Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Γιατί Έπαψα να Αγαπώ τον Πόλεμο

Γιατί Έπαψα να Αγαπώ τον Πόλεμο

Γιατί Έπαψα να Αγαπώ τον Πόλεμο

Αφήγηση από τον Τόμας Στούμπενβολ

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στην Πόλη της Νέας Υόρκης στις 8 Νοεμβρίου 1944. Μεγάλωσα στο Νότιο Μπρονξ, μια γειτονιά που εκείνον τον καιρό ήταν χωρισμένη ανά φυλετικές ομάδες. Όταν ήμουν παιδί, περνούσα πολλές ώρες στους δρόμους και σύντομα έμαθα να σέβομαι τα όρια της περιοχής καθεμιάς από τις εθνοτικές συμμορίες. Αυτές οι συμμορίες σκορπούσαν το φόβο με την εγκληματική τους δράση και τη βίαιη συμπεριφορά τους.

Σε ηλικία 12 ετών, ανήκα ήδη σε μια συμμορία. Αυτοαποκαλούμασταν «Τα Κρανία». Παραβιάζαμε βαγόνια φορτηγών τρένων και κλέβαμε κιβώτια με φιστικοβούτυρο και άλλα τρόφιμα. Οι συμμορίες που αποτελούνταν από μεγαλύτερους εφήβους ήταν πολύ θρασύτερες. Μεταξύ τέτοιων συμμοριών ξεσπούσαν πολλές αιματηρές συμπλοκές. Κάποτε μάλιστα μαχαίρωσαν θανάσιμα έναν καλό μου φίλο μπροστά στα μάτια μου.

Γοητευμένος από τον Πόλεμο

Η ζωή στις συμμορίες δεν με γέμιζε ιδιαίτερα. Έπειτα από κάποιο διάστημα, το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από την πόλη. Ο θείος μου ο Έντι είχε πολεμήσει στην Κορέα, όπου υπηρέτησε στο Σώμα Πεζοναυτών, έναν κλάδο του στρατού των ΗΠΑ, και οι περιγραφές του για τους πεζοναύτες με γοήτευαν. Μου έλεγε ότι κάθε πεζοναύτης είναι πειθαρχημένος ηγέτης και σκληραγωγημένος πολεμιστής, εκπαιδευμένος να δρα αποφασιστικά. Το σύνθημα του Σώματος Πεζοναυτών, η λατινική φράση Semper fidelis («πάντα πιστός»), τονίζει τον αυστηρό κώδικα πιστότητας και αφοσίωσης που διέπει το σώμα. Σύντομα, η πιο διακαής μου επιθυμία ήταν να γίνω και εγώ άξιος πεζοναύτης.

Στις 8 Νοεμβρίου 1961, την ημέρα που έκλεισα τα 17, κατατάχθηκα ως πεζοναύτης. Μέσα σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, ολοκλήρωσα τη βασική εκπαίδευση. Έτσι ξεκίνησε μια στρατιωτική σταδιοδρομία που διήρκεσε 11 χρόνια.

Πήγα στο στρατό σε καιρό ειρήνης. Ωστόσο, η ζωή του πεζοναύτη είναι μια ζωή συνεχούς εκπαίδευσης. Πρώτα στάλθηκα στο Οάχου της Χαβάης, όπου έλαβα διετή εντατική εκπαίδευση στις επιχειρήσεις πεζικού και στον ανταρτοπόλεμο. Έγινα σκοπευτής, ικανός να πετυχαίνω στόχο διαμέτρου 25 εκατοστών σε απόσταση περίπου 460 μέτρων. Εκπαιδεύτηκα στις πολεμικές τέχνες, στη χρήση εκρηκτικών, στην ανάγνωση χάρτου, στις καταστροφές και στις διαβιβάσεις. Απολάμβανα την κάθε στιγμή.

