Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Ταχθήκαμε Σταθερά Υπέρ της Διακυβέρνησης του Θεού

Ταχθήκαμε Σταθερά Υπέρ της Διακυβέρνησης του Θεού

Βιογραφία

Ταχθήκαμε Σταθερά Υπέρ της Διακυβέρνησης του Θεού

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛ ΖΟΜΠΡΑΚ

Αφού είχα περάσει έναν μήνα στην απομόνωση, με έσυραν μπροστά σε κάποιον ανακριτή. Έπειτα από λίγο, εκείνος φώναξε κατακόκκινος: «Κατάσκοποι! Είστε Αμερικανοί κατάσκοποι!» Τι τον εξόργισε τόσο πολύ; Με είχε μόλις ρωτήσει σε ποια θρησκεία ανήκα, και εγώ είχα απαντήσει: «Είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά».

ΑΥΤΟ συνέβη πριν από μισό και πλέον αιώνα. Εκείνον τον καιρό, η χώρα όπου ζούσα βρισκόταν υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Πολύ νωρίτερα, όμως, είχαμε ήδη αντιμετωπίσει σφοδρή εναντίωση στο Χριστιανικό εκπαιδευτικό έργο μας.

Νιώθουμε το Επώδυνο Κεντρί του Πολέμου

Όταν άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, ήμουν οχτώ χρονών. Εκείνη την εποχή το χωριό μου, το Ζάλουζιτσε, υπαγόταν στη μοναρχία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Εκτός του ότι ο πόλεμος αναστάτωσε την παγκόσμια σκηνή, τερμάτισε απότομα και την παιδική μου ηλικία. Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν στρατιώτης, πέθανε το πρώτο κιόλας έτος των εχθροπραξιών. Έτσι λοιπόν, η μητέρα μου, οι δύο μικρότερες αδελφές μου και εγώ βρεθήκαμε σε απόλυτη φτώχεια. Καθώς ήμουν πια ο άντρας του σπιτιού, σύντομα επωμίστηκα πολλές ευθύνες στο μικρό μας αγρόκτημα και στο σπίτι. Από τη νεαρή μου ηλικία, ήμουν πολύ θρησκευόμενος. Μάλιστα, ο ιερέας της Μεταρρυθμισμένης (Καλβινιστικής) Εκκλησίας μας μου ζητούσε να τον αντικαθιστώ και να διδάσκω τους συμμαθητές μου όταν εκείνος έλειπε.

Το 1918 ο Μεγάλος Πόλεμος έληξε, κάτι που μας έφερε βαθιά ανακούφιση. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία είχε ανατραπεί, και γίναμε πολίτες της Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας. Σύντομα, πολλοί συντοπίτες μας που είχαν μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες επέστρεψαν στην πατρίδα. Ένας από αυτούς ήταν ο Μίχαλ Πέτρικ, ο οποίος ήρθε στο χωριό μας το 1922. Όταν επισκέφτηκε μια οικογένεια στη γειτονιά μας, προσκληθήκαμε επίσης η μητέρα μου και εγώ.

Η Διακυβέρνηση του Θεού Γίνεται Πραγματική για Εμάς

Ο Μίχαλ ήταν Σπουδαστής της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και μίλησε για σημαντικά Γραφικά θέματα που μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Το πρώτιστο από αυτά ήταν ο ερχομός της Βασιλείας του Ιεχωβά. (Δανιήλ 2:44) Όταν ο Μίχαλ είπε ότι επρόκειτο να διεξαχθεί μια Χριστιανική συνάθροιση στο χωριό Ζάχορ την επόμενη Κυριακή, αποφάσισα να πάω οπωσδήποτε. Σηκώθηκα στις 4.00 π.μ. και περπάτησα γύρω στα 8 χιλιόμετρα ως το σπίτι του εξαδέλφου μου για να δανειστώ ένα ποδήλατο. Αφού επισκεύασα ένα σκασμένο λάστιχο, συνέχισα διανύοντας άλλα 24 χιλιόμετρα ως το Ζάχορ. Δεν ήξερα πού θα γινόταν η συνάθροιση, γι’ αυτό προχωρούσα αργά σε έναν από τους δρόμους του χωριού. Τότε αναγνώρισα έναν ύμνο της Βασιλείας που έψελναν σε κάποιο σπίτι. Η καρδιά μου σκίρτησε από χαρά. Μπήκα στο σπίτι και εξήγησα γιατί βρισκόμουν εκεί. Η οικογένεια μου πρότεινε να φάω πρωινό μαζί τους και έπειτα με πήραν στη συνάθροιση. Παρότι χρειάστηκε να καλύψω άλλα 32 χιλιόμετρα με το ποδήλατο και με τα πόδια για να γυρίσω στο σπίτι, δεν ένιωθα καθόλου κουρασμένος.​—Ησαΐας 40:31.

