Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Πέρασαν Πάνω από 120 Χρόνια για να Διασχίσει μια Ήπειρο

Πέρασαν Πάνω από 120 Χρόνια για να Διασχίσει μια Ήπειρο

Πέρασαν Πάνω από 120 Χρόνια για να Διασχίσει μια Ήπειρο

ΑΠΟ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

ΣΤΙΣ 3 Φεβρουαρίου 2004, ένα τρένο μήκους ενός και πλέον χιλιομέτρου μπήκε αργά αργά στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Ντάργουιν, στο αραιοκατοικημένο Διαμέρισμα Βορείου Εδάφους της Αυστραλίας. Χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονταν εκεί για να γιορτάσουν την άφιξή του. Το τρένο, που ονομάστηκε Δε Γκαν, μόλις είχε ολοκληρώσει το διήμερο παρθενικό του ταξίδι στη διάρκεια του οποίου διέσχισε την ήπειρο από το νότο ως το βορρά καλύπτοντας απόσταση 2.979 χιλιομέτρων.​—Βλέπε το πλαίσιο «Ο Θρύλος από τον Οποίο Πήρε το Όνομά Του», στη σελίδα 25.

Πάνω από 2.000 θεατές είχαν συγκεντρωθεί κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής εξοπλισμένοι με κάμερες, πράγμα που έκανε το τρένο να επιβραδύνει την πορεία του καθώς πλησίαζε στο Ντάργουιν. Ως αποτέλεσμα, έφτασε με περίπου 30 λεπτά καθυστέρηση. Αλλά κανείς δεν παραπονέθηκε. Το έθνος περίμενε ήδη πάνω από έναν αιώνα. Η σιδηροδρομική γραμμή από την Αδελαΐδα ως το Ντάργουιν, η οποία διασχίζει μια από τις πιο ξηρές, πιο ζεστές και πιο ερημικές περιοχές της γης, είχε ολοκληρωθεί έπειτα από 126 χρόνια.

Η Ανάγκη για Έναν Σιδηρόδρομο

Στα τέλη της δεκαετίας του 1870, η μικρή αποικία της Αδελαΐδας, στο ανατολικό άκρο ενός εκτεταμένου κόλπου που ονομάζεται Μεγάλος Αυστραλιανός Κόλπος, ονειρευόταν την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και τη διάνοιξη μιας καλύτερης εμπορικής οδού ως το μακρινό βορρά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ολοκληρώσει το διηπειρωτικό τους σιδηρόδρομο το 1869. Σκεφτόμενοι ένα παρόμοιο έργο, οι πολίτες της Αδελαΐδας έλπιζαν να κατασκευάσουν έναν σιδηρόδρομο που θα συνέδεε την αποικία τους με το Πορτ Ντάργουιν, όπως ονομαζόταν τότε το Ντάργουιν. Αυτή η σιδηρόστρωτη «λεωφόρος», όχι μόνο θα παρείχε πρόσβαση στην ενδοχώρα, αλλά και θα μείωνε σημαντικά το χρόνο που θα απαιτούνταν για να ταξιδέψει κανείς στην Ασία και στην Ευρώπη.

Η ιδέα φαινόταν απλή, αλλά ο σιδηρόδρομος θα έπρεπε να διασχίσει ένα δύσβατο «μωσαϊκό» από βραχώδεις λόφους και οροσειρές, πυκνούς θαμνότοπους, όπως επίσης αμμώδεις και βραχώδεις ερήμους—τμήματα των οποίων μετατρέπονταν σε βάλτους ή σε ορμητικούς χειμάρρους έπειτα από βροχόπτωση. Ο εξερευνητής Τζον Στιούαρτ είχε κατορθώσει τελικά να διασχίσει αυτά τα δυσπρόσιτα εδάφη κατά την τρίτη απόπειρά του το 1862. Αλλά στη διάρκεια του ταξιδιού, τόσο αυτός όσο και η ομάδα του κινδύνεψαν να πεθάνουν από την έλλειψη τροφής και νερού.

Αφόρητη Ζέστη, Αμμοθύελλες και Ξαφνικές Πλημμύρες

Παρά τα εμπόδια, οι πολίτες της Αδελαΐδας παρέμεναν απτόητοι. Το 1878 άρχισαν τις εργασίες για τη σιδηροδρομική γραμμή στο Πορτ Ογκάστα. Χρησιμοποιώντας μόνο χειροκίνητα εργαλεία, άλογα και καμήλες, 900 εργάτες επέκτειναν τη γραμμή προχωρώντας προς τα βόρεια, δίπλα σε μονοπάτια των Αβορίγινων τα οποία διέσχιζαν τις οροσειρές Φλίντερς. Με αυτή τη διαδρομή, αξιοποιούνταν οι μοναδικοί νερόλακκοι της περιοχής, εφόσον τα ατμοκίνητα τρένα χρειάζονται νερό για να λειτουργήσουν.

