Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Αγωνιστήκαμε να Παραμείνουμε Πνευματικά Ισχυροί

Αγωνιστήκαμε να Παραμείνουμε Πνευματικά Ισχυροί

Βιογραφία

Αγωνιστήκαμε να Παραμείνουμε Πνευματικά Ισχυροί

Αφήγηση από τον Ρολφ Μπριγκεμάιερ

Το πρώτο γράμμα που έλαβα αφού φυλακίστηκα ήταν από έναν φίλο. Αυτός με πληροφόρησε ότι η μητέρα μου και τα μικρότερα αδέλφια μου—ο Πέτερ, ο Γιόχεν και ο Μάνφρεντ—είχαν επίσης συλληφθεί. Ως εκ τούτου, οι δύο μικρές αδελφές μας έμειναν χωρίς γονείς και αδέλφια. Γιατί δίωκαν την οικογένειά μας οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας; Τι μας βοήθησε να παραμείνουμε πνευματικά ισχυροί;

Ο Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ κατέστρεψε τα ειρηνικά παιδικά μας χρόνια. Γνωρίσαμε από πρώτο χέρι τη βαρβαρότητα του πολέμου. Ο πατέρας μου κατατάχθηκε στο γερμανικό στρατό και πέθανε ως αιχμάλωτος πολέμου. Αυτό σήμαινε ότι η μητέρα μου, η οποία λεγόταν Μπέρτα, έπρεπε να φροντίσει έξι παιδιά ηλικίας ενός ως 16 ετών.

Η εκκλησία με την οποία ήταν συνταυτισμένη η μητέρα μου την έκανε να απογοητευτεί εντελώς από τη θρησκεία, με αποτέλεσμα να μη θέλει να ακούει πια για τον Θεό. Αλλά κάποια μέρα το 1949, η Ίλζε Φουκς, μια διακριτική μικροκαμωμένη γυναίκα, ήρθε στην πόρτα μας να μιλήσει για τη Βασιλεία του Θεού. Οι ερωτήσεις της και τα λογικά της επιχειρήματα κίνησαν την περιέργεια της μητέρας μου. Η μελέτη της Γραφής τής έδωσε ελπίδα.

Εμείς τα αγόρια, όμως, ήμασταν δύσπιστα στην αρχή. Οι Ναζί και μετά οι κομμουνιστές είχαν δώσει μεγάλες υποσχέσεις, μόνο και μόνο για να μας απογοητεύσουν. Παρότι βλέπαμε με καχυποψία οποιεσδήποτε καινούριες υποσχέσεις, εντυπωσιαστήκαμε όταν γνωρίσαμε μερικούς Μάρτυρες οι οποίοι είχαν οδηγηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης επειδή αρνούνταν να υποστηρίξουν τις πολεμικές προσπάθειες. Το επόμενο έτος, η μητέρα μου, ο Πέτερ και εγώ βαφτιστήκαμε.

Βαφτίστηκε και ο μικρότερος αδελφός μας, ο Μάνφρεντ, αλλά η Γραφική αλήθεια προφανώς δεν είχε ριζώσει στην καρδιά του. Όταν οι κομμουνιστές έθεσαν το έργο μας υπό απαγόρευση το 1950, ο Μάνφρεντ, κάτω από την πίεση της μυστικής αστυνομίας, της διαβόητης Στάζι, αποκάλυψε πού διεξάγονταν οι συναθροίσεις μας. Αυτό ήταν που οδήγησε τελικά στη σύλληψη της μητέρας μου και των άλλων αδελφών μου.

Υπηρεσία υπό Απαγόρευση

Εξαιτίας της απαγόρευσης, χρειαζόταν να εισάγουμε κρυφά τα Γραφικά έντυπα στην Ανατολική Γερμανία. Ως σύνδεσμος, έπαιρνα κάποιες ποσότητες από το δυτικό τμήμα του Βερολίνου, όπου τα έντυπά μας δεν ήταν απαγορευμένα, και τις περνούσα από τα σύνορα. Γλίτωσα από την αστυνομία περισσότερες από μία φορές, αλλά το Νοέμβριο του 1950 με συνέλαβαν.

