Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Ρεσίφε—Πόλη Δημιουργημένη από τη Ζάχαρη

Ρεσίφε—Πόλη Δημιουργημένη από τη Ζάχαρη

Ρεσίφε​—Πόλη Δημιουργημένη από τη Ζάχαρη

ΑΠΟ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ

«ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ, η δόξα και το ευαγγέλιο» δεν ήταν οι μόνοι λόγοι για τον αποικισμό της Αμερικής. Οι ευγενείς της Ευρώπης επιθυμούσαν διακαώς τη ζάχαρη. Αρχίζοντας από τα μέσα του 15ου αιώνα, τα έσοδα από αυτή την ακριβή λιχουδιά που προερχόταν από καλλιέργειες στα νησιά του Ατλαντικού εισέρρεαν στα πορτογαλικά θησαυροφυλάκια. Έτσι λοιπόν, το 1516, ο Πορτογάλος Βασιλιάς Μανουέλ Α΄ αποφάσισε να καθιερώσει την παραγωγή ζάχαρης στα εδάφη του στο Νέο Κόσμο.

Αν και οι πρώτοι μύλοι εμφανίστηκαν στη νότια Βραζιλία, η τότε επαρχία του Περναμπούκο, a στη βορειοανατολική Βραζιλία, ήταν εκείνη που έγινε το κέντρο ενός νέου πολιτισμού ο οποίος βασιζόταν στην παραγωγή ζάχαρης. Το θερμό κλίμα της, οι άφθονες βροχοπτώσεις, οι ομαλές λοφοπλαγιές και το εύφορο, λασπώδες έδαφός της ευνοούσαν την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου. Τα παράκτια τροπικά δάση εξαφανίζονταν καθώς οι φυτείες απλώνονταν στους λόφους και στα οροπέδια γύρω από το δέλτα του ποταμού Καπιμπαρίμπε.

Το 1537 είχε ιδρυθεί μια μικρή αποικία ναυτικών και ψαράδων. Βρισκόταν στο άκρο του στενού ισθμού που εκτεινόταν νότια της Ολίντα, της τότε πρωτεύουσας του Περναμπούκο. Αυτό το φυσικό λιμάνι, που στη δυτική του πλευρά είχε τον ποταμό Καπιμπαρίμπε ενώ στα ανατολικά προστατευόταν από τον Ατλαντικό Ωκεανό με ένα τείχος από κοραλλιογενείς υφάλους, έγινε γνωστό ως Πόβο ντος Αχεσίφις (Χωριό των Υφάλων) και αργότερα ως Ρεσίφε. Σε αυτό το μέρος αποθήκευαν την παραγωγή που μεταφερόταν μέσω του ποταμού από τις φυτείες ζαχαροκάλαμων μέχρι να φορτωθεί για την Ευρώπη.

Τα νέα για την ευημερία του Περναμπούκο έλκυσαν σύντομα απρόσκλητους επισκέπτες. Αρχικά, Γάλλοι πειρατές το 1561 και έπειτα ο Άγγλος έμπορος Σερ Τζέιμς Λάνκαστερ, που μερικές φορές αναφέρεται ως πειρατής, το 1595, κατέλαβαν και λεηλάτησαν τη Ρεσίφε. Λέγεται ότι ο Λάνκαστερ απέπλευσε αφού φόρτωσε με λάφυρα το δικό του στόλο και άλλα 12 πλοία που «δανείστηκε» από Γάλλους και Πορτογάλους εμπόρους. Χτίστηκαν φρούρια στον ισθμό ανάμεσα στη Ρεσίφε και στην Ολίντα για να αποτρέψουν επόμενες επιθέσεις αλλά χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα.

Ο Πόλεμος της Ζάχαρης

Στις αρχές του 17ου αιώνα, το Περναμπούκο, που βρισκόταν τότε υπό το ισπανικό στέμμα, ήταν η μεγαλύτερη και πλουσιότερη περιοχή παραγωγής ζάχαρης στον κόσμο με 121 μύλους. Η Ρεσίφε είχε γίνει το πιο πολυσύχναστο λιμάνι των πορτογαλικών κτήσεων στην Αμερική.

