Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Από τα Σκοτεινά Κελιά στις Ελβετικές Άλπεις

Από τα Σκοτεινά Κελιά στις Ελβετικές Άλπεις

Βιογραφία

Από τα Σκοτεινά Κελιά στις Ελβετικές Άλπεις

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΤΑΡ ΒΑΛΤΕΡ

Αφού πέρασα τρία ατελείωτα χρόνια στα σκοτεινά κελιά των κομμουνιστικών φυλακών στην Ανατολική Γερμανία, ανυπομονούσα να απολαύσω τη γλυκιά γεύση της ελευθερίας και τη θερμή συντροφιά της οικογένειάς μου.

ΔΕΝ ήμουν, όμως, προετοιμασμένος να αντικρίσω το σαστισμένο βλέμμα του εξάχρονου γιου μου, του Γιοχάνες. Τα τελευταία τρία χρόνια, δεν είχε δει τον πατέρα του. Του ήμουν τελείως ξένος.

Ανόμοια με το γιο μου, εγώ είχα απολαύσει τη στοργική συντροφιά των γονέων μου. Στο σπίτι μας, στο Κέμνιτς της Γερμανίας, όπου γεννήθηκα το 1928, επικρατούσε θερμή ατμόσφαιρα. Ο πατέρας μου εξέφραζε ανοιχτά τη δυσαρέσκειά του για τη θρησκεία. Θυμόταν ότι στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι «Χριστιανοί» στρατιώτες της κάθε παράταξης εύχονταν «Καλά Χριστούγεννα» στους στρατιώτες της άλλης παράταξης στις 25 Δεκεμβρίου, ενώ ξανάρχιζαν να αλληλοσκοτώνονται την επόμενη μέρα. Κατά τη γνώμη του, η θρησκεία ήταν η έσχατη μορφή υποκρισίας.

Την Απόγνωση Διαδέχεται η Πίστη

Ευτυχώς, εγώ δεν αντιμετώπισα τέτοια απογοήτευση. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε όταν ήμουν 17 χρονών, και μόλις που γλίτωσα τη στρατολόγηση. Ωστόσο, με στενοχωρούσαν βασανιστικά ερωτήματα όπως: “Γιατί έγιναν όλοι αυτοί οι σκοτωμοί; Ποιον μπορώ να εμπιστευτώ; Πού μπορώ να βρω αληθινή ασφάλεια;” Η Ανατολική Γερμανία, όπου ζούσαμε, τέθηκε υπό σοβιετικό έλεγχο. Τα κομμουνιστικά ιδεώδη περί δικαιοσύνης, ισότητας, αλληλεγγύης και ειρηνικής συνύπαρξης έλκυαν όσους είχαν εξαντληθεί από τη μανία του πολέμου. Σύντομα, πολλά από εκείνα τα ειλικρινή άτομα επρόκειτο να απογοητευτούν οικτρά—αυτή τη φορά, όχι από τη θρησκεία, αλλά από την πολιτική.

Κατά τη διάρκεια της προσωπικής μου αναζήτησης για ουσιαστικές απαντήσεις, μια θεία μου, η οποία ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, μου μίλησε για την πίστη της. Μου έδωσε ένα Γραφικό έντυπο που με υποκίνησε να διαβάσω—για πρώτη φορά στη ζωή μου—ολόκληρο το 24ο κεφάλαιο του Ματθαίου. Με εντυπωσίασαν οι λογικές και πειστικές εξηγήσεις που έδινε το βιβλίο, προσδιορίζοντας τους καιρούς μας ως “την τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων” και δείχνοντας ποια είναι η ρίζα των προβλημάτων της ανθρωπότητας.—Ματθαίος 24:3· Αποκάλυψη 12:9.

