Γλίτωσα από τα Πεδία του Θανάτου και Βρήκα τη Ζωή
Γλίτωσα από τα Πεδία του Θανάτου και Βρήκα τη Ζωή
Αφήγηση από τον Σαμ Ταν
Η οικογένειά μου και εγώ, μαζί με άλλους 2.000 περίπου Καμποτζιανούς, φύγαμε από τον τόπο μας και φτάσαμε τελικά στον ποταμό που συνορεύει με την Ταϋλάνδη. Καταφέραμε να στριμωχτούμε σε μια από τις μικρές βάρκες που μετέφεραν ανθρώπους σε ασφαλή μέρη. Καθώς η τελευταία βάρκα απομακρυνόταν, εμφανίστηκαν οι στρατιώτες των Κόκκινων Χμερ και άρχισαν να μας πυροβολούν.
ΠΡΟΣ μεγάλη μας ανακούφιση, όλοι καταφέραμε να φτάσουμε σώοι στην Ταϋλάνδη. Όλοι ήταν χαρούμενοι εκτός από εμάς, επειδή εμείς δεν είχαμε μαζί μας τον πατέρα μου και το θείο μου, τους οποίους είχαν πάρει μακριά μας μερικούς μήνες νωρίτερα. Η μητέρα μου έκλαιγε ασταμάτητα. Αλλά προτού συνεχίσω την αφήγηση, επιτρέψτε μου να σας πω μερικά πράγματα για το παρελθόν μου.
Τα Πρώτα μου Χρόνια ως Βουδιστής
Γεννήθηκα στην Καμπότζη το 1960 και έχω άλλα δύο αδέλφια. Όταν ήμουν εννέα ετών, οι γονείς μου και εγώ αποφασίσαμε ότι έπρεπε να υπηρετήσω σε Βουδιστικό ναό, κάτι το οποίο δεν ήταν ασυνήθιστο για τα αγόρια. Ο μοναχός αρχίζει τη μέρα του στις έξι περίπου το πρωί, την ώρα που φεύγει από το ναό για να πάει από σπίτι σε σπίτι προκειμένου να συγκεντρώσει τρόφιμα. Μου ήταν δύσκολο να ζητάω τρόφιμα από κάποιους οικοδεσπότες, επειδή φαίνονταν πάμφτωχοι. Ύστερα, εμείς οι νεαροί μοναχοί ετοιμάζαμε τα γεύματα και τα σερβίραμε στους μεγαλύτερους μοναχούς. Έπειτα τρώγαμε και εμείς.
Στις έξι το απόγευμα, οι μεγαλύτεροι μοναχοί συγκεντρώνονταν για προσευχή χρησιμοποιώντας γλώσσα την οποία λίγοι κατανοούσαν, αν όχι κανένας. Ύστερα από δύο χρόνια, έγινα μικρός μοναχός, όπως συνηθίζαμε να λέμε, και απολάμβανα κάποια από τα προνόμια των μεγαλύτερων μοναχών. Μου επιτρεπόταν επίσης να λέω προσευχές μαζί τους. Όλο αυτό το διάστημα, νόμιζα ότι ο Βουδισμός ήταν η μόνη θρησκεία στον κόσμο.
Διαφυγή από την Καμπότζη
Δεν ήμουν ικανοποιημένος με τη ζωή στο ναό και επέστρεψα στο σπίτι σε ηλικία 14 χρονών. Σύντομα ύστερα από αυτό, ένας πολιτικός ηγέτης ονόματι Πολ Ποτ ανήλθε στην εξουσία. Το κίνημά του, οι Κόκκινοι Χμερ, το οποίο κυβέρνησε από το 1975 ως το 1979, εξανάγκασε τους πάντες να φύγουν από τις πόλεις και να πάνε σε αγροτικές περιοχές ως μέρος μιας εκστρατείας για να γίνει η Καμπότζη κομμουνιστικό κράτος. Και η οικογένειά μας επίσης μεταφέρθηκε αλλού. Αργότερα, οι άντρες του Πολ Ποτ πήραν τον πατέρα μου και το θείο μου από το σπίτι. Δεν τους είδαμε ποτέ ξανά. Στην πραγματικότητα, υπό το καθεστώς των Κόκκινων Χμερ, σχεδόν 1,7 εκατομμύρια Καμποτζιανοί εκτελέστηκαν στα λεγόμενα πεδία του θανάτου ή πέθαναν ως αποτέλεσμα της υπερβολικής δουλειάς, των ασθενειών ή της ασιτίας.
