Διπλή Καταδίκη σε 25 Χρόνια Καταναγκαστικά Έργα
Διπλή Καταδίκη σε 25 Χρόνια Καταναγκαστικά Έργα
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΦΡΕΜ ΠΛΑΤΟΝ
Στα τέλη του 1951, καταδικάστηκα για δεύτερη φορά σε 25 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε στρατόπεδο. Αυτή τη φορά με έστειλαν στο διαβόητο σοβιετικό στρατόπεδο στο Βορκούτα, πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς βρέθηκα εκεί και πώς γλίτωσα την τελευταία στιγμή από βίαιο θάνατο.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στις 16 Ιουλίου 1920 σε μια φτωχή οικογένεια στη Βεσσαραβία, σε μια περιοχή που τώρα αποτελεί τη Δημοκρατία της Μολδαβίας. Ο πατέρας μου πέθανε λίγο καιρό πριν από τη γέννησή μου, ενώ η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν τεσσάρων χρονών. Έτσι λοιπόν, εμείς τα έξι επιζήσαντα παιδιά μείναμε ορφανά. Είμαι ευγνώμων στα μεγαλύτερα αδέλφια μου, τα οποία έπαιξαν το ρόλο των γονέων για εμάς τα μικρότερα παιδιά.
Ως νεαρός, ενδιαφερόμουν πολύ για τα θρησκευτικά θέματα και συμμετείχα στις δραστηριότητες της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Αργότερα, όμως, απογοητεύτηκα από την εκκλησία, και ιδιαίτερα από τους ιερείς της, που ευλογούσαν τις προσπάθειες των εθνών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος άρχισε το Σεπτέμβριο του 1939.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ξέσπασαν εχθροπραξίες ανάμεσα στη Ρουμανία και στη Σοβιετική Ένωση, και η Βεσσαραβία βρέθηκε στο μέσο. Ο στρατηγός Ιόν Αντονέσκου, ο οποίος κυβερνούσε τότε τη Ρουμανία, ανακατέλαβε τη Βεσσαραβία. Οι αρχές θέσπισαν μια μορφή προστρατιωτικής εκπαίδευσης για τους άρρενες ηλικίας 20 ετών και άνω. Ήμουν ανάμεσα σε εκείνους που κλήθηκαν. Η εκπαίδευσή μας έλαβε χώρα στο Μποροσένι, κοντά στο χωριό όπου ζούσα με τη σύζυγό μου την Όλγα.
Μαθαίνω την Αλήθεια της Αγίας Γραφής
Στη διάρκεια της εκπαίδευσης, κάποιο μεσημέρι την ώρα του φαγητού παρατήρησα μια ομάδα αντρών που συνομιλούσαν σε ζωηρό τόνο. Δεν άργησα να μάθω ότι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η σύντομη συζήτηση που είχα μαζί τους οδήγησε και σε πολλές άλλες. Με τον καιρό, αντιλήφθηκα με μεγάλη μου χαρά ότι είχα βρει τη Γραφική αλήθεια, την οποία και μετέδωσα στην Όλγα και στους γονείς της.
Η συζήτηση που είχε τραβήξει την προσοχή μου εκείνη τη μέρα αφορούσε το θέμα της ουδετερότητας. Οι Μάρτυρες είχαν καταλήξει τότε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να λάβουν θέση σε αυτό το ζήτημα. Πήραν την απόφαση να συμμετάσχουν στην εκπαίδευση αλλά να αρνηθούν τον όρκο αφοσίωσης, ο οποίος ήταν υποχρεωτικός προκειμένου να καταταχθούν στο στρατό.
Είπα στην Όλγα και στους γονείς της ότι σκόπευα και εγώ να αρνηθώ αυτόν τον όρκο, και εκείνοι υποστήριξαν την απόφασή μου. Όταν ήρθε η μέρα της κατάταξης—24 Ιανουαρίου 1943—έφτασε η στιγμή για τον όρκο αφοσίωσης. Εμείς, μια ομάδα οχτώ ατόμων, προχωρήσαμε προς το μέρος των ιερέων που έκαναν την ορκωμοσία. Αντί να πούμε τον όρκο, τους είπαμε ότι δεν μπορούσαμε να λάβουμε μέρος στον πόλεμο επειδή ήμασταν ουδέτεροι.