Σύντομα έλαβα και άλλα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά και, καθώς τα καταβρόχθιζα, διαπίστωνα ότι είχα βρει την αλήθεια που αναζητούσα με τόση λαχτάρα. Ενθουσιάστηκα όταν έμαθα ότι ο Ιησούς Χριστός είχε ενθρονιστεί στον ουρανό το 1914 και ότι επρόκειτο σύντομα να καθυποτάξει τα ασεβή στοιχεία ώστε να φέρει ευλογίες στην υπάκουη ανθρωπότητα. Άλλη μια μεγάλη ανακάλυψη για εμένα ήταν η σαφής κατανόηση του λύτρου. Με βοήθησε να στραφώ στον Ιεχωβά Θεό με εγκάρδια προσευχή, ζητώντας συγχώρηση. Με συγκίνησε βαθιά η φιλάγαθη πρόσκληση που βρίσκεται στο εδάφιο Ιακώβου 4:8: «Πλησιάστε τον Θεό, και αυτός θα πλησιάσει εσάς».

Παρά τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό μου για τη νεοαποκτημένη μου πίστη, οι γονείς μου και η αδελφή μου στην αρχή ήταν απρόθυμοι να δεχτούν όσα τους έλεγα. Αυτό όμως δεν μείωσε την επιθυμία μου να παρακολουθώ τις Χριστιανικές συναθροίσεις που διεξήγε ένας μικρός όμιλος Μαρτύρων κοντά στο Κέμνιτς. Προς έκπληξή μου, οι γονείς μου και η αδελφή μου ήρθαν μαζί μου στην πρώτη συνάθροιση! Αυτό συνέβη το χειμώνα του 1945/1946. Αργότερα, όταν σχηματίστηκε ένας όμιλος μελέτης της Αγίας Γραφής στο Χάρταου, όπου ζούσαμε, η οικογένειά μου άρχισε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις τακτικά.

«Είμαι Παιδί»

Η εκμάθηση σπουδαίων Γραφικών αληθειών και η τακτική συναναστροφή με το λαό του Ιεχωβά με ώθησαν να αφιερώσω τη ζωή μου στον Ιεχωβά, και έτσι βαφτίστηκα στις 25 Μαΐου 1946. Προς μεγάλη μου ικανοποίηση, τα μέλη της οικογένειάς μου προόδευσαν επίσης πνευματικά, και τελικά έγιναν και οι τρεις πιστοί Μάρτυρες. Η αδελφή μου εξακολουθεί να είναι δραστήριο μέλος μιας από τις εκκλησίες του Κέμνιτς. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου υπηρέτησαν πιστά μέχρι το θάνατό τους το 1965 και το 1986 αντίστοιχα.

Έξι μήνες μετά το βάφτισμά μου άρχισα να υπηρετώ ως ειδικός σκαπανέας. Αυτό σήμανε την αρχή μιας ζωής υπηρεσίας «σε ευνοϊκό καιρό, σε δυσμενή καιρό». (2 Τιμόθεο 4:2) Σύντομα παρουσιάστηκαν νέες ευκαιρίες για υπηρεσία. Υπήρχε ανάγκη για ολοχρόνιους ευαγγελιστές σε μια απομακρυσμένη περιοχή στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας. Ένας αδελφός και εγώ κάναμε αίτηση για αυτόν το διορισμό, αλλά εγώ ένιωθα ότι δεν είχα ούτε την πείρα ούτε την ωριμότητα που απαιτούνταν για ένα έργο το οποίο συνεπαγόταν τόσο μεγάλη ευθύνη. Εφόσον ήμουν μόλις 18 ετών, είχα τα ίδια αισθήματα με τον Ιερεμία: «Αλίμονο, . . . Ιεχωβά! Μα εγώ δεν ξέρω πώς να μιλήσω, γιατί είμαι παιδί». (Ιερεμίας 1:6) Παρά τους ενδοιασμούς μου, οι υπεύθυνοι αδελφοί αποφάσισαν με καλοσύνη να μας δώσουν μια ευκαιρία. Έτσι λοιπόν, διοριστήκαμε στο Μπέλτσικ, μια μικρή πόλη στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου.