Αυτές οι συνθήκες εξώθησαν εμάς τα 2.000 άτομα, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του άρθρου, να ξεκινήσουμε για ένα επικίνδυνο τριήμερο ταξίδι μέσα από ορεινά εδάφη με προορισμό τα σύνορα της Ταϋλάνδης. Φτάσαμε όλοι ασφαλείς, μαζί με ένα αγοράκι που γεννήθηκε καθ’ οδόν. Οι περισσότεροι από εμάς είχαμε χρήματα μαζί μας αλλά αποδείχτηκαν άχρηστα, επειδή το καμποτζιανό νόμισμα ήταν ουσιαστικά άνευ αξίας στην Ταϋλάνδη εκείνον τον καιρό.
Η Ζωή στην Ταϋλάνδη
Η οικογένειά μου πήγε να μείνει σε συγγενείς στην Ταϋλάνδη, και εγώ βρήκα εργασία ως ψαράς.
Αποτολμούσαμε συχνά να μπαίνουμε με τη βάρκα μας στα νερά της Καμπότζης, όπου υπήρχαν περισσότερα ψάρια—αλλά και σκάφη των Κόκκινων Χμερ που εκτελούσαν περιπολίες. Αν μας συλλάμβαναν, θα χάναμε και τη βάρκα μας και τη ζωή μας. Μάλιστα, δύο φορές γλιτώσαμε παρά τρίχα. Άλλοι, όμως, δεν τα κατάφεραν τόσο καλά, όπως ένας γείτονάς μου που συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε. Μολονότι ο θάνατός του με λύπησε πολύ, εξακολούθησα να ψαρεύω στα ανοιχτά της ακτής της Καμπότζης—ειδάλλως, η οικογένειά μου θα πέθαινε από την πείνα.Ανησυχώντας για την οικογένειά μου και για τον εαυτό μου, αποφάσισα να πάω σε στρατόπεδο προσφύγων στην Ταϋλάνδη, να κάνω αίτηση για να μεταναστεύσω σε άλλη χώρα και από εκεί να στέλνω χρήματα στην οικογένειά μου. Όταν το είπα στους συγγενείς μου, εξέφρασαν έντονες αντιρρήσεις. Αλλά εγώ είχα πάρει την απόφασή μου.
Οι αγγλόφωνοι επισκέπτες που συνάντησα στο στρατόπεδο προσφύγων είπαν ότι ήταν Χριστιανοί. Αυτό κλόνισε την πεποίθησή μου ότι ο Βουδισμός ήταν η μόνη θρησκεία. Μαζί με τον καινούριο μου φίλο, τον Τενγκ Χαν, αρχίσαμε να συναναστρεφόμαστε με τους «Χριστιανούς», οι οποίοι μας έδειξαν την Αγία Γραφή και μας έδιναν φαγητό. Έμεινα στο στρατόπεδο έναν χρόνο και έκανα αίτηση για να μεταναστεύσω στη Νέα Ζηλανδία.
Νέα Ζωή στη Νέα Ζηλανδία
Η αίτησή μου έγινε δεκτή το Μάιο του 1979, και λίγο αργότερα βρέθηκα σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στο Όκλαντ. Ένας καλοσυνάτος κύριος κανόνισε να πάω στο Γουέλινγκτον για να δουλέψω σε εργοστάσιο. Εκεί εργαζόμουν σκληρά και έστελνα χρήματα στο σπίτι όπως είχα υποσχεθεί.
Προσπαθώντας να μάθω για τη Χριστιανοσύνη, άρχισα να πηγαίνω σε δύο Προτεσταντικές εκκλησίες. Δεν λέγονταν, όμως, πολλά πράγματα για τη Γραφή. Επειδή ήθελα να προσεύχομαι με το σωστό τρόπο, ένας φίλος μου μού έμαθε το «Πάτερ Ημών». (Ματθαίος 6:9-13) Ωστόσο, κανείς δεν μου εξήγησε τι ακριβώς σήμαινε αυτή η προσευχή. Όπως λοιπόν είχα κάνει και με τις Βουδιστικές προσευχές, επαναλάμβανα τα λόγια ξανά και ξανά χωρίς να κατανοώ όσα έλεγα.
Γάμος με Προβλήματα
Παντρεύτηκα το 1981. Περίπου έναν χρόνο αργότερα, κάποιος ιερέας βάφτισε τη σύζυγό μου και εμένα ραντίζοντας με νερό το κεφάλι μας. Εκείνον τον καιρό είχα δύο εργασίες, ένα καλό σπίτι και άνετο τρόπο ζωής—πράγματα που ποτέ δεν είχα στην Καμπότζη. Και όμως, δεν ήμουν ευτυχισμένος. Ο γάμος μας άρχισε να έχει προβλήματα, και το ότι πηγαίναμε στην εκκλησία δεν φαινόταν να βοηθάει. Ούτε η διαγωγή μου βοηθούσε, εφόσον έπαιζα τυχερά παιχνίδια, κάπνιζα, έπινα υπερβολικά και έβγαινα με άλλες γυναίκες. Ωστόσο, η συνείδησή μου με ενοχλούσε και αμφέβαλλα πολύ για το αν είχα τα προσόντα να πάω στον ουρανό, όπου μου είχαν πει ότι πηγαίνουν όλοι οι καλοί άνθρωποι όταν πεθάνουν.
