Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Υπηρέτησα Οπουδήποτε Υπήρχε Ανάγκη

Υπηρέτησα Οπουδήποτε Υπήρχε Ανάγκη

Βιογραφία

Υπηρέτησα Οπουδήποτε Υπήρχε Ανάγκη

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΖΕΪΜΣ ΜΠ. ΜΠΕΡΙ

Ήταν το έτος 1939. Η Μεγάλη Οικονομική Κρίση δυσκόλευε τη ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες, και τα μαύρα σύννεφα του πολέμου εμφανίζονταν απειλητικά πάνω από την Ευρώπη. Ο νεότερος αδελφός μου, ο Μπένετ, και εγώ είχαμε αφήσει το σπίτι μας στο Μισισιπή, και είχαμε πάει στο Χιούστον του Τέξας αναζητώντας εργασία.

ΚΑΠΟΙΑ ημέρα προς το τέλος του καλοκαιριού, ακούσαμε μια συγκλονιστική είδηση από το ραδιόφωνο: Τα στρατεύματα του Χίτλερ είχαν εισβάλει στην Πολωνία. «Άρχισε ο Αρμαγεδδών!» αναφώνησε ο αδελφός μου. Αμέσως, παραιτηθήκαμε από τις εργασίες μας. Πήγαμε στην πλησιέστερη Αίθουσα Βασιλείας και παρακολουθήσαμε την πρώτη μας συνάθροιση. Γιατί πήγαμε στην Αίθουσα Βασιλείας; Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από την αρχή.

Γεννήθηκα στο Χίμπρον του Μισισιπή το 1915. Ζούσαμε σε αγροτική περιοχή. Οι Σπουδαστές της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, περνούσαν από την περιοχή μας περίπου μία φορά το χρόνο και διευθετούσαν να γίνεται μια ομιλία σε κάποιο σπίτι. Ως αποτέλεσμα, οι γονείς μου είχαν πολλά Γραφικά έντυπα. Ο Μπένετ και εγώ αρχίσαμε να πιστεύουμε όσα δίδασκαν εκείνα τα βιβλία: Ο άδης δεν είναι πύρινος, η ψυχή πεθαίνει, οι δίκαιοι θα ζήσουν στη γη για πάντα. Εντούτοις, υπήρχαν αρκετά που έπρεπε να μάθουμε ακόμη. Λίγο καιρό αφότου τελείωσα το σχολείο, ο αδελφός μου και εγώ κατευθυνθήκαμε προς το Τέξας για να βρούμε εργασία.

Όταν ήρθαμε τελικά σε επαφή με τους Μάρτυρες στην Αίθουσα Βασιλείας, μας ρώτησαν αν ήμασταν σκαπανείς. Δεν ξέραμε καν ότι ο σκαπανέας είναι ένας ολοχρόνιος διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Έπειτα μας ρώτησαν αν θέλαμε να κηρύξουμε. «Και βέβαια!» απαντήσαμε. Υποθέσαμε ότι θα έστελναν κάποιον μαζί μας για να μας δείξει πώς να το κάνουμε αυτό. Αντίθετα, μας έδωσαν έναν χάρτη και μας είπαν: «Εργαστείτε εκεί!» Ο Μπένετ και εγώ δεν ξέραμε τίποτα για το πώς να κηρύξουμε και δεν μας άρεσε καθόλου η ιδέα τού να βρεθούμε σε δύσκολη θέση. Τελικά, το μόνο που κάναμε ήταν να ταχυδρομήσουμε την κάρτα τομέα και να επιστρέψουμε στο Μισισιπή!

Κάνουμε τη Γραφική Αλήθεια Κτήμα Μας

Αφού επιστρέψαμε στο σπίτι, διαβάζαμε τα έντυπα των Μαρτύρων κάθε ημέρα επί έναν σχεδόν χρόνο. Δεν είχαμε ηλεκτρισμό στο σπίτι μας, γι’ αυτό τις νύχτες διαβάζαμε με τη λάμψη της φωτιάς. Εκείνες τις ημέρες διάφοροι υπηρέτες ζώνης, δηλαδή περιοδεύοντες επίσκοποι, επισκέπτονταν τις εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά καθώς και τους Μάρτυρες που ζούσαν σε απομονωμένες περιοχές ώστε να τους ενισχύσουν πνευματικά. Ένας από αυτούς τους υπηρέτες, ο Τεντ Κλάιν, επισκεπτόταν την εκκλησία μας και συνόδευε τον Μπένετ και εμένα στο έργο κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα, πολλές φορές πηγαίνοντας και με τους δυο μας ταυτόχρονα. Αυτός μας εξήγησε τι περιλάμβανε το έργο σκαπανέα.