Για να τοποθετηθούν σιδηροτροχιές στα πρώτα 100 χιλιόμετρα χρειάστηκαν δυόμισι χρόνια. Οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες έφταναν μερικές φορές τους 50 βαθμούς Κελσίου. Μέσα σε αυτό το καύμα, τα νύχια έσπαζαν, το μελάνι στέγνωνε προτού αποτυπωθεί στο χαρτί και οι σιδηροτροχιές στράβωναν. Οι εκτροχιασμοί ήταν συχνό φαινόμενο. Μετά τις αμμοθύελλες, οι εργάτες έπρεπε να καθαρίζουν τις ράγες επί χιλιόμετρα από τους σωρούς της άμμου, μερικοί από τους οποίους έφταναν σε ύψος τα δύο μέτρα. Πολλές φορές οι εργάτες, ανήμποροι να αντιδράσουν, έβλεπαν το έργο τους να καταστρέφεται από νέες αμμοθύελλες.

Έπειτα έρχονταν οι βροχές. Μέσα σε λίγα λεπτά, οι κατάξερες κοίτες των ποταμών μετατρέπονταν σε ορμητικούς χειμάρρους οι οποίοι παραμόρφωναν τις σιδηροτροχιές, σάρωναν στο πέρασμά τους εργασία μηνών, και άφηναν στο έλεος της τύχης τους τα τρένα με τους επιβάτες τους. Ένας μηχανοδηγός κυνήγησε αγριοκάτσικα για να εξασφαλίσει τροφή στους ταξιδιώτες. Πολλά χρόνια αργότερα, ένα τρένο που βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση ανεφοδιάστηκε με τρόφιμα μέσω αλεξίπτωτου.

Ύστερα από τις βροχές, τα φυτά της ερήμου βλάσταιναν, προσελκύοντας σμήνη ακρίδων. Στη διάρκεια μιας τέτοιας επίθεσης, οι ράγες γλιστρούσαν τόσο πολύ από τα έντομα που είχαν συνθλιφτεί ώστε χρειάστηκε μια επιπρόσθετη μηχανή για να δίνει ώθηση από το πίσω μέρος. Οι επιθέσεις αρουραίων δημιουργούσαν άλλο πρόβλημα. Τα τρωκτικά καταβρόχθιζαν οτιδήποτε θεωρούσαν βρώσιμο​—προμήθειες για τον καταυλισμό των εργατών, λινάτσες, ιπποσκευές, ακόμη και γαλότσες. Ένα ερημικό κοιμητήριο βρίσκεται δίπλα στις ράγες​—ως ενθύμηση μιας επιδημίας τύφου και ως τεκμήριο των ανθυγιεινών συνθηκών που επικρατούσαν στους καταυλισμούς κατά τα πρώτα στάδια του έργου.

Για ψυχαγωγικούς σκοπούς, τα πληρώματα των τρένων δεν δίσταζαν να κάνουν πού και πού φάρσες. Κάποτε, όταν η περιοχή του Άλις Σπρινγκς δοκιμαζόταν από τη μάστιγα των κουνελιών, μέλη του πληρώματος έβαλαν κρυφά στο τρένο κουνέλια. Το επόμενο πρωί, όταν οι επιβάτες άνοιξαν την πόρτα της καμπίνας τους πηγαίνοντας για πρωινό, βρέθηκαν σε διαδρόμους «γεμάτους τρομαγμένα κουνέλια», λέει το βιβλίο Δε Γκαν​—Από την Αδελαΐδα στο Άλις (The Ghan​—From Adelaide to Alice). Σε ένα άλλο ταξίδι, κάποιος άφησε ένα μικρό καγκουρό να κυκλοφορεί ελεύθερο στις κλινάμαξες.

Οι Αβορίγινες που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές πλησίαζαν μερικές φορές τη γραμμή όταν περνούσε το τρένο. Από απόσταση ασφαλείας, έβλεπαν τους ανθρώπους στο εσωτερικό του. Όπως είναι ευνόητο, στην αρχή οι Αβορίγινες ήταν επιφυλακτικοί, αν όχι φοβισμένοι. Μερικοί μάλιστα νόμιζαν πως «ένα γιγάντιο διαβολικό φίδι» είχε καταπιεί ζωντανούς τους επιβάτες!

