Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Καποέιρα—Χορός, Άθλημα ή Πολεμική Τέχνη;

Καποέιρα—Χορός, Άθλημα ή Πολεμική Τέχνη;

Καποέιρα​—Χορός, Άθλημα ή Πολεμική Τέχνη;

Από αρθρογράφο του Ξύπνα! στη Βραζιλία

«Η ισορροπία και η ευλυγισία των ακροβατικών, η χάρη και ο δυναμισμός του χορού, η ταχύτητα και η δεξιοτεχνία της πάλης και οι ρυθμοί της μουσικής».

ΕΤΣΙ όρισε κάποιος συγγραφέας τη φύση της βραζιλιάνικης τέχνης που ονομάζεται καποέιρα. Σύμφωνα με έναν άλλον συγγραφέα, η καποέιρα έχει γίνει «πραγματικά παγκόσμιο φαινόμενο».

Ο χορογράφος και ερευνητής Έντουαρντ Λούντα την αποκαλεί «μοναδικό αμάλγαμα χορού, πολεμικής τέχνης, παιχνιδιού και τελετουργίας». Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica) την περιγράφει ως «παραδοσιακό χορό». Πώς εκτελείται; Παίκτες και θεατές κάνουν έναν κύκλο, στο μέσο του οποίου «δύο άντρες, αντικριστά ο ένας στον άλλον, μιμούνται τα χτυπήματα και τις αποκρούσεις της “πάλης” συντονιζόμενοι με το ρυθμό που δίνει το μπεριμπάου, ή αλλιώς μουσικό τόξο».

Μολονότι υπάρχει μεγάλη αντιλογία σχετικά με την προέλευση της καποέιρα, οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι οι ρίζες της βρίσκονται σε αφρικανικούς φυλετικούς χορούς και τελετουργίες. Προφανώς, αυτός ο χορός έφτασε στη Βραζιλία την εποχή του δουλεμπορίου. Επί δεκαετίες τον χόρευαν δούλοι​—παρά τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι δουλοκτήτες να καταπνίξουν τον αφρικανικό πολιτισμό.

Όταν καταργήθηκε η δουλεία στη Βραζιλία το 1888, «οι απελευθερωμένοι πλέον δούλοι», όπως αναφέρει κάποιος Βραζιλιάνος συγγραφέας, «δεν έβρισκαν θέση στην τότε υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική τάξη». Το αποτέλεσμα για πολλούς πρώην δούλους ήταν να ενταχθούν σε συμμορίες εγκληματιών. Η καποέιρα εξελίχθηκε σε μια μορφή βίαιης συμπλοκής στους δρόμους. Οπλισμένες με μαχαίρια και ξύλα, αυτές οι συμμορίες έσπερναν τον τρόμο στις γειτονιές.

Το περιοδικό Πλανήτης Καποέιρα (Planet Capoeira) παραδέχεται ότι αυτή η μορφή χορού στους δρόμους ήταν «εξαιρετικά σκληρή», και εξηγεί: «Οι δάσκαλοι αφαίρεσαν όλες τις χαριτωμένες κινήσεις που δεν χρησίμευαν και πολύ στις πραγματικές συμπλοκές. Για παράδειγμα, οι κλωτσιές δίνονταν χαμηλότερα και στόχευαν περισσότερο στο σώμα παρά στο κεφάλι. Τα χέρια χρησιμοποιούνταν με διάφορους τρόπους για να παραπλανούν ή για να γρονθοκοπούν το σώμα ή να χτυπούν με τα δάχτυλα τα μάτια. Δεν υπήρχαν η μουσική, οι τροχοειδείς περιστροφές ούτε άλλα ακροβατικά εκτός από εκείνα που ήταν χρήσιμα στην πάλη». Δεν ήταν καθόλου παράξενο, λοιπόν, που η καποέιρα απαγορεύτηκε σε όλη τη χώρα το 1890. Όσοι από τους υποστηρικτές της καταδικάζονταν αντιμετώπιζαν ποινές φυλάκισης, μαστίγωση​—μέχρι και 300 χτυπήματα—​ακόμη και απέλαση.

