Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Ικανοποίηση της Ζήτησης για Ειδήσεις

Ικανοποίηση της Ζήτησης για Ειδήσεις

Ικανοποίηση της Ζήτησης για Ειδήσεις

«ΟΛΟΙ . . . οι Αθηναίοι και οι ξένοι που ήταν παρεπίδημοι εκεί περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους αποκλειστικά και μόνο λέγοντας κάτι ή ακούγοντας κάτι καινούριο», ανέφερε ο χρονικογράφος Λουκάς πριν από περίπου 2.000 χρόνια. (Πράξεις 17:21) Έναν αιώνα νωρίτερα η ρωμαϊκή κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας την επιθυμία που είχε το κοινό να μαθαίνει ειδήσεις, είχε αρχίσει να παρουσιάζει τα Άκτα Ντιούρνα​—καθημερινά ενημερωτικά δελτία—​σε κεντρικά σημεία.

Τον έβδομο αιώνα, οι Κινέζοι εξέδιδαν ήδη την πρώτη τυπωμένη εφημερίδα στον κόσμο, την Ντιμπάο (Πάο). Στην Ευρώπη, όπου πολλοί άνθρωποι τότε ήταν ακόμη αναλφάβητοι, περιοδεύοντες αφηγητές ιστοριών διέδιδαν περιγραφές για πολέμους, καταστροφές, εγκλήματα και άλλα ζητήματα. Αργότερα, ενημερωτικά δελτία σχετικά με τέτοια θέματα, τα οποία ήταν χειρόγραφα και περιείχαν ξυλογραφίες, πουλιούνταν στις δημόσιες αγορές και στις εμποροπανήγυρεις.

Με το πέρασμα του χρόνου, οι εμπορικοί οίκοι εμπλούτιζαν τις επαγγελματικές εγκυκλίους τους με σημαντικά νέα. Αργότερα, αυτά τα νέα παρουσιάζονταν σε ξεχωριστό φύλλο το οποίο ονομαζόταν νόβα (νέα) και μπορούσε να διανεμηθεί σε άλλους.

Η Γέννηση των Εφημερίδων

Στις αρχές του 17ου αιώνα, δύο γερμανικές εφημερίδες άρχισαν να εκδίδονται σε τακτική βάση. Η Ρελατσιόν (αφήγηση ειδήσεων), στο Στρασβούργο, τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1605. Η Αβίζα Ρελατσιόν όντερ Τσάιτουνγκ (σύμβουλος ειδήσεων), στο Βόλφενμπιτελ, άρχισε να εκδίδεται το 1609. Η πρώτη καθημερινή εφημερίδα στην Ευρώπη ήταν η Αϊνκόμεντε Τσάιτουνγκεν (Εισερχόμενες Ειδήσεις), η οποία εκδόθηκε στη Λειψία της Γερμανίας το 1650.

Εκείνη η πρώτη καθημερινή εφημερίδα στη Λειψία αποτελούνταν από τέσσερις σελίδες μεγέθους τσέπης, οι οποίες παρουσίαζαν νέα σε τυχαία σειρά. Τα φύλλα αυτής της εφημερίδας ήταν σχετικά φτηνά, αλλά η ετήσια συνδρομή της θα κόστιζε σε κάποιον καλοαμειβόμενο εργαζόμενο το μισθό ενός ολόκληρου μήνα. Ωστόσο, η ζήτηση για εφημερίδες αυξανόταν ραγδαία. Στη Γερμανία και μόνο, το έτος 1700 υπήρχαν 50 ως 60 εφημερίδες που εκδίδονταν σε τακτική βάση και οι οποίες έφταναν στα χέρια πολλών εκατοντάδων χιλιάδων αναγνωστών.

Αρχικά, οι ειδήσεις προέρχονταν από επιστολές, από άλλες εφημερίδες, από υπεύθυνους ταχυδρομείων οι οποίοι λάβαιναν ειδήσεις ταχυδρομικώς και τις αντέγραφαν, ή απλώς από κουτσομπολιά που άκουγαν οι ανταποκριτές σε δημόσιους χώρους. Καθώς μεγάλωνε, όμως, ο ανταγωνισμός, οι εκδότες προσπαθούσαν να βελτιώσουν τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των ειδήσεων. Προσέλαβαν τους πρώτους επαγγελματίες συντάκτες. Και επειδή οι περισσότεροι εκδότες δεν είχαν την οικονομική άνεση για να διατηρήσουν ένα εκτεταμένο δίκτυο με πηγές ειδήσεων και δημοσιογράφους, η επιθυμία για ειδήσεις οδήγησε στη δημιουργία πρακτορείων ειδήσεων τα οποία συνέλεγαν και διένεμαν τις ειδήσεις στους συμβαλλόμενους εκδότες.

