Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Επιζήσαμε Χάρη στην Ισχύ του Ιεχωβά

Επιζήσαμε Χάρη στην Ισχύ του Ιεχωβά

Βιογραφία

Επιζήσαμε Χάρη στην Ισχύ του Ιεχωβά

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΖΕΜΠΕΤ ΧΑΦΝΕΡ

«Δεν θα τους αφήσω να σε απελάσουν», είπε ο Τίμπορ Χάφνερ όταν έμαθε ότι με είχαν διατάξει να εγκαταλείψω την Τσεχοσλοβακία. Κατόπιν πρόσθεσε: «Αν συμφωνείς και εσύ, θα σε παντρευτώ και θα μείνεις μαζί μου για πάντα».

ΣΤΙΣ 29 Ιανουαρίου 1938, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την απρόσμενη αυτή πρόταση, παντρεύτηκα τον Τίμπορ, το Χριστιανό αδελφό που πρωτοέδωσε μαρτυρία στην οικογένειά μου. Δεν ήταν εύκολη απόφαση. Μόλις είχα κλείσει τα 18, και ως ολοχρόνια διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ήθελα να αφιερώσω τα νιάτα μου αποκλειστικά στην υπηρεσία του Θεού. Έκλαιγα. Προσευχόμουν. Μόνο όταν ηρέμησα συνειδητοποίησα ότι η πρόταση του Τίμπορ δεν ήταν απλώς μια ευγενική χειρονομία, και κατάλαβα πως ήθελα να ζήσω με αυτόν τον άνθρωπο ο οποίος με αγαπούσε ειλικρινά.

Γιατί, όμως, υπήρχε ο κίνδυνος να με απελάσουν; Άλλωστε, ζούσα σε μια χώρα που υπερηφανευόταν για το δημοκρατικό της σύστημα και τη θρησκευτική ελευθερία που πρόσφερε. Σε αυτό το σημείο, θα χρειαστεί, πιστεύω, να σας πω περισσότερα για το παρελθόν μου.

Γεννήθηκα στις 26 Δεκεμβρίου 1919 από Ελληνόρρυθμους Καθολικούς γονείς στο χωριό Σάγιοζεντπετερ της Ουγγαρίας, περίπου 160 χιλιόμετρα ανατολικά της Βουδαπέστης. Δυστυχώς, ο πατέρας μου πέθανε προτού τον γνωρίσω. Σύντομα, η μητέρα μου παντρεύτηκε κάποιον χήρο με τέσσερα παιδιά και μετακομίσαμε στο Λούτσενετς, μια όμορφη πόλη της πρώην Τσεχοσλοβακίας. Εκείνα τα χρόνια, το να είσαι θετό παιδί δεν ήταν εύκολο πράγμα. Ως η μικρότερη από πέντε παιδιά, ένιωθα πως ήμουν ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Η οικονομική μας κατάσταση ήταν δύσκολη και στερούμουν, όχι μόνο υλικά πράγματα, αλλά και τη φυσιολογική γονική προσοχή και αγάπη.

Γνωρίζει Κάποιος την Απάντηση;

Όταν ήμουν 16 χρονών, με βασάνιζαν σοβαρά ερωτήματα. Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον την ιστορία του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και έμεινα εμβρόντητη με όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ πολιτισμένων εθνών τα οποία ισχυρίζονταν ότι ήταν Χριστιανικά. Άλλωστε, έβλεπα ότι η στρατοκρατία εξαπλωνόταν γύρω μου. Τίποτα από όλα αυτά δεν εναρμονιζόταν με όσα μάθαινα στην εκκλησία για την αγάπη προς τον πλησίον.

Γι’ αυτό, πήγα σε έναν Ρωμαιοκαθολικό ιερέα και τον ρώτησα: «Ποια εντολή θα πρέπει να είναι δεσμευτική για εμάς τους Χριστιανούς—να πηγαίνουμε στον πόλεμο και να σκοτώνουμε τους συνανθρώπους μας ή να τους αγαπούμε;» Ενοχλημένος από το ερώτημά μου, μου απάντησε ότι αυτός δίδασκε όσα του είχαν πει οι ανώτεροί του. Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν επισκέφτηκα έναν Καλβινιστή ιερέα και κατόπιν έναν Εβραίο ραβίνο. Δεν μου έδωσαν καμιά απάντηση, απλώς ξαφνιάστηκαν με το ασυνήθιστο ερώτημά μου. Τελικά, πήγα να δω έναν Λουθηρανό ιερέα. Εκείνος αναστατώθηκε, αλλά προτού φύγω, είπε: «Αν θέλεις πράγματι να μάθεις κάτι για αυτό, ρώτησε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά».