Η συναναστροφή του μας υποκίνησε πραγματικά να σκεφτούμε να κάνουμε περισσότερα για την υπηρεσία μας στον Θεό. Έτσι, στις 18 Απριλίου 1940, ο αδελφός Κλάιν βάφτισε τον Μπένετ, την αδελφή μας τη Βέλβα και εμένα. Οι γονείς μας παρευρέθηκαν στο βάφτισμά μας και ήταν χαρούμενοι για την απόφασή μας. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, βαφτίστηκαν και αυτοί επίσης. Και οι δυο τους παρέμειναν πιστοί στον Θεό μέχρι το θάνατό τους. Ο πατέρας μας πέθανε το 1956 και η μητέρα μας το 1975.

Όταν ο αδελφός Κλάιν με ρώτησε αν μπορούσα να κάνω σκαπανικό, του είπα ότι θα το ήθελα πολύ, αλλά δεν είχα ούτε χρήματα ούτε ρούχα, δεν είχα τίποτα. «Μην ανησυχείς», είπε, «θα φροντίσω εγώ για αυτό». Και πραγματικά φρόντισε. Πρώτα έστειλε την αίτησή μου για σκαπανικό. Στη συνέχεια με πήρε μαζί του στη Νέα Ορλεάνη, περίπου 300 χιλιόμετρα μακριά, και μου έδειξε μερικά ωραία διαμερίσματα πάνω από μια Αίθουσα Βασιλείας. Αυτά μπορούσαν να τα χρησιμοποιούν οι σκαπανείς. Μετακόμισα εκεί έπειτα από λίγο και άρχισα τη σταδιοδρομία του σκαπανέα. Οι Μάρτυρες στη Νέα Ορλεάνη βοηθούσαν δίνοντας στους σκαπανείς ρουχισμό, χρήματα και φαγητό. Στη διάρκεια της ημέρας, υπήρχαν αδελφοί που μας έφερναν φαγητό και το άφηναν στην πόρτα ή ακόμη το έβαζαν και στο ψυγείο. Κάποιος αδελφός που είχε ένα εστιατόριο εκεί κοντά μάς προσκαλούσε τακτικά να πηγαίνουμε την ώρα που έκλεινε για να παίρνουμε φρέσκο φαγητό​—κρέας, ψωμί, τσίλι και πίτες—​που περίσσευε από εκείνη την ημέρα.

Αντιμετωπίζουμε Οχλοκρατική Βία

Ύστερα από κάποιο διάστημα, διορίστηκα σκαπανέας στο Τζάκσον του Μισισιπή. Ο νεαρός συνεργάτης μου και εγώ αντιμετωπίσαμε εκεί κάποια οχλοκρατική βία και από ό,τι φάνηκε τα τοπικά όργανα επιβολής του νόμου υποκινούσαν τον όχλο! Το ίδιο συνέβη και στον επόμενο διορισμό μας​—στο Κολόμπους του Μισισιπή. Εφόσον κηρύτταμε σε ανθρώπους από όλες τις φυλές και τις εθνικότητες, μερικοί λευκοί μάς μισούσαν. Πολλοί πίστευαν ότι ήμασταν ένοχοι ανατρεπτικών ενεργειών. Ο τοπικός διοικητής της Αμερικανικής Λεγεώνας, μιας πολύ πατριωτικής οργάνωσης, είχε εκείνη την άποψη. Σε αρκετές περιπτώσεις υποκίνησε εξαγριωμένους όχλους να μας επιτεθούν.

