Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Οι Πρώτοι Χριστιανοί και ο Κόσμος

Οι Πρώτοι Χριστιανοί και ο Κόσμος

Οι Πρώτοι Χριστιανοί και ο Κόσμος

ΣΧΕΔΟΝ πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, ένα καταπληκτικό γεγονός συνέβη στη Μέση Ανατολή. Ο μονογενής Γιος του Θεού στάλθηκε από την ουράνια κατοικία του για να ζήσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα στον κόσμο της ανθρωπότητας. Πώς ανταποκρίθηκε το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας; Ο απόστολος Ιωάννης απαντάει: «[Ο Ιησούς] ήτο εν τω κόσμω, και ο κόσμος έγεινε δι’ αυτού, και ο κόσμος δεν εγνώρισεν αυτόν. Εις τα ίδια ήλθε [στον Ισραήλ], και οι ίδιοι δεν εδέχθησαν αυτόν».—Ιωάννης 1:10, 11.

Ο κόσμος απλώς δεν δέχτηκε τον Ιησού, τον Γιο του Θεού. Γιατί δεν τον δέχτηκε; Ο Ιησούς εξήγησε ποιος ήταν ένας λόγος όταν είπε: ‘Ο κόσμος με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ περί αυτού ότι τα έργα αυτού είναι πονηρά’. (Ιωάννης 7:7) Τελικά, αυτός ο ίδιος κόσμος—ο οποίος αντιπροσωπευόταν από μερικούς Ιουδαίους θρησκευτικούς ηγέτες, έναν Εδωμίτη βασιλιά και ένα Ρωμαίο πολιτικό—θανάτωσε τον Ιησού. (Λουκάς 22:66–23:25· Πράξεις 3:14, 15· 4:24-28) Τι θα πούμε για τους ακολούθους του Ιησού; Θα ήταν ο κόσμος περισσότερο πρόθυμος να τους δεχτεί; Όχι. Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Ιησούς τούς προειδοποίησε: ‘Αν ήσασταν μέρος του κόσμου, ο κόσμος θα ένιωθε συμπάθεια για αυτό που είναι δικό του. Επειδή, λοιπόν, δεν είστε μέρος του κόσμου, αλλά εγώ σας έχω εκλέξει και ξεχωρίσει από τον κόσμο, γι’ αυτόν το λόγο σας μισεί ο κόσμος’.—Ιωάννης 15:19, ΜΝΚ.

Στην Αποστολική Εποχή

Τα λόγια του Ιησού αποδείχτηκαν αληθινά. Λίγες μόνο εβδομάδες μετά το θάνατό του, οι απόστολοί του συνελήφθησαν, απειλήθηκαν και δάρθηκαν. (Πράξεις 4:1-3· 5:17, 18, 40) Σύντομα έπειτα από αυτό, ο ζηλωτής Στέφανος φέρθηκε ενώπιον του Ιουδαϊκού Σάνχεδριν και κατόπιν λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου. (Πράξεις 6:8-12· 7:54, 57, 58) Αργότερα, ο απόστολος Ιάκωβος εκτελέστηκε από τον Βασιλιά Ηρώδη Αγρίππα Α΄. (Πράξεις 12:1, 2) Στη διάρκεια των ιεραποστολικών του ταξιδιών, ο Παύλος υπέστη διωγμό με την υποκίνηση των Ιουδαίων της διασποράς.—Πράξεις 13:50· 14:2, 19.