Προσπάθησα να βρω τους Μάρτυρες αλλά δεν τα κατάφερα. Λίγες μέρες αργότερα, καθώς επέστρεφα σπίτι από τη δουλειά, είδα την πόρτα μισάνοιχτη. Ένας εμφανίσιμος νεαρός διάβαζε κάτι στη μητέρα μου από την Αγία Γραφή. Μια σκέψη πέρασε γρήγορα από το μυαλό μου: “Αυτός σίγουρα είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά!” Προσκαλέσαμε αυτόν τον άνθρωπο, τον Τίμπορ Χάφνερ, να περάσει μέσα, και εγώ επανέλαβα τις ερωτήσεις μου. Αντί να μου απαντήσει με δικά του λόγια, μου έδειξε τι λέει η Αγία Γραφή για το γνώρισμα των αληθινών Χριστιανών, καθώς και για τους καιρούς στους οποίους ζούσαμε.—Ιωάννης 13:34, 35· 2 Τιμόθεο 3:1-5.

Μέσα σε λίγους μήνες, προτού γίνω 17 χρονών, βαφτίστηκα. Πίστευα ότι όλοι έπρεπε να ακούσουν αυτές τις πολύτιμες αλήθειες που με τόση δυσκολία είχα βρει εγώ. Άρχισα να κηρύττω ολοχρόνια, κάτι που ήταν πολύ δύσκολο στην Τσεχοσλοβακία στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Αν και το έργο μας ήταν επίσημα καταχωρισμένο, αντιμετωπίζαμε σφοδρή εναντίωση η οποία υποκινούνταν από τον κλήρο.

Μια Πρώτη Γεύση Διωγμού

Κάποια μέρα, στα τέλη του 1937, κήρυττα με μια άλλη Χριστιανή αδελφή σε ένα χωριό κοντά στο Λούτσενετς. Έπειτα από λίγο, μας συνέλαβαν και μας οδήγησαν στη φυλακή. «Εδώ θα πεθάνετε», είπε ο φρουρός, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα του κελιού μας.

Μέχρι το βράδυ, είχαν φέρει στο κελί άλλες τέσσερις γυναίκες. Αρχίσαμε να τις παρηγορούμε και να τους δίνουμε μαρτυρία. Αυτές ηρέμησαν, και εμείς περάσαμε όλη τη νύχτα μεταδίδοντάς τους τη Βιβλική αλήθεια.

Στις έξι το πρωί, ο φρουρός με διέταξε να βγω από το κελί. Είπα, λοιπόν, στην αδελφή που ήταν μαζί μου: «Θα συναντηθούμε ξανά στη Βασιλεία του Θεού». Της ζήτησα, αν επιζούσε, να πει στην οικογένειά μου τι είχε συμβεί. Έκανα μια σιωπηλή προσευχή και ακολούθησα το φρουρό. Με πήρε στο διαμέρισμα που είχε στο συγκρότημα της φυλακής. «Έχω να σου κάνω μερικά ερωτήματα, κοπέλα μου», είπε. «Χθες τη νύχτα είπες ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά. Μπορείς να μου το δείξεις αυτό μέσα από τη Γραφή;» Τι έκπληξη και τι ανακούφιση ήταν αυτή! Έφερε τη Γραφή του και έδειξα σε αυτόν και στη σύζυγό του το όνομα Ιεχωβά. Είχε και πολλά άλλα ερωτήματα γύρω από θέματα που είχαμε συζητήσει με τις τέσσερις γυναίκες στη διάρκεια της νύχτας. Ικανοποιημένος με τις απαντήσεις που πήρε, ζήτησε από τη σύζυγό του να ετοιμάσει πρωινό για εμένα και την άλλη αδελφή.

