόντι, στα νότια του Καζακστάν κοντά στα σύνορα με το Ουζμπεκιστάν, όπου υπήρχε ένας μικρός όμιλος Μαρτύρων. Σύντομα σχηματίστηκε μια εκκλησία, και διορίστηκα προεδρεύων επίσκοπος. Το 1969 αποκτήσαμε έναν γιο, τον Όλεγκ, και δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκε η Νατάσα, το μικρότερο παιδί μας. Η Λίντιγια και εγώ δεν ξεχάσαμε ποτέ ότι τα παιδιά είναι κληρονομιά από τον Ιεχωβά. (Ψαλμός 127:3) Συζητούσαμε μαζί σχετικά με το τι χρειαζόταν να κάνουμε για να τα αναθρέψουμε έτσι ώστε να αγαπούν τον Ιεχωβά.

Ακόμη και τη δεκαετία του 1970, οι περισσότεροι άρρενες Μάρτυρες βρίσκονταν σε στρατόπεδα εργασίας. Πολλές εκκλησίες χρειάζονταν ώριμη επίβλεψη και κατεύθυνση. Έτσι λοιπόν, ενώ η Λίντιγια ασχολούνταν περισσότερο με την ανατροφή των παιδιών, εκτελώντας μερικές φορές χρέη μητέρας και πατέρα, εγώ υπηρετούσα ως περιοδεύων επίσκοπος. Επισκεπτόμουν εκκλησίες στο Καζακστάν, καθώς και στις γειτονικές σοβιετικές δημοκρατίες του Ουζμπεκιστάν, του Τατζικιστάν και του Τουρκμενιστάν. Συγχρόνως, εργαζόμουν επίσης για να συντηρώ την οικογένεια, ενώ η Λίντιγια και τα παιδιά συνεργάζονταν πρόθυμα.

Μολονότι μερικές φορές απουσίαζα επί εβδομάδες, προσπαθούσα να δείχνω στα παιδιά πατρική αγάπη και να συμβάλλω στην πνευματική τους ανάπτυξη. Η Λίντιγια και εγώ προσευχόμασταν μαζί ένθερμα ώστε να βοηθήσει ο Ιεχωβά τα παιδιά μας, και συζητούσαμε με αυτά πώς μπορούσαν να υπερνικούν το φόβο του ανθρώπου και να αναπτύσσουν στενή σχέση με τον Θεό. Χωρίς την ανιδιοτελή υποστήριξη της αγαπημένης μου συζύγου, δεν θα μπορούσα να φέρω σε πέρας τα καθήκοντά μου ως περιοδεύοντα επισκόπου. Η Λίντιγια και οι υπόλοιπες αδελφές μας δεν ήταν σε καμιά περίπτωση «αδύναμη ομάδα», όπως είχε ισχυριστεί κάποτε ο αξιωματικός. Ήταν δυνατές​—αληθινοί πνευματικοί γίγαντες!​—Φιλιππησίους 4:13.

Το 1988, όταν όλα τα παιδιά είχαν μεγαλώσει, διορίστηκα τακτικός περιοδεύων επίσκοπος. Η περιοχή μου περιλάμβανε τις περισσότερες από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας. Όταν το έργο κηρύγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά καταχωρίστηκε νομικά στην πρώην Σοβιετική Ένωση το 1991, άλλοι ικανοί, πνευματικά ώριμοι άντρες άρχισαν να υπηρετούν τις ασιατικές δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Σήμερα υπάρχουν 14 περιοδεύοντες επίσκοποι οι οποίοι υπηρετούν αυτές τις χώρες, όπου πέρσι πάνω από 50.000 άνθρωποι παρευρέθηκαν στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού!

Μια Απροσδόκητη Πρόσκληση

Στις αρχές του 1998, έλαβα ένα απροσδόκητο τηλεφώνημα από το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ρωσία. «Ανατόλι, έχετε σκεφτεί με τη Λίντιγια την ολοχρόνια υπηρεσία;» με ρώτησαν. Ασφαλώς, είχαμε σκεφτεί αυτό το προνόμιο για τα παιδιά μας. Στην πραγματικότητα, ο γιος μας, ο Όλεγκ, υπηρετούσε ήδη στο γραφείο τμήματος της Ρωσίας επί πέντε χρόνια.