Την πρώτη φορά που μας επιτέθηκαν στο Κολόμπους, ένας όχλος ήρθε κατά πάνω μας καθώς προσφέραμε τα περιοδικά στο δρόμο. Μας έσπρωξαν πάνω στη βιτρίνα ενός καταστήματος. Μαζεύτηκαν πολλοί άνθρωποι για να δουν τι συνέβαινε. Σύντομα έφτασε η αστυνομία και μας πήγε στο δικαστήριο. Ο όχλος, που μας είχε ακολουθήσει μέχρι το δικαστήριο, ανακοίνωσε μπροστά σε όλους τους αξιωματούχους που βρίσκονταν εκεί πως, αν φεύγαμε από την πόλη μέχρι μια συγκεκριμένη ημερομηνία, θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε. Δεν θα γλιτώναμε, όμως, αν φεύγαμε έπειτα από αυτή την ημερομηνία! Σκεφτήκαμε πως θα ήταν καλύτερα να φύγουμε για λίγο από την πόλη. Ύστερα από λίγες εβδομάδες, όμως, επιστρέψαμε και ξαναρχίσαμε να κηρύττουμε.

Προτού περάσει πολύς καιρός, μια ομάδα οχτώ αντρών μάς επιτέθηκαν και μας ανάγκασαν να μπούμε στα δύο αυτοκίνητά τους. Μας πήγαν στο δάσος, μας έβγαλαν τα ρούχα και μας χτύπησαν 30 φορές τον καθένα με τη ζώνη μου! Είχαν όπλα και σχοινιά, και πρέπει να πω ότι φοβηθήκαμε. Νόμισα ότι θα μας έδεναν και θα μας έριχναν στο ποτάμι. Έσκισαν και σκόρπισαν τα έντυπά μας, και μάλιστα κατέστρεψαν το φωνογράφο μας πάνω σε ένα κούτσουρο.

Αφού μας χτύπησαν, μας είπαν να φορέσουμε τα ρούχα μας και να κατηφορίσουμε από ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος χωρίς να κοιτάξουμε πίσω. Καθώς περπατούσαμε, σκεφτόμασταν στ’ αλήθεια πως αν τολμούσαμε να κοιτάξουμε πίσω, θα μας πυροβολούσαν και θα μας σκότωναν​—χωρίς καν να τιμωρηθούν! Αλλά έπειτα από λίγα λεπτά, ακούσαμε τα αυτοκίνητά τους να φεύγουν.

Σε μια άλλη περίπτωση, ένας εξαγριωμένος όχλος μάς κυνήγησε, και εμείς αναγκαστήκαμε να δέσουμε τα ρούχα μας γύρω από το λαιμό μας και να διασχίσουμε ένα ποτάμι κολυμπώντας προκειμένου να διαφύγουμε. Λίγο καιρό αργότερα, συλληφθήκαμε με την κατηγορία ότι προκαλούσαμε ανατρεπτικές ενέργειες. Μείναμε τρεις εβδομάδες στη φυλακή μέχρι να διεξαχθεί η δίκη. Αυτό το γεγονός έλαβε μεγάλη δημοσιότητα στο Κολόμπους. Επιτράπηκε μάλιστα στους φοιτητές ενός κοντινού κολεγίου να σχολάσουν πιο νωρίς για να παρακολουθήσουν τη δίκη. Όταν έφτασε η ημέρα της δίκης, η αίθουσα γέμισε ασφυκτικά—μόνο όρθιος μπορούσε να την παρακολουθήσει κάποιος! Ανάμεσα σε αυτούς που κατέθεσαν εναντίον μας περιλαμβάνονταν δύο ιεροκήρυκες, ο δήμαρχος και η αστυνομία.

Ένας δικηγόρος Μάρτυρας του Ιεχωβά, ονόματι Γκ. Κ. Κλαρκ, στάλθηκε μαζί με το συνεργάτη του για να μας εκπροσωπήσουν. Ζήτησαν να απορριφθούν οι κατηγορίες για πρόκληση ανατρεπτικών ενεργειών λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Ο δικηγόρος που συνεργαζόταν με τον αδελφό Κλαρκ, παρ’ όλο που δεν ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, μας υπερασπίστηκε με δυναμικό τρόπο. Σε μια περίπτωση είπε στο δικαστή: «Οι άνθρωποι λένε πως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι τρελοί. Τρελοί; Τότε και ο Τόμας Έντισον ήταν τρελός!» Στη συνέχεια έδειξε με το χέρι του μια λάμπα και είπε: «Αλλά προσέξτε εκείνον το λαμπτήρα!» Ο Έντισον, ο οποίος εφεύρε το λαμπτήρα, ίσως να θεωρούνταν τρελός από μερικούς, αλλά κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα επιτεύγματά του.