Εφευρέσεις που Συνέβαλαν Καθοριστικά

Η βιομηχανία των εφημερίδων δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς τη συμβολή σημαντικών εφευρέσεων, ιδιαίτερα της μεθόδου εκτύπωσης με κινητά τυπογραφικά στοιχεία την οποία εφεύρε ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος. Και άλλες εφευρέσεις συνέβαλαν στο να γίνει η παραγωγή της εφημερίδας εύκολη και προσιτή από οικονομική άποψη. Τη δεκαετία του 1860, για παράδειγμα, χάρη στο περιστροφικό πιεστήριο ρόλου, η εκτύπωση μπορούσε να γίνεται σε έναν συνεχόμενο ρόλο χαρτιού αντί σε ξεχωριστά φύλλα. Λίγο καιρό αργότερα, χρησιμοποιήθηκε η λινοτυπική μηχανή για τη στοιχειοθέτηση μεταλλικών τυπογραφικών στοιχείων σε σελίδες για εκτύπωση. Κατόπιν, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η ηλεκτρονική στοιχειοθέτηση αντικατέστησε τη δαπανηρή χειρωνακτική εργασία.

Στο μεταξύ, οι ίδιες οι ειδήσεις ταξίδευαν όλο και πιο γρήγορα καθώς άρχισε να εξαπλώνεται η χρήση του τηλέγραφου τη δεκαετία του 1840, των γραφομηχανών τη δεκαετία του 1870 και του τηλεφώνου την ίδια περίπου εποχή. Πιο πρόσφατα, στις μέρες εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σήμερα, η χρήση του κομπιούτερ, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και του φαξ έχει γίνει κάτι το συνηθισμένο στη βιομηχανία των εφημερίδων. Οι δημοσιογράφοι φτάνουν όλο και πιο γρήγορα στο σημείο όπου εκτυλίσσεται το γεγονός για το οποίο θα γράψουν​—με το τρένο, το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο. Χάρη δε στις ταχείες μεταφορές, διανέμονται τώρα όλο και περισσότερες εφημερίδες.

Τι Περιλαμβάνεται στην Εφημερίδα;

Η εξεύρεση αρκετών ειδήσεων δεν αποτελεί πρόβλημα σε πολλά μέρη του ολοένα συρρικνούμενου κόσμου μας. «Το πιο δύσκολο είναι να επιλέξεις μέσα από έναν τεράστιο και αστείρευτο χείμαρρο ειδήσεων», σύμφωνα με τους συντάκτες της εφημερίδας Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ (Frankfurter Allgemeine Zeitung). Τα πρακτορεία ειδήσεων κατακλύζουν τις εφημερίδες της Γερμανίας με 2.000 περίπου θέματα καθημερινά. Δημοσιογράφοι, ανταποκριτές, ειδησεογραφικές εκπομπές και άλλες πηγές πολιορκούν τους εκδότες των εφημερίδων ακόμη περισσότερο.

Τα δύο τρίτα των ειδήσεων είναι γνωστοποιήσεις​—δελτία τύπου και αναφορές σχετικά με προγραμματισμένες εκδηλώσεις, όπως συναυλίες, αθλητικά γεγονότα και συνέδρια. Οι εκδότες πρέπει να ξέρουν την αγορά τους ώστε να ανταποκρίνονται στη ζήτηση για πληροφορίες όσον αφορά θέματα τοπικού ενδιαφέροντος, όπως νέα για το πώς πήγαν οι σοδειές, επέτειοι και εορτασμοί.

Αθλητικές σελίδες, χιουμοριστικές στήλες, πολιτικές γελοιογραφίες και άρθρα του εκδότη αποτελούν δημοφιλή στοιχεία των εφημερίδων. Ειδικά αφιερώματα, ανταποκρίσεις από ξένες χώρες και συνεντεύξεις με σημαίνουσες προσωπικότητες και ειδικούς σε συγκεκριμένα θέματα μπορούν να είναι ενημερωτικά αλλά και ψυχαγωγικά.

Οι Εφημερίδες Αντιμετωπίζουν Κρίση

«Η βιομηχανία των εφημερίδων στη Γερμανία αντιμετωπίζει τη χειρότερη οικονομική κρίση της ιστορίας της», ανέφερε η εφημερίδα Ντι Τσάιτ (Die Zeit) το 2002. Επίσης, η Ένωση Ελβετικού Τύπου ανέφερε ότι το 2004 σημειώθηκε το χαμηλότερο συνολικό ποσοστό κυκλοφορίας της δεκαετίας. Τι έχει συμβεί στη ζήτηση για εφημερίδες;

Ένας λόγος για την κρίση είναι ότι η παγκόσμια οικονομία παρουσίασε κάμψη, γεγονός που ανέκοψε τη διαφήμιση, η οποία απέφερε τα δύο τρίτα των εσόδων πολλών εφημερίδων. Μεταξύ του 2000 και του 2004, η εφημερίδα Γουόλ Στριτ Τζέρναλ (Wall Street Journal) των ΗΠΑ έχασε το 43 τοις εκατό των εσόδων της από διαφημίσεις. Θα επιστρέψουν οι διαφημίσεις αν υπάρξει οικονομική ανάκαμψη; Πολλές καταχωρισμένες αγγελίες για ακίνητη περιουσία, θέσεις εργασίας και αυτοκίνητα έχουν απορροφηθεί από το Ιντερνέτ. Σήμερα, οι εφημερίδες ανταγωνίζονται τα ηλεκτρονικά μέσα​—το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το Ιντερνέτ.