Μετά τη Χαβάη, πέρασα έξι μήνες στην Ιαπωνία, σε μια αποστολή φύλαξης υποβρύχιου οπλισμού στο Ναυτικό Αεροσταθμό Ατσούγκι. Σύντομα κλιμακώθηκαν οι εχθροπραξίες ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Βόρειο Βιετνάμ, και εγώ διορίστηκα με ένα απόσπασμα πεζοναυτών στο αεροπλανοφόρο USS Ranger. Από τον Κόλπο του Τονκίνο, το πλοίο μας συμμετείχε στον αεροπορικό βομβαρδισμό του Βόρειου Βιετνάμ. Επιτέλους, έπαιρνα μέρος σε αληθινό πόλεμο. Και πάλι, όμως, ένιωθα ότι με το να βρίσκομαι απλώς σε ένα πλοίο, έχανα την πραγματική δράση.

Η Πραγματικότητα του Πολέμου

Την άνοιξη του 1966, ενώ βρισκόμουν στο Ranger, αποστρατεύτηκα τιμητικά έπειτα από τέσσερα χρόνια θητείας. Οι περισσότεροι στρατιώτες στη θέση μου θα επέστρεφαν ευχαρίστως στο σπίτι τους και θα απέφευγαν το αιματοκύλισμα που επρόκειτο να ακολουθήσει. Αλλά εγώ είχα γίνει πεζοναύτης ψυχή τε και σώματι, επαγγελματίας πολεμιστής, και δεν είχα καμία διάθεση να τα παρατήσω. Αποφάσισα να καταταχθώ και πάλι.

Ήθελα να πολεμήσω. Εξάλλου για αυτό είχα εκπαιδευτεί. Πήγα, λοιπόν, εθελοντής στο πεζικό. Δεν με ένοιαζε πού θα διοριζόμουν, αρκεί να ήμουν οπλίτης του Σώματος Πεζοναυτών. Ζούσα για να είμαι καλός πεζοναύτης, και λίγο λίγο ο πόλεμος γινόταν ο θεός μου.

Τον Οκτώβριο του 1967 στάλθηκα στο Βιετνάμ. Αγχωμένος και συνάμα ενθουσιασμένος, οδηγήθηκα αμέσως στην πρώτη γραμμή στην επαρχία Κουάνγκ Τρι. Δεν είχε περάσει καν μια μέρα όταν βρέθηκα εν μέσω μιας αιματηρής μάχης. Ολόγυρά μου άνθρωποι σκοτώνονταν και τραυματίζονταν. Έβλεπα τη σκόνη που σηκωνόταν καθώς οι σφαίρες του εχθρού χτυπούσαν στο έδαφος. Το μοναδικό καταφύγιο ήταν μερικοί θάμνοι. Άρχισα απλώς να πυροβολώ. Ήταν τρομερό. Νόμιζα ότι θα πέθαινα. Κάποια στιγμή η μάχη τελείωσε. Εγώ επέζησα, όχι όμως και εκείνοι που κουβάλησα μετά πίσω στο στρατόπεδο.

Τους επόμενους 20 μήνες, συμμετείχα στις πιο σφοδρές μάχες του Πολέμου του Βιετνάμ. Εφτά ημέρες την εβδομάδα και σχεδόν 24 ώρες το 24ωρο, είτε πυροβολούσα είτε προσπαθούσα να αποφύγω τους πυροβολισμούς, είτε έστηνα ενέδρες είτε μου έστηναν ενέδρες. Τον περισσότερο καιρό, αντάλλασσα πυρά με τον εχθρό από ορύγματα στο έδαφος που μετατρέπονταν γρήγορα σε λασπόλακκους όταν έβρεχε. Μερικές φορές έκανε κρύο και η κατάσταση εκεί μέσα ήταν ανυπόφορη. Σε τέτοια ορύγματα έτρωγα και κοιμόμουν.

Λόγω των αποστολών εντοπισμού και καταστροφής που αναλάμβανα, μπαινόβγαινα στην υγρή ζούγκλα διατρέχοντας συνεχώς τον κίνδυνο να πεταχτεί μπροστά μου ο εχθρός από τους πυκνούς θάμνους. Ενίοτε βρισκόμουν ώρες ολόκληρες κάτω από το ανελέητο σφυροκόπημα των βλημάτων που έσκαγαν ολόγυρά μου. Σε μια μάχη κοντά στο Κχε Σανχ, τα τρία τέταρτα περίπου της διμοιρίας μου τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν​—απομείναμε μόνο 13 άτομα.