Αφού άκουσε την κατάθεση, ο πρόεδρος του περιφερειακού δικαστηρίου ανακοίνωσε στον κατήγορο: «Εσύ δεν έχεις ούτε ίχνος αποδείξεων για την κατηγορία περί ανατρεπτικών ενεργειών, και εκείνοι έχουν το δικαίωμα να κάνουν αυτό το έργο. Μην τους ξαναφέρεις σε αυτή την αίθουσα και μη σπαταλάς το χρόνο και τα χρήματα της Πολιτείας καθώς και το δικό μου χρόνο μέχρι να έχεις αποδείξεις!» Νίκη για εμάς!

Έπειτα, όμως, ο δικαστής μάς κάλεσε στο γραφείο του. Ήξερε πως ολόκληρη η πόλη ήταν αντίθετη με την απόφασή του. Γι’ αυτό μας προειδοποίησε: «Ό,τι είπα ήταν σύμφωνα με το νόμο, αλλά η προσωπική μου συμβουλή και για τους δυο σας είναι να φύγετε, αλλιώς θα σας σκοτώσουν!» Ξέραμε ότι είχε δίκιο, και γι’ αυτό φύγαμε από την πόλη.

Φεύγοντας από εκεί έσμιξα με τον Μπένετ και τη Βέλβα που υπηρετούσαν ως ειδικοί σκαπανείς στο Κλάρκσβιλ του Τενεσί. Ύστερα από λίγους μήνες, διοριστήκαμε στο Πάρις του Κεντάκι. Έπειτα από ενάμιση χρόνο, ενώ ήμασταν σχεδόν έτοιμοι να δημιουργήσουμε μια εκκλησία εκεί, ο Μπένετ και εγώ λάβαμε μια πολύ ειδική πρόσκληση.

Ιεραποστολική Υπηρεσία

Όταν είδαμε την πρόσκληση για τη δεύτερη τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς, σκεφτήκαμε: “Έκαναν λάθος! Γιατί να προσκαλέσουν δυο ασήμαντους νεαρούς από το Μισισιπή σε αυτή τη σχολή;” Εμείς νομίζαμε ότι ήθελαν μορφωμένα άτομα, αλλά παρ’ όλα αυτά πήγαμε. Υπήρχαν 100 σπουδαστές στην τάξη, και τα μαθήματα κράτησαν πέντε μήνες. Η αποφοίτηση έγινε στις 31 Ιανουαρίου 1944, και εμείς ανυπομονούσαμε να υπηρετήσουμε σε ξένο αγρό. Αλλά εκείνες τις ημέρες, η απόκτηση διαβατηρίου και βίζας έπαιρνε πολύ χρόνο, γι’ αυτό οι σπουδαστές διορίζονταν προσωρινά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αφού υπηρετήσαμε για λίγο ως σκαπανείς στην Αλαμπάμα και στην Τζόρτζια, ο Μπένετ και εγώ λάβαμε τελικά το διορισμό μας​—στο Μπαρμπάντος των Δυτικών Ινδιών.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξακολουθούσε να μαίνεται, και το έργο καθώς και τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν απαγορευμένα σε αρκετά μέρη, περιλαμβανομένου και του Μπαρμπάντος. Στον τελωνειακό έλεγχο που μας έγινε εκεί, οι υπεύθυνοι άνοιξαν και ερεύνησαν τις αποσκευές μας και βρήκαν τα έντυπα που είχαμε κρυμμένα μέσα σε αυτές. Τότε σκεφτήκαμε: “Πάει. Αυτό ήταν”. Αντίθετα, όμως, ένας από τους υπευθύνους μάς είπε απλά: «Λυπόμαστε που έπρεπε να ερευνήσουμε τις αποσκευές σας, αλλά μερικά από αυτά τα έντυπα είναι απαγορευμένα στο Μπαρμπάντος». Εντούτοις, μας άφησε να περάσουμε με όλα τα έντυπα που είχαμε στις αποσκευές! Αργότερα, όταν δώσαμε μαρτυρία σε κυβερνητικούς αξιωματούχους, μας είπαν πως δεν ήξεραν γιατί είχαν απαγορευτεί τα έντυπα. Έπειτα από μερικούς μήνες, άρθηκε η απαγόρευση.