Πώς αντέδρασαν οι πρώτοι Χριστιανοί σε αυτή την εναντίωση; Όταν, στις πρώτες μέρες της Χριστιανοσύνης, οι θρησκευτικές αρχές απαγόρεψαν στους αποστόλους να κηρύττουν στο όνομα του Ιησού, οι απόστολοι δήλωσαν: ‘Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους’. (Πράξεις 4:19, 20· 5:29, ΜΝΚ) Αυτή συνέχισε να είναι η στάση τους όποτε εγειρόταν διωγμός. Παρ’ όλα αυτά, ο απόστολος Παύλος συμβούλεψε τους Χριστιανούς στη Ρώμη να ‘υποτάσσονται στις ανώτερες [κυβερνητικές] εξουσίες’. Επίσης τους έδωσε την εξής συμβουλή: ‘Αν είναι δυνατόν, όσο εξαρτάται από εσάς, να είστε ειρηνικοί με όλους τους ανθρώπους’. (Ρωμαίους 12:18, ΜΝΚ· 13:1) Συνεπώς, οι πρώτοι Χριστιανοί έπρεπε να διατηρούν μια δύσκολη ισορροπία. Αυτοί υπάκουαν στον Θεό ως τον πρώτιστο Άρχοντά τους. Ταυτόχρονα, υποτάσσονταν στις εξουσίες των εθνών και προσπαθούσαν να ζουν ειρηνικά με όλους τους ανθρώπους.

Οι Χριστιανοί στο Ρωμαϊκό Κόσμο

Στον κόσμο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο οποίος υπήρχε τον πρώτο αιώνα, οι Χριστιανοί αναμφίβολα επωφελήθηκαν από την Παξ Ρομάνα, δηλαδή τη Ρωμαϊκή Ειρήνη, η οποία διατηρούνταν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Η σταθερή κυριαρχία του νόμου και της τάξης, οι καλοί δρόμοι και τα σχετικά ασφαλή θαλάσσια ταξίδια δημιούργησαν ένα περιβάλλον το οποίο ευνόησε την επέκταση της Χριστιανοσύνης. Είναι προφανές ότι οι πρώτοι Χριστιανοί αναγνώριζαν το χρέος που είχαν απέναντι στην κοινωνία και έδιναν προσοχή στην εντολή του Ιησού να ‘αποδίδουν αυτά που ήταν του Καίσαρα στον Καίσαρα’. (Μάρκος 12:17) Γράφοντας στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο (138-161 Κ.Χ.), ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας υποστήριζε ότι οι Χριστιανοί πλήρωναν τους φόρους τους «πιο πρόθυμα από όλους τους άλλους ανθρώπους». (Πρώτη Απολογία, κεφάλαιο 17) Το 197 Κ.Χ., ο Τερτυλλιανός είπε στους Ρωμαίους κυβερνήτες ότι οι εισπράκτορες των φόρων «χρωστούσαν ευγνωμοσύνη στους Χριστιανούς» για τον ευσυνείδητο τρόπο με τον οποίο εκείνοι πλήρωναν τους φόρους τους. (Απολογία, κεφάλαιο 42) Αυτός ήταν ένας τρόπος με τον οποίο ακολουθούσαν τη συμβουλή του Παύλου που έλεγε ότι έπρεπε να υποτάσσονται στις ανώτερες εξουσίες.

Επιπλέον, οι πρώτοι Χριστιανοί, όσο το επέτρεπαν οι Χριστιανικές τους αρχές, προσπαθούσαν να ζουν ειρηνικά με τους γείτονές τους. Αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο. Ο κόσμος γύρω τους ήταν πολύ ανήθικος και βρισκόταν βουτηγμένος στην ελληνορωμαϊκή ειδωλολατρία, στην οποία είχε πρόσφατα προστεθεί η λατρεία του αυτοκράτορα. Η ειδωλολατρική ρωμαϊκή θρησκεία ήταν βασικά θρησκεία του Κράτους, έτσι οποιαδήποτε άρνηση να την ασκήσει κανείς μπορούσε να θεωρηθεί ως εκδήλωση εχθρότητας προς το Κράτος. Σε τι θέση έφερνε αυτό τους Χριστιανούς;