Η Στάζι με έβαλε σε ένα υπόγειο κελί χωρίς παράθυρο. Την ημέρα δεν με άφηναν να κοιμηθώ και τη νύχτα με ανέκριναν και μερικές φορές με ξυλοκοπούσαν. Δεν είχα καμία επαφή με την οικογένειά μου μέχρι το Μάρτιο του 1951 οπότε η μητέρα μου, ο Πέτερ και ο Γιόχεν ήρθαν στη δίκη μου. Καταδικάστηκα σε εξαετή φυλάκιση.

Ο Πέτερ, ο Γιόχεν και η μητέρα μου συνελήφθησαν έξι μέρες μετά τη δίκη μου. Έκτοτε, ένας ομόπιστος φρόντιζε την αδελφή μου, τη Χανελόρε, η οποία ήταν 11 ετών, ενώ μια θεία μου ανέλαβε τη φροντίδα της Ζαμπίνε, η οποία ήταν 7 ετών. Οι φρουροί της Στάζι μεταχειρίζονταν τη μητέρα μου και τα αδέλφια μου σαν επικίνδυνους εγκληματίες, και μάλιστα τους έβγαλαν τα κορδόνια των παπουτσιών τους. Τους ανάγκαζαν να μένουν όρθιοι στη διάρκεια των ανακρίσεων. Καταδικάστηκαν και αυτοί σε έξι χρόνια φυλάκιση ο καθένας.

Το 1953 ανατέθηκε σε μερικούς άλλους Μάρτυρες κρατούμενους και σε εμένα να κατασκευάσουμε έναν στρατιωτικό διάδρομο προσγείωσης, κάτι που αρνηθήκαμε να κάνουμε. Οι αρχές μάς τιμώρησαν με 21 ημέρες στην απομόνωση, πράγμα που σήμαινε πως δεν θα εργαζόμασταν, δεν θα λαβαίναμε γράμματα και θα είχαμε ελάχιστο φαγητό. Μερικές Χριστιανές αδελφές φύλαγαν ψωμί από τις δικές τους πενιχρές μερίδες και μας το έδιναν κρυφά. Αυτό οδήγησε στο να γνωρίσω την Άνι, μία από αυτές τις αδελφές, και να την παντρευτώ αφού αποφυλακιστήκαμε, εκείνη το 1956 και εγώ το 1957. Έναν χρόνο μετά το γάμο μας γεννήθηκε η κόρη μας, η Ρουτ. Ο Πέτερ, ο Γιόχεν και η Χανελόρε παντρεύτηκαν περίπου τον ίδιο καιρό.

Γύρω στα τρία χρόνια μετά την αποφυλάκισή μου, με συνέλαβαν ξανά. Ένας αξιωματικός της Στάζι προσπάθησε να με πείσει να γίνω καταδότης, λέγοντας: «Αγαπητέ κ. Μπριγκεμάιερ, σας παρακαλώ, λογικευτείτε. Ξέρετε τι σημαίνει φυλακή, και εμείς δεν θέλουμε να τα ξαναπεράσετε όλα αυτά. Μπορείτε να παραμείνετε Μάρτυρας, να συνεχίσετε να μελετάτε και να μιλάτε για τη Γραφή όπως επιθυμείτε. Εμείς θέλουμε απλώς να μας κρατάτε ενήμερους. Σκεφτείτε τη σύζυγό σας και την κορούλα σας». Αυτή η τελευταία φράση με χτύπησε εκεί που πονούσα. Εντούτοις, γνώριζα ότι ενόσω θα ήμουν στη φυλακή ο Ιεχωβά θα φρόντιζε την οικογένειά μου καλύτερα από εμένα, και όντως το έκανε!