Με εντυπωσίασαν οι σαφείς, Γραφικές εξηγήσεις που έδιναν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η προοπτική να απολαύσω πλήρη και ικανοποιητική ζωή υπό τη διακυβέρνηση του Θεού άγγιξε την καρδιά μου. (Ψαλμός 104:28) Τόσο η μητέρα μου όσο και εγώ αποφασίσαμε να υποβάλουμε επιστολή παραίτησης στην εκκλησία μας. Αυτό δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στο χωριό μας. Ορισμένοι ούτε καν μας μιλούσαν για κάποιο διάστημα, αλλά είχαμε καλή συναναστροφή με τους πολλούς Μάρτυρες που υπήρχαν στην περιοχή μας. (Ματθαίος 5:11, 12) Πριν περάσει πολύς καιρός, βαφτίστηκα στον ποταμό Ουχ.

Η Διακονία Γίνεται Τρόπος Ζωής Μας

Αξιοποιούσαμε κάθε ευκαιρία για να κηρύττουμε σχετικά με τη Βασιλεία του Ιεχωβά. (Ματθαίος 24:14) Δίναμε ιδιαίτερη βαρύτητα σε καλά οργανωμένες εκστρατείες κηρύγματος τις Κυριακές. Κατά κανόνα, οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια ξυπνούσαν νωρίς, οπότε μπορούσαμε να αρχίζουμε το κήρυγμα αρκετά νωρίς. Αργότερα στη διάρκεια της ημέρας, προγραμματίζαμε μια δημόσια συνάθροιση. Τις περισσότερες φορές, οι δάσκαλοι της Αγίας Γραφής εκφωνούσαν τις ομιλίες χωρίς χειρόγραφο. Λάβαιναν υπόψη τον αριθμό των ενδιαφερομένων, το θρησκευτικό τους υπόβαθρο και τα ζητήματα που τους απασχολούσαν.

Οι Γραφικές αλήθειες που κηρύτταμε άνοιξαν τα μάτια πολλών ατόμων με ειλικρινή καρδιά. Λίγο μετά το βάφτισμά μου, κήρυττα στο χωριό Τρόβιστε. Σε ένα σπίτι, μίλησα σε μια πολύ καλοσυνάτη και φιλική γυναίκα, την κ. Ζούζανα Μόσκαλ. Αυτή και η οικογένειά της ήταν Καλβινιστές, όπως ήμουν και εγώ στο παρελθόν. Παρότι ήταν εξοικειωμένη με την Αγία Γραφή, είχε πολλά αναπάντητα Γραφικά ερωτήματα. Συζητήσαμε επί μία ώρα και της έδωσα το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού. a

Η οικογένεια Μόσκαλ συμπεριέλαβε αμέσως την ανάγνωση του βιβλίου Κιθάρα στην τακτική της ανάγνωση της Αγίας Γραφής. Και άλλες οικογένειες σε εκείνο το χωριό εκδήλωσαν ενδιαφέρον και άρχισαν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις μας. Ο Καλβινιστής ιερέας τους απηύθυνε αυστηρή προειδοποίηση ενάντια σε εμάς και στα έντυπά μας. Τότε μερικοί ενδιαφερόμενοι πρότειναν στον ιερέα να έρθει στη συνάθροισή μας και να αντικρούσει τις διδασκαλίες μας σε ανοιχτή συζήτηση.