Το κήρυγμα σε εκείνον τον τομέα ήταν πολύ δύσκολο, αλλά αποτέλεσε θαυμάσια εκπαίδευση για εμένα. Με τον καιρό, αρκετές ευυπόληπτες γυναίκες δέχτηκαν το άγγελμα της Βασιλείας και έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η στάση τους, όμως, ήρθε σε αντίθεση με τις βαθιά ριζωμένες παραδόσεις και τους φόβους εκείνης της μικρής αγροτικής κοινότητας. Τόσο ο Καθολικός όσο και ο Προτεσταντικός κλήρος μάς εναντιώθηκαν σφοδρά και εκτόξευσαν συκοφαντικές κατηγορίες εναντίον μας σε σχέση με το έργο μας κηρύγματος. Ωστόσο, εμπιστευόμενοι στον Ιεχωβά για καθοδηγία και προστασία, εμείς μπορέσαμε να βοηθήσουμε αρκετά ενδιαφερόμενα άτομα να δεχτούν την αλήθεια.

Τα Σύννεφα της Μισαλλοδοξίας Πυκνώνουν

Το έτος 1948 έφερε τόσο ευλογίες όσο και απροσδόκητες δυσκολίες. Κατ’ αρχάς, διορίστηκα σκαπανέας στο Ρούντολστατ της Θουριγγίας. Εκεί γνώρισα πολλούς πιστούς αδελφούς και αδελφές, και απολάμβανα τη συντροφιά τους. Μια άλλη μεγάλη ευλογία ήρθε τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Παντρεύτηκα την Έρικα Ούλμαν, μια πιστή και δραστήρια νεαρή Χριστιανή την οποία γνώριζα από τότε που είχα αρχίσει να παρακολουθώ συναθροίσεις στην Εκκλησία Κέμνιτς. Ξεκινήσαμε μαζί το σκαπανικό στην πόλη μου, στο Χάρταου. Αργότερα όμως η Έρικα δεν μπορούσε να συνεχίσει την ολοχρόνια υπηρεσία εξαιτίας προβλημάτων υγείας καθώς και για άλλους λόγους.

Οι καιροί εκείνοι ήταν δύσκολοι για το λαό του Ιεχωβά. Η Διεύθυνση Εργασίας του Κέμνιτς ακύρωσε το δελτίο συσσιτίου μου, προσπαθώντας να με αναγκάσει να σταματήσω το έργο κηρύγματος και να αναλάβω εργασία πλήρους απασχόλησης. Οι υπεύθυνοι αδελφοί χρησιμοποίησαν την υπόθεσή μου για να ζητήσουν από τις αρχές νομική αναγνώριση. Το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε, και στις 23 Ιουνίου 1950 καταδικάστηκα να πληρώσω πρόστιμο ή να πάω στη φυλακή για 30 μέρες. Ασκήσαμε έφεση κατά της απόφασης, αλλά το ανώτερο δικαστήριο απέρριψε την έφεση και έτσι φυλακίστηκα.

Αυτή δεν ήταν παρά μια ένδειξη της επερχόμενης θύελλας εναντίωσης και αντιξοοτήτων. Πριν καν περάσει ένας μήνας, το Σεπτέμβριο του 1950, αφού πρώτα ξεκίνησε μια εκστρατεία δυσφήμησης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το κομμουνιστικό καθεστώς έθεσε τις δραστηριότητές μας υπό απαγόρευση. Λόγω της ραγδαίας αύξησής μας και της ουδέτερης στάσης μας, μας χαρακτήρισαν επικίνδυνη κατασκοπική οργάνωση των Δυτικών, η οποία ανέπτυσσε «ύποπτη δράση» με προκάλυμμα τη θρησκεία. Την ίδια μέρα που εκδόθηκε η απαγόρευση, η σύζυγός μου γέννησε στο σπίτι το γιο μας, τον Γιοχάνες, ενώ εγώ ήμουν στη φυλακή. Παρά τις διαμαρτυρίες της μαίας, αξιωματούχοι της Κρατικής Ασφάλειας εισέβαλαν στο διαμέρισμά μας και έψαξαν να βρουν στοιχεία που θα αποδείκνυαν τις κατηγορίες τους. Φυσικά, δεν βρήκαν τίποτα. Εντούτοις, αργότερα κατάφεραν να παρεισάξουν έναν καταδότη στην εκκλησία μας. Αυτό οδήγησε στη σύλληψη όλων των υπεύθυνων αδελφών, μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ, τον Οκτώβριο του 1953.

