Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Η Πρώτη Αγία Γραφή στην Πορτογαλική—Μια Ιστορία Επιμονής

Η Πρώτη Αγία Γραφή στην Πορτογαλική—Μια Ιστορία Επιμονής

Η Πρώτη Αγία Γραφή στην Πορτογαλική—Μια Ιστορία Επιμονής

«Ο ΕΠΙΜΕΝΩΝ νικά». Αυτό το ρητό εμφανίζεται στη σελίδα του τίτλου ενός θρησκευτικού φυλλαδίου του 17ου αιώνα το οποίο έγραψε ο Ζοάο Φερέιρα ντε Αλμέιντα. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πιο εύστοχο σχόλιο για έναν άνθρωπο ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στη μετάφραση και στην έκδοση της Αγίας Γραφής στην πορτογαλική.

Ο Αλμέιντα γεννήθηκε το 1628 στο Τόρε ντε Ταβάρεζ, ένα χωριό στη βόρεια Πορτογαλία. Έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και ανατράφηκε στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, τη Λισαβώνα, από έναν θείο του ο οποίος ήταν μέλος κάποιου θρησκευτικού τάγματος. Η παράδοση λέει ότι, προετοιμαζόμενος για το ιερατείο, ο Αλμέιντα έλαβε άριστη παιδεία, η οποία τον βοήθησε να αναπτύξει σε νεαρή ηλικία την εξαιρετική του ικανότητα στον τομέα των γλωσσών.

Ωστόσο, ο Αλμέιντα πιθανότατα δεν θα είχε χρησιμοποιήσει τα ταλέντα του για να μεταφράσει τη Γραφή αν είχε παραμείνει στην Πορτογαλία. Ενόσω η Μεταρρύθμιση κατέκλυζε τη βόρεια και την κεντρική Ευρώπη με Γραφές σε τοπικές γλώσσες, η Πορτογαλία παρέμενε σταθερά κάτω από την επιρροή της Καθολικής Ιεράς Εξέτασης. Η κατοχή και μόνο μιας Γραφής στην καθομιλουμένη θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να συρθεί το άτομο ενώπιον κάποιου ιεροεξεταστικού δικαστηρίου. a

Υποκινούμενος πιθανώς από την επιθυμία να ξεφύγει από την καταπιεστική ατμόσφαιρα, ο Αλμέιντα μετακόμισε στην Ολλανδία στην αρχή της εφηβείας του. Λίγο αργότερα, σε ηλικία μόλις 14 ετών, έφυγε για ένα ταξίδι στην Ασία κατά το οποίο πέρασε και από την Μπατάβια (σημερινή Τζακάρτα), στην Ινδονησία, που ήταν εκείνον τον καιρό διοικητικό κέντρο της Ολλανδικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών στη νοτιοανατολική Ασία.

Έφηβος Μεταφραστής

Στο τελευταίο σκέλος του ταξιδιού του Αλμέιντα στην Ασία, υπήρξε ένα σημείο στροφής στη ζωή του. Ενώ ταξίδευε με το πλοίο από την Μπατάβια στη Μελάκα, στη δυτική Μαλαισία, έπεσε στα χέρια του ένα Προτεσταντικό φυλλάδιο στην ισπανική με τίτλο Οι Διαφορές του Χριστιανισμού (Diferencias de la Cristiandad). Εκτός από επιθέσεις σε ψευδή θρησκευτικά δόγματα, το φυλλάδιο περιείχε και μια δήλωση η οποία εντυπωσίασε ιδιαίτερα τον νεαρό Αλμέιντα: «Η χρήση μιας άγνωστης γλώσσας στην εκκλησία, ακόμα και αν αυτό γίνεται προς δόξα του Θεού, δεν ωφελεί τον ακροατή που δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα».—1 Κορινθίους 14:9.