Οι αρχές προσπάθησαν να αναγκάσουν την Άνι να εργάζεται πλήρες ωράριο και να αφήνει σε άλλους τη φροντίδα της Ρουτ στη διάρκεια της εβδομάδας. Η Άνι αρνήθηκε και εργαζόταν τη νύχτα ώστε να μπορεί να φροντίζει τη Ρουτ στη διάρκεια της ημέρας. Οι πνευματικοί αδελφοί μας ήταν πάρα πολύ στοργικοί και έδιναν στη σύζυγό μου τόσα πράγματα ώστε αυτή μπορούσε να τα μοιράζεται και με άλλους. Στο μεταξύ, εγώ πέρασα σχεδόν έξι και πλέον χρόνια πίσω από τα σίδερα της φυλακής.

Πώς Διατηρήσαμε την Πίστη μας στη Φυλακή

Όταν επέστρεψα στη φυλακή, οι Μάρτυρες συγκρατούμενοί μου ανυπομονούσαν να μάθουν ποια πράγματα είχαν δημοσιευτεί πρόσφατα. Πόσο χαρούμενος ήμουν που πριν από την επιστροφή μου μελετούσα προσεκτικά το περιοδικό Η Σκοπιά και παρακολουθούσα τακτικά τις συναθροίσεις, ώστε να μπορώ να αποτελώ πηγή πνευματικής ενθάρρυνσης για αυτούς!

Όταν ζητήσαμε από τους φρουρούς μια Αγία Γραφή, εκείνοι απάντησαν: «Το να δίνεις στους Μάρτυρες του Ιεχωβά Αγία Γραφή είναι εξίσου επικίνδυνο με το να δίνεις σε κάποιον κρατούμενο εργαλεία διάρρηξης για να αποδράσει». Κάθε μέρα, οι αδελφοί που αναλάμβαναν την ηγεσία επέλεγαν ένα Γραφικό εδάφιο για εξέταση. Κατά τη διάρκεια των καθημερινών ημίωρων περιπάτων που κάναμε στην αυλή, δεν μας ενδιέφερε τόσο η άσκηση και ο φρέσκος αέρας όσο το να ωφεληθούμε από το Γραφικό εδάφιο της ημέρας. Μολονότι μας υποχρέωναν να είμαστε σε απόσταση περίπου πέντε μέτρων ο ένας από τον άλλον και δεν μας άφηναν να μιλάμε, εξακολουθούσαμε να βρίσκουμε τρόπους για να μεταδίδουμε το εδάφιο από στόμα σε στόμα. Όταν επιστρέφαμε στα κελιά μας, συγκεντρώναμε ό,τι είχε καταφέρει να ακούσει ο καθένας και μετά κάναμε την καθημερινή μας Γραφική συζήτηση.

Τελικά, κάποιος καταδότης μάς πρόδωσε και με έβαλαν στην απομόνωση. Τι ευλογία ήταν το γεγονός ότι μέχρι τότε είχα απομνημονεύσει αρκετές εκατοντάδες εδάφια! Μπορούσα να γεμίζω εκείνες τις άδειες ημέρες στοχαζόμενος ποικίλα Γραφικά θέματα. Κατόπιν με μετέφεραν σε άλλη φυλακή, όπου κάποιος φρουρός με έβαλε σε ένα κελί με δύο άλλους Μάρτυρες και—το καλύτερο—μας έδωσε μια Αγία Γραφή. Έπειτα από έξι μήνες στην απομόνωση, χαιρόμουν που μπορούσα να συζητώ ξανά Γραφικά θέματα με ομοπίστους μου.

Ο αδελφός μου, ο Πέτερ, περιγράφει τι τον βοήθησε να υπομείνει σε κάποια άλλη φυλακή: «Σκεφτόμουν τη ζωή στο νέο κόσμο και κρατούσα το νου μου απασχολημένο με Γραφικές σκέψεις. Εμείς οι Μάρτυρες ενισχύαμε ο ένας τον άλλον κάνοντας Γραφικές ερωτήσεις ή δοκιμάζοντας τις γνώσεις μας γύρω από τις Γραφές. Η ζωή δεν ήταν εύκολη. Μερικές φορές ήμασταν 11 άνθρωποι περιορισμένοι σε έναν χώρο περίπου 12 τετραγωνικών μέτρων. Εκεί έπρεπε να κάνουμε τα πάντα—να τρώμε, να κοιμόμαστε, να πλενόμαστε, ακόμη και να κάνουμε τη φυσική μας ανάγκη. Τα νεύρα μας είχαν φτάσει στα όριά τους».