Μακρά Διακοπή

Έπειτα από 13 χρόνια κοπιαστικής εργασίας, και ενώ η σιδηροδρομική γραμμή απείχε περίπου 470 χιλιόμετρα από το Άλις Σπρινγκς, οι πόροι στέρεψαν. «Το τεράστιο μέγεθος ενός τέτοιου εγχειρήματος . . . εξάντλησε την αποικία», λέει το περιοδικό Οστρέλιαν Τζεογκράφικ (Australian Geographic). Το 1911 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέλαβε τον έλεγχο του έργου και επέκτεινε το σιδηρόδρομο ως το Άλις Σπρινγκς. Ωστόσο, τα σχέδια για την ολοκλήρωση της γραμμής στο Ντάργουιν, 1.420 χιλιόμετρα πιο βόρεια, μπήκαν στο συρτάρι.

Όταν το Γκαν πρωτοέφτασε στο Άλις Σπρινγκς το 1929, ολόκληρη η πόλη​—που τότε αριθμούσε περίπου 200 κατοίκους—​ήταν παρούσα για να γιορτάσει το γεγονός. Οι ντόπιοι θαύμασαν την εστιάμαξα, αλλά εκείνο που προσέλκυσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν το πανέμορφο μπάνιο. Εκείνη την εποχή, το να έχει μπανιέρα ένα τρένο αποτελούσε καινοτομία και πολυτέλεια. Το Άλις Σπρινγκς παρέμεινε ο βόρειος τερματικός σταθμός του σιδηρόδρομου μέχρι το 1997. Εκείνο το έτος η πολιτειακή και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συμφώνησαν να ολοκληρώσουν την πολυπόθητη επέκταση του σιδηρόδρομου από το Άλις Σπρινγκς ως το Ντάργουιν. Οι εργασίες άρχισαν το 2001.

Τεράστιες αυτόματες μηχανές έστρωσαν τις ράγες αυτής της γραμμής συνολικού κόστους 1,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων Αυστραλίας (περίπου 810 εκατ. ευρώ) με ρυθμό σχεδόν ενάμισι χιλιόμετρο την ημέρα, διασχίζοντας καθ’ οδόν τουλάχιστον 90 καινούριες γέφυρες που δεν επηρεάζονταν από τις πλημμύρες. Αυτός ο σιδηρόδρομος μήκους 1.420 χιλιομέτρων, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «το μεγαλύτερο έργο υποδομής στην Αυστραλία», ολοκληρώθηκε με κόστος χαμηλότερο του προϋπολογισμού και νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν τον Οκτώβριο του 2003.

Τα Θέλγητρα της Ενδοχώρας

Η σύγχρονη πόλη της Αδελαΐδας παραμένει ως σήμερα η αφετηρία για το διηπειρωτικό ταξίδι του Γκαν, το οποίο αρχίζει τις απογευματινές ώρες. Αφήνοντας πίσω τα προάστια, οι δύο μηχανές και τα περίπου 40 βαγόνια διασχίζουν εκτάσεις με κυματιστά σιταροχώραφα ταξιδεύοντας σχεδόν 300 χιλιόμετρα βόρεια προς το Πορτ Ογκάστα. Εδώ το σκηνικό αλλάζει δραματικά, καθώς μετατρέπεται σε ένα αφιλόξενο τοπίο από άμμο, χαμηλά φυτά και θάμνους μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι.

Μετά το Πορτ Ογκάστα, το Γκαν ταξιδεύει πάνω σε καινούρια σιδηροτροχιά κατάλληλη για κάθε είδους καιρικές συνθήκες, η οποία εκτείνεται περίπου 250 χιλιόμετρα δυτικά της παλιάς γραμμής που ήταν ευάλωτη στις πλημμύρες. Η νύχτα απλώνεται στην έρημο, και οι επιβάτες κοιμούνται καθώς το τρένο «γλιστράει» αθόρυβα προσπερνώντας αλμυρές λίμνες οι οποίες ξεραίνονται εντελώς για μεγάλο μέρος του χρόνου αλλά λαμπυρίζουν όταν λούζονται στο φως του φεγγαριού μετά τις βροχές. Αναρίθμητα άστρα κατακλύζουν τον ξάστερο νυχτερινό ουρανό. Ωστόσο, δεν ακούγεται πια εκείνος ο χαρακτηριστικός ήχος που έκανε το τρένο στο παρελθόν καθώς κινούνταν πάνω στις γραμμές, επειδή η σιδηροτροχιά δεν έχει ενώσεις, αλλά είναι συγκολλημένη σε συνεχόμενο μήκος, ώστε να μειώνονται οι ανάγκες για συντήρηση.