Το συμπέρασμα ήταν προφανές για τον Αλμέιντα: Ο καλύτερος τρόπος για να εκτεθεί η θρησκευτική πλάνη ήταν να γίνει η Γραφή κατανοητή σε όλους. Όταν έφτασε στη Μελάκα, μεταστράφηκε στην Ολλανδική Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία και άρχισε αμέσως να μεταφράζει περικοπές των Ευαγγελίων από την ισπανική στην πορτογαλική και να τις διανέμει σε «εκείνους που έδειχναν ειλικρινή επιθυμία να μάθουν την αλήθεια». b

Δύο χρόνια αργότερα, ο Αλμέιντα ήταν έτοιμος για ένα πιο φιλόδοξο εγχείρημα—τη μετάφραση ολόκληρων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών από τη λατινική Βουλγάτα. Τελείωσε αυτό το έργο μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, αξιοσημείωτο επίτευγμα για έναν 16χρονο! Έστειλε θαρραλέα ένα αντίγραφο της μετάφρασής του στον Ολλανδό γενικό κυβερνήτη στην Μπατάβια για να φροντίσει να εκδοθεί. Από ό,τι φαίνεται, η Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία στην Μπατάβια προώθησε το χειρόγραφό του στο Άμστερνταμ, αλλά ο ηλικιωμένος ιερέας στον οποίο το εμπιστεύτηκαν πέθανε, και το έργο του Αλμέιντα εξαφανίστηκε.

Όταν του ζήτησαν να κάνει ένα αντίγραφο της μετάφρασής του για τη Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία στην Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα) το 1651, ο Αλμέιντα ανακάλυψε ότι το πρωτότυπο είχε εξαφανιστεί από τα εκκλησιαστικά αρχεία. Απτόητος, βρήκε με κάποιον τρόπο ένα αντίγραφο—ίσως ένα παλιό πρόχειρο κείμενο—και τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε μια αναθεωρημένη απόδοση των Ευαγγελίων και του βιβλίου των Πράξεων. Το κονσιστόριο c στην Μπατάβια τον αντάμειψε με 30 φιορίνια. Ήταν «ευτελές ποσό για το τεράστιο έργο που είχε επιτελέσει», έγραψε ένας συνεργάτης του Αλμέιντα.

Παρά την έλλειψη αναγνώρισης, ο Αλμέιντα συνέχισε το έργο του και υπέβαλε μια αναθεώρηση ολόκληρης της Καινής Διαθήκης του το 1654. Εξετάστηκε και πάλι το ενδεχόμενο να εκδοθεί η μετάφραση, αλλά δεν έγινε τίποτα συγκεκριμένο πέρα από μερικά χειρόγραφα αντίγραφα για χρήση σε ορισμένες εκκλησίες.

Καταδικάζεται από την Ιερά Εξέταση

Την επόμενη δεκαετία, ο Αλμέιντα επιδιδόταν δραστήρια σε ποιμαντικό και ιεραποστολικό έργο για λογαριασμό της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας. Χειροτονήθηκε το 1656 και υπηρέτησε πρώτα στην Κεϋλάνη, όπου παραλίγο να τον ποδοπατήσει ένας ελέφαντας, και αργότερα στην Ινδία, ως ένας από τους πρώτους Προτεστάντες ιεραποστόλους που επισκέφτηκαν εκείνη τη χώρα.

Ο Αλμέιντα είχε μεταστραφεί στον Προτεσταντισμό και υπηρετούσε μια ξένη δύναμη. Ως εκ τούτου, πολλοί άνθρωποι στις πορτογαλόφωνες κοινότητες τις οποίες επισκεπτόταν τον θεωρούσαν αποστάτη και προδότη. Το γεγονός ότι καταδίκαζε απερίφραστα την ηθική διαφθορά που επικρατούσε ανάμεσα στον κλήρο και ότι εξέθετε τα δόγματα της εκκλησίας τον οδηγούσε επίσης σε συχνές συγκρούσεις με τους Καθολικούς ιεραποστόλους. Αυτές οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν το 1661 όταν ένα ιεροεξεταστικό δικαστήριο στην Γκόα της Ινδίας καταδίκασε τον Αλμέιντα σε θάνατο ως αιρετικό. Εφόσον ο ίδιος δεν ήταν εκεί, έκαψαν ένα ομοίωμά του. Ο Ολλανδός γενικός κυβερνήτης, ίσως τρομαγμένος από το μαχητικό ύφος του Αλμέιντα, τον ανακάλεσε στην Μπατάβια σύντομα έπειτα από αυτό.