Μας συνέλαβαν και μας οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα στο Μποροσένι. Εκεί μας ξυλοκόπησαν τόσο άσχημα ώστε η σύζυγός μου δυσκολεύτηκε να με αναγνωρίσει αργότερα. Κατόπιν μας μετέφεραν στο Κισινάου (πρώην Κισινιόφ), την πρωτεύουσα της χώρας, για να περάσουμε από στρατοδικείο.
Έπρεπε να διανύσουμε με τα πόδια περίπου 140 χιλιόμετρα, απόσταση για την οποία χρειαστήκαμε 21 μέρες εξαιτίας του τσουχτερού κρύου. Ήμασταν αλυσοδεμένοι και οι οχτώ μαζί, ενώ μας συνόδευαν ένοπλοι στρατιώτες οι οποίοι δεν μας έδιναν ούτε τροφή ούτε νερό. Κάθε φορά που φτάναμε σε κάποιο αστυνομικό τμήμα μάς ξυλοκοπούσαν, και καθ’ οδόν σταματήσαμε σε 13 τμήματα! Επιβιώσαμε χάρη σε κάποιους ντόπιους πολίτες που μας έδιναν τροφή και νερό στα αστυνομικά τμήματα όπου διανυκτερεύαμε. Μέσα από αυτές τις πράξεις καλοσύνης, διακρίναμε το ενδιαφέρον του Θεού για εμάς.
Αντέχουμε Παρά την Αποθάρρυνση
Ενώ βρισκόμασταν υπό κράτηση στο Κισινάου περιμένοντας να περάσουμε στρατοδικείο, αντιμετωπίσαμε και οι οχτώ τρομερά άσχημη μεταχείριση. Οι αρχές, προσπαθώντας να εξασθενίσουν την πίστη μας, μας είπαν ότι Μάρτυρες από το Ζεϊκάνι, ένα χωριό της βόρειας Μολδαβίας, είχαν αρνηθεί την πίστη τους και τους επιτράπηκε να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Αργότερα μάθαμε ότι τους είχαν στείλει απλώς στα σπίτια τους μέχρις ότου δικαστούν. Επίσης, κάποιος αστυνομικός, αναφερόμενος στο άρθρο μιας εφημερίδας, είπε ότι ένα στρατοδικείο στην Ουκρανία είχε καταδικάσει σε θάνατο 80 Μάρτυρες.
Μερικοί από εμάς τους οχτώ άρχισαν να αποθαρρύνονται, σκεφτόμενοι ότι δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ τα παιδιά τους. Μας υπόσχονταν ότι, αν αρνιόμασταν την πίστη μας, θα μας άφηναν ελεύθερους. Μας έστειλαν όλους στα σπίτια μας για μια εβδομάδα να μείνουμε μαζί με τις οικογένειές μας προκειμένου να σκεφτούμε το μέλλον μας. Έπειτα από αυτό, μόνο τρεις εμμείναμε στην απόφασή μας να παραμείνουμε ουδέτεροι.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1943, οδηγήθηκα στο αστυνομικό τμήμα στο Μποροσένι όπου είχα υποστεί παλιότερα εκείνον τον άγριο ξυλοδαρμό. Εκεί συνάντησα τους δύο ομοπίστους μου οι οποίοι είχαν επίσης εμμείνει στην απόφασή τους. Η χαρά μας όταν ξανασυναντηθήκαμε ήταν πράγματι μεγάλη! Αργότερα, μεταφερθήκαμε στο Μπέλτσι με κάρο. Στη διάρκεια του ταξιδιού, αρρώστησα βαριά, πράγμα που αποδείχτηκε ευλογία εφόσον καλύψαμε το υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι το Κισινάου με λεωφορείο.
Όταν φτάσαμε, οι φρουροί κατάλαβαν ότι ήμασταν εκείνοι οι τρεις που είχαμε εμμείνει στην απόφασή μας. Για αρχή, μας ξυλοκόπησαν και πάλι. Έναν μήνα αργότερα, καταδικαστήκαμε σε 25 χρόνια καταναγκαστική εργασία σε στρατόπεδο στη Ρουμανία.
Βάφτισμα σε Κρατήρα από Βόμβα
Τελικά μας έστειλαν στο Κούζιρ της Ρουμανίας, όπου εργαζόμασταν στο δάσος κόβοντας ξύλα. Αν φέρναμε σε πέρας κάποια εργασία, μας έδιναν λίγο παραπάνω φαγητό. Η ομάδα μας, που αποτελούνταν από δέκα Μάρτυρες, εργαζόταν φιλόπονα, και έτσι τρώγαμε κάπως καλύτερα από ό,τι στις φυλακές όπου κρατούμασταν πρωτύτερα.