Το 1987, έκανα επίσημη πρόσκληση στη μητέρα μου και στην αδελφή μου για να έρθουν στη Νέα Ζηλανδία, και για κάποιο διάστημα έμειναν μαζί μας. Όταν έφυγαν εκείνες, έφυγα και εγώ μαζί τους, και οι τρεις μας πήγαμε να μείνουμε στο Όκλαντ.
Επιτέλους, Μαθαίνω για τη Γραφή
Καθώς έφευγα από το σπίτι ενός φίλου μου, συνάντησα δύο άντρες που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Ένας από αυτούς, ο Μπιλ, με ρώτησε: «Πού ελπίζεις να πας όταν πεθάνεις;» «Στον ουρανό», απάντησα. Κατόπιν, εκείνος μου έδειξε από τη Γραφή ότι μόνο 144.000 άνθρωποι πηγαίνουν στον ουρανό, όπου θα κυβερνήσουν ως βασιλιάδες τη γη. Επίσης, μου είπε ότι η γη θα κατοικηθεί από εκατομμύρια θεοφοβούμενους ανθρώπους και θα μεταμορφωθεί σε παράδεισο. (Αποκάλυψη 5:9, 10· 14:1, 4· 21:3, 4) Αρχικά, αυτή η διδασκαλία με εξόργισε, επειδή ερχόταν σε αντίθεση με όσα είχα διδαχτεί προηγουμένως. Βαθιά μέσα μου, όμως, εντυπωσιάστηκα βλέποντας πόσο καλά γνώριζαν αυτοί οι άνθρωποι τη Γραφή και πόσο ήρεμοι παρέμειναν. Μάλιστα, μετάνιωσα που δεν ρώτησα ποια ήταν η θρησκεία τους.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, επισκέφτηκα κάποιον φίλο μου του οποίου τα παιδιά μελετούσαν τη Γραφή με ένα αντρόγυνο, τον Ντικ και τη Στέφανι. Το βοήθημα μελέτης που χρησιμοποιούσαν ήταν ένα ειδικό βιβλιάριο με τίτλο Απολαύστε Ζωή στη Γη για Πάντα! Άρχισα να το διαβάζω και το βρήκα πολύ λογικό. Έμαθα επίσης ότι το αντρόγυνο ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τότε συνειδητοποίησα ότι οι δύο άντρες τους οποίους είχα συναντήσει πριν από λίγο καιρό πρέπει να ήταν Μάρτυρες και εκείνοι, επειδή αυτά που μου είχαν πει εναρμονίζονταν με το ειδικό βιβλιάριο.
Λαχταρώντας να μάθω περισσότερα, προσκάλεσα τον Ντικ και τη Στέφανι στο σπίτι μου, όπου Ψαλμός 83:18, το οποίο αναφέρει: «Για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ότι εσύ, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά, είσαι ο μόνος Ύψιστος όλης της γης». Αυτό το εδάφιο άγγιξε την καρδιά μου και άρχισα να κάνω τακτική Γραφική μελέτη. Η Λα, η κοπέλα από το Λάος με την οποία συζούσα τότε, συμμετείχε και αυτή στη μελέτη. Στο μεταξύ, έκανα επίσημη πρόσκληση και στον αδελφό μου, καθώς και στη σύζυγό του. Όταν έφτασαν στη Νέα Ζηλανδία, άρχισαν και εκείνοι να μελετούν τη Γραφή με τους Μάρτυρες.
τους κατέκλυσα με Γραφικές ερωτήσεις. Αργότερα, η Στέφανι με ρώτησε αν γνώριζα το όνομα του Θεού. Μου έδειξε το εδάφιοΠροτού περάσει πολύς καιρός, η Λα και εγώ έπρεπε να σταματήσουμε τη μελέτη μας επειδή μετακομίσαμε στην Αυστραλία για να εργαστούμε. Μολονότι προτεραιότητά μας ήταν να βγάλουμε χρήματα, αρχίσαμε να νοσταλγούμε τις Γραφικές μας μελέτες. Ένα βράδυ λοιπόν, ικετεύσαμε τον Ιεχωβά να μας οδηγήσει στο λαό του.