Δυο μέρες αργότερα αποφυλακιστήκαμε, αλλά κάποιος δικαστής αποφάσισε ότι, εφόσον είχα ουγγρική υπηκοότητα, έπρεπε να εγκαταλείψω την Τσεχοσλοβακία. Τότε, μετά το περιστατικό αυτό, ο Τίμπορ Χάφνερ μού ζήτησε να γίνω σύζυγός του. Παντρευτήκαμε, και μετακόμισα στο σπίτι των γονέων του.

Ο Διωγμός Εντείνεται

Συνεχίσαμε το έργο κηρύγματος ως ζευγάρι, αν και ο Τίμπορ είχε να κάνει επίσης εργασία οργανωτικής φύσης. Λίγες μόνο μέρες προτού μπει ο ουγγρικός στρατός στην πόλη μας το Νοέμβριο του 1938, γεννήθηκε ο γιος μας, που ονομάστηκε και αυτός Τίμπορ. Στην Ευρώπη, διαφαινόταν στον ορίζοντα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μεγάλο μέρος της Τσεχοσλοβακίας καταλήφθηκε από την Ουγγαρία, με αποτέλεσμα να επέλθει αυξημένος διωγμός σε όσους Μάρτυρες του Ιεχωβά ζούσαν στις προσαρτημένες περιοχές.

Στις 10 Οκτωβρίου 1942, ο Τίμπορ πήγε στο Ντέμπρετσεν για να συναντήσει κάποιους αδελφούς. Αυτή τη φορά, όμως, δεν γύρισε πίσω. Αργότερα, μου είπε τι είχε συμβεί. Αντί για τους αδελφούς, στη γέφυρα όπου θα γινόταν η συνάντηση υπήρχαν αστυνομικοί ντυμένοι εργάτες. Περίμεναν το σύζυγό μου και τον Παλ Νάτζπαλ, τους τελευταίους που θα έρχονταν. Η αστυνομία τούς οδήγησε στο τμήμα και εκεί άρχισαν να χτυπούν τα γυμνά τους πέλματα με ρόπαλα μέχρι που αυτοί λιποθύμησαν από τον πόνο.

Κατόπιν τους διέταξαν να φορέσουν τις μπότες τους και να σηκωθούν. Παρά τον πόνο, τους ανάγκασαν να πάνε στο σταθμό του τρένου. Η αστυνομία έφερε άλλο ένα άτομο του οποίου το κεφάλι ήταν δεμένο με τόσες γάζες ώστε μόλις που μπορούσε να δει. Αυτός ήταν ο αδελφός Άντρας Πίλινγκ, που είχε πάει επίσης στη συνάντηση. Ο σύζυγός μου στάλθηκε με το τρένο για κράτηση στο Άλαγκ, κοντά στη Βουδαπέστη. Κάποιος από τους φρουρούς, ο οποίος είδε τα καταχτυπημένα πόδια του Τίμπορ, είπε σαρκαστικά: «Πόσο σκληροί είναι μερικοί άνθρωποι! Μην ανησυχείς, εμείς θα σε γιατρέψουμε». Δυο άλλοι φρουροί άρχισαν να χτυπούν τον Τίμπορ στα πέλματα, πιτσιλώντας με αίμα τον τόπο. Ύστερα από λίγα λεπτά, εκείνος έχασε τις αισθήσεις του.

Τον επόμενο μήνα, ο Τίμπορ μαζί με 60 και πλέον άλλους αδελφούς και αδελφές πέρασε από δίκη. Οι αδελφοί Άντρας Μπάρτα, Ντέινες Φαλουβέιγκι και Γιάνος Κόνραντ καταδικάστηκαν σε θάνατο διά απαγχονισμού. Η ποινή του αδελφού Άντρας Πίλινγκ ήταν ισόβια ενώ ο σύζυγός μου καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση. Το έγκλημά τους; Ο εισαγγελέας τούς κατηγόρησε για εσχάτη προδοσία, άρνηση στράτευσης, κατασκοπεία και συκοφάντηση της αγιότατης εκκλησίας. Οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν αργότερα σε ισόβια κάθειρξη.