Το 1944 οι αμερικανικές δυνάμεις άρχισαν να βομβαρδίζουν περιοχές κοντά στο στρατόπεδό μας. Μια μέρα κάποια βόμβα δημιούργησε έναν τεράστιο κρατήρα κοντά σε μια μικρή ρεματιά. Ο κρατήρας άρχισε να γεμίζει με νερό, και σε λίγο καιρό σχηματίστηκε μια λίμνη. Εκεί, το Σεπτέμβριο του 1944, βαφτίστηκα συμβολίζοντας την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά Θεό, την οποία είχα κάνει πάνω από ενάμιση χρόνο νωρίτερα.
Επιτέλους Ελεύθερος!
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο ρωσικός στρατός απελευθέρωσε εκατοντάδες Μάρτυρες σε όλη την περιοχή, και έτσι μπορέσαμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Για πρώτη φορά, είδα το γιο μου τον Βασίλε, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1943 όταν εγώ βρισκόμουν στο στρατόπεδο εργασίας.
Όταν τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη το Μάιο του 1945, η Βεσσαραβία είχε προσαρτηθεί στη Σοβιετική Ένωση και είχε γίνει η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μολδαβίας. Οι αρχές δεν ανέλαβαν αμέσως δράση για να καταστείλουν τις Χριστιανικές μας δραστηριότητες. Ωστόσο, παρατήρησαν ότι δεν ψηφίζαμε, γεγονός το οποίο το Σοβιετικό Κράτος εξέλαβε ως πολύ σοβαρό παράπτωμα.
Το 1946 γεννήθηκε ο δεύτερος γιος μας ο Πάβελ και το 1947 η κόρη μας η Μαρία. Πόσο απολαμβάναμε την οικογενειακή μας ζωή! Εντούτοις, περίπου δύο χρόνια αργότερα, συνέβη κάτι τραγικό. Η μικρή μας Μαρία αρρώστησε και πέθανε ξαφνικά. Τη θάψαμε στις 5 Ιουλίου 1949. Αλλά αυτό δεν ήταν παρά η αρχή των θλίψεών μας.
Εξορία στη Σιβηρία
Λίγες μόνο ώρες μετά την ταφή της Μαρίας, προτού ξημερώσει το επόμενο πρωί, μας ξύπνησαν
τρεις στρατιώτες. Μας ενημέρωσαν ότι θα πηγαίναμε εξορία εξαιτίας της «αντισοβιετικής συμπεριφοράς» μας. Μας επέτρεψαν να πάρουμε μαζί μας λίγα τρόφιμα και ρούχα, και στις 6 Ιουλίου 1949 μας μετέφεραν περίπου 4.000 χιλιόμετρα μακριά στο Κουργκάν της Σιβηρίας, βόρεια του Καζακστάν.Το ταξίδι διήρκεσε 18 μέρες. Μας μετέφεραν σαν να ήμασταν ζώα, μέσα σε βαγόνια. Στη διάρκεια του ταξιδιού, μόνο δύο φορές μας έδωσαν λίγη τροφή. Χρησιμοποιούσαμε τις προμήθειές μας με προσοχή ώστε να επαρκέσουν για όλη τη διαδρομή. Όλοι στο βαγόνι μας ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Παραμέναμε πνευματικά δραστήριοι κάθε μέρα κάνοντας πολλές Γραφικές συζητήσεις. Το πιο πολύτιμο απόκτημά μας ήταν ένα αντίτυπο των Αγίων Γραφών.
Όταν τελικά φτάσαμε στο Κουργκάν, διαπιστώσαμε ότι, αν και ζούσαμε σε στρατόπεδο εργασίας, υπήρχε κάποια ελευθερία κινήσεων. Άρχισα να εργάζομαι σε σιδηρουργείο και μπορούσα να μιλάω στους συναδέλφους μου για τη Γραφική μου ελπίδα. Δύο χρόνια αργότερα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1951, με συνέλαβαν και πέρασα πάλι από δίκη. Η εισαγγελική αρχή παρουσίασε 18 ανθρώπους οι οποίοι είπαν ότι είχα προβλέψει την καταστροφή του Κράτους. Στην πραγματικότητα, είχα χρησιμοποιήσει την προφητεία που αναφέρεται στο εδάφιο Δανιήλ 2:44 για να δείξω ότι όλες οι ανθρώπινες κυβερνήσεις θα αντικατασταθούν από τη Βασιλεία του Θεού.