Στη δεκαετία του 1930, ο Μανουέλ ντος Ρέις Μασάντου, γνωστός στους κύκλους της καποέιρα ως Μέστρε Μπίμπα, ίδρυσε μια ακαδημία στην οποία δίδασκε αυτή την τέχνη. Βέβαια, επειδή η εξάσκησή της ήταν ακόμη παράνομη, φρόντιζε να μη διαδίδει δημόσια ότι δίδασκε την καποέιρα. Το 1937, όταν αυτός κέρδισε την επιδοκιμασία του Τζετούλιο Βάργκας, προέδρου της Βραζιλίας, η καποέιρα γνώρισε την αποδοχή ως αυθεντικό βραζιλιάνικο άθλημα. Σήμερα υπολογίζεται ότι 2.500.000 Βραζιλιάνοι εξασκούν την καποέιρα, η οποία διδάσκεται σε πολλά δημόσια ιδρύματα, όπως σχολεία, πανεπιστήμια και στρατιωτικές ακαδημίες.

Παραδοσιακός Χορός ή Πολεμική Τέχνη;

Μολονότι η καποέιρα έχει χορευτικές κινήσεις, πολλοί εξακολουθούν να την κατατάσσουν στις πολεμικές τέχνες. Ο Αουγκούστο, ο οποίος έμαθε την καποέιρα από τον πατέρα του, είναι πεπεισμένος πως, «παρότι είναι είδος χορού, η καποέιρα υποθάλπει τη βία και παραβιάζει τις αρχές της ειρήνης και της αγάπης». Ο ίδιος παρατηρεί: «Θα ήταν εύκολο να χρησιμοποιήσεις την καποέιρα σε μια στιγμή θυμού για να χτυπήσεις κάποιον». Ακόμη και όταν αυτοί που την εξασκούν επιδιώκουν να αποφεύγουν τη σωματική επαφή, μια ασυντόνιστη κίνηση μπορεί να προκαλέσει σοβαρό τραυματισμό.

Πολλοί επίσης πιστεύουν πως η καποέιρα έχει ισχυρές θρησκευτικές προεκτάσεις. Ο Πέδρο Μοράες Τριντάντε, δάσκαλος της καποέιρα από την πολιτεία Μπάια της Βραζιλίας, την περιγράφει ως «συνδυασμό σώματος και μυαλού», και προσθέτει: «Εάν προσεγγίσεις την καποέιρα σαν άθλημα και μόνο, μικροποιείς την ιστορία και τη φιλοσοφία της». Ο Έντμιλσον, ο οποίος εξασκούσε την καποέιρα επί οχτώ χρόνια στο Νιτερόι του Ρίο ντε Τζανέιρο, λέει: «Μερικά χούλας [εισαγωγικά τραγούδια] και διάφορα τελετουργικά που συνοδεύουν την καποέιρα σχετίζονται ξεκάθαρα με τον πνευματισμό».

Μια προσεκτική εξέταση των Γραφικών αρχών οδήγησε τον Έντμιλσον και τον Αουγκούστο, ο οποίος αναφέρθηκε παραπάνω, να σταματήσουν να εξασκούν την καποέιρα. Αποφάσισαν ότι δεν έπρεπε να διακινδυνεύουν την πνευματική και τη σωματική τους υγεία, πράγματα που είναι πολύ σημαντικά. Ενώ κάποτε απολάμβαναν τον ελκυστικό ρυθμό και τις χαριτωμένες κινήσεις της καποέιρα, έχουν αποφασίσει ότι αυτή δεν εναρμονίζεται με την Αγία Γραφή, η οποία διδάσκει τους ανθρώπους να “μη μαθαίνουν πια τον πόλεμο”.​—Ησαΐας 2:4.

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Η καποέιρα εκτελείται σύμφωνα με το ρυθμό που δίνουν το «μπεριμπάου» και το «αταμπάκε», τα οποία είναι βραζιλιάνικα, παραδοσιακά μουσικά όργανα