Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Ένα Εγκαταλειμμένο Ορφανό Βρίσκει Στοργικό Πατέρα

Ένα Εγκαταλειμμένο Ορφανό Βρίσκει Στοργικό Πατέρα

Βιογραφία

Ένα Εγκαταλειμμένο Ορφανό Βρίσκει Στοργικό Πατέρα

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟ

«Εμπρός, πάρε το όπλο και ρίξε και εσύ», φώναξε οργισμένος ο αξιωματικός, δείχνοντας το τουφέκι που είχαν βάλει μπροστά μου. Αρνήθηκα ήρεμα. Έντρομοι, οι στρατιώτες είδαν τις σφαίρες από το όπλο του αξιωματικού να περνούν ξυστά γύρω από το κεφάλι μου. Φαινόταν ότι θα πέθαινα. Ευτυχώς, επέζησα. Αλλά αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που κινδύνεψε η ζωή μου.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ από Έλληνες γονείς που ζούσαν στα περίχωρα της Καισάρειας, στην Καππαδοκία της Τουρκίας. Ορισμένα άτομα από αυτή την περιοχή προφανώς ασπάστηκαν τη Χριστιανοσύνη τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. (Πράξεις 2:9) Ως τις αρχές του 20ού αιώνα, όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει ριζικά.

Από Πρόσφυγας, Ορφανός

Λίγους μήνες μετά τη γέννησή μου το 1922, οι εθνοτικές συγκρούσεις ανάγκασαν τους δικούς μου να έρθουν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Οι πανικόβλητοι γονείς μου έφυγαν χωρίς να πάρουν μαζί τους τίποτα εκτός από εμένα, το ηλικίας λίγων μηνών βρέφος τους. Ύστερα από ανείπωτες ταλαιπωρίες, έφτασαν εξαθλιωμένοι στο χωριό Κύρια της Δράμας.

Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, και μετά τη γέννηση του μικρότερου αδελφού μου, πέθανε ο πατέρας μου. Ήταν μόλις 27 ετών, αλλά οι κακουχίες εκείνων των εξοντωτικών χρόνων τον κατέβαλαν. Η μητέρα μου υπέμεινε τρομερές στερήσεις και ύστερα από λίγο καιρό πέθανε και εκείνη. Ο αδελφός μου και εγώ βρεθήκαμε σε απόλυτη ένδεια. Μας έστελναν από το ένα ορφανοτροφείο στο άλλο, και σε ηλικία 12 ετών κατέληξα στο Παπάφειο Ορφανοτροφείο Θεσσαλονίκης, όπου εκπαιδεύτηκα ως μηχανικός.

Καθώς μεγάλωνα μέσα στους κρύους και αφιλόξενους τοίχους των ορφανοτροφείων, απορούσα γιατί ορισμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τόσο πολλά παθήματα και αδικίες. Αναρωτιόμουν γιατί επιτρέπει ο Θεός να υπάρχουν τόσο θλιβερές συνθήκες. Στο μάθημα των θρησκευτικών μάς δίδασκαν ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος, αλλά δεν μας έδιναν καμιά λογική εξήγηση ως προς το γιατί υπάρχει και επικρατεί το κακό. Ένα δημοφιλές απόφθεγμα έλεγε ότι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η καλύτερη θρησκεία. Όταν ρώτησα: «Αφού η Ορθοδοξία είναι η καλύτερη θρησκεία, γιατί δεν είναι όλοι Ορθόδοξοι;» δεν πήρα ικανοποιητική απάντηση.

Ο δάσκαλός μας, όμως, σεβόταν βαθιά την Αγία Γραφή, και μας εντύπωσε στη διάνοια ότι είναι ιερό βιβλίο. Ο διευθυντής του ορφανοτροφείου εκδήλωνε την ίδια στάση, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο απείχε από ορισμένες θρησκευτικές τελετουργίες. Όταν ρώτησα σχετικά, έμαθα ότι κάποτε είχε μελετήσει με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, μια θρησκεία που μου ήταν άγνωστη.

Όταν τελείωσα την εκπαίδευσή μου στο Παπάφειο, ήμουν 17 ετών. Είχε αρχίσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και η Ελλάδα ήταν υπό ναζιστική κατοχή. Ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους από την πείνα. Για να επιβιώσω, έφυγα στην επαρχία, όπου δούλευα για πενιχρά μεροκάματα στα χωράφια.