Επιπλέον, οι αρχές ερεύνησαν το μέρος όπου μέναμε και βρήκαν ένα περιοδικό Σκοπιά που είχε σταλεί κρυφά από τη Μολδαβία. Συνήθως οι αρχές έβρισκαν είτε αντίγραφα περιοδικών φτιαγμένα με το χέρι είτε εκτυπώσεις που είχαν γίνει τοπικά. Ωστόσο, το συγκεκριμένο είχε ετοιμαστεί εκτός της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι λοιπόν, καταδικάστηκα δεύτερη φορά σε 25 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Τώρα με έστειλαν στα ανθρακωρυχεία του Βορκούτα, ενός διαβόητου στρατοπέδου εργασίας που βρισκόταν στο βόρειο άκρο των Ουράλιων Ορέων, πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο.
Γλιτώνω το Θάνατο στο Βορκούτα
Το Βορκούτα ήταν ένα τεράστιο συγκρότημα φυλακών αποτελούμενο από 60 στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Στο στρατόπεδό μας και μόνο, υπήρχαν πάνω από 6.000 εργάτες. Οι θερμοκρασίες που ήταν κάτω του μηδενός, σε συνδυασμό με τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και την υπόγεια εξόρυξη άνθρακα, είχαν ως επακόλουθο να χαθούν πολλές ζωές. Σχεδόν καθημερινά είχαμε να θάψουμε νεκρούς. Η υγεία μου χειροτέρεψε πολύ, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να κάνω σκληρή σωματική εργασία. Μου ανέθεσαν κάποια, υποτίθεται, ελαφρύτερη εργασία—να φτυαρίζω κάρβουνο σε βαγονέτα.
Οι συνθήκες στο Βορκούτα ήταν τόσο άσχημες ώστε οι ανθρακωρύχοι οργάνωσαν απεργία, η οποία εξελίχθηκε σε μαζική εξέγερση. Μάλιστα οι ανθρακωρύχοι διόρισαν δική τους διοίκηση και οργάνωσαν ένα σώμα από 150 άντρες περίπου για να προβάλουν αντίσταση σε περίπτωση που έρθουν στρατεύματα. Στο «στρατό» τους ήθελαν να συμπεριληφθώ και εγώ μαζί με τους σχεδόν 30 άλλους Μάρτυρες. Εντούτοις εμείς αρνηθήκαμε.
Η εξέγερση κράτησε δύο εβδομάδες μέχρις ότου έφτασαν ένοπλες δυνάμεις και εκτέλεσαν ομαδικά τους στασιαστές. Μας είπαν ότι οι στασιαστές σκόπευαν να μας κρεμάσουν μέσα στο ίδιο το ανθρακωρυχείο! Ευτυχώς, τα σχέδιά τους δεν είχαν επιτυχία. Λαβαίνοντας υπόψη τις συστηματικές προσπάθειες που έκαναν οι Σοβιετικοί για να διαρρήξουν την πίστη μας, πιθανόν να καταλαβαίνετε γιατί αποδώσαμε την επιβίωσή μας στον μεγάλο μας Θεό, τον Ιεχωβά!
Πλήρης Αξιοποίηση της Αυξημένης Ελευθερίας Μας
Ο θάνατος του Στάλιν το Μάρτιο του 1953 άλλαξε την κατάστασή μας προς το καλύτερο. Το
1955 απελευθερώθηκα από το Βορκούτα και μου επιτράπηκε να επιστρέψω στην οικογένειά μου, η οποία ζούσε ακόμη στο στρατόπεδο που υπήρχε στα δάση του Κουργκάν. Εκεί συνεχίσαμε να δίνουμε μαρτυρία στους ντόπιους σχετικά με τη θαυμάσια ελπίδα μας.Το έτος 1961, θελήσαμε να μετακομίσουμε σε νέο τομέα για κήρυγμα. Έτσι λοιπόν, γράψαμε μια επιστολή στον ηγέτη της χώρας, τον Νικίτα Χρουστσόφ, ζητώντας να μας επιτρέψει να μετακομίσουμε, εφόσον δεν υπήρχαν σχολεία για τα παιδιά μας—πράγμα το οποίο αλήθευε. Μας δόθηκε άδεια να μετακομίσουμε στην κωμόπολη Μακούσινο, όπου επίσης υπήρχε στρατόπεδο εργασίας. Τι χαρά ήταν για εμάς να βοηθήσουμε τέσσερις μεγάλες οικογένειες εκεί να γίνουν αφιερωμένοι υπηρέτες του Ιεχωβά!
