Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Πώς Έγινε ο Χριστιανικός Κόσμος Μέρος Αυτού του Κόσμου

Πώς Έγινε ο Χριστιανικός Κόσμος Μέρος Αυτού του Κόσμου

Πώς Έγινε ο Χριστιανικός Κόσμος Μέρος Αυτού του Κόσμου

ΜΕ ΤΟΝ καιρό η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην οποία ξεκίνησε η πρώτη Χριστιανοσύνη, κατέρρευσε. Πολλοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι εκείνη η κατάρρευση αποτέλεσε επίσης τον καιρό της τελικής νίκης της Χριστιανοσύνης επί της ειδωλολατρίας. Εκφράζοντας μια διαφορετική άποψη, ο Αγγλικανός επίσκοπος Ε. Γ. Μπαρνς έγραψε: «Καθώς ο κλασικός πολιτισμός κατέρρευσε, η Χριστιανοσύνη έπαψε να είναι η ευγενής πίστη του Ιησού Χριστού: έγινε μια θρησκεία η οποία χρησίμευε ως η κοινωνική συνδετική δύναμη ενός κόσμου που βρισκόταν σε διάλυση».—Η Άνοδος της Χριστιανοσύνης (The Rise of Christianity).

Πριν από εκείνη την κατάρρευση, στη διάρκεια του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου αιώνα Κ.Χ., η ιστορία αναφέρει ότι εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι ακολουθούσαν τον Ιησού παρέμεναν αποχωρισμένοι από το ρωμαϊκό κόσμο με πολλούς τρόπους. Αλλά η ιστορία αποκαλύπτει επίσης την ανάπτυξη της αποστασίας σε σχέση με τις δοξασίες, τη διαγωγή και την οργάνωση, όπως ακριβώς είχαν προείπει ο Ιησούς και οι απόστολοί του. (Ματθαίος 13:36-43· Πράξεις 20:29, 30· 2 Θεσσαλονικείς 2:3-12· 2 Τιμόθεον 2:16-18· 2 Πέτρου 2:1-3, 10-22) Τελικά έφτασαν να γίνουν συμβιβασμοί με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, και μερικοί από εκείνους που ισχυρίζονταν ότι ήταν Χριστιανοί υιοθέτησαν την ειδωλολατρία του κόσμου (όπως, λόγου χάρη, τις γιορτές του και τη λατρεία του προς μια μητέρα-θεά και έναν τριαδικό θεό), τη φιλοσοφία του (όπως, λόγου χάρη, την πίστη σε μια αθάνατη ψυχή) και τη διοικητική του οργάνωση (που φαίνεται από την εμφάνιση μιας τάξης κληρικών). Αυτό το διεφθαρμένο είδος Χριστιανοσύνης ήταν εκείνο που προσέλκυσε τις ειδωλολατρικές μάζες και έγινε μια δύναμη την οποία οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες προσπάθησαν αρχικά να την εξαλείψουν αλλά αργότερα συμβιβάστηκαν μαζί της και επιδίωξαν να τη χρησιμοποιήσουν για το δικό τους συμφέρον.

Νικήθηκε από τον Κόσμο

Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Αύγουστος Νέανδρος έδειξε τους κινδύνους που περιλαμβάνονταν σε αυτή την καινούρια σχέση μεταξύ της «Χριστιανοσύνης» και του κόσμου. Αυτός έγραψε ότι, αν οι Χριστιανοί θυσίαζαν τον αποχωρισμό τους από τον κόσμο, «η συνέπεια θα ήταν η ανάμειξη της εκκλησίας με τον κόσμο . . . μέσω της οποίας η εκκλησία θα έχανε την αγνότητά της, και, ενώ θα φαινόταν πως νικούσε, εκείνη θα ήταν η νικημένη».—Γενική Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας και Εκκλησίας (General History of the Christian Religion and Church), Τόμος 2, σελίδα 161.

Αυτό ακριβώς συνέβη. Στις αρχές του τέταρτου αιώνα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη «Χριστιανική» θρησκεία της εποχής του για να ενώσει τη διασπασμένη αυτοκρατορία του. Με αυτόν το σκοπό υπόψη, παραχώρησε στους καθ’ ομολογία Χριστιανούς θρησκευτική ελευθερία και μεταβίβασε μερικά από τα προνόμια του ειδωλολατρικού ιερατείου στη δική τους τάξη του κλήρου. Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica) δηλώνει: «Ο Κωνσταντίνος έβγαλε την εκκλησία από την απομόνωσή της από τον κόσμο προκειμένου εκείνη να αναλάβει κοινωνικές ευθύνες, και βοήθησε την εκκλησία να κερδίσει την ειδωλολατρική κοινωνία».