Η Γραφή Δίνει Απαντήσεις

Όταν επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1945, δέχτηκα την επίσκεψη της αδελφής ενός παιδικού μου φίλου, με τον οποίο ήμασταν μαζί και στα ορφανοτροφεία. Η Πασχαλιά μού είπε ότι ο αδελφός της είχε εξαφανιστεί και με ρώτησε αν ήξερα τίποτα σχετικό. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, είπε ότι η ίδια ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά και ανέφερε ότι ο Θεός ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους.

Γεμάτος πικρία, έφερα πολλές αντιρρήσεις. Γιατί εγώ να ταλαιπωρούμαι στη ζωή από τόσο μικρός; Γιατί να μείνω ορφανός; Πού είναι ο Θεός όταν τον χρειαζόμαστε περισσότερο; Εκείνη απάντησε: «Είσαι βέβαιος ότι φταίει ο Θεός για αυτές τις συνθήκες;» Χρησιμοποιώντας τη Γραφή της, μου έδειξε ότι ο Θεός δεν κάνει τους ανθρώπους να υποφέρουν. Με βοήθησε να καταλάβω ότι ο Δημιουργός αγαπάει τους ανθρώπους και σύντομα θα βελτιώσει τα πράγματα. Χρησιμοποιώντας Γραφικές περικοπές, όπως τα εδάφια Ησαΐας 35:5-7 και Αποκάλυψη 21:3, 4, μου έδειξε ότι σε λίγο ο πόλεμος, οι διαμάχες, η αρρώστια και ο θάνατος θα εξαλειφθούν, ενώ οι πιστοί άνθρωποι θα ζήσουν στη γη για πάντα.

Βρίσκω μια Ενισχυτική Οικογένεια

Έμαθα ότι ο αδελφός της Πασχαλιάς είχε μπλεχτεί με αντιστασιακές οργανώσεις και είχε σκοτωθεί στη διάρκεια συγκρούσεων. Επισκέφτηκα την οικογένειά της για να τους παρηγορήσω αλλά, αντί για αυτό, παρηγόρησαν εκείνοι εμένα μέσα από την Αγία Γραφή. Πήγα ξανά για να ακούσω και άλλες παρηγορητικές σκέψεις από τη Γραφή και σύντομα έγινα μέλος ενός μικρού ομίλου Μαρτύρων του Ιεχωβά οι οποίοι συναθροίζονταν κρυφά για μελέτη και λατρεία. Παρά τον εξοστρακισμό που υφίσταντο οι Μάρτυρες, ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω να συναναστρέφομαι μαζί τους.

Σε εκείνον τον όμιλο των ταπεινών Χριστιανών, βρήκα τη θερμή, στοργική οικογενειακή ατμόσφαιρα που μου έλειπε. Μου παρείχαν την πνευματική υποστήριξη και βοήθεια που χρειαζόμουν απεγνωσμένα. Στα πρόσωπά τους βρήκα ανιδιοτελείς και εγκάρδιους φίλους οι οποίοι ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι να με βοηθήσουν και να με παρηγορήσουν. (2 Κορινθίους 7:5-7) Το σημαντικότερο είναι ότι με βοήθησαν να πλησιάσω τον Ιεχωβά, τον οποίο θεωρούσα τώρα στοργικό ουράνιο Πατέρα μου. Έβρισκα πολύ ελκυστικές τις ιδιότητές του, όπως την αγάπη, τη συμπόνια και το βαθύ ενδιαφέρον του. (Ψαλμός 23:1-6) Επιτέλους, είχα βρει μια πνευματική οικογένεια και έναν στοργικό Πατέρα! Η καρδιά μου σκιρτούσε. Σύντομα υποκινήθηκα να αφιερωθώ στον Ιεχωβά, και βαφτίστηκα το Σεπτέμβριο του 1945.

Η παρακολούθηση των Χριστιανικών συναθροίσεων αύξησε τις γνώσεις μου αλλά βάθυνε και την πίστη μου. Εφόσον δεν υπήρχε άλλο μεταφορικό μέσο, μερικοί από εμάς περπατούσαμε αρκετές φορές πέντε χιλιόμετρα από το χωριό μας ως τον τόπο των συναθροίσεων, κάνοντας αξέχαστες πνευματικές συζητήσεις. Στα τέλη του 1945, όταν έμαθα ότι υπήρχε η δυνατότητα να συμμετέχω στο ολοχρόνιο ευαγγελιστικό έργο, άρχισα το σκαπανικό. Η ισχυρή σχέση με τον Ιεχωβά ήταν ζωτική, καθώς η πίστη και η ακεραιότητά μου επρόκειτο σύντομα να δοκιμαστούν στο έπακρο.