Η Ευρώπη είχε αναπτύξει ιδιαίτερη προτίμηση για γλυκά φτιαγμένα με βραζιλιάνικη ζάχαρη, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας υφίστατο επεξεργασία στην Ολλανδία. Το 1621, το τέλος της εκεχειρίας ανάμεσα στην Ολλανδία και στην Ισπανία έθεσε σε κίνδυνο αυτό το κερδοφόρο εμπόριο. Η Ολλανδική Εταιρία Δυτικών Ινδιών (στο εξής θα την αποκαλούμε Εταιρία) είχε κατοχυρώσει το εμπορικό μονοπώλιο για την Αφρική και την Αμερική το ίδιο εκείνο έτος. Η Εταιρία πρότεινε μια λύση σε κάποιο έγγραφο το οποίο είχε τον αποκαλυπτικό τίτλο: «Λόγοι για τους Οποίους η Εταιρία Δυτικών Ινδιών Πρέπει να Αποσπάσει τη Βραζιλία από το Βασιλιά της Ισπανίας το Συντομότερο Δυνατόν», συνοδευόμενο από τον «Κατάλογο του Τι Μπορεί να Παράγει η Βραζιλία». Ο Πόλεμος της Ζάχαρης θα ξεκινούσε σύντομα!

Στις 14 Φεβρουαρίου 1630, ένας στόλος από 65 πλοία υπό τη σημαία της Εταιρίας εμφανίστηκε στον ορίζοντα του Περναμπούκο και έπειτα από μια σύντομη μάχη έστησε τη σημαία του σε βραζιλιάνικο έδαφος. Στους εισβολείς, η Ρεσίφε με τα φρούρια, τα γειτονικά νησιά και τους ποταμούς της φαινόταν ασφαλέστερη από τους λόφους και τις ανοιχτές εκτάσεις της Ολίντα. Έτσι λοιπόν, στις 25 Νοεμβρίου 1631, οι Ολλανδοί έκαψαν ολοσχερώς την Ολίντα και μετέφεραν το διοικητικό τους κέντρο στη Ρεσίφε. Αυτό αποτέλεσε σημείο στροφής για την ανάπτυξη της Ρεσίφε.

Επειδή η γη ήταν λιγοστή, ο οικισμός αναπτυσσόταν σε ύψος για να στεγαστούν τα πλήθη που συνέρρεαν. Ψηλά, στενά, διώροφα και τριώροφα σομπράντος, δηλαδή σπίτια, χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών πρωτευουσών της εποχής, κατασκευάζονταν με υλικά που συλλέχθηκαν από τα ερείπια της Ολίντα. Το 1637, όμως, δεν είχε απομείνει ουσιαστικά καθόλου διαθέσιμη γη στη Ρεσίφε. Τότε ήταν που κατέφθασε ο νέος γενικός διοικητής, ο Γερμανός Κόμης Τζον Μόρις του Νάσαου, με σχέδια να οικοδομήσει την πιο κοσμοπολίτικη και εξελιγμένη πόλη στη Νότια Αμερική.

Η Πόλη που Έχτισε ο Μόρις

Η Μαουρίσια, όπως την ονόμασε, οικοδομήθηκε μέσα σε εφτά μόλις χρόνια και σχεδιάστηκε σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, με επιστρωμένους δρόμους, αγορά, ανάκτορα, ζωολογικό κήπο γεμάτο με ζώα που είχαν εισαχθεί από την Αφρική και από περιοχές της Βραζιλίας, βοτανικούς κήπους, το πρώτο αστεροσκοπείο στην Αμερική, μουσείο, νοσοκομεία και βιβλιοθήκη. Ο Μόρις του Νάσαου έχτισε την πόλη του στο νησί Αντόνιο Βαζ, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τη Ρεσίφε, και διέταξε να κατασκευαστούν δύο γέφυρες​—επιτεύγματα μηχανικής για την εποχή τους—​για να συνδέσει τη Ρεσίφε, τη Μαουρίσια και την ηπειρωτική χώρα.​—Βλέπε το πλαίσιο «Ο Μόρις του Νάσαου και η Ιπτάμενη Αγελάδα».

Χωρίς να θυμίζει σε τίποτα τους συνηθισμένους αποικιστές, ο Μόρις του Νάσαου αναφερόταν στο νέο του σπίτι ως «η όμορφη Βραζιλία που δεν έχει το όμοιό της κάτω από τους ουρανούς». Το πάθος του για τη χώρα, την οποία η Εταιρία τον είχε διορίσει να εκμεταλλεύεται, έχει αποτυπωθεί στους πίνακες του Φρανς Ποστ και του Άλμπερτ Έκχαουτ, μελών της πολιτιστικής ακολουθίας που έφερε ο Μόρις του Νάσαου από την Ευρώπη. Υπό την κηδεμονία του, μια ομάδα 46 καλλιτεχνών, επιστημόνων και τεχνιτών παρήγαγαν πληθώρα βιβλίων, πινάκων και χαρτών που παρουσίαζαν το εντυπωσιακό τοπίο του Περναμπούκο στους περίεργους Ευρωπαίους.

