Τετ α Τετ με τους Πεδινούς Γορίλες
ΣΤΑ βάθη του ισημερινού βροχερού δάσους της Κεντρικής Αφρικανικής Δημοκρατίας υπάρχει ένας θησαυρός της φύσης που ελάχιστα μάτια είχαν την τύχη να αντικρίσουν. Ταξιδεύαμε 12 ολόκληρες ώρες σε κακοτράχαλους δρόμους με προορισμό μας το Εθνικό Πάρκο Τζάνγκα‐Ντόκι, ένα παρθένο καταφύγιο άγριας ζωής στο νοτιοδυτικό άκρο της χώρας, μεταξύ Καμερούν και Δημοκρατίας του Κονγκό. Κάναμε όλο αυτό το ταξίδι για να συναντήσουμε τον Μακούμπα, έναν δυτικό πεδινό γορίλα, και την οικογένειά του.
Η ξεναγός μας μάς είπε να μη σκορπίσουμε και να έχουμε το νου μας για ελέφαντες, μιας και θα βαδίζαμε στα ίδια μονοπάτια που ακολουθούν κάθε μέρα αναζητώντας τροφή. Αλλά αυτή δεν ήταν η μοναδική μας έγνοια. «Αν σας ορμήσει κανένας γορίλας», μας προειδοποίησε, «μείνετε ακίνητοι και καρφώστε το βλέμμα σας στο έδαφος. Δεν θα σας πειράξει, απλώς θα κάνει πολλή φασαρία. Μην τον κοιτάξετε στα μάτια. Εγώ έχω διαπιστώσει ότι το καλύτερο είναι να κλείνω τα μάτια μου».
Την ομάδα μας οδηγούσε ένας ιχνηλάτης από το λαό Μπαάκα, που συγκαταλέγονται στους Πυγμαίους λόγω των χαρακτηριστικών τους και του μικρού τους αναστήματος. Ο επιδέξιος ντόπιος ιχνηλάτης μπορεί να εντοπίσει ακόμα και τα πιο ακριβοθώρητα ζώα από την πιο φευγαλέα εικόνα, μυρωδιά ή ήχο. Καθώς προχωρούσαμε, άρχισαν να μας περικυκλώνουν ενοχλητικά σμήνη μελισσών που ελκύονται από τον ιδρώτα. Πασχίζαμε να ακολουθήσουμε τον ιχνηλάτη καθώς διέσχιζε την πυκνή βλάστηση με χαρακτηριστική ευκολία.
Έπειτα από λίγο, βρεθήκαμε να βαδίζουμε σε παρθένο δάσος όπου ελάχιστοι Δυτικοί έχουν πατήσει το πόδι τους. Τότε, ο ιχνηλάτης μας σταμάτησε απότομα και μας έδειξε ένα μεγάλο ξέφωτο κοντά στο μονοπάτι. Εκεί είδαμε τσαλαπατημένους θάμνους και πατικωμένο χορτάρι όπου μέχρι πριν από λίγο έπαιζαν τα γοριλάκια, καθώς και σπασμένα και μαδημένα κλαδιά—τα απομεινάρια από το κολατσιό τους. Η προσμονή μας κορυφωνόταν καθώς συνεχίζαμε το δρόμο μας.
Περίπου 3 χιλιόμετρα παρακάτω, ο ιχνηλάτης χαλάρωσε το βήμα του. Για να μην τρομάξει τους γορίλες, έκανε έναν χαρακτηριστικό ήχο πλαταγίζοντας τη γλώσσα του. Πολύ κοντά μας ακούγονταν βαθιά γρυλίσματα ανακατεμένα με τον ήχο των κλαδιών που έσπαζαν. Η ξεναγός μάς έκανε αργά αργά νόημα να προχωρήσουμε. Με το δάχτυλο στα χείλη, μας έγνεψε να κάνουμε απόλυτη ησυχία. Μας είπε να καθήσουμε κουλουριασμένοι και έδειξε μέσα στα δέντρα. Γύρω στα 8 μέτρα πιο πέρα, τον είδαμε—ναι, ήταν ο Μακούμπα αυτοπροσώπως!
Ο σαματάς του δάσους είχε δώσει τώρα τη θέση του στη νεκρική σιγή, και το μόνο που ακούγαμε ήταν οι χτύποι της καρδιάς μας. Εννοείται ότι το μυαλό μας βασάνιζε η ερώτηση: Θα επιτεθεί ο Μακούμπα; Εκείνος γύρισε το τραχύ του πρόσωπο προς το μέρος μας, μας κοίταξε αδιάφορα για λίγο και μας υποδέχτηκε με ένα χασμουρητό. Επιτέλους, η καρδιά μας πήγε στη θέση της!
Παρότι στη γλώσσα άκα το όνομα «Μακούμπα» σημαίνει «Γρήγορος», όση ώρα ήμασταν εκεί αυτός απολάμβανε νωχελικά το πρωινό του. Παραδίπλα, δυο γοριλάκια πάλευαν και γαργαλούσαν το ένα το άλλο. Ο Σόπο, ένα μωρό δέκα μηνών με γουρλωμένα μάτια, έπαιζε κοντά στη μητέρα του, τη Μοπάμπι, η οποία τον τραβούσε χαδιάρικα κοντά της κάθε φορά που η αχόρταγη περιέργειά του τον οδηγούσε λίγο πιο πέρα. Η υπόλοιπη οικογένεια είτε μαδούσε και ξεφλούδιζε κλαδιά είτε έπαιζε. Πού και πού μας έριχναν κλεφτές ματιές ώσπου έχασαν κάθε ενδιαφέρον για εμάς και απορροφήθηκαν ξανά στο παιχνίδι τους.
Έπειτα από μία ώρα, ήταν καιρός να πηγαίνουμε. Αλλά και ο Μακούμπα φαινόταν πως είχε βαρεθεί να μας βλέπει, και αφού έβγαλε έναν βρυχηθμό, στηρίχτηκε στα τεράστια χέρια του, σηκώθηκε και χάθηκε στο δάσος. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ολόκληρη η οικογένεια είχε γίνει καπνός. Αν και η συνάντησή μας με αυτά τα εντυπωσιακά πλάσματα δεν κράτησε πολύ, ήταν μια εμπειρία που θα μας συντροφεύει για πολλά χρόνια.