Η Εναντίωση Φέρνει τα Αντίθετα Αποτελέσματα

Η αστυνομία έκανε συχνά ένοπλες εφόδους στον τόπο των συναθροίσεών μας. Στη χώρα υπήρχε στρατιωτικός νόμος λόγω του εμφυλίου πολέμου. Οι αντιμαχόμενες παρατάξεις επιτίθονταν η μια στην άλλη με άσβεστο μίσος. Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, ο κλήρος έπεισε τις αρχές ότι ήμασταν κομμουνιστές με αποτέλεσμα να μας διώκουν βάναυσα.

Μέσα σε δύο χρόνια μάς συνέλαβαν πολλές φορές, ενώ έξι φορές καταδικαστήκαμε σε φυλάκιση μέχρι και τεσσάρων μηνών. Ωστόσο, οι φυλακές ήταν ήδη γεμάτες από πολιτικούς κρατουμένους, γι’ αυτό μας άφησαν ελεύθερους. Χρησιμοποιήσαμε την απροσδόκητη ελευθερία μας για να συνεχίσουμε το κήρυγμα, αλλά ύστερα από λίγο μας συνέλαβαν και πάλι—τρεις φορές σε μία εβδομάδα. Γνωρίζαμε ότι πολλοί αδελφοί μας είχαν εξοριστεί σε ερημονήσια. Θα ήταν η πίστη μου αρκετά ισχυρή ώστε να αντέξει τέτοια δοκιμασία;

Οι συνθήκες έγιναν εξαιρετικά δύσκολες όταν τέθηκα υπό αστυνομική επιτήρηση. Για να με προσέχουν καλύτερα, οι αρχές με έστειλαν στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, όπου υπήρχε αστυνομικό τμήμα. Νοίκιασα ένα δωμάτιο και, για να συντηρούμαι, εργαζόμουν ως πλανόδιος γανωματής, δηλαδή έβαζα κασσίτερο σε χάλκινα σκεύη. Ενόσω έκανα σκαπανικό στα γύρω χωριά, αυτή η τέχνη με βοηθούσε να μπαίνω εύκολα στα σπίτια χωρίς να κινώ τις υποψίες της αστυνομίας. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί άνθρωποι άκουσαν τα καλά νέα και ανταποκρίθηκαν ευνοϊκά. Δέκα και πλέον από αυτούς έγιναν τελικά αφιερωμένοι λάτρεις του Ιεχωβά.

Δέκα Χρόνια, Οχτώ Φυλακές

Η αστυνομική επιτήρηση κράτησε ως τα τέλη του 1949, και ύστερα επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, ανυπομονώντας να συνεχίσω την ολοχρόνια διακονία. Πάνω που νόμιζα ότι οι ταλαιπωρίες μου είχαν τελειώσει, το 1950 με διέταξαν απροσδόκητα να καταταχθώ στο στρατό. Λόγω της Χριστιανικής μου ουδετερότητας, ήμουν αποφασισμένος να μη “μάθω τον πόλεμο”. (Ησαΐας 2:4) Έτσι άρχισε ένα μακρύ, βασανιστικό ταξίδι, το οποίο επρόκειτο να με οδηγήσει σε μερικές από τις πιο διαβόητες φυλακές της Ελλάδας.

Όλα ξεκίνησαν στη Δράμα. Στη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της κράτησής μου εκεί, οι νεοσύλλεκτοι άρχισαν τις ασκήσεις σκοποβολής. Μια μέρα, με πήγαν στο πεδίο βολής. Κάποιος αξιωματικός έβαλε ένα τουφέκι μπροστά μου και με διέταξε να πυροβολήσω. Όταν αρνήθηκα, άρχισε να με πυροβολεί. Καθώς οι άλλοι αξιωματικοί είδαν ότι εγώ δεν συμβιβαζόμουν, άρχισαν να με γρονθοκοπούν ανελέητα. Άναβαν τσιγάρα και τα έσβηναν πάνω στις παλάμες μου. Κατόπιν, με έριξαν στην απομόνωση. Αυτό γινόταν συνέχεια επί τρεις μέρες. Πονούσα αφάνταστα από τα καψίματα των τσιγάρων, και για πολλά χρόνια είχα στις παλάμες μου τα σημάδια.