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Ε. Τζ. Χάρντι έγραψε: «Ο Τερτυλλιανός απαριθμεί πολλά πράγματα τα οποία ήταν αδύνατον να κάνει ένας ευσυνείδητος Χριστιανός, επειδή περιλάμβαναν ειδωλολατρία: π.χ. ο όρκος που συνηθιζόταν όταν γίνονταν συμβόλαια· η φωταγώγηση στις πόρτες κατά τη διάρκεια των γιορτών, κτλ.· όλες οι ειδωλολατρικές θρησκευτικές τελετές· οι αγώνες και το αμφιθέατρο· το επάγγελμα που αφορούσε τη διδασκαλία της κοσμικής [ειδωλολατρικής κλασικής] φιλολογίας· η στρατιωτική υπηρεσία· τα δημόσια αξιώματα».—Η Χριστιανοσύνη και η Ρωμαϊκή Κυβέρνηση (Christianity and the Roman Government).

Ναι, ήταν δύσκολο να ζει κάποιος στο ρωμαϊκό κόσμο χωρίς να προδώσει τη Χριστιανική πίστη. Ο Γάλλος Καθολικός συγγραφέας Α. Άμαν γράφει: «Ήταν αδύνατον να κάνεις ένα βήμα χωρίς να συναντήσεις στο δρόμο σου κάποια θεότητα. Η θέση ενός ατόμου ως Χριστιανού του δημιουργούσε προβλήματα σε καθημερινή βάση· ζούσε στο περιθώριο της κοινωνίας . . . Αντιμετώπιζε αλλεπάλληλα προβλήματα στο σπίτι, στους δρόμους, στην αγορά . . . Στο δρόμο, είτε ήταν Ρωμαίος πολίτης είτε όχι, ένας Χριστιανός έπρεπε να βγάζει ό,τι φορούσε στο κεφάλι του όταν περνούσε μπροστά από ένα ναό ή από κάποιο άγαλμα. Πώς θα μπορούσε να αποφύγει να το κάνει αυτό χωρίς να κινήσει υποψίες, και ωστόσο πώς θα μπορούσε να συμμορφωθεί χωρίς να κάνει μια πράξη υποταγής; Αν ασχολούνταν με επιχειρήσεις και ήθελε να δανειστεί χρήματα, έπρεπε να ορκιστεί σε εκείνον που του δάνειζε τα χρήματα στο όνομα των θεών. . . . Αν δεχόταν ένα δημόσιο αξίωμα, αναμενόταν από αυτόν να προσφέρει κάποια θυσία. Αν στρατολογούνταν, πώς θα μπορούσε να αποφύγει να δώσει τον όρκο και να μη συμμετάσχει στις τελετουργίες της στρατιωτικής υπηρεσίας;»—Η Καθημερινή Ζωή στους Πρώτους Χριστιανούς, 95-197 Κ.Χ. (La vie quotidienne des premiers chrétiens [95-197]).