Σε Σκοτεινά Κελιά

Αφού μας καταδίκασαν σε ποινές που κυμαίνονταν από τρία ως έξι χρόνια, μας έκλεισαν μαζί με αρκετούς άλλους αδελφούς μας στα βρωμερά μπουντρούμια του Κάστρου Όστερσταϊν, στο Τσβίκαου. Παρά τις απερίγραπτες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, η συναναστροφή με ώριμους αδελφούς αποτελούσε πραγματική χαρά. Η έλλειψη ελευθερίας δεν σήμαινε και έλλειψη πνευματικής τροφής. Αν και η Σκοπιά ήταν καταφρονημένη και απαγορευμένη από το καθεστώς, έμπαινε στη φυλακή και έφτανε μέχρι τα κελιά μας! Πώς;

Μερικοί αδελφοί είχαν διοριστεί να εργάζονται σε ανθρακωρυχεία, όπου συναντούσαν Μάρτυρες που δεν ήταν φυλακισμένοι και έπαιρναν από αυτούς τα περιοδικά. Κατόπιν, οι αδελφοί έφερναν κρυφά τα περιοδικά στη φυλακή και με την εφευρετικότητά τους κατάφερναν να προωθούν την τόσο απαραίτητη πνευματική τροφή σε εμάς τους υπόλοιπους. Χαιρόμουν και ενθαρρυνόμουν πάρα πολύ καθώς έβλεπα τη φροντίδα και την κατεύθυνση του Ιεχωβά με αυτόν τον τρόπο!

Προς το τέλος του 1954 μεταφερθήκαμε στη διαβόητη φυλακή του Τόργκαου. Οι Μάρτυρες εκεί χάρηκαν που θα ήμασταν μαζί τους. Μέχρι τότε, είχαν παραμείνει πνευματικά ισχυροί επαναλαμβάνοντας ό,τι θυμούνταν από παλιότερα τεύχη της Σκοπιάς. Πόσο λαχταρούσαν να λάβουν «φρέσκια» πνευματική τροφή! Τώρα ήταν καθήκον μας να μοιραστούμε μαζί τους αυτά που είχαμε μελετήσει στο Τσβίκαου. Πώς όμως θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό εφόσον απαγορευόταν αυστηρά να μιλάμε ο ένας στον άλλον την ώρα των καθημερινών περιπάτων μας; Οι αδελφοί μάς είχαν δώσει πολύτιμες υποδείξεις για το πώς να ενεργούμε, και το ισχυρό προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά ήταν πάνω μας. Εκείνη η εμπειρία μάς δίδαξε πόσο σπουδαίο είναι να μελετούμε επιμελώς την Αγία Γραφή και να στοχαζόμαστε όσο είμαστε ελεύθεροι και έχουμε την ευκαιρία να το κάνουμε αυτό.

Καιρός για Σημαντικές Αποφάσεις

Με τη βοήθεια του Ιεχωβά, μείναμε σταθεροί. Προς μεγάλη μας έκπληξη, σε αρκετούς από εμάς δόθηκε αμνηστία στο τέλος του 1956. Είναι δύσκολο να περιγράψω την ευτυχία που νιώσαμε όταν άνοιξαν οι πύλες της φυλακής! Τότε ο γιος μου ήταν ήδη έξι χρονών, και χάρηκα πάρα πολύ που ξανάσμιξα με τη σύζυγό μου και που θα μπορούσα τώρα να συμμετέχω στην ανατροφή του παιδιού μας. Για ένα διάστημα ο Γιοχάνες με αντιμετώπιζε σαν ξένο, αλλά σύντομα αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια θερμή σχέση.

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ανατολική Γερμανία περνούσαν πολύ δύσκολους καιρούς. Η αυξανόμενη εχθρότητα προς τη Χριστιανική μας διακονία και την ουδέτερη στάση μας σήμαινε ότι ήμασταν αναγκασμένοι να ζούμε συνεχώς υπό απειλή—εν μέσω κινδύνων, ανησυχιών και εξάντλησης. Για το λόγο αυτόν, η Έρικα και εγώ χρειάστηκε να εξετάσουμε την κατάστασή μας προσεκτικά, και κατόπιν προσευχής θεωρήσαμε ότι ήταν αναγκαίο να μετακομίσουμε προκειμένου να ζήσουμε υπό ευνοϊκότερες συνθήκες ώστε να μη μας κατατρώει η ανησυχία. Θέλαμε να είμαστε ελεύθεροι να υπηρετούμε τον Ιεχωβά και να επιδιώκουμε πνευματικούς στόχους.