Ο Γιόχεν, άλλος ένας αδελφός μου, θυμάται τις εμπειρίες που είχε στη φυλακή: «Έψαλλα όσους ύμνους μπορούσα να θυμηθώ από το υμνολόγιό μας. Κάθε μέρα στοχαζόμουν ένα εδάφιο που είχα απομνημονεύσει. Μετά την αποφυλάκισή μου, συνέχισα να έχω ένα καλό πρόγραμμα πνευματικής εκπαίδευσης. Κάθε μέρα, διάβαζα το εδάφιο της ημέρας με την οικογένειά μου. Προετοιμαζόμασταν επίσης για όλες τις συναθροίσεις».

Η Αποφυλάκιση της Μητέρας Μου

Ύστερα από δύο και πλέον χρόνια στη φυλακή, η μητέρα μου αποφυλακίστηκε. Χρησιμοποιούσε την ελευθερία της για να μελετάει τη Γραφή με τη Χανελόρε και τη Ζαμπίνε, βοηθώντας τες να θέσουν καλό θεμέλιο για την πίστη τους. Τις δίδασκε επίσης να χειρίζονται ζητήματα τα οποία εγείρονταν στο σχολείο λόγω της πίστης τους στον Θεό. Η Χανελόρε παρατηρεί: «Δεν μας ένοιαζαν οι συνέπειες επειδή στο σπίτι ενθαρρύναμε η μία την άλλη. Οι ισχυροί οικογενειακοί μας δεσμοί αντιστάθμιζαν οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίζαμε».

Η Χανελόρε συνεχίζει: «Προμηθεύαμε επίσης πνευματική τροφή στους φυλακισμένους αδελφούς μας. Αντιγράφαμε με το χέρι, με μικρά γράμματα, σε κερωμένο χαρτί ένα ολόκληρο τεύχος της Σκοπιάς. Κατόπιν τυλίγαμε τις σελίδες σε αδιάβροχο χαρτί και τις κρύβαμε ανάμεσα σε ξερά δαμάσκηνα που στέλναμε με το μηνιαίο δέμα. Πόσο χαιρόμασταν όταν μας ειδοποιούσαν ότι τα δαμάσκηνα ήταν “πολύ εύγευστα”. Ήμασταν τόσο απορροφημένες στην εργασία μας ώστε οφείλω να πω ότι εκείνος ήταν υπέροχος καιρός».

Ζωή υπό Απαγόρευση

Ο Πέτερ περιγράφει πώς ήταν να ζει κάποιος επί δεκαετίες υπό απαγόρευση στην Ανατολική Γερμανία: «Συναθροιζόμασταν σε ιδιωτικά σπίτια σε μικρούς ομίλους, ενώ η προσέλευση και η αποχώρηση γίνονταν σταδιακά. Σε κάθε συνάθροιση, διευθετούσαμε την επόμενη. Το κάναμε αυτό με νοήματα και σημειώματα επειδή υπήρχε συνεχώς ο κίνδυνος να μας παρακολουθεί η Στάζι».

Η Χανελόρε εξηγεί: «Μερικές φορές λαβαίναμε κασέτες με το πρόγραμμα των συνελεύσεων. Αυτό ήταν πάντοτε αιτία για μια χαρωπή συνάθροιση. Ο μικρός μας όμιλος συγκεντρωνόταν και άκουγε επί αρκετές ώρες Γραφική διδασκαλία. Παρότι δεν βλέπαμε τους ομιλητές, παρακολουθούσαμε το πρόγραμμα προσεκτικά και κρατούσαμε σημειώσεις».