Ακολουθώ το Σύζυγό Μου

Δύο μέρες μετά την αναχώρηση του Τίμπορ για τη συνάντηση στο Ντέμπρετσεν, είχα σηκωθεί πριν από τις έξι και σιδέρωνα τα ρούχα μας. Ξαφνικά άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. “Ήρθαν”, σκέφτηκα. Έξι αστυνομικοί όρμησαν μέσα και με ενημέρωσαν ότι είχαν άδεια να κάνουν έρευνα. Συνέλαβαν όλους όσους ήταν στο σπίτι και μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα, μαζί και τον τρίχρονο γιο μας. Την ίδια εκείνη μέρα μάς μετέφεραν σε κάποιες εγκαταστάσεις στην Πέτερβασαρα της Ουγγαρίας.

Αφού φτάσαμε, ανέβασα πυρετό και με έβαλαν χωριστά από τις άλλες τροφίμους. Όταν συνήλθα, στο κελί μου ήταν δύο στρατιώτες και λογομαχούσαν για εμένα. «Να την πυροβολήσουμε! Εγώ θα την πυροβολήσω!» είπε ο ένας. Ο άλλος, όμως, ήθελε να δει πώς ήταν η υγεία μου προτού κάνουν κάτι. Τους ικέτευσα να με αφήσουν να ζήσω. Τελικά έφυγαν από το κελί μου, και εγώ ευχαρίστησα τον Ιεχωβά που με βοήθησε.

Οι φρουροί είχαν μια ιδιαίτερη μέθοδο ανάκρισης. Με διέταξαν να ξαπλώσω στο πάτωμα μπρούμυτα, έβαλαν κάλτσες στο στόμα μου, με έδεσαν χειροπόδαρα και με μαστίγωσαν τόσο πολύ ώστε άρχισα να αιμορραγώ. Σταμάτησαν μόνο όταν ένας από τους στρατιώτες είπε ότι είχε εξαντληθεί. Με ρώτησαν με ποιους θα συναντιόταν ο σύζυγός μου τη μέρα που τον συνέλαβαν. Δεν τους είπα, και έτσι το μαστίγωμα συνεχίστηκε τρεις μέρες. Την τέταρτη μέρα, μου επέτρεψαν να πάω το γιο μου στη μητέρα μου. Μέσα στην παγωνιά, μετέφερα το παιδάκι μου στην πληγωμένη μου πλάτη και περπάτησα 13 περίπου χιλιόμετρα ως το σταθμό του τρένου. Από εκεί, συνέχισα με το τρένο μέχρι το σπίτι, αλλά έπρεπε να γυρίσω στο στρατόπεδο την ίδια εκείνη μέρα.

Καταδικάστηκα να εκτίσω ποινή έξι ετών σε φυλακή της Βουδαπέστης. Μόλις έφτασα, έμαθα ότι και ο Τίμπορ βρισκόταν εκεί. Πόσο χαρούμενοι ήμασταν όταν πήραμε άδεια να μιλήσουμε ο ένας στον άλλον, αν και για λίγα μόνο λεπτά, μέσα από ένα σιδηρόφραχτο χώρισμα! Νιώσαμε και οι δύο την αγάπη του Ιεχωβά και πήραμε δύναμη από εκείνες τις πολύτιμες στιγμές. Πριν συναντηθούμε ξανά, περάσαμε και οι δυο μας τρομερές δοκιμασίες, γλιτώνοντας πολλές φορές το θάνατο παρά τρίχα.

Από Φυλακή σε Φυλακή

Ήμασταν 80 περίπου αδελφές στριμωγμένες σε ένα κελί. Λαχταρούσαμε λίγη πνευματική τροφή, αλλά το να βάλουμε κρυφά κάτι στη φυλακή φαινόταν αδύνατον. Μήπως θα μπορούσαμε να βρούμε κάτι μέσα στη φυλακή; Επιτρέψτε μου να σας πω τι κάναμε. Εγώ προσφέρθηκα να επιδιορθώνω τις κάλτσες των σωφρονιστικών υπαλλήλων. Σε μια από τις κάλτσες, έβαλα ένα χαρτάκι με την παράκληση να μου γράψουν τον αριθμό καταλόγου που είχε η Αγία Γραφή στη βιβλιοθήκη της φυλακής. Για να μην κινήσω υποψίες, πρόσθεσα και άλλα δύο βιβλία.