Την άνοιξη του 1957, μας δόθηκε η ευκαιρία να μετακομίσουμε στη Στουτγάρδη, στη Δυτική Γερμανία. Το ευαγγελιστικό έργο δεν ήταν υπό απαγόρευση εκεί, και μπορούσαμε να συναναστρεφόμαστε ελεύθερα με τους αδελφούς μας. Η στοργική τους υποστήριξη ήταν πολύ συγκινητική. Περάσαμε εφτά χρόνια στην εκκλησία του Χέντελφίνγκεν. Κατά τη διάρκεια εκείνων των ετών, ο γιος μας άρχισε το σχολείο και έκανε καλή πρόοδο. Το Σεπτέμβριο του 1962, απόλαυσα το προνόμιο να παρακολουθήσω τη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας στο Βισμπάντεν. Εκεί με παρότρυναν να μετακομίσω με την οικογένειά μου για να υπηρετήσω σε μέρη όπου υπήρχε ανάγκη για γερμανόφωνους δασκάλους της Αγίας Γραφής, όπως σε ορισμένες περιοχές της Γερμανίας και της Ελβετίας.

Πηγαίνουμε στις Ελβετικές Άλπεις

Έτσι λοιπόν, το 1963 μετακομίσαμε στην Ελβετία. Μας δόθηκε η κατεύθυνση να συνεργαστούμε με μια μικρή εκκλησία στο Μπρούνεν, στην όμορφη λίμνη της Λουκέρνης, στο κεντρικό τμήμα των Ελβετικών Άλπεων. Νομίζαμε ότι βρισκόμασταν σε παράδεισο. Έπρεπε να εξοικειωθούμε με τη διάλεκτο της γερμανικής που μιλιέται εκεί, με τον τρόπο ζωής των ντόπιων, καθώς και με τη νοοτροπία των ανθρώπων. Εντούτοις, ήταν απόλαυση να εργαζόμαστε και να κηρύττουμε ανάμεσα σε φιλειρηνικούς ανθρώπους. Μείναμε στο Μπρούνεν 14 χρόνια. Ο γιος μας μεγάλωσε εκεί.

Το 1977, όταν ήμουν σχεδόν 50 χρονών, προσκληθήκαμε να υπηρετήσουμε στο Μπέθελ της Ελβετίας στην Τουν. Το θεωρήσαμε απρόσμενο προνόμιο και το δεχτήκαμε με μεγάλη εκτίμηση. Η σύζυγός μου και εγώ μείναμε στην υπηρεσία Μπέθελ εννιά χρόνια, τα οποία θυμόμαστε ως ορόσημο στη Χριστιανική μας ζωή και στην πνευματική ανάπτυξη του καθενός μας. Απολαύσαμε επίσης το κήρυγμα με τους ντόπιους ευαγγελιζομένους στην Τουν και στις γύρω περιοχές, πάντοτε με θέα τα “θαυμαστά έργα” του Ιεχωβά, τα επιβλητικά χιονοσκέπαστα βουνά των Βερναίων Άλπεων.—Ψαλμός 9:1.

Άλλη μια Μετακόμιση

Μετακομίσαμε ξανά στις αρχές του 1986. Μας ζητήθηκε να υπηρετήσουμε ως ειδικοί σκαπανείς σε έναν πολύ μεγάλο τομέα που είχε ανατεθεί στην Εκκλησία Μπουξ, στο ανατολικό τμήμα της Ελβετίας. Χρειάστηκε και πάλι να συνηθίσουμε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Ωστόσο, υποκινούμενοι από την επιθυμία μας να υπηρετήσουμε τον Ιεχωβά οπουδήποτε θα μπορούσαμε να χρησιμοποιηθούμε καλύτερα, αναλάβαμε αυτόν το νέο διορισμό με τη δική του ευλογία. Κατά καιρούς έχω υπηρετήσει ως αναπληρωτής περιοδεύων επίσκοπος, κάνοντας επισκέψεις και προσφέροντας ενίσχυση σε εκκλησίες. Έχουν περάσει δεκαοχτώ χρόνια, και είχαμε πολλές ευχάριστες εμπειρίες κηρύττοντας σε αυτή την περιοχή. Η εκκλησία στο Μπουξ έχει μεγαλώσει, και απολαμβάνουμε τις συναθροίσεις μας σε μια όμορφη Αίθουσα Βασιλείας, της οποίας η αφιέρωση έγινε πριν από πέντε χρόνια.