Η Απάντηση στην Προσευχή Μας
Λίγες μέρες αργότερα, επιστρέφοντας στο σπίτι από τα ψώνια, βρήκα δύο γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά στην πόρτα μου. Ευχαρίστησα σιωπηλά τον Ιεχωβά, και τόσο η Λα όσο και εγώ ξαναρχίσαμε τη μελέτη μας. Αρχίσαμε επίσης να παρακολουθούμε τις Χριστιανικές συναθροίσεις στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας. Ωστόσο, σύντομα αντιλήφθηκα ότι για να ευαρεστώ τον Θεό έπρεπε να κάνω αρκετές αλλαγές στη ζωή μου. Ως αποτέλεσμα, σταμάτησα τις κακές μου συνήθειες και έκοψα τα μακριά μαλλιά μου. Οι παλιοί μου γνωστοί με χλεύαζαν, αλλά κατάφερνα να διατηρώ την ψυχραιμία μου. Επίσης, έπρεπε να ξεκαθαρίσω την οικογενειακή μου κατάσταση, επειδή με τη Λα δεν ήμασταν παντρεμένοι και δεν είχα νομικό διαζύγιο με τη σύζυγό μου. Έτσι λοιπόν, το 1990, η Λα και εγώ επιστρέψαμε στη Νέα Ζηλανδία.
Τηλεφωνήσαμε αμέσως στον Ντικ και στη Στέφανι. «Σαμ, πίστευα ότι σας είχαμε χάσει!» είπε ενθουσιασμένη η Στέφανι. Ξαναρχίσαμε τη Γραφική μας μελέτη μαζί τους, και μόλις βγήκε το διαζύγιό μου, η Λα και εγώ παντρευτήκαμε με καθαρή συνείδηση ενώπιον του Θεού. Παραμείναμε στη Νέα Ζηλανδία, όπου βαφτιστήκαμε συμβολίζοντας την αφιέρωσή μας στον Θεό. Λαχταρώντας να μεταδώσω σε άλλους τα όσα είχα μάθει, είχα το προνόμιο να μελετήσω τη Γραφή με αρκετούς Καμποτζιανούς και Ταϋλανδέζους που κατοικούσαν στο Όκλαντ και σε κοντινές περιοχές.
Επιστροφή στην Αυστραλία
Το Μάιο του 1996, η Λα και εγώ επιστρέψαμε στην Αυστραλία και εγκατασταθήκαμε στο Κερνς, βόρεια του Κουίνσλαντ. Εδώ, έχω το προνόμιο να συντονίζω το έργο κηρύγματος στους Καμποτζιανούς, στους Λαοτινούς και στους Ταϋλανδέζους της περιοχής.
Νιώθω άπειρη ευγνωμοσύνη στον Ιεχωβά για τις ευλογίες του, στις οποίες συγκαταλέγονται η θαυμάσια σύζυγός μου και τα τρία μας αγόρια—ο Ντάνιελ, ο Μάικλ και ο Μπέντζαμιν. Επίσης, είμαι βαθιά ευγνώμων που η μητέρα μου, η αδελφή μου, ο αδελφός μου, η πεθερά μου και ο Τενγκ Χαν, ο φίλος μου στο στρατόπεδο προσφύγων της Ταϋλάνδης, δέχτηκαν και αυτοί τη Γραφική αλήθεια. Η οικογένειά μου και εγώ πενθούμε ακόμη για την απώλεια του πατέρα μου και του θείου μου αλλά δεν λυπόμαστε υπερβολικά. Γνωρίζουμε ότι στην ανάσταση ο Θεός θα επανορθώσει σε τόσο πλήρη βαθμό τις αδικίες του παρελθόντος ώστε αυτές «δεν θα έρχονται στη μνήμη ούτε θα ανεβαίνουν στην καρδιά».—Ησαΐας 65:17· Πράξεις 24:15.
Πριν από λίγα χρόνια, σε μια συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, είδα ένα οικείο πρόσωπο. Ήταν ο Μπιλ, ο οποίος μου είχε μιλήσει πολλά χρόνια νωρίτερα. «Με θυμάσαι;» τον ρώτησα.
«Ναι!» απάντησε εκείνος. «Σε συνάντησα στη Νέα Ζηλανδία πριν από χρόνια και σου είπα ότι μόνο 144.000 άνθρωποι πηγαίνουν στον ουρανό». Ύστερα από τόσα χρόνια, ο Μπιλ με θυμόταν. Αγκαλιαστήκαμε και αναπολήσαμε τα παλιά, ως αδελφοί πλέον.
[Ευχαριστίες για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 21]
Background: AFP/Getty Images