Το κήρυγμά μας στο Μπαρμπάντος είχε μεγάλη επιτυχία. Ο καθένας μας διεξήγε τουλάχιστον 15 Γραφικές μελέτες και οι περισσότεροι από τους σπουδαστές προόδευσαν πνευματικά. Χαιρόμασταν να βλέπουμε μερικούς από αυτούς να έρχονται στις συναθροίσεις. Ωστόσο, επειδή τα έντυπα ήταν απαγορευμένα για κάποιο διάστημα, οι αδελφοί εκεί δεν γνώριζαν τις τρέχουσες διευθετήσεις για τη σωστή διεξαγωγή των συναθροίσεων. Σύντομα, όμως, μπορέσαμε να εκπαιδεύσουμε μερικούς ικανούς αδελφούς. Είχαμε τη χαρά να βοηθήσουμε πολλούς σπουδαστές μας να αρχίσουν τη Χριστιανική διακονία και επίσης να δούμε την εκκλησία να μεγαλώνει.

Ανατρέφω Οικογένεια

Έπειτα από περίπου 18 μήνες στο Μπαρμπάντος, χρειάστηκε να κάνω μια εγχείρηση και έπρεπε να επιστρέψω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενώ ήμουν εκεί, παντρεύτηκα την Ντόροθι, μια Μάρτυρα του Ιεχωβά με την οποία αλληλογραφούσα. Η σύζυγός μου και εγώ αρχίσαμε τότε το σκαπανικό στην Ταλαχάση της Φλόριντα, αλλά ύστερα από έξι μήνες μετακομίσαμε στο Λούισβιλ του Κεντάκι, όπου κάποιος Μάρτυρας μου είχε προσφέρει εργασία. Ο αδελφός μου ο Μπένετ συνέχισε την υπηρεσία του στο Μπαρμπάντος πολλά χρόνια. Αργότερα παντρεύτηκε μια ιεραπόστολο και υπηρέτησε ως περιοδεύων επίσκοπος στα νησιά. Τελικά, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες για λόγους υγείας. Συνέχισαν να υπηρετούν στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου σε ισπανόφωνες εκκλησίες μέχρι που ο Μπένετ πέθανε το 1990 σε ηλικία 73 ετών.

Το 1950, η Ντόροθι γέννησε το πρώτο μας παιδί, ένα κοριτσάκι το οποίο ονομάσαμε Ντάριλ. Τελικά αποκτήσαμε πέντε παιδιά. Το δεύτερο παιδί μας, ο Ντέρικ, όταν ήταν μόνο δυόμισι ετών πέθανε από μηνιγγίτιδα. Αλλά το 1956 αποκτήσαμε τη Λέσλι και το 1958 τον Έβρετ. Η Ντόροθι και εγώ αγωνιστήκαμε να αναθρέψουμε τα παιδιά μας σύμφωνα με τη Γραφική αλήθεια. Προσπαθούσαμε πάντοτε να έχουμε ως οικογένεια ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα Γραφικής μελέτης και να το κάνουμε ενδιαφέρον για όλα τα παιδιά. Όταν η Ντάριλ, η Λέσλι και ο Έβρετ ήταν ακόμη μικρά, κάθε εβδομάδα τούς θέταμε ερωτήσεις για να κάνουν έρευνα και να δίνουν την απάντηση σε αυτές την επόμενη εβδομάδα. Επίσης παρίσταναν ότι κήρυτταν από σπίτι σε σπίτι. Το ένα παιδί έμπαινε μέσα στην ντουλάπα και έκανε τον οικοδεσπότη. Το άλλο στεκόταν απέξω και χτυπούσε την πόρτα. Χρησιμοποιούσαν αστείους διαλόγους για να εκφοβίσουν το ένα το άλλο, αλλά αυτό τα βοήθησε να αναπτύξουν αγάπη για το έργο κηρύγματος. Επίσης, και εμείς κηρύτταμε μαζί τους τακτικά.