Καλοί Πολίτες και Όμως τους Κακολογούσαν

Περίπου το 60 ή το 61 Κ.Χ., όταν ο Παύλος ήταν στη Ρώμη περιμένοντας να δικαστεί από τον Αυτοκράτορα Νέρωνα, οι προύχοντες των Ιουδαίων είπαν σχετικά με τους πρώτους Χριστιανούς: «Περί της αιρέσεως ταύτης είναι γνωστόν εις ημάς ότι πανταχού αντιλέγεται [μιλούν εναντίον της, ΜΝΚ]». (Πράξεις 28:22) Το ιστορικό υπόμνημα αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι μιλούσαν εναντίον των Χριστιανών—αλλά αυτό γινόταν άδικα. Στο βιβλίο του Η Άνοδος της Χριστιανοσύνης (The Rise of Christianity), ο Ε. Γ. Μπαρνς αφηγείται: «Το Χριστιανικό κίνημα, στα πρώτα επίσημα έγγραφά του, παρουσιάζεται βασικά ως ηθικό και νομοταγές. Τα μέλη του επιθυμούσαν να είναι καλοί πολίτες και αφοσιωμένοι υπήκοοι. Απέφευγαν τα ελαττώματα και τις φαυλότητες της ειδωλολατρίας. Στην ιδιωτική ζωή επιδίωκαν να είναι ειρηνικοί γείτονες και αξιόπιστοι φίλοι. Διδάσκονταν να είναι σοβαροί, εργατικοί και να ζουν καθαρή ζωή. Μολονότι γύρω τους επικρατούσε η διαφθορά και η ακολασία, εκείνοι, στην περίπτωση που παρέμεναν όσιοι στις αρχές τους, ήταν έντιμοι και φιλαλήθεις. Οι κανόνες τους σχετικά με τις σεξουαλικές σχέσεις ήταν υψηλοί: η γαμήλια ένωση γινόταν σεβαστή και η οικογενειακή ζωή ήταν αγνή. Με τέτοιες αρετές δεν θα μπορούσαν, ίσως σκεφτεί κάποιος, να αποτελούν προβληματικούς πολίτες. Εντούτοις, επί πολύ καιρό τους περιφρονούσαν, τους κακολογούσαν και τους μισούσαν».

Όπως ακριβώς ο αρχαίος κόσμος δεν κατάλαβε τον Ιησού, έτσι δεν κατάλαβε και τους Χριστιανούς και συνεπώς τους μίσησε. Επειδή αρνούνταν να λατρέψουν τον αυτοκράτορα και τις ειδωλολατρικές θεότητες, τους κατηγορούσαν για αθεΐα. Αν λάβαινε χώρα κάποια καταστροφή, τους κατέκριναν ότι είχαν εξοργίσει τους θεούς. Επειδή δεν παρακολουθούσαν ανήθικα θεατρικά έργα ή αιματηρές μονομαχίες, τους θεωρούσαν αντικοινωνικούς, ακόμα και ‘μισανθρώπους’. Οι εχθροί τους ισχυρίζονταν ότι οικογένειες διαλύονταν εξαιτίας της Χριστιανικής «αίρεσης» και συνεπώς αυτή αποτελούσε κίνδυνο για τη σταθερότητα της κοινωνίας. Ο Τερτυλλιανός μίλησε για ειδωλολάτρες συζύγους οι οποίοι θα προτιμούσαν να διαπράξουν οι γυναίκες τους μοιχεία παρά να γίνουν Χριστιανές.

Οι Χριστιανοί επικρίνονταν επειδή ήταν εναντίον των εκτρώσεων, οι οποίες ήταν ευρέως διαδεδομένες τότε. Εντούτοις, οι εχθροί τους τούς κατηγορούσαν ότι σκότωναν παιδιά. Λεγόταν ότι στις συγκεντρώσεις τους έπιναν το αίμα θυσιασμένων παιδιών. Ταυτόχρονα, οι εχθροί τους προσπαθούσαν να τους κάνουν να φάνε λουκάνικα με αίμα, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν ενάντια στη συνείδησή τους. Έτσι, αυτοί οι διώκτες διέψευδαν τους ίδιους τούς ισχυρισμούς τους.—Τερτυλλιανός, Απολογία, κεφάλαιο 9.