Ο ιερέας ήρθε, αλλά δεν μπόρεσε να παρουσιάσει ούτε ένα επιχείρημα από τη Γραφή για να υποστηρίξει τις διδασκαλίες του. Προκειμένου να δικαιολογηθεί, είπε: «Δεν μπορούμε να πιστεύουμε όλα όσα λέει η Αγία Γραφή. Την έγραψαν άνθρωποι, και τα θρησκευτικά ζητήματα μπορούν να εξηγηθούν με διάφορους τρόπους». Αυτό αποτέλεσε σημείο στροφής για πολλούς. Ορισμένοι είπαν στον ιερέα ότι, αφού δεν πίστευε στην Αγία Γραφή, δεν θα ξαναπήγαιναν να ακούσουν τα κηρύγματά του. Με αυτόν τον τρόπο, έκοψαν τους δεσμούς τους με την Καλβινιστική Εκκλησία, και γύρω στα 30 άτομα από εκείνο το χωριό τάχθηκαν σταθερά υπέρ της Γραφικής αλήθειας.

Το κήρυγμα των καλών νέων της Βασιλείας έγινε τρόπος ζωής μας, οπότε ήταν φυσικό να αναζητώ μια σύντροφο από πνευματικά ισχυρή οικογένεια. Ένας από τους συνεργάτες μου στη διακονία ήταν ο Γιαν Πέτρουσκα, ο οποίος είχε γνωρίσει την αλήθεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κόρη του η Μάρια με εντυπωσίασε με την προθυμία που είχε να δίνει μαρτυρία σε όλους, όπως ακριβώς έκανε ο πατέρας της. Το 1936 παντρευτήκαμε, και η Μάρια επρόκειτο να είναι η πιστή σύντροφός μου επί 50 χρόνια, ως το θάνατό της το 1986. Το 1938 γεννήθηκε ο μοναχογιός μας, ο Έντουαρντ. Εκείνον τον καιρό, όμως, ήταν φανερό ότι θα ξεσπούσε ένας ακόμα πόλεμος στην Ευρώπη. Πώς θα επηρέαζε το έργο μας;

Δοκιμάζεται η Χριστιανική μας Ουδετερότητα

Όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Σλοβακία, ο οποία έγινε χωριστό κράτος, ήταν υπό ναζιστική επιρροή. Εντούτοις, η κυβέρνηση δεν έκανε καμιά συγκεκριμένη ενέργεια εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά ως οργάνωση. Βέβαια, έπρεπε να εργαζόμαστε κρυφά, ενώ τα έντυπά μας λογοκρίνονταν. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίσαμε διακριτικά τις δραστηριότητές μας.​—Ματθαίος 10:16.

Καθώς εντεινόταν ο πόλεμος, κλήθηκα για στρατιωτική υπηρεσία, αν και είχα περάσει τα 35. Λόγω της Χριστιανικής μου ουδετερότητας, αρνήθηκα να συμμετάσχω στον πόλεμο. (Ησαΐας 2:2-4) Ευτυχώς, προτού οι αρχές αποφασίσουν τι θα κάνουν με την περίπτωσή μου, η κλάση μου απαλλάχτηκε.

Αντιληφθήκαμε ότι οι αδελφοί μας στις πόλεις δυσκολεύονταν πολύ περισσότερο να συντηρηθούν από ό,τι εμείς που ζούσαμε σε αγροτικές περιοχές. Θέλαμε, λοιπόν, να μοιραστούμε ό,τι είχαμε. (2 Κορινθίους 8:14) Γι’ αυτό, παίρναμε όσα τρόφιμα μπορούσαμε να μεταφέρουμε και διανύαμε πάνω από 500 χιλιόμετρα διασχίζοντας τη χώρα ως την Μπρατισλάβα. Οι δεσμοί Χριστιανικής φιλίας και αγάπης που σφυρηλατήσαμε στα χρόνια του πολέμου μάς στήριξαν στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.

Λαβαίνουμε την Απαραίτητη Ενθάρρυνση

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σλοβακία έγινε και πάλι μέρος της Τσεχοσλοβακίας. Από το 1946 ως το 1948, διεξάχθηκαν πανεθνικές συνελεύσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά είτε στο Μπρνο είτε στην Πράγα. Εμείς από την ανατολική Σλοβακία ταξιδεύαμε με ειδικά τρένα που είχαν ναυλωθεί για τους εκπροσώπους της συνέλευσης. Θα μπορούσε κανείς να τα αποκαλέσει «ψάλλοντα τρένα» επειδή ψέλναμε ύμνους σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.​—Πράξεις 16:25.