Ο Πέτερ λέει: «Οι Χριστιανοί αδελφοί μας σε άλλες χώρες κατέβαλλαν ιδιαίτερες προσπάθειες για να μας παρέχουν Γραφικά έντυπα. Περίπου την τελευταία δεκαετία πριν πέσει το Τείχος του Βερολίνου το 1989, παρήγαν για εμάς ειδικά έντυπα μικρού μεγέθους. Μερικοί διακινδύνευαν τα αυτοκίνητά τους, τα χρήματά τους, ακόμη δε και την ελευθερία τους για να μεταφέρουν πνευματική τροφή στην Ανατολική Γερμανία. Κάποιο βράδυ ένα αντρόγυνο που περιμέναμε δεν εμφανίστηκε. Η αστυνομία είχε βρει τα έντυπα και είχε κατασχέσει το αυτοκίνητό τους. Παρά τους κινδύνους, ποτέ δεν σκεφτήκαμε να σταματήσουμε το έργο για να έχουμε πιο ήρεμη ζωή».

Ο Μάνφρεντ, ο μικρότερος αδελφός μου ο οποίος μας πρόδωσε το 1950, περιγράφει τι τον βοήθησε να επανακτήσει και να διατηρήσει την πίστη του: «Αφού έμεινα υπό κράτηση μερικούς μήνες, μετακόμισα στη Δυτική Γερμανία και εγκατέλειψα την οδό της Γραφικής αλήθειας. Επέστρεψα στην Ανατολική Γερμανία το 1954 και παντρεύτηκα το επόμενο έτος. Σύντομα η σύζυγός μου δέχτηκε τη Γραφική αλήθεια, και το 1957 βαφτίστηκε. Με τον καιρό, άρχισε να με ενοχλεί η συνείδησή μου και, με τη βοήθεια της συζύγου μου, επέστρεψα στην εκκλησία.

»Οι Χριστιανοί αδελφοί που με γνώριζαν προτού εγκαταλείψω την αλήθεια με δέχτηκαν πίσω στοργικά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Είναι υπέροχο να σε χαιρετούν με θερμό χαμόγελο και να σε αγκαλιάζουν. Είμαι πολύ χαρούμενος που συμφιλιώθηκα με τον Ιεχωβά και με τους αδελφούς μου».

Ο Πνευματικός Αγώνας Συνεχίζεται

Όλοι στην οικογένειά μας χρειάστηκε να αγωνιστούν σκληρά για την πίστη. «Σήμερα», τονίζει ο αδελφός μου ο Πέτερ, «όσο ποτέ προηγουμένως, μας περιβάλλουν πολλοί περισπασμοί και υλικά δελεάσματα. Τον καιρό της απαγόρευσης, ήμασταν ικανοποιημένοι με ό,τι είχαμε. Παραδείγματος χάρη, κανένας μας δεν ήθελε να πάει σε κάποιον άλλον όμιλο μελέτης απλώς και μόνο για προσωπικούς λόγους, και κανένας δεν παραπονιόταν ότι οι συναθροίσεις διεξάγονταν πολύ μακριά ή πολύ αργά. Όλοι χαιρόμασταν που συγκεντρωνόμασταν, ακόμη και αν κάποιοι από εμάς χρειαζόταν να περιμένουμε μέχρι τις 11:00 μ.μ. για να έρθει η σειρά μας να φύγουμε από τον τόπο της συνάθροισης».

Το 1959, η μητέρα μου αποφάσισε να μετακομίσει στη Δυτική Γερμανία με τη Ζαμπίνε, η οποία ήταν τότε 16 ετών. Επειδή ήθελαν να υπηρετήσουν εκεί όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη για διαγγελείς της Βασιλείας, το γραφείο τμήματος τους υπέδειξε το Έλβανγκεν, στο Μπάντεν-Βίρτεμπεργκ. Ο ζήλος της μητέρας μου παρά την κακή της υγεία υποκίνησε τη Ζαμπίνε να αρχίσει το σκαπανικό όταν ήταν 18 ετών. Όταν η Ζαμπίνε παντρεύτηκε, η μητέρα μου—σε ηλικία 58 ετών—έμαθε να οδηγεί ώστε να αυξήσει τη συμμετοχή της στο έργο κηρύγματος. Θεωρούσε πολύτιμη αυτή την υπηρεσία μέχρι το θάνατό της το 1974.