Ο Ιεχωβά μάς έχει φροντίσει με εξαιρετικά γενναιόδωρο τρόπο. Περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας στην ολοχρόνια διακονία, όμως ποτέ δεν μας έλειψε τίποτα. Έχουμε τη χαρά και την ικανοποίηση να βλέπουμε το γιο μας, τη σύζυγό του και τα παιδιά τους μαζί με τις οικογένειές τους, να βαδίζουν πιστά στην οδό του Ιεχωβά.

Αναπολώντας το παρελθόν, νιώθω ότι πραγματικά υπηρετήσαμε τον Ιεχωβά «σε ευνοϊκό καιρό, σε δυσμενή καιρό». Η ενασχόλησή μου με τη Χριστιανική διακονία με οδήγησε από τα σκοτεινά κελιά των κομμουνιστικών φυλακών στα μεγαλοπρεπή βουνά των Ελβετικών Άλπεων. Η οικογένειά μου και εγώ δεν μετανιώσαμε ούτε για μια στιγμή.

[Πλαίσιο στη σελίδα 28]

Εκείνοι που Υπήρξαν «Δύο Φορές Θύματα» Μένουν Σταθεροί υπό Διωγμό

Στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), που ήταν επίσης γνωστή ως Ανατολική Γερμανία, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτέλεσαν στόχο βάναυσης καταδυνάστευσης. Τα αρχεία δείχνουν ότι περισσότεροι από 5.000 Μάρτυρες στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων και φυλακές λόγω της Χριστιανικής τους διακονίας και ουδετερότητας.—Ησαΐας 2:4.

Ορισμένοι από αυτούς λέγεται ότι υπήρξαν «δύο φορές θύματα». Γύρω στους 325 είχαν φυλακιστεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυλακές των Ναζί. Κατόπιν, στη δεκαετία του 1950, καταδιώχτηκαν και φυλακίστηκαν από τη Στάζι, την Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας της ΛΔΓ. Ακόμα και μερικές φυλακές είχαν διπλή χρήση—πρώτα ως ναζιστικές φυλακές και κατόπιν ως φυλακές της Στάζι.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας σφοδρού διωγμού, από το 1950 ως το 1961, συνολικά 60 Μάρτυρες—άντρες και γυναίκες—πέθαναν στη φυλακή από την κακομεταχείριση, τον υποσιτισμό, τις αρρώστιες και τα γηρατειά. Σε δώδεκα Μάρτυρες επιβλήθηκαν ποινές ισόβιας κάθειρξης, οι οποίες αργότερα μετατράπηκαν σε 15 χρόνια φυλάκισης.

Σήμερα, εκεί όπου άλλοτε ήταν τα κεντρικά γραφεία της Στάζι στο Βερολίνο, υπάρχει μια μόνιμη έκθεση με θέμα τα 40 χρόνια επίσημου διωγμού των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ανατολική Γερμανία. Οι φωτογραφίες και οι προσωπικές αφηγήσεις που παρουσιάζονται εκεί δίνουν σιωπηλή μαρτυρία για το θάρρος και την πνευματική δύναμη αυτών των Μαρτύρων που έμειναν πιστοί υπό πύρινες δοκιμασίες.

[Χάρτης στη σελίδα 24, 25]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Ρούντολστατ

Μπέλτσικ

Τόργκαου

Κέμνιτς

Τσβίκαου

[Εικόνα στη σελίδα 25]

Κάστρο Όστερσταϊν, Τσβίκαου

[Ευχαριστίες]

Fotosammlung des Stadtarchiv Zwickau, Deutschland

[Εικόνα στη σελίδα 26]

Με τη σύζυγό μου, την Έρικα