Θυμάμαι ιδιαίτερα τη συνέλευση του 1947 στο Μπρνο, όπου ήταν παρόντες τρεις Χριστιανοί επίσκοποι από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία, μεταξύ αυτών και ο αδελφός Νάθαν Ο. Νορ. Για να διαφημίσουμε τη δημόσια ομιλία, πολλοί από εμάς περπατούσαμε μέσα στην πόλη φορώντας πινακίδες-σάντουιτς που ανάγγελλαν το θέμα. Ο γιος μας ο Έντουαρντ, ο οποίος τότε ήταν μόλις εννιά χρονών, στενοχωρήθηκε πολύ που δεν του έδωσαν μια τέτοια πινακίδα. Γι’ αυτό οι αδελφοί έφτιαξαν μικρότερες πινακίδες όχι μόνο για εκείνον αλλά και για πολλά άλλα παιδιά. Αυτή η ομάδα με τα νεότερα μέλη τα κατάφερε πολύ καλά στη διαφήμιση της ομιλίας!

Το Φεβρουάριο του 1948 κατέλαβαν την εξουσία οι κομμουνιστές. Γνωρίζαμε ότι ήταν απλώς θέμα χρόνου το να λάβει η κυβέρνηση μέτρα για να εμποδίσει τη διακονία μας. Διεξάχθηκε μια συνέλευση στην Πράγα το Σεπτέμβριο του 1948, και ήμασταν συναισθηματικά φορτισμένοι καθώς αναμέναμε άλλη μια απαγόρευση των δημόσιων συνάξεών μας, έπειτα από τρία μόλις χρόνια ελευθερίας σε ό,τι αφορούσε τις συγκεντρώσεις μας. Πριν φύγουμε από τη συνέλευση, υιοθετήσαμε μια απόφαση η οποία, εν μέρει, δήλωνε: «Εμείς, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι συναθροιστήκαμε . . . , είμαστε αποφασισμένοι να αυξήσουμε αυτή την ευλογημένη υπηρεσία ακόμα περισσότερο και, με τη χάρη του Κυρίου, να εμμείνουμε σε αυτήν σε εποχή και καιρούς δοκιμασίας, και να διαγγέλλουμε το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο».

«Εχθροί του Κράτους»

Δύο μόλις μήνες μετά τη συνέλευση της Πράγας, η μυστική αστυνομία έκανε έφοδο στον οίκο Μπέθελ κοντά στην Πράγα. Άρπαξαν περιουσιακά στοιχεία, κατέσχεσαν όσα έντυπα μπόρεσαν να βρουν και συνέλαβαν όλους τους Μπεθελίτες και μερικούς άλλους αδελφούς. Αλλά επρόκειτο να συμβούν ακόμα περισσότερα.

Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Φεβρουαρίου 1952, οι δυνάμεις ασφαλείας σάρωσαν τη χώρα και συνέλαβαν 100 και πλέον Μάρτυρες. Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ. Κατά τις τρεις το πρωί, η αστυνομία ξύπνησε ολόκληρη την οικογένειά μου. Χωρίς καμιά εξήγηση, μου ζήτησαν να τους ακολουθήσω. Με αλυσόδεσαν, μου έδεσαν τα μάτια και μαζί με αρκετούς άλλους με έριξαν στην καρότσα ενός φορτηγού. Κατέληξα στην απομόνωση.

Πέρασε ένας ολόκληρος μήνας χωρίς να μου μιλήσει κανείς. Ο μόνος άνθρωπος που έβλεπα ήταν ο φύλακας που έσπρωχνε ένα φτωχό γεύμα μέσα από το άνοιγμα το οποίο υπήρχε στην πόρτα. Κατόπιν με κάλεσε ο ανακριτής που αναφέρθηκε στην αρχή. Αφού με αποκάλεσε κατάσκοπο, συνέχισε: «Θρησκεία ίσον άγνοια. Δεν υπάρχει Θεός! Δεν μπορούμε να σε αφήσουμε να ξεγελάς την εργατική μας τάξη. Ή ο δήμιος θα κλωτσήσει το σκαμνί κάτω από τα πόδια σου ή θα σαπίσεις στη φυλακή. Και αν έρθει εδώ ο Θεός σου, θα τον σκοτώσουμε και αυτόν!»