Η διακυβέρνηση του Μόρις του Νάσαου έφερε οικονομική ανάπτυξη στη Μαουρίσια και στη Ρεσίφε. Τα δάνεια της Εταιρίας χρηματοδότησαν την ανοικοδόμηση των ζαχαρόμυλων που είχαν καταστραφεί κατά την εισβολή. Σύντομα, η Ρεσίφε έβριθε από Άγγλους αξιωματούχους, Σουηδούς τυχοδιώκτες, Σκωτσέζους εμπόρους, Γερμανούς και Γάλλους επιχειρηματίες​—όλοι αυτοί ελκύονταν από το εμπόριο δούλων, ζάχαρης και βραζιλιάνικης ξυλείας.

Η ανεξιθρησκεία υπό τη διοίκηση του Μόρις του Νάσαου έλκυσε επίσης Εβραίους επενδυτές και μετανάστες από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική. Για μικρή περίοδο, μια ακμάζουσα Σεφαρδική κοινότητα συναθροιζόταν ελεύθερα στις πρώτες δύο συναγωγές που οικοδομήθηκαν στην Αμερική. Η εβραϊκή παρουσία ήταν τόσο έντονη ώστε το εμπορικό κέντρο της Ρεσίφε ήταν γνωστό ως Ρούα ντος Ζουντέους (Οδός των Εβραίων).

Η Βραζιλία Χαλάει τις Σχέσεις της με τους Ολλανδούς

Παρά το εντυπωσιακό υπόμνημα που είχε δημιουργήσει ο Μόρις του Νάσαου ως διοικητής, οι διευθυντές της Εταιρίας παραπονέθηκαν ότι ο ενθουσιασμός του για τη Βραζιλία συσκότιζε την ευθυκρισία του στα οικονομικά ζητήματα. Οι μέτοχοι της Εταιρίας δεν έβλεπαν τις επενδύσεις τους να αποδίδουν. Ο Μόρις του Νάσαου παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Ολλανδία το Μάιο του 1644. Η αποχώρησή του, που αντιμετωπίστηκε με απογοήτευση​—ακόμη και από τους Πορτογάλους—​σηματοδότησε την παρακμή της ολλανδικής Βραζιλίας. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες στις καλλιέργειες ζάχαρης, η πτώση των τιμών στη διεθνή αγορά ζάχαρης και τα βαριά χρέη που είχε η Εταιρία οδήγησαν τους ιδιοκτήτες των φυτειών σε εξέγερση η οποία κατέληξε στην εκδίωξη των Ολλανδών το 1654. b

Οι κήποι του Μόρις του Νάσαου και μεγάλο μέρος της πόλης που έχτισε καταστράφηκαν στη μάχη, αλλά κάτι είχε αλλάξει. Η δίψα των Ολλανδών για ζάχαρη είχε μεταφέρει το κέντρο του Περναμπούκο από την Ολίντα στα νησιά του δέλτα του Καπιμπαρίμπε και είχε θέσει τις βάσεις για μια νέα πρωτεύουσα. Η Ρεσίφε είχε κατορθώσει να γίνει πόλη και οικονομικό κέντρο.

Γεύση του Παρελθόντος

Με την πρώτη ματιά, η σύγχρονη Ρεσίφε, ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά, οικονομικά και τουριστικά κέντρα της Βραζιλίας, με 1.300.000 και πλέον κατοίκους, δεν μοιάζει σε τίποτα με τη μικρή αποικία ψαράδων που εξυπηρετούσε την Ολίντα το 16ο αιώνα. Οι φυτείες ζαχαροκάλαμων κατά μήκος της όχθης του Καπιμπαρίμπε έχουν μετατραπεί εδώ και καιρό σε κατοικημένες περιοχές, και το μόνο που έχει απομείνει είναι τα ονόματά τους και λίγα γραφικά αρχοντικά των τότε παραγωγών ζάχαρης. Το εμπορικό κέντρο της Ρεσίφε, το οποίο καταλαμβάνει τα νησιά Ρεσίφε και Σάντο Αντόνιο καθώς και την περιφέρεια Μπόα Βίστα της ηπειρωτικής χώρας, έχει χάσει μεγάλο μέρος της αποικιακής αρχιτεκτονικής του ως αποτέλεσμα της παραμέλησης και του εντατικού εκσυγχρονισμού.