Η 30ή Ιανουαρίου του 1968 με βρήκε σε μια στρατιωτική βάση, όπου για πρώτη φορά σε έναν ολόκληρο χρόνο κοιμήθηκα σε σκηνή. Η σχετική άνεση που απολάμβανα εξανεμίστηκε νωρίς εκείνο το πρωί όταν με ξύπνησε ο εκκωφαντικός ήχος της έκρηξης ενός όλμου. Τραυματίστηκα καθώς αρκετά θραύσματα καρφώθηκαν στον ώμο και στην πλάτη μου. Εκείνο το πρωί ο εχθρός είχε αρχίσει μια μαζική εισβολή.

Τα τραύματά μου μού απέφεραν αριστείο ανδρείας, αλλά δεν αρκούσαν για να με πείσουν να εγκαταλείψω τον πόλεμο. Το ιατρικό προσωπικό αφαίρεσε γρήγορα τα θραύσματα, και σύντομα ξεκίνησα για την πόλη Χουέ, όπου έλαβε χώρα μια από τις κυριότερες μάχες του πολέμου. Εκεί ουσιαστικά λειτούργησα ως φονική μηχανή. Πυροβολούσα τον εχθρό χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό. Επί 32 ημέρες, όσες ώρες ήμουν ξύπνιος πήγαινα από σπίτι σε σπίτι καταδιώκοντας και σκοτώνοντας τον εχθρό.

Τότε ένιωθα απόλυτα δικαιολογημένος για τις πράξεις μου. “Στο κάτω κάτω”, σκεφτόμουν, “ο εχθρός σκότωνε χιλιάδες αθώους άντρες, γυναίκες και παιδιά στο Χουέ. Οι δρόμοι και τα σοκάκια ήταν στρωμένα με χιλιάδες πτώματα. Υπήρχαν ναρκοπαγίδες παντού, ακόμα και κάτω από πτώματα. Βρισκόμασταν υπό τη συνεχή απειλή των ελεύθερων σκοπευτών του εχθρού”. Τίποτα από όλα αυτά δεν με πτοούσε. Στο μυαλό μου, το σωστό ήταν να σκοτώνω τον εχθρό.

Νοσηρή Δίψα για Πόλεμο

Λίγο καιρό μετά τη μάχη του Χουέ, ολοκλήρωσα τη 13μηνη περίοδο υπηρεσίας μου. Ο πόλεμος, ωστόσο, μαινόταν, και εγώ δεν είχα χορτάσει. Γι’ αυτό, προσφέρθηκα εθελοντικά να παραμείνω στο Βιετνάμ για άλλη μία περίοδο υπηρεσίας. Τότε ήμουν πλέον επιτελικός λοχίας και μου ανατέθηκε μια ειδική αποστολή, η οποία περιλάμβανε το να οδηγώ αποσπάσματα πεζοναυτών σε μικρούς οικισμούς στην ύπαιθρο. Εκεί συνεργαζόμασταν με τους αμάχους και τους εκπαιδεύαμε να προστατεύουν τις κοινότητές τους. Ήμασταν διαρκώς σε επιφυλακή επειδή ο εχθρός πολλές φορές αναμειγνυόταν με τους ντόπιους. Τις νύχτες κινούμασταν αθόρυβα κυνηγώντας, συλλαμβάνοντας και σκοτώνοντας πολεμιστές του εχθρού. Παρά τις συνθήκες ακραίας έντασης, η αγάπη μου για τον πόλεμο απλώς θέριευε.

