Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Η Αγία Γραφή Στόχος Επίθεσης

Η Αγία Γραφή Στόχος Επίθεσης

Η Αγία Γραφή Στόχος Επίθεσης

Η ΣΥΛΛΟΓΗ συγγραμμάτων που μας είναι γνωστή ως η Βίβλος, ή αλλιώς Αγία Γραφή, καταγράφηκε σε μια περίοδο 1.600 και πλέον ετών. Το παλιότερο τμήμα της συντάχθηκε από τον Μωυσή, ενώ το τελευταίο από έναν μαθητή του Ιησού Χριστού σχεδόν εκατό χρόνια μετά τη γέννησή Του.

Οι προσπάθειες φίμωσης των Γραφών έχουν μακρά ιστορία, η οποία ξεκινάει πολύ πριν από την Κοινή μας Χρονολογία, συνεχίζεται το Μεσαίωνα και φτάνει ως τη σύγχρονη εποχή. Μια από τις πρώτες μαρτυρίες για τέτοιες απόπειρες ανάγεται στην εποχή του Ιερεμία, ενός προφήτη του Θεού που έζησε 600 και πλέον χρόνια πριν από τη γέννηση του Ιησού Χριστού.

Ένα Αντιδημοφιλές Άγγελμα Δέχεται Επίθεση

Ο Θεός κατηύθυνε τον προφήτη Ιερεμία να καταγράψει σε ρόλο ένα άγγελμα που καταδίκαζε τους αμαρτωλούς κατοίκους του αρχαίου Ιούδα και τους προειδοποιούσε ότι η πρωτεύουσά τους, η Ιερουσαλήμ, θα καταστρεφόταν αν δεν άλλαζαν πορεία. Ο γραμματέας του Ιερεμία, ο Βαρούχ, διάβασε το άγγελμα δημοσίως στο ναό της Ιερουσαλήμ. Το διάβασε και δεύτερη φορά εις επήκοον των αρχόντων του Ιούδα, οι οποίοι πήγαν το ρόλο στον Βασιλιά Ιωακείμ. Στο βασιλιά δεν άρεσαν καθόλου αυτά που άκουσε όταν του διάβασαν τα λόγια του Θεού. Γι’ αυτό, έκανε κομμάτια το ρόλο και τον έκαψε.​—Ιερεμίας 36:1-23.

Έπειτα ο Θεός πρόσταξε τον Ιερεμία: «Πάρε ξανά έναν άλλον ρόλο και γράψε σε αυτόν όλα τα πρώτα λόγια που υπήρχαν στον πρώτο ρόλο, τον οποίο έκαψε ο Ιωακείμ, ο βασιλιάς του Ιούδα». (Ιερεμίας 36:28) Περίπου 17 χρόνια αργότερα, ακριβώς όπως είχε προείπει ο λόγος του Θεού μέσω του Ιερεμία, η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε, πολλοί από τους άρχοντές της σφαγιάστηκαν και οι κάτοικοί της οδηγήθηκαν σε εξορία στη Βαβυλώνα. Το άγγελμα εκείνου του ρόλου​—καθώς και μια περιγραφή των συνθηκών που επικρατούσαν τον καιρό της επίθεσης—​σώζεται ως τις ημέρες μας στο Γραφικό βιβλίο του Ιερεμία.

Η Γραφή στην Πυρά​—Και Πάλι

Ο Ιωακείμ δεν ήταν ο μόνος στην προχριστιανική εποχή που επιχείρησε να κάψει το Λόγο του Θεού. Μετά τη διάσπαση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, ο Ισραήλ βρέθηκε στη σφαίρα επιρροής της δυναστείας των Σελευκιδών. Ο Σελευκίδης Βασιλιάς Αντίοχος ο Επιφανής, ο οποίος κυβέρνησε την περίοδο 175-164 Π.Κ.Χ., ήθελε να ενώσει την αυτοκρατορία του μέσω του ελληνικού πολιτισμού. Για να το επιτύχει αυτό, προσπάθησε να επιβάλει στους Ιουδαίους τον τρόπο ζωής, τα έθιμα και τη θρησκεία των Ελλήνων.