Θρησκεία του Κράτους

Μετά τον Κωνσταντίνο, ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός (361-363 Κ.Χ.) έκανε μια προσπάθεια να εναντιωθεί στη Χριστιανοσύνη και να επαναφέρει την ειδωλολατρία. Αλλά απέτυχε και, περίπου 20 χρόνια αργότερα, ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ έθεσε την ειδωλολατρία υπό απαγόρευση και επέβαλε την Τριαδική «Χριστιανοσύνη» ως την κρατική θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με καταπληκτική ακρίβεια, ο Γάλλος ιστορικός Ανρί Μαρού έγραψε: «Στο τέλος της βασιλείας του Θεοδόσιου, η Χριστιανοσύνη, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, ο ορθόδοξος Καθολικισμός, έγινε η επίσημη θρησκεία ολόκληρου του ρωμαϊκού κόσμου». Ο ορθόδοξος Καθολικισμός αντικατέστησε την αληθινή Χριστιανοσύνη και έγινε ‘μέρος του κόσμου’. Αυτή η θρησκεία του Κράτους ήταν εντελώς διαφορετική από τη θρησκεία των πρώτων ακολούθων του Ιησού, στους οποίους εκείνος είπε: ‘Δεν είστε μέρος του κόσμου’.—Ιωάννης 15:19, ΜΝΚ.

Ο Γάλλος ιστορικός και φιλόσοφος Λουί Ρουζιέ έγραψε: «Καθώς διαδιδόταν, η Χριστιανοσύνη υπέστη παράξενες αλλοιώσεις μέχρι του σημείου που έγινε αγνώριστη. . . . Η αρχική εκκλησία των φτωχών, οι οποίοι ζούσαν με ελεημοσύνες, έγινε μια θριαμβεύτρια εκκλησία η οποία συμβιβαζόταν με τις υπάρχουσες δυνάμεις όταν δεν μπορούσε να τις εξουσιάζει».

Στις αρχές του πέμπτου αιώνα Κ.Χ., ο Ρωμαιοκαθολικός «Άγιος» Αυγουστίνος έγραψε το σπουδαιότερο έργο του, με τίτλο Η Πολιτεία του Θεού. Σε αυτό περιέγραφε δύο πολιτείες, «εκείνη του Θεού και εκείνη του κόσμου». Πρόβαλε αυτό το έργο τον αποχωρισμό μεταξύ των Καθολικών και του κόσμου; Όχι, καθόλου. Ο καθηγητής Λατουρέτ δηλώνει: «Ο Αυγουστίνος αναγνώρισε ανοιχτά [ότι] οι δύο πολιτείες, η επίγεια και η ουράνια, έχουν αναμειχτεί». Ο Αυγουστίνος δίδαξε ότι «η Βασιλεία του Θεού έχει ήδη αρχίσει σε αυτόν τον κόσμο με την εγκαθίδρυση της [Καθολικής] εκκλησίας». (Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, Μακροπαιδεία [Macropædia], Τόμος 4, σελίδα 506) Έτσι, ανεξάρτητα με το ποιος ήταν ο αρχικός σκοπός του Αυγουστίνου, οι θεωρίες του είχαν ως αποτέλεσμα να αναμειχτεί η Καθολική Εκκλησία ακόμα πιο βαθιά στις πολιτικές υποθέσεις αυτού του κόσμου.