Ο Αλμέιντα ήταν ζηλωτής ιεραπόστολος, αλλά δεν ξέχασε ποτέ την ανάγκη που υπήρχε για μια πορτογαλική Αγία Γραφή. Τουναντίον, τα αποτελέσματα της άγνοιας για τη Γραφή—προφανέστατα τόσο μεταξύ των κληρικών όσο και μεταξύ των λαϊκών—ενίσχυαν την αποφασιστικότητά του. Στον πρόλογο ενός θρησκευτικού φυλλαδίου που κυκλοφόρησε το 1668, ο Αλμέιντα ανακοίνωσε στους αναγνώστες του: «Ελπίζω . . . σύντομα να σας τιμήσω με ολόκληρη την Αγία Γραφή στη δική σας γλώσσα, το μεγαλύτερο δώρο και τον πλέον πολύτιμο θησαυρό που έχει να σας δώσει κανείς».

Αλμέιντα Κατά Επιτροπής Επιμέλειας

Το 1676, ο Αλμέιντα παρουσίασε ένα τελικό κείμενο της Καινής Διαθήκης του στο εκκλησιαστικό κονσιστόριο στην Μπατάβια για να το επιμεληθούν. Ευθύς εξαρχής, οι σχέσεις του μεταφραστή με τους επιμελητές του κειμένου ήταν τεταμένες. Ο βιογράφος Γ. Λ. Σουελενγκρέμπελ εξηγεί ότι οι ολλανδόφωνοι συνεργάτες του Αλμέιντα ίσως δυσκολεύονταν να κατανοήσουν κάποιες λεπτές αποχρώσεις του νοήματος και του ύφους. Υπήρχε επίσης αντιλογία για την επιλογή της γλώσσας. Θα έπρεπε η Γραφή να χρησιμοποιεί την πορτογαλική που μιλούσαν οι ντόπιοι ή μια πιο εκλεπτυσμένη πορτογαλική την οποία πολλοί θα δυσκολεύονταν να καταλάβουν; Τελικά, ο ζήλος του Αλμέιντα για την ολοκλήρωση του έργου αποτελούσε διαρκή πηγή έντασης.

Το έργο προχωρούσε πολύ αργά, ίσως λόγω των προστριβών ή λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από πλευράς των επιμελητών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι επιμελητές πάλευαν ακόμα με τα πρώτα κεφάλαια του Λουκά. Ενοχλημένος με αυτή την καθυστέρηση, ο Αλμέιντα έστειλε ένα αντίγραφο του χειρογράφου του στην Ολλανδία για να εκδοθεί εν αγνοία των επιμελητών.

Παρά τις προσπάθειες του κονσιστορίου να αποτρέψει την έκδοση, η Καινή Διαθήκη του Αλμέιντα τυπώθηκε στο Άμστερνταμ το 1681, και τα πρώτα αντίτυπα έφτασαν στην Μπατάβια τον επόμενο χρόνο. Φανταστείτε πόσο πρέπει να απογοητεύτηκε ο Αλμέιντα όταν διαπίστωσε ότι η μετάφρασή του είχε υποστεί τροποποιήσεις από επιμελητές στην Ολλανδία! Παρατήρησε ότι, επειδή οι επιμελητές δεν ήταν καλά εξοικειωμένοι με την πορτογαλική, είχαν εισαγάγει «άκομψες και αντιφατικές αποδόσεις οι οποίες συσκότιζαν το νόημα του Αγίου Πνεύματος».

Δυσαρεστήθηκε και η ολλανδική κυβέρνηση, και διέταξε να καταστραφεί ολόκληρη η έκδοση. Μολαταύτα, ο Αλμέιντα έπεισε τις αρχές να αφήσουν μερικά αντίτυπα υπό την προϋπόθεση ότι τα πιο σοβαρά λάθη θα διορθώνονταν με το χέρι. Αυτά τα αντίτυπα θα χρησιμοποιούνταν ώσπου να ετοιμαστεί μια αναθεωρημένη έκδοση.