Όταν μίλησα στη Λίντιγια για την πρόσκληση που μας έγινε, εκείνη ρώτησε: «Αλλά τι θα κάνουμε με το σπίτι μας, τον κήπο μας και τα πράγματά μας;» Έπειτα από προσευχή και συζήτηση, αποφασίσαμε να προσφέρουμε τον εαυτό μας. Τελικά, προσκληθήκαμε να υπηρετήσουμε στο θρησκευτικό κέντρο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Ισούκ του Καζακστάν, κοντά στη μεγάλη πόλη Αλμά Ατά. Εδώ γίνεται εργασία για τη μετάφραση των Γραφικών μας εντύπων στις τοπικές γλώσσες που μιλιούνται σε όλη αυτή την περιοχή.

Η Οικογένειά μας Σήμερα

Πόσο ευγνώμονες είμαστε στον Θεό που μας βοήθησε να διδάξουμε στα παιδιά μας τη Γραφική αλήθεια! Η μεγαλύτερη κόρη μας, η Βαλεντίνα, παντρεύτηκε και μετακόμισε με το σύζυγό της στο Ίνγκελχαϊμ της Γερμανίας το 1993. Έχουν τρία παιδιά, που όλα τους είναι βαφτισμένοι Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Η Λίλια, η δεύτερη κόρη μας, έχει και αυτή οικογένεια. Μαζί με το σύζυγό της, που είναι πρεσβύτερος στην εκκλησία του Μπέλιε Βόντι, ανατρέφουν τα δύο παιδιά τους έτσι ώστε να αγαπούν τον Θεό. Ο Όλεγκ παντρεύτηκε τη Νατάσα, μια Χριστιανή αδελφή από τη Μόσχα, και υπηρετούν μαζί στο γραφείο τμήματος της Ρωσίας κοντά στην Αγία Πετρούπολη. Το 1995 παντρεύτηκε η μικρότερη κόρη μας, η Νατάσα, και υπηρετεί μαζί με το σύζυγό της σε μια ρωσική εκκλησία στη Γερμανία.

Πού και πού μαζευόμαστε όλη η οικογένεια. Τα παιδιά μας αφηγούνται στα δικά τους παιδιά πώς η «μαμά» και ο «μπαμπάς» άκουσαν τον Ιεχωβά και ανέθρεψαν τα παιδιά τους έτσι ώστε να αγαπούν και να υπηρετούν τον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά. Βλέπω ότι αυτές οι συζητήσεις βοηθούν τα εγγόνια μας να αναπτύσσονται πνευματικά. Ο μικρότερος εγγονός μου μοιάζει σε εμένα όταν ήμουν στην ηλικία του. Μερικές φορές ανεβαίνει στα γόνατά μου και μου ζητάει να του πω κάποια Βιβλική ιστορία. Δάκρυα έρχονται στα μάτια μου καθώς θυμάμαι με νοσταλγία τότε που συνήθιζα να κάθομαι στα γόνατα του παππού, ο οποίος με βοήθησε να αναπτύξω αγάπη για τον Μεγαλειώδη Δημιουργό μας και να τον υπηρετώ.

[Εικόνα στη σελίδα 11]

Μαζί με τους γονείς μου έξω από το σπίτι μας στη Μολδαβία λίγο καιρό πριν από τη φυλάκιση του πατέρα μου

[Εικόνα στη σελίδα 12]

Με τη Λίντιγια το 1959, όταν ήμασταν ακόμη στην εξορία

[Εικόνα στη σελίδα 13]

Η Λίντιγια με την κόρη μας τη Βαλεντίνα ενώ βρισκόμουν στη φυλακή

[Εικόνα στη σελίδα 15]

Με τη Λίντιγια σήμερα

[Εικόνα στη σελίδα 15]

Με τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, τα οποία υπηρετούν όλα τον Ιεχωβά!