Όταν γεννήθηκε ο νεότερος γιος μας, ο Έλτον, το 1973, η Ντόροθι ήταν σχεδόν 50 χρονών και εγώ γύρω στα 60. Στην εκκλησία μάς αποκαλούσαν Αβραάμ και Σάρρα! (Γένεση 17:15-17) Τα μεγαλύτερα αγόρια συχνά έπαιρναν μαζί τους τον Έλτον στη διακονία. Νιώθαμε ότι οι άνθρωποι λάβαιναν δυναμική μαρτυρία όταν έβλεπαν ολόκληρες οικογένειες​—αδελφούς και αδελφές, γονείς και παιδιά—​να κηρύττουν μαζί, μεταδίδοντας τις Γραφικές αλήθειες σε άλλους. Τα μεγαλύτερα αδέλφια του Έλτον τον έπαιρναν με τη σειρά στους ώμους τους και του έδιναν να κρατάει ένα Γραφικό φυλλάδιο. Οι άνθρωποι άκουγαν σχεδόν πάντοτε όταν άνοιγαν την πόρτα και έβλεπαν αυτό το χαριτωμένο αγοράκι στους ώμους του μεγαλύτερου αδελφού του. Τα αγόρια έμαθαν τον Έλτον να δίνει το φυλλάδιο στο άτομο όταν τελείωνε η συζήτηση και να λέει μερικά λόγια. Με αυτόν τον τρόπο άρχισε να κηρύττει.

Στα χρόνια που πέρασαν, μπορέσαμε να βοηθήσουμε άλλους να γνωρίσουν τον Ιεχωβά. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, μετακομίσαμε από το Λούισβιλ στο Σέλμπιβιλ του Κεντάκι, με σκοπό να υπηρετήσουμε σε μια εκκλησία όπου υπήρχε ανάγκη. Ενώ ήμασταν εκεί, όχι μόνο είδαμε να αυξάνεται η εκκλησία αλλά βοηθήσαμε επίσης να βρεθεί ένα οικόπεδο και να χτιστεί μια Αίθουσα Βασιλείας. Αργότερα μας ζητήθηκε να υπηρετήσουμε σε μια άλλη κοντινή εκκλησία.

Αβεβαιότητες της Οικογενειακής Ζωής

Θα ευχόμουν να μπορούσα να πω ότι όλα τα παιδιά μας έμειναν στην οδό του Ιεχωβά, αλλά δεν έγινε έτσι. Αφού μεγάλωσαν και έφυγαν από το σπίτι, τρία από τα τέσσερα εναπομείναντα παιδιά μας εγκατέλειψαν την οδό της αλήθειας. Ωστόσο, ο γιος μας ο Έβρετ ακολούθησε το παράδειγμά μου και άρχισε την ολοχρόνια διακονία. Στη συνέχεια υπηρέτησε στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη και το 1984 προσκλήθηκε να παρακολουθήσει την 77η τάξη της Γαλαάδ. Μετά την αποφοίτησή του, πήγε στο διορισμό του στη Σιέρα Λεόνε στη Δυτική Αφρική. Το 1988 παντρεύτηκε τη Μαριάν, μια σκαπάνισσα από το Βέλγιο. Από τότε υπηρετούν μαζί ως ιεραπόστολοι.