Από την άλλη πλευρά, η ζήτηση για ειδήσεις εξακολουθεί να υφίσταται. Ο Άξελ Τσέρντικ, καθηγητής οικονομίας των μέσων ενημέρωσης, σχολίασε σε μια εφημερίδα της Φρανκφούρτης στη Γερμανία: «Η κρίση δεν είναι τόσο σοβαρή όσο πιστεύουν οι περισσότεροι δημοσιογράφοι». Η αρχισυντάκτρια μιας γερμανικής καθημερινής τοπικής εφημερίδας συμφωνεί με αυτή την άποψη, παρατηρώντας: «Η τοπική [εφημερίδα] συνεχίζει να ακμάζει».

Ακόμη και αν θεωρηθεί δεδομένο ότι τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει τις εφημερίδες όσον αφορά την εμπεριστατωμένη κάλυψη των γεγονότων και τη δύναμη που έχουν να δίνουν το έναυσμα για συζητήσεις, τα ερωτήματα παραμένουν: Μπορείτε να εμπιστευτείτε τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζουν τις ειδήσεις; Πώς μπορείτε να ωφεληθείτε στο πλήρες από τις εφημερίδες που διαβάζετε;

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 6]

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ​—ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ

Κάποιοι ίσως να ζηλεύουν τους δημοσιογράφους. «Το γεγονός ότι το όνομα ενός δημοσιογράφου εμφανίζεται στα μέσα ενημέρωσης μπορεί να του δώσει ένα αίσθημα προσωπικής επιτυχίας», παραδέχτηκε ένας παλαίμαχος Γάλλος δημοσιογράφος. Ωστόσο, η δημοσιογραφία μπορεί να επιφυλάσσει και απογοητεύσεις​—ένα θέμα που προλαβαίνει να παρουσιάσει πρώτος κάποιος ανταγωνιστής, μια πρόταση για συνέντευξη που απορρίπτεται, αμέτρητες ώρες προσμονής για ένα γεγονός που δεν πραγματοποιείται ποτέ.

Κάποια αρθρογράφος εφημερίδας στην Πολωνία επισήμανε μια άλλη δυσκολία. «Δεν ξέρουμε πότε θα έχουμε ελεύθερο χρόνο ή πότε θα είμαστε υποχρεωμένοι να εργαστούμε», είπε. «Μερικές φορές επηρεάζεται η ιδιωτική μας ζωή, και οι ρυθμοί της εργασίας μπορεί να διαταράξουν και την οικογενειακή μας ζωή». Ένας πρώην δημοσιογράφος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης τόνισε τη μεγαλύτερη ίσως απογοήτευση: «Εργάστηκα πολύ σκληρά αλλά στο τέλος η δουλειά μου δεν δημοσιεύτηκε».

Κάποια αθλητική συντάκτρια που εργάζεται στη μεγαλύτερη εφημερίδα της Ολλανδίας αποκάλυψε: «Συχνά μου λένε ότι είμαι απληροφόρητη. Ορισμένοι αναγνώστες οργίζονται ή απογοητεύονται, και καθώς τα αισθήματα μερικές φορές εξάπτονται παροδικά στον αθλητισμό, κάποιοι απείλησαν μάλιστα ότι θα με σκοτώσουν». Ποιο είναι, λοιπόν, το κίνητρο που κάνει τους δημοσιογράφους να συνεχίζουν;

Για μερικούς, φυσικά, μπορεί να είναι ο μισθός​—αλλά όχι για όλους. Κάποιος δημοσιογράφος που εργάζεται για μια γαλλική εφημερίδα αναφέρθηκε στην αγάπη του για το γράψιμο. Μια Μεξικανή δημοσιογράφος είπε: «Τουλάχιστον καταφέρνεις να μεταδώσεις στους άλλους κάτι που αξίζει να μάθουν». Και στην Ιαπωνία κάποιος αρχισυντάκτης της δεύτερης σε μέγεθος καθημερινής εφημερίδας του κόσμου σχολίασε: «Χαίρομαι όταν νιώθω ότι έχω βοηθήσει ανθρώπους καθώς και όταν αποδίδεται δικαιοσύνη».

Οι εφημερίδες, φυσικά, δεν αποτελούν έργο των δημοσιογράφων και μόνο. Ανάλογα με το μέγεθος και τη δομή του εκδοτικού οίκου, μπορεί να υπάρχουν συντάκτες, διορθωτές, ελεγκτές πληροφοριών, αρχειοφύλακες και αρκετοί άλλοι που εργάζονται πολύ σκληρά αλλά ανώνυμα ώστε να φτάσει η εφημερίδα στα χέρια σας.

[Εικόνες στη σελίδα 4]

Μια από τις πρώτες γερμανικές εφημερίδες και ένας σύγχρονος χώρος πώλησης εφημερίδων

[Ευχαριστίες]

Early German newspaper: Bibliothek für Kunst - und Antiquitäten-Sammler, Vol. 21, Flugblatt und Zeitung, 1922