Μια Διαιρεμένη Αυτοκρατορία

Το 395 Κ.Χ., όταν πέθανε ο Θεοδόσιος Α΄, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε επίσημα στα δύο. Η Ανατολική, ή Βυζαντινή, Αυτοκρατορία είχε την πρωτεύουσά της στην Κωνσταντινούπολη (πρώην Βυζάντιο), και η Δυτική Αυτοκρατορία είχε την πρωτεύουσά της (μετά το 402 Κ.Χ.) στη Ραβένα της Ιταλίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαιρεθεί ο Χριστιανικός κόσμος πολιτικά καθώς και θρησκευτικά. Όσον αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στην Εκκλησία και στο Κράτος, η εκκλησία στην Ανατολική Αυτοκρατορία ακολούθησε τη θεωρία του Ευσέβιου της Καισάρειας (σύγχρονου του Μέγα Κωνσταντίνου). Περιφρονώντας τη Χριστιανική αρχή του αποχωρισμού από τον κόσμο, ο Ευσέβιος υποστήριξε ότι, αν ο αυτοκράτορας και η αυτοκρατορία ασπάζονταν τη Χριστιανική πίστη, η Εκκλησία και το Κράτος θα γίνονταν μία και μόνη Χριστιανική κοινωνία, στην οποία ο αυτοκράτορας θα ενεργούσε ως ο εκπρόσωπος του Θεού στη γη. Σε γενικές γραμμές, οι Ανατολικές Ορθόδοξες εκκλησίες έχουν ακολουθήσει αυτή τη σχέση ανάμεσα στην Εκκλησία και στο Κράτος στο πέρασμα των αιώνων. Στο βιβλίο του Η Ορθόδοξη Εκκλησία (The Orthodox Church), ο Τίμοθι Γουέρ, ένας Ορθόδοξος επίσκοπος, έδειξε ποιο είναι το αποτέλεσμα: «Ο εθνικισμός είναι η πληγή της Ορθοδοξίας τούς τελευταίους δέκα αιώνες».

Στη Δύση ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας εκθρονίστηκε το 476 Κ.Χ. έπειτα από εισβολή γερμανικών φυλών. Αυτό το γεγονός σήμανε το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα δηλώνει για το πολιτικό κενό που προέκυψε: «Σχηματίστηκε μια νέα δύναμη: η Ρωμαϊκή Εκκλησία, η εκκλησία του επισκόπου της Ρώμης. Αυτή η εκκλησία θεωρούσε τον εαυτό της διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που είχε εκλείψει». Η ίδια εγκυκλοπαίδεια συνεχίζει για να πει: «Οι Ρωμαίοι πάπες . . . επέκτειναν πέρα από τα σύνορα της εκκλησίας-κράτους την κοσμική αξίωσή τους για διακυβέρνηση από μέρους της εκκλησίας και ανέπτυξαν τη λεγόμενη θεωρία των δυο σπαθιών, δηλώνοντας ότι ο Χριστός έδωσε στον πάπα όχι μόνο πνευματική εξουσία πάνω στην εκκλησία αλλά επίσης κοσμική εξουσία πάνω στα κοσμικά βασίλεια».

Εθνικές Προτεσταντικές Εκκλησίες

Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τόσο η Ορθόδοξη όσο και η Ρωμαιοκαθολική θρησκεία συνέχισαν να είναι βαθιά αναμειγμένες στην πολιτική, στις κοσμικές δολοπλοκίες και στους πολέμους. Μήπως η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα σήμανε την επιστροφή στην αληθινή Χριστιανοσύνη, η οποία θα ήταν αποχωρισμένη από τον κόσμο;

Όχι. Διαβάζουμε στη Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα: «Οι Προτεστάντες Μεταρρυθμιστές των Λουθηρανικών, των Καλβινιστικών και των Αγγλικανικών παραδόσεων . . . παρέμειναν σταθερά προσκολλημένοι στις απόψεις του Αυγουστίνου, για του οποίου τη θεολογία ένιωθαν ιδιαίτερη συμπάθεια. . . . Καθεμιά από τις τρεις κύριες Προτεσταντικές παραδόσεις της Ευρώπης του 16ου αιώνα . . . βρήκε υποστήριξη από τις κοσμικές εξουσίες στη Σαξονία [κεντρική Γερμανία], στην Ελβετία και στην Αγγλία και τήρησε την ίδια στάση σε σχέση με το κράτος που είχε τηρήσει και η μεσαιωνική εκκλησία».