Οι επιμελητές στην Μπατάβια συγκεντρώθηκαν ξανά για να συνεχίσουν την εργασία τους στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές και άρχισαν να ετοιμάζουν τα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών καθώς τα ολοκλήρωνε ο Αλμέιντα. Το κονσιστόριο φοβόταν ότι ο μεταφραστής θα κυριευόταν από ανυπομονησία, και αποφάσισε να φυλάει τις υπογεγραμμένες σελίδες του τελικού αντιγράφου στο χρηματοκιβώτιο της εκκλησίας. Εννοείται ότι ο Αλμέιντα αντιτάχθηκε στην απόφασή τους.

Αλλά οι δεκαετίες σκληρής εργασίας και οι δυσκολίες της ζωής σε τροπικό κλίμα τον είχαν πλέον καταβάλει. Το 1689, λόγω της επιδεινούμενης υγείας του, ο Αλμέιντα αποσύρθηκε από τις εκκλησιαστικές δραστηριότητες προκειμένου να αφοσιωθεί στη μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών. Δυστυχώς, πέθανε το 1691 ενόσω ασχολούνταν με το τελευταίο κεφάλαιο του Ιεζεκιήλ.

Η δεύτερη έκδοση της Καινής Διαθήκης, η οποία ολοκληρώθηκε λίγο πριν από το θάνατό του, τυπώθηκε το 1693. Ωστόσο, φαίνεται ότι το έργο του υπέφερε και πάλι στα χέρια ανεπαρκών επιμελητών κειμένου. Στο βιβλίο του Η Αγία Γραφή στην Πορτογαλία (A Biblia em Portugal), ο Γκ. Λ. Σάντος Φερέιρα δηλώνει: «Οι επιμελητές . . . έκαναν σημαντικές αλλαγές στο άριστο έργο του Αλμέιντα, παραμορφώνοντας και αλλοιώνοντας όση από την ομορφιά του πρωτοτύπου είχε γλιτώσει από τους επιμελητές της πρώτης έκδοσης».

Ολοκληρώνεται η Πορτογαλική Αγία Γραφή

Όταν πέθανε ο Αλμέιντα, εξέλιπε η υποκινούσα δύναμη για την αναθεώρηση και την έκδοση της πορτογαλικής Αγίας Γραφής στην Μπατάβια. Η Εταιρία για την Προώθηση της Χριστιανικής Γνώσης, η οποία έδρευε στο Λονδίνο, ήταν αυτή που χρηματοδότησε μια τρίτη έκδοση της Καινής Διαθήκης του Αλμέιντα το 1711, κατόπιν αιτήματος των Δανών ιεραποστόλων που εργάζονταν στο Τρανκεμπάρ της νότιας Ινδίας.

Εκείνη η εταιρία αποφάσισε να εγκαταστήσει ένα τυπογραφείο στο Τρανκεμπάρ. Ωστόσο, ενώ έπλεε προς την Ινδία, το πλοίο που μετέφερε τα εκτυπωτικά υλικά και μια ποσότητα πορτογαλικών Γραφών έπεσε στα χέρια Γάλλων πειρατών και τελικά εγκαταλείφθηκε στο λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέιρο στη Βραζιλία. Ο Σάντος Φερέιρα γράφει: «Για κάποιον ανεξήγητο λόγο και υπό συνθήκες τις οποίες πολλοί θεώρησαν θαυματουργικές, τα κιβώτια που περιείχαν τα εκτυπωτικά υλικά βρέθηκαν άθικτα στον πάτο του αμπαριού και συνέχισαν το ταξίδι τους με το ίδιο σκάφος ως το Τρανκεμπάρ». Οι Δανοί ιεραπόστολοι αναθεώρησαν προσεκτικά και εξέδωσαν τη μετάφραση των υπόλοιπων βιβλίων της Γραφής που είχε κάνει ο Αλμέιντα. Ο τελευταίος τόμος της Αγίας Γραφής στην πορτογαλική κυκλοφόρησε το 1751, σχεδόν 110 χρόνια αφότου ο Αλμέιντα είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του ως μεταφραστής της Γραφής.