Πριν περάσω στρατοδικείο, με μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο στο Ηράκλειο της Κρήτης. Εκεί, σε μια προσπάθεια να διαρρήξουν την ακεραιότητά μου, με ξυλοκόπησαν άγρια. Φοβήθηκα μήπως υποχωρήσω και έκανα μια ένθερμη προσευχή ζητώντας από τον ουράνιο Πατέρα μου να με ενισχύσει. Ήρθαν στο νου μου τα λόγια του εδαφίου Ιερεμίας 1:19: «Είναι σίγουρο ότι θα σε πολεμήσουν, αλλά δεν θα υπερισχύσουν εναντίον σου, διότι “εγώ είμαι μαζί σου”, λέει ο Ιεχωβά, “για να σε ελευθερώνω”». Η κατευναστική «ειρήνη του Θεού» μού έφερε ηρεμία και γαλήνη. Κατάλαβα πόσο σοφό είναι να θέτουμε ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά.—Φιλιππησίους 4:6, 7· Παροιμίες 3:5.

Στη δίκη που ακολούθησε, καταδικάστηκα σε ισόβια δεσμά. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούνταν οι χειρότεροι «εχθροί του Κράτους». Άρχισα να εκτίω την κάθειρξη στις φυλακές του Ιτσεδίν, έξω από τα Χανιά, όπου με έβαλαν στην απομόνωση. Το Ιτσεδίν ήταν ένα παλιό φρούριο, και το κελί μου ήταν γεμάτο ποντίκια. Με μια παλιά, τρύπια κουβέρτα τυλιγόμουν από το κεφάλι μέχρι τα νύχια των ποδιών μου για να μην περπατούν τα ποντίκια κατευθείαν πάνω στο σώμα μου. Αρρώστησα πολύ βαριά με πνευμονία. Ο γιατρός είπε ότι έπρεπε να βγαίνω έξω στον ήλιο, και έτσι μπορούσα να συζητώ με πολλούς κρατουμένους στην αυλή. Η κατάστασή μου, όμως, χειροτέρευε, και έπειτα από μια μεγάλη πνευμονική αιμορραγία με μετέφεραν στο νοσοκομείο Ηρακλείου.

Η πνευματική οικογένεια των συγχριστιανών μου ήταν και πάλι εκεί όταν την είχα ανάγκη. (Κολοσσαείς 4:11) Οι αδελφοί στο Ηράκλειο με επισκέπτονταν συχνά, παρέχοντάς μου παρηγοριά και ενθάρρυνση. Τους εξήγησα ότι χρειαζόμουν έντυπα για να δίνω μαρτυρία σε ενδιαφερόμενα άτομα. Εκείνοι μου έφεραν μια βαλίτσα με διπλό πάτο ώστε να μπορώ να κρύβω τα έντυπα με ασφάλεια. Πόσο χάρηκα που, κατά την παραμονή μου σε εκείνες τις φυλακές, τουλάχιστον έξι συγκρατούμενοί μου βοηθήθηκαν να γίνουν αληθινοί Χριστιανοί!

Στο μεταξύ ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει, και η ποινή μου μετατράπηκε σε δεκαετή φυλάκιση. Εξέτισα το υπόλοιπο της ποινής μου σε φυλακές στο Ρέθυμνο, στο Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) και στην Κασσάνδρα. Αφού πέρασα σχεδόν δέκα χρόνια σε οχτώ φυλακές, αποφυλακίστηκα και επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, όπου με καλωσόρισαν θερμά οι αγαπητοί Χριστιανοί αδελφοί μου.

Ευημερώ στη Χριστιανική Αδελφότητα

Τώρα πλέον οι Μάρτυρες στην Ελλάδα μπορούσαν να αποδίδουν λατρεία με σχετική ελευθερία. Άδραξα αμέσως την ευκαιρία για να συνεχίσω την ολοχρόνια διακονία. Σύντομα προστέθηκε άλλη μια ευλογία, καθώς γνώρισα μια πιστή Χριστιανή, την Κατίνα, η οποία αγαπούσε τον Ιεχωβά και ήταν πολύ δραστήρια στο έργο κηρύγματος. Παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του 1959. Η γέννηση της κόρης μας, της Αγάπης, και το γεγονός ότι είχα τη δική μου Χριστιανική οικογένεια γιάτρεψαν ακόμη περισσότερο τις πληγές της ορφάνιας μου. Το σημαντικότερο είναι ότι ως οικογένεια ήμασταν ικανοποιημένοι υπηρετώντας υπό την προστατευτική φροντίδα του στοργικού ουράνιου Πατέρα μας, του Ιεχωβά.—Ψαλμός 5:11.