Αντί να οδηγήσει σε επιστροφή στη γνήσια Χριστιανοσύνη, η Μεταρρύθμιση δημιούργησε ένα πλήθος εθνικών και τοπικών εκκλησιών οι οποίες προσπαθούσαν να αποκτήσουν την εύνοια των πολιτικών κρατών και τα υποστήριζαν ενεργά στους πολέμους που εκείνα έκαναν. Στην πραγματικότητα, τόσο οι Καθολικές όσο και οι Προτεσταντικές εκκλησίες έχουν υποδαυλίσει θρησκευτικούς πολέμους. Στο βιβλίο του Η Εκδοχή Ενός Ιστορικού για τη Θρησκεία (An Historian’s Approach to Religion), ο Άρνολντ Τόινμπι έγραψε σχετικά με τέτοιους πολέμους: «Αυτοί οδήγησαν τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στη Γερμανία και στην Ιρλανδία, καθώς επίσης αντίπαλες αιρέσεις Προτεσταντών στην Αγγλία και στη Σκωτία, να επιδοθούν σε μια βάναυση προσπάθεια να καταπνίξουν ο ένας τον άλλον με τη δύναμη των όπλων». Οι σύγχρονες διαμάχες που έχουν επιφέρει διαίρεση στην Ιρλανδία και στην πρώην Γιουγκοσλαβία δείχνουν ότι η Ρωμαιοκαθολική, η Ορθόδοξη και η Προτεσταντική εκκλησία είναι ακόμα βαθιά αναμειγμένες στις υποθέσεις αυτού του κόσμου.

Σημαίνουν όλα αυτά ότι δεν υπάρχει πια στη γη αληθινή Χριστιανοσύνη, αποχωρισμένη από τον κόσμο; Το άρθρο που ακολουθεί θα απαντήσει σε αυτό το ερώτημα.

[Πλαίσιο/Εικόνα στις σελίδες 10, 11]

ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Η «ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗ» ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗ ποτέ δεν προοριζόταν να αποτελέσει μέρος αυτού του κόσμου. (Ματθαίος 24:3, Ιωάννης 17:16, ΜΝΚ) Εντούτοις, τα ιστορικά βιβλία μάς λένε ότι, τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ., η «Χριστιανοσύνη» έγινε η επίσημη κρατική θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πώς έγινε αυτό;

Από τον Νέρωνα (54-68 Κ.Χ.) μέχρι και τον τρίτο αιώνα Κ.Χ., όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είτε δίωκαν ενεργά τους Χριστιανούς είτε επέτρεπαν να διώκονται. Ο Γαλλιηνός (253-268 Κ.Χ.) ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο εκδηλωνόταν ανοχή σε αυτούς. Ακόμα και τότε, η Χριστιανοσύνη ήταν μια απαγορευμένη θρησκεία σε όλη την αυτοκρατορία. Μετά τον Γαλλιηνό ο διωγμός συνεχίστηκε, και υπό τον Διοκλητιανό (284-305 Κ.Χ.) και τους άμεσους διαδόχους του, εντάθηκε ακόμα περισσότερο.

Το σημείο στροφής ήρθε στις αρχές του τέταρτου αιώνα με τη λεγόμενη μεταστροφή στη Χριστιανοσύνη του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄. Σχετικά με αυτή τη «μεταστροφή», το γαλλικό έργο Τέο—Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια (Théo—Nouvelle encyclopédie catholique) δηλώνει: «Ο Κωνσταντίνος ισχυριζόταν ότι ήταν Χριστιανός αυτοκράτορας. Στην πραγματικότητα, βαφτίστηκε όταν ήταν ετοιμοθάνατος». Ωστόσο, το 313 Κ.Χ., ο Κωνσταντίνος και ο συναυτοκράτοράς του, ο Λικίνιος, εξέδωσαν ένα διάταγμα το οποίο έδινε θρησκευτική ελευθερία τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους ειδωλολάτρες. Η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια (New Catholic Encyclopedia) δηλώνει: «Η επέκταση από μέρους του Κωνσταντίνου της ελευθερίας λατρείας ώστε να συμπεριλάβει τους Χριστιανούς, η οποία υποδήλωνε ότι η Χριστιανοσύνη αναγνωριζόταν επίσημα ως ρελίγκιο λίκιτα [νόμιμη θρησκεία] παράλληλα με την ειδωλολατρία, ήταν μια επαναστατική πράξη».