Όσο για εμένα, αφού εξέτισα σχεδόν έξι χρόνια από τη δεύτερη ποινή μου, απελάθηκα στη Δυτική Γερμανία το 1965, εν αγνοία της οικογένειάς μου. Αργότερα, όμως, ήρθαν κοντά μου η σύζυγός μου, η Άνι, και η κόρη μας, η Ρουτ. Ρώτησα το γραφείο τμήματος αν θα μπορούσαμε να υπηρετήσουμε εκεί όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη για ευαγγελιζομένους, και μας ζήτησαν να πάμε στο Νέρντλινγκεν στη Βαυαρία. Εκεί μεγάλωσε η Ρουτ και ο αδελφός της, ο Γιοχάνες. Η Άνι ανέλαβε τη διακονία σκαπανέα. Το καλό της παράδειγμα υποκίνησε τη Ρουτ να αρχίσει το σκαπανικό αμέσως μετά το σχολείο. Και τα δύο μας παιδιά παντρεύτηκαν σκαπανείς. Τώρα έχουν οικογένειες, και εμείς ευλογηθήκαμε με έξι αξιαγάπητα εγγόνια.

Το 1987, επωφελήθηκα από την ευκαιρία για πρόωρη συνταξιοδότηση και ενώθηκα με την Άνι στη διακονία σκαπανέα. Τρία χρόνια αργότερα, προσκλήθηκα στο γραφείο τμήματος στο Ζέλτερς για να βοηθήσω στην επέκταση των εγκαταστάσεων. Έπειτα από αυτό, βοηθήσαμε στην κατασκευή της πρώτης Αίθουσας Συνελεύσεων των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην πάλαι ποτέ Ανατολική Γερμανία, στο Γκλάουχάου, όπου υπηρετήσαμε αργότερα ως υπεύθυνοι για τη φροντίδα της αίθουσας. Για λόγους υγείας, επιστρέψαμε στο Νέρντλινγκεν για να είμαστε μαζί με την κόρη μας στην τοπική εκκλησία, όπου υπηρετούμε ως σκαπανείς.

Προς μεγάλη μου χαρά, όλα τα αδέλφια μου και τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς μας συνεχίζουν να υπηρετούν τον υπέροχο Θεό μας, τον Ιεχωβά. Στο διάβα των ετών, έχουμε μάθει ότι όσο παραμένουμε πνευματικά ισχυροί, μπορούμε να γευόμαστε πόσο αληθινά είναι τα λόγια του εδαφίου Ψαλμός 126:3: «Ο Ιεχωβά μεγαλούργησε με αυτό που έκανε για χάρη μας. Γεμίσαμε χαρά».

[Εικόνα στη σελίδα 13]

Την ημέρα του γάμου μας, 1957

[Εικόνα στη σελίδα 13]

Με την οικογένειά μου το 1948: (μπροστά, από τα αριστερά προς τα δεξιά) Μάνφρεντ, Μπέρτα, Ζαμπίνε, Χανελόρε, Πέτερ· (πίσω, από τα αριστερά προς τα δεξιά) εγώ και ο Γιόχεν

[Εικόνες στη σελίδα 15]

Βιβλίο μικρού μεγέθους που χρησιμοποιούνταν στη διάρκεια της απαγόρευσης, και εξοπλισμός παρακολούθησης της «Στάζι»

[Ευχαριστίες]

Forschungs- und Gedenkstätte NORMANNENSTRASSE

[Εικόνα στη σελίδα 16]

Με τα αδέλφια μου: (μπροστά, από τα αριστερά προς τα δεξιά) Χανελόρε και Ζαμπίνε· (πίσω, από τα αριστερά προς τα δεξιά) εγώ, ο Γιόχεν, ο Πέτερ και ο Μάνφρεντ