Εξαιτίας περιστάσεων πέρα από τον έλεγχό μου, αναγκάστηκα να σταματήσω το σκαπανικό, αλλά υποστήριζα τη σύζυγό μου ώστε να συνεχίζει την ολοχρόνια υπηρεσία. Πραγματικός σταθμός στη Χριστιανική μου ζωή ήταν η διεθνής συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νυρεμβέργη το 1969. Καθώς ετοιμαζόμουν για το ταξίδι, έκανα αίτηση για διαβατήριο. Όταν η σύζυγός μου πήγε στο αστυνομικό τμήμα να ρωτήσει γιατί είχαν περάσει πάνω από δύο μήνες χωρίς να πάρω το διαβατήριο, ο αστυνομικός έβγαλε από το συρτάρι του έναν χοντρό φάκελο και είπε: «Για αυτό το άτομο ζητάτε διαβατήριο; Για να προσηλυτίσει και άλλους στη Γερμανία; Αποκλείεται! Είναι επικίνδυνος».

Με τη βοήθεια του Ιεχωβά και ορισμένων αδελφών, μπόρεσα να περιληφθώ σε ομαδικό διαβατήριο και έτσι να παρακολουθήσω εκείνη τη θαυμάσια συνέλευση. Ο ανώτατος αριθμός των παρόντων ξεπέρασε τους 150.000, και έβλεπα ξεκάθαρα το πνεύμα του Ιεχωβά να κατευθύνει και να ενώνει αυτή τη διεθνή πνευματική οικογένεια. Αργότερα στη ζωή, θα εκτιμούσα ακόμα περισσότερο την αξία της Χριστιανικής αδελφότητας.

Το 1977 η αγαπημένη μου σύζυγος και πιστή σύντροφός μου πέθανε. Έκανα το καλύτερο που μπορούσα για να αναθρέψω την κόρη μου σύμφωνα με τις αρχές της Αγίας Γραφής, αλλά δεν έμεινα μόνος. Άλλη μια φορά, η πνευματική μου οικογένεια έσπευσε να με βοηθήσει. Πάντα θα νιώθω ευγνωμοσύνη για τη συμπαράσταση των αδελφών εκείνες τις δύσκολες μέρες. Ορισμένοι μάλιστα έμεναν για κάποιο διάστημα στο σπίτι μας προκειμένου να φροντίζουν την κόρη μου. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την αυτοθυσιαστική τους αγάπη.—Ιωάννης 13:34, 35.

Η Αγάπη μεγάλωσε, παντρεύτηκε έναν αδελφό, τον Ηλία, και έχουν τέσσερις γιους που είναι όλοι στην αλήθεια. Τα πρόσφατα χρόνια, έπαθα μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων και η υγεία μου έχει κλονιστεί. Η κόρη μου και η οικογένειά της με φροντίζουν καλά. Παρά την κακή υγεία μου, εξακολουθώ να έχω πολλούς λόγους για να είμαι χαρούμενος. Θυμάμαι τον καιρό που σε όλη την περιοχή της Θεσσαλονίκης ήμασταν 100 περίπου αδελφοί και συναθροιζόμασταν κρυφά σε ιδιωτικά σπίτια. Τώρα υπάρχουν σχεδόν πέντε χιλιάδες ζηλωτές Μάρτυρες σε αυτή την περιοχή. (Ησαΐας 60:22) Στις συνελεύσεις, με πλησιάζουν νεαροί αδελφοί και ρωτούν: «Θυμάσαι τότε που έφερνες τα περιοδικά στο σπίτι μας;» Αν και οι γονείς μπορεί να μη διάβαζαν εκείνα τα περιοδικά, τα παιδιά τους τα διάβαζαν και προόδευσαν πνευματικά!

Βλέποντας την αύξηση της οργάνωσης του Ιεχωβά, νιώθω ότι άξιζε τον κόπο να υπομείνω όλες αυτές τις δοκιμασίες. Λέω πάντα στα εγγόνια μου και σε όλους τους νέους να θυμούνται τον ουράνιο Πατέρα τους στη νεότητά τους, και αυτός δεν θα τους εγκαταλείψει ποτέ. (Εκκλησιαστής 12:1) Ο Ιεχωβά κράτησε το λόγο του με το να γίνει στην περίπτωσή μου «πατέρας για τα αγόρια που είναι ορφανά από πατέρα». (Ψαλμός 68:5) Αν και στην αρχή της ζωής μου ήμουν ένα εγκαταλειμμένο ορφανό, τελικά βρήκα έναν στοργικό Πατέρα!

[Εικόνα στη σελίδα 22]

Εργάστηκα ως μάγειρας στις φυλακές της Δράμας

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Με την Κατίνα τη μέρα του γάμου μας, το 1959

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Συνέλευση σε δάσος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη της δεκαετίας του 1960

[Εικόνα στη σελίδα 24]

Με την κόρη μας, το 1967