Τελικά, το 1965, απελευθερώθηκα από αυτό το στρατόπεδο. Αν και δεν μας επιτρεπόταν ακόμη να επιστρέψουμε στη Μολδαβία, μπορούσαμε να μετακομίσουμε σε άλλα μέρη της Σοβιετικής Ένωσης. Την επόμενη χρονιά φύγαμε για το Κουστανάι του Καζακστάν, όπου υπήρχαν ήδη δύο εκκλησίες Μαρτύρων. Εφόσον αυτός ο τομέας καλύφτηκε αρκετά καλά με το έργο μαρτυρίας, τρία χρόνια αργότερα μετακομίσαμε στο Τσιρτσίκ του Ουζμπεκιστάν. Στο μεταξύ, οι γιοι μας Βασίλε και Πάβελ παντρεύτηκαν. Έτσι λοιπόν, επικεντρωθήκαμε στην πνευματική ανάπτυξη των υπόλοιπων παιδιών μας—του 10χρονου Ντουμίτρου και της 7χρονης Λιούμπα.
Ζήσαμε στο Ουζμπεκιστάν δέκα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων μας δόθηκε και πάλι η δυνατότητα να βοηθήσουμε άλλους να γνωρίσουν τον Ιεχωβά. Το 1979 μετακομίσαμε πάνω από χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα δυτικά στην πόλη Κρασνοντάρ, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, στη νότια Ρωσία. Εκεί η Όλγα και εγώ υπηρετήσαμε δύο χρόνια στην ολοχρόνια διακονία ως σκαπανείς, κατά τα οποία μπορέσαμε να βοηθήσουμε διάφορα άτομα να γίνουν Μάρτυρες.
Επιστροφή στη Μολδαβία
Τελικά, το καλοκαίρι του 1989—40 χρόνια αφότου εξοριστήκαμε—αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στη Μολδαβία. Αμέσως, γίναμε και πάλι σκαπανείς, υπηρετώντας με αυτόν το διορισμό ως το 1993. Εκεί, μπορέσαμε να βοηθήσουμε πάνω από 30 άτομα να γίνουν δραστήριοι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η καρδιά μου ξεχειλίζει από χαρά όταν σκέφτομαι πόσο πλούσια μας έχει ευλογήσει ο Ιεχωβά ως οικογένεια! Δυστυχώς, όμως, η αγαπημένη μου σύζυγος πέθανε το Μάιο του 2004.
Ωστόσο, με παρηγορεί το γεγονός ότι και τα 4 παιδιά μας, καθώς και 14 εγγόνια και 18 δισέγγονά μας, υπηρετούν δραστήρια τον Ιεχωβά. Είναι αλήθεια ότι η ζωή μας υπήρξε δύσκολη, αλλά πόσο υπέροχο είναι να γνωρίζουμε ότι ο Ιεχωβά μάς βοήθησε να παραμείνουμε πιστοί σε αυτόν στη διάρκεια των δοκιμασιών μας!
Καθώς μεγαλώνω, η κακή υγεία και η προχωρημένη ηλικία περιορίζουν αυτά που μπορώ να κάνω στη διακονία. Ωστόσο, κάνω το καλύτερο που μπορώ. Έχω μάθει ότι όποιες δυσκολίες και αν αντιμετωπίζουμε στη ζωή, ο Ιεχωβά είναι πάντα στο πλάι μας για να μας παρέχει τη δύναμη και την ενθάρρυνση που χρειαζόμαστε. a
[Υποσημείωση]
a Ο Γεφρέμ Πλατόν πέθανε στις 28 Ιουλίου 2005, καθώς ετοιμαζόταν αυτό το άρθρο για δημοσίευση.
[Εικόνα στη σελίδα 14, 15]
Μάρτυρες του Ιεχωβά στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στο Βορκούτα
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Με την Όλγα το 2002