Τους Περιφρονούσαν ως μια Καινούρια Αίρεση

Ο ιστορικός Κένεθ Σκοτ Λατουρέτ έγραψε: «Ακόμα μια άλλη σειρά από κατηγορίες γελοιοποιούσε τη Χριστιανοσύνη επειδή είχε σχηματιστεί πρόσφατα και τη σύγκρινε με την αρχαιότητα των αντιπάλων της [του Ιουδαϊσμού και των ελληνορωμαϊκών ειδωλολατρικών θρησκειών]». (Ιστορία της Επέκτασης της Χριστιανοσύνης [A History of the Expansion of Christianity], Τόμος 1, σελίδα 131) Στις αρχές του δεύτερου αιώνα Κ.Χ., ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος αποκάλεσε τη Χριστιανοσύνη «καινούρια και επιζήμια δεισιδαιμονία». Ο Τερτυλλιανός επιβεβαίωσε ότι και μόνο το όνομα Χριστιανός ήταν μισητό και ότι οι Χριστιανοί αποτελούσαν απεχθή αίρεση. Μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν οι αξιωματούχοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τους Χριστιανούς το δεύτερο αιώνα, ο Ρόμπερτ Μ. Γκραντ έγραψε: «Η βασική άποψη ήταν ότι η Χριστιανοσύνη αποτελούσε απλώς μια περιττή, ίσως και επιβλαβή, θρησκεία».—Πρώτη Χριστιανοσύνη και Κοινωνία (Early Christianity and Society).

Τους Κατηγορούσαν για Σφοδρό Προσηλυτισμό

Στο βιβλίο του Οι Πρώτοι Αιώνες της Εκκλησίας (Les premiers siècles de l’Eglise), ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόνης Ζαν Μπερναρντί έγραψε: «[Οι Χριστιανοί] έπρεπε να βγαίνουν και να κηρύττουν οπουδήποτε και σε οποιονδήποτε. Στις λεωφόρους και στις πόλεις, στις δημόσιες πλατείες και στα σπίτια. Είτε ήταν ευπρόσδεκτοι είτε όχι. Στους φτωχούς, και στους πλούσιους οι οποίοι καταβαρύνονταν από τα αποκτήματά τους. Στους ασήμαντους και στους κυβερνήτες των ρωμαϊκών επαρχιών . . . Έπρεπε να χρησιμοποιούν τους δρόμους, να επιβιβάζονται σε πλοία και να πηγαίνουν μέχρι τα πέρατα της γης».

Το έκαναν αυτό; Αποδεδειγμένα το έκαναν. Ο καθηγητής Λεόν Ομό αναφέρει ότι οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν την κοινή γνώμη εναντίον τους λόγω του «ένθερμου προσηλυτισμού» τους. Ο καθηγητής Λατουρέτ δηλώνει ότι ενώ οι Ιουδαίοι έχασαν το ζήλο που είχαν να προσηλυτίζουν, «οι Χριστιανοί, απεναντίας, επιτελούσαν το ιεραποστολικό τους έργο με επιμονή, πράγμα που δημιούργησε ένα κλίμα δυσαρέσκειας».

Το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., ο Ρωμαίος φιλόσοφος Κέλσος επέκρινε τις μεθόδους κηρύγματος των Χριστιανών. Ο ίδιος δήλωσε ότι η Χριστιανοσύνη ήταν για τους αμόρφωτους και ότι αυτή μπορούσε ‘να πείσει μόνο τους ανόητους, τους δούλους, τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά’. Κατηγόρησε τους Χριστιανούς ότι δίδασκαν «αφελείς ανθρώπους» κάνοντάς τους να «πιστεύουν χωρίς λογική σκέψη». Αυτός ισχυριζόταν ότι εκείνοι έλεγαν στους νέους μαθητές τους: «Μην κάνετε ερωτήσεις· μόνο πιστεύετε». Εντούτοις, σύμφωνα με τον Ωριγένη, ο ίδιος ο Κέλσος παραδεχόταν ότι «δεν ήταν μόνο οι απλοί άνθρωποι εκείνοι που από τη διδασκαλία του Ιησού υποκινούνταν να υιοθετήσουν τη θρησκεία Του».