Την επόμενη μέρα, μου έφεραν άλλη μια στοίβα κάλτσες από τους υπαλλήλους. Σε μια από αυτές υπήρχε η απάντηση. Έδωσα, κατόπιν, στο φρουρό τους αριθμούς αυτούς και ζήτησα τα βιβλία. Τι ευτυχία νιώσαμε όταν πήραμε αυτά τα βιβλία, συμπεριλαμβανομένης της Αγίας Γραφής! Τα υπόλοιπα βιβλία τα αλλάζαμε κάθε εβδομάδα, αλλά τη Γραφή την κρατούσαμε. Όταν ο φρουρός ρωτούσε σχετικά με αυτό, εμείς απαντούσαμε: «Είναι μεγάλο βιβλίο και όλες θέλουν να το διαβάσουν». Έτσι λοιπόν, καταφέραμε να διαβάζουμε τη Γραφή.

Κάποια μέρα, ένας αξιωματούχος με κάλεσε στο γραφείο του. Φαινόταν ασυνήθιστα ευγενικός.

«Κυρία Χάφνερ, έχω ευχάριστα νέα για εσένα», είπε. «Μπορείς να πας σπίτι σου. Ίσως αύριο. Αν υπάρχει τρένο, ακόμα και σήμερα».

«Αυτό είναι θαυμάσιο», απάντησα.

«Φυσικά και είναι», είπε. «Έχεις παιδί και πιστεύω ότι θέλεις να το αναθρέψεις». Κατόπιν πρόσθεσε: «Υπόγραψε απλώς αυτή την επιστολή».

«Τι είναι αυτό;» ρώτησα.

«Μην ανησυχείς», επέμεινε εκείνος. «Υπόγραψε και μπορείς να φύγεις». Κατόπιν μου είπε: «Όταν φτάσεις σπίτι σου, κάνε ό,τι θέλεις. Τώρα, όμως, πρέπει να υπογράψεις ότι παύεις να είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά».

Έκανα ένα βήμα πίσω και αρνήθηκα με σταθερότητα.

«Τότε θα πεθάνεις εδώ!» φώναξε θυμωμένος και με έδιωξε.

Το Μάιο του 1943, μεταφέρθηκα σε άλλη φυλακή της Βουδαπέστης και αργότερα στο χωριό Μαριανόστρα, όπου ζούσαμε σε ένα μοναστήρι με 70 περίπου καλόγριες. Παρά την πείνα και τις άλλες κακουχίες, τους μεταδίδαμε με ζήλο την ελπίδα μας. Μια καλόγρια έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για το άγγελμά μας και είπε: «Αυτά είναι ωραία πράγματα. Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο. Πείτε μου και άλλα, σας παρακαλώ». Της μιλήσαμε για το νέο κόσμο και για το πόσο υπέροχη θα είναι η ζωή εκεί. Καθώς μιλούσαμε, ήρθε η ηγουμένη. Πήραν αμέσως από κοντά μας την ενδιαφερόμενη καλόγρια, την ξεγύμνωσαν και τη χτύπησαν άγρια με το μαστίγιο. Όταν συναντηθήκαμε και πάλι, εκείνη ικέτευσε: «Προσευχηθείτε, σας παρακαλώ, στον Ιεχωβά να με σώσει και να με πάρει από εδώ. Θέλω να γίνω μια από εσάς».

Ο επόμενος προορισμός μας ήταν κάποια παλιά φυλακή στο Κόμαρομ, μια πόλη στις όχθες του ποταμού Δούναβη, 80 περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Βουδαπέστης. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Όπως και αρκετές άλλες αδελφές, αρρώστησα βαριά από τύφο, έκανα αιμοπτύσεις και εξασθένησα πολύ. Δεν είχαμε φάρμακα, και πίστεψα ότι είχε έρθει το τέλος μου. Τότε, όμως, οι αξιωματούχοι της φυλακής αναζήτησαν κάποια που θα μπορούσε να κάνει εργασία γραφείου. Οι αδελφές ανέφεραν το όνομά μου. Έτσι λοιπόν, μου έδωσαν κάποιο φάρμακο και ανέρρωσα.