Εφόσον οι αρχές γνώριζαν ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένος νόμος που να απαγορεύει τις Χριστιανικές μας δραστηριότητες, ήθελαν να τις επαναπροσδιορίσουν ώστε να εμπίπτουν στους υπάρχοντες νόμους, παρουσιάζοντάς μας ως «εχθρούς του Κράτους» και ως ξένους κατασκόπους. Για να το πετύχουν αυτό, έπρεπε να λυγίσουν τη θέλησή μας και να μας κάνουν να «ομολογήσουμε» κατασκευασμένες κατηγορίες. Μετά την ανάκριση εκείνη τη νύχτα δεν με άφησαν να κοιμηθώ. Μέσα σε λίγες ώρες, με ανέκριναν ξανά. Αυτή τη φορά ο ανακριτής ήθελε να υπογράψω μια δήλωση η οποία έλεγε: «Εγώ ως εχθρός της Λαϊκής Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας δεν πήγα να εργαστώ [στο συνεταιριστικό αγρόκτημα] επειδή περίμενα τους Αμερικανούς». Όταν αρνήθηκα να υπογράψω αυτό το ψέμα, με έστειλαν σε κελί σωφρονισμού.

Μου απαγόρευσαν να κοιμηθώ, να ξαπλώσω, ακόμα και να καθήσω. Μπορούσα μόνο να στέκομαι ή να περπατάω. Όταν εξαντλήθηκα, ξάπλωσα στο τσιμεντένιο πάτωμα. Τότε οι φύλακες με ξαναπήγαν στο γραφείο του ανακριτή. «Τώρα θα υπογράψεις;» ρώτησε ο ανακριτής. Όταν αρνήθηκα και πάλι, με χτύπησε στο πρόσωπο. Άρχισα να αιμορραγώ. Εκείνος τότε ούρλιαξε στους φύλακες: «Αυτός θέλει να σκοτωθεί. Να τον επιτηρείτε για να μην αυτοκτονήσει!» Με έστειλαν πάλι στην απομόνωση. Σε διάστημα έξι μηνών αυτή η ανακριτική διαδικασία επαναλήφθηκε ξανά και ξανά. Ούτε τα ιδεολογικά επιχειρήματα ούτε οι απόπειρες να με κάνουν να παραδεχτώ ότι ήμουν εχθρός του Κράτους μείωσαν την αποφασιστικότητά μου να κρατήσω την ακεραιότητά μου στον Ιεχωβά.

Έναν μήνα πριν δικαστώ, ήρθε ένας εισαγγελέας από την Πράγα και ανέκρινε καθέναν από τους 12 αδελφούς που ήμασταν μαζί. Εμένα με ρώτησε: «Τι θα κάνεις αν οι Δυτικοί ιμπεριαλιστές επιτεθούν στη χώρα μας;» «Ό,τι έκανα και όταν αυτή η χώρα μαζί με τον Χίτλερ επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ. Τότε δεν πολέμησα, και δεν θα πολεμήσω ούτε και τώρα, επειδή είμαι Χριστιανός και είμαι ουδέτερος». Τότε εκείνος μου είπε: «Δεν μπορούμε να ανεχτούμε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Χρειαζόμαστε στρατιώτες σε περίπτωση που μας επιτεθούν οι Δυτικοί ιμπεριαλιστές, και χρειαζόμαστε στρατιώτες για να ελευθερώσουμε την εργατική μας τάξη στη Δύση».

Στις 24 Ιουλίου 1953 οδηγηθήκαμε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ο ένας μετά τον άλλον, κληθήκαμε και οι 12 ενώπιον των δικαστών. Επωφεληθήκαμε από την ευκαιρία να δώσουμε μαρτυρία για την πίστη μας. Αφού απαντήσαμε στις ψεύτικες κατηγορίες που εκτόξευσαν εναντίον μας, ένας δικηγόρος σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Έχω βρεθεί σε αυτή την αίθουσα πολλές φορές. Συνήθως έχουμε εδώ ομολογίες, μεταμέλειες, ακόμα και δάκρυα. Αλλά αυτοί οι άντρες θα φύγουν ισχυρότεροι από ό,τι ήρθαν». Κατόπιν, και οι 12 κηρυχτήκαμε ένοχοι για συνωμοσία κατά του Κράτους. Καταδικάστηκα σε τρία χρόνια φυλάκιση και δήμευση όλης της περιουσίας μου.