Ωστόσο, οι ποταμοί, τα νησιά και οι ύφαλοι που έλκυσαν τους Ολλανδούς παραμένουν στο επίκεντρο της ζωής της Ρεσίφε, και τα ίχνη του «ζαχαρένιου» παρελθόντος ξεπροβάλλουν μέσα από το σύγχρονο προσωπείο της. Το Φόρτε ντο Μπρουμ, ένα τετράγωνο ολλανδικό φρούριο που χτίστηκε αρχικά στα παράλια για να προστατεύει το λιμάνι, στέκεται τώρα μακριά από τη θάλασσα λόγω των επιχωματώσεων​—το μόνο ιστορικό μνημείο ανάμεσα σε σύγχρονα κτίρια. Η Ρούα ντος Ζουντέους, σήμερα Ρούα ντο Μπομ Ζεζούς (Οδός του Καλού Ιησού), ακολουθεί ακόμη τη διαδρομή του 16ου αιώνα και διατηρεί τα πολύχρωμα αποικιακά σομπράντος που επέζησαν από την αναβάθμιση των αστικών περιοχών.

Για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για την ιστορία της Ρεσίφε, υπάρχουν εκθέσεις ολλανδικών χαρτών και αξιομνημόνευτων γεγονότων​—όπως αυτές στο Φόρτε ντας Σίνκο Πόντας, που ολοκληρώθηκε από τους υπαλλήλους της Εταιρίας το 1630, και στο λιτό Ινστιτούτο Αρχαιολογίας, Ιστορίας και Γεωγραφίας. Το Μουσείο του Ανθρώπου των Βορειοανατολικών Περιοχών σκιαγραφεί την εξέλιξη της βιομηχανίας ζάχαρης από τα αρχικά της στάδια μέχρι τους σύγχρονους βιομηχανικούς μύλους και παρέχει μια αφυπνιστική εικόνα για τη ζωή των δούλων, που ήταν «τα χέρια και τα πόδια των βαρόνων της ζάχαρης».

Η ζάχαρη δεν προκαλεί ισχυρά αισθήματα όπως έκανε τους περασμένους αιώνες. Τα κέρδη που έλκυαν τους πεινασμένους για ζάχαρη πειρατές και την Εταιρία Δυτικών Ινδιών έχουν μειωθεί. Λίγοι ζηλεύουν την κληρονομιά των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων που έχει αφήσει ο πολιτισμός της ζάχαρης. Ωστόσο, η ζάχαρη εξακολουθεί να κατέχει εξέχουσα θέση στη γεωργία του παράκτιου Περναμπούκο. Κοντά στη Ρεσίφε, εργάτες θερίζουν τεράστιους αγρούς ζαχαροκάλαμων, έτσι όπως γίνεται περίπου τους τελευταίους πέντε αιώνες​—μια υπενθύμιση του ότι η Ρεσίφε δημιουργήθηκε από τη ζάχαρη.

[Υποσημειώσεις]

a Ο Βασιλιάς Ιωάννης Γ΄ της Πορτογαλίας διαίρεσε τη Βραζιλία σε 15 καπετανάτα, δηλαδή επαρχίες, και τα ανέθεσε κληρονομικά σε ηγεμόνες που ονομάζονταν ντονατάριος για να τα διοικούν.

b Οι Ολλανδοί έχασαν τη μάχη για τη Βραζιλία αλλά όχι και τον Πόλεμο της Ζάχαρης. Χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία που απέκτησαν στη βορειοανατολική Βραζιλία, δημιούργησαν φυτείες στις Αντίλλες. Πριν τελειώσει ο 17ος αιώνας, φτηνή ζάχαρη από τις Δυτικές Ινδίες είχε κατακλύσει την ευρωπαϊκή αγορά και είχε σπάσει το πορτογαλικό μονοπώλιο ζάχαρης.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 25]

Ο Μόρις του Νάσαου και η Ιπτάμενη Αγελάδα

«Αρχικά, μικρά πλοιάρια μετέφεραν τους ανθρώπους μεταξύ της Μαουρίσια και της Ρεσίφε αλλά αυτό παρακώλυε σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο. Η ιδέα της κατασκευής μιας γέφυρας επικροτήθηκε από όλους και το έργο ολοκληρώθηκε γρήγορα. Τα εγκαίνια θα γίνονταν την Κυριακή και το πρόγραμμα περιλάμβανε ένα στοιχείο που θα κινούσε την περιέργεια του κοινού​—μια ιπτάμενη αγελάδα!

»Το απόγευμα εκείνης της ημέρας, οι μουσικοί έπαιζαν και οι δρόμοι ήταν στολισμένοι με σερπαντίνες. Πλήθη συνέρρεαν στη γέφυρα. Αν και ήταν εντυπωσιασμένοι με τη νέα γέφυρα, όλοι αδημονούσαν να δουν την ιπτάμενη αγελάδα. “Πώς θα μοιάζει άραγε;” ρωτούσαν μερικοί. “Είναι αμαρτία να λέμε ότι μια αγελάδα μπορεί να πετάει σαν άγγελος”, είπε μια ηλικιωμένη κυρία.