Η δεύτερη περίοδος υπηρεσίας μου στο Βιετνάμ πέρασε γρήγορα. Ζήτησα και πάλι να παραμείνω στο πεδίο της μάχης. Αυτή τη φορά, όμως, οι ανώτεροί μου απέρριψαν το αίτημά μου, ίσως επειδή διέκριναν τη νοσηρή μου δίψα για τον πόλεμο. Αλλά η σταδιοδρομία μου ως πεζοναύτη δεν είχε τελειώσει. Στάλθηκα πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εκπαιδεύω νεοσύλλεκτους. Επί τριάμισι χρόνια, αφοσιώθηκα στα καθήκοντά μου ως εκπαιδευτής. Είχα πολλά να μεταδώσω στους νεοσύλλεκτους, και έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να μετατρέψω τον καθέναν τους σε αμείλικτη πολεμική μηχανή, όπως είχα γίνει και εγώ.

Βρήκα Καλύτερο Σκοπό στη Ζωή

Γίναμε φίλοι με έναν συνάδελφό μου εκπαιδευτή. Η σύζυγός του τον είχε μόλις εγκαταλείψει. Η αδελφή του, η Κριστίν Άντισντελ, η οποία είχε γίνει πρόσφατα Μάρτυρας του Ιεχωβά, προσφέρθηκε να μετακομίσει στο σπίτι του ώστε να τον βοηθάει στη φροντίδα των δύο μικρών παιδιών του. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για τους Μάρτυρες.

Είχα ανατραφεί ως Καθολικός και είχα πάει οχτώ χρόνια σε Καθολικό σχολείο. Μάλιστα υπηρετούσα ως παπαδοπαίδι στην εκκλησία. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για την Αγία Γραφή. Η Κριστίν το άλλαξε αυτό. Μου μίλησε για Γραφικές αλήθειες για τις οποίες δεν είχα ακούσει ποτέ πριν. Έμαθα τι διδάσκει πράγματι η Αγία Γραφή και τι όχι.

Για παράδειγμα, έμαθα ότι η Γραφή δεν διδάσκει πως ο Θεός τιμωρεί τους ανθρώπους στην κόλαση μετά το θάνατό τους. (Εκκλησιαστής 9:5, 10) Ούτε διδάσκει ότι ο Θεός είναι μέρος μιας Τριάδας. (Ιωάννης 14:28) Διδάσκει, όμως, ότι ο Θεός θα εξαλείψει την κακία, τον πόνο και το θάνατο και ότι η υπάκουη ανθρωπότητα θα ζήσει για πάντα σε έναν επίγειο παράδεισο. (Ψαλμός 37:9-11· Αποκάλυψη 21:3, 4) Έμαθα επίσης την αλήθεια σχετικά με τους ηθικούς κανόνες του Θεού. (1 Κορινθίους 6:9, 10) Έμαθα ότι ο Θεός έχει όνομα, Ιεχωβά. (Ψαλμός 83:18) Όλα αυτά ήταν πολύ συναρπαστικά!

Το Νοέμβριο του 1972, μετατέθηκα σε άλλη βάση, όπου θα δίδασκα πολεμικές τακτικές σε υπαξιωματικούς. Εκεί άρχισα να μελετώ τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Παρακολουθούσα τις συναθροίσεις τους και εντυπωσιαζόμουν βαθιά από τη φιλική ατμόσφαιρα και τη γνήσια αδελφοσύνη τους.

Αλλά όσο περισσότερα μάθαινα για τη Γραφή, τόσο περισσότερο με ενοχλούσε η συνείδησή μου. Οι αλήθειες της Γραφής ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες με τον τρόπο της ζωής μου. Είχα αφιερώσει τη ζωή μου στην προώθηση του εθνικιστικού πολέμου και της βίας, τα οποία μισεί ο Θεός.

Συμπέρανα ότι δεν μπορούσα να είμαι πεζοναύτης και ταυτόχρονα να λατρεύω τον Ιεχωβά Θεό. Τότε ήταν που έπαψα να αγαπώ τον πόλεμο. Αποφάσισα να παραιτηθώ. Έπειτα από μήνες γραφειοκρατικών διαδικασιών και συνεντεύξεων, και αφού υποβλήθηκα σε ψυχιατρική εξέταση, αποστρατεύτηκα τιμητικά​—αυτή τη φορά ως αντιρρησίας συνείδησης. Έτσι έληξαν τα 11 χρόνια υπηρεσίας μου στο Σώμα Πεζοναυτών.