Ωστόσο, Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica) διακηρύττει: «Αυτός [ο Κωνσταντίνος] δεν έκανε τη Χριστιανοσύνη θρησκεία της αυτοκρατορίας». Ο Γάλλος ιστορικός Ζαν-Ρεμί Παλάνκ, μέλος του Γαλλικού Ινστιτούτου, γράφει: «Το Ρωμαϊκό Κράτος . . . παρέμεινε, ωστόσο, επίσημα ειδωλολατρικό. Μάλιστα ο Κωνσταντίνος, όταν προσχώρησε στη θρησκεία του Χριστού, δεν έβαλε ένα τέλος σε αυτή την κατάσταση». Ο καθηγητής Έρνεστ Μπάρκερ δήλωσε στο έργο Η Κληρονομιά της Ρώμης (The Legacy of Rome): «[Η νίκη του Κωνσταντίνου] δεν κατέληξε στην άμεση εγκαθίδρυση της Χριστιανοσύνης ως θρησκείας του Κράτους. Ο Κωνσταντίνος ήταν ικανοποιημένος με το να αναγνωρίζει τη Χριστιανοσύνη ως ένα από τα είδη δημόσιας λατρείας της αυτοκρατορίας. Για τα επόμενα εβδομήντα χρόνια εκτελούνταν επίσημα στη Ρώμη οι παλιές ειδωλολατρικές τελετουργίες».

Έτσι, τώρα η «Χριστιανοσύνη» αποτελούσε μια νόμιμη θρησκεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πότε έγινε, με την πλήρη σημασία της έκφρασης, η επίσημη θρησκεία του Κράτους; Στη Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια διαβάζουμε: «Η πολιτική [του Κωνσταντίνου] συνεχίστηκε από τους διαδόχους του, με εξαίρεση τον Ιουλιανό [361-363 Κ.Χ.], του οποίου ο διωγμός εναντίον της Χριστιανοσύνης είχε απότομο τέλος με το θάνατό του. Τελικά, το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα, ο Μέγας Θεοδόσιος [379-395 Κ.Χ.] έκανε τη Χριστιανοσύνη επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας και κατέπνιξε τη δημόσια ειδωλολατρική λατρεία».

Επιβεβαιώνοντάς το αυτό και αποκαλύπτοντας τι ακριβώς ήταν αυτή η καινούρια θρησκεία του Κράτους, ο Βιβλικός λόγιος και ιστορικός Φ. Τζ. Φόουκς Τζάκσον έγραψε: «Υπό τον Κωνσταντίνο η Χριστιανοσύνη και η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν συνδεδεμένες. Υπό τον Θεοδόσιο ήταν ενωμένες . . . . Έκτοτε, ο τίτλος του Καθολικού προοριζόταν αποκλειστικά για εκείνους που λάτρευαν τον Πατέρα, τον Γιο και το Άγιο Πνεύμα αποδίδοντάς τους τον ίδιο ευλαβικό σεβασμό. Η θρησκευτική πολιτική αυτού του αυτοκράτορα ήταν στραμμένη εξ ολοκλήρου προς αυτόν το σκοπό, και είχε ως αποτέλεσμα να γίνει η Καθολική Πίστη η μόνη νόμιμη θρησκεία των Ρωμαίων».

Ο Ζαν-Ρεμί Παλάνκ έγραψε: «Ο Θεοδόσιος, ενώ μαχόταν εναντίον της ειδωλολατρίας, διακήρυττε επίσης την υποστήριξή του προς την ορθόδοξη [Καθολική] Εκκλησία· το διάταγμα που εξέδωσε το 380 Κ.Χ. διέτασσε όλους τους υπηκόους του να πρεσβεύουν την πίστη του Πάπα Δάμασου και του [Τριαδιστή] επισκόπου της Αλεξάνδρειας καθώς επίσης στερούσε από τους διαφωνούντες την ελευθερία λατρείας. Η μεγάλη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης (381) καταδίκασε ξανά όλες τις αιρέσεις, και ο αυτοκράτορας εξασφάλισε το γεγονός ότι δεν θα τις υποστήριζε κανένας επίσκοπος. Η [Τριαδική] Χριστιανοσύνη της Νίκαιας έγινε κανονικά και αληθινά η θρησκεία του Κράτους . . . Η Εκκλησία ήταν στενά συνδεδεμένη με το Κράτος και απολάμβανε την αποκλειστική του υποστήριξη».

Συνεπώς, δεν ήταν η ανόθευτη Χριστιανοσύνη της εποχής των αποστόλων εκείνη που έγινε η κρατική θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ήταν ο Τριαδικός Καθολικισμός του τέταρτου αιώνα, που επιβλήθηκε δια της βίας από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ και ασκήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η οποία ήταν τότε, όπως είναι και τώρα, πράγματι μέρος αυτού του κόσμου.

[Ευχαριστίες]

Ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄: Real Academia de la Historia, Madrid (Foto Oronoz)

[Ευχαριστία για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 8]

Scala/Art Resource, N.Y.