Τα Γηρατειά Δεν με Έχουν Σταματήσει

Αφού επέστρεψα στο σπίτι, η μυστική αστυνομία εξακολουθούσε να με παρακολουθεί. Παρά το γεγονός αυτό, ανέλαβα και πάλι τις θεοκρατικές μου δραστηριότητες και μου ανατέθηκε η πνευματική επίβλεψη στην εκκλησία μας. Παρότι μας επιτράπηκε να μένουμε στο σπίτι μας, το οποίο είχε δημευτεί, νομικά δεν μας το επέστρεψαν παρά μόνο περίπου 40 χρόνια αργότερα, μετά την πτώση του κομμουνισμού.

Η δική μου εμπειρία στη φυλακή δεν ήταν η τελευταία για την οικογένειά μου. Μόλις τρία χρόνια αφότου γύρισα στο σπίτι, ο Έντουαρντ κλήθηκε για στρατιωτική υπηρεσία. Λόγω της Γραφικά εκπαιδευμένης συνείδησής του, αρνήθηκε να καταταχθεί και φυλακίστηκε. Χρόνια αργότερα, ακόμα και ο εγγονός μου ο Πέτερ πέρασε τα ίδια παρά την κακή υγεία του.

Το 1989 το κομμουνιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας κατέρρευσε. Πόσο χαιρόμουν που έπειτα από τέσσερις δεκαετίες απαγόρευσης μπορούσα να κηρύττω ελεύθερα από σπίτι σε σπίτι! (Πράξεις 20:20) Για όσο καιρό το επέτρεπε η υγεία μου, απολάμβανα αυτή τη μορφή υπηρεσίας. Τώρα, σε ηλικία 98 χρονών, η υγεία μου δεν είναι όπως ήταν κάποτε, αλλά χαίρομαι που μπορώ ακόμα να δίνω στους ανθρώπους μαρτυρία σχετικά με τις ένδοξες υποσχέσεις του Ιεχωβά για το μέλλον.

Μπορώ να απαριθμήσω 12 ηγέτες πέντε διαφορετικών κρατών οι οποίοι κυβέρνησαν τη γενέτειρά μου. Μεταξύ αυτών ήταν δικτάτορες, πρόεδροι και ένας βασιλιάς. Κανείς τους δεν έδωσε διαρκή λύση στα προβλήματα των υπηκόων τους. (Ψαλμός 146:3, 4) Είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά για το ότι μου επέτρεψε να τον γνωρίσω νωρίς στη ζωή μου. Έτσι μπόρεσα να κατανοήσω τη λύση που προσφέρει μέσω της Μεσσιανικής Βασιλείας και να αποφύγω τη ματαιότητα μιας ζωής χωρίς τον Θεό. Επί 75 και πλέον χρόνια κηρύττω δραστήρια τα καλύτερα νέα που υπάρχουν, και αυτό μου έχει δώσει σκοπό στη ζωή, ικανοποίηση και λαμπρή ελπίδα για αιώνια ζωή στη γη. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω; b

[Υποσημειώσεις]

a Είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά δεν εκδίδεται πλέον.

b Δυστυχώς, η δύναμη του αδελφού Μίχαλ Ζόμπρακ τελικά έσβησε. Πέθανε πιστός, με πεποίθηση στην ελπίδα της ανάστασης, ενώ ετοιμαζόταν αυτό το άρθρο για δημοσίευση.

[Εικόνα στη σελίδα 26]

Λίγο καιρό μετά το γάμο μας

[Εικόνα στη σελίδα 26]

Με τον Έντουαρντ στις αρχές της δεκαετίας του 1940

[Εικόνα στη σελίδα 27]

Διαφημίζουμε τη συνέλευση στο Μπρνο το 1947