Μια Ζωντανή Κληρονομιά

Ο Αλμέιντα αντιλήφθηκε από μικρή ηλικία την ανάγκη για μια Αγία Γραφή στην πορτογαλική ώστε ο κοινός λαός να μπορεί να διακρίνει την αλήθεια στη δική του γλώσσα. Επιδίωκε ανυποχώρητα αυτόν το στόχο όλη του τη ζωή, παρά την εναντίωση της Καθολικής Εκκλησίας, την αδιαφορία του περιβάλλοντός του, τα φαινομενικώς ατελείωτα προβλήματα με την επιμέλεια του κειμένου, καθώς και την επιδεινούμενη υγεία του. Η επιμονή του ανταμείφθηκε.

Πολλές από τις πορτογαλόφωνες κοινότητες όπου κήρυξε ο Αλμέιντα συρρικνώθηκαν και εξαφανίστηκαν, αλλά η Γραφή του επέζησε. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Βιβλική Εταιρία για τη Βρετανία και το Εξωτερικό και η Αμερικανική Βιβλική Εταιρία διένειμαν χιλιάδες αντίτυπα της μετάφρασης του Αλμέιντα στην Πορτογαλία και στις παράκτιες πόλεις της Βραζιλίας. Ως αποτέλεσμα, οι Γραφές που βασίστηκαν στο αρχικό του κείμενο είναι μέχρι σήμερα από τις πιο δημοφιλείς και ευρέως διαδεδομένες στον πορτογαλόφωνο κόσμο.

Αναμφίβολα, πολλοί χρωστούν ευγνωμοσύνη στους παλιούς μεταφραστές της Γραφής όπως ήταν ο Αλμέιντα. Αλλά πρέπει να είμαστε ακόμα πιο ευγνώμονες στον Ιεχωβά, τον Θεό της επικοινωνίας, του οποίου «θέλημα είναι να σωθούν κάθε είδους άνθρωποι και να έρθουν σε ακριβή γνώση της αλήθειας». (1 Τιμόθεο 2:3, 4) Σε τελική ανάλυση, Εκείνος είναι που διατήρησε το Λόγο του και τον έκανε διαθέσιμο για δικό μας όφελος. Είθε πάντοτε να εκτιμούμε και να μελετούμε επιμελώς αυτόν τον «πλέον πολύτιμο θησαυρό» από τον ουράνιο Πατέρα μας.

[Υποσημειώσεις]

a Στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα η Καθολική Εκκλησία, εκδίδοντας τον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων, επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς στη χρήση Γραφών στην καθομιλουμένη. Αυτό το μέτρο, σύμφωνα με τη Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica), «ουσιαστικά σταμάτησε το μεταφραστικό έργο από Καθολικούς για τα επόμενα 200 χρόνια».

b Οι παλιότερες εκδόσεις της Γραφής του Αλμέιντα τον αποκαλούν Πάντρε (Πατέρα) Αλμέιντα, πράγμα που κάνει μερικούς να πιστεύουν ότι είχε υπηρετήσει ως Καθολικός ιερέας. Ωστόσο, οι Ολλανδοί εκδότες της Γραφής του Αλμέιντα χρησιμοποίησαν αυτόν τον όρο εσφαλμένα, επειδή υπέθεσαν ότι επρόκειτο για τίτλο Προτεστάντη κληρικού.

c Το διοικητικό σώμα της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 21]

ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΟΝΟΜΑ

Αξιοσημείωτο παράδειγμα της ακεραιότητας του Αλμέιντα ως μεταφραστή αποτελεί το γεγονός ότι χρησιμοποίησε το θεϊκό όνομα για να αποδώσει το εβραϊκό Τετραγράμματο.

[Ευχαριστίες]

Cortesia da Biblioteca da Igreja de Santa Catarina (Igreja dos Paulistas)

[Χάρτης στη σελίδα 18]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Λισαβώνα

Τόρε ντε Ταβάρεζ

[Εικόνα στη σελίδα 18]

Η Μπατάβια το 17ο αιώνα

[Ευχαριστίες]

From Oud en Nieuw Oost-Indiën, Franciscus Valentijn, 1724

[Εικόνα στη σελίδα 18, 19]

Η σελίδα του τίτλου της πρώτης πορτογαλικής Καινής Διαθήκης, που εκδόθηκε το 1681

[Ευχαριστίες]

Courtesy Biblioteca Nacional, Portugal