Όχι Οικουμενισμός

Τους πρώτους Χριστιανούς τούς επέκριναν ακόμα περισσότερο επειδή υποστήριζαν ότι είχαν την αλήθεια του μόνου αληθινού Θεού. Αυτοί δεν δέχονταν τον οικουμενισμό, δηλαδή το συγκρητισμό. Ο Λατουρέτ έγραψε: «Ανόμοια με τα περισσότερα θρησκεύματα της εποχής, αυτοί [οι Χριστιανοί] ήταν εχθρικοί απέναντι στις άλλες θρησκείες. . . . Σε αντίθεση με την αρκετά μεγάλη ανοχή που χαρακτήριζε τις άλλες θρησκείες, αυτοί διακήρυτταν ότι είχαν την αδιαμφισβήτητη αλήθεια».

Το 202 Κ.Χ., ο Αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο απαγόρευε στους Χριστιανούς να κάνουν προσηλύτους. Αυτό, ωστόσο, δεν τους σταμάτησε από το να δίνουν μαρτυρία για την πίστη τους. Ο Λατουρέτ περιγράφει το αποτέλεσμα: «Αρνούμενη να συμβιβαστεί με την καθιερωμένη ειδωλολατρία και με πολλά από τα κοινωνικά έθιμα και τις ηθικές συνήθειες εκείνης της εποχής, [η πρώτη Χριστιανοσύνη] ανέπτυξε μια συνοχή και μια οργάνωση που την έφερναν σε αντίθεση με την κοινωνία. Αυτή η απότομη αλλαγή με την οποία έπρεπε να συμμορφωθεί έδωσε στους οπαδούς της μια πεποίθηση η οποία αποτελούσε πηγή δύναμης απέναντι στο διωγμό καθώς και πηγή ζήλου στην προσπάθειά τους να κερδίσουν προσηλύτους».

Επομένως, το ιστορικό υπόμνημα είναι σαφές. Ως επί το πλείστον, οι πρώτοι Χριστιανοί, ενώ προσπαθούσαν να είναι καλοί πολίτες και να ζουν ειρηνικά με όλους τους ανθρώπους, αρνούνταν να γίνουν ‘μέρος του κόσμου’. (Ιωάννης 15:19, ΜΝΚ) Σέβονταν τις εξουσίες. Αλλά, όταν ο Καίσαρας τους απαγόρευε να κηρύττουν, αυτοί δεν είχαν άλλη εναλλακτική λύση από το να συνεχίσουν να κηρύττουν. Προσπαθούσαν να ζουν ειρηνικά με όλους τους ανθρώπους αλλά αρνούνταν να συμβιβαστούν όσον αφορά τις ηθικές αρχές και την ειδωλολατρία. Για όλα αυτά, τους περιφρονούσαν, τους κακολογούσαν, τους μισούσαν και τους δίωκαν, όπως ακριβώς είχε προείπει ο Χριστός ότι θα τους φέρονταν.—Ιωάννης 16:33.

Συνεχίστηκε αυτός ο αποχωρισμός τους από τον κόσμο; Ή μήπως με την πάροδο του χρόνου, εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι ασκούσαν τη Χριστιανοσύνη άλλαξαν τη στάση τους σε σχέση με αυτό;

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 4]

«Η θέση ενός ατόμου ως Χριστιανού του δημιουργούσε προβλήματα σε καθημερινή βάση· ζούσε στο περιθώριο της κοινωνίας»

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]

‘Γελοιοποιούσαν τη Χριστιανοσύνη επειδή είχε σχηματιστεί πρόσφατα και τη σύγκριναν με την αρχαιότητα των αντιπάλων της’

[Εικόνα στη σελίδα 3]

Επειδή οι Χριστιανοί αρνούνταν να λατρέψουν το Ρωμαίο αυτοκράτορα και τις ειδωλολατρικές θεότητες, τους κατηγορούσαν για αθεΐα

[Ευχαριστίες]

Museo della Civiltà Romana, Roma

[Εικόνα στη σελίδα 7]

Οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα ήταν γνωστοί ως ζηλωτές κήρυκες του αγγέλματος της Βασιλείας

[Ευχαριστία για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 2]

Cover: Alinari/Art Resource, N.Y.