Γύρω στο 168 Π.Κ.Χ., ο Αντίοχος λεηλάτησε το ναό του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ. Πάνω στο θυσιαστήριο έχτισε ένα άλλο αφιερωμένο στον Δία. Επίσης, απαγόρευσε την τήρηση του Σαββάτου και πρόσταξε τους Ιουδαίους να αφήνουν τους γιους τους απερίτμητους. Η ποινή για τη μη συμμόρφωση ήταν θάνατος.

Στα πλαίσια αυτής της θρησκευτικής εκκαθάρισης, ο Αντίοχος αποπειράθηκε να εξαλείψει όλους τους ρόλους του Νόμου. Αν και η εκστρατεία του κάλυψε τον Ισραήλ από άκρη σε άκρη, δεν κατάφερε να καταστρέψει όλα τα αντίγραφα των Εβραϊκών Γραφών. Μερικοί προσεκτικά κρυμμένοι ρόλοι ίσως γλίτωσαν από τις φλόγες μέσα στον Ισραήλ, ενώ κάποια αντίγραφα των Άγιων Γραφών είναι γνωστό ότι τα έσωσαν παροικίες Ιουδαίων σε άλλα μέρη.

Το Διάταγμα του Διοκλητιανού

Ένας άλλος εξέχων άρχοντας που αποπειράθηκε να καταστρέψει τις Γραφές ήταν ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός. Το 303 Κ.Χ. εξέδωσε μια σειρά από ολοένα και πιο σκληρά διατάγματα εναντίον των Χριστιανών. Αυτό οδήγησε στο «Μεγάλο Διωγμό», όπως τον έχουν χαρακτηρίσει μερικοί ιστορικοί. Το πρώτο του διάταγμα πρόσταζε να καούν τα αντίγραφα των Γραφών και να κατεδαφιστούν οι χώροι συνάθροισης των Χριστιανών. Ο Χάρι Γ. Γκαμπλ, καθηγητής θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, έγραψε: «Ο Διοκλητιανός το θεωρούσε δεδομένο ότι κάθε Χριστιανική κοινότητα, όπου και αν βρισκόταν, διέθετε μια συλλογή βιβλίων, και ήξερε επίσης ότι εκείνα τα βιβλία ήταν απαραίτητα για τη συνέχιση της λειτουργίας της». Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, ο οποίος έζησε εκείνη την περίοδο, ανέφερε: «Είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια τους οίκους προσευχής να κατεδαφίζονται συθέμελα, και τις θεόπνευστες και ιερές Γραφές να ρίχνονται στις φλόγες στο μέσο των αγορών».

Τρεις μήνες αφότου εκδόθηκε το διάταγμα του Διοκλητιανού, ο δήμαρχος της πόλης Κίρτα (σημερινή Κωνσταντίνη) στη Βόρεια Αφρική λέγεται ότι πρόσταξε τους Χριστιανούς να παραδώσουν όλα τα «συγγράμματα του νόμου» και τα «αντίγραφα των γραφών» που διέθεταν. Αφηγήσεις της ίδιας περιόδου κάνουν λόγο για Χριστιανούς που προτίμησαν να υποστούν βασανιστήρια και να θανατωθούν αντί να παραδώσουν τις Γραφές για καταστροφή.

Ο Σκοπός των Επιθέσεων

Κοινός σκοπός του Ιωακείμ, του Αντίοχου και του Διοκλητιανού ήταν να εξαλείψουν​—ναι, να αφανίσουν από προσώπου γης—​το Λόγο του Θεού. Εντούτοις, η Γραφή επέζησε από κάθε απόπειρα καταστροφής της. Οι άρχοντες της Ρώμης που διαδέχθηκαν τον Διοκλητιανό άρχισαν να δηλώνουν ότι είχαν μεταστραφεί στη Χριστιανοσύνη. Ωστόσο, οι επιθέσεις κατά της Γραφής συνεχίστηκαν. Γιατί;

Οι άρχοντες και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες ισχυρίζονταν ότι η καύση των Γραφών δεν συνιστούσε απόπειρα καταστροφής της Γραφής. Προσπαθούσαν απλώς να την κρατήσουν μακριά από τον κοινό λαό. Γιατί όμως να θέλουν κάτι τέτοιο οι εκκλησιαστικοί ηγέτες; Και μέχρι ποιου σημείου έφτασε η εκκλησία στην προσπάθειά της να καταστείλει την ανάγνωση της Γραφής; Ας δούμε.