Τώρα μπορούσα να πω στον Ιεχωβά τα λόγια του εδαφίου Ησαΐας 6:8: «Ορίστε εγώ! Στείλε εμένα». Ναι, ήμουν έτοιμος να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις και τον ενθουσιασμό μου στην υπηρεσία του αληθινού Θεού αντί στο Σώμα Πεζοναυτών. Βαφτίστηκα ως Μάρτυρας του Ιεχωβά στις 27 Ιουλίου 1973. Πέντε μήνες αργότερα παντρεύτηκα την Κριστίν Άντισντελ, την πρώτη Μάρτυρα του Ιεχωβά που γνώρισα.

Η Κριστίν και εγώ έχουμε αφιερώσει τα 36 χρόνια της κοινής μας ζωής στο να βοηθούμε άλλους να αποκτήσουν Γραφική γνώση και να πλησιάσουν τον Θεό. Επί οχτώ χρόνια υπηρετήσαμε ως ιεραπόστολοι στη Δομινικανή Δημοκρατία. Τα τελευταία 18 χρόνια, υπηρετώ ως περιοδεύων διάκονος. Με τη σύζυγό μου έχουμε επισκεφτεί εκατοντάδες ισπανόφωνες εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά από άκρη σε άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Παρότι μέχρι σήμερα δεν έχω βιώσει καθόλου συναισθηματικές ή διανοητικές επιπτώσεις από τον πόλεμο​—ούτε μετατραυματικό άγχος ούτε εφιάλτες ούτε εικόνες του παρελθόντος​—αφότου πλησίασα τον Ιεχωβά Θεό, μετανιώνω βαθιά που αφαίρεσα ζωές συνανθρώπων μου στον πόλεμο.

Η ζωή μου μεταμορφώθηκε εντελώς​—αλλά άξιζε τον κόπο. Τώρα νιώθω ότι ο Θεός με έχει συγχωρήσει για όσα έκανα στο παρελθόν. Αντί να αφαιρώ ζωές, η αποστολή μου τώρα είναι να προσφέρω στους ανθρώπους την ελπίδα της αιώνιας ζωής σε μια παραδεισιακή γη. Ως πεζοναύτης, έκανα ό,τι έκανα από άγνοια και παροδηγημένο ζήλο. Ως Μάρτυρας του Ιεχωβά, έχοντας μάθει τι διδάσκει η Αγία Γραφή, κάνω ό,τι κάνω από ακλόνητη πεποίθηση ότι υπάρχει ένας αληθινός, ζωντανός Θεός, ότι είναι στοργικός Θεός και ότι στο τέλος μόνο καλά πράγματα περιμένουν εκείνους που τον αγαπούν και υπακούν σε αυτόν.

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 25]

Εφτά ημέρες την εβδομάδα και σχεδόν 24 ώρες το 24ωρο, είτε πυροβολούσα είτε προσπαθούσα να αποφύγω τους πυροβολισμούς, είτε έστηνα ενέδρες είτε μου έστηναν ενέδρες

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 27]

Αφότου πλησίασα τον Ιεχωβά Θεό, μετανιώνω βαθιά που αφαίρεσα ζωές συνανθρώπων μου στον πόλεμο

[Εικόνες στη σελίδα 24]

Όταν υπηρετούσα ως εκπαιδευτής (επάνω), και στο πεζικό στο Βιετνάμ (αριστερά)

[Εικόνα στη σελίδα 25]

Τα τραύματά μου μού απέφεραν αριστείο ανδρείας, αλλά δεν αρκούσαν για να με πείσουν να εγκαταλείψω τον πόλεμο

[Εικόνα στη σελίδα 26]

Η Κριστίν και εγώ έχουμε αφιερώσει τα 36 χρόνια της κοινής μας ζωής στο να βοηθούμε άλλους να αποκτήσουν Γραφική γνώση