Τη χαραυγή, η έρημος κοντά στο Άλις Σπρινγκς γίνεται χρυσοκόκκινη στο φως του ανατέλλοντος ήλιου. «Το σκηνικό εμπνέει δέος», είπε ένας επιβάτης. «Ακόμη και μέσα στο τρένο μπορούσα να νιώσω τη δύναμη του ήλιου. Το φως του έλαμψε πάνω σε ένα ατέρμονο, κυματιστό, ερημικό τοπίο, τόσο αχανές, τόσο πολύχρωμο, τόσο τρομακτικά κενό ώστε σε άφηνε άναυδο. Αυτό το μέρος σε κάνει να νιώθεις πολύ μικρός».

Από την Ενδοχώρα στις Τροπικές Περιοχές

Έπειτα από μια απογευματινή στάση στο Άλις Σπρινγκς, το Γκαν συνεχίζει προς την πόλη Κάθριν και έπειτα προς το βόρειο τερματικό σταθμό του, το τροπικό Ντάργουιν. Μέσα στα κλιματιζόμενα βαγόνια, «οι επιβάτες του Γκαν απολαμβάνουν την “κινητή” πολυτέλεια», λέει ο Λάρι Γιεράς, υπεύθυνος του τρένου για το παρθενικό διηπειρωτικό του ταξίδι. Καθώς κοιτούν έξω από τα παράθυρά τους, δύσκολα μπορούν να φανταστούν τους κινδύνους και τις κακουχίες που αντιμετώπισαν οι πρωτοπόροι της παλιάς εποχής.

Το Γκαν, εκτός του ότι συμβάλλει στην ανάπτυξη του εμπορίου και προσφέρει ένα από τα πιο σπουδαία σιδηροδρομικά ταξίδια που υπάρχουν, έχει φέρει άλλο ένα χαρακτηριστικό του σύγχρονου κόσμου στην καρδιά της ενδοχώρας. Μια 19χρονη Αβοριγινή, η οποία είδε το τρένο κατά το παρθενικό του ταξίδι το Φεβρουάριο του 2004, είπε: «Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί τρένο. Είναι πανέμορφο».

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 25]

Ο Θρύλος από τον Οποίο Πήρε το Όνομά Του

Γκαν είναι μια συντομευμένη μορφή της ονομασίας Δι Άφγκαν Εξπρές. Δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο πήρε το τρένο την ονομασία του από τους Αφγανούς καμηλιέρηδες. Εντούτοις, αυτό το όνομα φέρνει στο νου εκείνους τους σκληραγωγημένους μετανάστες οι οποίοι συνέβαλαν στο να ανοίξει ο δρόμος προς την ενδοχώρα της Αυστραλίας. Αν και ως ομάδα ονομάζονταν Αφγανοί, στην πραγματικότητα πολλοί προέρχονταν από διαφορετικά μέρη, όπως η Αίγυπτος, το Βελουχιστάν, η Βόρεια Ινδία, το Πακιστάν, η Περσία και η Τουρκία.

Οι καμήλες τους, που στο άκουσμα της εντολής «Χούστα!» γονάτιζαν ή σηκώνονταν υπάκουα, έγιναν τα μέσα μεταφοράς στην ενδοχώρα. Τα καραβάνια, που αποτελούνταν ως και από 70 καμήλες, μετέφεραν ανθρώπους και εμπορεύματα με το σταθερό ρυθμό των έξι περίπου χιλιομέτρων την ώρα. Όταν το σιδηροδρομικό και το οδικό δίκτυο οδήγησαν τα καραβάνια στην αχρηστία, οι Αφγανοί άφησαν τις καμήλες τους ελεύθερες. Σήμερα, οι απόγονοι αυτών των ζώων​—που αριθμούν εκατοντάδες χιλιάδες—​περιφέρονται ελεύθερα στην κεντρική Αυστραλία.​—Βλέπε Ξύπνα! 8 Απριλίου 2001, σελίδες 16, 17.

[Ευχαριστίες για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 23]

Northern Territory Archives Service, Joe DAVIS, NTRS 573

[Ευχαριστίες για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 25]

Train photos: Great Southern Railway