Όπως μπορεί να φανταστεί κάθε γονέας, ήταν αποκαρδιωτικό για εμάς να δούμε τρία από τα παιδιά μας να εγκαταλείπουν έναν τρόπο ζωής ο οποίος είναι ικανοποιητικός τώρα και προσφέρει τη θαυμάσια ελπίδα της αιώνιας ζωής σε μια παραδεισιακή γη στο μέλλον. Μερικές φορές έριχνα το φταίξιμο στον εαυτό μου. Αλλά βρήκα παρηγοριά γνωρίζοντας ότι ακόμη και μερικά από τα πνευματικά παιδιά του Ιεχωβά, δηλαδή μερικοί άγγελοι, σταμάτησαν να τον υπηρετούν—μολονότι ο Ιεχωβά διαπαιδαγωγεί με αγάπη και καλοσύνη και ποτέ δεν κάνει λάθη. (Δευτερονόμιο 32:4· Ιωάννης 8:44· Αποκάλυψη 12:4, 9) Αυτό μου έχει εντυπώσει πως, όσο σκληρά και αν προσπαθήσουν οι γονείς να αναθρέψουν τα παιδιά τους στην οδό του Ιεχωβά, μερικά ίσως αρνηθούν να δεχτούν την αλήθεια παρ’ όλα αυτά.

Όπως ένα δέντρο που γέρνει όταν το δέρνουν ισχυροί άνεμοι, και εμείς πρέπει να προσαρμοζόμαστε στις διάφορες δύσκολες καταστάσεις και στα προβλήματα που συναντούμε στο δρόμο μας. Στο διάβα των ετών, έχω διαπιστώσει ότι η τακτική Γραφική μελέτη και η τακτική παρακολούθηση των συναθροίσεων μου δίνουν αυτή τη δύναμη για να προσαρμόζομαι και να επιβιώνω πνευματικά. Καθώς μεγαλώνω σε ηλικία και κοιτάζω τα λάθη που έκανα στο παρελθόν, προσπαθώ να βλέπω τη θετική τους πλευρά. Άλλωστε, αν παραμένουμε πιστοί, το μόνο που μπορούν να κάνουν τέτοιες εμπειρίες είναι να συμβάλουν στην πνευματική μας ανάπτυξη. Αν μαθαίνουμε από αυτές, οι αρνητικές πλευρές της ζωής μπορούν να έχουν και θετικές πλευρές.​—Ιακώβου 1:2, 3.

Τώρα η Ντόροθι και εγώ δεν έχουμε πλέον την υγεία ή τη δύναμη για να κάνουμε αυτά που θα θέλαμε να κάνουμε στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Αλλά είμαστε ευγνώμονες για την υποστήριξη που μας προσφέρουν οι αγαπητοί Χριστιανοί αδελφοί και αδελφές μας. Σχεδόν σε κάθε συνάθροιση, οι αδελφοί μάς λένε πόσο πολύ εκτιμούν την παρουσία μας. Επίσης, προσφέρονται να μας βοηθούν με κάθε δυνατό τρόπο​—ακόμη και με επισκευές στο σπίτι και στο αυτοκίνητο.

Μερικές φορές, μπορούμε να συμμετέχουμε στην υπηρεσία βοηθητικού σκαπανέα, και διεξάγουμε μελέτες με ενδιαφερόμενα άτομα. Μια ιδιαίτερη χαρά που απολαμβάνουμε πάντοτε είναι όταν λαβαίνουμε νέα από το γιο μας που υπηρετεί στην Αφρική. Εξακολουθούμε να έχουμε την οικογενειακή μας Γραφική μελέτη, μολονότι τώρα είμαστε μόνο οι δυο μας. Είμαστε χαρούμενοι που έχουμε αφιερώσει τόσο πολλά χρόνια στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Εκείνος μας διαβεβαιώνει πως δεν θα “ξεχάσει το έργο μας και την αγάπη που δείξαμε για το όνομά του”.​—Εβραίους 6:10.

[Εικόνα στη σελίδα 25]

Η Βέλβα, ο Μπένετ και εγώ όταν μας βάφτιζε ο Τεντ Κλάιν στις 18 Απριλίου 1940

[Εικόνες στη σελίδα 26]

Με τη σύζυγό μου την Ντόροθι στις αρχές της δεκαετίας του 1940 και το 1997

[Εικόνα στη σελίδα 27]

Η δημόσια ομιλία «Ο Άρχοντας Ειρήνης», διαφημίζεται πάνω σε ένα αστικό λεωφορείο στο Μπαρμπάντος

[Εικόνα στη σελίδα 27]

Ο αδελφός μου ο Μπένετ μπροστά από τον ιεραποστολικό οίκο