Ξαναβρίσκω την Οικογένειά Μου

Καθώς ο σοβιετικός στρατός πλησίαζε από τα ανατολικά, μας υποχρέωσαν να μετακινηθούμε προς τα δυτικά. Θα χρειαζόμουν πολύ χρόνο για να περιγράψω όλη τη φρίκη που περάσαμε. Κινδύνεψα να πεθάνω πολλές φορές, αλλά χάρη στο προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά, επέζησα. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, βρισκόμασταν στην τσεχική πόλη Τάμπορ, 80 περίπου χιλιόμετρα από την Πράγα. Πέρασαν άλλες τρεις εβδομάδες προτού φτάσουμε, η κουνιάδα μου η Μαγκνταλένα και εγώ, στο σπίτι μας στο Λούτσενετς, στις 30 Μαΐου 1945.

Από μακριά διέκρινα την πεθερά μου και τον αγαπημένο μου γιο, τον Τίμπορ, στην αυλή. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και φώναξα: «Τίμπικε!» Εκείνος έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά μου. «Δεν θα ξαναφύγεις, μαμά, εντάξει;» Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που μου είπε και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.

Ο Ιεχωβά εκδήλωσε έλεος και στο σύζυγό μου, τον Τίμπορ. Από τη φυλακή στη Βουδαπέστη, στάλθηκε στο στρατόπεδο εργασίας του Μπορ, μαζί με περίπου 160 άλλους αδελφούς. Πολλές φορές βρέθηκαν στα πρόθυρα του θανάτου, αλλά ως ομάδα παρέμειναν ζωντανοί. Ο Τίμπορ επέστρεψε στο σπίτι στις 8 Απριλίου 1945, περίπου έναν μήνα πριν από εμένα.

Μετά τον πόλεμο, χρειαζόμασταν και πάλι τη δύναμη του Ιεχωβά για να επιζήσουμε από όλες τις δοκιμασίες των επόμενων 40 χρόνων υπό το κομμουνιστικό καθεστώς στην Τσεχοσλοβακία. Ο Τίμπορ καταδικάστηκε και πάλι σε μακροχρόνια φυλάκιση, και εγώ αναγκάστηκα να φροντίζω το γιο μας χωρίς εκείνον. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Τίμπορ υπηρέτησε ως περιοδεύων επίσκοπος. Στη διάρκεια των 40 χρόνων του κομμουνισμού, επωφελούμασταν κάθε ευκαιρίας για να μεταδίδουμε την πίστη μας. Βοηθήσαμε πολλούς να μάθουν την αλήθεια. Αυτοί, λοιπόν, έγιναν πνευματικά μας παιδιά.

Πόση χαρά νιώσαμε όταν αποκτήσαμε θρησκευτική ελευθερία το 1989! Τον επόμενο χρόνο, παρακολουθήσαμε την πρώτη συνέλευση στη χώρα μας ύστερα από τόσον καιρό. Όταν είδαμε τους χιλιάδες αδελφούς και αδελφές μας οι οποίοι είχαν κρατήσει ακεραιότητα επί δεκαετίες, καταλάβαμε ότι ο Ιεχωβά ήταν κραταιή πηγή ισχύος για όλους τους.

Ο αγαπημένος μου σύζυγος, ο Τίμπορ, πέθανε πιστός στον Θεό στις 14 Οκτωβρίου 1993, και εγώ τώρα ζω κοντά στο γιο μου, στη Ζίλινα της Σλοβακίας. Δεν μου έχει μείνει πολύ σωματικό σφρίγος, αλλά το πνεύμα μου είναι ισχυρό με τη δύναμη του Ιεχωβά. Πιστεύω ακράδαντα ότι χάρη στην ισχύ του μπορώ να υπομείνω οποιαδήποτε δοκιμασία σε αυτό το παλιό σύστημα. Επιπλέον, αποβλέπω στον καιρό κατά τον οποίο, με την παρ’ αξία καλοσύνη του Ιεχωβά, θα μπορώ να ζω για πάντα.

[Εικόνα στη σελίδα 20]

Ο γιος μου ο Τίμπορ (σε ηλικία 4 ετών) τον οποίο αναγκάστηκα να αφήσω πίσω

[Εικόνα στη σελίδα 21]

Ο σύζυγός μου, ο Τίμπορ, μαζί με άλλους αδελφούς στο Μπορ

[Εικόνα στη σελίδα 22]

Με τον Τίμπορ και την κουνιάδα μου τη Μαγκνταλένα, το 1947 στο Μπρνο

[Εικόνες στη σελίδα 23]

Κινδύνεψα να πεθάνω πολλές φορές, αλλά χάρη στο προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά, επέζησα