»Την καθορισμένη ώρα, η φιγούρα μιας κίτρινης αγελάδας με κέρατα και μακριά ουρά εμφανίστηκε από το επάνω παράθυρο ενός σπιτιού στην αποβάθρα. “Να τη!” φώναξαν όλοι. Ευγενείς, πολίτες και δούλοι κοίταζαν ψηλά. Ξαφνικά, ξέσπασαν όλοι σε γέλια. Η αγελάδα ήταν απλώς ένα χάρτινο μπαλόνι γεμάτο με ζεστό αέρα!

»Το αστείο του Πρίγκιπα Μόρις του Νάσαου διασκέδασε τον κόσμο ενώ εξυπηρέτησε και έναν άλλον χρήσιμο σκοπό. Όλοι όσοι είχαν περάσει τη γέφυρα για να δουν την αγελάδα να πετάει πλήρωσαν ένα μικρό ποσό και τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν συνέβαλαν σημαντικά στη χρηματοδότηση του αξιέπαινου εγχειρήματός του».

[Ευχαριστίες]

Τέρα Περναμπουκάνα (Η Γη του Περναμπούκο), από τον Μάριο Σέτε.

Maurice of Nassau: ACERVO FUNDAÇÃO JOAQUIM NABUCO--RECIFE

[Πλαίσιο στη σελίδα 27]

Η Βενετία της Αμερικής

«Όπως και η Βενετία, η Ρεσίφε είναι μια πόλη που ξεπροβάλλει από το νερό και αντανακλάται στο νερό, πόλη που νιώθει τον παλμό του ωκεανού στα ενδόμυχά της».​—Ζουακίμ Ναμπούκου, Βραζιλιάνος πολιτικός.

Η μάχη των οικοδόμων με τη θάλασσα, τα έλη και τους ποταμούς​—που διεξαγόταν από την κατασκευή των πρώτων επιχωματώσεων και αναχωμάτων το 16ο αιώνα—​έχει διαιρέσει την πρωτεύουσα του Περναμπούκο με 66 κανάλια και την έχει ενώσει με 39 γέφυρες. Η σύγχρονη Ρεσίφε απλώνεται γύρω από το δέλτα που σχηματίζουν οι ποταμοί Καπιμπαρίμπε, Μπεμπερίμπε, Ζικιά, Τεζιπιό και Ζαμποατάο. Εφόσον η Ρεσίφε βρίσκεται περίπου δύο μέτρα μόνο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, περιστασιακά η πλημμυρίδα και οι δυνατές βροχές εξακολουθούν να πλημμυρίζουν μερικές από τις κύριες λεωφόρους της. Η ειρωνεία είναι ότι η περιφέρεια της Παλαιάς Ρεσίφε, της περιοχής του αρχικού οικισμού, η οποία επί αιώνες ήταν «επίμονα προσκολλημένη» στην ηπειρωτική χώρα χάρη σε μια λωρίδα άμμου, τελικά διαχωρίστηκε από το ηπειρωτικό μέρος με την επέκταση των εγκαταστάσεων του λιμανιού το 1960.

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Επάνω: Ρούα ντο Μπομ Ζεζούς

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Κάτω: Ρούα ντα Αουρόρα

[Εικόνα στη σελίδα 24]

Ο στόλος της Ολλανδικής Εταιρίας Δυτικών Ινδιών επιτίθεται στην Ολίντα (στα δεξιά) και στη Ρεσίφε (στα αριστερά) το 1630

[Εικόνα στη σελίδα 24, 25]

«Όπως και η Βενετία, η Ρεσίφε είναι μια πόλη που ξεπροβάλλει από το νερό και αντανακλάται στο νερό»

[Εικόνες στη σελίδα 26]

Φόρτε ντο Μπρουμ και (στο κάτω μέρος) Φόρτε ντας Σίνκο Πόντας

[Ευχαριστίες για την προσφορά των εικόνων στη σελίδα 23]

Top: FOTO: NATANAEL GUEDES/P.C.R.; bottom: Bruno Veiga/Tyba/socialphotos.com; map: Mountain High Maps® Copyright © 1997 Digital Wisdom, Inc.

[Ευχαριστίες για την προσφορά των εικόνων στη σελίδα 24]

Fleet: ACERVO FUNDAÇÃO JOAQUIM NABUCO–RECIFE; bottom: MUNDOimagem